Σχετικά άρθρα
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΦΕΥΓΕΙ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 20 Ιούνιος 2011 23:20 | |||
Το θέατρο του Ήλιου φεύγει από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του ηλιόλουστες αναμνήσεις «Να φέρουμε στα σκάφη που περιπλανώνται στο σκοτάδι, την επίμονη λάμψη ενός φάρου».
Η πρώτη μας επαφή με το «Θέατρο του Ήλιου» ήταν όταν μαζί με την Δάφνη Λαρούνη βρεθήκαμε στο εκθεσιακό κέντρο, κοντά στο αεροδρόμιο για να πάρουμε συνέντευξη από μέλη της ομάδας. Ξεναγός μας, η καθηγήτρια Λίτσα Φρυδά η οποία είχε μεταφράσει τους υπέρτιτλους της παράστασης, και γνώριζε ήδη τον θίασο από προηγούμενη συνεργασία της με την ομάδα. Κοντά μας έφτασε πρώτος ο ηθοποιός Maurice Durozier, παλιός, αγαπημένος συνεργάτης της Μνούσκιν ο οποίος στην παράσταση υποδύεται τον σκηνοθέτη της ταινίας του βωβού κινηματογράφου αλλά ερμηνεύει κι άλλους ρόλους όπως σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί. Μιλήσαμε για την Μνούσκιν και για την υπέροχη εμπειρία να δουλεύει πλάι της, όντας όλοι ακόμα κάπως μουδιασμένοι. Ύστερα από λίγο μαθαίναμε λεπτομέρειες από την ζωή του στο Θέατρο του Ήλιου και τον τρόπο με τον οποίο στήθηκαν οι Ναυαγοί της Τρελής Ελπίδας στη διάρκεια των ένδεκα μηνών που κράτησαν οι πρόβες. Ο Maurice Durozier Λίγο αργότερα μιλάμε και με τον βοηθό σκηνοθέτη της, τον Charles-Henri Bradier, ο οποίος απαντάει στις πιο απίθανες ερωτήσεις μας και μας ανοίγει μια ακόμα πόρτα για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτή τη μαγική παράσταση αλλά και στο θέατρο-κολεκτίβα του Ήλιου όπου όλοι μαζί, συμμετοχικά χτίζουν θεατρικούς κόσμους για να συναρπάσουν το κοινό. Τους συναντάμε ξανά την επόμενη μέρα στο Στούντιο Μαυρομιχάλη όπου έχουν έρθει μετά από πρόσκληση του Φώτη Μακρή να μιλήσουν για την παράσταση και το φημισμένο θέατρο τους. Ο Charles-Henri Bradier Λίγο αργότερα δειπνώντας, παίρνουμε συνέντευξη από τον «πραγματικό Άη Βασίλη», όπως αποκάλεσε ο ίδιος τον εαυτό του, χαρίζοντάς μου την μουσική του, τον συνθέτη του θεάτρου του Ήλιου Jean Jacques Lemetre που ερμηνεύει στην παράσταση τον μουσικό. Με χιούμορ που έσπαγε κόκκαλα μου δήλωσε πως η μητέρα του ευτυχώς δεν ξέρει ότι είναι μουσικός και πως γράφει μουσική ακούγοντας τους ανθρώπους να μιλούν ενώ τον ρυθμό τον ανακαλύπτει μέσα από τις κινήσεις τους. Λάτρης του φαγητού αλλά και του ούζου και του τσίπουρου, πιστεύει πως ανάμεσα στη μουσική και την μαγειρική υπάρχει μια στενή σχέση. Άλλωστε το καλό φαγητό μαζί με την μουσική και τον έρωτα αποτελούν τις τρεις μεγάλες του αδυναμίες. Λίγο αργότερα θα ανακαλύψω πως έχει