Σχετικά άρθρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΚΟΣ 2010 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 09 Φεβρουάριος 2010 08:50 | |||
Ο Γιώργος Γιανναράκος σε ένα «Χορό θανάτου» γεμάτο ερωτήματα...
Μίλησέ μου για το έργο που σκηνοθετείς φέτος; Ο «Χορός Θανάτου» είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Είναι ένα έργο που το έχω αγαπήσει από πολύ μικρός και πάντα ήθελα με κάποιον τρόπο να το αντιμετωπίσω. Η ευκαιρία μου δόθηκε με την ομάδα «Υστερόγραφο» που συστάθηκε φέτος, ξεκίνησε με το «Χορό» και φιλοδοξούμε να συνεχίσει με πολλές άλλες παραστάσεις. Το έργο είναι μεγάλο, όπως και ο συγγραφέας του. Μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει κλασικό. Ο Στρίντμπεργκ κλείνει μέσα του τις περισσότερες από τις τάσεις που εξελίχτηκαν στο θέατρο τον αιώνα που μας πέρασε. Και ως κλασικός παραμένει σύγχρονος. Εκφράζει την εποχή του και τη χώρα του σε τέτοιο βάθος, ώστε γίνεται εφικτή η αναγωγή σε άλλες εποχές και πραγματικότητες. Ο «Χορός Θανάτου» έχει «ρόλους – αρχέτυπα» που λειτουργούν σε συνθήκες αναγνωρίσιμες. Κι αυτό που με γοητεύει στο έργο είναι ότι θέτει αινίγματα χωρίς απαραίτητα να δίνει τις λύσεις. Οι λύσεις εναπόκεινται στον αναγνώστη, στο θεατή, στο κοινό γενικότερα. Ένας άντρας και μια γυναίκα, 25 χρόνια παντρεμένοι, ζουν απομονωμένοι σ’ ένα νησί και τρώνε τις σάρκες τους. Το ’χουμε δει. Ίσως όχι ακριβώς έτσι, αλλά με πολύ κοντινές αναλογίες. Ένας επισκέπτης φτάνει στο σπίτι. Είναι η σωτηρία ή η καταστροφή τους; Αυτό είναι κάτι που με ενδιέφερε πολύ να ερευνήσω.
Αυτός ο επισκέπτης-εισβολέας μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι εξαιτίας της απωθημένης του λατρείας στην εξαδέλφη ή έχοντας την υποσυνείδητη πιθανόν επιθυμία να εκδικηθεί το σύζυγο; Άλλο ένα ερώτημα στο οποίο την απάντηση καλείται να δώσει ο θεατής. Μπορεί να ισχύει ένας από τους δυο αυτούς λόγους, και οι δυο ή κάποιος τρίτος ή τέταρτος. Μπορεί αυτό να συμβαίνει και χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μπορεί και να μην είναι καν εισβολέας. Το ζευγάρι τον βλέπει αρχικά ως σωτήρα.
Ας μιλήσουμε γι’ αυτό το ζευγάρι. Πώς διαρρέει στο Χορό του Θανάτου η «στριμπεργκική» εμμονή του πολέμου έως αλληλοσπαραγμού των ανθρώπων που είναι παγιδευμένοι στους περίκλειστους κόσμους τους; Δεν διαρρέει απλώς. Βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης του έργου. Σε πρώτη ανάγνωση είναι ακριβώς αυτό. Βέβαια, την πρώτη ανάγνωση ακολουθούν άλλες. Τα ζητήματα που τίθενται είναι πολλά. Το θέμα είναι ποιος θέλει, ποιος μπορεί, ποιος αντέχει να βγει από την ιερή φυλακή του. Και αν βγει, θα του αρέσει;
Λες για φυλακή. Η ηρωίδα βλέπει το σπίτι της σαν μια τέτοια φυλακή. Ο χαρακτήρας της όμως είναι εν τέλει αυτός μιας μάρτυρος ή ενός θύτη; Είναι ένα αίνιγμα που κάθε θεατής καλείται να λύσει με τον τρόπο του. Στην παράστασή μας δεν πήραμε θέση. Θελήσαμε ακριβώς να προβάλλουμε το αίνιγμα.
