Σχετικά άρθρα
ΛΙΛΛΥ ΜΕΛΕΜΕ |
Τρίτη, 12 Ιανουάριος 2010 20:02 | |||
Λίλλυ Μελεμέ Με το βλέμμα στραμμένο μπροστά!
Η νεαρή σκηνοθέτης, με σπουδές εικαστικών στη Σχολή Καλών Τεχνών του Σέφιλντ και σκηνογραφίας-ενδυματολογίας στο Wimbledon School of Art του Λονδίνου, ακολουθεί μια επιτυχημένη πορεία στον θεατρικό χώρο, αφήνοντας το στίγμα της στην Πειραματική σκηνή του Εθνικού και υπογράφοντας μερικές αξιολογότατες σκηνοθεσίες τα τελευταία χρόνια. Φέτος συνεργάστηκε με την Γιολάντα Μαρκοπούλου και σκηνοθέτησαν μαζί το «shoot get treasure repeat» του Ρειβενχιλ, ζωντανεύοντας συγκλονιστικές εικόνες ενός μικρόκοσμου που συνθλίβεται από τον πόλεμο, το μαρτύριο και την τυραννία των «ισχυρών» εκτός και εντός του. Επιλέγοντας το shoot get treasure repeat ποια ήταν τα κίνητρά σας και ποια υποθέσατε πως θα ήταν η απήχησή του στο κοινό της χώρας μας; Η συνάντησή μου με τα κείμενα του Ρειβενχιλ ήταν μια αναπάντεχη ευχάριστη έκπληξη. Κείμενα βαθιάς πολιτικής σκέψης, που αφορούν το σήμερα, χωρίς μεγαλοστομίες και διδακτισμούς, τα οποία επικεντρώνονται στον άνθρωπο. Στήνοντας τις μικρές του ιστορίες, ο Ρειβενχιλ, ανατέμνει με θαυμαστή ακρίβεια αλλά και αδυσώπητο χιούμορ την ανθρώπινη ψυχή και τις διαπροσωπικές σχέσεις, και δημιουργεί μια εξαιρετικά λεπτομερή πινακοθήκη ηρώων «της διπλανής πόρτας». ΄Εκπτωτοι άγγελοι που αναζητούν την δική τους θέση στον παράδεισο, μέσα σ΄ έναν κόσμο εχθρικό και απειλητικό, όπου οι ισορροπίες είναι πιο εύθραυστες παρά ποτέ και οι αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας αποτελούν ένα γενναίο άλλοθι για αδίστακτες πράξεις. Τα θέματα που θίγει ο Ρειβενχιλ – η τρομολαγνεία, η ανάγκη για ασφάλεια και απομόνωση στον ιδιωτικό μας βίο, η καταλυτική επιρροή των ΜΜΕ στην καθημερινότητά μας, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, η καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας – είναι φαινόμενα που συναντάμε όλοι γύρω μας, σε παγκόσμιο επίπεδο, και αυτό φυσικά δεν εξαιρεί την Ελλάδα. Πως διαμορφώθηκε η συνεργασία σας με την Γιολάντα Μαρκοπούλου όσον αφορά την διδασκαλία των ηθοποιών αλλά και την επίτευξη μιας ενιαίας γραμμής στην σκηνοθεσία; Με τη Γιολάντα Μαρκοπούλου συνεργαστήκαμε άψογα και μεθοδικά με στόχο να προκύψει μία, ενιαία παράσταση. Η θεματολογία του έργου, η παγκόσμια πολιτικο-κοινωνική συγκυρία και κυρίως οι κοινές μας ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο που οφείλουν οι νέοι καλλιτέχνες να αφουγκράζονται την σύγχρονη πραγματικότητα και να την μετασχηματίζουν σε έργο τέχνης, ήταν μερικοί μόνο από τους λόγους που μας ένωσαν σ’ αυτήν την κοινή προσπάθεια. Στην πρώτη φάση των δοκιμών δουλέψαμε από κοινού με τους ηθοποιούς, προκειμένου να πετύχουμε την εγκαθίδρυση ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας και να εμβαθύνουμε ψυχή τε και σώματι στην αινιγματική σκέψη του δαιμόνιου άγγλου συγγραφέα. Χωρίς να έχουμε αποφασίσει εκ των προτέρων τα τελικά κείμενα που θα εντάσσονταν στην παράσταση, δοκιμάσαμε και δοκιμαστήκαμε όλοι μας στο σύνολο του υλικού και έτσι η τελική επιλογή προέκυψε ομαλά μέσα από τη δημιουργική διαδικασία της πρόβας. Για μένα, το τεράστιο κέρδος αυτής της προσπάθειας ήταν ότι ήμασταν διαρκώς όλοι μαζί, στο μέτρο του δυνατού, παρόντες ο ένας στη δουλειά του άλλου, γεγονός που μας ένωσε απίστευτα και συνετέλεσε καταλυτικά στην τελική μορφή και την ενότητα της παράστασης. Τι πιστεύετε για την θεατρική παιδεία στη χώρα μας και τι αντλήσατε εσείς από την δική σας. Η θεατρική παιδεία στη χώρα μας δυστυχώς υστερεί σε πολλούς τομείς – είναι αδιανόητο να μην υπάρχει στην Ελλάδα σχολή σκηνοθεσίας – και οι όποιες εξαιρέσεις ικανών παιδαγωγών και δασκάλων απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό γιατί υπήρξα επί χρόνια μαθήτρια και κατόπιν συνεργάτις ενός τέτοιου δασκάλου. Ο Στάθης Λιβαθινός, βασικός παιδαγωγός του έτους μου στην