Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (ΗΛΙΑ ΝΑΤΑΛΙΑ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 20:09 | |||
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ ΗΛΙΑ ΝΑΤΑΛΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ: ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΡΚΑΣ
Το σκηνικό εκτυλίσσεται, πάντα σε ημίφως, στο σπίτι του κύριου Μπάρκα, το οποίο αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο γενικής χρήσης (σαλόνι - κρεβατοκάμαρα - γραφείο). Η κάτωθι ανάλυση των σκηνικών γίνεται με βάση την οπτική που έχει το κοινό προς τη σκηνή. Η εξώπορτα του σπιτιού βρίσκεται μπροστά και δεξιά στη σκηνή και είναι εμφανής στους θεατές. Μπαίνοντας από εκεί, βλέπουμε ένα γραφείο με μια παλιά ξύλινη καρέκλα με χέρια και ένα ψηλό φωτιστικό δαπέδου, το οποίο ανάβει και σβήνει ανάλογα με την πλοκή. Ακριβώς μπροστά, πεταμένο στο πάτωμα, βρίσκεται ένα λουρί σκύλου με μια σιδερένια αλυσίδα. Αριστερά, υπάρχει μια πολυθρόνα νεοκλασικού τύπου κι ακριβώς μπροστά της είναι ριγμένο στο πάτωμα ένα μεγάλο μαξιλάρι. Νοητά ανάμεσα στο γραφείο και την πολυθρόνα, αλλά αρκετά πιο πίσω, υπάρχει ένα κρεβάτι ξέστρωτο και καλυμμένο με διάφορα ρούχα και εφημερίδες. Στη δεξιά πλευρά του υπάρχει το μπολ με το φαγητό του σκύλου, ενώ στην αριστερή υπάρχει μια σακούλα με σκουπίδια, καθώς και ένα μπουφάν κρεμασμένο σ’ ένα καλόγερο. Τέλος στην αριστερή πλευρά των σκηνικών υπάρχει ένα και μοναδικό παράθυρο, το οποίο καλύπτεται από μακριές, βαριές μαύρες κουρτίνες. Στο πάτωμα είναι ριγμένες κι άλλες εφημερίδες, ενώ στο χώρο γενικά επικρατεί ακαταστασία. Όλα τα έπιπλα είναι στραμμένα προς την πλευρά των θεατών και μόνο η πολυθρόνα στρέφεται ορισμένες φορές, ανάλογα με το περιεχόμενο του μονολόγου, προς το παράθυρο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, οι κινήσεις του κύριου Μπάρκα είναι νευρωτικές, ορμητικές και γενικά ξεπερνούν σε ένταση τις συνηθισμένες ανθρώπινες κινήσεις. Οι ίδιες αυτές παραπέμπουν το κοινό να τον παρομοιάζει με ζώο.
Ε Ν Α Ρ Ξ Η
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
(Ο κος. Μπάρκας κάθεται σιωπηλός στην πολυθρόνα και υπό το χαμηλό φως του φωτιστικού διαβάζει εφημερίδα. Τα πρώτα δευτερόλεπτα περνούν ήρεμα με το ξεφύλλισμα των σελίδων. Ξαφνικά αρχίζει να σκίζει νευρικά τα φύλλα και να τα πετά στο πάτωμα, γύρω του. Όταν τελειώνει, χύνεται στην πολυθρόνα και κοιτάει το κοινό).
……………………………………………………………………
Σήμερα μετράω άλλη μια αποτυχία. Και το ξέρω, δεν θα μου βγει σε καλό όλος αυτός ο μπελάς. Κόσμος πάει κι έρχεται κι εγώ εκεί, απαρατήρητος κι ανούσιος σ’ όλο μου το μεγαλείο.
(Απευθύνεται στο λουρί που βρίσκεται πεταμένο στο πάτωμα)
Απαρατήρητος κι ανούσιος, αγαπητέ μου Ροστάν! Κοίτα με καλά και πες μου τι βλέπεις.
(Ανασηκώνεται στην πολυθρόνα)
Όχι, επιμένω να μου πεις, γιατί πραγματικά έχω βαλτώσει. Βάλε το πόδι στην καρδιά και μίλα μου ειλικρινά. Με θεωρείς τουλάχιστον αστείο; Φτηνή καρικατούρα, ε;
(Προς το κοινό) Εντάξει, το δέχομαι. Όμως ποιανού καρικατούρα; Άσε, καλύτερα μην απαντάς. Θα σου γλυτώσω χρόνο λέγοντάς σου πως έχω καταλήξει. Είμαι ένας αστός, ένα εγχώριο προϊόν, γέννημα θρέμμα αυτής της καταθλιπτικής πόλης που σιγοτρώει τα συκώτια σαν το σαράκι. Ένας γελοίος ανθρωπάκος που τρέχει σε ταχύτητα φωτός ανάμεσα σε δύο αδιέξοδα. Ούτε καν σ’ ένα γήπεδο. Εκεί τουλάχιστον θα ‘κανα κύκλους.
(Προς το λουρί) Ξέρεις τι είναι το αδιέξοδο; Είναι ο δρόμος που έχει τέλος, τελειωτικό τέλος και μηδενίζει κάθε πιθανότητα διαφυγής. Το πάτωμα και το ταβάνι είναι αδιέξοδα, ας πούμε. Μπορείς να τα γκρεμίσεις και να προχωρήσεις παραπέρα, όμως δεν το κάνεις. Και ξέρεις γιατί δεν το κάνεις;
(Σκύβει κι αγκαλιάζει τα πόδια του σφιχτά)
Γιατί έχεις έμφυτη την ανάγκη του περιορισμού. Το παν σε φοβίζει, είναι πολύ μεγάλο και αχανές. Αντίθετα, τέσσερις τοίχοι είναι τέσσερις τοίχοι.
(Αγγίζει το πάτωμα και το χαϊδεύει)
Τους αγγίζεις, τους μυρίζεις και τους βλέπεις. Στο αχανές, οι αισθήσεις χάνονται, δεν λειτουργούν. Ανασφαλές γι’ ανθρώπους σαν κι εμάς. Συμφωνείς;
(Ρίχνει το κεφάλι του πίσω) Κι όμως, είναι στιγμές που μέσα σ’ όλη αυτή την υπερκινησία των ημερών, θέλω να σταματήσω, να λήξω, να παύσω…τις ανάσες, τα βλέμματα, την ώρα. Να παγώσω το χρόνο κάπου στο τότε ή στο τώρα. Καλύτερα στο τότε.
(Σηκώνεται και κινείται νωχελικά προς το παράθυρο. Παραμερίζει τις κουρτίνες και ρίχνει κλεφτές ματιές έξω)
Το τότε είναι ασφαλές, δεν έχει εκπλήξεις. Ηχεί κι ωραία συν τις άλλοις. Άκου αυτό: «Σαν τ ό τ ε που γνωριστήκαμε και δεθήκαμε με τα ιερά δεσμά της αιώνιας συντροφικότητας». Καλά, θεσπέσιο άκουσμα! Και τι φωνήεντα, όμικρον, έψιλον…
(Κλείνει καλά τις κουρτίνες) Κλειστά κι όμως τόσο στρογγυλά κι απαλά. Τότε…τότε... Πάντως, θα το δεις κι εγώ δεν θα βγω ψεύτης. Όλο αυτό το μάταιο κυνήγι θα μας καταβάλλει, θα μας εξασθενήσει, θα μας ασθενήσει και ίσως μια μέρα μας αποτελειώσει. Αλλά όταν δικαιωθώ θα ‘ναι αργά. Μόνο, ας κάνει ο Θεός να μην είναι πολύ αργά.
(Σηκώνει το λουρί και το σέρνει μέχρι την πολυθρόνα. Αφού κάθεται το ακουμπά δίπλα του στο πάτωμα)
Έλα Ροστάν. Ήρθε η ώρα για το καθημερινό μας παραμύθι. Ο αγαπημένος σου συνονόματος Ροστάν Εντμόν θα ‘χε να μας πει τώρα μια ωραία ιστορία απ’ αυτές του Σερανό ντε Μπερζεράκ, όμως….ε, δεν πειράζει. Όσο ζούσε έλεγε. Τώρα λέω εγώ κι αύριο θα λέει κάποιος άλλος. Κλασικό χρονοδιάγραμμα....
(Χτυπάει απαλά με το πόδι του το μαξιλάρι)
Πλησίασε. Βολέψου να, εδώ, στο μαξιλάρι που σ’ αρέσει.
(Προς το κοινό) Η ώρα ήταν περίπου έντεκα το πρωί όταν βρήκα το σωστό κουδούνι. Για την ακρίβεια, έγραφε «Εμπορική Εταιρεία Charmel». Ήταν στο δεύτερο όροφο και προτίμησα να πάω με τις σκάλες παρά με το ασανσέρ. Ξέρεις, τώρα, να κερδίσω λίγο χρόνο για να προλάβω να βγάλω το μπουφάν που μ’ έσφιγγε, να ισιώσω τα μαλλιά απ’ τον αέρα και ν’ αποφύγω κι αυτό το ενοχλητικό βλέμμα που ρίχνω στον εαυτό μου κάθε που βρίσκομαι μπροστά από καθρέφτη.
(Βγάζει από την πίσω τσέπη του παντελονιού του μια χτένα και κάνει δυο τρία περάσματα χτενίσματος στα μαλλιά του)
Ύστερα, βρήκα μπροστά μου μια ανοιχτή πόρτα και δίχως απορίες και χαζές ερωτήσεις του τύπου «μήπως είστε εσείς που ζητάτε προσωπικό εργασίας», μπήκα μέσα. Καλοστρώθηκα και σ’ ένα πράσινο δερμάτινο καναπέ που μου ‘δειξε μια ξανθιά, η οποία, ευτυχώς κιόλας, δεν φάνηκε να κατάλαβε το λαχάνιασμά μου και περίμενα υπομονετικά. Πρέπει να έμεινα καθισμένος εκεί περί τα τρία λεπτά. Ξαφνικά, ακούω την ίδια ξανθιά να φωνάζει τ’ όνομά μου, σα να μην μ’ έβλεπε. Σαν να ‘μουν αόρατος μπρος στα μάτια της. Σου λέω, το φώναξε με τέτοια δύναμη! Μα, έπρεπε να ‘σουν από μια μεριά να την άκουγες, με πόσο στόμφο και σοβαρότητα το πρόφερε.
(Σηκώνεται όρθιος)
«Κύριε Μπάρκα! Κύριε Μπάρκα!».
(Ανοίγει τις κουρτίνες και χαζεύει έξω απ’ το παράθυρο)
Ένιωσα σχολιαρόπαιδο που το φωνάζουν απ’ τα μεγάφωνα για την αποβολή. Αλήθεια, ανατρίχιασα, γύρισα πίσω καμιά σαρανταριά χρόνια και μου ‘ρθε να κάνω κι εμετό. (Αναγουλιάζει έντονα και προχωρά προς το γραφείο)
Έτσι με φώναζε ο φιλόλογος, ο (Στηρίζεται με τα χέρια του στο γραφείο)… πες τον μωρέ.…ο…. Κοίτα να δεις που κόλλησε το μυαλό μου.
