Σχετικά άρθρα
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ - ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 06 Νοέμβριος 2012 19:06 | |||
Αφιέρωμα: Θεόδωρος Τερζόπουλος –Εμμονή και μνήμη Επιχειρώντας μια γέφυρα ανάμεσα στο έργο του καταξιωμένου δημιουργού και στο θεατρικό κοινό της χώρας μας 2. «Στοχεύοντας στον πυρήνα» Ο διεθνούς κύρους, Έλληνας σκηνοθέτης μιλάει για το έργο του και την πορεία του στην τέχνη Α. Ρεπερτόριο
Ξεκινώντας το αφιέρωμά μας στον Θόδωρο Τερζόπουλο σκέφτηκα να κινηθούμε μέσα από την κουβέντα σε διαφορετικούς και χαρακτηριστικούς άξονες της δουλειάς του μιας δουλειάς σαράντα χρόνων στο θέατρο με συγκεκριμένους στόχους και εμμονές, με μια τεχνική που διαρκώς εξελίσσεται χωρίς όμως ποτέ να χάνει την στοχοκατεύθυνση της και με έναν πολύ χαρακτηριστικό χειρισμό της δραματουργίας που σχετίζεται με την επιλογή ρεπερτορίου αλλά και με τον τρόπο διαχείρισης του θεατρικού λόγου μέσα από τους υποκριτικούς κώδικες με κυρίαρχα εργαλεία φυσικά το σώμα και τη φωνή. Ξεκινάμε λοιπόν σήμερα με το κρίσιμο ζήτημα της επιλογής των έργων τα οποία δίνουν την ευκαιρία στον δημιουργό να απολαύσει και να εξελίξει την δουλειά του, προσφέροντας ταυτόχρονα στο κοινό, νέες, αιφνιδιαστικά πρωτόγνωρες οπτικές μιας δραματουργίας που υπόσχεται νέες προοπτικές αν αναδειχτούν οι κρυμμένες πτυχές της κι οι φαινομενικά αόρατες όψεις της. Τι έργα επιλέγετε να ανεβάσετε κύριε Τερζόπουλε; Σ’ ένα πρώτο επίπεδο θα έλεγα πολύ απλά ότι διαλέγω να ανεβάσω έργα που μου πάνε, έργα που πρέπει οπωσδήποτε να τα αγαπήσω και δουλεύοντάς τα, να χαίρομαι. Τότε, όταν αγαπώ τα έργα, τα κείμενα, πραγματικά ανακαλύπτω και μια πολύ ιδιαίτερη προσωπική ευχαρίστηση κι αισθάνομαι πολύ δημιουργικά. Αν για κάποιο λόγο χρειαστεί να δουλέψω πάνω σε κείμενα που δεν τα επιθυμώ πολύ βαθιά, τότε δυσκολεύομαι πάρα πολύ, ζορίζομαι και δεν δημιουργείται μια ουσιαστική σχέση, δεν βγάζω τον καλύτερό μου εαυτό. Αλλά για να το εξειδικεύσω λιγάκι, φαίνεται ότι -λόγω και της βιογραφίας μου και της παιδικής μου ηλικίας, που όσο κι αν θέλουμε είναι δύσκολο να απαγκιστρωθούμε απ’ αυτές, αφού λέμε πως η τέχνη αρχίζει όταν τελειώνει η βιογραφία- σ’ εμένα υπάρχει μια διάσταση πολύ μικρή και πολλές φορές σε υπολανθάνουσα κατάσταση που πάντα βγαίνει. Ακόμα κι ένα ερωτικό έργο να κάνω, κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω, θα το υποσκάψω με μία πολιτική νύξη. Κι αυτό, αν πάμε πιο πριν, δεν το έκανα με κόνσεπτ, αυτό έβγαινε… Φαίνεται πως ήταν ένας συσσωρευμένος θυμός. Προσεγγίζοντας ένα πρόσωπο σαν την Μερτέιγ ας πούμε από το κουαρτέτο του Μίλλερ, ήθελα και να την υποσκάψω και μέσα από κάποιες στιγμές δικές της ή του Βαλμόν, να διοχετεύσω το δικό μου θυμό απέναντι σ’ αυτήν την κοινωνική τάξη. Αφού, ενώ βίωσα σαν παιδί αυτήν την τάξη, μ’ έναν τρόπο απομακρύνθηκα, αντιστάθηκα κι απομακρύνθηκα, ενώ θα μπορούσα να