Νάνα Παπαδάκη
Νιώθω ότι πρότυπα που προβάλλονται τόσο έντονα όπως το «νέος, ωραίος και επιτυχημένος» το μόνο που κάνουν είναι να μας θυμίζουν πως το υπάρχον σύστημα έχει ανάγκη να ρουφάει νέους ανθρώπους γιατί το ίδιο νιώθει γηρασμένο, άσχημο και αποτυχημένο… Κατά τη γνώμη μου έφτασε ο καιρός η νεότητα, η ομορφιά και η επιτυχία να αποκτήσουν και μια άλλη διάσταση και ερμηνεία…
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, η ταλαντούχα ηθοποιός σπούδασε επίσης οργάνωση και διοίκηση Επιχειρήσεων (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), σκηνοθεσία Κινηματογράφου (Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Ε. Χατζίκου) και είναι απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Συμμετείχε στις παραστάσεις: «Το μανιφέστο του πολέμου» (σκην: Ρούλα Πατεράκη), «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ερρίκου Ίψεν (σκην: Σταμάτης Φασουλής), «Τρωάδες» του Ευριπίδη (σκην: Μίρκα Γεμεντζάκη), «Εκτός Εαυτού» της Μαρίας Γιαγιάννου (σκην: Γιώργος Γιανναράκος), «Θαλασσινοί έρωτες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (σκην: Μίρκα Γεμεντζάκη), «Μεγαλέξανδρος και ο Καταραμένος Δράκος» του Δήμου Αβδελιώδη (σκην: Δήμος Αβδελιώδης), «Oμηρικός Ύμνος στη Δήμητρα» (σκην: Μίρκα. Γεμεντζάκη), «Υμπύ Τύραννος» του Αλφρέντ Ζαρρύ (σκην: Έκτορας Λυγίζος), «Φαίδρας και Ιππολύτου Πάθη» (σκην: Νίκος Σακαλίδης, ΚΘΒΕ),«Φιλονικία του Μαριβώ- Καθαροί Πια της Σάρας Κέιν» (σκην: Γιάννης Παρασκευόπουλος, ΚΘΒΕ), «Στην Πόλη» της Ιόλης Ανδρεάδη (σκην: Ιόλη Ανδρεάδη), «Το Χαμένο Νησί» του Μ. Καραγάτση (σκην: Μ.Λ. Παπαδοπούλου), «Το Κυνηγετικό Όπλο» του Γιασούσι Ινοουέ (σκην: Πέπη Οικονομοπούλου), «Μήδεια» του Ευριπίδη ( σκην: Στάθης Λιβαθινός, Εθνικό Θέατρο), «Μεγάλο και Μικρό» του Μπόττο Στράους (σκην: Θόδωρος Γράμψας, Θέατρο Τέχνης), «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ (σκην: Γιώργος Λαζάνης, Θέατρο Τέχνης), «Μικρός Πρίγκηπας» του Αντουάν Ντε Σαιντ Εξιπερύ (σκην: Μίμης Κουγιουμτζής, Θέατρο Τέχνης), «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη ( σκην: Γιώργος Λαζάνης, Θέατρο Τέχνης). Σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία «Από ένα κόκκινο αερόστατο» και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές στις Εκδόσεις Αστάρτη «Ποιήματα+1» και «Τα δώρα της αγρύπνιας».
