Σχετικά άρθρα
ΜΗΔΕΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Παρασκευή, 04 Αύγουστος 2017 12:58 |
Μήδεια Ευριπίδη Η βαρβαρότητα του έρωτα Βράδυ Τρίτης, ώρα 21.30 και η ουρά στο ταμείο του αρχαίου θέατρου των Φιλίππων αρκετά μεγάλη. Παραδόξως, σε δέκα λεπτά το κοίλο είχε γεμίσει ως τα ψηλά διαζώματα, τα φώτα είχαν χαμηλώσει, ο θίασος είχε κάνει είσοδο στην ορχήστρα και είχε ήδη καθίσει σε αραδιασμένες κυκλικά ξύλινες καρέκλες. Το κοίλο σώπασε. Η παράσταση άρχισε. Η Θεοδώρα Τζήμου πρώτη αποσχίζεται από τον κύκλο και ως κήρυκας μιλά για τον έρωτα, το αδικαίωτο ερωτικό ένστικτο, την εκδίκηση, την αδικία εναντίον της ετερότητας, τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και μας προϊδεάζει για τη συνέχεια. Ο μύθος γνωστός και πολυταξιδεμένος. Μέσα από θιάσους και υπογραφές. Τούτη τη φορά το «ταξίδι» το υπογράφει η Μαριάννα Κάλμπαρη και είναι παραγωγή του θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων. Το έργο Η Μήδεια ήταν κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, εγγονή του Ήλιου και ανιψιά της μάγισσας Κίρκης. Ο Ιάσονας συνάντησε τη Μήδεια στη διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας και χωρίς τη βοήθειά της δεν θα είχε σταθεί δυνατό να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Η Μήδεια για να τον ακολουθήσει και να τον βοηθήσει να ξεφύγει με το λάφυρο του, όχι μόνο πρόδωσε και εγκατέλειψε τον πατέρα της αλλά πήρε και ως όμηρο τον αδελφό της Άψυρτο, τον οποίο δε δίστασε να σκοτώσει για να καθυστερήσει τον βασιλιά ο οποίος σταματούσε και μάζευε τα κομμάτια του νεκρού κορμιού του γιου του που άφηνε πίσω της. Η Μήδεια και ο Ιάσων τελικά πηγαίνουν να ζήσουν στην Κόρινθο και όλα αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κρέοντας, ο βασιλιάς της Κορίνθου, αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του Γλαύκη με τον Ιάσονα. Καθώς η οργή της Μήδειας αρχίζει να εκδηλώνεται, ο Κρέοντας την εξορίζει από την Κόρινθο, εκείνη όμως κατορθώνει να εξασφαλίσει προθεσμία μίας ημέρας. Η Μήδεια ξεκινά την εκδίκησή της απέναντι στον Ιάσονα αφανίζοντας την αντίζηλο και τον πατέρα της . Έπειτα, σκοτώνει τα παιδιά της πραγματοποιώντας τις εκδικητικές απειλές της . Στο τέλος, επιβιβάζεται σε ιπτάμενο άρμα -δώρο του προπάππου της Ήλιου και κατευθύνεται προς την Αθήνα όπου θα την υποδεχτεί ο βασιλιάς Αιγέας. Η μετάφραση του έργου από τον Γιώργο Χειμωνά ευτύχησε να ακουστεί αρκετές φορές σε αρχαία θέατρα κι ενώ ο Χειμωνάς φημιζόταν για τις «αυθαιρεσίες» του στις μεταφράσεις των αρχαίων τραγικών και του Σαίξπηρ, η σκηνοθέτις επέλεξε αυτήν, για τη συγκεκριμένη παράσταση. Καλά έκαμε, εφόσον ανεξαρτήτως της πιστότητάς του έναντι του αρχαίου κειμένου, το έργο του Χειμωνά έχει αφεαυτού του λογοτεχνική αξία. Άμεσο και ποιητικό ταυτόχρονα, διαβάζεται σαν θεατρικό αλλά και σαν Ποίηση και κάνει το έργο του Ευριπίδη να μοιάζει σαν να γράφτηκε χτες. Η Μήδεια δεν εμφανίζεται μέσα από τον μύθο μόνο σαν ένα άτομο σκληρό και άτεγκτο. Ο Ευριπίδης, σύμφωνα πάντα με τις αποφάνσεις του Αριστοτέλη στην Ποιητική, εστιάζει στον τόπο και στον χρόνο του δράματος, ξεκόβοντας τη φιγούρα της Μήδειας από το μυθολογικό πλαίσιο. Η Μήδεια του Ευριπίδη είναι μια γυναίκα που ενεργεί υποκινούμενη αποκλειστικά από έρωτα, από τον έρωτά της προς τον