δραματική σχολή του Κώστα Καζάκου και εμπνευστής του Εργαστηρίου Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, εκτός του ότι μου δίδαξε τη μεθοδολογία και την «αλφαβήτα» της υποκριτικής τέχνης, παράλληλα, απετέλεσε και εξακολουθεί ν’ αποτελεί φωτεινό παράδειγμα σκηνικού ήθους και παθιασμένης αφοσίωσης και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε τον Ταρτούφο; Η αφορμή για την επιλογή του αριστουργηματικού «Ταρτούφου» υπήρξε η κωμικότατη και άπαιχτη μέχρι τότε, έμμετρη μετάφραση του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη, γραμμένη το 1815, καθώς και η προσωπική ιστορία που την συνοδεύει: μια αρνητική επιστολή του μέντορά του, Αδαμάντιου Κοραή, που στάθηκε ικανή να την κλείσει για πολλά χρόνια στα συρτάρια των θεατρολόγων και της στέρησε τον δρόμο της προς τη σκηνή. Η αναμέτρηση με τη φόρμα του ποιητικού λόγου ήταν έτσι κι αλλιώς μεγάλη πρόκληση και ο βαθμός δυσκολίας μεγάλωσε ακόμα περισσότερο λόγω της ιδιαιτερότητας του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Παρόλα αυτά ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως επιτυχημένη περιπέτεια για όλους μας. Τι σας συγκίνησε στη Λάσπη του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη; Θεωρώ τον Βαγγέλη έναν απ΄ τους πιο σημαντικούς νέους έλληνες λογοτέχνες. Όταν διάβασα τη θεατρική του «Λάσπη», η πεποίθησή μου επιβεβαιώθηκε. Πρόκειται για ένα έργο σύγχρονο, τολμηρό αλλά και βαθιά ανθρώπινο, με χιούμορ, σασπένς, συγκίνηση, αιχμηρό διάλογο και κυρίως τρεις ολοκληρωμένους χαρακτήρες – πρόκληση για οποιονδήποτε ηθοποιό. Ένα από τα καλύτερα νεοελληνικά έργα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Πως αντιλαμβάνεστε την πρωτοπορία στο θέατρο και τι είναι για σας πειραματισμός; Ποτέ δεν με απασχόλησε η έννοια της πρωτοπορίας ή του πειραματισμού ως ζητούμενο στη δουλειά μου. Το μόνο μου μέλημα είναι το ζωντανό, αποκαλυπτικό θέατρο, που συμβαίνει εδώ και τώρα μπροστά στα μάτια μας, που συνομιλεί με την εποχή του και αφουγκράζεται σε βάθος τον λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχής. Πως νομίζετε πως θα μπορούσε το Ελληνικό θέατρο να προσελκύσει περισσότερους θεατές; Εάν γνωρίζαμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, όλα τα θέατρα θα ήταν γεμάτα! Η μικρή εμπειρία μου μού έχει διδάξει ότι είναι αδύνατον να προβλέψεις την απήχηση που θα έχει μια παράσταση στο κοινό, γιατί αυτό είναι συνάρτηση πολλών και διαφορετικών παραγόντων. Πιστεύω πως το μόνο που έχει να κάνει ένας δημιουργός είναι να είναι ειλικρινής και έντιμος με τον εαυτό του, συνεπής ως προς τις επιλογές του και να δουλεύει με πάθος και αφοσίωση. Το κοινό, αργά ή γρήγορα, θα τον εντοπίσει σαν καλό λαγωνικό. Κανένας άξιος και ταλαντούχος άνθρωπος δεν πάει χαμένος. Τι γνώμη έχετε για την έως τώρα πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού όσον αφορά τις παραστατικές τέχνες; Η Πολιτεία εδώ και χρόνια έχει θέσει το θέμα του Πολιτισμού σε δεύτερη μοίρα και αυτό είναι λυπηρό. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού και μέριμνας είναι σήμερα πιο εμφανής παρά ποτέ και οι πενιχρές επιχορηγήσεις που έρχονται κατόπιν εορτής δεν λύνουν το πρόβλημα. Χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση πολιτικής με ευθύνη, αξιοκρατία και ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα και τις ανάγκες των νέων καλλιτεχνών. ΄Ολοι μας ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες. Ποιες είναι οι δυσκολίες και ποια τα πλεονεκτήματα του να είσαι ένας νέος ηθοποιός και σκηνοθέτης στη χώρα μας σήμερα; Οι δυσκολίες πολλές, κυρίως οικονομικές, και τα πλεονεκτήματα δυσεύρετα και διαφορετικά για τον καθένα μας. Παρόλα αυτά είναι μια δουλειά που την επιλέξαμε εκούσια και την αγαπάμε με πάθος, γι΄ αυτό και συνεχίζουμε να παλεύουμε και να ονειρευόμαστε, κόντρα στις αντιξοότητες με το βλέμμα στραμμένο μπροστά.
|