Αντιγόνη του Σοφοκλή
Την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε μετάφραση Ελένης Μερκενίδου και σκηνοθεσία Παύλου Δανελάτου παρουσίασε στο Δημοτικό Θέατρο Κήπου στη Θεσσαλονίκη, η νεοσύστατη θεατρική ομάδα «Omerta» στο πλαίσιο των Γιορτών Ανοιχτού Θεάτρου. Το κείμενο είναι διανθισμένο από αποσπάσματα των κειμένων “Επτά επί Θήβας” του Αισχύλου, “Ισμήνη” του Γιάννη Ρίτσου και “Αντιγόνη” του Ζαν Ανούιγ.
Το κείμενο Tι μπορούμε να κάνουμε όταν δύο ισάξια «πρέπει» συγκρούονται; Ποιό ακολουθούμε; Η απάντηση- αν υπάρχει αυτή - δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δεδομένη. Αυτό καταδεικνύει και το τέλος της τραγωδίας (….όλα κατέρρευσαν στα χέρια μου, στ. 1344-45-(Kρέοντας)). Τι γίνεται επίσης όταν η «εφαρμογή του κανόνα δικαίου» συγκρούεται με την ηθική; Ο Σοφοκλής τίθεται υπέρ της ηθικότερης λύσεως- έστω κι αν αυτή συνεπάγεται παραβίαση των νόμων- δίνοντας έτσι και στις μεταγενέστερες γενεές το έναυσμα της αντίστασης-εναντίωσης σε νόμους που εμφανώς είναι «άδικοι». Στο ανάκτορο της πόλης Θήβας και μπροστά από τις αύλειες πύλες, τίθεται ένα δεδομένο υπαρξιακό πρόβλημα: ο αιώνιος διχασμός της ανθρώπινης ψυχής ανάμεσα στο «πρέπει» και στο «θέλω», στη λογική και στο ένστικτο. Η Αντιγόνη, καθαρή ενσάρκωση της ισχύος των «άγραφων» και «ηθικών» νόμων, αντιτίθεται στον θείο και πολιτειακό «γονέα» της, Κρέοντα και εκπληρώνει τα ταφικά καθήκοντα προς τον νεκρό αδερφό της. Ο βασιλιάς Κρέων θεωρεί πως η πράξη της Αντιγόνης αποτελεί «ύβρη» και πως με αυτή τη συμπεριφορά «κινδυνεύει» η πόλη. Η Αντιγόνη από την άλλη, ξεφεύγοντας από το γυναικείο πρότυπο της εποχής, οπλισμένη με αντρική μαχητικότητα, γίνεται ένας ήρωας έτοιμος να αγωνιστεί για το δικό του ηθικό χρέος και δίκαιο. Γόνος μιας καταραμένης οικογένειας, ζει την κατάρρευση του γένους της και θεωρεί πως με την απόφαση του Κρέοντα παραβιάζεται ο άγραφος νόμος και η «των κάτω Θεών Δίκη». Ο Κρέοντας ενσαρκώνει καθαρά και μόνο, το χρέος της υπακοής που οφείλει να έχει σαν πολιτειακός άρχοντας απέναντι στον ρητό, γραμμένο, πολιτειακό νόμο. Ο Σοφοκλής δημιούργησε ένα από τα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα της ανθρωπότητας και ενσωματώνοντας πλήθος από διαφορετικά αφηγηματικά επίπεδα (σεβασμός στα θεία, έννοια της οικογένειας και του γένους, έννοια της πόλης και της τυραννίας, σύγκρουση παλαιάς και νέας γενιάς, σύγκρουση φύλων, ανατροφή των τέκνων, αδερφική αγάπη κ.α.), οικοδόμησε μία πολυεπίπεδη αφήγηση όπου κυρίαρχο είναι το ζήτημα για την ισχύ - ή μη- και την αυθεντία –ή μη- των κανόνων ενός κράτους Δικαίου (όχι τόσο από την πολιτική τους πλευρά όσο από την ηθική). Και οι δύο, τόσο ο Κρέοντας όσο και η Αντιγόνη έχουν εξίσου, τόσο δίκαιο, όσο και άδικο. Υπερασπίζονται σθεναρά δυο διαφορετικές μορφές ηθικού δικαίου, του Κράτους- (της Αρχής), και της οικογένειας. Το μεγαλείο αυτού του έργου βρίσκεται ακριβώς στο ότι έχει να κάνει με ένα ηθικό δίλημμα. Πραγματικό ηθικό δίλημμα έχουμε μόνο όταν έχουμε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο εξίσου ηθικών πράξεων. Η Αντιγόνη έχει ηθικό χρέος να θέλει να θάψει τον αδερφό της, όπως έχει επίσης ηθικό χρέος να υπακούσει στον θείο της και πολιτειακό Άρχοντα. Ο Κρέοντας από την άλλη, έχοντας συνείδηση της αποστολής του, οφείλει να προστατέψει την πόλη. Με μια άλλη μορφή χρέους από αυτήν της Αντιγόνης, - του πολιτειακού χρέους-, δεν μπορεί να αγνοήσει τα όσα η θέση του επιβάλλει. Η ανικανότητά του να αναγνωρίσει όχι την ισχύ, αλλά την ύπαρξη του άγραφου, ηθικού νόμου, ενισχύει την τραγική διάσταση του. Ο βασιλιάς Κρέων είναι ο ενσαρκωτής του νόμου που θεωρεί «δίκαιη» την τιμωρία και «άδικη» την ταφή. Αν επρόκειτο για έναν απλουστευμένα « κακό» και «άδικο», τότε θα αναιρούνταν όλο το ηθικό δίλημμα της Αντιγόνης και η στάση της θα ήταν μόνο μια συνειδητή «εξέγερση» απέναντι στον απόλυτο και άδικο δυνάστη χωρίς να συντρέχει κανενός είδους δίλημμα.
