Σχετικά άρθρα
ΧΑΡΗΣ ΑΤΤΩΝΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 06 Νοέμβριος 2017 17:44 | |||
Χάρης Αττώνης Μεταφράζει, σκηνοθετεί και παίζει στα «Λαμπρά Παράσιτα»
Τι είναι όμως αυτά τα «Λαμπρά Παράσιτα»; Πρόκειται για μια σουρεαλιστική, μαύρη κωμωδία που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Tempus Verum –Εν Αθήναις, από τις 18 Νοεμβρίου. Επί σκηνής βλέπουμε την Τζιλ και τον Όλλυ, ένα φαινομενικά συνηθισμένο ζευγάρι να μας αφηγείται την -όχι και τόσο συνηθισμένη ιστορία του- μέσα από καταιγιστικές σκηνές δράσης, ειρωνείας, τρόμου, αγωνίας και χιούμορ. Ο Χάρης που μας έχει συνηθίσει σε ιδιαίτερες παραστάσεις και σε ερμηνείες έξω από τα καθιερωμένα, μιλάει στο «Επί Σκηνής» γι’ αυτή την σύγχρονη και ταυτόχρονα παραμυθένια περιπέτεια στην οποία ο σκοτεινός δαίμονας κρύβεται μέσα στους ίδιους τους ήρωες.
Μίλησε μου για το έργο. Για ποιο λόγο το διάλεξες και ποιο είναι το κλειδί του ενδιαφέροντος στην επεισοδιακή δράση των ηρώων; Αν και αγαπώ τα μεγάλα κλασικά έργα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το σύγχρονο θέατρο, τα κείμενα που γράφονται τώρα με ερεθίσματα από τη ζωή που όλοι ζούμε. Παράλληλα, βρισκόμουν σε μια φάση της ζωής μου που μετά από μια μεγάλη ενδοσκόπηση, το επόμενο βήμα μου στο θέατρο θα έπρεπε να είναι άκρως ουσιαστικό και τολμηρό, αλλιώς δε θα ήταν καθόλου. Και τα Λαμπρά Παράσιτα ήρθαν την κατάλληλη στιγμή. Ένα έργο που με το που το διάβασα, μπήκα σε ένα μαγικό κόσμο παραμυθιού που ωστόσο πατάει διαρκώς στο παρόν και εξιστορεί τη ζωή δύο συνηθισμένων, φαινομενικά, ανθρώπων που ενταγμένοι σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που τους καταπιέζει και τους εξουθενώνει, φτάνουν να κάνουν τις πιο ακραίες πράξεις προκειμένου να πετύχουν το όνειρό τους. Και παρ’ όλο που το κυνήγι της ευτυχίας είναι αυτό που επιζητούν, της ελπίδας και της κοινωνικής ανόδου, δεν είμαι σίγουρος πόσο το καταφέρνουν ή πόσο δέσμιοι είναι ενός φαύλου κύκλου. Ο τρόπος που είναι γραμμένο το κείμενο και η διαρκής απεύθυνση στο κοινό που καλείται να γίνει κριτής και παρατηρητής της δράσης, είναι το κλειδί του ενδιαφέροντος νομίζω όλης της παράστασης. Πρόκειται ίσως για το πιο υποδειγματικό κείμενο που έχω διαβάσει εδώ και καιρό, που μέσα από συγκεκριμένους περιορισμούς, σου προσφέρει άπλετο χώρο να φτιάξεις τα πιο διασκεδαστικά, σκοτεινά, τραγικά και αστεία τοπία που έχεις ονειρευτεί.
Μίλησε μου για την μουσική της παράστασης Το κείμενο από μόνο του έχει εξαιρετικό ρυθμό και μια μουσικότητα που εντείνει το σασπένς και το ενδιαφέρον. Έτσι σε κάποια σημεία σκέφτηκα να προσθέσω κάποια τραγούδια – τα περισσότερα διασκευάζοντας την υπάρχουσα πρόζα και χαίρομαι που ο Τάρεκ, που υπογράφει τη μουσική, κατάλαβε απολύτως το πνεύμα και δημιούργησε τόσο ταιριαστά και ατμοσφαιρικά θέματα που ήδη με έχουν στοιχειώσει. Δεν είναι μεγάλα σε διάρκεια, ούτε πολλά μα συντελούν πολύ στην αφήγηση και την ίδια την ατμόσφαιρα του έργου. Την ιδέα φυσικά μου την έδωσε ένα κομμάτι που υπήρχε έτσι κι αλλιώς στο κείμενο και το τραγουδούσαν οι ήρωες.
