ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΙΝΙΤΣΗΣ Εκτύπωση
Πέμπτη, 29 Οκτώβριος 2009 11:21

Όταν ο Δημήτρης Φοινίτσης συνάντησε τη δική του Τζούλια

 

Η mademoiselle Julie που θα δείτε στο μπαρ Nixon, είναι διαφορετική απ’ αυτήν που μάλλον έχετε στο μυαλό σας. Ίσως όμως, κάπου στο βάθος, να είναι κι ολόιδια. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης και ταξιδέψαμε μαζί με την ηρωίδα του ως ένα χλοερό βόρειο, προάστιο όπου μία γόνος εύπορης αστικής οικογένειας με θολές, λαϊκές καταβολές, συναντιέται στην κόψη του ξυραφιού του πόθου της, με τον αλλοδαπό υπηρέτη της και...

  

Ποιο είναι το αδύνατο σημείο της Τζούλιας απέναντι στον κοινωνικό ιστό και όσον αφορά τη διευθέτηση των παθών της;

Στη δική μας παράσταση είναι, εντός πολλών εισαγωγικών, η ηθελημένη βύθισή της στην έννοια του απαγορευμένου και του κοινωνικά κατακριτέου. Κάτι που ο κύκλος της δια ροπάλου απαγορεύει, και την κάνει να υπολογίζει από πολύ νωρίς τις συνέπειες μιας τολμηρής «απόφασης», την ωθεί στην ουσία να δοκιμάσει τους «καρπούς» του και να επιζητήσει την περιπέτεια. Για να πετύχει ωστόσο το αυτονόητο, την εκδήλωση της ερωτικής επιθυμίας δίχως την αναχαίτισή της από την αυτολογοκρισία που διαρκώς σιγοκαίει, καταφεύγει στο αλκοόλ. Είναι το… χάπι κατά των όποιων αναστολών. Όταν η επήρειά του υποχωρήσει η πραγματικότητα που θα αντικρίσει θα είναι τελείως διαφορετική απ’ ό,τι ήθελε να φαντάζεται. Και το χάος ακόμη μεγαλύτερο.

 

Η κοινωνία της εποχής εκείνης πώς αντανακλάται στην σύγκρουση ανάμεσα στην Τζούλια (από λαϊκή οικογένεια που έχει ανέλθει κοινωνικά) και στον Ζαν (έναν λαϊκό άνθρωπο που θέλει απεγνωσμένα να ανέλθει κοινωνικά).

Η κατά το ήμισυ λαϊκή καταγωγή της Τζούλια –αν δεχτούμε ότι στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται η καταγωγή του συγγραφέα- προβάλλεται με τη χρήση ενός φρασεολογίου που συχνά ξεπερνάει σε αυθαιρεσία και πενία αυτό του Ζαν. Αντιθέτως, ο Γιάννης –ελληνοποιημένος Ζαν!- υιοθετεί ένα εξεζητημένο συχνά λεξιλόγιο που παραπέμπει ευθέως στην καθαρεύουσα, σε ορισμένα απολύτως ελεγχόμενα σημεία. Μέχρι εκεί, όμως. Η παράσταση μετατοπίζει χρόνο και δράση στο αθηναϊκό μπανάλ του σήμερα! 

 

Πώς κωδικοποιείται η αντιπαράθεση της Τζούλιας και του Ζαν σύμφωνα με τα σημερινά οικονομικοπολιτικά δεδομένα στη χώρα μας (εισροή αλλοδαπών προσφύγων και μεταναστών, άνοδος του λαϊκισμού, φθίνουσα πορεία και εξαφάνιση της καθαρής αριστοκρατίας, κοινή μεθοδολογία στη διαχείριση της εξουσίας των κομμάτων δεξιάς και αριστεράς, οικονομική κρίση, κρίση ιδεών).

Η ανάγνωση που επεφύλαξα στο έργο –προκαλώντας ως γνωστόν πλήθος αντιδράσεων σοβαροφανών και λοιπών στενόμυαλων που ευδοκιμούν σ’ αυτή τη χώρα και ξαφνιάζουν άπαντες με την κενότητα και την ημιμάθειά τους!- ήταν η τηρουμένων των αναλογιών αντιστοιχία των κοινωνικών δεδομένων της εποχής του Στρίντμπεργκ με την Ελλάδα του 2009. Η Τζούλια, μια μεγαλοαστή των βορείων προαστίων της πρωτευούσης και ο Γιάννης, ένας οικονομικός μετανάστης που χρησιμοποιεί άπαντες για την οικονομική και κοινωνική του ανέλιξη. Εξ ου και επέλεξα -κατόπιν ακροάσεως- έναν ηθοποιό βουλγαρικής καταγωγής, (μετα)φέροντας το ειδικό φορτίο της προσωπικής του εμπειρίας στη δράση. Εδώ κατ’ εμέ δομείται το οικοδόμημα της αντιπαράθεσης μέσω μιας σειράς πολιτισμικών συγκρούσεων που καταδεικνύουν το χάσμα των δύο κόσμων αλλά και τη διαβολεμένη ομοιότητά τους την ίδια ακριβώς στιγμή. Διαφέρουμε όσο και μοιάζουμε. Αυτά για την ώρα, τα υπόλοιπα επί σκηνής! Εκεί όπου οι όποιες επεξηγήσεις αποδεικνύονται περιττές όταν τα κίνητρα των ηρώων είναι διαυγή και ισχυρά.