και μια τέταρτη, τα ταξίδια, αφού από τότε που γεννήθηκε, λόγω της δουλειάς του πατέρα του που ταξίδευε συνεχώς, κάνοντας εμπόριο του μπακαλιάρου, δεν έμενε ποτέ σε ένα μέρος κι ενώ εκείνος ταξίδευε στη θάλασσα, η μητέρα τον ακολουθούσε από τους δρόμους της στεριάς παίρνοντας μαζί της και τον νεογέννητο γιο της. Όταν λοιπόν τον ρώτησα πως μπορεί κάποιος να διδαχτεί την τέχνη του, μου απάντησε: Ταξιδεύοντας. Ο Jean Jacques Lemetre Μιλώντας μαθαίνουμε και για την πολιτική δράση του Θεάτρου του ήλιου το οποίο ποτέ δεν διαδηλώνει για ζητήματα που αφορούν το ίδιο όπως οι επιχορηγήσεις αλλά κάνει αισθητή την παρουσία του όσον αφορά θέματα δικαιοσύνης, όταν θίγονται τα δικαιώματα των λαών για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, διεκδικώντας έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Μου δείχνουν φωτογραφίες από την περφόρμανς του θεάτρου το φθινόπωρο στις διαδηλώσεις στο Παρίσι κι έτσι γνωρίζω την «Δικαιοσύνη» τους, μια κυρία ύψους τριών μέτρων με πληγωμένο πρόσωπο που αντιστέκεται ενάντια σε μαύρα πουλιά τα οποία συμβολίζουν τις κάθε λογής αδικίες απέναντι στους λαούς του κόσμου. Η φωτογραφία είναι του Charles-Henri Bradier Την πρώτη φορά, είδα την παράσταση από την τελευταία σειρά κι ένοιωσα σαν να παρακολουθούσα ένα θέαμα το οποίο είναι μαζί θέατρο, κινηματογράφος και ζωή, μια αβίαστη, αυθεντική, σπαρακτική απεικόνιση της. Η αισθαντική φωνή της Εστέρ Γκονζάλες έφερνε ζωντανά την αφήγηση στο χώρο για να ενωθεί με την δράση ενώ τα μηχανικά εφέ εκτελούνταν από τους ηθοποιούς με πειθαρχία και άψογο συντονισμό μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Μια μέρα μετά, κάνοντας μια βόλτα στο Σύνταγμα, συναντήσαμε μερικά από τα μέλη της ομάδας, τα οποία ξόδευαν τις λίγες πολύτιμες ώρες της ξεκούρασης τους για να βρεθούν κοντά στην ειρηνική εξέγερση των αγανακτισμένων Ελλήνων. Την επόμενη νύχτα βρεθήκαμε με τον Maurice στο Σούνιο. Ήθελε να δει τον ναό κάτω από το φως του φεγγαριού. Κοίταζε τον ασημένιο δρόμο της σελήνης στην ακύμαντη θάλασσα και τα ανεξιχνίαστα τσιγγάνικα μάτια του έλαμπαν από ευχαρίστηση, θυμίζοντάς μου πως η ζωή είναι χιλιάδες σπαρταριστά, εφήμερα πράγματα κι ένα απ’ αυτά μερικές φορές, γίνεται τέχνη, μπορεί να γίνει υπέροχη τέχνη... Η φωτογραφία είναι από άρθρο της Ρένας Δούρου Η κυρία Μνούσκιν αποφασίζει την επόμενη μέρα να κατέβει στο Σύνταγμα μαζί με το θίασό της σε συμπαράσταση των Ελλήνων. Τα πάντα γίνονται με ταχύτητα αστραπής και κάτω από τον αυστηρό έλεγχό της. Δώδεκα ελληνόπουλα επιστρατεύονται για να ενωθούν με τους ηθοποιούς της και να σηκώσουν μαζί τους τα πανώ. Έχουν μάθει από