ΠΑΝΤΑ ΝΥΧΤΑ (ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΜΙΝΩΣ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 19:58 | |||
ΠΑΝΤΑ ΝΥΧΤΑ
ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΜΙΝΩΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ ΜΠΑΡΜΑΝ ΚΟΠΕΛΑ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Νύχτα, έρημος δρόμος πόλης, χωρίς αυτοκίνητα. Στο μέσο της σκηνής υπάρχει μια φωτισμένη βιτρίνα κάποιου κομμωτηρίου, στην δεξιά πλευρά και λίγο πιο μπροστά ένας μεγάλος κάδος απορριμμάτων και στην αριστερή μια στάση λεωφορείου. Στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την βιτρίνα του κομμωτηρίου, ένας γυμνός άντρας βρίσκεται πεσμένος πλάγια, με το πρόσωπο προς το κοινό. Το κεφάλι του ακουμπάει κάτω στο πεζοδρόμιο, το σώμα του μαζεμένο σε εμβρυακή στάση. Τα μαλλιά του κοντά και φτιαγμένα με ζελέ, είναι πολύ καλά ξυρισμένος, σχετικά αδύνατος, περίπου τριάντα χρονών. Για αρκετά δευτερόλεπτα μένει εκεί, ακίνητος, φαίνεται αναίσθητος. Ξαφνικά ανοίγει τα μάτια του. Πρώτα κοιτάζει τριγύρω (προς το κοινό) μόνο με τα μάτια του, μετά το κεφάλι του κινείται λίγο περιστροφικά. Αρχίζει σιγά σιγά να σηκώνεται επάνω, διαπιστώνοντας ότι είναι τελείως γυμνός. Ενώ το συνειδητοποιεί προοδευτικά, συνεχίζει γρηγορότερα την κίνησή του. Όταν στέκεται όρθιος, το πρώτο πράγμα που έχει κάνει είναι να καλύψει τα γεννητικά του όργανα. Κρυώνει, κυρίως το κεφάλι του τρέμει. Ξαφνιασμένος με την κατάστασή του, κοιτάζει τριγύρω. Δεν μπορεί να καταλάβει πού βρίσκεται. Πηγαίνει προς τη βιτρίνα του κομμωτηρίου και σταματάει μπροστά της. Μέσα από έναν καθρέφτη στο εσωτερικό του μαγαζιού βλέπει το είδωλό του.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (απευθυνόμενος στον εαυτό του) Πού στο διάολο βρίσκομαι;
Αρχίζει να περπατάει πάνω κάτω κατά μήκος της βιτρίνας, το σώμα του είναι μαζεμένο από το κρύο.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πώς βρέθηκα εδώ; (Σύντομη παύση) Πού είναι τα ρούχα μου; Τι συνέβη; Πώς γίνεται… να μη θυμάμαι τίποτα;
Ακούγονται βήματα από την αριστερή πλευρά της σκηνής, ο γυμνός άντρας τρέχει και κρύβεται πίσω από το κάδο απορριμμάτων. Μια γυναίκα γύρω στα τριάντα εμφανίζεται από την αριστερή άκρη της σκηνής. Φοράει κόκκινο μακρύ παλτό κουμπωμένο και μπότες. Φαίνεται ανυπόμονη, κοιτάζοντας συνεχώς προς την κατεύθυνση του δρόμου απ’ όπου ήρθε. Κρατάει κάποια χάρτινη σακούλα, έξω από την οποία προεξέχει μια μπαγκέτα ψωμιού. Το κεφάλι του γυμνού άντρα εμφανίζεται από την αντίθετη κατεύθυνση πίσω από τον κάδο, επιφυλακτικά, ενώ συνεχώς κρύβει το σώμα του. Η γυναίκα δεν τον έχει δει, καθώς συνεχίζει να κοιτάζει στην αντίθετη κατεύθυνση.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Συγνώμη… δεσποινίς. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: (Στρέφεται προς το μέρος του, μόλις τον βλέπει το ύφος της γίνεται καχύποπτο) Τι θέλεις από μένα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Έχω ένα πρόβλημα και… ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε με στην ησυχία μου (γυρίζει πάλι προς την άλλη μεριά). ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Σας παρακαλώ, υπάρχει ανάγκη. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντα η ίδια ιστορία. Πουθενά δεν σε αφήνουν ήσυχη, ούτε καν στον δρόμο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πρέπει να με βοηθήσετε. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Φύγε και ψάξε κάπου αλλού να βρεις κορόιδο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τουλάχιστον… μπορείτε να με ακούσετε; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό το κάνω ήδη, αν και δεν το ζήτησα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Απόψε συνέβη κάτι πραγματικά… (Σταματάει να μιλάει, σα να ξέχασε τι ήθελε να πει). ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πρώτα απ’ όλα… δεν αντέχω άλλο το κρύο. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Σιγά, δεν κάνει τόσο κρύο απόψε. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Το λέτε αυτό γιατί φοράτε το παλτό σας. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί; Εσύ τι φοράς; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό είναι το πρόβλημα… τίποτα.
Η γυναίκα γυρίζει αυτόματα προς το μέρος του.
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι εννοείς, όταν λες τίποτα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι γυμνός κι έχω ξεπαγιάσει. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Γι’ αυτό κρύβεσαι; Θεέ μου… τι διεστραμμένος! Εξαφανίσου τώρα αμέσως. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν καταλάβατε… εντελώς ξαφνικά… βρέθηκα γυμνός στη μέση του δρόμου. Χρειάζομαι βοήθεια. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Ψυχιατρική σίγουρα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ξύπνησα χωρίς ρούχα… Πραγματικά παγώνω. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι εγώ τι φταίω; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρω ότι σας ενοχλώ, ενώ περιμένετε το λεωφορείο σας… αλλά λίγη σημασία θα την άξιζε ακόμα και σκύλος. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Σκύλος σίγουρα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, αστειευτείτε. Η κατάλληλη ευκαιρία. Ό,τι και να μου πείτε, εγώ θα προσπαθώ να παραμείνω ευγενικός. Γιατί το σημαντικότερο είναι φυσικά να μην σας εκνευρίσω. Κοροϊδέψτε με λοιπόν! ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον, βγες εδώ μπροστά να σε δω. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν μπορώ! Σας είπα ότι είμαι ολόγυμνος. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Και λοιπόν; Τι περιμένεις να κάνω; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Να μου δώσετε κάτι να φορέσω; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ήξερα ότι θα καταλήγαμε στο παλτό μου. Είσαι τελείως για δέσιμο; Επειδή ισχυρίζεσαι ότι βρέθηκες χωρίς ρούχα, πρέπει να γδυθώ κι εγώ; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αν πέσω κάτω, τρέμοντας από το κρύο θα φαίνομαι πιο πειστικός; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Ίσως, αν κάνεις μια καλή προσπάθεια.
Ο γυμνός άντρας στηρίζει το κεφάλι του πάνω στον κάδο απορριμμάτων, τελείως απογοητευμένος. Η γυναίκα αρχίζει πάλι να κοιτάζει προς την άλλη κατεύθυνση του δρόμου. Σιωπή για αρκετά δευτερόλεπτα.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θα έρθει.
Εκείνη δεν του δίνει καμία σημασία.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ποτέ δεν έρχεται όταν το χρειάζεσαι. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Τώρα πρέπει να ακούω και τις φιλοσοφίες σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Παρότι δεν έχω κάτι για αντάλλαγμα… θα μου δώσετε… κάτι να φορέσω; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: (στρέφεται προς εκείνον) Αντάλλαγμα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τίποτα απολύτως. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα δε ζήτησα αντάλλαγμα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή θα μου δώσετε κάτι; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Ούτε τίποτα τέτοιο είπα. (Σκέφτεται για λίγο). Γιατί… δεν καλείς κάποιον για να σε βοηθήσει να πας σπίτι σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Να καλέσω; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, να πάρεις ένα τηλέφωνο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Από πού; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Έχω κινητό. Αν μου πεις τον αριθμό… θα το κάνω εγώ για σένα.
