Σχετικά άρθρα
Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 24 Μάρτιος 2012 12:14 |
Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας (The prisoner of Second Avenue) του Νηλ Σάιμον Είναι γεγονός πως ο κάθε θιασάρχης που θέλει κωμικό θέαμα με μια επίφαση πολιτικής επικαιρότητας ή συναισθηματισμού αλλά και μια σίγουρη εμπορική επιτυχία αν δεν διαθέτει κείμενο ενός από τα γνωστά και μη εξαιρετέα δίδυμα της ντόπιας -τηλεοπτικής πάντα αισθητικής- παραγωγής, απευθύνεται στο μπουλβάρ. Κι ο Σάιμον είναι συνήθως ο ευνοούμενος εκπρόσωπος αυτού του είδους ελαφράς κωμωδίας αφού ήδη κουβαλάει στις αποσκευές του την προϋπάρχουσα επιτυχία σε θέατρο ενίοτε δε και κινηματογράφο, στο εξωτερικό. Το έργο «The Prisoner Of Second Avenue» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουαιη το 1971, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης για την Νέα Υόρκη και παίχτηκε για τρία συνεχόμενα χρόνια με πρωταγωνιστές τους Peter Falk και Lee Grand, σε σκηνοθεσία Mike Nichols, οπότε τουλάχιστον ξέρουμε πως άρεσε στους Αμερικάνους πριν από σαράντα-κάτι χρόνια, τότε που και η μόδα αλλά και τα υποδέλοιπα γούστα πέρναγαν μακράν την πιο άθλια περίοδό τους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στη συνέχεια, έγινε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστές τους Jack Lemon και Ann Bancroft, σε σενάριο του ίδιου του Σάιμον. Τώρα, το περασμένο καλοκαίρι ο Κέβιν Σπέϊσι το επέλεξε και το ανέβασε στο Λονδίνο, σε μια παραγωγή του Old Vic, με πρωταγωνιστές τους Jeff Goldblum και Mercedes Ruehl οπότε φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι δημοφιλές και μάλιστα στο κατά τι πιο δύσκολο Βρετανικό κοινό του 2011. Η αλήθεια είναι πως το έργο θίγει δύο μάλλον διαχρονικά πλέον θεματάκια που είναι οι δυσκολίες διαβίωσης στις μεγαλουπόλεις κι η οικονομική κρίση. Αλλά και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους αφού ο μόνος συνδετικός κρίκος στην πραγματικότητα είναι πως με την κρίση πολλοί αναγκάζονται να καταφύγουν στην επαρχία κάτι που συχνά βελτιώνει το βιοτικό τους επίπεδο, αφού «κρίση» μαζί με «μεγαλούπολη», καταντάει αφόρητο. (Μ’ αυτά και μ’ αυτά θα μας κάνουν όλους να πάρουμε ότι μας έχει απομείνει από κουράγιο και χειραποσκευές και να μετακομίσουμε στην «Άνω Παναγίτσα»). Τώρα βέβαια το συγκεκριμένο έργο σκηνοθετημένο από τον πρωταγωνιστή του ο οποίος ανέλαβε και την μουσική επιμέλεια, δεν τα καταφέρνει να γίνει και τόσο πειστικό αν κι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία ανάμεσα στον ταλαιπωρημένο εργασιομανή Εβραίο διαφημιστή με υψηλές φιλοδοξίες καριερίστα, που απολύεται στα σαράντα του από την μάνα-εταιρεία και στον αντίστοιχο μέσο Έλληνα που απολύεται αίφνης από το δημόσιο στο οποίο είχε μπει με κομματικό μέσο και με μοναδικό στόχο να τεμπελιάζει αραχτός ενώ θα πέφτει ο μισθός «βρέξει-χιονίσει». Ναι, ήδη θα έχετε διακρίνει και τις διαφορές. Τραγική η μοίρα του μεσήλικα ανέργου σε περίοδο οικονομικής κρίσης και στην μία και στην άλλη περίπτωση. Και σίγουρα, διαφορετική η αντιμετώπιση αλλά εξ ίσου ισχυρή η ψυχική και συναισθηματική πίεση. Ο ήρωας λοιπόν του Σάιμον ο οποίος δεν είναι κι ο πιο ήρεμος άνθρωπος στον κόσμο, νοιώθει τρόμο, ενοχή, ανασφάλεια, φρίκη κι αγωνία όταν βρίσκεται εκτός εργασιακού νυμφώνος ενώ το περιβάλλον του δεν μπορεί να τον βοηθήσει ιδιαίτερα να ανταπεξέλθει καθώς η λίγο «ούφο» γυναίκα του δεν τον παίρνει και πολύ στα σοβαρά, οι γείτονες μάλλον τον μισούν, ο θόρυβος, οι διαρρήξεις κι οι παντός είδους οχλήσεις στο πολυτελέστατο