Σχετικά άρθρα
ΜΑΡΙΑ ΚΩΤΗ |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Κυριακή, 08 Μάρτιος 2015 11:30 | |||
Μαρία Κώτη Μια μουσικός ζωντανεύει στη σκηνή του θεάτρου το ξωτικό του Σκοταδιού Η Μαρία Κώτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Ρέθυμνο και είναι πτυχιούχος Βυζαντινής μουσικής. Ασχολείται με τη μουσική από μικρή κι έχει στο ενεργητικό της πολλές δισκογραφικές εργασίες και συμμετοχές καθώς και συνεργασίες με γνωστούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος της γνωστής ομάδας των «Χαϊνηδων» απ’ το 1999 ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος της γυναικείας «a cappella» μπάντας «Σανάδες». Έχει συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής τόσο απ' την Ελλάδα όσο κι απ’ την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων κι έχει παρακολουθήσει μαθήματα βουλγάρικου και τούρκικου τραγουδιού. Φέτος θα δούμε την Μαρία στην παράσταση «Ποιός Φοβάται το Σκοτάδι;» όπου αφηγείται τις ιστορίες των γιαγιάδων της ζωντανεύοντας την Κατερίνα, την Έλλη, την Ταράρα, την Ελένη τη ζωντοχήρα, που οι ιστορίες τους σμίγουν με θρύλους, παραδόσεις, και τελετουργίες της Μεσογείου και τραγουδά τα σκοτάδια τους αντλώντας από τη δεξαμενή της δημοτικής και έντεχνης λαϊκής μουσικής. Μην την χάσετε! Ποια είναι η εμπειρία σου από το θέατρο; Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνω μόνη σε θεατρική σκηνή. Έχω λάβει μέρος στη «Φόνισσα» που ανέβηκε στη Λυρική Σκηνή φέτος το φθινόπωρο αλλά και στο «puRgatoRio» της ομάδας χορού «Κι όμως κινείται» που παρουσιάστηκε πριν από μερικά χρόνια στο Μέγαρο, στην πλατφόρμα χορού και στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης».
Πως εμπνεύστηκες την περφόρμανς; Ο τίτλος πηγάζει από μια δική μου προσωπική ανάγκη να ξορκίσω τους φόβους μου, τα δικά μου «σκοτάδια» και να ρισκάρω με κάτι λιγάκι διαφορετικό από αυτά που έκανα και κάνω, αναλαμβάνοντας ένα ρόλο πάνω στη σκηνή που δεν είχα δοκιμάσει ως τώρα παρά μόνο αποσπασματικά, αυτόν της αφηγήτριας. Ασχολούμαι χρόνια με το τραγούδι και τη μουσική και σίγουρα και τα δύο εμπεριέχουν την αφήγηση. Στην πραγματικότητα η μουσική εμπεριέχει την αφήγηση, ένα μουσικό έργο αφηγείται και μας καλεί να το αποκωδικοποιήσουμε, ο καθένας με τον τρόπο του και το προσωπικό του ένστικτο. Η «τραγουδαφήγηση» είναι βασικό συστατικό της παράστασης μας και συνάμα σημαντικό στοιχείο δραματουργίας σε αυτήν. Οι ιστορίες που διηγούμαστε μέσα από την «τραγουδαφήγηση» έχουν να κάνουν με το φως και το σκοτάδι, αφορούν χαρακτήρες και πρόσωπα που συγκρούονται με τα πάθη τους, με τις αδυναμίες τους, ανθρώπους που πνίγηκαν στο σκοτάδι του «πλαισίου» στο οποίο βρέθηκαν, που πάλεψαν με το προσωπικό τους φως και το προσωπικό τους σκοτάδι. Η παράσταση έχει αρκετά βιωματικά μου στοιχεία και μια ρητορική ερώτηση που επανέρχεται καθ’ όλη στη διάρκεια σε διαφορετικά σημεία της δράσης και για διαφορετικό λόγο κάθε φορά: «Ποιος φοβάται το σκοτάδι;». Μαζί με τον Τάσο τον Καρακύκλα καταφέραμε να ορίσουμε το πλαίσιο αναφοράς μας μέσα από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων: Πως ξόρκιζαν τους φόβους τους γεννώντας και δίνοντας αξία σε θρύλους αλλά και σε παράξενα όνειρα. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις ζωές των γυναικών του παρελθόντος και αξιοποιώντας τις ίδιες τις ιστορίες που εμπεριέχουν τα τραγούδια, μαθαίνουμε κάτι και για μας που ίσως έχουμε ξεχάσει ή παραμελήσει και βλέπουμε την ανάγκη ύπαρξης του στο σήμερα ή όχι. Δεν έχουμε καμιά πρόθεση μέσα στην παράσταση να νοσταλγήσουμε για να πούμε «Α! τί ωραία που ήταν τότε» γιατί δεν ήταν. Πάντα υπήρχε σκοτάδι, το θέμα είναι πώς το αντιμετώπιζαν και πώς φώτιζαν τις στιγμές τους... Επίσης μουσικά το «ψάχναμε» και με τον Κωστή το Ζουλιάτη που παίζει πιάνο, τον «συμπρωταγωνιστή» μου στη σκηνή, ο οποίος συμβάλλει δραματουργικά, δίνοντας με το παίξιμό του μια πιο θεατρική και ασυνήθιστη