Τελικά σ’ αυτό το έργο, ο θεατής έχει πολύ δουλειά να κάνει. Όμως υπάρχει κι ο σύζυγος... Όταν ο σύζυγος οργανώνει την άμυνά του επιθυμεί να απολαύσει μια πλαστή νίκη ή να ανατρέψει τα σχέδια των δυο εραστών καταλύοντας τον εύθραυστο δεσμό τους; Επιχειρεί πρώτα απ’ όλα να διερευνήσει όρια. Τα δικά του, της γυναίκας του, της ανθρώπινης φύσης. Στο έργο δεν υπάρχει τίποτε πλαστό. Αν υπάρχει νίκη είναι αυθεντική, ακόμη κι αν είναι πύρρεια. Αν είναι πλαστή, είναι από άλλο έργο. Κάθε αυθεντική νίκη βέβαια, όταν μιλάμε για ανθρώπινες σχέσεις, έχει μέσα της και μιαν αυθεντική ήττα. Πάντως, όταν ο σύζυγος οργανώνει την άμυνά του δεν υπάρχει ακόμη η βεβαιότητα μιας ερωτικής σχέσης. Μήπως ακριβώς αυτή η άμυνα είναι που την προκαλεί; Δεν παίρνω θέση. Απλώς προβάλλω ένα ακόμη από τα ερωτήματα που κατά τη γνώμη μου θέτει ο «Χορός Θανάτου» και που επιδίωξα να προβληθούν στην παράσταση.
Μια και μιλάμε για την ανθρώπινη φύση... Πιστεύεις πως το βάθος της ανθρώπινης ψυχής είναι διεφθαρμένο ή απλώς τα ανθρώπινα όντα συμπαρασύρονται στο κακό από τις περιστάσεις; Τι είναι διαφθορά; Τι είναι κακό; Οι περιστάσεις είναι κάτι ανεξάρτητο από τα ανθρώπινα όντα; Μήπως οι ίδιοι τις δημιουργούμε, προκαλώντας τη μοίρα μας; Μήπως τελικά είναι θέμα ηθικών επιλογών του καθενός, το πώς ορίζει τη διαφθορά ή το κακό; Άλλα ερωτήματα που θεωρώ ότι τίθενται από το έργο του Στρίντμπεργκ και από την παράσταση του «Υστερόγραφου».
Θέτεις συνέχεια ερωτήματα στα ερωτήματα. Θα σου θέσω λοιπόν κι εγώ άλλο ένα που με απασχόλησε. Ποιο είναι το άλλοθι της ηρωίδας και ποιο του συζύγου; Δεν έχουν άλλοθι. Δεν χρειάζονται άλλοθι. Είναι τόσο απροκάλυπτα ένοχοι, ώστε τελικά αθωώνονται πλήρως. Ίσως και να αγιοποιούνται μετά τα μαρτύρια στα οποία οδηγούν ο ένας τον άλλο και ο καθένας τον εαυτό του.
Πώς προσεγγίζεις τους ηθοποιούς σου και πώς τους οδηγείς στη διαχείριση των ρόλων τους; Κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Κάθε ηθοποιός είναι διαφορετική περίπτωση. Άλλη προσωπικότητα, άλλος τρόπος προσέγγισης, άλλες εμπειρίες. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι ένα μεγάλο μέρος της σκηνοθεσίας είναι η διανομή. Είχα τη μεγάλη τύχη ανάμεσα στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους να υπάρχουν ο Κωνσταντίνος Χατζούδης, η Αγγελική Λεμονή και ο Σπύρος Ζουπάνος. Τους θεώρησα από την πρώτη στιγμή ιδανικούς για τους ρόλους. Αλλιώς δεν θα ξεκίναγα το «Χορό». Τώρα που η παράσταση έχει πια ανέβει, δεν έχω μετανιώσει για την αρχική μου επιλογή. Αισθάνομαι πολύ χαρούμενος γιατί αυτό που περίμενα βγήκε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο για τους θεατές. Εμείς προτείνουμε μια παράσταση. Ο θεατής μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Η μεγάλη δυσκολία στη διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης ήταν πώς ηθοποιοί και σκηνοθέτης θα αντιστέκονταν στον πειρασμό να δώσουν λύσεις στα αινίγματα του Στρίντμπεργκ. Αυτό προσπαθήσαμε με κάθε τρόπο να αποφύγουμε. Η άποψή μου είναι πως οι δοσμένες από μια παράσταση λύσεις φτωχαίνουν ένα έργο και προδίδουν το συγγραφέα του. Αν ήθελε να βγει λύση από το έργο του είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα τις είχε δώσει. Και την ικανότητα είχε να το κάνει και το χρόνο και την οξυδέρκεια. Δεν το έκανε. Και δεν το κάναμε ούτε εμείς. Ελπίζω τουλάχιστον. Θα ήταν αυθαίρετο. Πάντως ήταν μια παγίδα στην οποία ανά πάσα στιγμή ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε.