Ο γυμνός άντρας καθυστερεί να απαντήσει, διστάζει.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρω ότι δεν θα με πιστέψετε… αλλά δεν θυμάμαι κανένα αριθμό τηλεφώνου. Όσο για το σπίτι μου… ιδέα δεν έχω πού είναι. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Πράγματι, πολύ πειστικός ακούγεσαι. Για τέτοιες περιπτώσεις πάντως, υπάρχουν οι πρώτες βοήθειες. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ωραία! Εδώ δεν με πιστέψατε εσείς, θα με πιστέψουν εκείνοι; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί όχι; Εκείνοι βλέπουν ψυχοπαθείς κάθε μέρα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Διεστραμμένος, ψυχοπαθής, ψεύτης, τίποτα άλλο ευγενικό δεν θα πείτε για μένα; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: (Σα να μιλάει στον ουρανό, με δυνατότερο τόνο από πριν) Αυτό δεν μπορώ να το αντέξω άλλο. Προς θεού, όχι περισσότερα μαθήματα οίκτου. Άλλος ένας άντρας που παριστάνει το πληγωμένο περιστεράκι. Και μετά τι μου ζητάει; Να γδυθώ. Τι πρωτότυπο! Μήπως θέλεις να σκύψω κιόλας; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μα τι λέτε; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: (φωνάζει) Λέω να με αφήσεις ήσυχη. Επιτέλους! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, κατάλαβα.
Σύντομη παύση. Η νέα γυναίκα κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση όπως πριν, προφανώς για το λεωφορείο. Ο γυμνός άντρας στρέφεται προς την αντίθετη. Η φωνή του αρχίζει να ακούγεται ήρεμη, μηχανική, σα να μιλάει στο εαυτό του.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ζητάω κάτι να φορέσω… δύσκολο… δύσκολο… βέβαια… υπάρχουν άλλοι που ζητάνε μόνο νερό. ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: (Γυρίζει προς το μέρος του) Γιατί επιμένεις ότι πρέπει να σε βοηθήσω εγώ; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αν είσαστε εσύ στη θέση μου; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Γυμνή; Αποκλείεται! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν βγάλατε τα ρούχα σας ποτέ; ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι στο δρόμο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν παγώσατε ποτέ;
Η νέα γυναίκα θέλει να απαντήσει, αλλά δεν καθυστερεί καθώς δεν βρίσκει κάτι για να πει.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν διψάσατε ποτέ;
Ο γυμνός άντρας ακουμπάει πάλι το κεφάλι του πάνω στον κάδο απορριμμάτων, τρέμει, έχει τα μάτια κλειστά. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα εκείνη αρχίζει να τον παρατηρεί για πρώτη φορά με κάποιο ενδιαφέρον. Κάνει δυο τρία μικρά βήματα προς το μέρος του. Αυτός παραμένει ακίνητος. Η νέα γυναίκα τον πλησιάζει επιφυλακτικά κι άλλο, φτάνει μπροστά του, μόνο ο κάδος τους χωρίζει..
ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Ψιτ…
Ο γυμνός άντρας σηκώνει αργά το κεφάλι του και ανοίγει τα μάτια του. Κοιτάζονται στα μάτια, καμία κίνηση. Η νέα γυναίκα πολύ αργά και διστακτικά σηκώνει το χέρι της που κρατάει την σακούλα με την μπαγκέτα και του την προσφέρει. Το χέρι παραμένει τεντωμένο για λίγο πάνω από τον κάδο, τελικά εκείνος παίρνει τη σακούλα. Όπως την κρατάει, σκύβει ελαφρά για να ρίξει μια ματιά στο περιεχόμενο της. Μετά απορημένος, σηκώνει το κεφάλι του για να αντικρίσει την γυναίκα. Χωρίς αυτός να το καταλάβει, εκείνη έχει φύγει τρέχοντας. Ο γυμνός άντρας δοκιμάζει το ψωμί και του ξεφεύγει μια αυθόρμητη γκριμάτσα αηδίας.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Έρημος δρόμος πόλης με λίγο φως, νύχτα. Προς την δεξιά πλευρά της σκηνής φαίνεται η γωνία ενός παλιού κτιρίου. Υπάρχει μια εξωτερική σκάλα, διακρίνονται τα πρώτα σκαλοπάτια που οδηγούν προς τα κάτω, στο υπόγειο του κτιρίου. Είναι πολύ σκοτεινά εκεί. Ένας μεσήλικας ένστολος αστυνομικός εμφανίζεται από την αριστερή πλευρά της σκηνής, περπατάει γρήγορα. Όταν είναι σχεδόν έτοιμος να βγει από την σκηνή, μια φωνή ακούγεται να φωνάζει από πίσω του.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (εκτός σκηνής) Περιμένετε… σας παρακαλώ!
Ο αστυνομικός σταματάει, γυρνάει προς τα πίσω, ο γυμνός άντρας εμφανίζεται τρέχοντας από αριστερά. Κρατάει την χάρτινη στα χέρια του, μπροστά από τα γεννητικά του όργανα. Έχει λαχανιάσει. Σταματάει τρία τέσσερα μέτρα μακριά από τον αστυνομικό.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Τι έγινε; Τι έπαθες εσύ; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πρέπει… να με βοηθήσετε. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: (τον παρατηρεί με ενδιαφέρον) Γι’ αυτό είμαι εδώ. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Χρειάζομαι κάτι να φορέσω. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Φυσικά αγόρι μου! Θα πρέπει όμως καλύτερα να μου εξηγήσεις πρώτα τι σου συνέβη. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (Τρέμει από το κρύο) Ξέρω, ξέρω… μα χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Δεν βιάζομαι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Από πού να ξεκινήσω… ούτε που θυμάμαι.... τόση ώρα σ’ αυτούς τους δρόμους… κανείς δεν με πιστεύει… κανείς δεν καταλαβαίνει. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Νομίζω πως ήδη αρχίζω να σε καταλαβαίνω. Για έλα πιο κοντά.
Ο γυμνός άντρας διστάζει, αλλά τελικά τον πλησιάζει.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Έτσι μπράβο. Τι είναι αυτό πού βλέπω; Τι κρατάς εκεί μπροστά σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (Ο γυμνός άντρας κοιτάζει τη σακούλα, σα να ξέχασε τι κρατάει) Α ναι, αυτό… μια σακούλα… με ψωμί. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Και πώς βρέθηκε στην κατοχή σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μου την έδωσε…η… ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Απολύτως λογικό. Ποια είναι αυτή ακριβώς; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω το όνομά της… κάποια γυναίκα… σε μια στάση λεωφορείου. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ψωμί. Μάλιστα. Κατά μια έννοια… ό,τι χρειάζεται κάποιος νέος άνθρωπος. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μόνο που εμένα μου είναι τελείως άχρηστο. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Πώς κι έτσι; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί… παρότι πεινάω… δεν έχει γεύση ψωμιού. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Δηλαδή τι γεύση έχει; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ίσως… κάπως σαν… τηγανισμένο ψάρι.
Ο αστυνομικός τον κοιτάζει με δυσπιστία.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (Απευθυνόμενος στον εαυτό του) Ποιος να με πιστέψει; Αρχίσαμε πάλι… τουλάχιστον αυτό φαίνεται εύκολο. (Γυρίζει προς τον αστυνομικό) Σας παρακαλώ (του προσφέρει το ψωμί)… δοκιμάστε μόνος σας! ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ευχαριστώ, έχω ήδη φάει. (Κάνει ένα μικρό κύκλο γύρω από τον γυμνό άντρα). Με ποιόν λοιπόν πρέπει να επικοινωνήσουμε για την περίπτωσή σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Να επικοινωνήσετε; ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Φαντάζομαι ότι θέλεις να ειδοποιήσουμε… κάποιον για σένα.
Ο γυμνός άντρας δεν απαντάει.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Να τηλεφωνήσουμε κάπου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θυμάμαι τον αριθμό… ή το όνομα… κανενός. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Μάλιστα… δεν θυμάσαι κανέναν; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Κανέναν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Βλέπεις… ήδη σε καταλαβαίνω. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πραγματικά, κάτι πρέπει να φορέσω. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αυτό άσ’ το σε μένα! Είναι η δουλειά μου… ή ας πούμε καλύτερα… το λειτούργημά μου. Όμως θα πρέπει να με ακολουθήσεις μέχρι το περιπολικό μου πρώτα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Περιπολικό; Γιατί; ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Μην ανησυχείς, το παρκάρισα στο επόμενο τετράγωνο, πολύ κοντά. Ο γυμνός άντρας διστάζει.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Δεν νομίζω να πιστεύεις ότι έχω μαζί μου ρούχα για σου δώσω;
Ο γυμνός άντρας συνεχίζει να διστάζει και κοιτάζει τριγύρω.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ακολούθησέ με.
Ο αστυνομικός κατευθύνεται προς το παλιό κτίριο, ο γυμνός άντρας τον ακολουθεί επιφυλακτικά. Σταματούν στη γωνία, ακριβώς μπροστά από τα σκαλοπάτια του υπογείου, ξαφνικά ο αστυνομικός πιάνει το χέρι του γυμνού άντρα. Αυτός τον αντικρίζει έκπληκτος, η σακούλα του πέφτει κάτω.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μα τι…; ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Να ζεσταθείς δεν θέλεις; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αυτό θα κάνουμε λοιπόν.