(Βαδίζει και πάλι) Τέλος πάντων, εβδομήντα πέντε χρονών γέρος και δεν φτάνει που δίδασκε ακόμα, γκάριζε με τέτοια δύναμη που σείονταν οι τοίχοι του σχολείου κι εμείς κατουριόμασταν πάνω μας. Κι ήταν και ψηλός, ο άτιμος, πολύ ψηλός. Έμπαινε στην τάξη κι αφού μας κοίταζε προσεκτικά απ’ την κορφή ως τα νύχια φώναζε
(Ανεβαίνει στο κρεβάτι όρθιος)
«Μπάρκας, στον πίνακα. Τρέχουμε, δεν περπατάμε. Εδώ δεν ήρθες για περίπατο παιδί μου κι αύριο σε θέλω κουρεμένο. Τεντιμπόηδες, βρωμόπαιδα. Άχρηστα μυαλά!».
(Κατεβαίνει απ’ το κρεβάτι και κάθεται σταυροπόδι)
Χριστέ μου, εφιαλτικές αναμνήσεις. Πως ξέφυγα απ’ αυτή τη φυλακή, ένας Θεός ξέρει.
(Φτύνει τον κόρφο του)
Κι όμως, μετά από τόσα χρόνια…νομίζω ότι τον παραδέχομαι. Όχι σε όλα, αλλά σ’ αυτό το «άχρηστα μυαλά». Ειδάλλως, γιατί δεν έγινα γιατρός, παρά μια ζωή έμεινα σ’ αυτό το τριτοκοσμικό εργοστάσιο; Αναρωτιέμαι καμιά φορά, αν τον είχα ακούσει τότε, μήπως το παρόν είχε γραφτεί διαφορετικά. Μήπως τώρα ήμουν ένας δικηγόρος…ή υπουργός…ή μεγαλέμπορος; Και μήπως και μήπως και μήπως. Άχρηστα «μήπως» παρέα με άχρηστα μυαλά. Μ α λ α κ ί ε ς ! Που είχα μείνει; Α, ναι.
(Προς το κοινό) Όταν, επιτέλους, η γραμματέας κατάλαβε ότι στεκόμουν όρθιος, ήδη απ’ την πρώτη στιγμή που είχε αναγγείλει τ’ όνομά μου, μου υπέδειξε να στρίψω αριστερά (Δείχνει αριστερά) σ’ ένα στενόμακρο διάδρομο κι έπειτα να μπω στο τρίτο γραφείο που θα έβρισκα στα δεξιά μου (Δείχνει δεξιά). Θεέ μου, τι μπέρδεμα κι αυτό! Αν ήσουν εκεί, σίγουρα θα σκουντούφλαγες τους τοίχους, καημένε μου Ροστάν. (Γέλιο) Ακολούθησα, που λες, πιστά τις οδηγίες της μικρής ξανθομπαμπουρίτσας κι έφτασα στην πολυπόθητη τρίτη πόρτα απ’ τα δεξιά που ‘ταν μισάνοιχτη. Χτύπησα δυο φορές κι όταν άκουσα το «μάλιστα» μπήκα με αέρα και σιγουριά. Εκεί, πίσω από ένα ξύλινο μεγάλο γραφείο, καθόταν ένας νεαρός γραφιάς που δεν τον έκανες πάνω από τριάντα χρονών. Τα ‘χασα αγαπημένε μου, τ’ ομολογώ.
(Σηκώνεται και πιάνει το λουρί από κάτω. Αφού το επεξεργάζεται για λίγο, το πετά στην πολυθρόνα αδιάφορα. Ύστερα προχωρά προς το γραφείο)
Απευθείας σκέφτηκα: «έχει γούστο τώρα να ‘ναι αυτός ο εργοδότης μου; Κάποιος μου κάνει πλάκα, δεν μπορεί». Τρελάθηκα, σου το λέω ειλικρινά. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έκανα πίσω. Συνέχισα με μεγάλα και επιβλητικά βήματα και σταμάτησα ακριβώς μπροστά στο γραφείο του. Λίγο ακόμα και θα σκαρφάλωνα επάνω. Ε, κάπου εκεί ξεκίνησε ο διάλογος.
(Μ’ ένα πήδημα κάθεται πάνω στο γραφείο) «Ο κύριος Μπάρκας, σωστά;» Με ρωτάει κι εγώ του γνέφω καταφατικά. «Ο κύριος Μπάρκας που ζει στο κέντρο της πόλης, σωστά;». Με ξαναρωτάει και πάλι του γνέφω καταφατικά. «Ο κύριος Μπάρκας που ζει στο κέντρο της πόλης και είναι άνεργος πέντε μήνες, σωστά;». Με ξαναρωτάει. Χάλια τα νεύρα μου εμένα.
(Κατεβαίνει απ’ το γραφείο και κάθεται στην καρέκλα γερμένος προς τα εμπρός)
Τον κοίταξα κατάματα και του ‘πα «Είμαι ο κύριος Μπάρκας. Είμαι πενήντα πέντε χρονών και ζω στο κέντρο της πόλης. Είμαι άνεργος εδώ και πέντε μήνες, γιατί δούλευα σ’ ένα εργοστάσιο συσκευασίας ξηρών καρπών, απ’ όπου με απέλυσαν για να πάρει τη θέση μου ένα αγόρι είκοσι χρόνια μικρότερό μου. Έχω ένα κόκερ, ένα σκύλο τέλος πάντων, τον Ροστάν. Δεν έχω γυναίκα, δεν έχω παιδιά και ναι, έχω πάει φαντάρος και ναι, ήρθα για την αγγελία που διάβασα στην εφημερίδα που ναι, ζητά υπαλλήλους γραφείου και ναι, μπορώ να δουλέψω και πρωί και απόγευμα και σαββατοκύριακα και όχι, δεν έχω δίπλωμα οδήγησης ούτε καν αυτοκίνητο».
(Γέρνει στην πλάτη της καρέκλας και χαμογελά σαρκαστικά)
Ε, του χρειαζόταν! Όχι κύριέ μου, χρόνος και διάθεση ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και δεν δίδονται αντικαταβολή! Μα, πόσο ν’ αντέξω πια με την αργοπορία του καθενός! Αλλά, έπρεπε να τον έβλεπες πως με κοίταζε, σα χαζός. Του ‘κανε εντύπωση και το λουρί, αλλά δεν με ρώτησε τίποτα. Κώλωσε, κατάλαβες;
(Τρίβει το λαιμό του σαν κάτι να τον σφίγγει)
Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Φαίνεται δεν τον είχε διακόψει κανείς και ποτέ. Ενώ τώρα, είχα βρεθεί εγώ από το πουθενά, ένας κύριος Μπάρκας, ένας τυχάρπαστος κανείς, να τον διακόπτω και να του προσφέρω στο πιάτο όλες τις ανατριχιαστικές απαντήσεις που θα μου ζητούσε και δεν θα ξεμπερδεύαμε ούτε σε δυο χρόνια. Έπρεπε να του δώσω αυτό που χρειαζόταν πραγματικά κι όχι αυτό που μου ζητούσε. Και πίστεψέ με, αυτό που χρειαζόταν ήταν γλυτώσω κι απ’ τους δυο μας χρόνο κι όχι να σπαταλήσω τον ήδη μειωμένο. Εντέλει, μου έδωσε ένα χαρτί στο οποίο έπρεπε να συμπληρώσω τα προσωπικά μου στοιχεία και κάποιες λεπτομέρειες για την εργασιακή μου εμπειρία. Μ’ ένα μπλε στυλό σημείωσα κι εγώ όλα τα απαραίτητα και του τα ‘δωσα να τα καλοκοιτάξει. Ε, αυτό το καλοκοίταγμα πρέπει να ‘χε διάρκεια μισής ώρας και δεν τα παραλέω.
(Κοιτάει προς το κρεβάτι σα να απευθύνεται σε κάποιον)
Μην κουνάς τ’ αυτιά σου έτσι πέρα δώθε, γιατί μου τη δίνεις. Ξέρεις ότι εγώ με κάτι τέτοια δεν λέω ψέματα. Άλλωστε τι έχω να κερδίσω άμα σου αραδιάσω εσένα του κόσμου τις χοντράδες; Μπας και με κακολογήσεις στ’ άλλα σκυλιά της γειτονιάς;
(Ζυγώνει στο παράθυρο και σκεφτικός ανοίγει δειλά τις κουρτίνες. Κρυφοκοιτάζει έξω σα να τον παρακολουθούν κι ύστερα επιστρέφει και κάθεται στην καρέκλα του γραφείου)
(Προς το κοινό) Και συνεχίζω λοιπόν. Αφού πέρασε αργά και βασανιστικά αυτό το μισάωρο, γύρισε ο νεαρός προς το μέρος μου, χαμήλωσε τα γυαλιά του και με ύφος καθηγητή πανεπιστημίου μου είπε «Λοιπόν, κύριε Μπάρκα, η θέση που επιθυμούμε να καλυφθεί είναι αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου της εταιρείας». (χειροκροτεί) Σούπερ! Τι ενθουσιασμός! Τι μεγαλείο! Εμπορικός αντιπρόσωπος! Για μια στιγμή, αισθάνθηκα σα βασιλιάς. Θα συστηνόμουν ως κύριος Μπάρκας, εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας Charmel. Πως τ’ ακούς κι εσύ; Σε προκαλεί να υποκλιθείς, το ξέρω. Να δώσεις τα σέβη σου στον άρχοντα της εταιρείας. Είναι…μεγαλειώδες, δε συμφωνείς; Ε, μεγαλειώδες και κουραφέξαλα!
(Μουντζώνει τον εαυτό του δις)
«Η θέση αυτή», συνέχισε αυτός να λέει κι εγώ ξέρεις, με φανταζόμουν να μοιράζω επαγγελματικές καρτούλες από δω κι από εκεί, «έχει στην ουσία να κάνει με την προώθηση των βιβλίων που εκδίδει η επιχείρησή μας. Πρόκειται για ιατρικά βιβλία, γραμμένα από μεγάλους γιατρούς που εδρεύουν στις μεγαλύτερες κλινικές της χώρας. Η θέση, ως θέση, έχει μεγάλη ζήτηση κι αυτό διότι αποφέρει αρκετά υψηλές αμοιβές, όπως και ένσημα που φαντάζομαι στην περίπτωσή σας είναι απολύτως και άμεσα, αναγκαία. Με κάθε βιβλίο που θα πουλάτε, θα κερδίζετε τέσσερα ολόκληρα ευρώ επί συνόλου είκοσι πέντε ευρώ που κοστολογείται το κάθε ένα από τα βιβλία. Ε, το νιώθετε κι εσείς; Αυτή την αίσθηση της οικονομικής ασφάλειας, το άκοπο κέρδος, την απόλυτη χρηματική ικανοποίηση; Η επιτυχία, κύριε Μπάρκα, είναι με το μέρος σας».
(Χασμουριέται έντονα, γέρνει την πλάτη του πίσω και κλείνει τα μάτια του)
Όσην ώρα μου μιλούσε, εγώ, άθελά μου κι επειδή νύσταζα και λίγο, είχα χαθεί σε μια αφίσα που ‘ταν κολλημένη στον τοίχο, πάνω απ’ το κεφάλι του. Μια στεγνή και ψυχρή αποτύπωση μιας παραλίας, νομίζω στην…μάλλον όχι. Όχι, άλλη ήταν αυτή, σίγουρα. Δεν έχει σημασία. Κοίταζες και νόμιζες, πως ο φωτογράφος, μετά από εκεί, θα πήγαινε απευθείας στο εκτελεστικό απόσπασμα. Λες και του ‘χαν βάλει το πιστόλι στον κρόταφο και με τρεμάμενο χέρι είχε πατήσει το κουμπί στην κάμερά του, χωρίς προσμονή για το αποτέλεσμα.
