Σχετικά άρθρα
ΣΠΥΡΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μάριος Παϊτάρης | |||
Δευτέρα, 15 Οκτώβριος 2012 07:12 | |||
Σπύρος Κυριαζόπουλος «Το πιο σημαντικό πράγμα για να ξεχωρίσει κάποιος είναι να έχει μια καλή αντίληψη για να μπορεί να βρει τον εαυτό του μέσα σε κάθε δουλειά κι έτσι να ανακαλύψει αυτό που έχει να κάνει, να αντιληφθεί πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τον χρόνο και την «εξουσία» που έχει πάνω στην σκηνή».
Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος γεννήθηκε το 1984 στο Σιδηρόκαστρο Σερρών και αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2008. Έχει συμμετάσχει στις παραστάσεις: «Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων» στην παιδική σκηνή του Eθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στο Θέατρο του Νέου κόσμου σε σκηνοθεσία Μίλτου Σωτηριάδη, «Amadeus» στο Θέατρο Βρετάνια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, «Σκηνοβάτες» στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και στην παράσταση «Νεφέλες» στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Ο νεαρός ηθοποιός με τις σημαντικές και ιδιαίτερες συνεργασίες μιλάει στο «Επί Σκηνής» για την αγάπη του στην κλασική λογοτεχνία, τα θεατρικά του όνειρα αλλά και για το τι σημαίνει για κείνον το θέατρο. Μίλησε μου για την μέχρι τώρα πορεία σου στο θέατρο. Είμαι νέος στον χώρο, τελείωσα την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2008, η πρώτη μου επαγγελματική επαφή πριν μπω στην σχολή ήταν στο Θεσσαλικό θέατρο. Αμέσως μετά την σχολή δούλεψα στο παιδικό του Εθνικού και αργότερα στην παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Η παράσταση που πέρασα καλύτερα ήταν το παιδικό, για να σου πω την αλήθεια, γιατί ήταν αθώα τα πράγματα, μόλις είχα βγει από την σχολή και δούλευα με συμμαθητές μου… Πήγε για μια ολόκληρη σαιζόν και μετά σε περιοδεία το καλοκαίρι και δεθήκαμε πολύ. Γενικά όλες οι δουλειές που έχω κάνει είναι ξεχωριστές αλλά την συγκεκριμένη την ξεχωρίζω ιδιαίτερα…
Έχεις συνεργαστεί κατά καιρούς με τον Σταμάτη Φασουλή, τον Δημήτρη Λιγνάδη αλλά και τον Νίκο Μαστοράκη, μίλησε μου για την εμπειρία να συνεργάζεσαι με σκηνοθέτες αυτού του βεληνεκούς. Αυτοί οι τρεις καλλιτέχνες, στις σκηνοθεσίες των οποίων έχω υπάρξει, είναι πολύ σημαντικοί. Κι οι τρεις τους μου δώσανε διαφορετικά μαθήματα. Καταρχήν είναι πολύ μεγάλο μάθημα να ακούς ανθρώπους που είναι τόσο καιρό στον χώρο και γνωρίζουν πολύ καλά το θέατρο. Ο Σταμάτης Φασουλής ήταν απίστευτος στο πώς χειριζόταν τους ηθοποιούς και έβγαζε το καλύτερο από κείνους. Επίσης μπόρεσε να πάρει όλο αυτό το «παζλ» στους «Σκηνοβάτες» και να το κάνει παράσταση. Ήταν ένας τρόπος δουλειάς που μου άρεσε πολύ. Ο Μαστοράκης ήταν πολύ συγκεκριμένος σ’ αυτό που ζητούσε, δεν φλυάρησε ποτέ, είχε στόχο από την αρχή. Πήρε έναν «Χορό» και είπε «θέλω αυτό», «έχετε να κάνετε αυτό το πράγμα, κάντε το όσο καλύτερα μπορείτε και κάντε το καλά». Επίσης κάτι που μου αρέσει σε αυτόν τον άνθρωπο και το επιζητώ στο θέατρο είναι και το ότι υπήρξε εξαιρετικά οργανωμένος στις πρόβες και γενικά σε όλη την διαδικασία της παράστασης. Ο Λιγνάδης είναι ένας άνθρωπος «ηφαίστειο» και με τα θετικά και με τα αρνητικά του «ηφαιστείου»… Απίστευτες ικανότητες και δυνατότητες, φοβερό μυαλό και θεατρική αντίληψη… Μου έχει δώσει πάρα πολλά και στο «Αμαντέους» που συμμετείχα αλλά και στην σχολή που τον είχα καθηγητή. Μπορεί να ξεχωρίσει κατευθείαν αυτό το κάτι που έχει κάθε ηθοποιός και να του «βγάλει» το καλύτερο του κομμάτι προς τα έξω.