Ο αστυνομικός ρίχνει μια εξεταστική ματιά τριγύρω, να δει αν έρχεται κανένας. Αφού βεβαιώνεται ότι είναι μόνοι τους, πλησιάζει κολλητά στον γυμνό άντρα και του χαμογελάει κατά πρόσωπο, πολύ παιχνιδιάρικα. Ο γυμνός άντρας δοκιμάζει να τραβηχτεί πίσω, αλλά υπάρχει ο τοίχος. Ο αστυνομικός απλώνει το άλλο χέρι του και του αρπάζει το κωλομέρι με πάθος. Ο άντρας αναπηδά και χτυπάει αθέλητα το κεφάλι του στον τοίχο.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Μην χτυπάς το κεφαλάκι σου. Δεν είναι κι άσχημο εξάλλου.
Ο γυμνός άντρας προσπαθεί να του ρίξει μια γροθιά με το ελεύθερο χέρι του, αλλά ο αστυνομικός επειδή το έχει μαντέψει, τραβάει το δικό του χέρι από το κωλομέρι και τον σταματάει στον αέρα.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Θέλουμε μαγκιές αγοράκι;
Ο αστυνομικός μ΄ ένα κόλπο του ποδιού του τον πετάει κάτω. Τον κλωτσάει δύο φορές και μετά σκύβει και προσπαθεί να τον γυρίσει μπρούμυτα. Ο γυμνός άντρας αντιδρά και τον χτυπάει μια φορά στο πρόσωπο.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Μαλακισμένο! Θα ψοφήσεις τώρα!
Βγάζει ένα ζευγάρι χειροπέδες και πέφτει μ’ όλη του τη φόρα πάνω στον γυμνό άντρα, που εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμα κάτω. Ο αστυνομικός του ρίχνει κάποιες γροθιές και μετά του περνάει τις χειροπέδες. Σηκώνεται όρθιος πρώτα, φτιάχνει λίγο τα μαλλιά του. Ύστερα σηκώνει επάνω τον γυμνό άντρα, τραβώντας τον από τα μαλλιά. Σιγά σιγά πίσω από τον αστυνομικό εμφανίζεται ένας αξύριστος ζητιάνος, που ανεβαίνει τις σκάλες από το υπόγειο. Φοράει ένα σκισμένο παλτό και κάτω από την μασχάλη του, μεταφέρει ένα χοντρό, βαρύ βιβλίο. Φτάνει ακριβώς πίσω από τον αστυνομικό, αυτός δεν έχει πάρει είδηση τίποτα και χαμογελάει στον γυμνό άντρα κρατώντας τον ακόμα από τα μαλλιά. Ο ζητιάνος χτυπάει με το βιβλίο το κεφάλι του αστυνομικού κι εκείνος πέφτει αναίσθητος. Ο γυμνός άντρας και ο ζητιάνος κοιτάζονται.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πρέπει να το παραδεχτείς… αυτό το βιβλίο βρήκε το στόχο του! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ευχαριστώ. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν χρειάζεται, ήταν πραγματική ευχαρίστηση!
Ο γυμνός άντρας με τα χέρια του στις χειροπέδες, καλύπτει τα γεννητικά του όργανα. Δείχνει προς τα εκεί με μια κίνηση του κεφαλιού του.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να κάνεις κάτι γι΄ αυτό;
Ο ζητιάνος ψάχνει τις τσέπες του πεσμένου αστυνομικού, βρίσκει τα κλειδιά και του ανοίγει τις χειροπέδες.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Γλυκό πράγμα το κλειδί, ε; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ευχαριστώ και πάλι.
Ο αστυνομικός κουνιέται, αρχίζει να συνέρχεται. Ο ζητιάνος τον βλέπει και τρέχει να πάρει το βιβλίο του που είναι πεσμένο στο δρόμο. Μετά χτυπάει μ’ αυτό πάλι τον αστυνομικό στο κεφάλι. Πέφτει ξερός.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (απευθυνόμενος στον γυμνό άντρα) Υπάρχει ένας κανόνας υγιεινής. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Υγιεινής; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Να θυμάσαι ότι ποτέ δεν πρέπει να τους χτυπάς με γυμνά χέρια. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις τίποτα να φορέσω; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Κάτι θα βρεθεί. Όχι όμως εδώ, θα πρέπει να έρθεις μαζί μου.
Ο γυμνός άντρας τον κοιτάζει με δυσπιστία.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι, πάλι διστάζεις; Εδώ ήσουν έτοιμος να πας μαζί του (δείχνει τον πεσμένο αστυνομικό) στο περιπολικό και τώρα φοβάσαι εμένα; Κοίταξέ μας… εμένα κι αυτόν… τον έναν δίπλα στον άλλο… σκέψου ύστερα… ποιος δείχνει πιο επικίνδυνος;
Ο γυμνός άντρας χαμογελάει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Έτσι μπράβο! Δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη σκέψη. Πάμε. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πού; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Θέλεις να μου στερήσεις την απόλαυση μιας εκπλήξεως; Έλα!
Πάνε να φύγουν, αλλά την τελευταία στιγμή ο ζητιάνος βλέπει την σακούλα με το ψωμί πεσμένη κάτω. Τη δείχνει με το χέρι του στον γυμνό άντρα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Να υποθέσω… δική σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τότε να την πάρουμε. Αμαρτία να αφήνεις ψωμί στο δρόμο…
Ο ζητιάνος την μαζεύει και μετά περπατάει μπροστά, ο γυμνός άντρας τον ακολουθεί και φεύγουν. Μετά από μια σύντομη σιωπή ακούγεται η φωνή του ζητιάνου, εκτός σκηνής.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Και το έλεγα ότι κάτι ξέχασα.
Εμφανίζεται πάλι τρέχοντας και παίρνει το βιβλίο δίπλα από τον αστυνομικό. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας αναστεναγμός από εκείνον, κινείται ελαφρά, αρχίζει να συνέρχεται. Ο ζητιάνος πέφτει στα γόνατα και τον περιμένει. Μόλις ο αστυνομικός ανοίγει τα μάτια του και σηκώνει το κεφάλι, ο ζητιάνος τον χτυπάει πάλι με το βιβλίο. Μένει αναίσθητος και πάλι. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Διψάς για γνώσεις, βρε άτιμε!
Τρέχει προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει και εξαφανίζεται.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Δωμάτιο παλιού σπιτιού σε κακή κατάσταση, καθόλου έπιπλα, δεν φωτίζεται καθόλου. Στο κέντρο του πίσω τοίχου υπάρχει μια κλειστή πόρτα και στη δεξιά πλευρά ένα σπασμένο παράθυρο. Στην αριστερή γωνία του δωματίου υπάρχουν τρεις πλαστικές τσάντες σκουπιδιών, γεμάτες με κάτι. Πρώτα ο ζητιάνος μ’ ένα αναμμένο σπίρτο στο χέρι και μετά ο γυμνός άντρας μπαίνουν μέσα από το σπασμένο παράθυρο. Ο ζητιάνος με το επόμενο σπίρτο ανάβει διαδοχικά τρία μεγάλα κεριά που βρίσκονται γύρω γύρω στο πάτωμα. Μετά αφήνει τη μπαγκέτα που κρατάει πάνω σ’ ένα κομμάτι από παλιό χαρτόνι στο πάτωμα και λίγο πιο δίπλα το βιβλίο.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Φτάσαμε!
Ο γυμνός άντρας, παραξενεμένος, ρίχνει ματιές τριγύρω και συνεχίζει να τρέμει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι σου λέω εγώ τώρα… εσύ έχεις μελανιάσει από το κρύο. Ώρα να φορέσεις κάτι.
Ο ζητιάνος πηγαίνει και ψάχνει σε μια από τις πλαστικές τσάντες. Βγάζει πρώτα ένα στρατιωτικό παντελόνι και μετά ένα παλιό, ελαφρά σκισμένο παλτό. Πλησιάζει τον γυμνό άντρα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τα καλύτερα μου ρούχα σου δίνω. Πρόσεξέ τα!
Ο γυμνός άντρας τα παίρνει και αρχίζει να τα φοράει πολύ γρήγορα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πρέπει να βάλεις και κάτι μέσα από το παλτό… αλλά δεν έχω. Τα φοράω όλα. (Καθυστερεί να συνεχίσει) Τώρα που το σκέφτομαι…
Ο ζητιάνος βγάζει το παλτό του και μετά το πρώτο πουλόβερ που φοράει. Δίνει το πουλόβερ στον γυμνό άντρα. Αυτός ξαναβγάζει το παλτό και το φοράει από μέσα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (τον θαυμάζει με τα ρούχα) Αγνώριστος!