Ιάσονα. Σε αντίθεση με τη φιγούρα της Μήδειας, που είναι εκτενώς και αριστοτεχνικά σχεδιασμένη, ο Ιάσων εμφανίζεται αναμφίβολα αλαζονικός, όταν τον βλέπουμε να λέει στη Μήδεια πως εκείνη θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί, γιατί την πήρε από τον βαρβαρικό τόπο όπου ανήκε και την έφερε στον πολιτισμό. Αν πούμε πως η Μήδεια, τη στιγμή που σκοτώνει τα αγαπημένα της παιδιά αποκλειστικά και μόνο για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, δρα ενεργώντας σύμφωνα με τα προστάγματα του σκοτεινού κομματιού της ψυχής της, εξαντλούμε άραγε το ερώτημα του πώς κατέστη δυνατή μια τέτοια φρικτή και εξωανθρώπινη πράξη; Η πραγματικότητα της τρέλας ανέκαθεν υπήρξε για τον άνθρωπο μια συνθήκη που τον σαστίζει, μια πραγματικά «οριακή κατάσταση». Η κατάσταση της ψύχωσης -της σχιζοφρένειας, στις ακραίες της μορφές, όπως την κωδικοποιεί η σύγχρονη Ψυχιατρική, είναι μια κατάσταση τόσο ανοίκεια σε όλους μας, όσο και οικεία, επίφοβη.Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Μετέχει της τρέλας η πράξη της Μήδειας να σκοτώσει τα παιδιά της; Το αδιαμφισβήτητο πάντως είναι πως ο έρωτας σ' αυτήν την περίπτωση «ξεκλειδώνει» την πόρτα για την Άβυσσο, κινητοποιεί και αποκωδικοποιεί υπέρτερες σκοτεινές πραγματικότητες. Ή μήπως πάρα πολύ ανθρώπινες; Η Μήδεια έχοντας περάσει μέσα από όλα τα επίπεδα του τραγικού όσο και από όλα τα στάδια του «ανθρωπίνως ανεκτού», εμφανίζεται, μετά τον φόνο, στον Ιάσονα πάνω σ' ένα άρμα με ιπτάμενα άλογα -δώρο τούτο του προπάππου της Ήλιου- έχοντας αποσπαστεί για πάντα από τον χώρο των ανθρώπων, δαίμονας μεταξύ των δαιμόνων, αιώνιο σύμβολο της μέχρι θανάτου ερωτευμένης γυναίκας. Η παράσταση. Σαφώς ενδιαφέρουσα η πρόταση της κ. Κάλμπαρη αλλά όχι ξεχωριστή. Όχι από εκείνες που οι θεατές θα κρατήσουν στη μνήμη τους. Καταρχάς, ο χορός εξουδετερώθηκε και στην τραγωδία ο χορός είναι πρωταγωνιστής. Εδώ πέρασε στο περιθώριο, σχεδόν εξαφανίσθηκε. Με το σκηνικό στη μέση της ορχήστρας να κυριαρχεί, οι χορογραφίες αποκλείστηκαν αυτομάτως και η δομή της τραγωδίας, πρόλογος-πάροδος-επεισόδιο-στάσιμο-έξοδος, αναμορφώθηκε κατά τρόπο δυσνόητο. Το επεισόδιο-τραγούδι του χορού έγινε ήχος από τύμπανο, οι μουσικοί επί σκηνής εξυπηρέτησαν κάποια σημεία ως προς την ατμόσφαιρα που απαιτούσε το κείμενο. Στην πάροδο, η βασική θεματολογία του έργου πέρασε από τα κεντρικά πρόσωπα, ενώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κατοχύρωση χαρακτήρα χορού, εφόσον «χορός» δε λογίζονται μερικές σκόρπιες φιγούρες που σέρνονταν καταγής ή έτρεχαν γύρω-γύρω από το σκηνικό, το οποίο θα μπορούσε κανείς να το ονοματίσει βωμό στη θεά Εκάτη, που λάτρευε η Μήδεια ή πόλη της Κορίνθου ή παλάτι βασιλικό ή νυφική παστάδα, διότι ένα κρεβάτι συμβολίζει το οτιδήποτε, κυριαρχόντας στο κέντρο . Από το πιο απλοϊκό «όλα για ένα κρεβάτι γίνονται», έως το κάπως πιο πολυσύνθετο «μια κονίστρα αγώνα μεταξύ αρσενικού -θηλυκού που το ένα προσπαθεί να ρημάξει το άλλο διά μέσου του λόγου». Το στάσιμο ήταν ένα συνονθύλευμα κινήσεων, «ρομαντικοτράγουδων», ίσως και σκόρπιων στοχασμών, με τους οποίους ο Χειμωνάς διάνθισε το κείμενο. Η φιλοσοφική και διδακτική αξία της τραγωδίας , ωστόσο, εμφανώς διαπέρασε τους θεατές και το εξέλαβα από τις αντιδράσεις τους. Σημαντική, βεβαίως, η συμμετοχή της