Πως συνεργάστηκες με τους ηθοποιούς; Άψογα. Αν πρέπει να το χαρακτηρίσω με μια μόνο λέξη. Η επιλογή της ηθοποιού που θα ενσάρκωνε το γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο, την Τζιλ, προέκυψε μετά από μεγάλη έρευνα και σκέψη και τελικά από μια μικρή ακρόαση. Οι προϋποθέσεις ήταν πολύ συγκεκριμένες και ο ρόλος είναι τόσο απαιτητικός που απλώς διαβάζοντάς τον, τρομάζεις μα νιώθω τυχερός που η Κατερίνα Λάττα είναι η απόλυτη Τζιλ. Όσο για το Φάνη Παυλόπουλο που ενσαρκώνει ένα, ή μάλλον δύο, γυναικείους – φαινομενικά – ρόλους, ήμουν σίγουρος εξ αρχής μια και, εκτός του ότι γνωριζόμαστε χρόνια και ήμασταν στην ίδια σχολή, θεωρώ ότι είναι ένας χαρισματικός και σπάνιος ηθοποιός που θα απογείωνε τη Μις Ντι με έναν τρόπο τόσο πολυδιάστατο όσο και ο Philip Ridley πιστεύω είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το έργο. Όλοι μαζί δουλέψαμε με αυταπάρνηση και αγάπη και μια και εγώ παίζω τον Όλλυ, η πολύτιμη συμβολή και η βοήθεια της βοηθού μου και υπεύθυνης στην κίνηση, Ευγενίας Δελιαλή, με έκανε να είμαι τόσο ασφαλής και χαρούμενος σε όλην τη διάρκεια της διαδικασίας. Νιώθω τυχερός και πιστεύω αυτή η συνεργασία θα σταθεί ορόσημο για το μέλλον.
Πως θα σχολίαζες το θεατρικό κατεστημένο στη χώρα μας σήμερα; Υπάρχουν πολλά που μπορώ να πω για αυτό αλλά θα περιοριστώ στο ότι είμαι κυρίως ένας απλός παρατηρητής του. Πάντα νιώθω οutsider, ουδέποτε κατάλαβα πώς ακριβώς λειτουργεί, πάντα νιώθω ότι δεν ανήκω σε κανένα «κατεστημένο» και όποια δουλειά κάνω είναι σαν να μηδενίζω, να επανασυστήνομαι και να ξεκινάω από την αρχή. Πολλά πράγματα με ενοχλούν, πολλά θα άλλαζα, πολλά με αποθαρρύνουν αλλά προτιμώ και προσπαθώ να κρατάω την ουσία που κάνω θέατρο, το ίδιο το θέατρο. Με πολύ αγώνα και πίστη κάνω εδώ και χρόνια όσα κάνω και ευτυχώς με ανθρώπους που πάντα βρίσκονται δίπλα μου και πιστεύουν σε μένα – και φυσικά εγώ σε αυτούς. Και όσο αντέξουμε.
Τι θέλει το κοινό και γιατί; Κι αυτό χωράει μεγάλη συζήτηση και νομίζω αν το ξέραμε, όλοι μας θα κάναμε μόνο «soldout» παραστάσεις. Σαφώς και πρέπει να μας αφορά το κοινό γιατί υπηρετούμε μια τέχνη που απευθύνεται άμεσα και ζωντανά σε ένα σύνολο ανθρώπων. Αλίμονο αν δεν το λάμβανες υπόψη σου. Αυτό όμως δεν αποτελεί νομίζω, αυτοσκοπό. Δεν ξέρω αν το κοινό εκπαιδεύεται, κατευθύνεται ή ξεγελιέται. Αυτό που ξέρω όμως είναι πως οι προθέσεις των δημιουργών πρέπει να παραμένουν ειλικρινείς και αγνές. Είναι σίγουρα μια δύσκολη εποχή. Τα σόσιαλ μίντια μας έχουν κάνει όλους να υποφέρουμε από διάσπαση προσοχής. Ό,τι κρατάει πάνω από κάποια δευτερόλεπτα, το θεωρούμε βαρετό και κουραστικό. Απαιτεί μεγάλη τόλμη να ασχολείσαι με ένα είδος που δεν είναι καθόλου «σύγχρονο» και χρειάζεται ο θεατής-χρήστης του, να έχει αντοχές και προσδοκίες πέραν της εποχής του. Πως θα είχαμε ένα καλύτερο κοινό αν υποθέσουμε πως στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες διαλέγουν ελαφρά θεάματα με αμφισβητούμενη ποιότητα. Νομίζω αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του λαού μας. Σε κάθε χώρα τα εμπορικά θεάματα αποτελούν τη σαρωτική πλειοψηφία – ασχέτως του επιπέδου της δουλειάς που μπορεί να γίνεται ακόμα και σε αυτά. Εδώ, αναλογικά, το κοινό που μπορεί να υποστηρίξει πιο ιδιαίτερες, εναλλακτικές, περιθωριακές παραστάσεις που είναι υπερβολικά πολλές, είναι πολύ μικρότερο. Και φυσικά ο τρόπος προώθησης μιας μεγάλης παράστασης συνήθως είναι σαρωτικός με αποτέλεσμα οι περισσότερες μικρότερες δουλειές να βασίζουν την όποια επικοινωνία μόνο μέσα από προσωπική ενασχόληση, κοινωνικά δίκτυα, από στόμα σε στόμα και μέχρι να ακουστεί, έχει κατέβει. Αυτό όμως που δεν κατάλαβα ποτέ είναι η νοοτροπία του: «αυτός πουλάει» ασχέτως αν είναι κατάλληλος για ένα συγκεκριμένο ρόλο. Όταν προσφέρεις στο κοινό ένα καλό θέαμα, με ικανούς συντελεστές σε όλα τα πόστα, βοηθάς πιστεύω συνολικά τον πολιτισμό. Ειδικά τα μεγαλύτερα θέατρα έχουν χρέος να επιλέγουν βάσει ικανότητας και όχι απλώς ονόματος – ευτυχώς νομίζω κάποια το κάνουν. Για να φτάσουμε κάποια στιγμή να έχουμε και ένα «εμπορικό» ή μεγάλης κλίμακας θέατρο που δεν είναι εντυπωσιακό μόνο σε επίπεδο παραγωγής. Και κάτι πολύ βασικό: μην ξεχνάμε την παιδεία. Το πώς τα παιδιά διδάσκονται θέατρο – αν διδάσκονται, αν είναι μέρος της καθημερινής τους εκπαίδευσης, μαζί με τις υπόλοιπες τέχνες φυσικά.
Τι σημαίνει για σένα το θέατρο; Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για αυτό και πάλι να μην καταφέρω, ίσως, να το εξηγήσω. Θέατρο για μένα είναι μια διαφυγή, ένα διαρκές ταξίδι, ο λόγος που κατάφερα να γίνω όλα όσα είμαι, να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους, να εκφραστώ, να ξεφύγω από μια παιδική και εφηβική ηλικία τόσο κλειστή και ανασφαλή και να μπω σε έναν κόσμο που διαρκώς ανακαλύπτω τον εαυτό μου, τον επαναπροσδιορίζω, τον ματαιώνω μα και πάλι τον ξανά αγαπώ. Ίσως να μην είναι και τίποτα από όλα αυτά – μια απλή εμμονή, μια ψευδαίσθηση που με κρατάει πίσω από ό,τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει στη ζωή μου για να νιώσω ασφαλής, πετυχημένος, χρήσιμος. Δε νομίζω ότι θα καταλάβω ποτέ. Το σίγουρο όμως είναι ότι το θέατρο με κρατάει ζωντανό. Νιώθω ότι είναι η μόνη δουλειά που ξέρω να κάνω. Καλά, κακά, αλλά μόνο αυτή.