Ο ζητιάνος κοιτάζει τη μπαγκέτα που άφησε στο πάτωμα. Μετά πηγαίνει πάλι στις πλαστικές τσάντες στην άκρη του δωματίου και βγάζει ένα κομμάτι τυρί κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (κουνάει το κρασί με το ένα χέρι, καθώς τα μεταφέρει προς το κέντρο του δωματίου) Ξηρό!
Ο ζητιάνος σκύβει, βάζει το τυρί και το μπουκάλι πάνω στο ίδιο χαρτόνι με την μπαγκέτα. Μετά κάνει μια χειρονομία προσκλήσεως προς τον γυμνό άντρα που ακόμα στέκεται παράμερα. Αυτός διστάζει κι ο ζητιάνος κάθεται στο πάτωμα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Βάζω στοίχημα ότι πεινάς. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Η αλήθεια είναι… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Εσύ έφερες το ψωμί. Αν πάλι δεν θες να μοιραστείς το φαγητό … καλά να πάθεις. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Απλώς δεν ξέρω αν… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ωχ… κάτι υπονοείς τώρα! Αν; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αν έχετε κι άλλα φαγώσιμα. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Γιατί δεν σου φτάνουν αυτά; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν το εννοούσα έτσι αλλά… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πλάκα σου κάνω. Μην ανησυχείς, όποτε θελήσουμε φαγητό… τόσα καλά εστιατόρια υπάρχουν τριγύρω.
Ο γυμνός άντρας κάθεται στο πάτωμα και αρχίζουν να τρώνε. Όταν ο γυμνός άντρας δοκιμάζει το τυρί, του ξεφεύγει μια γκριμάτσα αηδίας. Ο ζητιάνος το καταλαβαίνει και του χαμογελάει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πέσ’ το! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι να πω; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Έλα τώρα… μη κωλώνεις! Νομίζεις δηλαδή ότι εμείς δεν το έχουμε πάρει είδηση; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο πράγμα; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Το τυρί δεν έχει τη γεύση τυριού… μοιάζει περισσότερο με…; (Κοιτάζει τον γυμνό άντρα ερωτηματικά). ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Άχυρο; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Εγώ θα έλεγα… χαρτί! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μια και είπες χαρτί… τι είναι αυτό το βιβλίο που μετέφερες; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Το δανείστηκα από ένα φίλο. Έκδοση του 1932. Βλέπεις… άμα είσαι βιβλιοθηκάριος, διαθέτεις πρόσβαση σε μεγάλο κήπο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Του 1932; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Βεβαίως. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μα κάτι τέτοιο σημαίνει πως… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ναι, ναι… πρώτη έκδοση! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν εννοούσα αυτό… αλλά…
Η γυμνός άντρας σηκώνεται όρθιος και πηγαίνει να δει το βιβλίο. Το παίρνει στα χέρια του με ιδιαίτερη προσοχή και μετά μυρίζει τις σελίδες. Τεντώνει αργά το κεφάλι του προς τα πίσω, το απολαμβάνει.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Απίστευτο! ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ευωδιάζει σαν την πρώτη άνοιξη ε; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Σου αρέσουν τα βιβλία τόσο πολύ; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (Τον κοιτάζει πολύ σοβαρά) Περισσότερο από το ψωμί… (του χαμογελάει) ειδικά μάλιστα… αν αυτό έχει γεύση μπακαλιάρου. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις… αυτό το ψωμί δεν το αγόρασα. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μην το παίρνεις προσωπικά. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι εννοείς; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν κατάλαβες ότι η γεύση έχει ούτως ή άλλως… χαθεί προ πολλού;
Ο γυμνός άντρας πηγαίνει αργά στο παράθυρο και κοιτάζει έξω για λίγο. Μετά παρατηρεί με περισσότερη προσοχή το βιβλίο που κρατάει ακόμα στα χέρια του.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πώς τα βρίσκεις;
Ο ζητιάνος σηκώνεται όρθιος και τον πλησιάζει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Είτε τα δανείζομαι… είτε τα απαλλοτριώνω. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τα απαλλοτριώνεις; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τρόπος του λέγειν. Θα μπορούσες να πεις… ότι τα δανείζομαι χωρίς την σαφή πρόθεση… να τα επιστρέψω. Το φαγητό, τα ρούχα, τα κεριά, όλες τις μαλακίες που χρειαζόμαστε για να επιζούμε. Δεν επιτρέπεται βέβαια να χρησιμοποιείς το ρήμα «κλέβω» γι’ όλα αυτά.
Ο γυμνός άντρας τον κοιτάζει απορημένος.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τελικά υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που μπορείς να ισχυριστείς ότι κλέβεις. Η ιδιοκτησία και η αναγνώρισή της… όμως μη σε ζαλίζω μ’ αυτά. Παπούτσια θέλεις; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ε ναι, αν… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Λοιπόν… όχι, δεν έχω. Εκτός βέβαια από… της δουλειάς μου. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Της δουλειάς σου; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Γιατί; Μήπως υπέθεσες ότι δεν εργάζομαι; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Όχι αλλά… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι μόνο που σκέφτηκες κάτι τέτοιο για μένα. Έλα ‘δω! Ο ζητιάνος κατευθύνεται στην άλλη πλευρά του δωματίου, όπου ανοίγει μια πλαστική τσάντα απ’ αυτές που βρίσκονται στο πάτωμα. Από μέσα βγάζει ένα πολύ καλό μαύρο κουστούμι σε κρεμάστρα και το επιδεικνύει στον γυμνό άντρα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τα ρα τα τα! Το επάγγελμά μου απαιτεί σοβαρότητα. Θα έβρισκα τόσο καλή θέση αν ήμουν… ένας γαμημένος ζητιάνος; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι ακριβώς θέση έχεις; Αν επιτρέπεται να ρωτήσω. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δικηγόρος!
Ο γυμνός άντρας τον κοιτάζει τελείως σαστισμένος. Σιωπή για λίγο.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (ξαφνικά ξεσπάει σε γέλια) Σε τρόμαξα; Μια πλάκα έκανα. Δεν έχω πέσει ακόμα τόσο χαμηλά. Κλέφτης είμαι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Και το κουστούμι; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πάνε μαζί! Όλοι οι επιτυχημένοι συνάδελφοί μου δεν φοράνε ακριβά κουστούμια; Εγώ… μπορείς μάλιστα να πεις… ότι έχω αποκτήσει μια ειδικότητα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Βιβλία. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Βιβλία; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Όχι ό,τι κι ό,τι… μόνο σπάνιες ή ακριβές εκδόσεις. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Και πού τις βρίσκεις; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μαγαζιά για συλλέκτες, βιβλιοθήκες, σπίτια πλουσίων συναδέλφων που ειδικεύονται βέβαια σε διαφορετικούς κλάδους… κλεψίματος Διαθέτω τον κύκλο μου… αλλά το κουστούμι αποδεικνύεται πάντα απαραίτητο.
Ο ζητιάνος σκύβει και από την ίδια πλαστική τσάντα βγάζει ένα ζευγάρι καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Το κουστούμι δεν μπορώ να στο δώσω… τα παπούτσια όμως (τα προσφέρει στον γυμνό άντρα)… πάρ’ τα! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Συγνώμη… μα δεν μπορώ να τα δεχτώ. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν μπορείς να τα δεχτείς; Έτσι λοιπόν; Άρχισες να μιλάς σαν κύριος, πριν ακόμα τα φορέσεις. Πρέπει να διαθέτεις κάποιο μυστικό ταλέντο για κάτι τέτοιο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Εννοούσα ότι… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Σου αρέσει να λες κάτι, ενώ εννοείς κάτι διαφορετικό; Υποπτεύομαι κάποια σχέση με την ανατροφή σου. Πού μένεις; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Που σημαίνει; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θυμάμαι τίποτα. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ενδιαφέρον ακούγεται… πολλοί θα το επιθυμούσαν. (Κάνει μια σύντομη παύση). Πάρε τα παπούτσια, γιατί δεν έχω άλλα να σου δώσω. Το νου σου μην τα λερώσεις!
Ο γυμνός άντρας αρχίζει να φοράει τα παπούτσια.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Θα τα φέρω πίσω… μόλις… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Α, όχι υποσχέσεις! ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ήδη έκανες τόσα για μένα… αλλά θα πρέπει να φύγω. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Για να πας ακριβώς πού; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αρχικά να φύγω και μετά… ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Καλό ακούγεται!
Ο γυμνός άντρας κατευθύνεται στην πόρτα του δωματίου και προσπαθεί να την ανοίξει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τζάμπα κόπος!
