Σχετικά άρθρα
ΜΗΔΕΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Τρίτη, 27 Ιούλιος 2021 09:53 |
Μήδεια του Μποστ Από το 1987, συνέχεια λέγανε ο Θανάσης Παπαγεωργίου και η Λήδα Πρωτοψάλτη στον Μποστ: "γράψε κάτι καινούργιο Μέντη" κι εκείνος ζητούσε να του δώσουνε θέματα και ιδέες. Το ένα το εύρισκε ανούσιο, το άλλο χιλιοειπωμένο, το τρίτο δεν του φαινότανε αστείο. Μέχρι που έπεσε η ιδέα για μια τραγωδία. Έτσι απλά του είπανε: πάρε το θέμα σου από μια τραγωδία. Ήτανε και η περίοδος που στην Επίδαυρο ο κάθε "ημέτερος" κακοποιούσε με πάθος τα ιερά και όσια κείμενα, μια συνήθεια που ευδοκιμεί ιδιαίτερα στο ελληνικό θέατρο. Αλλά απ' όσες τραγωδίες του προτείνανε, καμιά δεν του έκανε εκείνο το γνωστό "κλικ" που θα τον ερέθιζε. Μέχρι που έπεσε η ιδέα της Μήδειας του Ευριπίδη. "Αυτή μάλιστα, έχει και φόνους", είπε μ' εκείνο το πονηρό και πολλά υποσχόμενο μισοχαμόγελό του. Και στο μυαλό του γεννήθηκε η "Μήδεια". Ο Μποστ πήρε την τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη και την ξαναγέννησε όπως ήθελε αυτός. Και από ό,τι φαίνεται, όλο αυτό πρέπει να το έκανε με τρελό κέφι. Η παλιά Μήδεια, μπορεί να έφτυσε αίμα στα χέρια του, αλλά βγήκε ολοκαίνουργια, κεφάτη, σέξι, ποπ και κυρίως εκρηκτική και απροσδόκητη, από το ευφάνταστο extreme makeover που της επεφύλαξε!
Απ’ το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1993 στο θέατρο «ΣΤΟΑ», το χιούμορ του Μποστ, ο οποίος ήθελε «οι θεατές περισσότερο να χαμογελάνε και λιγότερο να χαχανίζουν», πέτυχε τον στόχο του και δημιούργησε μια μοναδική σάτιρα, βασισμένη στις πιο τραγικές ιστορίες της αρχαίας δραματουργίας. Με την μοναδικότητα της γραφής του, μετέτρεψε την τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη σε μια -μέχρι δακρύων από τα γέλια- κωμικοτραγική φιγούρα και παράλληλα, με αριστοφανικές μεταφορές και συνεχείς παρερμηνείες, καυτηρίασε τη νεοελληνική πραγματικότητα. Όπως ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς» Υπόθεση: Όπως και στη Φαύστα του, έτσι και εδώ ο Μποστ, μας δίνει την υπόθεση του έργου δια μέσου του Προλόγου, ο οποίος εκφέρεται από την Τροφό: «Είμαι τροφός των δυο παιδιών, του Ιάσων και της Μήδειας, και ηλικίας και των δυο απάνω - κάτω ίδιας. Στα δεκατρία δηλαδή, είναι το ένα το παιδί και όσο για το άλλο, γύρω στα δεκατέσσερα και όχι πιο μεγάλο. Δουλειά μου είναι το πρωί, στον ήλιο να τα βγάζω, κι’ όταν βραδιάζει αρκετά στο σπίτι να τα βάζω. Σε μία κρίση έρωτος η άσπλαχνη μητέρα θέλων να δώση μάθημα στον άπιστο πατέρα, σφάζει τα δύο της παιδιά λόγω ζηλοφθονίας προβαίνων εις την διάπραξιν φρικτής δολοφονίας. Πράγμα φρικτόν ο έρωτας. Τον άνθρωπο τρελαίνει και μαρασμόν μάς προκαλεί και ο θνητός πεθαίνει.» Έπειτα, συνεχίζοντας η Τροφός απαγγέλλει ένα ηθικό δίδαγμα, αναφορικά με τον Έρωτα και τα δεινά που προκαλεί σε θνητούς, νέους και γέρους. O Μποστ κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος, ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Η ανορθόδοξη χρήση της γλώσσας και τα σκοπίμως ανορθόγραφα κείμενά του είχαν στόχο να αποδομήσουν την καθαρεύουσα και να καθιερώσουν τη δημοτική γλώσσα. Η σάτιρα του Μποστ έβαζε στο στόχαστρό της τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο συγγραφέας Ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου του Κλεόβουλου και της Ουρανίας (γνωστός ως Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 η οικογένειά του κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και το 1926 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τις ξένες γλώσσες και τη ζωγραφική. Το παρατσούκλι Μέντης τον συνόδευε από τα γυμνασιακά του χρόνια. Το 1939 έδωσε εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, σταμάτησε όμως να παρακολουθεί μαθήματα έξι μήνες αργότερα, καθώς ήθελε να ακολουθήσει προσωπικό δρόμο. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε ως εικονογράφος, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με την έκδοση του βιβλίου “Ο Άγιος Φανούριος”. Θέμα για δούλεμα. Βοήθημα διά την κατανόησιν των κινέζων κλασικών του 20ου αιώνος, ήτοι των συγγραφέων Γκά-τσου και Βου-σβου-νι, με εμφανή ήδη στοιχεία, τις επιρροές που δέχτηκε από το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού αλλά και του ιδιότυπου σατιρικού λόγου του. Το 1948 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε δύο γιους. Πέθανε στην Αθήνα. Πολύπλευρη και ανήσυχη προσωπικότητα, ο Μποστ ασχολήθηκε τόσο με τις εικαστικές τέχνες όσο και με την τέχνη του λόγου. Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με τη δουλειά του, από τα οποία σημειώνουμε ενδεικτικά την ιδιαίτερα επιτυχημένη έκδοση Σκίτσα του Μποστ με πρόλογο του Ηλία Πετρόπουλου (1959). Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση Όμορφη Πόλη που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962. Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο Δον Κιχώτης (1961). Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη (1964). Ο θεατρικός λόγος του Μποστ εκφράζει την αγωνία του για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη δίοδο της ευφυούς σάτιρας και αποτελεί καρπό δημιουργικής αφομοίωσης των διαβασμάτων του συγγραφέα αλλά και της λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Έγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε για χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική του δράση στο χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας. (Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μέντη Μποσταντζόγλου βλ. Πεφάνης Γιώργος Π., «Χρονολόγιο Χρύσανθου (Μποστ) Βοσταντζόγλου», στο πρόγραμμα της παράστασης της Φαύστας από τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, θεατρική περίοδος 1996-1997). Η παράσταση Η εκδοχή που παρουσιάζει ο Νικορέστης Χανιωτάκης περιέχει αρκετά στοιχεία που μετατρέπουν το αρχικό κείμενο σε μια ακόμα πιο ξέφρενη κωμωδία, που εξακολουθεί να στηρίζεται στο μοναδικό σπινθηροβόλο πνεύμα του συγγραφέα με προσθήκες όμως κι άλλων στοιχείων εμπνευσμένων από την τραγωδία και από την σύγχρονή μας πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα. Είναι, όμως, τόσες πολλές αυτές οι προσθήκες κι οι παρεμβάσεις, ώστε θα τη χαρακτήριζε κανείς άνετα, έμμετρη σύγχρονη επιθεώρηση με όλες τις απαραίτητες σάλτσες από «γαμοσταυρίδια» και άλλα τραγανιστά εδέσματα, που αρέσκονται να καταναλώνουν οι θεατές και να ξεσπούν σε ακράτητα γέλια. Αναφορές στα πρόσφατα σκάνδαλα αλλά και σε άλλα θέματα της εποχής μας (εμβόλια AstraZeneca, γερά καρφιά στην κυβέρνηση, ιδίως στην υπουργό Μενδώνη, κλπ), προσαρμόζονται στην κωμωδία του Μπόστ και μεταφέρουν τη σάτιρά του στο σήμερα, για να αποδείξουν, ας πούμε, την διαχρονικότητα του έργου του. Πρόκειται για μια, σίγουρα, ευφρόσυνη παράσταση, όπου το πνευματώδες, πανούργο έργο του Μποστ, πλήρες σκανδαλώδους χιούμορ και ευφάνταστων δεκαπεντασύλλαβων στίχων προκαλεί αβίαστα, γέλιο. Ενώ στο κείμενο καυτηριάζεται η υποκρισία της κοινωνίας και των παραδοσιακών θεσμών, παράλληλα δικαιολογείται η παιδοκτονία της Μήδειας και δίνεται η ευκαιρία στον τυφλό Οιδίποδα να δείξει στο κοινό την κοινωνική και ταξική του πτώση. Με αδιάκοπη ειρωνεία τονίζεται η «εντιμότητα» και η «ηθική ανωτερότητα» των Ελλήνων έναντι άλλων λαών, ενώ κορυφαία σκηνή της παράστασης είναι η συνάντηση και ο διάλογος της ίδιας της Μήδειας με τον συγγραφέα της ομώνυμης τραγωδίας, Ευριπίδη. Ο ευφυής Μποστ σκαρφίζεται μια ευρηματική συνομιλία μεταξύ τους για να δώσει δήθεν στο κοινό πληροφορίες, για το πως ο μεγάλος τραγωδός αποφάσισε να κάνει τη βασική του ηρωίδα φόνισσα των παιδιών της, ενώ η Μήδεια χωρίς να το