ΟΙ ΛΑΝΤΖΕΡΗΔΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Οι Λαντζέρηδες (The Dishwashers) του Morris Panych
«- Κι αν, τελικά, υπάρχει Θεός;
Από το δελτίο τύπου Τρεις άνδρες, οι λαντζέρηδες, εργάζονται στο υπόγειο ενός πολυτελούς εστιατορίου ανάμεσα σε ατελείωτες στοίβες πιάτων. Βρίσκονται εκεί αθέατοι απ’ τον πάνω κόσμο, που τους στέλνει αδιάκοπα τ’ άπλυτά του. Ο Ντρέσλερ, ο αυστηρός προϊστάμενος, για τον οποίο το πλύσιμο των πιάτων είναι τέχνη, καθήκον και αξιοπρέπεια, o νεοφερμένος Έμμετ, που μαθαίνει τη δουλειά και δε βλέπει την ώρα να ξεφύγει κι ο Μος, ο ταλαίπωρος γέρος που εργάζεται εκεί κάτω εδώ και δεκαετίες. Τρεις άνθρωποι, σε διαφορετική φάση της ζωής τους, με ετερόκλητες αντιλήψεις κι επιθυμίες, βρίσκονται παγιδευμένοι σαν ήρωες του Μπέκετ σε μια ατέρμονη επαναληπτικότητα, σχεδόν σ’ ένα κενό χρόνου, αντιδικώντας για το νόημα της δουλειάς τους, για το νόημα της ίδιας της ζωής. Υπάρχει, ωστόσο, νόημα; Ο Morris Panych είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης και χαρακτηρίζεται ως «άνθρωπος όλων των εποχών» στο θέατρο του Καναδά. Παίζει στο θέατρο, τον κινηματογράφο και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Σκηνοθετεί συστηματικά και τα θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες. Έχει κερδίσει δύο φορές το Governor General’s Award, το πιο σημαντικό βραβείο δραματουργίας της χώρας του και 14 φορές το Jessie Richardson Theatre Award για ερμηνείες ή σκηνοθεσίες του. Έχει επίσης τιμηθεί με τα βραβεία Sidney Riske Writing Awards και Dora Mavor Moore Awards. Οι «Λαντζέρηδες» έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη Off-Broadway το 2009. Aντιστρέφοντας τις έννοιες «θέατρο του παραλόγου» και «πραγματικότητα», διεισδύει στο παράλογο της πραγματικότητας μ’ ένα ιδιοφυές θέατρο ρεαλισμού. Η καυστική και αλληγορική αυτή μαύρη κωμωδία του επισημαίνει εύστοχα το μάταιο, καθημερινό τρέξιμο του καθενός μας ώστενα ικανοποιήσει φιλοδοξίες και όνειρα που του έχουν υποβληθεί μέσα από παράλογα στερεότυπα, main stream αντιλήψεις, ανόητες ιδέες και οδηγίες για τον τρόπο ζωής του. Μια ιστορία που αποκαλύπτει σαρκαστικά τη ματαιοδοξία στο μεταμοντέρνο αξιακό σύστημα. Μια ιστορία σκληρή και λυπητερή, όπως και η ζωή, για το παράλογο τής κοινωνικής δομής, τον μύθο της αταξικής κοινωνίας, τον υπόγειο «πόλεμο των τάξεων», τις αξίες, το καθήκον και τα «θέλω». Η δραματουργία Στα «σωθικά» του πολυτελούς εστιατορίου που προσφέρει στους πελάτες του τις πιο εκλεπτυσμένες γαστριμαργικές απολαύσεις, οι λαντζέρηδες, αόρατοι για όλους αναλαμβάνουν δράση όταν τα βρώμικα πιάτα καταφθάνουν στο υπόγειο «βασίλειο» τους για να καθαριστούν. Ο καθένας έχει το δικό του τρόπο που αντιλαμβάνεται τη δουλειά αλλά και που αντιλαμβάνεται και τη θέση του στην κοινωνική πυραμίδα. Ο συντονιστής των εργασιών, παλαίμαχος και σταθερός στη θέση του, βλέπει το καθάρισμα των πιάτων σαν μια καλλιτεχνική κι επιστημονική δραστηριότητα με κανόνες, τάξη και μια αδιαμφισβήτητη γοητεία. Ο νεαρός υφιστάμενος του που έχει εκπέσει κοινωνικά και έχει εξαναγκαστεί να δραστηριοποιηθεί προς μια τόσο ευτελή εργασία δεν ονειρεύεται τίποτε άλλο παρά μόνο να κρατήσει για όσο γίνεται λιγότερο αυτή η δοκιμασία. Κι ο ηλικιωμένος της ομάδας, που βλέπει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, είναι αποφασισμένος να παραμείνει στη θέση του πάση θυσία αφού η απομάκρυνση του από την κουζίνα θα σημάνει και το τέλος της ζωής του, μιας ζωής χαρακτηρισμένης από την σκληρή και χωρίς την ανάλογη ανταπόδοση, χειρωνακτική εργασία. Ο τρόπος που αλληλεπιδρούν οι τρεις άντρες αλλά κι οι καθοριστικοί αν και δυσδιάκριτοι χειρισμοί της αόρατης «ηγεσίας» που τους κατευθύνει, αποκαλύπτουν σταδιακά τις βαθύτερες στιβάδες της κοινωνικής αναρδιάθρωσης και την ανέλπιδη προσπάθεια των παγιδευμένων ανθρώπων να ξεφύγουν από την τυραννία μιας εξουσίας τόσο ισχυρής μέσα από την απουσία της, ώστε να μπορεί να διαβρώσει ακόμα και το ίδιο το νόημα της ζωής τους. Ο ένας διαφεύγει μέσα από μια ψευδαισθησιακή αντίληψη που μετατρέπει την ρουτινιάρικη απασχόληση του σε έργο υψίστης σημασίας. Ο άλλος χρησιμοποιεί σαν όχημα για να ξεφύγει από την τυρανία της ανούσιας εργασίας την βεβαιότητα πως θα είναι προσωρινή. Κι ο τρίτος, ο πιο τραγικός από όλους προσκολλάται στο μαρτύριο αυτής της εργασίας σαν να πρόκειται για την μοναδική του άγκυρα με τη ζωή, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, κάνοντας πως δεν βλέπει πως έχει γίνει ήδη η αντικατάσταση του από έναν νεώτερο λαντζέρη, γιατί αν αποδεχτεί το γεγονός θα είναι όχι μόνο αναλώσιμος αλλά και ήδη νεκρός.