Μίλησέ μου για το ταξίδι στην έρημο. Tο έργο έγραψε ο Γιάννης Παπάζογλου, συγγραφέας βραβευμένος δύο φορές με κρατικό βραβείο ελληνικού έργου και το εμπνεύστηκε από μια συγκλονιστική πραγματική ιστορία: Υπάρχει μια διάσημη φωτογραφία τραβηγμένη στο νότιο Σουδάν, όπου ένα κορίτσι σέρνεται από την πείνα και λίγα μέτρα πιο πίσω ένα όρνιο περιμένει πότε θα ξεψυχήσει. Ο φωτορεπόρτερ αντί να σηκώσει το παιδί και να το πάει στο σταθμό τροφοδοσίας που είναι δίπλα, επιλέγει να μείνει άπραγος και να φωτογραφήσει. Η φωτογραφία αυτή βραβεύτηκε με βραβείο Πούλιντζερ, ο ίδιος όμως τελικά δεν μπόρεσε να αντέξει το γεγονός και αφαίρεσε τη ζωή του. Στο έργο του Παπάζογλου παίζει ένας φωτορεπόρτερ που τελικά θα αφαιρέσει τη ζωή του, η γυναίκα του, δημοσιογράφος, που καλείται να αναγνωρίσει το πτώμα του, όμως με κάποιο τρόπο θα αναγνωρίσει και τη δική της νεκρή ζωή και ένας διπλωμάτης που λειτουργεί ως άγγελος θανάτου.
Τι διχάζει την ηρωίδα σου και πως παγιδεύεται. Η ηρωίδα μου θεωρώ ότι είναι ήδη διχασμένη προτού την συναντήσουμε στην πρώτη σκηνή του έργου. Και είναι διχασμένη ανάμεσα σε μια πολύ σκληρή και αδυσώπητη αλήθεια, κάτι που για μένα αντιπροσωπεύει στο έργο και η έρημος και σε ένα ζωτικό ψεύδος, που την προφυλάσσει από την κατάρρευση που όμως δεν θα αποφύγει στο τέλος. Θεωρώ ότι έχει δομήσει έναν ψευδή εαυτό πάνω σ’ ένα τραύμα. Η φαινομενικά επιφανειακή ζωή της είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει για να αποφύγει να εκτεθεί σε έναν «εμφύλιο πόλεμο» που μαίνεται ήδη μέσα της και να αναλάβει την ευθύνη μιας άλλης ζωής. Aπαρνήθηκε μια «κανονική» θα λέγαμε ζωή προκειμένου να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες της, έφτασε όμως να γίνει δέσμια αυτών και της εικόνας της. Για μένα έζησε έναν πρώτο θάνατο όταν σκότωσε μέσα της κάθε ανάγκη για υγιή συντροφικότητα και μητρότητα και τώρα θα πεθάνει για δεύτερη φορά, γιατί και αυτή η ζωή που επέλεξε δεν μπόρεσε να της χαρίσει την πληρότητα που ζητούσε. Έχει παγιδευτεί πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο της τον εαυτό.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην καταστροφή ενός ξένου τόπου και στην προσωπική απώλεια εκείνου που τον επισκέπτεται. Και η απώλεια μπορεί να καταστήσει το ίδιο σου το σώμα ξένο τόπο, αν δεν ακολουθήσεις τα στάδια του πένθους που μπορούν να γίνουν μέρος μιας διαδικασίας εσωτερικής μεταμόρφωσης... Η καταστροφή ενός ξένου τόπου ή ενός άλλου ανθρώπου μπορεί να προσφέρει ένα πρόσκαιρο άλλοθι για να μην αντιμετωπίσει κανείς τις δικές του, βαθιές αλήθειες. Μπορεί όμως και να πυροδοτήσει μια σειρά από διαδικασίες εσωτερικές, αποκαλυπτικές , όπου όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν με κάποιο αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Και φυσικά όποια στάση και να κρατήσεις απέναντι σ’ αυτό που φαντάζει ως απειλή έχει ένα τίμημα. Θέλω να πω ότι και η αποφυγή του εαυτού μας έχει τίμημα. Πολλές φορές πολύ χειρότερο.