Ποια είναι τα στοιχεία που θεωρείς ότι πρέπει να έχει ένας νέος ηθοποιός προκειμένου να ξεχωρίσει; Πρέπει να είναι ευγενής κι όταν λέω ευγενής, εννοώ στην δουλειά του και με τους συναδέλφους του αλλά και γενικότερα. Να δουλεύει φυσικά πολύ, να ακούει πολύ, γιατί το πιο σημαντικό και το πιο δύσκολο σ’ αυτή την δουλειά είναι το να ακούς τελικά. Από εγωισμούς, κόμπλεξ και ανασφάλειες μπορεί να «κλειδωθείς» ξαφνικά, να μην ακούς κανέναν και να εμπιστεύεσαι μόνο ένα ένστικτο το οποίο σίγουρα είναι πολύ σωστό και δεν το αμφισβητώ, αλλά δεν είναι αρκετό, χρειάζεται οπωσδήποτε και να έχεις μια αντίληψη. Το πιο σημαντικό πράγμα για να ξεχωρίσει κάποιος είναι να έχει μια καλή αντίληψη για να μπορεί να βρει τον εαυτό του μέσα σε κάθε δουλειά κι έτσι να ανακαλύψει αυτό που έχει να κάνει, να αντιληφθεί πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τον χρόνο και την «εξουσία» που έχει πάνω στην σκηνή. Θεωρώ λάθος να μην έχεις «ανοιχτές κεραίες», να μην ακούς και να μην αντιλαμβάνεσαι. Πρέπει να αντιληφθείς τι σου ζητάει ο σκηνοθέτης, να αντιληφθείς που βρίσκεσαι, σε τι χώρο, για ποιους και με ποιους παίζεις, με ποιο τρόπο παίζεις αυτό που παίζεις και τι είναι αυτό που παίζεις... Λάθος θεωρώ επίσης την «φλυαρία» πάνω στην σκηνή, μπορεί να με ζαλίσει και να με διαλύσει. Ως θεατής δεν καταλαβαίνω γιατί έρχεσαι τόσο κοντά μου όταν θες να μου μιλήσεις, για ποιο λόγο επεμβαίνεις στον ζωτικό μου χώρο, είμαστε στο θέατρο, δεν είμαστε στην τηλεόραση να κάνουμε ένα κοντινό. Σίγουρα ο ηθοποιός πρέπει να έχει μια ελευθερία πάνω στην σκηνή αλλά να είναι μελετημένη, να ξέρεις γιατί κινείσαι, γιατί κοιτάς έτσι εκείνη την στιγμή, να το μελετήσεις να μην το κάνεις γιατί δεν έχεις τι να κάνεις επειδή νιώθεις αμηχανία αλλά υπακούοντας κάποιες συντεταγμένες και αλήθειες, κάποιους συγκεκριμένους όρους. Δεν μπορείς να «αυθαδιάζεις» πάνω στην σκηνή.
Είσαι υπέρ του δημιουργικού διαλόγου μεταξύ ηθοποιού και σκηνοθέτη ή θα σε ενδιέφερε να συνεργαστείς και με έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα και θέλει να το υλοποιήσει επακριβώς; Πιστεύω και σε μια τέτοια συνεργασία, ειδικά όταν πρόκειται για έναν μεγάλο σκηνοθέτη, γιατί αυτοί οι άνθρωποι σίγουρα έχουνε μια «μέθοδο» μέσα στο μυαλό τους και μια τακτική για να καταφέρουνε να βγάλουν κάτι και την έχουν «παγιώσει» μέσα από την εμπειρία τους όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκονται στον χώρο. Από εκεί και πέρα θεωρώ ότι είναι καθήκον έως και υποχρέωση του σκηνοθέτη να ακούει τον ηθοποιό γιατί δεν έχει να κάνει απλά μ’ ένα «εργαλείο», έχει να κάνει μ’ ένα «φίλτρο» που μέσα απ’ αυτό θα περάσουνε κάποια πράγματα. Και γι’ αυτό ένας ηθοποιός πιστεύω ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να παίζει τα πάντα. Ο καθένας έχει δικές του δυνάμεις, ικανότητες, δυνατότητες, προοπτικές εξέλιξης.