Η μετάφραση που εκπόνησε η Ελένη Μερκενίδου αποδίδει ευθύβολα τόσο τον ρυθμό των δύο γλωσσών, όσο και το κρυμμένο ύφος της καθεμίας –παρά το αγεφύρωτο χάσμα αναμεταξύ της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής -. «Γλωσσικά» αποτυπώνεται η «ψυχή» του νεοέλληνα και αναβλύζει μια νέα λαλιά, σωστά θρεμμένη από τον μύθο, με τον πλούτο και την ποικιλία του αρχαίου λόγου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο επιτυχημένο πάντρεμα της Σοφόκλειας Αντιγόνης με την Αντιγόνη του Ανουίγ και τους στίχους της Ισμήνης του Ρίτσου σε απόλυτη «αναλογία» και αντιστοιχία μεταξύ τους.
Η παράσταση Λαμβάνοντας υπόψη πως πρόκειται για σκηνική αναπαράσταση αρχαίου δράματος από μια νεοσύστατη ομάδα, αξίζει να θυμηθούμε πως ένα αρχαίο δράμα είναι «κλασικό» – όσον αφορά τις ανθρώπινες συνθήκες, την παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα του, - όμως δεν μπορεί σε μια σημερινή σκηνή (ανομοιογενή ως προς την συνείδηση, τη νοοτροπία, το μορφωτικό επίπεδο και την ψυχολογία των θεατών) να λειτουργήσει και ισχύσει ομοιότροπα ώστε να οδηγήσει τους θεατές στην πολυπόθητη κάθαρση. Αυτό που μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να ισχύσει με ένα αρχαίο δραματικό έργο, είναι να λειτουργήσει ως ο «καμβάς», το πρόσχημα, η βάση, προκειμένου ο σκηνοθέτης να φέρει σε επαφή το «κλασικό» έργο με τον σύγχρονο θεατή - να τον συγκινήσει και να παράσχει μηνύματα, αξίες και ανθρωπιστικά πρότυπα συμπεριφοράς, παλεύοντας με «μνήμες του παρελθόντος». Αποσπασμένος ο μύθος του έργου από την σύγχρονη εποχή, τόσο ιστορικά όσο και κοινωνικά, χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη Παύλο Δανελάτο ως «μήτρα» -όχι για να επέμβει «διορθωτικά» , ούτε για να εκφράσει μιαν άλλη οπτική- αλλά για να συμπληρώσει τον συμβολικό του χαρακτήρα ώστε όσο το δυνατόν πιο «εύπεπτα» να γίνει κατανοητός και αισθητός στην σημερινή πολιτισμική πραγματικότητα. Η σκηνοθετική οπτική του κινήθηκε με διακριτική έμφαση στην καθαρή εκφορά του λόγου και προδίδοντας ιδιαίτερο προβληματισμό πάνω στις λέξεις και το κρυμμένο νόημα αυτών. Με γνώμονα αυτή την εκφορά λόγου, αποφεύχθηκαν συναισθηματικές υπερβολές και διαχύσεις από τους ηθοποιούς προβάλλοντας έτσι περισσότερο ένα γεγονός «βιωματικά παριστάμενο». Ο Θοδωρής Πολυζώνης με αξιόλογες «εξάρσεις», απέδωσε έναν Άρχοντα που έχει ισχυρογνωμοσύνη αλλά και την εσωτερική βεβαιότητα πως «καλά πράττει». Έναν Κρέοντα που δεν είναι κακός και άδικος, απλά πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο θα είναι δίκαιος και χρήσιμος στην πόλη. Με ιδιαίτερα σπηλαιώδη φωνή και καθαρά αρθρωμένο λόγο, απείχε περισσότερο από την σκηνοθετική γραμμή που οι