Η Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη
Κάθε πόλη, η κάθε συνηθισμένη η ασυνήθιστη πόλη, κρύβει στα σωθικά της μια κοινοτοπία κι ένα απρόβλεπτο. Το ίδιο κι η πόλη της Αναγνωστάκη, κρύβει ένα είδος σπαραγμού και μια καθησυχαστική «ομοιότητα». Οι ήρωες του έργου, συλλέκτες «πόλεων» αναζητούν το απρόβλεπτο ή και το δημιουργούν ενώ διασφαλίζονται συναισθηματικά από την συνεχή τους επαφή με το κοινότοπο. Είναι επισκέπτες και ταυτόχρονα αυτόχθονες αφού η πόλη τους είναι η κάθε πόλη καθώς η χώρα καταρρέει μαζί με τις αξίες της και σιγά-σιγά χάνει την ταυτότητά της μετατρέποντας τους πολίτες της σε «μετανάστες». Ο Κίμων κι η Ελισάβετ φέρουν αποσκευές, φέρουν μνήμες, τραυματικές και άλλες αλλά δεν έχουν που να τις εναποθέσουν. Ο φωτογράφος είναι ο άνθρωπος που συναντούν σ’ αυτήν την πόλη, την ξένη και γενέτειρα μαζί που εκείνη γνωρίζει ενώ εκείνος δεν αναγνωρίζει. Ένας φωτογράφος όχι γάμων ή γενεθλίων αλλά ζωντανών που παριστάνουν τους νεκρούς. Φωτογραφίζει κρεμασμένους, κατακρεουργημένους, δολοφονημένους, θύματα αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων αλλά και νεκρούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από ασιτία... Φωτογραφίζει το ενδεχόμενο πριν την γιορτή και μετά τη γιορτή, το δολοφονικό απρόβλεπτο που ελλοχεύει πίσω από κάθε εφησυχασμό, την φρικτή όψη του τετελεσμένου. Είναι τα μοντέλα του ζωντανοί που παριστάνουν τους νεκρούς ή μήπως νεκροί που υποδύονται τους ζωντανούς; Θα αποτυπώσει τις κάλπικες εκμυστηρεύσεις του ζευγαριού ή θα τον κατακρεουργήσουν τα ψέματά τους; Δεν έχει και τόση σημασία διότι σε δεδομένη στιγμή η πόλη καίγεται. Η φωτιά όπως κι η φωτογραφία είναι λύτρωση και αφανισμός μαζί, είναι θαύμα και τραύμα. Ενδιαφέρουσα κι εντυπωσιακά διαχρονική δραματουργία από μία συγγραφέα που συμπυκνώνει τις ιστορικές συγκυρίες σε ανθρώπινες περιπέτειες κι ξεδιπλώνει το μαρτύριο του μοναχικού ανθρώπου σε οικουμενικό δράμα.
Η παράσταση σκηνοθετήθηκε με λιτότητα και επικέντρωση στα πρόσωπα, στους ηθοποιούς και στην σκηνική τους δράση. Επιδίωξε να μην εντυπωσιάσει με σκηνικά εφέ αλλά να εμβαθύνει στις ερμηνείες. Ο Ρόκκος κι ο Ψυχογιός είναι δύο ηθοποιοί εξαιρετικής υποκριτικής γκάμας που ξεδίπλωσαν με άνεση τον ψυχισμό των ηρώων τους οποίους ενσάρκωσαν αποτυπώνοντας τις αποχρώσεις των χαρακτήρων και τις δεύτερες σκέψεις τους. Η Σπερελάκη είναι μια γοητευτική ηθοποιός η οποία μπορεί αν ελέγξει καλύτερα τις αποχρώσεις της φωνής της να κυριαρχήσει στα εκφραστικά της μέσα και να εμβαθύνει κι άλλο στην ερμηνεία της.
Σκηνοθεσία: Στέλιος Μάινας Σκηνικά/Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος Μουσική: Lost Bodies Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση Φωτογραφίες: Νικολέτα Γιαννούλη Παίζουν: Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός
http://youtu.be/u_lXJlmvqao
Λούλα Αναγνωστάκη Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης ("Η διανυκτέρευση", "Η πόλη", "Η παρέλαση"), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της "Η συναναστροφή", σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: "Αντόνιο ή το Μήνυμα" (1972), "Η νίκη" (1978), "Η κασέτα" (1982), "Ο ήχος του όπλου" (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο "Διαμάντια και μπλουζ", σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το "Ταξίδι μακριά" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο "Ο ουρανός κατακόκκινος" από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο "Σ' εσάς που με ακούτε" από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από Αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ). Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
|