Σχετικά άρθρα
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ - ΤΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Πέμπτη, 09 Φεβρουάριος 2023 07:55 |
Η Αυλή των θαυμάτων-Το Μιούζικαλ του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Δραματουργία Η «Αυλή των θαυμάτων», έργο αγαπημένο, πολυπαιγμένο και με ταυτότητα ελληνική, πρωτοανέβηκε το 1957 στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο πολιτιστικός οργανισμός «Λυκόφως» παρουσιάζει ένα σπουδαίο θεατρικό εγχείρημα. Ο τιμημένος με το βραβείο «Κάρολος Κουν» σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης και ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ και συνθέτης Στέφανος Κορκολής, υπογράφουν μια ιδιαίτερη εκδοχή του πιο εμβληματικού έργου του νεοελληνικού θεάτρου, της «Αυλής των θαυμάτων», σε μορφή μιούζικαλ. Μαζί τους, ένα εκλεκτό επιτελείο συνεργατών και πρωταγωνιστών. Τέλη της δεκαετίας του 1950. Σε μια αυλή λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας διασταυρώνονται τύποι μιας χαμοζωής, όπως η γριά ιδιοκτήτρια των καμαρών- δυο επί τρία, βρομόστομη αλλά μεγαλόψυχη, ένας γέρος απόκληρος της κοινωνίας, ένας θυμόσοφος «Διογένης» αραχτός στο ταρατσάκι – πιθάρι του, η γυναίκα του, ένας ονειροπόλος με την κιθάρα του, μια απόμαχη πόρνη αλλά ακόμη ωραία γυναίκα, ένα αντρόγυνο που άλλοτε χαϊδολογιέται και άλλοτε μαλλιοτραβιέται, ένας τζογαδόρος που ονειρεύεται την Αυστραλία, μια συνοικιακή καλλονή που ελπίζει να γίνει σταρ του σινεμά, ένας «μοιραίος» υδραυλικός, ένα αγόρι με έντονη θηλυπρέπεια και μερικές ξέμπαρκες λαϊκές μορφονιές ανάμεσά τους, σαν τα χορτάρια που φυτρώνουν στο χώμα και είτε μεγαλώνουν και καρπίζουν είτε μαραίνονται απότιστα κι ανήλιαγα. Ε, σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο βρίσκεις ολόκληρη την Ελλάδα.
Τούτη η υποχρεωτική συμβίωση γεννά όλες τις προβληματικές μορφές μιας μικροκοινωνίας, όπου ο καθένας μοιράζεται, θέλοντας και μη, τον προσωπικό του χώρο και τον μικρόκοσμό του. Την ίδια στιγμή,όμως, διατηρεί ζωντανή την επικοινωνία, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά, στοιχεία που, δυστυχώς, πολύ σύντομα ισοπεδώνονται με τη βίαιη άφιξη του καινούριου αστικού ρεύματος της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας. Λίγο πριν καταρρεύσει το οικοδόμημα, μια ερώτηση αναδύεται: τι βιώνουμε, τελικά, ένα μίζερο αδιέξοδο ή ένα θαύμα; Η «Αυλή των Θαυμάτων» βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, τόσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη «στρατηγική» γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν και η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι. Θα διαπιστώσουμε, λοιπόν, μια σταθερά που αφορά αποκλειστικά την εποχή εκείνη και μια εμφανή λαχτάρα του συγγραφέα να εκφράσει το σύγχρονο, έρεισμα που αποτελεί σήμερα κι ένα εφαλτήριο σε νέο σκηνοθέτη να το προσαρμόσει στα τωρινά οικονομικοπολιτικά δεδομένα. Ωστόσο, εβδομήντα χρόνια μετά, κι εφόσον ο Έλληνας πέρασε από «συμπληγάδες πέτρες», συνάντησε και «Λαιστρυγόνες» και «Κύκλωπες», κλυδωνίσθηκε ανάμεσα στην επίπλαστη ευμάρεια και την ένδεια είτε ως απειλή είτε ως βίωμα, επέστρεψε στο σημείο μηδέν. Στην έλλειψη σιγουριάς, στην τρομερή ανασφάλεια, στο αβέβαιο μέλλον. Οι αυλές έχουν εκλείψει όπως και η κοινωνικότητα του τότε, ως καλό ή αναγκαίο κακό. Έμεινε μόνο η ανάγκη της επιβίωσης με οποιονδήποτε τρόπο. Θα πρέπει, επίσης, να πούμε πως αν αντέχει το έργο στις τόσες επαναλήψεις του, το οφείλει στον ρεαλιστικό τρόπο σκιαγράφησης εποχής και