θα έλεγα χροιά σε τραγούδια πχ παραδοσιακά όπως είναι τα μοιρολόγια και τα ριζίτικα αλλά και σε όλο το τελικό μουσικό αποτέλεσμα. Επομένως υπάρχει και το στοιχείο του πειραματισμού σε σχέση με τα κομμάτια της παράστασης, που με ενδιαφέρει πολύ και σαν μουσικό. Πρόκειται για μια σύμπραξη με ανθρώπους με τους οποίους συνομιλώ επί της ουσίας κι όλο αυτό το πόνημα είναι για μένα ένα ταξίδι «αυτοανακάλυψης» και σπουδής πάνω στο σανίδι, μ’ ένα κουστούμι που ψυχανεμίζομαι ότι μου ταιριάζει. Πως η μια γενιά μεταφέρει στην άλλη μνήμες, συνταγές, τραγούδια, παραμύθια, σπόρους, μπαχαρικά κι αρώματα; Μέσα απ’ την αφήγηση του τι υπήρξε και μέσα από τη βαθειά ανάγκη να συνεχίζει αυτό να ζει, ειδικά μέσα απ’ την προφορική παράδοση που οι ρίζες της είναι πανάρχαιες… Η βαθειά ανάγκη να υπάρχουμε μέσα από το μοίρασμα όλων αυτών των ωραίων πραγμάτων που αναφέρετε. Μόνο όταν μοιράζεσαι κάτι υπάρχει και ζει. Μια γενιά παραδίδει κι η επόμενη με το δικό της σύγχρονο φίλτρο παραλαμβάνει… Οι γιαγιάδες ήταν κάποτε βασικοί φορείς αυτής της πλούσιας προφορικής παράδοσης- πολιτιστικής κληρονομιάς. Εκείνες «εκπαίδευαν» με τα τραγούδια και τις γεμάτες φαντασία ιστορίες τους αλλά και με τη ζωή τους κάποιες φορές τα εγγόνια σε μια εποχή που οι άνθρωποι είχαν πιο πολύ χρόνο να αλληλεπιδράσουν ουσιαστικά και τα παιδιά τα μεγάλωνε όλη η γειτονιά.
Πως μιλάνε οι γυναίκες όταν είναι μόνες; Μ’ αρέσει όταν μονολογούν ή όταν μαγειρεύουν και λένε τη συνταγή, ειδικά οι μεγαλύτερες γυναίκες…
Με ποιο τρόπο επικοινωνείς με την μάνα και τη γιαγιά σου; Μέσα απ ’τη διαίσθηση κι απ’ τα όνειρα πολύ…
Τι είναι για σένα η νοσταλγία; Η αναπόληση της μαγείας, της χαράς αλλά και του πόνου που μου πρόσφεραν στο παρελθόν άνθρωποι και καταστάσεις… σε αυτά οφείλω τον «πλούτο» μου.
Τι θα διάλεγες ανάμεσα στις «ρίζες» και την ελευθερία; Σας απαντώ με μια μαντινάδα: «Πολλοί καιροί με δέρνουνε μα οι κλώνοι μου δε σπούνε, γιατί έχω ρίζες δυνατές στη γης και με κρατούνε». Η ρίζα μπορεί να είναι και προϋπόθεση της ελευθερίας. Η επιλογή είναι δική μας! Ποια αγαπημένη συνήθεια «κρατάς» από το σπιτικό των γονιών σου και τι σε εξόργιζε σ’ αυτούς; Το ότι τραγουδούσαμε όλοι μαζί και τρώγαμε όλοι μαζί σαν παρέα. Υπήρχε η χαρά της διαδικασίας κι όχι βιασύνη… Πάντα συγκρουόμαστε με το οικογενειακό μας περιβάλλον και πάντα έρχεται η ώρα να πάρουμε θέση απέναντι σ’ αυτό… Το στοίχημα είναι να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε αν μπορούμε τις νευρώσεις που μας κληροδοτεί η σύγκρουση η οποία είναι αναπόφευκτη και συνήθως αναγκαία για την εξέλιξή μας.
Τι είναι αυτό που δεν θα ήθελες να αποχωριστείς ποτέ; Στην ουσία τίποτε δεν αποχωριζόμαστε εφόσον αισθανόμαστε πραγματικά την ανάγκη να το ανακαλούμε στη μνήμη κι απ’ αυτή την άποψη όλα ζουν… Οπότε δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση. Σας ευχαριστώ! Καλή επιτυχία. «Ποιός Φοβάται το Σκοτάδι;» Τρεις γενιές γυναικών αφηγούνται ιστορίες καμωμένες από φως και από σκοτάδι. Η Πελαγία, η Δροσούλα και η Μαριώ, όταν ήσαν μικρά κοριτσάκια, φοβούνταν το Ξωτικό του Σκοταδιού, τον Αράπη και το Γενίτσαρο. Συνήθιζαν να πλάθουν ιστορίες για να ξεγελάσουν τον φόβο τους, μέχρι να έρθει το πρώτο φως της μέρας και να λαλήσει ο Πετεινός. Τα χρόνια πέρασαν, τα κοριτσάκια μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, εγγόνια, μα το Ξωτικό του Σκοταδιού βρισκόταν πάντα εκεί στο τέλος της κάθε μέρας, να γεννά παραμυθίες σε όσα δεν χωράει ο νους. Δραματουργική επιμέλεια-Σκηνοθεσία: Τάσος Καρακύκλας Σκηνογραφία: Κάκια Χατζηγιαννίδη Β. Σκηνογράφου: Κωνσταντίνος Χαλδαίος Ενδυματολογική επιμέλεια: Γιαννούλα Μπανάσιου, Κάκια Χατζηγιαννίδη Επιμέλεια Κίνησης: Γιαννούλα Μπανάσιου Αφήγηση-Τραγούδι: Μαρία Κώτη Πιάνο: Constiho
Θέατρο «Φούρνος» Μαυρομιχάλη 168 Εξάρχεια Τηλέφωνο: 210 6460748 Από την Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου και κάθε Παρασκευή για έξι ακόμη παραστάσεις
|