Ο γυμνός άντρας συνεχίζει να πιέζει το πόμολο, δεν έχει δώσει καθόλου σημασία στο ζητιάνο.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μην κουράζεσαι, δεν θα ανοίξει. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (γυρίζει προς τον ζητιάνο) Γιατί; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Είναι σφραγισμένη… ποιος ξέρει για πόσα χρόνια. Εμείς πάντως έτσι την βρήκαμε.
Ο γυμνός άντρας κοιτάζει ερωτηματικά, δεν καταλαβαίνει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Εντάξει, για την αστυνομία έχει γίνει. Αν μπουν θα τα βρουν δύσκολα. Το κτίριο έχει είκοσι δύο δωμάτια. Κανένα δεν επικοινωνεί πλέον με τα υπόλοιπα. Για να μπαίνουμε μέσα εμείς χρησιμοποιούμε εξωτερικές σκάλες και παράθυρα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή… τι ήταν… τι είναι αυτό το κτίριο; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Λένε ότι κάποτε ήταν ψυχιατρείο. Φαντάζομαι ότι από τότε το κλείδωμα θα είχε κάποιο νόημα. Πάντως τώρα βρίσκεται υπό κατάληψη… και το κλείδωμα αποκτά διαφορετική σημασία. Τουλάχιστον εμποδίζει ορισμένους κυρίους να το ζητήσουν πίσω. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Υπό κατάληψη; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ξέρω.. ξέρω… θα ‘χεις ακούσει ότι τέτοια πράγματα γίνονταν μόνο το εξήντα και το εβδομήντα. Συστηματική παραπληροφόρηση… Μ’ άλλα λόγια… καλώς ήρθες στο σπίτι μας! Βλέπεις, δε μένω μόνος μου σ’ όλο το κτίριο. Αν θες να βγεις πάντως… θα χρησιμοποιήσεις πάλι το παράθυρο.
Ο γυμνός άντρας κατευθύνεται προς το παράθυρο, ξαφνικά όμως ένα χέρι εισβάλλει από εκεί, πιάνεται από την κάσα και κάποιος προσπαθεί να πηδήσει μέσα. Ο γυμνός άντρας οπισθοχωρεί. Ένας ψηλός άντρας, γύρω στα πενήντα, πολύ αδύνατος με κοτσίδα, που φοράει φθαρμένο δερμάτινο παντελόνι και τζάκετ, μπαίνει μέσα. Κάτω από την μασχάλη του κρατάει ένα παλιό κασετόφωνο. Μόλις στέκεται όρθιος, παρατηρεί εξεταστικά τον γυμνό άντρα.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: (απευθυνόμενος στον άντρα με το κασετόφωνο) Μην ανησυχείς, είναι δικός μας (δείχνει τον γυμνό άντρα)… ή θα γίνει.
Ο ζητιάνος βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα, προσφέρει πρώτα στον άντρα με το κασετόφωνο και μετά στον γυμνό άντρα. Οι δυο τους κάθονται στο πάτωμα, ενώ ο γυμνός άντρας παραμένει όρθιος.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Άραξε… μαζί μας. Θ’ ακούσουμε λίγη μουσική.
Ο γυμνός άντρας διστάζει, αλλά τελικά κάθεται. Ο ζητιάνος μ’ ένα σπίρτο ανάβει τα τσιγάρα όλων. Ο άντρας με το κασετόφωνο πατάει το play. Το «The writing on my fathers hand» των Dead can dance ακούγεται. Καπνίζουν σιωπηλά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα ο γυμνός άντρας πηδάει απότομα όρθιος. Οι άλλοι τον κοιτάζουν ξαφνιασμένοι. Κανένας δεν του μιλάει, εκείνος περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο, φανερά νευρικός. Προς το τέλος του τραγουδιού ο ζητιάνος σηκώνεται και πάει δίπλα του.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι έγινε; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πού βρήκατε αυτό το κομμάτι; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μόνο εκείνος ξέρει (δείχνει προς τον άντρα με το κασετόφωνο). ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (μιλάει δυνατότερα και απευθύνεται στον άντρα με το κασετόφωνο) Ποιος τραγουδάει;
Ο άντρας με το κασετόφωνο δεν του δίνει καμία σημασία. Ο ζητιάνος παίρνει τον γυμνό άντρα στην άκρη και του ψιθυρίζει κοντά στο αυτί του.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν θα σου πει. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν μιλάει… σε κανέναν. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Και τι κάνει εδώ; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Έρχεται κάθε μέρα για να παίξει λίγη μουσική. Δεν μένει σε μας, αλλά σε κάποιο διπλανό κτίριο. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό το τραγούδι…
Ο ζητιάνος τον κοιτάζει, περιμένει τη συνέχεια, ο γυμνός άντρας αργεί.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Κάτι μου θυμίζει. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δηλαδή; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είμαι σίγουρος… αλλά έχει κάποια σχέση με μένα. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πώς; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μόνο αυτή τη μουσική θυμάμαι.
Ο γυμνός άντρας ανασηκώνει του ώμους του και με το κεφάλι του κάνει μια κίνηση πως δεν ξέρει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε ίσως να σε βοηθήσει.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Μέσα σ’ ένα μπαρ, μουσική από Bob Dylan (“One more cup of coffee”) παίζει σιγανά. Δεν υπάρχουν τραπέζια παρά μόνο σκαμπό και μια μακριά μπάρα χωρίς πελάτες. Πίσω της στέκεται ο μπάρμαν, γύρω στα εξήντα με πυκνό μούσι και ανακατωμένα μαλλιά, φοράει τζιν παντελόνι κι ένα πορτοκαλί κοντομάνικο που γράφει με μαύρα γράμματα «Ne travallez jamais». Ο ζητιάνος κι ο γυμνός άντρας μπαίνουν και κάθονται σιωπηλοί σε δύο σκαμπό. Ο μπάρμαν ετοιμάζει και φέρνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Το αφήνει μπροστά στον ζητιάνο.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Υπάρχει κάτι καινούργιο για μένα; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Θα ήταν ίσως ανακρίβεια να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη δρόμο… βρίσκομαι όμως στο σωστό… μονοπάτι. ΜΠΑΡΜΑΝ: Για πες μου. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Κυνηγάω κάτι που θα καλύψει τα ποτά μου μια και καλή. ΜΠΑΡΜΑΝ: Πάντως διψάς συχνά. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν θα το αναλύσω. Φέρνει γρουσουζιά. ΜΠΑΡΜΑΝ: Χρονιά; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Λουί Φερντινάν, πρώτη έκδοση. ΜΠΑΡΜΑΝ: (χαμογελάει, ελαφρώς ειρωνικά) Και επιπλέον θα μου το φέρεις σε ασημένιο πιάτο; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Όταν το δεις, θα τρέμεις… και θα ζητάς συγχώρεση. Ο μπάρμαν δείχνει ότι αρχίζει να ενδιαφέρεται και πλησιάζει το ζητιάνο.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Όχι, όχι. Μη με ρωτήσεις τίποτα λεπτομέρειες. Επαγγελματικό απόρρητο. ΜΠΑΡΜΑΝ: Θα περιμένω λοιπόν. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Καλά θα κάνεις. Στο εντωμεταξύ θα κεράσεις κάτι το φίλο μου; Απόψε χρειάζεται… ειδική φροντίδα. ΜΠΑΡΜΑΝ: Ακούω. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μπλε Ιγουάνα. ΜΠΑΡΜΑΝ: Θα αστειεύεσαι. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Καθόλου. Υπάρχει λόγος.
Ο ζητιάνος λέει κάτι στο αυτί του μπάρμαν και μετά έχουν ένα σύντομο διάλογο, που δεν μπορούμε να ακούσουμε. Ο μπάρμαν παρατηρεί για πρώτη φορά προσεκτικά τον γυμνό άντρα.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Είσαι αλλεργικός σε κάτι; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω… δεν θυμάμαι.
Ο μπάρμαν συγκατανεύει και εξαφανίζεται στο βάθος του μπαρ.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι παρήγγειλες για μένα; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μπλε Ιγουάνα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι είναι αυτό; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ένα είδος κοκτέιλ. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι ακριβώς ήρθαμε να κάνουμε εδώ; Ποιος σου είπε πως θέλω κοκτέιλ; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Κατά κάποιο τρόπο… εσύ το ζήτησες. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πότε; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν χρειάζεται να ρωτάς πολλά. Απ’ ότι κατάλαβα η ασθενής μνήμη δεν σε ικανοποιεί. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ασθενής; Θα έλεγα μηδενική. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Θεωρείται πάντως σοβαρό προσόν. Ξέρω πολλούς που θα έκαναν τα πάντα για την αποκτήσουν. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή να ξεχάσουν; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μα τι άλλο; Πρόκειται για σπάνιο αγαθό! Μα εσύ ήδη σκάβεις προς την αντίθετη πορεία. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, θα ήθελα να μάθω… να θυμηθώ. Κι όμως. Δεν είμαι σίγουρος. Υπάρχει κάτι…
Μένει σιωπηλός για λίγο.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ίσως όλα να έχουν σβηστεί. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Σ’ αυτή την περίπτωση, ο μπάρμαν… διαθέτει κάποιες… ας πούμε… ικανότητες. (Χαμηλώνει την φωνή του) Ο τύπος βέβαια κατατάσσεται και στους πιστούς πελάτες μου. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πελάτης σου; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Έχει μία από τις σπανιότερες συλλογές. Φυσικά αγοράζει μόνο πρώτες εκδόσεις… εδώ και πολλά χρόνια. Ο μπάρμαν εμφανίζεται ξανά και αφήνει ένα μικρό ποτήρι που περιέχει κάποιο άχρωμο ποτό χωρίς πάγο, μπροστά από τον γυμνό άντρα. Αυτός το κοιτάζει λίγο δύσπιστα.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί το λέτε μπλε Ιγουάνα; ΜΠΑΡΜΑΝ: Θέμα χρωματικής αντιλήψεως.
Ο μπάρμαν τσουγκρίζει τα ποτήρια τους. Το ποτό του μπάρμαν μοιάζει ολόιδιο με αυτό του γυμνού άντρα.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ τι πίνεις; ΜΠΑΡΜΑΝ: Μωβ Ιγουάνα. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Φαίνονται ακριβώς τα ίδια. ΜΠΑΡΜΑΝ: Πράγματι.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ο μπάρμαν και ο γυμνός άντρας βρίσκονται μέσα σ’ ένα κουτί φτιαγμένο από λευκό χαρτί, ύψους ενάμιση μέτρου περίπου, διαστάσεων δύο μέτρων επί δύο, κλειστό από παντού, μόνο η μπροστά πλευρά του (προς το κοινό) είναι διάφανη. Έξω από το κουτί υπάρχει απόλυτο σκοτάδι, στο εσωτερικό απαλός μπλε φωτισμός. Κάθονται κάτω σε στάση γιόγκας, λίγο στριμωγμένα, ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Ακούγεται μουσική προερχόμενη από όργανο ντιτζεριντού. Ο γυμνός άντρας περιστρέφει ήρεμα το κεφάλι του, περιεργαζόμενος τα τοιχώματα του κουτιού. Προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι είναι αυτό… που ακούγεται; ΜΠΑΡΜΑΝ: Μουσική. Σ’ αρέσει;
Ο γυμνός άντρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Μένουν για λίγο σιωπηλοί, η μουσική συνεχίζεται.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Ποιο πιστεύεις ότι υπήρξε το χειρότερο συγκρότημα του κόσμου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (χαμογελάει με καθυστέρηση, θυμάται κάτι αστείο) Με τα ονόματα δεν τα πάω καλά. ΜΠΑΡΜΑΝ: Έχεις δίκιο… στο τέλος καταντάνε βαρετά. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ο τραγουδιστής φορούσε μονίμως γυαλιστερό σακάκι και το μαύρο μουστάκι στο πρόσωπό του φαινόταν… σαν πρόχειρα σχεδιασμένο με μαρκαδόρο. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής τότε. Όποτε κι αν άνοιγες την τηλεόραση, έπεφτες πάνω του… λες κι είχε κάνει ειδική συμφωνία με όλα τα κανάλια. ΜΠΑΡΜΑΝ: Δεν μπορούσες να την κλείσεις; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Καμία πιθανότητα! Εκείνη την εποχή θα έπρεπε να τσακωθώ… σχεδόν με το σύμπαν.
Μένουν σιωπηλοί πάλι για λίγο.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Ποιος άκουγε Dead can dance; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Dead… τι; ΜΠΑΡΜΑΝ: Ξέρεις… το τραγούδι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (αργεί να απαντήσει, σα να έχει ήδη χαθεί κάπου αλλού) Νομίζω… εκείνη. Μα κάποια στιγμή η μουσική σταματάει… (η μουσική από ντιτζεριντού σταματάει) και ξαφνικά τίποτα δεν ακούγεται… κι εκεί θα μείνεις… θα περιφέρεσαι… θα θυμάσαι. ΜΠΑΡΜΑΝ: Μπορεί να την ξαναβρείς. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αδύνατο. ΜΠΑΡΜΑΝ: Γιατί αδύνατο; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (του παίρνει πολύ ώρα να απαντήσει, φαίνεται τελείως ανέκφραστος. Αυτή τη φορά το επαναλαμβάνει δυνατότερα) Αδύνατο! ΜΠΑΡΜΑΝ: Πώς είσαι τόσο σίγουρος; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Κάποια πράγματα δεν θα ξαναγίνουν… και πρέπει να το ξέρεις αυτό. Να το βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου. Όχι, όχι, ο ήλιος δεν θα σηκωθεί… με τον ίδιο τρόπο… κι είναι ανώφελο να περιμένεις. Ένα σκέτο βασανιστήριο. Ο γυμνός άντρας δυσκολεύεται να αναπνεύσει και προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος. Τα καταφέρνει, αλλά στέκεται σκυμμένος γιατί η οροφή του κουτιού είναι χαμηλή.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Είσαι εντάξει; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τρόπος… του λέγειν. ΜΠΑΡΜΑΝ: Θέλεις να βγεις έξω; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό το υλικό… (αγγίζει το χαρτί στην οροφή) φαίνεται τόσο μαλακό. ΜΠΑΡΜΑΝ: Αν το σκίσεις… να ξέρεις ότι έτσι θα μείνει. Δεν κολλάει πάλι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τότε… καλύτερα να δοκιμάσω. ΜΠΑΡΜΑΝ: Μπορείς να βγεις έξω, μα από την άλλη μεριά. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (κλείνει τα μάτια του) Όχι, δεν μπορούμε ποτέ να πάμε πουθενά. Να ξεφύγουμε. Οι εικόνες… οι εικόνες… Μας ακολουθούν… σαν σύννεφο από… (σύντομη παύση) Μια σκόνη αναμνήσεων… μέσα σε αποπνικτικά δωμάτια. Οι τοίχοι ήταν άσπροι και χωρίς πόρτες… κανένας ήχος δε μπορούσε να βγει έξω.
Ο γυμνός άντρας ανοίγει απότομα τα μάτια του και σχεδόν πανικόβλητος σκίζει με το δεξί του χέρι τον χάρτινο τοίχο του κουτιού. Το χέρι του μένει τεντωμένο έξω, τα δάχτυλά του κινούνται, σα να ψάχνει κάτι για να αγγίξει στο σκοτάδι.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Το πρόσωπό της… κι όλα αυτά που δεν θα ξαναδείς! Ναι, να ξεχάσεις… πρέπει να ξεχάσεις.
Ο μπάρμαν σηκώνεται κι αυτός όρθιος, σκυμμένος αναγκαστικά. Σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Ο γυμνός άντρας φαίνεται τελείως μπερδεμένος, δεν έχει πια ιδέα πού βρίσκεται.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (σα να τον βλέπει για πρώτη φορά) Εσύ πώς κατέληξες εδώ μέσα; ΜΠΑΡΜΑΝ: Οικειοθελώς. Εσύ; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Μπλε… από κάτι μπλε. ΜΠΑΡΜΑΝ: Θάλασσα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αυτή τη φορά… νομίζω… Ιγουάνα. ΜΠΑΡΜΑΝ: Έχεις δυνατή μνήμη. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Για ορισμένα πράγματα.
Μένουν σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Ο γυμνός άντρας ξαναφέρνει αργά το αδειανό χέρι του μέσα και το κοιτάζει απογοητευμένος.
ΜΠΑΡΜΑΝ: Τι συμβαίνει; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ξυπνάς απότομα… και βρίσκεσαι στην έρημο… δεν είναι όμως όνειρο… ή ίσως να είναι… μακάρι να ήταν… (σύντομη παύση) και μόνο εδώ μέσα υπάρχει λίγο φως. (Κοιτάζει έξω από το κουτί, πρώτα από την τρύπα που έχει ανοίξει και μετά από την διάφανη πλευρά του, προς το κοινό) Εκεί έξω… όλα μοιάζουν σκοτεινά.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
Το ίδιο δωμάτιο του ζητιάνου με το φως των κεριών. Ο ζητιάνος, ο μπάρμαν και ο άντρας με το κασετόφωνο, κάθονται στο πάτωμα σ’ ένα γύρο. Όλοι καπνίζουν και πίνουν από κάποιο μπουκάλι χωρίς ετικέτα που βρίσκεται στο κέντρο. Ο μπάρμαν ξαπλώνει ανάσκελα προς τα πίσω και το κεφάλι του ακουμπάει στο πάτωμα. Φαίνεται εξαντλημένος.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Κουράστηκες; ΜΠΑΡΜΑΝ: Όταν μπορείς να ταξιδεύεις δεν δικαιούσαι να έχεις παράπονα. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ο άλλος τι κάνει; ΜΠΑΡΜΑΝ: Νομίζω πως κοιμάται. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Πού τον πήγες; ΜΠΑΡΜΑΝ: Στον χάρτινο κόσμο. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι; Αυτή η κατασκευή μου φαινόταν πάντα φτιαγμένη… για ποντίκια. Πολύ κλειστοφοβική για τα γούστα μου. ΜΠΑΡΜΑΝ: Δεν έχεις δίκιο. Για ορισμένες περιπτώσεις… ενδείκνυται. Συνεχίζει να είναι το πιο ζεστό μέρος. Κι ίσως το ασφαλέστερο επίσης. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Υπονοείς ότι αυτός ο τύπος είναι επικίνδυνος; ΜΠΑΡΜΑΝ: Όλοι δεν είμαστε; Κυρίως για τον εαυτό μας. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Για πες μας τι έμαθες λοιπόν. Από πού έχει έρθει αυτός ο άνθρωπος; ΜΠΑΡΜΑΝ: Δεν ξέρω… κι ούτε εκείνος ξέρει. Ένα μόνο είναι σίγουρο. Του αρέσουν οι Dead can dance.
Ο άντρας με το κασετόφωνο χαμογελάει.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Ωραίο συμπέρασμα… αλλά νομίζω ότι αυτό το είχαμε καταλάβει και από πριν. ΜΠΑΡΜΑΝ: Μη βιάζεσαι! Πιστεύω ότι αυτή η μουσική δεν ήταν δική του επιλογή. Κάποια άλλη… κάποτε… την άκουγε. Κι αυτή η γυναίκα φαίνεται ότι βρισκόταν πολύ κοντά του τότε. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τίποτα άλλο… λίγο πιο συγκεκριμένο; Για παράδειγμα πώς βρέθηκε γυμνός στη μέση του δρόμου; ΜΠΑΡΜΑΝ: Κάποτε είχε ένα σπίτι… όπως όλοι. Μα αν το εγκατέλειψε μόνος του, αν τον πέταξαν έξω ή αν το έσκασε από άσυλο φρενοβλαβών… μπορώ να σου πω ότι ούτε ο ίδιος το θυμάται πια. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Κάποια γυναίκα… ένα σπίτι… κάποτε… Δηλαδή δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικό στοιχείο που να οδηγεί στο παρελθόν του; ΜΠΑΡΜΑΝ: Η μουσική κι ο φόβος του. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι φοβάται; ΜΠΑΡΜΑΝ: Ότι δεν θα μπορέσει να συναντήσει ξανά αυτήν την γυναίκα. Οι Dead can dance αυτό ακριβώς του θυμίζουν. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δηλαδή πιθανόν να έχει πεθάνει; ΜΠΑΡΜΑΝ: Ίσως… αν και υπάρχουν περισσότεροι λόγοι για τους οποίους δεν μπορείς να ξαναβρείς κάποιον. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τελικά πρόκειται για μια τυπική περίπτωση αμνησίας; ΜΠΑΡΜΑΝ: Τυπική περίπτωση; Μετά από τόση λογοτεχνία, άρχισες να μιλάς σαν ψυχίατρος σε ιδιωτική κλινική; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Προσπαθούσα να πω… ότι… ΜΠΑΡΜΑΝ: Πες το ελεύθερα! Μετά θα ήθελα όμως να μάθω και την διάγνωση ενός ψυχιάτρου για την δική σου περίπτωσή. (Ο μπάρμαν αλλάζει τη φωνή του, την κάνει πιο σοβαρή, μιμούμενος τον δήθεν ψυχίατρο) Πρόκειται αναμφισβήτητα για υπόδειγμα επαγγελματικής ανεξαρτησίας! Κλέφτης σπανίων εκδόσεων! Κατά μια έννοια βέβαια… αυτό πλησίαζε πάντα το ιδανικό μας. Άλλωστε για τον συγκεκριμένο λόγο τον διαλέξαμε αμέσως. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Σωστό! Άλλωστε εκεί έξω υπάρχουν ακόμα κοριτσάκια που γουστάρουν πιλότους. ΜΠΑΡΜΑΝ: Και πυροσβέστες… και φαντάρους… και διανομείς πίτσας… αρκεί βέβαια να φοράνε μια κάποια φανταχτερή στολή.
Σταματάνε για λίγο να μιλάνε. Συνεχίζουν να πίνουν διαδοχικά από το μπουκάλι.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Τι θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε για κάποιον που δεν θυμάται τίποτα; ΜΠΑΡΜΑΝ: Όπως το λες… ακούγεται σα να πρέπει να αποφασίσουμε εμείς. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δεν βλέπω κανέναν άλλο να ενδιαφέρεται. ΜΠΑΡΜΑΝ: Λοιπόν βάζω στοίχημα ότι θα μπορούσαμε να βρούμε μια άκρη για το παρελθόν του… μέσω της μουσικής. ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Δηλαδή; ΜΠΑΡΜΑΝ: Υπάρχουν μέρη θα μπορούσαμε να ψάξουμε. (Σύντομη παύση) Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως μπορώ να βρω κάτι από ένα μπαρ που… Ο άντρας με το κασετόφωνο σηκώνεται απότομα όρθιος. Τον κοιτάζουν παραξενεμένοι, εκείνος φαίνεται εξοργισμένος. Τους γυρίζει την πλάτη και μετά από μια μακρά σιωπή, μιλάει για πρώτη φορά.
ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ: Είστε ηλίθιοι, αν προσπαθείτε να το παίξετε ντετέκτιβ για λογαριασμό του τύπου. (Σύντομη παύση, γυρίζει και τους κοιτάζει, μια τον έναν και μία τον άλλο). Πώς ξέρετε ότι προσπαθεί να γυρίσει πίσω; Από πού συμπεράνατε πως θέλει να ξαναβρεί την μνήμη του; Ποιος σας εξουσιοδότησε να διαλέξετε τι είναι καλύτερο για κάποιον άλλο; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Και τι προτείνεις να κάνουμε; ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ: Γιατί πρέπει να κάνετε κάτι; (Σταματάει για λίγο, μετά απευθύνεται στο ζητιάνο) Εσύ θα γούσταρες να παίρνουμε αποφάσεις για σένα χωρίς να σε ρωτάμε; ΖΗΤΙΑΝΟΣ: Μάλλον… μάλλον… όχι. ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ: (δυνατότερα) Τότε λοιπόν απλώς αφήστε τον ήσυχο! Ας περπατάει χαμένος… ας μη θυμάται τίποτα… ας ζει όπως τον πάει το κάθε του βήμα… και κυρίως… ας ακούει ό,τι γουστάρει.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
Νύχτα, μικρό δωμάτιο σε σοφίτα με ξύλινο χαμηλό ταβάνι. Υπάρχει μόνο ένα παράθυρο απ’ όπου φαίνεται σκοτάδι απέξω. Απαλός φωτισμός μέσα στο δωμάτιο. Ο γυμνός άντρας φοράει τζιν παντελόνι και κοντομάνικο, κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά από ένα τραπεζάκι και γράφει κάτι. Είναι φρεσκοξυρισμένος, τα μαλλιά του ακριβώς όπως στην πρώτη σκηνή (στο δρόμο), φαίνεται χαρούμενος. Δίπλα του υπάρχει κάποιο ράφι γεμάτο με δίσκους βινυλίου κι ένα παλιό πικάπ. Μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε, είναι μισοξαπλωμένη σ’ ένα στρώμα που βρίσκεται στο πάτωμα. Η πλάτη της στηρίζεται στον τοίχο. Φοράει απλό, λεπτό φόρεμα με ψυχεδελικά πολύχρωμα σχέδια και διαβάζει ένα βιβλίο. Η κοπέλα σηκώνεται και πηγαίνει δίπλα του. Σκύβει και τον φιλάει στο στόμα. Όσο φιλιούνται της χαϊδεύει τα μαλλιά. Η κοπέλα στέκεται και πάλι όρθια, κι εκείνος την αγκαλιάζει από την μέση, όπως συνεχίζει να κάθεται στην καρέκλα. Το κεφάλι του εφάπτεται στην κοιλιά της κι έχει γυρίσει το πρόσωπό του στο πλάι (προς το κοινό). Τα μάτια του είναι κλειστά.
ΚΟΠΕΛΑ: Τι γράφεις; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τα συνηθισμένα. ΚΟΠΕΛΑ: Δηλαδή; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τίποτα σπουδαίο, εκείνο το παλιό ημερολόγιο που κρατάω. ΚΟΠΕΛΑ: Και για σήμερα τι έγραψες; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (ανοίγει τα μάτια και την κοιτάζει χαμογελώντας) Αφού ξέρεις πως προορίζεται μόνο για μένα… ΚΟΠΕΛΑ: Άρα κάτι σημαντικό θα έγραψες. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Έτσι όπως το θέτεις, θα πρέπει να αρχίσω να δικαιολογούμαι για… ΚΟΠΕΛΑ: Αστειευόμουν. Έχω κι εγώ ένα ημερολόγιο… και ξέρω πως είναι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Θα βάλεις καθόλου μουσική απόψε; ΚΟΠΕΛΑ: Εννοείς πώς θέλεις ν’ ακούσεις κάτι; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δε θα έλεγα όχι. ΚΟΠΕΛΑ: Υποψιάζομαι πως έχεις κάποια προτίμηση. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ίσως. ΚΟΠΕΛΑ: Για λέγε. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αν διάλεγες κάτι από εκείνο το συγκρότημα… που… ΚΟΠΕΛΑ: Ποιο απ’ όλα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Παίζουν μια μουσική… άντε τώρα να το περιγράψεις! Λίγο εκκλησιαστική… λίγο γοτθική… που μοιάζει και με θρήνο της ανατολής. ΚΟΠΕΛΑ: Μάλλον τους Dead can dance εννοείς. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αυτούς. ΚΟΠΕΛΑ: Σου αρέσουν; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ύστερα από τόσες ακροάσεις… πρέπει να παραδεχτώ πως άρχισα να τους συμπαθώ. ΚΟΠΕΛΑ: Να υποθέσω ότι μου κάνεις πλάκα; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, πραγματικά μου αρέσουν. Η κοπέλα του κάνει νόημα, σαν να του έχει στρίψει, τα μάτια της αλληθωρίζουν. Μετά πάει στο ράφι με τους δίσκους βινυλίου και διαλέγει έναν. Μόλις τον βάζει στο παλιό πικάπ, αρχίζει να παίζει Dead can dance, «The writing on my fathers hand». Τον προσκαλεί σιωπηλά, με μια κίνηση του χεριού της, για να χορέψουν. Αγκαλιάζονται και χορεύουν αργά. Η κοπέλα αρχίζει να τον γδύνει μέχρι να μείνει με το σλιπάκι του. Μετά κάνει κι αυτός το ίδιο. Με τα εσώρουχα και οι δυο τους πλέον, καταλήγουν στο στρώμα και σκεπάζονται μ’ ένα λευκό σεντόνι. Φιλιούνται, μετά από λίγο βγάζουν και πετάνε τα εσώρουχά τους στο πάτωμα. Η μουσική τελειώνει.
ΚΟΠΕΛΑ: Ώρες… ώρες… (διστάζει να συνεχίσει). ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι; ΚΟΠΕΛΑ: Μου περνάνε… κάτι απίθανες ερωτήσεις από το μυαλό. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Όπως; ΚΟΠΕΛΑ: Άσ’ το. Σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πες μου τώρα… που μπορείς. ΚΟΠΕΛΑ: (τον κοιτάζει απότομα παραξενεμένη, σχεδόν τρομαγμένη) Γιατί το λες αυτό; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι εννοείς; ΚΟΠΕΛΑ: Τώρα που μπορώ; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (γελάει) Το χιούμορ σου έφυγε για ταξίδι σήμερα;
Η κοπέλα σηκώνεται όρθια. Τελείως γυμνή, βάζει έναν άλλο δίσκο στο πικάπ, αλλά δεν πατάει το play. Στέκεται για λίγο μακριά από το στρώμα, κοντά στο πικάπ, ακίνητη. Μετά πηγαίνει στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Κοιτάζει έξω και προς τα κάτω, όσο του μιλάει.
ΚΟΠΕΛΑ: Αν κάποια μέρα… εξαφανιζόμουν… τι θα έκανες; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: (Την κοιτάζει κι αργεί να απαντήσει). Θα έψαχνα για κανένα μάγο. Αυτοί ξέρουν από τέτοια κόλπα. ΚΟΠΕΛΑ: Δεν αστειεύομαι. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Πώς δηλαδή να εξαφανιστείς; Τόσο εύκολο είναι; ΚΟΠΕΛΑ: Πανεύκολο, μια στιγμή αρκεί. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Προσπαθείς να μου πεις κάτι;
Σιωπή για λίγο, η κοπέλα συνεχίζει να κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τι μισόλογα είναι αυτά; ΚΟΠΕΛΑ: (Γυρίζει προς το μέρος του) Αν κάποτε έφευγα… όπως συνηθίζουν να λένε. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Λιγότερα από μισά. ΚΟΠΕΛΑ: Παίζουν ρόλο οι λεπτομέρειες; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Κυρίως αυτές. ΚΟΠΕΛΑ: Ωραία λοιπόν. Αν ξαφνικά σε παράταγα… αν πέθαινα από καλπάζουσα λευχαιμία… αν με κλείδωναν κάπου…(σύντομη παύση)… αν πηδούσα κάτω από τον έκτο όροφο… από εδώ ακριβώς που στέκομαι τώρα… τι θα έκανες;
Ο γυμνός άντρας παραμερίζει τα σκεπάσματα, σηκώνεται αργά όρθιος και πάει να την πλησιάσει. Η κοπέλα τεντώνει το χέρι της προς το μέρος του, κάνοντας νόημα να μείνει μακριά της.
ΚΟΠΕΛΑ: Μια απάντηση θέλω, όχι αγκαλιά. Τι θα έκανες λοιπόν; (Σύντομη παύση) Την αλήθεια!
Ο γυμνός άντρας στέκεται μπροστά στο πικάπ και πατάει το play. Ακούγονται οι Migala στο «Noche Desde». Την πλησιάζει και σταματάει ένα μέτρο μακριά της. Μένει εκεί σιωπηλός για λίγο, η κοπέλα συνεχίζει να κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Φαντάζομαι ότι θα σ’ έψαχνα. ΚΟΠΕΛΑ: Κι αν δεν μπορούσες να με βρεις πια; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τότε η μουσική θα συνέχιζε… (δείχνει το πικάπ)… να παίζει. ΚΟΠΕΛΑ: Θα με ξεχνούσες. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Αποκλείεται! ΚΟΠΕΛΑ: Θα προσπαθούσες… πίστεψέ με… ακόμα και χωρίς να το θέλεις. ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τότε θα έμενα… όπως τώρα… γυμνός.
Η κοπέλα γυρίζει και τον κοιτάζει για μια στιγμή κι ύστερα στρέφεται ξανά κατά το παράθυρο. Αυτός την πλησιάζει, στέκεται δίπλα της τώρα. Κοιτάζει κι αυτός έξω.
ΚΟΠΕΛΑ: Αναρωτιέμαι… πώς θα ήταν τότε η ζωή σου; ΓΥΜΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Έτσι… (της δείχνει με το δάχτυλο έξω από το παράθυρο)… Πάντα νύχτα.
Αντικρίζουν ο ένας τον άλλο για μια στιγμή και στρέφονται πάλι προς το παράθυρο. Μένουν έτσι, δίπλα δίπλα, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι.
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
Το ίδιο χάρτινο κουτί μ’ αυτό της πέμπτης σκηνής, υπάρχει απαλός μπλε φωτισμός μόνο εσωτερικά, απέξω απόλυτο σκοτάδι. Μέσα στο κουτί, κάθονται αντικριστά σε στάση γιόγκα ο γυμνός άντρας και η κοπέλα. Φοράνε τα ίδια ρούχα όπως στην αρχή της προηγούμενης σκηνής (έβδομης), κρατάει ο ένας τα χέρια του άλλου. Κοιτάζονται σιωπηλά. Σβήνουν τα φώτα για λίγο. Ξαφνικά ανάβει ένα μικρό κίτρινο φως, έξω από το κουτί, προς την μεριά του γυμνού άντρα. Μέσα στο κουτί κάθεται ο άντρας μόνος του, είναι γυμνός τώρα, φαίνεται σχεδόν μόνο η σκιά του. Τρίβει αργά τα μάτια του και με τις δυο του παλάμες, κοιτάζοντας προς την πλευρά που καθόταν η κοπέλα. Σταματάει να τρίβει τα μάτια του, μένει τελείως ακίνητος, το βλέμμα του παραμένει καρφωμένο στο ίδιο σημείο. Το φως σβήνει προοδευτικά. Σκοτάδι παντού. Αυλαία.
|