Πως διαχειρίζεσαι ένα ρόλο και με ποιον τρόπο ανακαλύπτεις μέσα από το κείμενο, το πρόσωπο που θα υποδυθείς; Εξαρτάται. Από τον τρόπο δουλειάς που προτείνει ο\ η σκηνοθέτις, η συγκεκριμένη συνεργασία πολλές φορές και το ίδιο το έργο. Ας πούμε, έχω δουλέψει με σκηνοθέτες όπως ο Δήμος Αβδελιώδης, η Μίρκα Γεμεντζάκη, η Ρούλα Πατεράκη, όπου και οι τρεις έχουν ένα εντελώς διαφορετικό, αλλά πολύ συγκεκριμένο και απαιτητικό σύστημα αναπνοής του κειμένου, ώστε να αναδυθούν τα νοήματα. Άλλοι σκηνοθέτες δουλεύουν με βασικό εργαλείο τον αυτοσχεδιασμό και άλλες μεθόδους. Σε κάθε περίπτωση ακολουθώ τον συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς και αγρυπνώ μέσα μου, παραμονεύω να βρω τί είναι αυτό που κινητοποιεί τη δική μου φαντασία και καλλιτεχνική ευαισθησία. Μπορεί να το βρω στην ιδέα που διαπνέει το έργο, σε μια φράση φαινομενικά ασήμαντη, σε μια παρόρμηση που γεννιέται… Μπορεί το βλέμμα του παρτενέρ μου να ξεκλειδώσει κάτι. Ό,τι με κινητοποιήσει το αφήνω να εξελιχθεί και να με καταλάβει. Πάντως στις πρόβες έχω ανάγκη να ανακαλύπτω μια κρυφή δομή την οποία χρησιμοποιώ ως «χάρτη». Ξαναδιαβάζω και τη ζωή μου αν θες με άλλο τρόπο. Αλλά πάντα σε κάθε ρόλο με ενδιαφέρει η διαδρομή, θέλω να υπάρχει ξεκάθαρη διαδρομή. Κι ύστερα στις παραστάσεις ανασαίνοντας πλέον μαζί με το κοινό βρίσκω ή με βρίσκουν άλλα πράγματα, άλλες προεκτάσεις του έργου και του ρόλου που στην αρχή ίσως και να μην είχα καν φανταστεί.
Ποια είναι η ηρωίδα που αγάπησες περισσότερο από όλες όσες έχεις ενσαρκώσει; Ίσως η Κασσάνδρα. Ήταν η συντροφιά μου όσον καιρό η Μίρκα η Γεμεντζάκη, σκηνοθέτις μου, δασκάλα και φίλη ήταν στο νοσοκομείο και έδινε τη δική της μάχη. Όταν έλεγα ως Κασσάνδρα μια συγκεκριμένη φράση για την Εκάβη, από την πρώτη φορά που την είπα, κάτι ένιωθα, σαν να ‘ξερα πως η Μίρκα θα φύγει και σαν να το ήξερε κι εκείνη. Οι Τρωάδες ήταν η τελευταία της παράσταση. Επίσης πάντα με ακολουθεί η Μάσα από τα χρόνια της σχολής, όπως τη διδάχτηκα από την Ρένη Πιττακή . Ήταν η πρώτη φορά που έχασα τον έλεγχο, κινδύνεψα και κινητοποιήθηκε τόσο το νευρικό μου σύστημα.
Πως ήταν η συνεργασία σου με τον Γιανναράκο; Πολύ καλή, υπάρχει σχέση εκτίμησης και εμπιστοσύνης. Είναι ένας σκηνοθέτης που σέβεται και αγαπάει τους ηθοποιούς.
Τι πιστεύεις πως είναι θετικό και τι αρνητικό για το θέατρο που δημιουργείται σε δύσκολους καιρούς; Θετικό είναι το ότι ψάχνουμε διάφορους τρόπους να παραμείνουμε δημιουργικοί και μάχιμοι, επειδή όμως αυτό ισχύει για όλους και καλά κάνει, η προβολή κινδυνεύει να παίξει μεγαλύτερο ρόλο από την ίδια την παράσταση. Η καλή παράσταση φυσικά πάντα βρίσκει τον δρόμο της, όχι όμως και χωρίς δυσκολίες.