υπόλοιποι ηθοποιοί ακολούθησαν, υιοθετώντας μιαν άλλη ερμηνευτική τεχνική, περισσότερο αποστασιοποιημένη, «συμβολική» και «ρητορική». Πολύ καλός ο Φύλακας-Αγγελιοφόρος (Νίκος Κουνέλης), αξιοποιεί τις σωματικές του δυνατότητες και παίζει ιδιαίτερα περιγραφικά ενώ αξιόλογες ήταν και οι ερμηνείες τόσο της ορθόφωνης και πειστικής Αντιγόνης (Ιωάννα Ρέτσα), όσο και Ισμήνης (Λιλιάνα Νίγκρο) που αν και δεν κατάφερε να «εξηγήσει» ερμηνευτικά την μεταστροφή της Ισμήνης, εν τούτοις απέδωσε σωστά και με υποκριτική αθωότητα το γυναικείο πρότυπο της εποχής, δέσμιο της λογικής και των τότε κοινωνικών ηθών. Στο σωστό μέτρο κινήθηκαν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Φούλης Μπουντούρογλου, Χριστίνα Γυφτάκη, Δημήτρης Δάγκαλης, Ορέστης Κωνσταντινίδης και Γιάννης Βαρβαρέσος, με καλοδουλεμένες μετακινήσεις και εύστοχες εναλλαγές. Οι κινήσεις του χορού, με καθαρές επιβλητικές φωνές και την ρυθμική – κατά διαστήματα μονοφωνική – απαγγελία, ενισχύουν στο μέγιστο την αμεσότητα και «θεατρικότητα» της παράστασης, ενώ η χαρακτηριστική κίνηση του στροβιλισμού (παραπομπή στον χορό των Δερβίσηδων), συνάδει με τον τελετουργικό της χαρακτήρα.
Η στοχευμένη σκηνική λιτότητα αποσκοπεί στο να δοθεί έμφαση στις ερμηνείες ενώ αποδεικνύεται ιδιαίτερα λειτουργική αφήνοντας περιθώρια για την εύκολη κίνηση ηθοποιών και χορού. Τα κουστούμια των ηθοποιών, γίνονται ένα ακόμα «μέσο κίνησης» και αποτελούν ένα θετικό στοιχείο που πολύ εύστοχα συνόδευσε τόσο τα συναισθήματα των ηθοποιών όσο και την «τραγικότητα» τους. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο αξιολογότατος και μουσικά ευφυέστατος Κωστής Βοζίκης που με τα εξαίρετα ακούσματα του, μας ταξίδεψε για μια ακόμα φορά. Μια καλοδουλεμένη και αξιόλογη παράσταση, «σύμμαχος» στην επαφή μας με την προγονική μας κληρονομιά που ναι μεν δεν έρχεται να ταράξει τα κατεστημένα στο χώρο της ερμηνείας του αρχαίου δράματος (ούτε και είχε άλλωστε τέτοια πρόθεση), επιτελεί όμως την ουσιαστική αποστολή της, την πνευματική διέγερση και συγκίνηση των θεατών . Μετάφραση – Διασκευή: Ελένη Μερκενίδου Σκηνοθεσία: Παύλος Δανελάτος Μουσική: Κώστας Βοζίκης Κινησιολογία: Μελπομένη Βασιλικού Δραματολογία: Δήμητρα Μήττα Σκηνικά –Κοστούμια: Απόστολος Αποστολίδης Μακιγιάζ: Μαντώ Καμάρα Βοηθοί σκηνοθέτη: Βαλάντης Γαργάνης, Παναγιώτα Λιάμπου Υπεύθυνοι παραγωγής και επικοινωνίας: Ζαχαρίας Σπανός, Ιωάννα Σιδηροπούλου, Κυριακή Τριανταφυλλίδου Παίζουν οι ηθοποιοί: Φούλης Μπουντούρογλου Γιάννης Βαρβαρέσος Χριστίνα Γυφτάκη Δημήτρης Δάγκαλης Νίκος Κουνέλης Ορέστης Κωνσταντινίδης Λιλιάνα Νίγκρο Θοδωρής Πολυζώνης Ιωάννα Ρέτσα Οι παραστάσεις έλαβαν τόπο στις 24 , 25 Ιουλίου και 30 Αυγούστου
|