ΡΕΝΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Ρένα του Αύγουστου Κορτώ Η Υρώ Μανέ παίζει στοίχημα κάθε ζεστό ελληνικό βράδυ και το κερδίζει. Τολμηρή γυναίκα, χαρισματική ηθοποιός, γλυκύτατος άνθρωπος. Ενσαρκώνει τη «Ρένα» εδώ και καιρό σε ανοικτά θέατρα και, παρά τις ανατροπές της εποχής, μετεωρολογικές ή όχι, κατορθώνει να δροσίσει το κοινό με την εξαιρετική της ερμηνεία. Σπαράγματα απ΄ τη ζωή μιας γυναίκας που ο Αύγουστος Κορτώ έκανε ηρωίδα του βιβλίου του και η Νικαίτη Κοντούρη τής έδωσε υπόσταση στη σκηνή σκηνοθετώντας την παράσταση. Με επίκεντρο το πορτραίτο μιας περιθωριακής ύπαρξης και με φόντο την Ελλάδα του 20ου αιώνα, αναμοχλεύεται η πρόσφατη ιστορία μας. Μια διαδρομή σε βαπόρια και βάρκες παραφουσκωμένες με σάρκες κι ελπίδες, σε σκοτεινά καλντερίμια και φτωχομαχαλάδες, σε φωτισμένες παραλίες, σε κόκκινα δρομάκια, σε ξερονήσια και ανήλιαγα μπουντρούμια, σε σημαίες και συνθήματα: «Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία» , σε λαμπερά στάδια με τα χέρια ψηλά και τον εθνικό ύμνο στον ψηλότερο ιστό και μ’ ανοιχτά τα πόδια σε στρογγυλά τραπέζια και σε φτηνά κρεβάτια. Το έργο είναι μύθος, αλλά γνωρίζουμε ότι οι παραμυθατζήδες εμπνέονται από τη ζωή, από τις αλήθειες που καταγράφει η ιστορία. Και πάντα ο μύθος είναι ανακατεμένος με την πραγματικότητα. «Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Ιστορική, του μουσείου. Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι και με τον Καρυωτάκη. Που ’γραφε τα ποιήματα; Αυτόν. Ενάμισι μέτρο όλος κι όλος, μη φανταστείς, μισοριξιά, αλλά καλοντυμένος, με το κουστούμι του, το γελέκο του, όλα στην πένα, κι όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα χαμαντράκια, ταύρος στο κρεβάτι κι ερωτιάρης στο φουλ. Θυμάμαι μετά, που κάναμε τσιγάρο, γύρισε και μου ’πε: «Θες να γίνεις η Μαύρη Αφροδίτη μου;», τέτοιο μελανούρι που ήμουν». Έτσι ξεκινάει η «Ρένα» την αφήγηση της ζωής της σε μια Ελλάδα που σπαράσσεται, αλλάζει, πονάει, πέφτει, σηκώνεται, σιωπά, κραυγάζει! Η Ρένα η «Σμυρνιά» - ουδεμία σχέση έχουσα με τη Σμύρνη, η πιάτσα τη βάφτισε έτσι κι έτσι έμεινε - μάς έβαλε στο ξεφτισμένο ροζ άρμα της και μας σεργιάνισε στις εποχές που δε ζήσαμε ή τις περάσαμε ως ανώριμοι παρατηρητές, στις γραμμές που διαβάσαμε σε εφημερίδες, στις ασπρόμαυρες ταινίες, όπου χαθήκαμε σε γειτονιές και σε ανίερες αλλά παθιασμένες αγάπες και σε μια χαμοελλάδα που διένυσε ασθμαίνουσα πολλά χιλιόμετρα, μέχρι να φτάσει γεμάτη τραύματα στο σώμα και στην ψυχή, απ’ τα ξεπεσμένα μπουρδέλα της Τρούμπας ή της εμβληματικής οδού Αθηνάς στο ATHENS PRIDE. Η «Ρένα», δηλώνει ο συγγραφέας, όσο προχωρούσα και απολάμβανα την ανάγνωσή της, στα μάτια μου έγινε μία εκδοχή του «Φόρεστ Γκαμπ». Είδε τα πάντα, έζησε πολλά και βγήκε αλώβητη. Εμπνευσμένη έναρξη μ΄ ένα βίντεο –ντοκιμαντέρ καθοριστικών γεγονότων της ιστορίας μας στον 