χαρακτήρων και στο γεγονός ότι δε συστάθηκε ως ρομάντζο της εποχής, αλλά ως ελεγεία της χαμοζωής. Η κοινόβια αυλή συντηρεί φτωχολογιά κι αγώνα για μεροκάματο, αλλά και κομπίνα και φιλότιμο και κουτσομπολιό και καλή καρδιά και μικρότητες κι αλληλεγγύη και πείσμα για επιβίωση κι αγάπες και πάθη κι αθλιότητες. Αυτά είναι τα «θαύματα» της αυλής, αυτά τα υλικά έπλασαν τους ήρωές της. Άνθρωποι, δηλαδή, που πατάνε τη γη με τα πόδια και το κεφάλι πάνω. Η φτώχεια δεν έχει αγιοσύνη. Ο Μπρεχτ αναρωτήθηκε «πώς μπορούμε να ζητάμε απ’ τους φτωχούς να είναι καλοί σ’ έναν κακό κόσμο»;
Η παράσταση Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης της παράστασης γνώριζε πολύ καλά ότι το μουσικό θέατρο, σαν σύγχρονη φόρμα, επιδιώκει τη συνάντηση κειμένου, μουσικής, σκηνοθεσίας, δίχως να ενσωματώνει ή να τη μετατρέπει με έναν κοινό παρονομαστή, όπως η βαγκνερική όπερα και δίχως να αποστασιοποιούνται τα μεν από τα δε , όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις διδακτικές μουσικές παραστάσεις των Κουρτ Βάιλ και Μπ. Μπρέχτ. Το μουσικό θέατρο είναι ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου δοκιμάζονται και ελέγχονται όλες οι πιθανές σχέσεις ανάμεσα στα υλικά των σκηνικών και μουσικών τεχνών. Ο πολυπράγμων λοιπόν Χρήστος Σουγάρης έστησε μια «σύγχρονη» παράσταση- μιούζικαλ, την οποία έντυσε με μουσική ο σημαντικός συνθέτης Στέφανος Κορκολής, τη χορογράφησε ο έμπειρος Φωκάς Ευαγγελινός, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έγραψε το λιμπρέτο, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου την προσάρμοσε στη θεατρική της απόδοση, η Ελένη Μανωλοπούλου έδωσε γήινη υπόσταση στα σκηνικά ( διώροφη εικαστική εγκατάσταση με όλα τα δωμάτια μέσα της) και τα κοστούμια της εποχής, ενώ ο σκηνοθέτης την πλαισίωσε με χρονικά άλματα σε μεταγενέστερες δεκαετίες. Για δικούς του λόγους αφαίρεσε όλες τις συγγραφικές πινελιές τεκμηρίωσης από γεγονότα πόνου και θλίψης που έζησε η φύτρα μας, όπως ξεριζωμοί, πόλεμοι, προσφυγιά, επαναστάσεις, έτσι ώστε το έργο να μοιάζει περισσότερο με αμερικανικό μιούζικαλ, παρά μεδραματουργία του Καμπανέλλη. Ωστόσο όλες οι σκηνές έχουν την “μυρωδιά” του πρωτοτύπου μέσα από το υφος με το οποίο παρασταίνονται. Το μουσικό μοτίβο κυρίαρχο, ως μια αδιαίρετη ενότητα της πλοκής, συνιστά αφενός την αυτονομία της δράσης , αφετέρου μια λειτουργική ενότητα της αφήγησης, ένα επανερχόμενο θέμα, χάρις και στη μουσική διδασκαλία και στο μουσικό υλικό που επιμελήθηκε ο Σάββας Ρακιντζάκης. Ασφαλώς, το επιλεγμένο επιτελείο σπουδαίων ηθοποιών συνιστούν τη μορφολογία των δραματικών προσώπων. Είναι σαφής η σχηματική εικόνα των σχέσεών τους επί σκηνής, όπως και η μορφολογία – σύστημα δικτύου που συνδέει τις διάφορες δυνάμεις του δράματος: λόγος, κίνηση, μουσική, χορός, ερμηνεία, φωτισμοί, υποκριτική, τραγούδι. Ο σκηνοθέτης διατήρησε την ακεραιότητα των χαρακτήρων, άφησε τα πλάσματα της «Αυλής» στον κυκλοθυμικό συναισθηματισμό τους να ηρεμούν, να εκρήγνυνται, να βγάζουν μαχαίρι, να κλαίνε, ν’ αγκαλιάζονται, να θυμώνουν ή να υπονομεύουν τον άλλον, όχι γιατί είναι κακοί αλλά γιατί έτσι είναι οι όροι του παιχνιδιού της δικής τους ζωής. Στο όνειρο της φυγής δε, αναλώνουν τον ψυχισμό τους και την αξιοπρέπεια τους. Η παράγκα – πατρίδα κερνούσε τότε πισσόχαρτο και λαμαρίνα. Οι ρητορισμοί του «Μπάμπη» ή του «Γιάννη» περί πατρίδας κρεμάστηκαν στην μπουλντόζα της «αξιοποίησης» του οικοπέδου κι ο εκσκαφέας τούς άδειασε μαζί με τα μπάζα κάπου αλλού. Οι παραλληλισμοί με το σήμερα αναπόφευκτοι.