Μια σκηνογραφία εμπνευσμένη και υπέροχα φωτισμένη, συνθέτει το τοπίο ενός κόσμου δυστοπικού και ψυχρού μέσα στον οποίο οι προκαθορισμένες και με ακρίβεια εκτελεσμένες, ρομποτικές κινήσεις των ηρώων δημιουργούν μια αίσθηση τρομακτικής παγίδευσης που όμως διαρκώς υπονομεύεται από το ανθρώπινο στοιχείο. Από τις αντιρρήσεις που εναγωνίως προσπαθούν να αρθρώσουν οι σύγχρονοι σκλάβοι ενός διαχρονικού κοινωνικοπολιτικού μηχανισμού ο οποίος αέναα καταδυναστεύει τους αδύναμους προσφέροντας αφειδώλευτα την εύνοια του στους ισχυρούς και στην κάθε μορφής εξουσία. Ένα κολασμένο τοπίο χωρίς πρόβλεψη διαφυγής που αποκαλύπτει με καυστικό τρόπο την ματαιότητα και τον παραλογισμό μιας σκληρής πραγματικότητας μέσα σ’ ένα κόσμο αδίστακτο κι αδηφάγο. Η Σκόττη μας δίνει μια ακόμα απόδειξη του ταλέντου της να διαχειρίζεται την δραματουργία με μαεστρία χωρίς ποτέ να προκαλεί με ανυπόστατα ευρήματα αλλά δουλεύοντας συστηματικά και με μέθοδο ώστε να αναδείξει στο έπακρο τη δράση, να ζωντανέψει τους χαρακτήρες, να αξιοποιήσει σκηνικά, τις εσωτερικές δυναμικές του έργου, να δημιουργήσει ανεπανάληπτες ατμόσφαιρες. Οι άψογοι, στιβαροί, εναλλασσόμενοι ρυθμοί της, η αίσθηση του χιούμορ, η κλιμάκωση μέσα από τις συγκρούσεις και τις εναρμονήσεις των δράσεων, η λεπταίσθητη αξιοποίηση των διαφορετικών επιπέδων, η επιδέξια διαχείρηση των εικαστικών και ηχητικών της μέσων κι οι σοφοί χειρισμοί στην κλιμάκωση της δράσης και των συγκινησιακών εκρήξεων δημιουργούν ένα σκηνικό αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής και αναμφισβήτητης ποιότητας. Εξαιρετικός ο Τάσος Κωστής ερμηνεύει τον ήρωα του με πειστικότητα αφήνοντας να διαφανούν οι ρωγμές του και ισορροπώντας με άνεση ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό στοιχείο. Πάντα πληθωρικός και με έναν έντονο δυναμισμό ο Γιάννης Σαρακατσάνης, δημιουργεί έναν ήρωα ταυτόχρονα αδίστακτο και αδύναμο, ένα χαλασμένο γρανάζι του συστήματος που όμως αρνείται με πείσμα να αποσυρθεί, έναν παγιδευμένο άνθρωπο που δεν μπορεί να δει πως κι από ποιον παγιδεύεται. Σπαρακτική η ερμηνεία του Κώστα Λάσκου στο ρόλο του γέρο Μος ισορροπεί ανάμεσα στο συναίσθημα και το χιούμορ, προσφέροντας μας μερικές από τις καλύτερες στιγμές της έτσι κι αλλιώς εξαιρετικής αυτής παράστασης. Ο Αλέξανδρος Μανωλίδης ερμηνεύει εύστοχα και πειστικά τον «αντικαταστάτη» συμπληρώνοντας επάξια το καρέ των «λαντζέρηδων». Εκτός από τα εικαστικά άψογα σκηνικά και τα απολύτως λειτουργικά κοστούμια θα ήθελα να αναφερθώ και στην εξαιρετική μουσική της παράστασης που ενίσχυσε τις ατμόσφαιρες και δημιούργησε ένα δεύτερο επίπεδο έντασης απόλυτα εναρμονισμένο με την σκηνοθετική γραμμή και την δραματουργία.
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη Διανομή Ντρέσλερ: Τάσος Κωστής Μέρες και ώρες παραστάσεων Τετάρτη 21:15, Πέμπτη 21:00, Σάββατο 18:15, Κυριακή 18:00 Ως 19 Ιανουαρίου Σύγχρονο Θέατρο Ευμολπιδών 45 Γκάζι Τηλέφωνο: 210 3464380 www.sychronotheatro.gr Eισιτήρια: Καθημερινές: (Α΄ Ζώνη) Κανονικό 15€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 13€ | (Β’ Ζώνη) Κανονικό 13€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 10€ | Σάββατο/Κυριακή/αργίες: (Α΄ Ζώνη) Κανονικό 17€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 14€ | (Β’ Ζώνη) Κανονικό 15€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 12€ Προπώληση:ticketplus.gr
|