Υπάρχουν ρόλοι που ονειρεύεσαι να παίξεις; Ναι βέβαια. Έχω ένα μεγάλο πάθος με την κλασική λογοτεχνία κι ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια άρχισα να διαβάζω ακόμα πιο εντατικά, σε καθημερινή βάση. Όνειρό μου είναι να ενσαρκώσω στη σκηνή πολλούς απ’ αυτούς τους ήρωες, γιατί για μένα το μεγαλύτερο μάθημα υποκριτικής είναι αυτό, να μπω στην διαδικασία να μελετήσω έναν ρόλο που έχει προκύψει από την λογοτεχνία. Τα θεατρικά κείμενα κρύβουν «από κάτω» την ουσία του ρόλου ενώ ο λογοτέχνης, ο συγγραφέας, σου την προσφέρει απευθείας. Οπότε είναι πολύ πιο συγκεκριμένη η λογοτεχνία κι αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Και δεν σου κρύβω ότι μέσα από αυτά που έχω μελετήσει κι ελπίζω να μελετήσω πολύ περισσότερο στο μέλλον, έχω βρει κάποιους ήρωες που θα θελα πολύ να τους ενσαρκώσω. Θα σε ενδιέφερε να καταπιαστείς με την συγγραφή θεατρικού έργου; Όχι, θεωρώ ότι είμαι πολύ ανώριμος για κάτι τέτοιο. Ακούω πολλούς να λένε «γράφω αυτό, γράφω το άλλο» και θεωρώ ότι ο ηθοποιός στις μέρες μας δεν έχει αρκετή πνευματικότητα για να βγάλει ένα κείμενο… Δεν μου έχουν αρέσει ποτέ οι παραστάσεις που το κείμενο προκύπτει από τους ηθοποιούς στις πρόβες. Δεν είναι αυτό το πράγμα θέατρο για μένα, είναι μια περφόρμανς που κάνουν κάποιοι άνθρωποι με κάποιες ιδέες πάνω σε κάτι. Μου αρέσει η ποίηση, αλλά μου φαίνεται σε σχέση με την λογοτεχνία ακόμα πιο δύσκολη, εξαρτάται βέβαια κι από τον ποιητή πάντα. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε επειδή έχει μια διάθεση να γράψει, να το μοιραστεί οπωσδήποτε με τους άλλους και το ίδιο ισχύει βέβαια και με την υποκριτική. Όταν κάποιος θέλει να παίξει, δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να τον δούμε.
Είτε σαν ηθοποιός είτε σαν θεατής τι παραστάσεις σου αρέσουν; Μου αρέσουν οι παραστάσεις που έχουν ουσιαστικό κείμενο. Για μένα το θέατρο είναι το κείμενο. Έργα είτε κωμικά είτε δραματικά που με ξεκλειδώνουν, με συγκινούν, οτιδήποτε δηλαδή με κάνει να «πάσχω». Δεν μπορώ να πώ ότι μου αρέσει ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου.
Σου αρέσουν οι μεταμοντέρνες παραστάσεις με έντονο το στοιχείο της διακειμενικότητας; Μου αρέσουν, αρκεί αυτή η διακειμενικότητα να είναι συμβατή με την παράσταση, με το όραμα του ποιητή ή του συγγραφέα. Σίγουρα ο σκηνοθέτης που είναι ο «βασιλιάς» της παράστασης, πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη παιδεία και αντίληψη για να το κάνει. Δεν νομίζω ότι πρέπει να έχει το θάρρος ή το θράσος αν θες, να αγγίξει, να πειράξει ένα κείμενο όταν δεν έχει την κατάλληλη υποδομή… Είμαι της άποψης ότι κάποια κείμενα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε «με το γάντι» και μ’ έναν σεβασμό. Δεν πιστεύω στην «ιερότητα» των κειμένων, να πειράξουμε ότι θέλουμε, αρκεί να γίνει με σεβασμό. Δεν γίνεται να μην πειράξεις την αριστοφανική κωμωδία ας πούμε, πρέπει να έχει ένα αντίκρισμα στις μέρες μας. Ακόμα και την τραγωδία. Απλά δεν μου αρέσει η μοντερνιά για την μοντερνιά, η αποδόμηση για την αποδόμηση. Δεν μπορώ να το διανοηθώ αυτό, ειδικά στην Ελλάδα, που δεν υπάρχει «μέθοδος». Δεν μπορείς να αποδομήσεις κάτι από την στιγμή που δεν έχεις μάθει να το δομείς. Δεν μπορείς να αποδομείς ποιητικό λόγο, αν δεν έχεις μάθει να εκφράζεσαι ποιητικά, αν δεν το έχεις διδαχτεί αυτό και δεν καταλαβαίνεις την ουσία της ποίησης. Πρέπει να μπεις σε μια διαδικασία δημιουργίας για να επιφέρεις τις σωστές αλλαγές. Χρειάζεται και λίγη «ησυχία» απέναντι στα πράγματα. Δεν λέω να μην γίνεται τίποτε ξαφνικά, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να γεννηθεί κάτι μέσα απ’ την «φασαρία». Δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει να «φωνάζω» για να ακουστώ ή ότι θα με ακούσεις με το ζόρι. Ας μιλήσει ο καθένας μας όποτε έχει κάτι ουσιαστικό να πει και για κάτι που τον αφορά πολύ άμεσα. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχεις στον χώρο αναγκαστικά και ούτε θεωρώ ότι υπάρχει καριέρα γενικά, το θέμα καριέρα δεν με απασχολεί καθόλου. Θέλω πολύ να κάνω ωραία πράγματα στο θέατρο, αλλά δεν έχω ένα πάθος να παίζω συνέχεια και να είμαι σε εκατό χιλιάδες πράγματα και να δρομολογήσω το τάδε πρότζεκτ με αυτή την ομάδα, να τρέξω στην δείνα οντισιόν… Προσωπικά προτιμώ να καθίσω και να δω τι θέλω εγώ σαν Σπύρος, να ανακαλύψω αν θες την καλλιτεχνικότητα μου πριν εκφέρω λόγο σαν καλλιτέχνης, αν θεωρούμαι καλλιτέχνης κι αν έχω τις δυνατότητες να είμαι και αν αξίζει για τον κόσμο, να είμαι.
Ποια είναι η γνώμη σου για την θεατρική παιδεία στην Ελλάδα; Καταρχάς το θεωρώ απαράδεκτο ότι υπάρχουν τόσες πολλές σχολές και φυσικά ότι έχουνε βγει πάρα πολλοί ηθοποιοί. Θα έπρεπε όλοι αυτοί οι «καθηγητές» που διδάσκουν σ’ αυτές τις πάρα πολλές σχολές, λίγο να αναλογιστούν κάποια πράγματα...δεν μπορείς να είσαι καθηγητής σε τέσσερις ή πέντε σχολές, ακόμα και σε δύο σχολές να σου πω την αλήθεια. Όταν αναλαμβάνεις κάτι να το αναλάβεις μέχρι τέλους, δεν μπορείς να ανοίγεις μια σχολή και μετά να την κλείνεις. Πρέπει να υπάρχει μια ηθική… Γενικότερα αυτό νομίζω λείπει τελικά από τον Έλληνα, αλλά και τον άνθρωπο γενικότερα παγκοσμίως. Πρέπει να αναθεωρήσουμε λίγο το θέμα της ηθικής, δεν γίνεται να υπάρχουν τόσοι πολλοί ηθοποιοί, αν το δεις με αναλογία προσφοράς-ζήτησης είναι τρομερά δυσανάλογο.
Θεωρείς δηλαδή ότι δεν κάνουν όλες οι δραματικές εξίσου καλή δουλειά; Σαφώς και όχι. Νομίζω ότι γενικότερα δεν υπάρχουν πολλές αξιόλογες δραματικές σχολές στην Αθήνα. Παρόλο που ο «σωστός ηθοποιός» δεν είναι αποτέλεσμα σχολής, αλλά δασκάλου και αντίληψης του πώς μπορείς να εξελιχθείς μέσα σ’ αυτό τον χώρο και να προχωρήσεις. Ποιοι είναι οι επαγγελματικοί σου στόχοι; Στόχος μου είναι να είμαι σε δουλειές που με αφορούν, που πιστεύω ότι αγγίζουν την ψυχή μου κι έχω εγώ να δώσω πολλά πράγματα. Στο θέμα καριέρας τώρα, το να κάνω δεκαπέντε μεγάλους ρόλους σε μεγάλες σκηνές, δεν με αφορά καθόλου, δεν με ενδιαφέρει δηλαδή να έχω ένα γεμάτο βιογραφικό απλά για να το έχω. Είναι σαφώς και το βιοποριστικό κομμάτι, αλλά θα προσπαθήσω να μην κάνω εκπτώσεις. Θέλω να έχω ένα λόγο για να είμαι πάνω στην σκηνή, όχι απλά, να είμαι.