Πολλοί από τους θεατές θα θέλαμε μερικά βήματα μπροστά, αλλά ο σκηνοθέτης το θεώρησε άπρεπο, μάλλον, ίσως γιατί το έργο μοιάζει από μόνο του σύγχρονο, επειδή όσα δεινά περνούσε τότε η χώρα, δυστυχώς, τα περνάει και σήμερα. Ωστόσο, παρά τα αμήχανα σημεία, η εξαίσια μουσική του Στέφανου Κορκολή και η ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη, αποζημιώνουν τον θεατή. Πιστεύω, πως εάν η πρόζα είχε σκηνοθετικά τον όγκο που έπρεπε και αν η ανάπτυξη κάποιων βασικών ηρώων γινόταν στο σωστό μέτρο, τότε η παράσταση θα ερευνούσε πιο βαθιά το υπαρξιακό αδιέξοδο της διττότητας του Έλληνα που, ναι μεν αγνοεί κάθε μέτρο, αλλά εξακολουθεί να ονειρεύεται και να κυνηγά μια άπιαστη, υποτυπώδη ευτυχία στα ασφυκτικά πλαίσια που του επιβάλλει η περιορισμένη υλική του κατάσταση στον εκάστοτε χωροχρόνο. Αυτή η ασφυξία, δυστυχώς, δεν φτάνει στην πλατεία. Μάλιστα, κάποιες σκηνές είναι δυνατές με προσωπικό ερμηνευτικό στίγμα, κάποιες είναι χλιαρές, θαρρείς σαν σε μελόδραμα. Το αποτέλεσμα είναι οπτικά όμορφο, όμως η πλατεία δεν πάλλεται συναισθηματικά, εφόσον η διεκπεραίωση μερικών σκηνών εμποδίζει τη ροή, αλλά και η αναπόφευκτη δοκιμασία από ένα μεγάλης χρονικής διάρκειας έργο, δεν είναι υποστηρικτής της σύλληψης και απόδοσης ενός τόσο φιλόδοξου εγχειρήματος. Μεγάλο πρόβλημα η κακή ηχοληψία, αδικεί τους ηθοποιούς που ιδρώνουν στη σκηνή για ένα σωστό αποτέλεσμα, όμως υπάρχουν στιγμές που δεν αντιλαμβάνεται ο θεατής τα λόγια. Την κατάσταση σώζουν οι υπέρτιτλοι. Ευτυχώς! Η παράσταση απογειώνεται στο μουσικό της μέρος είτε ο χαρακτήρας ερμηνεύει σόλο είτε το τραγούδι αποδίδεται πολυφωνικά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ζωγραφίζουν την εποχή της συγκεκριμένης δεκαετίας με σύγχρονα στίγματα δώθε κείθε, όπως η σημαία του ΠΑΣΟΚ απλωμένη σε κάγκελο, σαν δημόσια υποστηρικτική έκφραση οπαδού. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εντυπωσιακοί, δίνουν εικαστικό ενδιαφέρον στη σκηνή και οι χορογραφίες εξυπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα, αλλά δε λειτουργούν ως εικόνα τεκμηρίωσης της Μικρασιατικής καταστροφής, της μετανάστευσης και του τυφώνα- αντιπαροχή, όπως θα ήθελε ο συγγραφέας. Εξαιρετικοί όλοι ηθοποιοί, παλαιότεροι και νεότεροι, άπαντες με ικανότητες αξιοθαύμαστες στην υποκριτική, στο τραγούδι, στην κίνηση και επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω τον Γιώργο Γάλλο. Χειροκροτήματα και στη ζωντανή ορχήστρα που διευθύνει ο Αναστάσιος Συμεωνίδης. Αξίζει να δείτε και να ξαναδείτε την «Αυλή των θαυμάτων» στην όποια παραγωγή, επειδή στο σημαντικότερο έργο της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κατορθώνει να ξεπεράσει τον σκόπελο της ηθογραφίας και να διεισδύσει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Στην παράσταση που είδα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ένα σύνολο