συνομιλώ μαζί της. Την αρνήθηκα, την αρνήθηκα πολύ απόλυτα… Μ’ αυτήν την έννοια βλέπετε, υπάρχει στην επιλογή των ερωτικών έργων που ανεβάζω -ας πούμε καλύτερα όχι ερωτικών αλλά έργων που εμπεριέχουν την λίμπιντο- ένας παράξενος άξονας… Όπως ας πούμε στο «Κεκλεισμένων των θυρών» και στο «Κουαρτέτο». Υπάρχει η λίμπιντο με τον δικό του τρόπο, στο έργο του Δημητριάδη «Λήθη». Υπάρχει και στην «Πατρινέλλα» του Λογαρά, το ελληνικό αυτό κείμενο που πήγε μάλιστα και πάρα πολύ καλά. Και υπάρχει αυτή η λίμπιντο και στο «Alarm». Ποιο είναι το δραματουργικό περιεχόμενο του «Alarm» που επαναλαμβάνεται φέτος στο θέατρο «Άττις» από 1ης Νοεμβρίου; Είναι μια δική μου σύνθεση στηριγμένη πάνω στην αλληλογραφία των δύο βασιλισσών της Στιούαρτ και της Ελίζαμπεθ. Ωστόσο πάντα υπάρχει μέσα ένας ανήσυχος άξονας που θέλει να υποσκάψει ή να προβοκάρει λίγο αυτή την λίμπιντο. ‘Όταν βγαίνει σ’ αυτά τα έργα, εγώ την καταστρέφω, δεν την αφήνω ν’ ανθίσει. Ο ερωτικός άξονας ποτέ δεν βγάζει λουλούδια ή αν βγάλει, θα είναι τα άνθη του κάκτου.
Βγάζει ωραίο λουλούδι ο κάκτος, μια φορά το χρόνο. Ναι, αλλά υπάρχουν αγκάθια.
Άλλωστε ο έρωτας δεν ασκεί κι αυτός μια μορφή εξουσίας, δεν είναι έστω ένας αντικατοπτρισμός εξουσίας; Ναι, αλλά μιλάω μέσα από την δική μου οπτική. Σε μια άλλη περίπτωση πιθανότατα να βλέπαμε την λίμπιντο με την ερωτική μορφή, ανάλαφρα κι όμορφα, σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο βουλεβάρτο… Άνετα αυτό το υλικό του έρωτα, της αγάπης, της λίμπιντο μπορεί να μας δώσει ένα τέτοιο έργο. Όχι, εγώ πάντα τα προβοκάρω αυτά τα υλικά. Τώρα από την άλλη, αρχίζοντας από τις «Βάκχες», αφετηρία ήταν η «βακχεία». Μου ζητάνε την παράσταση αυτή ακόμα και δεν μπορώ να την ξανακάνω γιατί κάποια πράγματα δεν ξαναγίνονται, συμβαίνουν σε μια συγκεκριμένη εποχή. Τότε είχα κάνει τετρακόσιες παραστάσεις εκτός Ελλάδας. Κι επειδή εκεί ήταν το «πάθος», ήταν η «έκσταση», ήταν αυτό το ζήτημα που με απασχόλησε πολύ, σκέφτηκα μετά: Αν η «έκσταση» είναι ένα ζήτημα της τραγωδίας, ένα άλλο είναι κι ο «θρήνος». Γι’ αυτό στράφηκα στους «Πέρσες». Προσπάθησα να δω τι γίνεται με τους «Πέρσες». Πως κλιμακώνεται ο θρήνος που στην ύφεσή του βγάζει το πένθος. Αυτήν την οντολογική ησυχία, μια θλίψη απόλυτη… Όλα αυτά τα ζητήματα που γεννιούνται κι από την έκσταση κι από τον θρήνο. Είναι ένα πλούσιο υλικό…
Λαβύρινθοι… Λαβύρινθοι, πραγματικά… Και μετά σκέφτηκα: Ναι αλλά δεν είναι κι η «μανία»; Οπότε καταπιάστηκα μ’ έναν κύκλο «Ηρακλή». Αλλά υπήρχε αυτό το υλικό της μανίας και στον «Προμηθέα». Αυτή η εμμονική μανία του Προμηθέα που τελικά γίνεται ένα αυτοκαταναλωτικό ζήτημα. Δεν απευθύνεται πλέον στον Δία αλλά στο ίδιο του το στομάχι, στο κέντρο του, σαν η ίδια η μανία να είναι και το γεράκι που του τρώει το συκώτι το οποίο ανανεώνεται … Αλλά κάπου εκεί βρίσκεται κι ο «θεός» τελικά για έναν Προμηθέα… Ακριβώς. Και σιγά-σιγά και στις