Ποιο θεωρείς υποκριτικά το δυνατό σου σημείο; Έχω μια ευκολία στην κίνηση, και στην σχολή άκουγα από τους καθηγητές της κινησιολογίας θετικά πράγματα. Για μένα το θέατρο είναι αυστηρά χορογραφικό, ακόμα και όταν δεν έχει να κάνει με χορογραφία, ακόμα και το χέρι σου να κινήσεις πρέπει να ξέρεις γιατί και πως το κινείς.
Ποιοι κλασικοί συγγραφείς σου αρέσουν, είτε θεατρικοί είτε όχι… Μου αρέσει ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Κούντερα, ο Φλωμπέρ, ο Μπαλζάκ, διάβασα τελευταία την Μαντάμ Μποβαρύ και είχε μια φοβερή αλήθεια. Οι αλήθειες που βλέπω σε όλα αυτά τα έργα, οι κλασικές αλήθειες και αξίες, με συγκλονίζουν. Ένας συγγραφέας που λατρεύω πραγματικά, είναι ο Όσκαρ Γουάιλντ. Έχω διαβάσει και μελετήσει πολλά έργα του, διαβάζω αυτή την περίοδο μια δεύτερη βιογραφία του η οποία είναι εκπληκτική, είναι σπουδαίος κοινωνικός φιλόσοφος. Θα με ρωτήσεις βέβαια «στις μέρες μας από την στιγμή που ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει να κάνει με έναν αισθητισμό περισσότερο;» «Ναι» θα σου πω, «στις μέρες μας». Γιατί δεν είναι μόνο η ηθική, αλλά και το πώς αισθάνεσαι και συναισθάνεσαι γενικότερα, χρειάζεται να έχεις και μια αντίληψη της ομορφιάς των πραγμάτων, της κλασικής ομορφιάς ή της μη κλασικής. Αναγνωρίζω φυσικά και τις δύο.
Ποια είναι η γνώμη σου για το μέλλον των θεατρικών ομάδων; Όλο αυτό που γίνεται με τις ομάδες εγώ προσωπικά δεν το καταλαβαίνω καθόλου ούτε το πιστεύω. Το ότι δηλαδή κάνουμε μια ομάδα γιατί θέλουμε να ασχοληθούμε με το θέατρο εμένα προσωπικά δεν μου λέει κάτι γιατί δεν ξέρουμε αν και το θέατρο θέλει να ασχοληθεί μαζί μας. Το κοινό είναι συγκεκριμένο στην Ελλάδα, πρέπει να πληρώσει προκειμένου να δει θέατρο, δεν μπορώ να κάνω εγώ μ’ έναν φίλο μου ότι μου κατέβει στο κεφάλι γιατί θέλω ντε και καλά να ασχοληθώ με το θέατρο. Και χωρίς μάλιστα έναν δάσκαλο έναν καθοδηγητή, τουλάχιστον έμπειρο. Δεν γίνεται ο καθένας να ηγείται μιας ομάδας και να σκηνοθετεί χωρίς να έχει μια εμπειρία ή μια υποδομή έστω για να το κάνει. Επίσης δεν πιστεύω σε συνσκηνοθεσίες από ομάδες, χρειάζεται ένας που θα καθοδηγεί, που θα έχει το όραμα κι οι άλλοι θα τον ακολουθήσουν, δεν υπάρχει ισότητα. Δεν έχω παρακολουθήσει πολλές ομάδες, μ’ ενοχλούν αυτά που ακούω όμως για τις ομάδες, από δικούς μου ανθρώπους που πηγαίνουν και βλέπουν δουλειές τους. Είναι πολύ όμορφο το «διαφορετικό» και χρειάζεται η πολυφωνία αλλά να υπάρχει και κάτι το κλασικό να υπάρχει μια αξία, να υπάρχει μια διαδικασία, δεν μπορεί να γίνεται οπουδήποτε το θέατρο, δεν μπορώ να κάνω θέατρο ούτε στο σπίτι μου, ούτε στο μπάνιο μου, ούτε σε ένα υπόγειο, το οποίο τυχαίνει να έχει πέντε πλαστικές καρέκλες και δύο προβολείς. Έχω ακούσει τρελά πράγματα, να χρησιμοποιούνται νέα παιδιά που δεν έχουν πάει καν σε σχολή από διάφορους επίδοξους σκηνοθέτες και στο τέλος να μην παίρνουν ούτε ένα ευρώ. Τα όποια χρήματα βγουν από την παράσταση τα μοιράζονται ο σκηνοθέτης με τον ιδιοκτήτη του χώρου. Από την στιγμή κιόλας που αυτά τα χρήματα προέρχονται από τους