(Κοιτάζει τους τοίχους) Μου θύμισε αυτές τις αφίσες που έχουν στην εφορία, επίτηδες κολλημένες στους τοίχους για να ξεφεύγεις και να χάνεσαι τη στιγμή που σου ανακοινώνουν πως όλη σου η περιουσία περνάει στα χέρια του κράτους, μιας και φάνηκες ασυνεπής στα χρέη σου. Κι εσύ, αντί να χαλάς τον κόσμο, παριστάνεις τον ανέμελο κολυμβητή (Κάνει με τα χέρια του πως κολυμπάει) που λιάζεται και χάνεται μες στα νερά της θάλασσας. Κάποια στιγμή όμως, μεταξύ γαλήνης των κυμάτων και απόλαυσης του ήλιου, (Απηυδυσμένος στρέφεται προς το ταβάνι) τον πατάς τον πούστη τον αχινό που τόσην ώρα σε περίμενε καρτερικά να τον πλησιάσεις και τότε ξυπνάς απότομα. Και συνειδητοποιείς αυτό που άκουσες, περί φόρων, υποθήκης, τράπεζας και περιουσίας. Και συνδέεις στο μυαλό σου όλες αυτές τις λέξεις, ώστε να βγάζουν ένα κάποιο νόημα.
(Χτυπάει το κεφάλι του με τα χέρια του σε κάθε πρόταση)
Κι ανταριάζεσαι! Και συγχύζεσαι! Και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
(Τρέχει προς το κρεβάτι κι αρχίζει να πετά τις εφημερίδες με δύναμη στο πάτωμα)
Κι αρχίζεις να φωνάζεις σαν παλαβός κι όλοι σε κοιτάνε και σε λυπούνται και σε νομίζουν αποτυχημένο κι άχρηστο. Κι εσύ, όχι μόνο φεύγεις τρέχοντας απ’ την παραλία, παρά ορκίζεσαι σ’ ότι έχεις ιερό πως δεν πρόκειται να πατήσεις ξανά το πόδι σου εκεί όσο ζεις.
(Παίρνει δυο βαθιές ανάσες και προχωρεί προς το γραφείο)
Έτσι κι εγώ, Ροστάν, μόλις ξεκόλλησα το νου μου απ’ την αφίσα κι άρχισα ν’ ακούω καλά τι μου ‘λεγε, κατάλαβα πως δεν είναι για μένα οι θάλασσες, οι απλωτές και οι βουτιές. Είχα παραπλανηθεί απ’ τη φαντασία μου μέσα σ’ αυτή την ατελείωτη κι άχρηστη φανφάρα του. Κι εκεί που αυτός πλησίαζε το κρεσέντο της πειθούς του για να με κάνει να δεχθώ τις ακατάσχετες βλακείες του, εγώ είδα το φλας του φωτογράφου, αποκωδικοποίησα τη στιγμή της έμπνευσης, ξέμπλεξα το κουβάρι της εξαπάτησης και ξεφώνησα «Πλασιέ βιβλίων. Πλασιέ ιατρικών βιβλίων. Κοντεύω να εξηνταρήσω για να γίνω ένας γαμημένος πλασιέ κάποιων γαμημένων ιατρικών βιβλίων!».
(Κλοτσάει το γραφείο δυνατά κι ύστερα κάθεται πάλι στην καρέκλα)
«Συγγνώμη, νεαρέ μου» του είπα, έτοιμος να ξεκινήσω ένα λογύδριο περί πτωχών και καταφρονημένων που γίνονται εκμεταλλεύσιμη λεία στα χέρια επιτήδειων σαν και του λόγου του. «Νομίζετε ότι είστε πολύ πιο έξυπνος από εμένα; Η αγγελία σας γράφει υπάλληλοι γραφείου κι όχι πωλητές του δρόμου!»
(Σταδιακά, αρχίζει να υψώνει τον τόνο της φωνής του)
«Ποιοι νομίζετε ότι είστε τέλος πάντων και γιατί η δεσποινίς που την έχετε εκεί έξω κι αγριεύει τους πελάτες σας με τη ψυχωτική φωνή της, δεν μ’ ενημέρωσε, όπως της ζήτησα επανειλημμένως απ’ το τηλέφωνο, πως πρόκειται για μια τέτοιου είδους δουλειά κι όχι γι’ αυτό που αναγράφεται στην εφημερίδα; (Κορυφώνει σε ένταση φωνής) Γιατί κοροϊδεύετε τον κόσμο που έχει ανάγκη να δουλέψει;».
(Παίρνει βαθιές ανάσες για αρκετά δευτερόλεπτα)
Ήμουν τόσο συγχυσμένος που αν άφηνα τον εαυτό μου τελείως ελεύθερο, μπορεί να του ‘χωνα καμιά μπουνιά κι άντε να με βρεις μετά. Όμως, δεν μ’ έχω για να σπαταλιέμαι σε τέτοιες γελοιότητες κι έτσι προτού συνεχίσω το κατηγορητήριό μου, σκέφτηκα και τη δική του θέση. Αναλογίστηκα τη δυστυχία που πρέπει να αισθάνεται αυτός ο νέος, κλεισμένος σ’ ένα γραφείο ένα επί ένα κάθε μέρα. Τι βάσανα μπορεί να κρύβει κι αυτός μες στη ψυχή του κι ίσως ακόμα, πόσα όνειρά του ματαιώθηκαν σαν αντιλήφθηκε το ανώφελο της θέσης του….
(Ακουμπά το κούτελό του στο γραφείο)
Βαριόμοιρος κι ανούσιος, ετών τριάντα!
(Σηκώνει το κεφάλι και χαμογελάει ειρωνικά)
Τουλάχιστον εγώ τον περνάω και κάτι χρόνια…
(Σηκώνεται και περπατά)
Εντέλει, καταλαβαίνεις κι εσύ πως δεν είχα το κουράγιο να ξαμολάω λέξεις έτσι άσκοπα, ύστερα απ’ αυτούς τους συλλογισμούς. Πήρα στα χέρια μου το μπουφάν, περπάτησα ξεφυσώντας μέχρι την πόρτα της εξόδου κι αφού είπα ένα ξερό «Αντίο» στην ξανθιά γραμματέα, μπήκα στο ασανσέρ κι έριξα αυτό το τόσο ενοχλητικό βλέμμα στον εαυτό μου, καθώς έφτιαχνα το γιακά του πουκαμίσου μου μπροστά στον καθρέπτη.
(Φτιάχνει το γιακά του)
Μου το χρωστούσα από πριν, βλέπεις. Να σου πω και μια αλήθεια; Δεν ήθελα να τ’ αποφύγω, έτσι πιστεύω. Μεγάλωσα μ’ αυτή τη συνήθεια και…. Καταραμένες συνήθειες!
(Προς το κοινό) «Παταγώδης αποτυχία» ψέλλισα μέσα απ’ τα δόντια μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Και τώρα να ‘μαι εδώ, στο σπίτι, να λέω τα νέα της ημέρας σ’ εσένα Ροστάν. Αγαπημένε μου, πιστέ μου φίλε, Ροστάν. Δεν σε ρώτησα, έφαγες τίποτα σήμερα;
(Κρατώντας το λουρί και με την αλυσίδα να σέρνεται στο πάτωμα, πηγαίνει προς τα δεξιά του κρεβατιού και κοιτάει το μπολ)
Α, μπράβο!
(Σηκώνει το μπολ στον αέρα)
Την καταβρόχθισες την κονσέρβα. Δεν ήξερα ότι σ’ αρέσει τόσο πολύ το βοδινό. Μου φαίνεται ότι θα καταχραστώ τη φιλία μας και θα σου κλέψω μια κονσέρβα, γιατί απ’ ότι βλέπω το ψυγείο μας δεν φιλοξενεί ιδιαίτερα πολλούς καλεσμένους σήμερα. (Ρίχνει το μπολ και το λουρί στο πάτωμα) (Τρέχει και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο)
Εκτός και αν…
(Επιβεβαιώνει ότι οι κουρτίνες είναι καλά κλεισμένες και ξαπλώνει στο κρεβάτι ανάσκελα)
Όχι, καλύτερα όχι ακόμα, είναι νωρίς …Δεν, δεν είμαι κατάλληλα προετοιμασμένος. Όχι, όχι δεν γίνεται. Όχι σήμερα τουλάχιστον. Κάτσε πρώτα να βρω μια δουλειά και μετά θα της το πω. Βάζουμε Χ, στις άσκοπες επιπόλαιες κινήσεις, φίλε μου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης, πίστεψέ με, κανένας απολύτως λόγος φούριας. Για πες μου τώρα, την είδες καθόλου; Πως ήταν η μέρα της;
(Πάει στο παράθυρο και παραμερίζει τις κουρτίνες)
Κάτσε να πλαγιάσω λίγο την κουρτίνα μπας και καταφέρουμε να την δούμε. Που είναι; Δεν τη βλέπω καθόλου. Τέτοια ώρα αυτή χαζεύει τηλεόραση και σε (Κοιτάζει το ρολόι του)…δώδεκα λεπτά θα βγάλει τα σκουπίδια. Μου κάνει εντύπωση ξέρεις, γιατί αυτή είναι πολύ πιστή στο καθημερινό της πρόγραμμα. Δεν έχει σημασία όμως.
(Κοιτάζει επίμονα έξω απ’ το παράθυρο)
Εσύ ετοιμάσου γρήγορα, μην καθυστερείς. Ακόμη κι αν αργήσει, εμείς πρέπει να ‘μαστε συνεπής στο ραντεβού μας. Άλλωστε σε λίγο είναι η μεγάλη μας στιγμή και…να σου πω και κάτι; Έτσι που τα ‘παμε λιγάκι και ξεθύμανα, νιώθω τόσο πολύ θαρραλέος κι αυτό να ξέρεις μετράει στις γυναίκες. Ναι, σίγουρα, μετράει πολύ. Σκέψου, το ίδιο είναι να πλησιάσεις μια σκύλα, εσύ, που ντρέπεσαι να σε δουν να κατουράς και το ίδιο να την κοντοζυγώσει ένα τολμηρός αρσενικός που δεν έχει την ουρά βαλμένη μες στα σκέλια όλη την ώρα; Ε, δεν είναι το ίδιο.
(Κάθεται στο κρεβάτι μουτρωμένος)
Μα έλα τώρα, μην θυμώνεις. Μόνο χάριν παραδείγματος είπα ότι είπα. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να σε προσβάλλω.
(Χαϊδεύει τα μαλλιά του και για λίγο προσποιείται πως κλαίει)
Απλά καμιά φορά, να, φέρνω αυτά τα ατυχή παραδείγματα που δεν τα σκέφτομαι και πολύ, δίχως να καταλαβαίνω πως ο άλλος μπορεί να νιώθει άσχημα. Νομίζω πως το αντίθετο λέγεται συνείδηση. Είναι η μάστιγα του Θεού, το βασανιστήριο των ανθρώπων. Πρέπει να σε νοιάζουν όλα κι όλοι. Μα…γιατί να τυραννιέσαι έχοντας συνείδηση, όταν μπορείς να μη νοιάζεσαι για τίποτα; Μόνο να φιλοσοφείς χρειάζεται. Κι ύστερα πεθαίνεις. Ε, και σιγά τα λάχανα. Σ’ όλους συμβαίνει αυτό κι όσο νωρίτερα το καταλάβεις τόσο το καλύτερο. Συνειδητά ή ασυνείδητα, εκεί οδηγούμαστε. Ε, ας μην το δυσκολεύουμε κιόλας μ’ ενοχές και ευθύνες. Όμως, όμως εγώ σ’ αγαπάω…σ’ αγαπάω τόσο πολύ…
(Ανακάθεται στο κρεβάτι κι ακουμπά τα χέρια του πίσω σα να ονειροπολεί)
Αχ, η γλυκιά μου κυρία Ζέλια, είμαι σίγουρος πως την πολιορκούν τόσοι άνδρες! Για θυμήσου, τότε στο μανάβικο. Ο γιος του κυρ Μικελή αντί να ‘χει το νου του στο καρπούζι που του ‘χε ζητήσει να της ζυγίσει, χάζευε τα στήθη της που προκαλούσαν, δεν λέω. Όμως, πριν το καρπούζι του φύγει και σκάσει σαν καρπούζι στο πάτωμα, έκανε μια στάση στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του…νομίζω κατάλαβε πως τόσος πόνος δεν άξιζε. Μπορεί και όχι τώρα που το σκέφτομαι, γιατί τα στήθη της….
