Σχετικά άρθρα
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Πέμπτη, 25 Μάρτιος 2010 13:55 | |||
Θεατρική κριτική Τι μέλλον έχει και πως μπορεί να επαναπροσδιοριστεί;
Μήπως το παιχνίδι παίζεται σε άδεια καθίσματα; Βρέθηκα προ ημερών σε συνάντηση θεατρολόγων και κριτικών θεάτρου που διοργάνωσε ο αεικίνητος και πάντα κοντά στους μαθητές του, καθηγητής Θοδωρής Γραμματάς με προσκεκλημένους μεταξύ άλλων τον εύγλωττο και πρωτοποριακό Σάββα Πατσαλίδη, τον θαυμάσιο επιστήμονα του θεάτρου μας Γιώργο Πεφάνη, την δόκτορα της θεατρολογίας κυρία Βαρβάρα Γεωργοπούλου με αξιόλογο έργο πάνω στην κριτική του μεσοπολέμου και τον ταλαντούχο σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαριά. Πολλά και ενδιαφέροντα ακούστηκαν συμπεριλαμβανομένης και μιας λεκτικής επίθεσης του δυναμικού κυρίου Τηλέμαχου Μουδατσάκη ο οποίος επεσήμανε πως αν δεν γνωρίζουν οι νέοι Έλληνες κριτικοί την ορολογία του θεάτρου, δεν δικαιούνται να επιδίδονται σε δημοσίευση των κριτικών τους. Σωστή η παρέμβαση αλλά μας βάζει στον πειρασμό να επισημάνουμε πως κι οι περισσότεροι από τους παλαιούς, καταξιωμένους κριτικούς μας δεν επιδίδονταν με φανατισμό στην ορολογία -η οποία τα τελευταία χρόνια έγινε του συρμού- και κυρίως πως το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι περίφημες αυτές κριτικές, δεν έχει ακόμα εξασφαλίσει το μάστερ του στη θεατρολογία. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, διαβάζοντας κάποιες κριτικές άσπονδων φίλων λέγαμε περιγελώντας την τάση των θεωρητικών του θεάτρου να γίνονται ακατανόητοι βουτώντας ασυλλόγιστα στις αναφορές τους και στην ορολογία τους, πως, αν θέλεις να μην εκτεθείς σε φίλους καλλιτέχνες μπορείς πάντα να γράψεις τόσο περίπλοκα για την παράστασή τους ώστε να μην είσαι σε θέση να καταλάβεις ούτε ο ίδιος τι έγραψες. Κι επειδή οι θεατρικές κριτικές δεν υπόκεινται σε υποτιτλισμό στην κοινή καθομιλουμένη, εφόσον φυσικά υποτίθεται ότι μας ενδιαφέρει να τις κατανοήσει ο αποδέκτης τους, καλόν είναι να είμαστε σαφείς, εμπεριστατωμένοι και κατανοητοί αν δεν θέλουμε να διεκδικήσουμε από τους σκηνοθέτες με ανάλογες τάσεις, την ρίψη εναντίον μας, πεπαλαιωμένων ζαρζαβατικών και ωών. Αλλά το ζήτημα της χρησιμότητας μιας επαγγελματικής κριτικής προσέγγισης στις μέρες μας, δεν λήγει εκεί. Και επεκτείνεται σε πολλές παραμέτρους εξ ίσου ενδιαφέρουσες για διερεύνηση. Σε τι χρησιμεύει σήμερα μια κριτική ανάλυση όταν το κοινό δεν υπάρχει περίπτωση, όχι μόνο να οδηγηθεί χάριν αυτής σε μία παράσταση ή να αποτραπεί από το να την επιλέξει, αλλά συνήθως ούτε καν να κάνει τον κόπο να την αναγνώσει; Το θέατρο έζησε πολλά χρόνια χωρίς κριτικούς και μπορεί αύριο να συνεχίσει και χωρίς αυτούς. Άλλωστε στις μέρες μας οι αυστηροί και δαιμόνιοι θεατρικοί κριτικοί δεν κατεβάζουν πια παραστάσεις αλλά ούτε είναι και σε θέση να τις στηρίξουν. Ερασιτέχνες με υψηλές βλέψεις καταφέρνουν να γίνονται πιο πειστικοί από τα ιερά τέρατα (ενίοτε δε μόνο τέρατα) της κριτικής και να επηρεάζουν το κοινό με τα συνήθως αφελή αλλά και πολύ συγκεκριμένα σχόλιά τους. Άλλωστε μια κριτική γνωρίζουμε πια εκ πείρας πως ποτέ δεν μπορεί να είναι απολύτως αντικειμενική και αμερόληπτη. Οι περισσότεροι κριτικοί έχουν τον κύκλο τους και είναι αρκετά δικτυωμένοι ώστε να εξυπηρετούν τα παράπλευρα συμφέροντά τους. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι θα είναι σαφώς πιο επιεικείς σε πρόσωπα με τα οποία συνεργάζονται ή διατηρούν φιλικούς δεσμούς, κάτι που γνωρίζουμε πως είναι ανθρώπινο αλλά δεν μπορούμε να παραστήσουμε ότι δεν συμβαίνει. Επίσης συχνά αξιόλογοι κριτικοί πέφτουν στην παγίδα να αξιολογήσουν μία παράσταση, όχι με κριτήριο την ίδια την παράσταση αλλά μέσα από την δική τους αντίληψη για το θέατρο και τις προσωπικές τους προτιμήσεις όσον αφορά συγγραφέα, σκηνοθετική γραμμή και ερμηνείες. Απόλυτη αντικειμενικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί και συχνά μια παράσταση κατά τα άλλα αξιόλογη πέφτει θύμα του πρωτοποριακού της περιεχομένου ή εξαφανίζεται στα άδυτα της αφάνειας γιατί οι συντελεστές της δεν έχουν οργανώσει λειτουργικά τις δημόσιες σχέσεις τους, είτε το επέλεξαν είτε όχι. Φυσικά οι νέοι μας κριτικοί θα πρέπει πλέον να εξοικειωθούν με την διαδικτυακή ενημέρωση και τους ιδιαίτερους κώδικές της μια και το έντυπο δεν έχει πια καμμία πιθανότητα μακροημέρευσης. Και επίσης νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο να ανακαλύψουν τους νέους ορίζοντες για την λειτουργικότητα μιας κριτικής προσέγγισης στο θέατρο έτσι ώστε τα κείμενά τους να μπορούν στο μέλλον να λειτουργούν σαν μαρτυρίες για μία παράσταση που από τη φύση της είναι καταδικασμένη στη θνησιγένεια κι όχι να θαλασσοπνίγονται στον ωκεανό της υπερπληροφόρησης. Έτσι θα είχε ενδιαφέρον να έβλεπε κανείς τους δυναμικούς εκπροσώπους της επιστήμης του θεάτρου στο πλευρό των δημιουργών, να ερευνούν το έργο εκείνων που ασκούν θέατρο στην πράξη, να παρακολουθούν πρόβες και μία σειρά από παραστάσεις του ίδιου έργου, να συμμετέχουν στην δραματουργική προσέγγιση των έργων, να επισημαίνουν λάθη και αδυναμίες σε κάθε τομέα πριν από την πρεμιέρα της παράστασης, να παρακολουθούν συστηματικά το έργο κάποιων δημιουργών καταγράφοντας τα εξελικτικά στάδια της πορείας τους και να συνεργάζονται με τους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς για την αρτιότερη επεξεργασία των έργων τους. Με άλλα λόγια να είναι παρόντες ενεργά στην θεατρική πράξη κι οι καταγραφείς της ιστορίας του θεάτρου στον τόπο μας και στην εποχή μας. Κι αν όλα αυτά ακούγονται ουτοπικά, ας μην ξεχνάμε πως από την ουτοπία του σήμερα, γεννιέται η ανάγκη του αύριο. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να υπάρξει κι η ανάλογη ανταπόκριση από πλευράς δημιουργών, οι οποίοι συχνά από υπερβολική αυταρέσκεια θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο επαρκείς ώστε να υποτιμούν την πολύτιμη βοήθεια των θεωρητικών και να αρνούνται να επωφεληθούν της οξείας και καθαρής τους «όρασης» απέναντι στο θεατρικό δρώμενο. Όσο για το κριτικό κείμενο που επιθυμεί επαναπροσδιοριστεί ώστε να είναι λειτουργικό σε σχέση με το κοινό, καλόν θα ήταν να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για το έργο, την εποχή και τον συγγραφέα, να λειτουργήσει αποκαλυπτικά σε σχέση με το ενδότερο περιεχόμενο και την δομική τεχνική του, να ορίσει