θεατές, οι οποίοι θεατές είναι οι γονείς που ήρθαν να δουν το παιδί τους να παίζει. Αυτό για μένα είναι ανήθικο, και δεν το ξέρω από τρίτους όλο αυτό που σου περιγράφω αλλά από άτομο το οποίο συμμετείχε σε μια τέτοιου τύπου δουλειά. Θέατρο είναι όταν ένας θεατής επιλέγει σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές που ζούμε να πληρώσει από το υστέρημα του για να δει μια παράσταση, σε έναν συγκεκριμένο χώρο με επαγγελματίες ηθοποιούς, που έχουνε δουλέψει σε κάτι που πιστεύουν και μπορούν να εκφέρουν θεατρικό λόγο μέσα από ένα κείμενο που επίσης έχει να πει κάτι. Πιστεύεις ότι η Αθήνα διαθέτει περισσότερες σκηνές από αυτές που μπορεί πραγματικά να «σηκώσει»; Καταρχήν θεωρώ ότι δεν υπάρχουν οι θεατές για να γεμίσουν όλες αυτές οι σκηνές. Δεν μπορεί η Αθήνα να έχει τόσες πολλές σκηνές και το Βερολίνο που θεωρείται εξπέρ, με μια μέθοδο θεάτρου συγκεκριμένη, μια ιστορία και μια διαφορετική αντίληψη για το τι είναι και τι κάνει το θέατρο, να έχει λιγότερες.
Είσαι ανοιχτός στο να δεχτείς μια αρνητική κριτική από έναν θεατή που θα έρθει για παράδειγμα στο καμαρίνι να σου μιλήσει; Ναι φυσικά, αρκεί να γίνει με ευγένεια και να συζητήσουμε αυτά που δεν του άρεσαν, να γίνει μια εποικοδομητική κουβέντα. Αυτό προσωπικά που θεωρώ απαράδεκτο είναι η ανώνυμη κακεντρεχής κριτική που εμπεριέχει επιθέσεις επί προσωπικού. Εφόσον θέλεις να καταθέσεις δημόσια την γνώμη σου για μια παράσταση να έχεις και το θάρρος να το κάνεις επώνυμα και όχι ανώνυμα, όπως συμβαίνει κατά κόρον στο διαδίκτυο. Ο καθένας γράφει ανώνυμα ότι θέλει και μάλιστα πολλές φορές ο τρόπος είναι χυδαίος. Άρα κάποιοι, προφανώς, έχουνε κάποια συμφέροντα με το να λένε άσχημα πράγματα για κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους και να κάνουν ανώνυμη κριτική, μάλλον είναι βαλτοί, αυτό μπορώ εγώ να υποθέσω. Μπορείς να πεις το οτιδήποτε αρκεί να αναλαμβάνεις την ευθύνη των λεγομένων σου.
Ποια είναι τα προσεχή σου σχέδια; Φέτος θα βρίσκομαι στο θέατρο «Γκλόρια» στην παράσταση « Ο Άνθρωπος της Βροχής» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Η πρεμιέρα αναμένεται στις 25 με 26 Οκτωβρίου. Χαίρομαι πάρα πολύ που συνεργάζομαι ξανά με τον Δημήτρη και με επέλεξε να συμμετάσχω στην καινούρια του αυτή δουλειά. Στην παράσταση έχω δύο μικρούς ρόλους που μου αρέσουν πολύ. Παίζουν ο Γιάννης Στάνκογλου στον ρόλο του Τσάρλι, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης στον ρόλο του Ρέιμαν και η Κλέλια Ρένεση στον ρόλο της Σούζαν. Επίσης συμμετέχουν οι Γιάννης Καρατζογιάννης, Θοδωρής Ρωμανίδης, Μαρία Μπεληγιάννη, τα κοστούμια είναι της Εύας Νάθενα και η απόδοση του έργου του Θοδωρή Πετρόπουλου. Είναι μια ωραία συνεργασία σ’ ένα «ευαίσθητο» έργο και πιστεύω ότι θα έχουμε ένα καλό σκηνικό αποτέλεσμα. Επίσης αυτή την περίοδο ασχολούμαι με την διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου σε θεατρικό κείμενο. Ο συγγραφέας είναι ο Leopold von Sacher-Masoch και με την συνάδελφο Βασιλική Τρουφάκου δουλεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση.
|