(Απλώνει τα χέρια του μπροστά και νοητά χαϊδεύει τα στήθη της γυναίκας
Αχ, η απόλυτη έννοια της εξέλιξης αυτού του κόσμου. Θ’ άξιζε, αυτή η γυναίκα, να κάνει ένα παιδί, μόνο και μόνο για να δοθεί στα στήθη της όλη η μεγαλοπρέπεια και η αξιοσύνη που τους αρμόζει. Στρογγυλά, απαλά, στητά…Θα μπορούσα να τη χαζεύω με τις ώρας να βυζαίνει ένα μωρό κι όταν αυτό θα χόρταινε, θα ‘παιρνα εγώ τη θέση του. Μαμά…μαμ…μαμ. Την άλλη φορά, θυμάμαι που περπατούσε κι ένας ταξιτζής είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω της. Τι άχρηστος κι αυτός! Λίγο έλειπε και θα την είχαμε θάψει τη γιαγιάκα που περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο. (Γέλιο)
(Σηκώνεται και περπατά διαρκώς από την πολυθρόνα προς το γραφείο και πίσω)
Τους σοκάρει, καταλαβαίνεις; Είναι μια ζουμερή σαρανταπεντάρα γυναίκα, με πλούσια τα ελέη του Θεού, υπέροχη προσωπικότητα, που δείχνει να ξέρει ακριβώς τι θέλει και μην ξεχνάς…έχει δικό της το σπίτι και τη σύνταξη του άντρα της. Εσύ, τον θυμάσαι καθόλου; Μπα, ούτε κι εγώ ιδιαίτερα. Και τώρα που το λες, νομίζω πως η τελευταία φορά που τον είχα δει πρέπει να ήταν δυο χρόνια προτού πεθάνει. Πάντως δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Άχρωμος, άοσμος, διαφανής και γενικά ουδέτερος.
(Ζαλισμένος όπως είναι, κάθεται στην πολυθρόνα)
Τι κρίμα! Να περνάς απ’ αυτή τη ζωή και να μην αγγίζεις. Να ‘σαι ένας απλός, τυχαίος μέσα στους πολλούς. Τίποτα το ξεχωριστό. Και το χειρότερο…ανάξιος θύμησης. Τρομερό!
(Οι κουρτίνες έχουν παραμείνει από πριν ανοιχτές. Στρέφει λοιπόν την πολυθρόνα προς το παράθυρο κι ατενίζει προς τα έξω)
Αυτό, ξέρεις, που μου φαίνεται παράξενο καμιά φορά είναι ότι, έτσι όπως κάθομαι εδώ, να, καλή ώρα σαν και τώρα, και την παρατηρώ, νομίζω πως κάποιος υπάρχει μέσα στο σπίτι και της κρατάει συντροφιά. Κι όμως, ποτέ δεν έχω δει κανένα να μπαίνει ή να βγαίνει απ’ αυτό το ισόγειο. Μπα, ούτως ή άλλως το ξέρω πως η γλυκιά μου οπτασία δεν θα μου το ‘κανε ποτέ αυτό. Δεν θα με πρόδιδε για τίποτα στον κόσμο. Και με περιμένει, ε! Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Τι που το ξέρω; Το ξέρω σου λέω και στο υπογράφω ρητά και κατηγορηματικά.
(Σηκώνεται και στέκεται μπροστά στο παράθυρο)
Το βλέπω στα μάτια της, στον τρόπο που βλέπει τηλεόραση κι ακόμα κι όταν ρίχνει κλεφτές ματιές έξω απ’ το τζάμι για να δει αν την κοιτάω. Εμένα ψάχνει πάντα. Κάθε φορά που χαζεύει έξω, εμένα αναζητά.
(Προς το κοινό) Πως το ‘πες αυτό; Είναι δέκα χρόνια μικρότερή μου, ε και; Να σου πω κάτι, έτσι για να μαθαίνεις; Αυτή λένε πως είναι η ιδανική διαφορά μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Εγώ είμαι ώριμος, μπορώ ν’ αφοσιωθώ και να της προσφέρω την ασφάλεια που ζητάει. Εκείνη, μα τι να πούμε για κείνη. Μόνο και μόνο που ρίχνει αυτό το λάγνο βλέμμα της πάνω σου, νομίζεις πως όλος ο κόσμος θα καταρρεύσει και μόνο οι δυο σας θα μείνετε να στέκεστε αντίκρυ ο ένας στον άλλον.
(Έρχεται στο μέσο της σκηνής κι αρχίζει να χορεύει, ενώ απ’ τα μεγάφωνα ακούγεται ένα γνωστό ταγκό)
Να χορεύετε ένα ρομαντικό αργεντινό ταγκό και να ορκίζεστε σε αιώνια αγάπη. Τα χέρια σου ν’ απλώνονται στο κορμί της σαν πλοκάμια και να τη σφίγγουν όλο και πιο δυνατά κι όλο και πιο δυνατά. Τα μαλλιά της να σε χαϊδεύουν κάθε που οι στροφές θα σε φέρνουν όλο και πιο κοντά στο θεσπέσιο κορμί της. Τα πόδια σας να μπλέκονται, να παραπατάνε, να μπουρδουκλώνονται μεταξύ τους και σαν μεθυσμένοι να γυρνάτε άσκοπα γύρω γύρω γύρω. Κι αυτή να σου λέει να τη σφίξεις πιο πολύ, πιο πολύ, πιο πολύ. Και ένα και δύο και τρία και τέσσερα. Μην την αφήσεις απ’ τα μάτια σου. Στο παντού και στο πάντα να ορκίζεσαι όταν σε κοιτά.
(Η μουσική παύει απότομα. Εκείνος πέφτει στο πάτωμα)
Ο απόλυτος έρωτας!
(Σηκώνει αργά το κεφάλι προς το παράθυρο)
Αχ, να ‘τη! Επιτέλους, η καλή μου μάγισσα, άνοιξε την τηλεορασίτσα της. Μα, δες την με πόση προσήλωση παρακολουθεί το αγαπημένο της σήριαλ. Είναι μια μορφή αγγελική.
(Σηκώνεται όρθιος και φορά το μπουφάν του)
Λοιπόν, μας έχουν μείνει μόνο τέσσερα λεπτά για την ηρωική έξοδο. Δεν θέλω ηττοπάθειες Ροστάν, πρέπει να φανούμε αντάξιοι των περιστάσεων. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω τώρα. Τράβα να φέρεις το λουρί σου κι εγώ πάω να κλείσω τη σακούλα με τα σκουπίδια.
(Κλείνει τη σακούλα με τα σκουπίδια και τη φέρνει δίπλα στην πόρτα)
Άντε, καλό μου σκυλάκι, κουνήσου. Λυπήσου με!. Τι έπαθες τώρα; Έλα, να τελειώνουμε και δεν πρέπει ν’ αργήσουμε ούτε μισό λεπτό. Πολύ με ταλαιπωρείς σήμερα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχεις πάθει, έτσι στα καλά του καθουμένου. Σου υπόσχομαι, πως μόλις βρω δουλειά και πληρωθώ, θα σε πάω αμέσως στο γιατρό για να μας δώσει αλοιφή για τη φαγούρα σου. Ναι, στ’ ορκίζομαι!
(Χειροκροτεί δυνατά και υποκλίνεται)
Έτσι, μπράβο, μπράβο στον Ροστάν! Μια υπόσχεση φτάνει για να κάνεις όλα τα χατίρια, ε; Έλα, τώρα μέτρα μαζί μου. Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα και…πάμε.
(Πιάνει τη σακούλα με τα σκουπίδια, βγαίνει απ’ την πόρτα και κλειδώνει)
ΣΚΟΤΑΔΙ
(Η αυλαία πέφτει κι απομονώνει όλο το σκηνικό εκτός από την πόρτα. Ο κύριος Μπάρκας στέκεται με πλάτη στο κοινό, κοιτώντας την πόρτα. Στο ένα χέρι κρατάει τη σακούλα και στο άλλο τα κλειδιά του. Ο προβολέας πέφτει μονάχα επάνω του και απ’ τα μεγάφωνα ακούγεται η φωνή του)
«Αγαπητή κυρία Ζέλια, τι μου κάνετε; Πως ήταν η μέρα σας; Είδατε, ο καιρός σήμερα δεν μας έκανε το χατίρι να μας λιάσει λιγουλάκι. Ναι, ο Ροστάν, πάντα πιστός μου σύντροφος. Ξέρετε, τους τελευταίους μήνες έχει μάλλον κάποιο δερματικό κι όλο ξύνεται. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ξύνεται. Και μανιωδώς, όχι απαλά. Όχι, όχι δεν τον πήγα ακόμα, λόγω φόρτου εργασίας. Οι γιατροί αυτοί έχουν συγκεκριμένο πρόγραμμα και ξέρετε, εγώ, εκεί που δουλεύω, είμαι ο έμπιστος της διοίκησης. Δεν εμπιστεύονται κανέναν άλλο εκτός από εμένα κι έτσι όλα περνούν απ’ τα χέρια μου. Μέχρι τώρα, δεν έχω βρει χρόνο για να τον πάω, όμως θα το βάλω κι αυτό στο πρόγραμμα. Επιβάλλεται, τι λέτε κι εσείς; Ναι, τις περισσότερες φορές, γυρνάω αργά στο σπίτι, όμως δεν γκρινιάζω, γιατί, αν μη τι άλλο, ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός. Μα φυσικά, συμφωνώ απόλυτα. Οι καιροί είναι δύσκολοι, όμως πραγματικά η γκρίνια δεν βοηθάει καθόλου. Να, για παράδειγμα, σήμερα το βραδάκι θα βγούμε με λίγους φίλους να πιούμε ένα κρασάκι και να συζητήσουμε περί ανέμων, έτσι να χαζολογήσουμε και να ευφρανθούμε λιγάκι, να ξορκίσουμε και την κατάθλιψη των ημερών. Θα…χαιρόμουν πολύ αν μου κάνατε την τιμή να με συνοδεύσετε. Ω, μα τι ‘ναι αυτά που λέτε! Είστε ένας άνθρωπος αξιολάτρευτος και είμαι σίγουρος πως στον κύκλο μου όχι μόνο θα ταιριάζατε, αλλά θα στεριώνατε κιόλας περισσότερο από εμένα. Τι τυχερός που είμαι που σας κάνω να γελάτε. Είστε τόσο όμορφη όταν γελάτε! Κι είμαι εγώ ο ταπεινός σας γείτονας που κάνει αυτό το κάλλος να εμφανίζεται μπρος στα μάτια όλου του κόσμου. Αχ, όχι, μην μου αρνείστε, σας παρακαλώ. Η συντροφιά σας θα ‘ταν για μένα παυσίπονο ύστερα από μια τόσο κουραστική μέρα. Σας παρακαλώ….Εντάξει, εντάξει δεν θέλω να γίνομαι πιεστικός, ίσως κάποια άλλη φορά. Μα προς Θεού, μην το σκέφτεστε, δεν με στεναχωρείτε, απλά…όχι, τίποτα. Λοιπόν, ίσως κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή που θα είστε κι εσείς σε καλύτερη διάθεση. Εύχομαι να ‘χετε ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Σας καληνυχτίζω και…εις το επανειδείν».