ή να ανιχνεύσει τα στοιχεία εκείνα που το καθιστούν διαχρονικό και να προσφέρει στον απλό θεατή την δυνατότητα να εισέρχεται στην πλατεία του θεάτρου με λιγότερα κενά όσον αφορά το θέαμα το οποίο καλείται να παρακολουθήσει, αφού η θεατρική παιδεία στη χώρα μας ξέρουμε όλοι πως δεν υφίσταται ειδικά για τον απλό θεατρόφιλο που δεν τυχαίνει να είναι και θεατράνθρωπος αλλά αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία του κοινού. Καλό θα ήταν επίσης να λαμβάνει υπ’ όψιν του το είδος του κοινού που θα παρακολουθήσει μια παράσταση, σε σχέση πάντα με το περιεχόμενό της και να ακολουθείται μια ανάλογη λεκτική τεχνική η οποία να είναι κατανοητή γι’ αυτούς στους οποίους απευθύνεται χωρίς ταυτόχρονα να χάνει την ουσία της. Αλλιώς παρουσιάζει κανείς το Γάλα του Κατσικονούρη κι αλλιώς τα έργα του Κλάιστ ή του Μέτερλινκ. Αλλιώς τον Γκαίτε ή την αρχαία Τραγωδία κι αλλιώς το «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή». Και είναι λογικό αφού διαφοροποιείται το κοινό το οποίο έχει επιλέξει την αντίστοιχη παράσταση. Θα είναι πιο λειτουργικός σίγουρα ο σχολιασμός της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής όταν γίνεται με σύνεση και μέσα από τους όρους που θέτει η ίδια η παράσταση κι όχι με βάση τις προσωπικές εμμονές του κριτικού και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του. Με προσοχή απέναντι σε δρόμους που μόλις ανοίγονται και συχνά είναι ακόμα δύσβατοι. Είναι άλλο η ανεπάρκεια ενός καλλιτέχνη κι άλλο η ρηξικέλευθη οπτική του που μπορεί σήμερα να μην είναι εύκολα προσιτή ή να αποσυντονίζει αλλά συχνά θέτει τις βάσεις για το θέατρο του αύριο. Άλλωστε όλοι ξέρουμε πως η τέχνη δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται διαρκώς και με κάθε ρίσκο αφού αν δεν το κάνει θα καταλήξει ως έκθεμα σε μουσείο ή ακόμα χειρότερα ως βαλσαμωμένο πτώμα στον πολυτελή τάφο του. Το θέατρο στη χώρα μας σήμερα δεν περνάει κρίση. Και μάλιστα θα έλεγα ότι σε πολλούς τομείς διανύει περίοδο ακμής. Το έργο λοιπόν των θεατρικών σχολιαστών γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον και σημαντικό αφού μπορούν πλέον να επισημάνουν τις νεώτερες τάσεις και να ανακαλύψουν στα πρώτα τους βήματα, εκείνους που θα καταγραφούν στις σελίδες της ιστορίας του θεάτρου μας, αύριο. Τέλος, καλό θα ήταν οι παλαίμαχοι και ικανότατοι κριτικοί της παλιάς γενιάς να δώσουν πια την σκυτάλη στους νεώτερους γιατί οι όροι και οι συνθήκες έχουν αλλάξει και το πνεύμα της κριτικής απαιτεί πια μια πολύ πιο βαθιά εξοικείωση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του. Καλό το κύρος και η πολύχρονη εμπειρία, όπως επίσης κι η εμπεριστατωμένη γνώση των ορολογιών αλλά χωρίς την φρεσκάδα της ανανέωσης, μας περιμένουν μόνο βαθιά χασμουρητά και ατέλειωτοι μαραθώνιοι πλήξης. Ας κάνουν οι νέοι θεωρητικοί του θεάτρου τα δικά τους λάθη κι ας μάθουν από τα δικά τους πάθη. Και κυρίως ας μην περιμένουμε πότε θα γεράσουν για να τους αποδεχτούμε. Το θέατρο είναι του Διονύσου, όχι του Μαθουσάλα. Αν δεν το παραλάβει στα χέρια της η μεθυσμένη και γόνιμη νεότης, δεν θα μπορέσει ποτέ να εξελιχτεί ούτε σε θεωρητικό αλλά ούτε και σε πρακτικό επίπεδο.
|