διαμέρισμά του σε κάποιον νεοϋορκέζικο ουρανοξύστη μετατρέπουν την απελπισία σε παράνοια. Στο επιστέγασμα και σε μια σκηνή που μοιάζει εντελώς σουρεαλιστική και ξεκομμένη από το υπόλοιπο έργο, οι τρεις τσιγκούνες αδελφές του κι ο αρχιτσιγκούνης αδελφός του συγκεντρώνονται για να παράσχουν την δική τους βοήθεια στον εκπεσόντα αλλά χαϊδεμένο από παιδί, νεαρότερο γόνο της Αγίας Εβραϊκής οικογένειας, προκαλώντας έτσι ρήξη και με την συμβία η οποία έχει τα δικά της σχέδια για να ξεπεραστεί η «οικιακή» κρίση. Το φινάλε, κατά τα πρότυπα του εξαιρετικά δημοφιλούς αν και μέτριου συγγραφέα, που επιχειρεί μάλλον ματαίως να συνδυάσει το χιούμορ με την τραγικότητα, προσφέρει στον ευήκοο θεατή το απαραίτητο χάπυ-εντ. Οι ήρωες πριν ακόμα προλάβουν να πεινάσουν και να εξαθλιωθούν κατά τα Ελληνικά πρότυπα, συνειδητοποιούν την ματαιότητα της καταναλωτικής κοινωνίας κι αποφασίζουν πως το νόημα της ζωής βρίσκεται στην σχέση αγάπης ανάμεσά τους και πιθανώς ως ένα βαθμό και στο ρομαντικότατο «χιόνι». Φυσικά δεν τίθεται θέμα ούτε για το ποιος θα πληρώσει το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα και το ηλεκτρικό, ούτε για το τι θα γίνει με τις δύο «αόρατες» κόρες που φοιτούν σε πανάκριβα κολέγια και που φαίνεται να μην έχουν καμία επαφή με τον προβληματισμό των γεννητόρων τους αφού δεν εμφανίζονται ούτε καν όταν ο πατέρας τους χτυπάει σχιζοφρενικό επεισόδιο. Τώρα το μέτριο αυτό εργάκι που διαρκώς εκβιάζει και το γέλιο και την συγκίνηση με κοινοτοπίες της συμφοράς, θα τα κατάφερνε ίσως να παρουσιάσει κάποιο ενδιαφέρον αν οι δύο τουλάχιστον πρωταγωνιστές διέθεταν στόφα καλών κωμικών και την ανάλογη μεταξύ τους χημεία αφού υπάρχουν σκηνές που με την εύστροφη σκηνοθετική και υποκριτική διαχείριση θα μπορούσαν να αναδειχτούν. Όμως στην παράσταση που είδαμε το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν το σκηνικό το οποίο με φόντο τους ουρανοξύστες και συμπαθητικά φωτισμένο προσέφερε κάποια ατμόσφαιρα στη σκηνή. Οι ξαφνικές εκρήξεις της μουσικής, οι υστερικές γκριμάτσες του Βαλτινού, η ξενέρωτη και χωρίς ίχνος χιούμορ ερμηνεία της Λέχου η οποία δεν καταφέρνει να αναδείξει ούτε την υποταγμένη νοικοκυρά του πρώτου μέρους ούτε την δυναμική αλλά πολύ λιγότερο ψύχραιμη εργαζόμενη γυναίκα του δεύτερου, αφαιρούν από το κείμενο και την ελάχιστη γοητεία που θα μπορούσε να έχει. Οι δύο ηθοποιοί καλοντυμένοι μεν αλλά κινησιολογικά και ερμηνευτικά αμήχανοι δεν διαθέτουν καν κάποιο είδος επικοινωνίας μεταξύ τους και μοιάζουν σαν να παίζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο και οι δύο πάντως άοσμα, άγευστα κι αδιάφορα. Μοναδική ευχάριστη νότα, η σκηνή με την άφιξη των συγγενών, όπου οι τρεις τσιγκούνες, στριμμένες, αφηρημένες κι αδιάφορες αδελφές, ερμηνευμένες με χιούμορ και σπιρτάδα από τις παλαίμαχους Αλεξάνδρα Παντελάκη, Φωτεινή Ντεμίρη και Υβόννη Μαλτέζου καταφέρνουν να ζωντανέψουν τους χαρακτήρες ως «τύπους» να σώσουν τους εαυτούς τους και να προκαλέσουν κάποια χαμόγελα στο κοινό. Ο Φλωκατούλας στον άχαρο ρόλο του εμμονικού αδελφού ήταν μάλλον απογοητευτικός αν σκεφτεί κανείς πως ο ηθοποιός διαθέτει πλούσια εκφραστική και κωμική γκάμα. Σκηνοθεσία–μετάφραση–μουσική επιμέλεια: Γρηγόρης Βαλτινός Κατερίνα Λέχου Υβόννη Μαλτέζου Κώστας Φλωκατούλας Αλεξάνδρα Παντελάκη Φωτεινή Ντεμίρη Στάθης Νικολαϊδης Θέατρο Ιλίσια Παπαδιαμαντοπούλου 4 Ιλίσια
Τηλέφωνο: 210 7210045, 210 7216317 Τετάρτη-Πέμπτη: Γενική είσοδος 16 ευρώ (ειδική προσφορά) |
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 24 Μάρτιος 2012 12:23 |