Μίλησε μου για τους ρόλους που αγάπησες, αυτούς που έπαιξες και αυτούς που θα ήθελες να παίξεις και τι ιδιαίτερο έχουν; Η Σαρλότε (και οι υπόλοιποι 41 ρόλοι) στο μονόλογο «I Am My Own Wife», η Επιστήμη στο «Εσείς πώς ζείτε καλά ή καλύτερα;», ο Ξεναγός στην «Ξενάγηση: 12 Ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου», όλοι οι ρόλοι στο «ΑΡΜΑΝΤΕΪΛ», ο Κόκκινος Πήτερ στον «Πίθηκο του Κάφκα», ο ρόλος στις «Καρφίτσες στα γόνατα», οι ρόλοι στο «Από τα ψηλά στα χαμηλά, ένας δολοφόνος στο Τόκυο», ο Όλλυ τώρα στα «Λαμπρά Παράσιτα» και τόσοι άλλοι. Στο σύνολό τους είναι ρόλοι που με διαμόρφωσαν, με βοήθησαν να ανακαλύψω και να θέσω σε εφαρμογή όλα όσα μάθαινα τόσα χρόνια. Είναι συνταξιδιώτες μου που δεν έχω εγκαταλείψει ποτέ και σε αρκετές περιπτώσεις τους νιώθω ακόμα δίπλα μου, τους συμπονώ και συχνά πιάνω τον εαυτό μου να «σκέφτεται» όπως αυτοί. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα ταύτισης, αγάπης, νοσταλγίας. Θα ήθελα να παίξω σαφώς και πιο κλασικούς ρόλους, από έργα που τόσο αγαπώ. Δε θα ήθελα όμως να με σκηνοθετήσω σε αυτά. Θα προτιμούσα να με εμπιστευτεί ένας σκηνοθέτης που μπορεί να με καθοδηγήσει. Το θέατρο είναι πάντα ομαδική δουλειά. Και ως ηθοποιός πιστεύω πάντα στη συναρπαστική και πολύτιμη σχέση που μπορείς να έχεις με το σκηνοθέτη σου. Πως λειτουργείς ως σκηνοθέτης αν συνυπολογίσουμε πως είσαι επίσης κι ηθοποιός. Είμαι σίγουρα κοντά στους ηθοποιούς, ίσως υπερβολικά κοντά σε αυτήν την περίπτωση μια και παράλληλα παίζω, εκτός από το ότι σκηνοθετώ. Καταλαβαίνω τον ψυχισμό των ηθοποιών, τις αγωνίες, τις ανασφάλειες, το ότι χρειάζεται να κάνουμε δέκα διαφορετικές δουλειές για να βιοποριστούμε οπότε σωματικά και μόνο δεν είναι πάντα εφικτό να είμαστε 100% ξεκούραστοι και γεμάτοι ενέργεια. Έχω ένα συνολικό όραμα για το τι θέλω να πω στη συγκεκριμένη παράσταση μα πάντα είμαι ανοιχτός στα πράγματα που προκύπτουν και σέβομαι το τι έχει ο καθένας να προσφέρει, χωρίς να προσπαθώ να πιέσω παραπάνω από όσο χρειάζεται. Όλα είναι θέμα ισορροπιών και καλής θέλησης. Καλούμαστε να κάνουμε μια δουλειά που για πολλούς είναι «πολυτέλεια» και για μένα είναι πάντα προϊόν αγάπης και εμπιστοσύνης. Αυτό προσπαθώ να περνάω και στην ομάδα μου και ελπίζω να τα καταφέρνω. Δε διανοούμαι πλέον από καμία θέση να μην αγκαλιάζω ό,τι κάνω με αγάπη και να μην προσδοκώ από τους συνεργάτες μου το ίδιο. Είναι για μένα η μόνη προϋπόθεση για να λειτουργήσει οποιαδήποτε μορφή σχέσης. Η αγάπη. Θα το ξαναπώ. Η αγάπη. Για εμάς, τη δουλειά μας και τους άλλους.
Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον; Να συνεχίσω να κάνω όσα κάνω με την ίδια αγωνία και επιθυμία, με το ίδιο πάθος και με λιγότερη ανασφάλεια. Να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε, να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να μας στερήσει αυτό. Η ελευθερία κατοικεί στα όνειρα και η ευτυχία στην πραγμάτωσή τους. Θέλω να πιστεύω.
|