(Το μεγάφωνο σταματά. Εκείνος πετά νευριασμένος τα σκουπίδια προς το δεξί άκρο της σκηνής και ρίχνει μια ματιά πίσω)
Μην κοιτάς πίσω Ροστάν. Τρελάθηκες; Μην κοιτάς! Θα μας καταλάβει και τότε χαθήκαμε. Ο βλάκας! Ο ηλίθιος! Τι απερισκεψία, Θεέ μου! Μα τι μ’ έπιασε; Φαντάζεσαι να δεχόταν; Ορίστε, αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να το θυμάμαι εφ’ όρου ζωής, μια χαζομάρα που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Α, όχι, δεν πρέπει να επαναληφθεί ποτέ.
(Χτυπάει το κεφάλι του ρυθμικά στην πόρτα)
Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Κι αν έρθει να μας χτυπήσει το κουδούνι, έχοντας αλλάξει γνώμη; Τι θα κάνω Παναγία μου; Αχ, δεν έπρεπε να περιττολογήσω. Τώρα δεν με ξεπλένει τίποτα. Ροστάν, μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Σώσε με! Ας…πούμε, ας πούμε πως η φαγούρα σου έχει φτάσει στο απροχώρητο και δεν μπορώ να σ’ αφήσω να βασανίζεσαι άλλο. Καλή ιδέα; Ε, μη μουρμουράς. Σκέψου πως αν μας δει σ’ αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί, θα καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα και πως το ραντεβού ακυρώθηκε. Κι αν με ρωτήσει θα της πω ότι σε βάζω πάνω από κάθε διασκέδαση κι ούτε καν θα υποψιαστεί.
(Γυρνάει προς το κοινό)
Δεν είναι καθόλου πονηρό το πουλάκι μου. Μια αγνή αγία είναι σε θνητό κορμί, καταδικασμένο να πεθάνει, να σαπίσει, μα η ψυχή της…Λοιπόν, μην καθυστερούμε, δεν έχουμε χρόνο στη διάθεσή μας. Στάσου να δω. Έχω κλειδιά, μπουφάν…φύγαμε.
(Περπατά κατά μήκος της σκηνής μέχρι το τέλος της πρώτης σκηνής)
Κλείδωσα, έτσι; Πάμε, πάμε γρήγορα κι εσύ, τι κάθεσαι;
(Στον εαυτό του) Γαύγισε λίγο. Δείξε λίγο τον πόνο σου, παίξε ρε Ροστάν. Εντάξει λοιπόν. Αφού δεν θες, τώρα θα δεις.
(Φωνάζει) «Αχ, Ροστάν, μοναδικέ μου φίλε, τι έχεις πάθει; Γιατί είσαι έτσι ασάλευτος; Μη μ’ εγκαταλείπεις! Τι θα κάνω μόνος σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο χωρίς εσένα;».
(Χαμηλώνει τον τόνο της φωνής του) Αν δεν με βοηθήσεις, θα συνεχίσω να γκαρίζω όλο και πιο δυνατά και θα γίνουμε ρεζίλι. Θα βγουν όλοι στα μπαλκόνια να μας κοιτάνε, κατάλαβες; Μπα, τώρα γαυγίζεις, ε; Παλιόσκυλο! Μόλις στρίψουμε τη γωνία φύγαμε για βόλτα στον κεντρικό. Τα κλειδιά τα ‘χω στην τσέπη, έχω κι ένα δυο ευρώ, άρχοντες είμαστε. Ρε πως γλυτώσαμε έτσι την ξεφτίλα; Φιάσκο ολικής! Πάλι καλά που στροφάρει ακόμα το μυαλό μου σε κάτι τέτοια και μπορέσαμε να ξεφύγουμε. Φαντάζεσαι ντροπή έτσι και μας χτύπαγε την πόρτα ντυμένη, παρφουμαρισμένη κι έτοιμη για έξοδο;
(Στον εαυτό του) Μη με στραβοκοιτάς και ξέρεις πόσο πολύ θα ‘θελα, αλλά βλέπεις τι βλάκας είμαι. Κόντεψα να βγάλω τα μάτια μου με τα χέρια μου. Α, να κι ο κεντρικός. Πες μου, την είδες πόσο έλαμπε σήμερα; Η μυρωδιά της ξεπέρναγε την μπόχα των σκουπιδιών, μα κι εγώ δεν πάω πίσω, ε; Ήμουν ευγενικός και διακριτικός και δε νομίζω ότι μπορεί κάποια γυναίκα ν’ αντισταθεί σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά.
(Χαστουκίζει τον εαυτό του ξαφνικά κι ύστερα απευθύνεται στον ίδιο)
Επ, μην τα μασουλάς αυτά. Δεν σου κάνει καλό να τρως ψωρόχορτα από κάτω. Ολόκληρη κονσέρβα έφαγες κι εγώ άλλη μία και νομίζω είμαστε πλήρης διατροφικά σήμερα. Λοιπόν, που είχα μείνει; Α, ναι, εκεί που ήμουν ευγενικός. Ξέρεις, νομίζω ότι μ’ αυτή την ευγένεια στο τέλος θα δικαιωθώ. Όχι βέβαια! Δεν θα γίνω και γραφικός, μην παρερμηνεύεις αυτά που λέω. Εννοώ πως θα συνεχίσω να φέρομαι διακριτικά εωσότου καταλάβει από μόνη της πόσο πολύ ταιριάζουν τα χνότα μας. Μπορώ να της προσφέρω τόσα πολλά κι όταν βρω δουλειά θα την έχω βασίλισσα. Ε καλά, αυτή δεν έχει ανάγκη από λεφτά, όμως εγώ ως άντρας γνήσιος κι αυθεντικός, πρέπει να της δείξω ότι μπορώ να τη στηρίξω σε ότι κι αν χρειαστεί. Βέβαια, εδώ τίθεται το θέμα της συμβίωσης. Όταν θα γίνουμε ζευγάρι, γιατί οσονούπω θα γίνουμε, πως θα σε βολέψω εσένα; Αυτή το ξέρεις πως έχει τις γάτες της καλύτερα κι από παιδιά της κι όσο κι αν σε συμπαθεί τώρα, μετά δεν θα θέλει να δει τη μια γάτα σφαγμένη και την άλλη στο στομάχι σου, έτσι δεν είναι; Συν τις άλλοις, πιστεύω πως δεν πρέπει στην αρχή της συμβίωσής μας να έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τέτοιες δυσκολίες. Τέλος πάντων, το μόνο σίγουρο είναι πως μια λύση θα βρει, μη σου πω και δύο. Αρκεί να έχουμε καλή διάθεση απέναντι στο οποιοδήποτε ζήτημα. Στο κάτω κάτω δεν μας πήρε κι ο χρόνος, βρε αδερφέ. Οι δυο μας δε θα χωριστούμε για καμιά γυναίκα και καμιά γάτα!
(Παραπατάει, αλλά βρίσκει την ισορροπία του)
Πρόσεχε εκεί. Μα καλά, τόσο πια δεν βλέπεις; Κόντεψες να πέσεις μες στα βρομόνερα του δρόμου. Εντάξει, κατάλαβα. Φύγαμε για το σπίτι μας. Άλλωστε λύσεις για το ζήτημα της συγκατοίκησης μπορούμε να βρούμε κι αύριο. Α, δε θυμάμαι αν σου ‘πα πως αύριο έχω να περάσω από συνέντευξη. Είναι σε μια εταιρεία που ζητά άτομα γι’ ανάπτυξη πελατολογίου. Έχω καλό προαίσθημα ξέρεις. Εύχομαι μόνο να μην μου πεις μετά «στα ‘λεγα». Άντε τώρα, πάμε γρήγορα σπίτι, γιατί το κρύο αγριεύει κι ο κεντρικός δεν έχει πολλά σημεία για να καλυφθείς. Κι αύριο μέρα είναι…Άλλη μέρα….
ΣΚΟΤΑΔΙ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
(Ο κος. Μπάρκας κάθεται σιωπηλός και δίχως μπλούζα στην πολυθρόνα και υπό το χαμηλό φως του φωτιστικού διαβάζει εφημερίδα. Τα πρώτα δευτερόλεπτα περνούν ήρεμα με το ξεφύλλισμα των σελίδων. Ξαφνικά αρχίζει να σκίζει νευρικά τα φύλλα και να τα πετά στο πάτωμα, γύρω του. Όταν τελειώνει, χύνεται στην πολυθρόνα και κοιτάει το κοινό).
……………………………………………………………………
Σήμερα μετράω άλλη μια αποτυχία. Δεν μπορώ να καταλάβω πια πως σκέφτεται ο κόσμος. Κι αν ισχύει αυτό που λένε, ότι δηλαδή είσαι κι εσύ μέρος της κοινωνίας σου και υπεύθυνος για το αποτέλεσμα, τότε αυτό σημαίνει πως κι εγώ είμαι ακαταλαβίστικος για τους άλλους. Όμως, πίστεψέ με Ροστάν, εγώ δεν νιώθω έτσι. Ποτέ δεν ένιωσα ακατανόητος. Είμαι για όλους ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο και ουδείς ουδέποτε μου έχει πει «Κύριε Μπάρκα, δεν μπορούμε να σας καταλάβουμε. Γίνεται πιο σαφής». Κι αν κάποια στιγμή έχει συμβεί αυτό, είναι μόνο στα τυριά, στην αγορά.
(Απευθύνεται στο λουρί που είναι πεσμένο στο πάτωμα)
Ξέρεις ότι ποτέ δεν υπήρξα καλός με τα κιλά και τα γραμμάρια. Κι ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να τους πω πόσο τυρί θέλω ακριβώς. Είναι κι ορισμένοι επιτήδειοι βέβαια που βρίσκουν την άγνοιά μου συνεργό και με κλέβουν για να πληρώνω περισσότερα, όμως…συνεννοούμαι. (Ανοίγει λίγο τις κουρτίνες και κοιτάζει έξω)
Τελικά τη βρίσκω την άκρη. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Έχω πελαγώσει και δεν ξέρω τι θα απογίνουμε. Δεν έχω ιδέα.