την προηγούμενη μέρα πώς να τα προσαρμόζουν πάνω τους, πώς να κινούνται με το ρυθμό, πώς να πλαισιώνουν το θέαμα κινώντας τα δεξιά κι αριστερά και πώς να αντέχουν το διόλου ευκαταφρόνητο βάρος τους. Τα παιδιά στα παρασκήνια του τεράστιου χώρου, ανάμεσα σε ηθοποιούς και τεχνικούς, ακούν τις οδηγίες για τον τρόπο που θα χειριστούν τα πανώ και για το τι σημαίνουν οι φράσεις που είναι γραμμένες πάνω τους. Την επόμενη μέρα η ίδια η κυρία Μνούσκιν καθοδηγεί την ομάδα με μια εφηβική ορμή που δίνει σε όλους την δύναμη να αγνοήσουν τον καυτό ήλιο και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται. Η φωτογραφία είναι της Χρυσούλας Μπουσιούτα Λίγο αργότερα, κόσμος που έχει βρεθεί εκεί χειροκροτεί το δρώμενο, συμμετέχει, ενθουσιάζεται, χειροκροτεί. Καταφθάνουν οι δημοσιογράφοι που την περικυκλώνουν για να μιλήσουν μαζί της, να πάρουν μία δήλωσή της. Εκείνη δηλώνει πως βρίσκει τον αγώνα των Ελλήνων πιο σημαντικό από το Γαλλικό Μάη, αφού οι συνθήκες είναι ακόμα δυσκολότερες. Το διεισδυτικό μάτι της βρίσκεται παντού, ακόμα κι η τελευταία λεπτομέρεια περνάει από την δική της έγκριση και κατεύθυνση. Τυφλωμένη από τον Ελληνικό ήλιο, αλλά χωρίς καν ένα καπέλο ή γυαλιά ηλίου βάζει τον καθένα στη θέση του προσέχοντας να μην γίνει τίποτα λάθος. Και τίποτα δεν γίνεται λάθος. Λίγο αργότερα οι ηθοποιοί της θα γυρίσουν στο εκθεσιακό κέντρο για μια σχεδόν τετράωρη, εξαντλητική παράσταση αλλά κανείς τους δεν διαμαρτύρεται. Όταν τους ρωτάμε αν κουράστηκαν, απαντάνε μ’ ένα ξεκούραστο χαμόγελο κι ένα αρνητικό νεύμα. Η σκηνοθέτις εμφανίζεται την επόμενη μέρα στην «Πειραιώς» για την συνέντευξη τύπου προσκαλεσμένη από το φεστιβάλ Αθηνών. Στο πλευρό της ο οικοδεσπότης της Γιώργος Λούκος κι η καθηγήτρια Άννα Ταμπάκη. Από την συνέντευξη τύπου με τον Γιώργο Λούκο, την Άννα Ταμπάκη και την Λίτσα Φρυδά Σκηνοθετεί για άλλη μια φορά τα πάντα, αλλάζει τον τρόπο που είναι στημένες οι καρέκλες για να βρίσκεται σε καλύτερη επαφή με το κοινό και απαιτεί να απαντηθούν οι ερωτήσεις ακόμα κι εκείνων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας και κινδυνεύουν να αγνοηθούν. Στις περίπλοκες και αδιαμόρφωτες ερωτήσεις που δέχεται απαντά με ευκρίνεια, άνεση κι αμεσότητα, με χιούμορ αλλά και χωρίς καμία προσποίηση, έτοιμη να δώσει την πιο καθαρή εικόνα με φράσεις απλές αλλά και μεστές, των στόχων, των μεθόδων και των κατευθύνσεων του θεάτρου της. Το ίδιο βράδυ ενενήντα θεατές που δεν είχαν προλάβει να δουν την παράσταση, μπαίνουν χωρίς εισιτήριο στο ήδη κατάμεστο θέατρο με την καθοδήγηση και την αδιάλειπτη φροντίδα της ίδιας η οποία δεν ησυχάζει παρά μόνο όταν κι ο τελευταίος