τραγωδίες αναζητούσα πάντα κάποιες καταστάσεις, ένα μέγεθος, μια γενναιοδωρία. Δεν κινήθηκα δηλαδή σ’ ένα ρεπερτόριο αστικό, καταστάσεων μικρών που δεν με ενδιέφερε. Ενώ είναι εξαιρετικός ο Τσέχωφ δεν μπορώ να τον κάνω… Πολύ φοβάμαι πως θα τον πάρω και θα τον ανεβάσω μ’ έναν τέτοιο τρόπο που δεν ξέρω τι θα θυμίζει… Νομίζω θα είναι συναρπαστικό αυτό… Αλλά θα είναι τόσο κάτι άλλο που ο κόσμος θα τρομάξει από τον δικό μου τον Τσέχωφ. Η Ντεμίτοβα επιμένει ότι πρέπει να κάνω έναν Τσέχωφ μαζί της, στη Ρωσία. Τον Βυσσινόκηπο; Ναι τον Βυσσινόκηπο. Μου λέει «έλα να τον κάνουμε γιατί εσύ θα τον δώσεις τόσο τρελά που θα είναι το κάτι άλλο». Κι έχουμε ανάγκη απ’ αυτά. Ας πούμε πήρα τον Στρίμπεργκ κι όχι τον Ίψεν , πήρα την Ζουλί. Και την ανέτρεψα τελείως, προσπαθώντας να βρω ένα κέντρο. Πολλές φορές παίρνω ένα έργο κι όταν δεν μπορώ να βρω το πυρηνικό του σημείο, το εγκαταλείπω. Αργότερα, μετά από ένα διάστημα χρόνου το βρίσκω το κέντρο και τότε αποφασίζω να το ανεβάσω. Έκανα όλη αυτή την προσπάθεια τόσα χρόνια, σαράντα χρόνια είμαι στο θέατρο έχοντας δικό μου χώρο, δυνατότητες να περιοδεύω και να σκηνοθετώ έξω ακριβώς για να μπορώ να επιλέγω τα κείμενα που εγώ θέλω και που μέσα απ’ αυτά εξελίσσομαι αλλά εξελίσσονται κι οι ηθοποιοί μου. Μέσα απ’ αυτά τα κείμενα εξελίσσω ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα δουλειάς που έχει σχέση πάρα πολύ με το σώμα και τη φωνή. Όταν μου λέγανε παλαιότερα, «μα οι Βάκχες, η αγάπη, ο Διόνυσος», τους είπα «μην ασχολείστε με τις βάκχες, δεν είναι οι βάκχες, είναι η βακχεία». Όπως δεν είναι ο Ιππότης, είναι ο ιπποτισμός. Δεν είναι οι γυναίκες που θρηνούν στη Μάνη, είναι ο θρήνος. Δηλαδή έπαιρνα πάντα το βασικό, το φονταμεντάλ, το πυρηνικό υλικό για να δουλέψω. Επειδή από την πρώτη στιγμή το πίστεψα –και προέκυψε κι από κουβέντες μου με τον Μίλλερ όσον αφορά την περσόνα που αυτή φέρνει το υλικό-, ήξερα πολύ καλά ότι πρέπει να αποχαρακτηρίσω αυτό εκεί το πρόσωπο για παράδειγμα που λέγεται Αγαύη, να το δω ως φορέα αυτού του πλούσιου υλικού που είναι η βακχεία. Με αυτή την έννοια η ερμηνεία του ηθοποιού μπορεί να μην είναι η μίμηση ενός καθημερινού προσώπου που φτιάχνει το χαρακτήρα ή τον τύπο, όλα αυτά που δεν ισχύουν πια, ενζενύ, ντάμα κ.λ.π. αλλά ένα σώμα που να φέρει την κατάσταση.
Οπότε όταν η κατάσταση της έκστασης τελειώνει, το σώμα αδειάζει… Ναι αλλά ταυτόχρονα περνάει σ’ ένα πένθος και κρατάει το απόθεμα της ενέργειας. Και είναι τρομακτικό να δεις το σώμα αυτό που μετά από μία έκρηξη, από μία κορύφωση, ηρεμεί… Εδώ, μέσα από την εξέλιξη της συζήτησης, περνάμε από την επιλογή ρεπερτορίου στον τρόπο αξιοποίησης πλέον της δραματουργίας μέσα από την ανίχνευση του κεντρικού της άξονα και την πλήρη σκηνική κι ερμηνευτική αξιοποίησή του. Για την συναρπαστική αυτή περιπέτεια, ο Θόδωρος Τερζόπουλος θα μας μιλήσει στο τρίτο μέρος του αφιερώματός μας.
|