Μίλησέ μου για τις εμμονές σου και τα πάθη σου, τα καλλιτεχνικά εννοείται. Κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εμμονή μου, είναι η συνέπεια. Με την έννοια ότι θέλω να είμαι συνεπής σ’ αυτό που κάνω. Να είναι συγκροτημένο, να έχει αρχή, μέση και τέλος και να ξέρω γιατί έχει γίνει έτσι και όχι αλλιώς. Αυτό εμπεριέχει ένα σοβαρό κίνδυνο: αν υπάρχει ένα λάθος θα το ακολουθήσουν πολλά άλλα και τελικά μπορεί να μη γίνεται να σωθεί τίποτε. Πάντως, δεν μπορώ να αναγνωρίσω εμμονές ή πάθη. Ίσως επειδή είναι δικά μου, τα έχω συνηθίσει, μου φαίνονται φυσιολογικά και τα αγαπώ.
Στο Χορό του Θανάτου η σκηνοθετική γραμμή κινείται στιβαρά στα κλασικά πρότυπα, παρά τις εν μέρει παρεκτροπές όσον αφορά τη μουσική, τα κοστούμια και τα σκηνικά. Θα επιχειρούσες στο μέλλον μια ανατρεπτική σκηνοθεσία ενός τέτοιου έργου; Όντως υπάρχει μια κλασική αντιμετώπιση. Μέχρις ενός σημείου. Το έργο μιλάει στην εποχή μας, είναι απόλυτα σύγχρονο και κάποιες παρεμβάσεις είναι αναγκαίες για να γίνει πιο λειτουργικό. Για παράδειγμα η μουσική. Οι οδηγίες που έδινε ο Στρίντμπεργκ το 1900 όταν το έγραφε, σήμερα δεν ξέρω αν θα λειτουργούσαν όπως τότε. Σίγουρα δεν μου άρεσαν για την παράσταση του «Υστερόγραφου». Συνεννοηθήκαμε με τον Κώστα Μαντζώρο να ακολουθηθεί άλλος δρόμος. Δρόμος σημερινός. Αυτό, για να υπάρξει συνέπεια, σαφώς επηρέασε όλη την παράσταση. Το ίδιο συνέβη μα τα σκηνικά ή με τη χορογραφία. Και η Νίκη Πέρδικα και η Στέλλα Κρούσκα δεν έκαναν κάτι απόλυτα κλασικό. Τελικά και η σκηνοθετική γραμμή δεν είναι ακριβώς κλασική. Όποιος ξέρει καλά το έργο θα διαπιστώσει κάποιες διαφοροποιήσεις. Δε νομίζω ότι χρειάζονταν άλλες. Τον «Χορό Θανάτου» του Στρίντμπεργκ ήθελα να ανεβάσουμε, όχι τον δικό μου. Τώρα για το κατά πόσον θα επιχειρούσα μια πιο ανατρεπτική σκηνοθεσία του έργου στο μέλλον, δεν το ξέρω. Αν αλλάξω εγώ, αν αλλάξει ο κόσμος, ενδεχομένως. Στην παρούσα φάση, αν ήθελα κάτι πιο ανατρεπτικό στο συγκεκριμένο έργο θα το είχα επιχειρήσει. Και μάλιστα, θα είχα ένα φωτεινό παράδειγμα να ακολουθήσω: τον Φρήντριχ Ντύρρενματ. Ένα συγγραφέα από τους πιο αγαπημένους μου, που κάποια στιγμή ανέβασε το «Χορό Θανάτου» σε δική του διασκευή. Τον τοποθέτησε σε ένα ρινγκ, τόνισε τα στοιχεία μαύρης κωμωδίας του Στρίντμπεργκ και το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό: το «Play Strindberg». Ντύρρενματ δεν είμαι κι έτσι από το να βγάλω τα μάτια ενός έργου που μ’ αρέσει τόσο όσο ο «Χορός» προτιμώ να το σεβαστώ. Κι αν βγει μια κλασική παράσταση τόσο το καλύτερο. Είναι κάτι που πιστεύω ότι η εποχή μας το έχει ανάγκη.
Δίκιο έχεις. Θες να μου πεις τώρα ποια είναι τα προσεχή σου σχέδια; Να πάει καλά το «Υστερόγραφο», να μην μπούμε μέσα και να καταφέρουμε να οργανώσουμε σωστά τα επόμενά μας βήματα. Είναι πολύ βασικό να υπάρχει συγκεκριμένος στόχος σε μια θεατρική ομάδα και να δίνεται από την αρχή ένα στίγμα που θα ακολουθηθεί με συνέπεια. Αυτή η συνέπεια πρέπει να συνυπάρξει με την αποδοχή. Αλλιώς η ομάδα δεν μπορεί να υπάρξει. Οι καιροί είναι δύσκολοι και το θέατρο, ένα σπορ πολύ ακριβό.
Όντως ακριβό αλλά και συναρπαστικό. Για πες μου τώρα κάτι άλλο. Υπήρξες χρόνια ηθοποιός. Σε βοήθησε αυτή σου η εμπειρία στο να διαχειρίζεσαι τους ηθοποιούς σου ως σκηνοθέτης με μεγαλύτερη άνεση; Είμαι ακόμη και ηθοποιός. Δεν αποκλείω το να ξαναπαίξω, αν κάτι μου κινήσει το ενδιαφέρον. Η εμπειρία του ηθοποιού σίγουρα με βοηθάει ως σκηνοθέτη. Όχι τόσο ως προς την άνεση, όσο ως προς τη γνώση ότι κάθε ηθοποιός έχει τον τρόπο του, το ρυθμό του, ενδεχομένως την ιδιορρυθμία του, τις προσλαμβάνουσές του. Η ιδιαιτερότητα κάθε ηθοποιού είναι εκείνη που κάνει ένα σκηνοθέτη να τον επιλέξει. Τον επιλέγεις επειδή είναι ιδιαίτερος και ταιριάζει με το παζλ της παράστασης που σχεδιάζεις. Αυτή η γνώση είναι για μένα βιωματική και επιδιώκω να δουλεύω με κάθε ηθοποιό, με τον τρόπο που σ’ εκείνον ταιριάζει, χωρίς ποτέ να θέλω να του φορέσω συμπεριφορές και στάσεις με τις οποίες δεν είναι σύμφωνος.
Ας έρθουμε τώρα και στο ερώτημα που μας απασχολεί όλους εδώ τον τελευταίο καιρό. Τι πιστεύεις για τους πολιτιστικούς θεσμούς στη χώρα μας; Πιστεύω ότι όσοι από αυτούς έχουν ανοιχτούς ορίζοντες είναι σε καλό δρόμο. Πρέπει να γίνει σε όλους μας συνείδηση ότι στην εποχή του internet, το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε είναι ευρύτερο από ό,τι σε προηγούμενες εποχές. Η πληροφορία κάνει το γύρο του κόσμου, με το που γεννιέται. Και κάθε πολιτιστικός θεσμός πρέπει να δρα με βάση το ότι απευθύνεται σε ένα παγκόσμιο κοινό. Κάποιοι θεσμοί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Φεστιβάλ Αθηνών», λειτουργούν με αυτή τη συνείδηση. Κι έτσι μπορούμε να παρακολουθήσουμε εδώ, στη χώρα μας, δρώμενα διεθνούς εμβέλειας. Ποια είναι όμως η δική μας εμβέλεια; Μήπως περιχαρακωνόμαστε στον τόπο μας και δεν βοηθάμε κι εμείς τους θεσμούς αυτούς να ανοιχτούν; Υπάρχουν άλλοι θεσμοί που δεν έχουν αυτούς τους ανοιχτούς ορίζοντες και προσπαθούν να τους αποκτήσουν. Πέρα από την όποια πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης, πρέπει και οι άνθρωποι που ασχολούνται με το αντικείμενο, να σπρώξουν προς την κατεύθυνση αυτή κι επίσης να βρεθούν εκείνοι που θα δώσουν διεξόδους σε μια εποχή οικονομικής κρίσης. Και κάτι σε μια διαφορετική κατεύθυνση: Ο πολιτισμός κάθε χώρας προχωράει πατώντας σε κάποιες βάσεις. Παλαιότερα μιλούσαμε για τον πολιτισμό ως βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Σήμερα οι βάσεις αυτού του οικοδομήματος τείνουν να εκλείψουν. Πρέπει να γίνονται καινούργια πράγματα, πρέπει να προχωράμε και το έχουμε όλοι ανάγκη. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια θεμέλια που κάποιος πρέπει να τα προστατέψει. Τελικά, οι πολιτιστικοί θεσμοί στην Ελλάδα θέλουν την προσοχή και τη φροντίδα μας για να μπορέσουν να υπάρξουν και να επιτελέσουν ένα δύσκολο και πολύπλευρο έργο. Διότι αν δεν έχουν την προσοχή και τη φροντίδα μας μπορεί να πάψουν να υπάρχουν. Και τότε; Τι θα γίνουμε χωρίς πολιτιστικούς θεσμούς;
Τι θα γίνουμε χωρίς αυτούς αλήθεια; Ήταν και είναι, μία κάποια λύσις. Σε ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ.
|