20 αιώνα. Σαν να ξεφύλλιζε ο θεατής ένα άλμπουμ με κινούμενες εικόνες ντυμένες με μουσικές χαμαιτυπείων τότε, αστραφτερής πίστας σήμερα. Ύστερα εμφανίστηκε η «Ρένα» στον θρόνο της. Μας έμπασε στο σπίτι της, ενώ τρεις νέοι, τρία παιδιά ανοιχτόμυαλα κι ελεύθερα, υπό την επίφαση συνέντευξης, της έδωσαν το ερέθισμα ώστε να ανοίξει την καρδιά της. Η Υρώ Μανέ – «Ρένα», ξεκίνησε ένα ταξίδι που κράτησε δυο περίπου ώρες. Γέλασε, τραγούδησε, έκλαψε, σπάραξε, θυμήθηκε, ξανάζησε τον έρωτα με τον Μάρκο της, ξανάζησε τη νιότη της στα μπουρδέλα ως ανήλικη πουτάνα - πουτανόθρεμμα κι η ίδια - μ’ όλα τα συμπαρομαρτούντα της ατμόσφαιρας στα κακόφημα τα σπίτια, παρότι «η δουλειά ντροπή δεν είναι», όπως διατυμπάνιζε όλη την ώρα, ξεδίπλωσε την ενηλικίωσή της, έκανε στάσεις σε κρίσιμες καμπές της ζωής της, γλέντησε την πίκρα και τον πόνο της, την αγάπη και τον αγοραίο έρωτα, τα πάθη και τις αναπάντεχες χαρές της, τις συμφορές της και τις ανανήψεις της κι έφτασε στα γεράματά της. Όλο αυτό το μωσαϊκό, όλο αυτό το πίσω – μπρος ήταν για μας ένα δώρο που το χαρήκαμε κατά πώς του άξιζε. Με συγκίνηση και γέλιο. Με αυθόρμητα επιφωνήματα και χειροκροτήματα. Αυτήν τη «Ρένα», ο κόσμος που είχε απλωθεί στις ξύλινες τάβλες του ανοιχτού θεάτρου του Φρουρίου, τη λάτρεψε και την αποθέωσε στο φινάλε. Εξαιρετικοί και οι Άγης Εμμανουήλ, Κωνσταντίνος Φάμης και Μιχάλης Αβρατόγλου , που τη συνόδευσαν επάξια σε όλες τις διαδρομές της. Ερμήνευσαν ρόλους με ιδιαίτερη ευχέρεια και μαζί με τους επί σκηνής μουσικούς Παναγιώτη Τσεβά και Κώστα Νικολόπουλο, αποτέλεσαν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, συντονισμένο με μαεστρία από τη Νικαίτη Κοντούρη. Ανέβασαν όλοι μαζί στην επιφάνεια τις μυρωδιές, τους καπνούς, τους αγώνες, τους καημούς ταραγμένων εποχών αλλά και τον ορισμό του «έρωτα», όπως τον αντιλαμβανόταν η «Ρένα» του Κορτώ. Ρυθμοί γρήγοροι, σκηνικά εξυπηρετικά, αστραπιαίες εναλλαγές ήχων και φώτων που σχημάτιζαν χώρους και περιοχές, όμως μεγέθυναν και τα συναισθήματα. Είδαμε ευφάνταστες σκηνές δράσης, άλλοτε σε μπουζουξίδικο, άλλοτε στη φημισμένη Μπουμπουλίνας κι άλλοτε σε ανακριτικό γραφείο κι απολαύσαμε μια έξοχη σκηνή – παράβαση στη μέση του έργου που θυμίζει τον αρχαίο Κώμο. Ένα ιντερμέτζο, όπου οι ηθοποιοί εγκατέλειψαν τη θεατρική τους υπόσταση κι έγιναν κήρυκες καταγγέλλοντας ζοφερές καταστάσεις. Η παράσταση ήταν κι ένα μάθημα ελληνικής ιστορίας , όχι μονοδιάστατο αλλά με ισορροπίες. Όπου τη συναντήσετε, δείτε την. Θα τη φχαριστηθείτε.
Παίζουν: Υρώ Μανέ, Άγης Εμμανουήλ, Κωνσταντίνος Φάμης, Μιχάλης Αβρατόγλου. Τιμές εισιτηρίων: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ: 25 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΘΕΑΤΡΟ ΔΟΡΑ ΣΤΡΑΤΟΥ-ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ Με την υποστήριξη του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ: |