Η τέχνη κρίνεται από το κοινό, από τους κριτικούς ή από τον ίδιο τον δημιουργό της; Ίσως αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας να μην μπορεί τελικά να κριθεί από κανέναν από τους τρεις, ούτε από τον ίδιο τον δημιουργό, γιατί είναι δύσκολο να κατανοηθεί και η προέλευσή του και η επίδρασή που ασκεί. Το πώς βέβαια τελικά θα υλοποιηθεί, η μορφή που θα πάρει, μπορεί να κριθεί από κάθε άνθρωπο που έχει είτε οξυμένες αισθήσεις, είτε γνώσεις, είτε αγάπη για αυτό που κρίνει. Αν έχει και τα τρία ακόμη καλύτερα… Τότε η κριτική μπορεί να γίνει πολύ χρήσιμη. Θεωρώ πάντως ότι και ο τρόπος που φωτίζεται μια παράσταση από μια κριτική, το ίδιο το κείμενο δηλαδή, συμβάλλει κι αυτό ή όχι στη διαμόρφωση ενός πλούσιου ψυχικά και πνευματικά κόσμου, όπως αυτός για τον οποίο μιλούσε ο Κουν…
Τι είναι αυτά που σε έλκουν και τι αυτά που σε απωθούν στην πόλη μας; Την Αθήνα την αγαπάω, δεν θα ήθελα να ζω αλλού. Βλέπω φυσικά και νιώθω στο πετσί μου τις δυσκολίες, τις δυσλειτουργίες, τις αντιξοότητες. Όμως μήπως και πίσω από εικόνες πλούτου και αφθονίας , δεν μπορεί να κρύβεται κι εκεί δυστυχία και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κρυμμένη και γι’ αυτό πολύ χειρότερη…
Περιέγραψε μου μια θερμή ανάμνηση. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι τώρα… Θάλασσες σκέφτομαι…
Ποια είναι η σχέση σου με τον χρόνο και τι αισθήματα σου δημιουργεί το πέρασμά του; Μ’ αρέσει ο χρόνος που περνάει, εξάλλου ούτε να τον σταματήσω μπορώ, ούτε και να τον γυρίσω πίσω. Μπορώ μόνο να ζήσω, τώρα, όσο μπορώ πιο κοντά στον εαυτό μου, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες. Και ίσως αυτό να αρκεί για να γίνεσαι πιο γενναιόδωρος και ανοιχτός για νέα πράγματα. Πιστεύω πως αν κανείς δουλεύει με τον εαυτό του, το πέρασμα του χρόνου μπορεί να γίνει ευεργετικό και εποικοδομητικό… Όσον αφορά τώρα στη δουλειά μου νιώθω ότι πρότυπα που προβάλλονται τόσο έντονα όπως το «νέος, ωραίος και επιτυχημένος» το μόνο που κάνουν είναι να μας θυμίζουν πως το υπάρχον σύστημα έχει ανάγκη να ρουφάει νέους ανθρώπους γιατί το ίδιο νιώθει γηρασμένο, άσχημο και αποτυχημένο… Κατά τη γνώμη μου έφτασε ο καιρός η νεότητα, η ομορφιά και η επιτυχία να αποκτήσουν και μια άλλη διάσταση και ερμηνεία…
Ποια είναι τα σχέδια σου για το μέλλον; Θα συμμετέχω στην καινούρια ταινία ενός σημαντικού Έλληνα σκηνοθέτη του Γιώργου Πανουσόπουλου με τίτλο «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ξέρει να κλαίει», με γυρίσματα στην Ικαρία. Επίσης δουλεύω πάνω σε δύο project. Το ένα αφορά στην ποίηση, γράφω την καινούρια μου συλλογή και το άλλο που θέλω πολύ να γίνει κι εκεί θα δοκιμάσω κάτι για πρώτη φορά με ένα κείμενο σημαντικό, που αγαπώ πολύ και που επίσης θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά. Ελπίζω να ευοδωθεί. Πιο κάτω, αν και υπάρχουν σχέδια, δεν σκέφτομαι .. Βήμα βήμα.
|