ερμηνείας της κεντρικής ηρωίδας σ’ αυτό. Τέλος, η καταληκτική σκηνή στην έξοδο ήταν εξαιρετική. Συνδύασε ευφάνταστα το διαλογικό με το λυρικό στοιχείο. Η Μαρία Ναυπλιώτου, ως Μήδεια, έπαιξε θαυμάσια την προδομένη γυναίκα, το ερωτοχτυπημένο μα αδικημένο και αλαφιασμένο θηλυκό, την τραγική μάνα αλλά και την σκληρή κι εκδικητική «λέαινα». Δικαίως συγκίνησε το κοινό. Περιέργως πώς, η σκηνοθέτις, ενώ θέλησε να δώσει σύγχρονο περιτύλιγμα στο πόνημά της είτε με την ασταμάτητη τρεχάλα ηθοποιιών είτε με τους ζωντανούς ήχους από μουσικά όργανα ή με τους χαμηλούς φωτισμούς σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, μια όντως ενδιαφέρουσα άποψη για τη σκοτεινή θεματολογία του έργου του Ευριπίδη, έχωσε κι ένα στατικό μικρόφωνο- μόδα στο βάθος να υπάρχει και να υπερτονίζει με στόμφο φράσεις πού και πού, άφησε τους ηθοποιούς να ερμηνεύσουν τους ρόλους με κλασικίζοντα τρόπο. Έτσι, απολαύσαμε καθαρό τραγικό λόγο από τη Μήδεια-Ναυπλιώτου, τη Γλαύκη- Θεοδώρα Τζήμου, τον Αιγέα- Γεράσιμο Γενατά, τον Κρέοντα- Αλέξανδρο Μυλωνά αλλά ο Ιάσων του βραβευμένου Χάρη Φραγκούλη υπολειπόταν κατά πολύ από τις ερμηνείες των έμπειρων συναδέλφων του. Άπειρος στην αρχαία τραγωδία, προσπάθησε να εναρμονιστεί με το σύνολο, μα δεν τα κατάφερε. Τα κοστούμια, απροσδιόριστα, με μια αισθητική σύγχρονη αλλά και με στοιχεία εποχής, φέρουν μια άποψη που δεν ισορρόπησε πουθενά χρονικά, αλλά και δεν ενόχλησε. Η μουσική, ενδιαφέρουσα από τον σπουδαίο Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, ενώ τα αποσπάσματα από συγγραφείς αρχαιοελληνικής γραμματείας που ακούστηκαν, πιθανώς να ανέβασαν τον πήχη ανάμεσα σε φιλολογικούς κύκλους. Στην πρόταση της κ. Καλμπαρη βρήκα ευφάνταστο εύρημα την «άλλη» Μήδεια, τη γυναίκα που χαρακτηρίστηκε στο πρόγραμμα ως «βάρβαρη» και που ερμήνευσε συγκλονιστικά η Αλεξάνδρα Καζάζου. Ιδίως στις σκηνές που νουθετούσε τη Μήδεια – ηρωίδα, το αποτέλεσμα ήταν εξόχως εντυπωσιακό και πιστοποίησε του λόγου του Χειμωνά «δυο φορές βάρβαρη η Μήδεια», το αληθές. Δεκαπέντε ηθοποιοί και τέσσερις μουσικοί ζωντάνεψαν επί σκηνής, σύμφωνα με το όραμα της κ. Κάλμπαρη, το μεγαλύτερο και αγριότερο παραμύθι που επινοήθηκε ποτέ για τον έρωτα. Μέσα από τα υλικά του ονείρου φανερώθηκε η βαθιά λαχτάρα του ανθρώπου να ενωθεί με το άλλο του μισό. Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Πρωταγωνιστούν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης και αλφαβητικά οι Γεράσιμος Γεννατάς, Μαριάννα Κάλμπαρη, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σύρμω Κεκέ, Ιωάννα Μαυρέα, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Θεοδώρα Τζήμου. Συμμετέχουν: Λήδα Κουτσοδασκάλου, Βασιλίνα Κατερίνη, Μάριος Κρητικόπουλος, Ευθύμης Χαλκίδης, Αλέξανδρος Σκουρλέτης. Μουσικοί επί σκηνής: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος (κιθάρα), Κλέων Αντωνίου (ηλεκτρική κιθάρα), Βάϊος Πράπας (μπάσο – κρουστά), Κωνσταντίνος Ευστρατίου (μεταλλόφωνο). * Στην παράσταση παρουσιάζονται κείμενα από τους παρακάτω συγγραφείς της αρχαιοελληνικής γραμματείας: Πλάτωνας (Ο λόγος του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο), Θεόκριτος (μτφ. Ιωάννης Πολέμης), Σαπφώ, Αρτεμίδωρος, Μνησίλοχος, Πλούταρχος, Μακηδόνιος Ύπατος σε μετάφραση – απόδοση Μαριάννας Κάλμπαρη και Έλενας Τριανταφυλλοπούλου. |