(Κάθεται στην πολυθρόνα κι απευθύνεται στο κοινό)
Κι αν ήξερα και δεν μ’ άρεσε; Θα μπορούσα να τ’ αλλάξω; Καλά, μου φαίνεται πως δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Παραπονιόμαστε που πάντα ο ήλιος ξεκινά απ’ την ανατολή και καταλήγει στη δύση κι απαιτούμε έστω για μία και μοναδική φορά να γίνει το αντίθετο. Άντε κι έγινε. Ω! Τι τρόμος και πανικός! Άμεση επαναφορά στα καθημερινά, γνωστά κι αγαπημένα. Και γιατί; Γιατί απλούστατα καλύφθηκε η περιέργεια για το διαφορετικό, το αλλιώτικο. Μας έφυγε η δίψα για περιπέτεια κι ανεξαρτησία. Και σου λέει μετά «Μα η ζωή, μια ζωή ίδια, δεν έχει νόημα». Τι λες ρε φίλε! Κι αν αλλάξει η ζωή, η αλλαγή θα διαρκέσει μόλις μια στιγμή, όχι παραπάνω. Κι ύστερα, ίδια δεν θα παραμείνει μέχρι τέλους; Απλώς θα είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Άρα; Μια μάταιη ζωή, Ροστάν. Αυτό είναι τ’ όνειρό μας. Όχι χωρίς περιεχόμενο, βέβαια, αλλά μάταιη. Καταδικασμένη ν’ ακολουθεί την ίδια πορεία απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Το τέλος. Αυτό το τέλος είναι που είναι ίδιο. Ποιο δρόμο θα διαλέξεις για να φτάσεις εκεί, είναι δικό σου θέμα. Όμως, το τέλος είναι καθορισμένο. Δεν έχεις ιδιαίτερες επιλογές επ’ αυτού. Βούληση και σκατά. Παραμύθια της Χαλιμάς για να αναπτυχθεί η ελευθερία της σκέψης, η ονειροπόληση. Και ποιος σου ‘πε μαντάμ ότι η ονειροπόληση μπορεί να σε οδηγήσει στην πραγματικότητα που επιθυμείς; Μονάχα η πραγματικότητα οδηγεί στην πραγματικότητα. Αποδέξου το πια και μην μας πρήζεις τα συκώτια με τα όνειρά σου που θα βγουν αληθινά αν τα πιστέψεις πολύ. Αν ζήσεις αληθινά, τότε η ζωή σου θα είναι όσο πιο αληθινή γίνεται. Αν ονειρεύεσαι, δεν ζεις, ρεύεσαι. Κόψε τις μπούρδες λοιπόν και παρ’ το απόφαση. Ζωή, θάνατος, μονόδρομος.
(Σηκώνεται, φέρνει το λουρί και το ακουμπά δίπλα του, στην πολυθρόνα. Κάθεται)
Τέλος πάντων, ξέχνα τη μιζέρια κι έλα για το παραμύθι μας.
(Κοιτάζει το λουρί) Πήγα που λες το πρωί στην οδό Κυδωνίας κι έψαχνα το νούμερο δέκα τέσσερα. Όχι το δέκα τέσσερα Α, μου το επεσήμαναν στο τηλέφωνο. Το δέκα τέσσερα, απλά, σκέτο.
(Προς το κοινό) Με τα χίλια μύρια το βρήκα μισοσβησμένο και ξαναπερασμένο από πάνω με χοντρό μαρκαδόρο. Χτύπησα το κουδούνι που έγραφε «Safe Income». Αυτή τη φορά η δουλειά ήταν στο ισόγειο κι έτσι ούτε το μπουφάν πρόλαβα να βγάλω ούτε να ισιώσω τα μαλλιά. Ευτυχώς, βέβαια, που δεν είχα να περάσω το μαρτύριο του καθρέφτη.
(Σηκώνεται και κοιτά έξω απ’ το παράθυρο)
Κι έπειτα σκέφτομαι και τ’ άλλο. Όταν έρχομαι αντιμέτωπος με τον εχθρό, ξέρεις, τον καθρέφτη, χάνω μεγάλο μέρος από την αυτοπεποίθησή μου κι ίσως αυτό να γίνεται εμφανές στους εργοδότες και γι’ αυτό να μην με προσλαμβάνουν (Κλείνει τις κουρτίνες)
Αλλά τι να κάνω; Είπαμε πως οι συνήθειες είναι κατάρα κι ευλογία μαζί. Εδώ, ποτέ δεν είχα καθρέφτη. Ο άλλος μου εαυτός….Μαλακίες! Είναι καλά κρυμμένος κι ούτε του αρέσει να κοιτιέται και να φτιάχνεται. Μόνο καμιά φορά, του αρέσει να βγαίνει και να παίρνει αέρα, να μυρίζει το χώμα και να παραμιλάει. Ναι, παραμιλάει, μη γελάς. Δεν έχει τύχει να τον ακούσει, αλλιώς…
(Έρχεται στο μέσο της σκηνής και κουνά το λουρί στον αέρα. Απευθύνεται αδιάφορα προς το κοινό)
Τέλος πάντων, τι έλεγα; Α, ναι. Ανεβαίνω λοιπόν τρία σκαλάκια μικρά και στο κατώφλι με περιμένει μια κυρία γύρω στα εξήντα. Κόκκινο ταγεράκι και ασορτί βαμμένα νύχια, απ’ αυτές που δεν ζορίζονται να σου πουν την αλήθεια:
(Μένει σταθερός στο μέσο της σκηνής και πετά το λουρί προς τα πίσω, δίχως να τον νοιάζει που θα πέσει)
«Μάλιστα, κύριε, είμαι μόλις τριάντα οκτώ χρονών και δεν φοβάμαι να το κρύψω. Απλώς, να, χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκα ιδιαίτερα καλά κι έτσι ξύπνησα μ’ αυτούς τους άθλιους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια που με μεγαλώνουν…και τους σιχαίνομαι, τους απεχθάνομαι. Η φωτογραφία της ταυτότητας με αδικεί, όλοι μου το λένε άλλωστε. Κι ύστερα, είναι και το σκαρί μου τέτοιο. Μεγαλοδείχνω, δεν φταίω εγώ».
(Περπατάει διαρκώς μεταξύ πολυθρόνας και γραφείου)
Αυτή λοιπόν η εξηντάρα που είναι κατά βάθος τριανταοκτάρα κι απλά μεγαλοδείχνει, μου λέει: «Ο κύριος Μπάρκας; Αργήσατε, λυπάμαι. Δυστυχώς η θέση καλύφθηκε σήμερα το πρωί». Γελάς; Κι εγώ γέλασα εκείνη τη στιγμή, αλήθεια σου λέω. Έγειρα και λίγο το κεφάλι μου μπας και καταφέρω να κοιτάξω μέσα στο χώρο, αλλά η γριά κότα στεκόταν μπροστά μου σα θωρηκτό κι έτσι δεν κατάφερα να δω και πολλά. Της λέω λοιπόν κι εγώ με έντονο ύφος
(Εξιστορεί, μιλώντας με πολύ γρήγορη ταχύτητα)
«Συγγνώμη κυρία μου, η ώρα είναι οκτώ και τέταρτο το πρωί. Απ’ ότι είδα, η αγγελία σας καταχωρήθηκε στην εφημερίδα μόλις χθες το μεσημέρι κι εγώ που σας πήρα τηλέφωνο για ραντεβού μου ‘πατε πως πιθανόν να ήμουν κι ο πρώτος που καλεί για τη θέση. Πότε πρόλαβε λοιπόν να έρθει κάποιος άλλος, ο οποίος να σας καλύψει αμέσως με τα προσόντα του; Κι αυτός ο κάποιος τι ώρα είχε ραντεβού, τέλος πάντων; Ανοίγεται την επιχείρηση και πριν ξημερώσει η μέρα;».
(Ξαπλώνει στο κρεβάτι εξουθενωμένος απ’ την ταχύτητα των λόγων του και βήχει αδέξια)
Νομίζω αυτή ήταν η χαριστική βολή που περίμενε η ευερέθιστη αυτή γυναικούλα για να ξεσπάσει πρωί πρωί. «Ακούστε να δείτε κύριε…κύριε…κύριε», «Μπάρκας» της λέω.
(Σηκώνεται κι αρχίζει πάλι να περπατά μεταξύ της πολυθρόνας και του γραφείου, μιλώντας πολύ αργά αυτή τη φορά)
«Κύριε Μπάρκα», μου λέει «εδώ δεν είναι παιδική χαρά. Κι αν νομίζετε ότι εμείς εδώ έχουμε έρθει για να παίξουμε, είστε οικτρά γελασμένος. Είμαστε κορυφαίοι σε παραγωγή, σε ποιότητα και σε σχέση ποιότητας τιμής. Τα προϊόντα μας είναι γνωστά παγκοσμίως και περί τούτου δεν χωρεί αμφιβολία. Τα εμπορεύματά μας πωλούνται σε όλες τις μεγάλες αγορές κι έρχονται πρώτα σε διεθνείς στατιστικές πωλήσεων και ζήτησης προϊόντων. Εμείς εκτελούμε σημαντικό έργο. Είμαστε απ’ το 1952 η μεγαλύτερη εταιρεία στον τομέα μας και κανείς έως σήμερα δεν μας έχει ξεπεράσει. Είμαστε οι καλύτεροι σ’ αυτό που κάνουμε και το κάνουμε κ α τ α π λ η κ τ ι κ ά. Είμαστε μοναδικοί στο είδος μας και δεν έχουμε αντιπάλους».
(Ξαπλώνει στο πάτωμα και ροχαλίζει για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα, στρέφει το ξαπλωμένο σώμα του προς το κοινό)
Ακριβώς εκεί, ναι, το θυμάμαι καλά, εκεί με τους αντιπάλους, τη διέκοψα. «Με συγχωρείτε και πάλι, αλλά δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι είναι αυτό που εμπορεύεστε. Αν και δε νομίζω ότι πρέπει να με νοιάζει, αφού ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να εργαστώ για εσάς. Απλά, έτσι από περιέργεια, μήπως πουλάτε λόγια; Θέλω να πω, μήπως πουλάτε ελπίδες; Γιατί έτσι όπως μου τα λέτε κι απ’ ότι αντιλαμβάνομαι, αν πουλάτε ελπίδες, τότε πραγματικά είστε μοναδικοί στο είδος σας και δεν έχετε αντιπάλους, είστε η μεγαλύτερη εταιρεία στον τομέα σας και οι καλύτεροι σ’ αυτό που κάνετε». Με κοίταζε έτοιμη να μου βγάλει τα μάτια, αλλά ευτυχώς ένα κουδούνι μ’ έσωσε την τελευταία στιγμή.
(Σηκώνεται, ανοίγει τις κουρτίνες και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο)
Ήταν ο επόμενος, αγοραστής ελπίδας κι αυτός, ο κύριος Ζέρκης. «Δυστυχώς, αργήσατε. Η θέση καλύφθηκε», του ‘πε αυτή. Ε, κάπου εκεί νομίζω πως αποσύρθηκα κι άφησα μόνα τα δύο πιτσουνάκια να ξεμαλλιαστούν με την ησυχία τους.
(Κλείνει τις κουρτίνες. Πιάνει το λουρί που είναι πεσμένο κάπου πίσω, κοντά στο κρεβάτι και τυλίγει την αλυσίδα στο χέρι του. Κάθεται στην πολυθρόνα κι απευθύνεται στο κοινό)
Γαμώ την τύχη μου, είπα και βγήκα στο δρόμο. Που πάω και μπλέκω ρε πούστη μου κάθε φορά; Μη, μην το τολμήσεις να πεις «στα ‘λεγα», γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει εδώ μέσα. Κάποια στιγμή τέλος πάντων, τα νεύρα μου ηρέμησαν. Αλλά ηρέμησα τόσο πολύ που δεν το φανταζόμουν. Σε σημείο δηλαδή που σκεφτόμουν πως οι παλμοί μου δεν καταγράφουν καμία κίνηση.