εξαίρετων καλλιτεχνών καταθέτει ψυχή, γνώση και μεράκι για τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία των θεατών. Σεβαστή η άποψη και αξιοθαύμαστο το εγχείρημα σε όλες τις παραμέτρους του. Αλλάέχει ενδιαφέρον ναδιαβάσουμε και τι έλεγε ο ίδιος ο Καμπανέλλης στην πρώτη παρουσίαση της «Αυλής των θαυμάτων»: «Αν με ρωτούσε κανείς τί θα ήθελα, σα συγγραφέας, θα του απαντούσα : «Να γράψω έργα με όσο το δυνατόν γνησιότερη την προέλευσή τους από τον τόπο μας. Κι αν με ξαναρωτούσαν ποια είναι η φιλοδοξία μου στο θέατρο, θα έλεγα πώς επιδιώκω με μια σειρά από θεατρικά έργα, ν’ ανακαλύψω τον Έλληνα σα σύγχρονο άνθρωπο. Θέλω να πω, ν’ ανακαλύψω τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου μου και του καιρού μου, μέσα από την πρόσκαιρη έκφραση της σχέσης τους με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα». Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης Πρωτότυπη Μουσική - Ενορχήστρωση: Στέφανος Κορκολής Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος Δραματουργία: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου Σχεδιασμός Φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου Μουσική Διδασκαλία-Επιμέλεια μουσικού υλικού: Σάββας Ρακιντζάκης Hairdesign: Daniel Αθανασίου Σχεδιασμός ήχου-ηχοληψία: Ανδρέας Γεωργαλλής Βοηθοί σκηνοθέτη: Έλλη Κατσιναβάκη και Βαγγέλης Βογιατζής Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: ΈμιλυΚουκουτσάκη Β΄ Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: ΕλίναΑλουπογιάννη Φωτογραφίες promo: Πάνος Γιαννακόπουλος Φωτογραφίες παράστασης: Μιχάλης Γκούμας Βίντεο Παράστασης: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος Βίντεο promo: Φώτης Φωτόπουλος Σχεδιασμός αφίσας: Διονύσης Ανδριανόπουλος Διεύθυνση Παραγωγής: Κωνσταντίνα Αγγελέτου Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Κακάρογλου Διανομή Γιώργος Γάλλος (Στέλιος) Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μπάμπης) Κατερίνα Παπουτσάκη (Όλγα) Ρούλα Πατεράκη (Αννετώ) Στεφανία Γουλιώτη (Βούλα) Ειρήνη Καράγιαννη (Αστά) Μαρία Διακοπαναγιώτου (Ντόρα) Μαρίζα Τσάρη (Μαρία) Γιώργος Τσιαντούλας (Στράτος) Σόνια Καλαϊτζίδου (Ματίνα) Γιώργος Ντάβος (Ραφαέλα) Ζαχαρίας Γουέλα (Άνδρας) Γιάννης Σοφολόγης (Άνδρας) Στο ρόλο της Καίτης η Φιλαρέτη Κομνηνού Διεύθυνση ορχήστρας Αναστάσιος Συμεωνίδης Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης-Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1
Εισιτήρια: Εκδοτήρια Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης: Εισιτήρια για όλες τις εκδηλώσεις πωλούνται από τα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, 25ης Μαρτίου & Παραλία. Εφόσον υπάρχει παράσταση Κυριακή, τα εκδοτήρια ανοίγουν δύο ώρες πριν από την εκδήλωση. Εκδοτήρια λειτουργούν και στην πλατεία Αριστοτέλους. |
Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 09 Φεβρουάριος 2023 08:06 |