καλοκαταλαβαίνει του δίνει ιδέες για να προχωρήσει την υπόθεση του έργου του! Καθηλωτικός ο πρωταγωνιστής Μάκης Παπαδημητρίου στον ρόλο της Μήδειας, ο οποίος ισορροπεί ολόκληρη την παράσταση με την τεχνική του ικανότητα. Ο ταλαντούχος κωμικός, αποδίδει με αρτιότητα τον δεκαπεντασύλλαβο ρυθμό και ερμηνεύει με άνεση και, κάποιες φορές, με υπερβάλλοντα ζήλο τον ξεκαρδιστικό χαρακτήρα. Απόδειξη, πως έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε ό,τι του ζητηθεί με ευκολία, αλλά και με πολλή δουλειά. Ενσαρκώνει σπαρταριστά τη Μήδεια, ως σύγχρονη Ελληνίδα μάνα που, απηυδισμένη, αποφασίζει να σκοτώσει τα «παραστρατημένα» παιδιά της. Ο καλός ηθοποιός Γεράσιμος Σκαφίδας, με τα πρόσθετα μεγάλα οπίσθια και στήθη φέρνει στο προσκήνιο σκηνικές εικόνες από τον Αριστοφάνη αλλά και στοιχεία στην υπερβολή τους, από την δημοφιλή «MRS. DOUBTFIRE». Μεταμορφώνεται σε Τροφό που συμμερίζεται τα άγχη μιας μητέρας, είναι πιστή στην Κυρία της και δίνει πάντα λύσεις σε ό,τι αφορά στα παιδιά. Ο έμπειρος Γιάννης Καλατζόπουλος δωρίζει το ταλέντο του στους θεατές, προξενώντας αυθόρμητα γέλια ως Οιδίποδας, ενώ ο Γιάννης Δρακόπουλος δίνει σάρκα και οστά στον Ευριπίδη, τον γεμάτο αβεβαιότητα για τη συγγραφική του πορεία. Η Αντιγόνη της Άννας Φιλιππάκη μιλάει με κωμικότατο στόμφο και θρήνο αρχαίου δράματος, για την κατάντια του πατέρα της και τη δική της. Η Άννα Κλάδη, ερμηνεύει με αξιοπρέπεια τους ρόλους του εξάγγελου και του ψαρά, που τα οικονομικά του δεν του επιτρέπουν να ανοίξει μαγαζί και τριγυρίζει διαλαλώντας την πραμάτεια του. Τέλος, η Μαρία Διακοπαναγιώτου σκορπά γενναιόδωρα το γέλιο, ως καλόγρια Πόλυ, γκροτέσκα φιγούρα από μόνη της και, σαφέστατα, δεινό υποκριτικό ταλέντο. Να σημειώσω ότι όλοι είναι καλλίφωνοι και αποδίδουν πολυφωνικά τα χορικά που πρόσθεσε ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με τον ευφυή συνθέτη και εξαιρετικό πιανίστα Γιάννη Μαθέ. Μάλιστα, η έναρξη της παράστασης με το δάνειο από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, προϊδεάζει θετικά για την αξιόλογη περαιτέρω δουλειά του συνθέτη. Τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου ιδιαιτέρως έξυπνα, ενδεικτικά των διαφορετικών εποχών τις οποίες διένυσε και συνεχίζει να διανύει η Ελλάδα, έχουν σκελετό παραδοσιακών φορεσιών αλλά με πολλά σύγχρονα στοιχεία. Ξεχωρίζει ο δούλος που θα συνομιλήσει με τον Οιδίποδα και στο τέλος θα περιγράψει τον φόνο που έγινε μέσα στο παλάτι από την παιδοκτόνο Μήδεια, ο οποίος είναι ντυμένος σαν σύγχρονος μπάτλερ με γκρι κοστούμι και άσπρα γάντια. Επίσης, πρωτότυπη είναι και η εμφάνιση της Μήδειας στον θρόνο της, με μαύρο κοντό νυχτικό, μαύρες γυναικείες κάλτσες, φιλέ στο κεφάλι, πασούμια – παντόφλες, μια λευκή ρόμπα και μια μαύρη βεντάλια. Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα στο πατάρι του Φρουρίου Καβάλας, εντελώς αφαιρετικό. Πέραν της πολυθρόνας σε σχήμα μυδιού και των κελυφών των μυδιών, τοποθετημένων κυκλικά, υπάρχει μόνο ένα σταντ με ρούχα. Η πρωτότυπη μουσική φέρει την υπογραφή της ταλαντούχας Monika, ενώ η μουσική διδασκαλία των ηθοποιών, η προσαρμογή των παλαιότερων μελωδιών και η εκτέλεση των μουσικών θεμάτων ζωντανά επί σκηνής, έγιναν από τον Γιάννη Μαθέ. Την κινησιολογία των ηθοποιών επιμελήθηκε η Ειρήνη-Ερωφίλη Κλέπκου. Η «Μήδεια» του Μποστ, συν τις κάμποσες προσθήκες, σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, είναι μια διασκεδαστική παράσταση, μια σύγχρονη επιθεώρηση, χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις και μεγαλοστομίες που ικανοποίησε το κοινό και προκάλεσε άφθονα γέλια. Αυτήν την «Μήδεια» την έχουν ήδη παρακολουθήσει χιλιάδες θεατές και η Καβάλα δεν είναι σίγουρα, ο τελευταίος της σταθμός. Διασκευή - Απόδοση στίχων – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης |