Σχετικά άρθρα
Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Τετάρτη, 17 Νοέμβριος 2021 13:51 |
Ο Πουπουλένιος του Μάρτιν ΜακΝτόνα
Η δραματουργία Το πολυδιάστατο έργο του πολυβραβευμένου συγγραφέα, είναι ουσιαστικά ένα μηρυκαστικό και αυτο-ανακλαστικό κομμάτι, αλλά κι ένας ευρύτερος διαλογισμός για την ηθική ευθύνη των κειμενογράφων και των φαντασιών τους. Το 2003, σε μια εποχή που το θέατρο στην Αγγλία ήταν πιο δεκτικό σε ελευθεριάζοντα συγγραφικά επιχειρήματα, πολλά ακροατήρια είδαν τον «Πουπουλένιο», ως υπεράσπιση της γενετικής έφεσης μυθοπλασίας και του δικαιώματος των συγγραφέων να εξερευνήσουν τη σκοτεινή πλευρά τής δημιουργικής τους συνείδησης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τι δύναται να «γεννήσει» το κοινό που θα βυθιστεί εκούσια στην ανάγνωση. Τα πάντα διαδραματίζονται στα κρατητήρια αστυνομίας ενός κράτους που δεν ονοματίζεται αλλά φαίνεται να υφίσταται καθεστώς ολοκληρωτικό. Κεντρικός ήρωας είναι ο Κατούριαν, ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου, ο οποίος συλλαμβάνεται ως ύποπτος για την αποτρόπαια δολοφονία τριών μικρών παιδιών, καθώς τα θύματα βρήκαν τον ίδιο βασανιστικό θάνατο με εκείνον που περιγράφει στις μυθοπλασίες του: το ένα υποχρεώθηκε να καταπιεί μήλα παραγεμισμένα με ξυράφια, το άλλο ακρωτηριάστηκε με μπαλτά και το τρίτο σταυρώθηκε και θάφτηκε ζωντανό. Κάθε χαρακτήρας του έργου είναι ένα είδος αφηγητή. Οι αφηγήσεις κυμαίνονται από τα φρικτά παραμύθια του Κατουριάν ή τις βιαιότητες που ασκούν οι αστυνομικοί, από την βασανιστική ανάκριση, έως την απροσδόκητη ομολογία του ένστολου Άριελ για μια βαθιά τραυματική παιδική ηλικία. Αναζητήσατε τον δολοφόνο στην πλοκή του έργου; Σημειώστε ότι τα φαινόμενα απατούν κι ότι δεν υπάρχει λογική εξήγηση για το «γιατί» και το «διότι». Άραγε, ο στυγερός δολοφόνος είναι ο διανοητικά καθυστερημένος αδερφός του Κατούριαν, ο Μίσαλ ή μήπως όχι; Το πραγματικό θέμα του McDonagh στο κείμενό του, δεν είναι το φρικτό έγκλημα και η άδικη τιμωρία, παρόλο που αυτό θα εισπράξουν πολλοί θεατές, ως το «δια ταύτα» της υπόθεσης. Θαρρώ, πως το έργο δείχνει πρωτίστως τη συναρπαστική αφηγηματική δυναμική του ίδιου του θεάτρου. Εδώ, η σκηνοθεσία δεν κηρύσσει τη δύναμη των ιστοριών για να εξαργυρώσει ή να καθαρίσει ή να βρει έναν πυρήνα στερεής αλήθειας που κρύβεται ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις της ζωής, δεν ανυψώνει τον αφηγητή ως ανώτερο ον, αλλά στιγματίζει έναν διανοούμενο συγγραφέα ως ωμό άνθρωπο που μηχανεύεται τρόπους, μέσω φαντασιώσεων, να ενεργοποιήσει έναν νοσηρό εσωτερικό κόσμο και να φέρει στην επιφάνεια ένστικτα πρωταρχικά, ενεργητικά, αρχέγονα, αναγκαία, όπως το φαγητό κι η σαρκική επαφή. Ένας ακαδημαϊκός, θα μπορούσε να συμμαζέψει σ’ ένα αναλυτικό συμπέρασμα τις αφηγηματικές πολυπλοκότητες και τις λογοτεχνικές εξελίξεις αυτού του έργου (περιλαμβάνουν κυρίως τον Κάφκα και τον Ντοστογιέφσκι), όπως κι ένας κοινωνιολόγος ή ψυχολόγος θα μπορούσε να επεκταθεί στις πηγές, στα αποτελέσματα της μυθοπλασίας και στην ηθική ευθύνη του συγγραφέα. Το πιθανότερο, ο ΜακΝτόνα, να θέλησε να «κοροϊδέψει» μια τέτοια εκδοχή και, απλώς, να ευχαριστήθηκε αυτό το παζλ των σκοτεινών και περίπλοκων γεγονότων που περιγράφει, χωρίς να νοιάζεται για κάποια τελική λύση. Μάρτιν ΜακΝτόνα Γεννημένος στα 1970, ο ιρλανδικής καταγωγής θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα, συγκαταλέγεται στα ταλέντα της Μεγάλης Βρετανίας κι όχι άδικα. Κατέχει τέσσερα βραβεία Tony, ένα Oscar για την μικρού μήκους ταινία «Six shooter» που προηγήθηκε της μεγάλου μήκους «In Bruges», μια οσκαρική υποψηφιότητα πρωτότυπου σεναρίου για την ταινία «Τρείς πινακίδες έξω απ’ το Έμπινγκ στο Μιζούρι», ενώ για τη φημισμένη ταινία «Επτά ψυχοπαθείς» κέρδισε βραβείο σεναρίου Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο κοινού Φεστιβάλ Τορόντο και τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α’ γυναικείου και β’ ανδρικού ρόλου. Το σκοτεινό «Pillowman» κέρδισε το βραβείο Olivier το 2004, ως το καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς, το βραβείο Drama Desk Award, απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης και βραβεία Tony κι έχει μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες. Το έργο προήλθε εν μέρει από την εμπειρία του McDonagh στη σύνθεση παραμυθιών, με ονόματα όπως The Chair and the Wolfboy, The Short Fellow and the Strange Frog, και The Violin and the Drunken Angel, στις αρχές της συγγραφικής του καριέρας. Προσπαθώντας να ξαναγράψει παραμύθια, όπως εκείνα της παιδικής του ηλικίας, συνειδητοποίησε ότι υπάρχει κάτι σκοτεινό σ’ αυτά, που δεν μπορούσε να το προσπεράσει. Η παράσταση Η εξαιρετικά δουλεμένη και με εικαστικό ενδιαφέρον παράσταση, σε σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια της Μαρίας Ανδρέου, μιλάει για φόβους των ανθρώπων που, λανθασμένα, πιστεύουν πως τους αφήνουν πίσω τους, όταν σβήνουν τα φώτα της νύχτας. Μάλιστα, σοκάρει απρόσμενα μια σκηνή στην πρώτη πράξη, όλους όσοι μείναμε «σημαδεμένοι» από κείνα τα συγκλονιστικά λεπτά του ντους στο Χιτσκοκικό “Ψυχώ”, πριν από έξι δεκαετίες, όταν ο εξαιρετικός Κατουριάν- Κατουριάν (Γιάννης Τσεμπερλίδης) σφάδαζε πάνω στο ανακριτικό τραπέζι. Εντυπωσιάζει η σκηνοθετική γραμμή, με σφιχτούς ρυθμούς και σαφή κατεύθυνση, η οποία αναδεικνύει το στοιχείο της δραματουργίας σύμφωνα με το οποίο η ερμηνεία του κάθε γεγονότος αμφιταλαντεύεται μεταξύ της αλήθειας και της ψευδαίσθησης αλλά το μαύρο χιούμορ στις ειρωνικές και σκοτεινές αποχρώσεις του κειμένου, δημιουργώντας σκηνικές εντάσεις και κρατώντας σε εγρήγορση ακόμα και τους θεατές που γνώριζαν τι επρόκειτο να δουν πριν ανεβούν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Διάλογοι σε καταιγιστικό ρυθμό, που σπάνε την εγκιβωτισμένη αφήγηση των ιστοριών του Κατούριαν, γλώσσα ανάμεικτη από φιλοσοφικές και αγοραίες λέξεις, αποχρώσεις τρυφερές και σκληρές έως φρικώδεις, μια πλοκή αστυνομική με στοιχεία θρίλερ, η μοίρα και η αγωνία του καλλιτέχνη σε πρώτο πλάνο, γονεϊκά πειράματα και στο κέντρο όλων αυτών, τα παιδιά. Οι έντονες εναλλαγές πλαστού και πραγματικού μοιάζουν με σκωτσέζικο ντους, αποπνέοντας μια σαδομαζοχιστική αίσθηση ενώ ο συσχετισμός καλού