από αυτούς βρίσκει την θέση του. Η τελευταία παράσταση αποθεώνεται από τον κόσμο κι η ίδια ανεβαίνει να χειροκροτηθεί μόνο όταν για έξη φορές οι ηθοποιοί της έχουν ξαναβγεί στη σκηνή. Λίγο αργότερα αποχαιρετάμε τους ηθοποιούς και τους συντελεστές του θεάτρου του Ήλιου με την ελπίδα, μια τρελή ίσως ελπίδα, πως σύντομα θα μπορέσουμε να τους ξαναδούμε. Είναι όλοι όπως πάντα χαμογελαστοί, τώρα ακόμα πιο ήσυχοι αφού η περιπέτεια έχει τελειώσει. Κάποιοι απ’ αυτούς μας ενημερώνουν για το πώς θα πάμε να τους βρούμε στη Γαλλία στην Cartoucherie. Τα χαμόγελά τους, η αυθεντική τρυφερότητα κι αγάπη τους, το χιούμορ τους και το ταλέντο τους θα μας λείψουν. Ποτέ στη χώρα μου δεν ένοιωσα σαν θεατής, σαν απλός θεατής τόσο πολύτιμη και προστατευμένη, τόσο ευπρόσδεκτη και σημαντική. Νοιώθω πως δεν φιλοξένησε η Ελλάδα το θέατρο του Ήλιου αλλά πως το θέατρο του Ήλιου φιλοξένησε τους Έλληνες θεατές και μάλιστα με μια φιλοξενία, βαθιά κι ανεπιτήδευτη. Θα μου λείψουν τα χαμόγελά τους, οι αυθόρμητες αγκαλιές τους, το ήθος τους και το ταλέντο τους όχι μόνο να είναι συναρπαστικοί καλλιτέχνες αλλά και υπέροχοι άνθρωποι. Όσες φορές τους ρώτησα γιατί ονομάστηκε «Θέατρο του Ήλιου», μου απάντησαν ότι ήταν μια απόφαση της στιγμής. Τώρα όμως θαρρώ πως ξέρω γιατί. Πίσω από τα διάφανα παραπετάσματα των παρασκηνίων, βλέποντάς τους να ετοιμάζονται για το εξαίσιο θέαμα, ένοιωσα πως το φως του ήλιου που κουβαλάνε όλοι τους μέσα τους από την ίδια την κυρία Μνούσκιν ως τον τελευταίο τεχνικό της, είναι αυτό που κάνει την ζωή τέχνη και την τέχνη, ζωή. Και δεν είναι μόνο το ταλέντο, η ποιότητα κι η δύναμη για δημιουργία αλλά και το εξαίρετο ήθος, η ανθρωπιά, η βαθιά, ανεπιτήδευτη κι αληθινή τρυφερότητα που έφεραν στη χώρα μας. Θα τους νοσταλγώ. Μέσα στο σκοτάδι των ιδιωτικών συμφερόντων, της αλαζονείας, των συνωμοσιών και των πισώπλατων χτυπημάτων, των κερδοσκοπικών πράξεων και των εγωκεντρικών τάσεων, στο οποίο προσπαθούμε να βρούμε ένα δρόμο, ένα μονοπάτι, υπήρξαν για μας, με την αυθεντικότητα τους και το ήθος τους, ένας φάρος. Γιατί με την ζωντανή παρουσία τους έκαναν πράξη το έργο τους αποδεικνύοντας πως η τέχνη, αν και φορέας τρελλών ελπίδων, κάποιες φορές είναι η μόνη που έχει την ελπίδα να μην ναυαγήσει. Θυμίζοντάς μας τις φράσεις του ιδεολόγου ήρωα στο έργο: Αυτές τις μέρες του ερέβους, έχουμε μιαν αποστολή… Να φέρουμε στα σκάφη που περιπλανώνται στο σκοτάδι, την επίμονη λάμψη ενός φάρου. Τις επόμενες μέρες θα μοιραστούμε με τους αναγνώστες μας τις συνεντεύξεις που πήραμε για το «Επί Σκηνής» από τον Maurice Durozier, τον Charles-Henri Bradier και τον Jean Jacques Lemetre.
|