(Χύνεται στην πολυθρόνα σα λιπόθυμος κι ύστερα από λίγο ανακάθεται πάλι)
Φοβερό, ε; Δεν το ‘χα ξαναπάθει ποτέ. Σα να σταματά η καρδιά σου για λίγο κι όμως εσύ να συνεχίζεις να ζεις. Απίθανο!
(Απευθύνεται στο λουρί) Καλά, φυσικά έχεις και δίκιο. Δεν της το χρώσταγα της ηλίθιας να σκέφτομαι για την υπόλοιπη μέρα τις χαζομάρες που μ’ αράδιαζε.
(Προσπαθεί να ξεμπλέξει την αλυσίδα απ’ το χέρι του, αλλά δεν τα καταφέρνει και νευριάζει)
(Προς το κοινό) Έκανα που λες να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο, να πάω σ’ ένα καφενέ που καθώς ερχόμουνα είχα δει στην τζαμαρία του ένα τεράστιο χαρτί που έγραφε «Ζητήται σερβυτόρος». Απ’ την ορθογραφία είχα καταλάβει πως ή ξένος θα ‘ταν ή γέρος που ‘ψαχνε αποκούμπι κάποιο νεαρό να του κρατάει το μαγαζί. Πέρασα λοιπόν κι εγώ απέναντι και κοντοστάθηκα μπρος σ’ ένα γεράκο που ήταν καθιστός και προσπαθούσε να σηκώσει την τραγιάσκα που του ‘χε ρίξει κάτω ο αέρας. «Ορίστε, καλέ μου κύριε, η τραγιάσκα σας», του είπα. «Να σας ρωτήσω κάτι; Μήπως ξέρετε ποιος είναι ο υπεύθυνος σ’ αυτό το μαγαζί;». Ροστάν, δεν θα με πιστέψεις, αλλά εκείνη την ώρα μου ‘ριξε ένα βλέμμα, λες κι ήμουν ο χάρος που ‘χα φτάσει νωρίτερα.
(Καμπουριάζει το σώμα του και βραχνιάζει τη φωνή του, κοροϊδεύοντας τον παππού στον οποίο αναφέρεται)
«Κοίταξε να δεις νεαρέ μου» μου ‘πε κι ενώ έβλεπα τη μασελίτσα του να τρίζει, πήρα αμέσως θέση τερματοφύλακα, έτοιμος ν’ αποκρούσω το γκολ, γιατί ή θα το ‘τρωγα ή θα το ‘διωχνα.. «Εδώ δεν υπάρχει υπεύθυνος. Υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας. Κοίτα γύρω σου. Δες, να, αυτόν εκεί τον άστεγο. Έχεις ιδέα ποιος είναι; Αλλά που να τον ξέρεις εσύ, που δεν μπορεί, πάνω από εξήντα δεν είσαι. Άκου να δεις λοιπόν. Αυτός είναι ένας παλιός παλαιστής, πολύ παλιός, που σαν ήμασταν παιδιά, ερχόταν στις γειτονιές για να δώσει παράσταση. Τρέχαμε τότε κι εμείς σαν τρελά να πιάσουμε πρώτη σειρά, μπροστά μπροστά για να βλέπουμε καλά. Ε, ξέρεις πόσα λεφτά είχε αυτός; Μάτσο τα χαρτονομίσματα και δολάρια, ε, πολλά δολάρια. Παραλής ήταν του λόγου του, μα του τα ‘φαγαν οι γυναίκες και το χαρτί. Τότε μάλιστα θυμάμαι που λέγαμε, πως οι άσσοι κι οι βαλέδες πάλεψαν με την πάλη και κέρδισαν. Τώρα, λοιπόν, για πες μου εσύ, πρέπει εγώ να τον ελυπηθώ ή κάθε που ‘ρχεται και ζητάει φαγητό και τσιγάρο να του δίνω μια στ’ αχαμνά να τον ξαπλώνω χάμου; Γι’ αυτό σου λέω, όλοι είμαστε υπεύθυνοι για κάτι, κυρίως για τον εαυτό μας ή τουλάχιστον για κάτι. Εσύ, τι είπαμε ότι ζητάς;».
(Ρίχνει το κεφάλι του βαριεστημένα προς τα πίσω κι αφήνει την αλυσίδα να ξετυλιχτεί και να πέσει στο πάτωμα αριστερά του)
Δεν ήξερα αγαπημένε μου φίλε, αν έπρεπε να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση. Κάτι μέσα μου, μου ‘λεγε να φύγω, όμως αν αυτό το καφενεδάκι είχε πελατεία αρκετά παππουδάκια, τότε φαντάστηκα πως ένα χαρτζιλίκι θα ‘βγαινε, δεν μπορεί.
(Ανακάθεται στην πολυθρόνα) «Ξέρετε» του είπα, ενώ έσκυψα πιο κοντά του, γιατί είχα καταλάβει πως από ακοή δεν παινευόταν κιόλας.
(Σηκώνεται όρθιος και οτιδήποτε λέει το περιγράφει με κινήσεις, σαν παντομίμα)
«Εγώ είμαι άνεργος και ζητάω δουλειά. Γι’ αυτό ήρθα σ’ εσάς. Ναι, σ’ εσάς. Είδα το χαρτί…το χαρτί λέω που ‘χετε κολλήσει στο τζάμι…στο τζάμι. Ναι, στο τζάμι…εδώ, να».
(προς το παράθυρο) Πραγματικά, πίστεψα ότι μ’ είχαν ακούσει όλοι μέχρις εδώ, εκτός απ’ αυτόν.
(Στρέφεται προς το κοινό και οτιδήποτε λέει το περιγράφει πάλι με κινήσεις, σαν παντομίμα)
«Εδώ γράφει ότι ψάχνετε για σερβιτόρο. Εγώ μπορώ να το κάνω αυτό. Μπορώ να δουλέψω όσες ώρες θέλετε. Λέω, να δουλέψω όποτε κι όσο θέλετε. Εσείς, τι μισθό δίνετε; Μισθό….λεφτά….λεφτά βρε άνθρωπε!» (Κάθεται στην πολυθρόνα)
(Προς το κοινό) Καλά, όχι ότι περίμενα κι εγώ τα φράγκα με τη σέσουλα, όμως ούτε κατά διάνοια δεν περίμενα αυτό που άκουσα. «Καλό μου παιδί, αυτή την αγγελία την έχω εδώ και δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια. Κοίτα το χαρτί. Ούτε κιτρινίλα δεν του ‘χει χαρίσει ο χρόνος, ενώ εγώ…γέμισα και κιτρινίλες και ρυτίδες και ζαράδες κι ότι άλλο ποθεί η ψυχούλα σου. Αχ, Άγη!». «Εμένα δεν με λένε Άγη», του λέω. «Αχ, Άγη! Παλιέ καλέ μου φίλε». «Ποιος είναι ο Άγης τέλος πάντων;», του φώναξα μπας και συνεννοούμασταν κάποια στιγμή. «Οι μάγοι;», με ρωτάει κι αρχίζω να νιώθω κάποια κίνηση στον παλμογράφο που πριν λίγο είχε νεκρώσει. «Όχι μάγοι, Άγη. Είπατε για κάποιον Άγη. Αυτός είναι τ’ αφεντικό εδώ;», τον ξαναρώτησα, αλλά χωρίς ελπίδα. «Αιρετικό», με ρώτησε κι εκεί τέλειωσαν όλα.
(Σηκώνεται πάνω και νευριασμένος κλοτσάει και χτυπάει την πολυθρόνα)
«Σε ποιόν μαλάκα πρέπει να πάω γαμώ την τύχη μου για να του πω ότι ενδιαφέρομαι γι’ αυτή τη γαμωδουλειά; Γ α μ ώ τ ο!».
(Παίρνει δυο βαθιές ανάσες και ξανακάθεται στην πολυθρόνα)
«Νεαρέ μου, νομίζω πως πρέπει να ηρεμήσετε. Άλλωστε, τα νεύρα δεν κάνουν καλό. Ρωτήστε και τον φίλο τον Άγη. Αχ, Άγη! Αυτό το χαρτί που σε τράβηξε μέχρις εδώ, το είχε βάλει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, με τον οποίο ήμασταν πολύ καλοί φίλοι, ο Άγης. Όταν πέθανε, μου ‘γραψε διαθήκη το μαγαζί κι έτσι το κράτησα για να τον θυμάμαι. Αείμνηστος ο συγχωρεμένος. Και τι δεν είχαμε κάνει μαζί. Φαντάροι, μαζί. Γαμπροί, μαζί. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας μαζί τα αναθρέψαμε. Και τώρα μ’ άφησε μόνο στον μάταιο τούτο κόσμο. Μόνο κι αβοήθητο να με ρωτάνε κάποιοι σαν κι εσένα αν είμαι, αν ζητάω και αν νιώθω υπεύθυνος. Άντε στο καλό βρε παλικάρι μου, άντε στην ευχή του Θεού κι άσε με να λησμονώ τις χαρούμενές μου μέρες. Άντε τώρα, άντε».
(Απευθύνεται στο λουρί που είναι πεσμένο στ’ αριστερά του)
Και σε ρωτάω Ροστάν, σου φαίνομαι για χαρτομάντιλο; Εντάξει, καταλαβαίνω τον πόνο του, όμως ρε γαμώτο κι εμένα ποιος θα με καταλάβει επιτέλους;
(Προς το κοινό) Και με κατηγόρησε κιόλας ότι του έθεσα ηθικές απορίες περί υπευθυνότητας και λοιπών αξιών. Τι ήθελα και πήγα ο βλάκας! Γι’ αυτό σου λέω, δεν μπορώ να καταλάβω το σημερινό κόσμο. Άλλο λέμε κι άλλο εννοούμε, άλλο θέλουμε να κάνουμε κι άλλο κάνουμε. Ενώ εσύ;
(Παίρνει το λουρί και σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα. Περπατά μέσα στο χώρο, ενώ η αλυσίδα σέρνεται στο πλάι του)
Δεν χρειάζεται να ‘χω πτυχία για να καταλάβω πότε θες να σε πάω για κατούρημα ή πότε πεινάς και θες φαγητό. Ούτε γαυγίζεις, υπονοώντας κάτι. Ούτε όταν γαυγίζεις, κατά βάθος θες να νιαουρίσεις, αλλά ντρέπεσαι να το κάνεις. Τα πάντα μεταξύ μας είναι ξεκάθαρα και σαφέστατα. Με τους ανθρώπους όμως; Τι γίνεται με τους ανθρώπους; Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι που τους χρειάζομαι, καταλαβαίνεις; Εσύ είσαι σκύλος, είσαι φίλος κι αδερφός. Όμως εγώ θέλω τον άνθρωπο. Οποιοδήποτε, δεν με νοιάζει ….