αστυνομικού – κακού αστυνομικού, θυμίζει στον θεατή που διαθέτει ανάλογες γνώσεις, μια εκδοχή τού επιθεωρητή στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Στο μινιμαλιστικό ατμοσφαιρικό σκηνικό, το βίντεο-αρτ προσδίδει τρισδιάστατη αίσθηση στη σκηνή, όπου εντυπωσιάζει το σκοτεινό δωμάτιο – κρατητήριο. Έξοχη η σκηνή των δύο αδερφών όταν καθισμένοι σε μια άκρη της σκηνής στο δάπεδο και φωτισμένοι σαν χρωματιστές κουκίδες στο σκοτάδι, σαν «αμαρτωλοί» σε καθολικό εξομολογητήριο ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Σημαντικός συντελεστής στις θεατρικές εικόνες, τις φορτισμένες συναισθηματικά και στα κάδρα εικαστικής ομορφιάς, ο φωτισμός του Στέλιου Τζολόπουλου. Εύληπτη η μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου- Παγκουρέλη, που απέφυγε τις βωμολοχίες και κράτησε ελάχιστη χυδαιότητα, αυτήν τη λεκτική που συνηθίσαμε ν’ ακούμε από τα στόματα μπάτσων αφού άλλωστε κι οι ίδιοι δεν απεκδύονται το κοροϊδευτικό «ένδυμα» του μπάτσου. Το καστ των ηθοποιών ακολουθεί τις οδηγίες της σκηνοθέτριας υπηρετώντας το ομαδικό πνεύμα με άψογο συντονισμό αλλά κι ο καθένας ξεχωριστά αναδεικνύει ευφυώς την υποκριτική δεινότητα του. Το δίδυμο Σπύρος Σαραφιανός- Γρηγόρης Παπαδόπουλος, ως αστυνομικοί, αλληλοσυμπληρώνονται στη σκηνή και επιτυγχάνουν μια ισορροπία μεταξύ παραλογισμού και απειλής, δημιουργώντας ατμόσφαιρες σχεδόν Πιντερικής υφής, ιδίως στις σκηνές που στο άσπρο δωμάτιο επικρατεί η σιωπή κι οι «κουκουλοφόροι» μπάτσοι παραβάλλονται με τα γουρούνια. Προφανώς, η μομφή «μπάτσοι- γουρούνια- δολοφόνοι» είναι οικουμενική. Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης (ως Κατούριαν) κι ο Χρίστος Στυλιανού, (ως καθυστερημένος αδερφός Μίσαλ) διαθέτουν εξαιρετικές υποκριτικές ικανότητες και είτε ερμηνεύουν μαζί είτε μόνοι τους αναδεικνύουν το δραματουργικό παιχνίδι που δεν αποσαφηνίζει ποτέ τι είναι πραγματικό και τι ψεύτικο, παρότι τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Η δεξιοτεχνική ερμηνεία όλων των ηθοποιών οι οποίοι διαθέτουν και αξιοθαύμαστη άρθρωση, ενισχύει το μαύρο – το λες και κυνικό – χιούμορ και δημιουργεί μια ισορροπία ανάμεσα στις κάπως πιο ανάλαφρες κωμικές σκηνές με τις έντονα δραματικές οι οποίες προκαλούν δέος και ψυχική αναστάτωση. Η θεατρική μεταφορά αυτής της μαύρης κωμωδίας, δεν αδικείται σε μια χαοτική σκηνή απ’ αυτές που διαθέτει ο φορέας, αλλά η δράση εκτυλίσσεται σε λιτό σκηνικό χώρο του Φουαγιέ της Ε.Μ.Σ. Εν κατακλείδι, αυτός ο «Πουπουλένιος» κατάφερε να μας αρπάξει και να μας κρατήσει μέσα στη δράση σε όλη τη διάρκεια της παράστασης η οποία έκανε πρεμιέρα 22 Οκτωβρίου και είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών. Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου- Παγκουρέλη Παίζουν: Τουπόλσκι:Σπύρος Σαραφιανός Βιντεοσκόπηση παράστασης Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος (Φουαγιέ ΕΜΣ) Παραστάσεις: Τετάρτη, Κυριακή (19.00), Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο (21.00). Γενική είσοδος: 10€ *Οι εισερχόμενοι στο χώρο πρέπει είτε να έχουν πιστοποιητικό εμβολιασμού είτε πιστοποιητικό νόσησης. |