(Σηκώνει το μπολ και κοιτάζει αν είναι άδειο ή γεμάτο)
Δε σε ρώτησα όμως, έφαγες τίποτα σήμερα; (Χτυπάει με την αλυσίδα το μπολ δυνατά)
Ω, μα τι καλό αγόρι είσαι εσύ! Μπράβο Ροστάν μου, μπράβο. Τουλάχιστον εμείς συνεννοούμαστε. Δεν έχεις παράπονο, έτσι; Σου ‘βαλα, πριν φύγω το πρωί, την κονσέρβα με το βοδινό κι εσύ την έφαγες όλη, σαν καλό σκυλάκι. Δεν περίμενες να γυρίσω σπίτι κουρασμένος κι εξαντλημένος για να μου γκρινιάξεις που δεν σου άφησα λεφτά για να παραγγείλεις απ’ έξω…ντελικατέσεν (Ρίχνει το μπολ και το λουρί στο πάτωμα)
(Ακουμπάει τον αγκώνα του στο γραφείο και γέρνει προς αυτό)
Έλα τώρα, σταμάτα να με γλύφεις έτσι. Πήρα κι εγώ ένα τοστ και τσίμπησα ενώ περίμενα το λεωφορείο. Ευτυχώς που εσύ έχεις εμένα και σε πάω όπου θες. Αλί σ’ εμάς που αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε αυτά τα γλοιώδη και σιχαμερά μέσα για να πάμε απ’ την μιαν άκρη της πόλης ως την άλλη. Ξέρεις τι είναι να σκέφτεσαι πως εκεί που κάθεσαι έχουν κάτσει χιλιάδες κώλοι κι εκεί που πιάνεις με το χέρι σου την μπάρα για να μην πέσεις, έχουν ακουμπήσει χιλιάδες χέρια. Μα πραγματικά, μπορεί να σου ‘ρθει εμετός μόνο και μόνο στη σκέψη πως εκεί που ακουμπά η πλάτη σου, πριν από σένα ακουμπούσε η πλάτη κάποιου που ‘χε να κάνει μπάνιο δέκα μέρες. Αηδιαστικό!
(Αναγουλιάζει και προχωρά προς τον καλόγερο)
Μου ‘ρθε αναγούλα! Έληξε! Θα πετάξω το μπουφάν ή καλύτερα θα το κάψω ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στους σιχαμερούς αυτού του κόσμου.
(Πιάνει το μπουφάν και το κρατά ψηλά στον αέρα. Ψάχνει στις τσέπες του για αναπτήρα κι αφού δεν βρίσκει το πετά και το σπρώχνει κάτω απ’ το κρεβάτι)
Λοιπόν, τέρμα αυτή η συζήτηση, πάει και τελείωσε. Από δω και πέρα, όπου κι αν είμαι, θα γυρνάω με τα πόδια. Μπορεί να καθυστερώ λίγο παραπάνω, όμως και τη γυμναστική μου θα κάνω και θα βλέπω και κόσμο και δεν θα ‘χω την έγνοια μπας και κάποιος άπλυτος ακουμπήσει κατά λάθος το χέρι του πάνω στο δικό μου. Σύμφωνοι;
(Ανοίγει τις κουρτίνες και κάθεται στην πολυθρόνα, την οποία έχει στρέψει προς το παράθυρο)
Για πες μου τώρα, πόσην ώρα έχουμε ακόμα; Έλα, δείξε μου πόσο καλός είσαι στα μαθηματικά.
(Γαυγίζει τρεις φορές)
Τρία γαυγίσματα; Προσπάθησε λίγο ακόμη, μπορείς και καλύτερα….
(Γαυγίζει πέντε φορές)
Μπράβο, Ροστάν! Σε πέντε λεπτά βγαίνουμε, μόνο που θα ήθελα αυτή τη φορά να με συγκρατήσεις, εντάξει; Όχι σαν χθες που άνοιξα το στόμα μου κι αράδιαζα βλακείες. Άσε, καλύτερα να μην τα θυμάμαι. Λοιπόν, έλα να βάλουμε το λουρί σου. Κάτσε να κλείσω και τη σακούλα με τα σκουπίδια κι είμαστε έτοιμοι.
(Κλείνει τη σακούλα με τα σκουπίδια) Σήμερα νομίζω πως θα της πω γι’ αυτή την εκπομπή που έδειχνε στην τηλεόραση με τις γάτες. Θα της φανεί ευχάριστο θέμα, ε; Τι λες κι εσύ; Καλά, θα τα’ αποφασίσω εκείνη τη στιγμή. Έτσι θα ‘ναι και αυθόρμητο και δεν θα καταλάβει πως το ‘χα σχεδιάσει από πριν.
(Ανοίγει το παράθυρο) Πάμε τώρα, μέτρα μαζί μου. Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα.
ΣΚΟΤΑΔΙ
(Ο προβολέας φωτίζει τον κύριο Μπάρκα, ο οποίος στέκεται με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Στο ένα χέρι κρατάει τη σακούλα με τα σκουπίδια και στο άλλο την άκρη της αλυσίδας, την οποία χτυπάει ρυθμικά στο πόδι του . Απ’ τα μεγάφωνα ακούγεται η φωνή του)
«Ω, αγαπητή μου κυρία Ζέλια. Πως είστε σήμερα; Στις ομορφιές σας βλέπω! Μα, για να δω καλύτερα. Εσείς λάμπετε! Όχι πως τις άλλες μέρες δεν λάμπετε, απλώς σήμερα η λάμψη σας λάμπει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο λαμπερό και….Σκάσε βλάκα, ηλίθιε! Μαζέψου! Όχι, όχι δεν έλεγα σε σας….στο…στο Ροστάν έλεγα. Να, καμιά φορά γίνεται ιδιότροπος και δεν μπορώ να τον ελέγξω. Βέβαια, όταν αγαπάς κάποιον δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον ελέγχεις κιόλας, αλλά στη δική μας περίπτωση αν τον αφήσω τελείως ελεύθερο, καταλαβαίνετε….Ξέρετε, τις προάλλες είχε μια εκπομπή με γάτες και σας σκεφτ… Α, ναι; Πως κι έτσι; Θέλω να πω, να, εσείς δεν βγαίνετε συχνά και σήμερα…μα τι άλλαξε σήμερα; Μάλιστα, ναι, καταλαβαίνω. Η διάθεση παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Χαίρομαι πραγματικά για εσάς και την παρέα σας. Όχι, όχι δεν έχει τύχει να πάω ποτέ. Όπως θα έχετε καταλάβει, δεν έχω αυτοκίνητο και οι μετακινήσεις μου είναι λίγο περιορισμένες. Φυσικά και θα το ‘χω υπόψη μου, άλλωστε με την παρέα μου διοργανώνουμε πολύ συχνά εξόδους στο σινεμά. Κι εγώ ξέρετε, είμαι σινεφίλ. Παρακολουθώ όλες τις νέες ταινίες που κυκλοφορούν και αν το επιθυμούσατε κι εσείς ίσως να πηγαίναμε μαζί κάποια φορ… Ναι, καταλαβαίνω. Δεν ήθελα να σπαταλήσω τον πολύτιμο χρόνο σας φλυαρώντας. Όχι, όχι, δεν με στεναχωρείτε. Μην το ξαναπείτε αυτό, σας παρακαλώ. Για μένα είναι χαρά που σας συναντώ έστω κι έτσι, με τα σκουπίδια στο χέρι. Κι ο Ροστάν χαίρετε πολύ, κάθε που βρισκόμαστε έτσι απροσδόκητα. Ώστε λοιπόν….αυτά! Σας εύχομαι να περάσετε ένα όμορφο βράδυ και να διασκεδάσετε μέχρι πρωίας. Ω, σας ευχαριστώ αν και δε νομίζω να βγω σήμερα. Βλέπετε είμαι εξαντλημένος από τη δουλειά. Όπως σας είχα πει, είμαι ο μόνος που εμπιστεύονται και…Είδατε πάλι φλυαρώ. Λοιπόν, καλό σας βράδυ. Εις το επανειδείν».
(Το μεγάφωνο σταματά. Ο κύριος Μπάρκας πετά τα σκουπίδια στην εσωτερική δεξιά γωνία της σκηνής και κλείνει το παράθυρο. Με δύναμη πετά την αλυσίδα με το λουρί προς τα πίσω)
Προχώρα Ροστάν. Προχώρα, γιατί είμαι έξαλλος! Κατάλαβες δηλαδή! Ήρθε ένας μπούφος να μας φάει τη γυναίκα. Αμ, είναι γελασμένος αν νομίζει ότι θα παραδώσω τα όπλα μου τόσο εύκολα.
(Κάθεται στην πολυθρόνα και κοιτάζει προς το παράθυρο)
Θα κάτσω εδώ, κι εσύ μαζί μου Ροστάν, πίσω απ’ την κουρτίνα και θα την περιμένουμε μέχρι να γυρίσει. Κι αυτό που φορούσε, το ‘δες αυτό που φορούσε; Έτσι ντύνεται για να πάει στο σινεμά; Τα ‘χε πετάξει όλα έξω και θα κρυώσει, θα πουντιάσει κι ύστερα….Ψέματα, ψέματα ελεεινά και τρισάθλια ψέματα! Καμία ανοχή, κύριε Μπάρκα. Μη δείξεις ούτε έλεος ούτε τίποτα. Σινεμά και βλακείες! Ροστάν, τ’ αφεντικό σου δεν τρώει κουτόχορτο. Τα μάτια της θα πάει να βγάλει, ξέρω εγώ. Δες τον κι αυτόν, με την αμαξάρα του και το συνολάκι του το σινιέ. Κοίταξε κόσμε κόρδωμα ο κύριος! Δεν σου αξίζει βρε παλιομαλάκα μια τέτοια αρχόντισσα. Νομίζεις πως θα τη θαμπώσεις με τα ωραία σου ρούχα και το χάρβαλό σου; Γελοίε, τζιτζιφιόγκο! Δεν την κάνει καλά έτσι εύκολα, είναι αριστοκράτισσα. Κατάλαβες; Όμως…άμα της ριχτεί; Αν εκείνη δεν μπορεί ν’ αντιδράσει; Αν…αν την εκμεταλλευτεί; Θα τον τσακίσω! Βάστα γλυκιά μου οπτασία, βάστα γερά. Δεν είναι απ’ αυτές η γλυκιά μου κυρία Ζέλια. Θ’ αντισταθεί στη γοητεία των χρημάτων και θα δει ποιος την αγαπά πραγματικά.
(Κρύβει το πρόσωπο με τα χέρια του)
Ροστάν μη φεύγεις. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς εσένα. Θα κάτσουμε εδώ, όλη νύχτα αν χρειαστεί. Ναι, όλη! Εωσότου γυρίσει, εμείς θα παραφυλάμε εδώ, πίσω απ’ την κουρτίνα με σβηστό το φως κι αύριο… Μα, αύριο είναι Σάββατο κι αυτή βγαίνει το πρωί για τα ψώνια της. Κι αυτό είναι ότι πρέπει για εμάς.
(Πέφτει στα τέσσερα και μπουσουλάει κατά μήκος της σκηνής. Μαζί του σέρνει και την αλυσίδα)
Όπου είναι αυτή θα ‘μαστε κι εμείς. Σκιά της θα γίνουμε, σύμφωνοι; Κι αυτός ο λιμοκοντόρος, στο διάολο να πάει, δεν θα τολμήσει ν’ ακουμπήσει ξανά το πόδι του σ’ αυτή τη γειτονιά. (Κοιτάει ξαφνιασμένος πίσω του)
Ροστάν μη φεύγεις, σου μιλάω. Ροστάν δεν μ’ ακούς;
(Σηκώνεται απότομα και στέκεται στο μέσο της σκηνής. Κοιτάζει το ταβάνι και μιλάει ικετευτικά)
Ε, Ροστάν…Ροστάν, απάντησε μου…Ροστάν…
(Κρατάει την αλυσίδα στα χέρια του και την κοιτάζει θλιμμένα)
Ροστάν…Μη μ’ αφήνεις…Ροστάν…
ΣΚΟΤΑΔΙ
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
(Το σκηνικό φωτίζεται σταδιακά. Στη μέση της σκηνής υπάρχει μια πολύ ψηλή σκάλα, όπου στο ψηλότερο σκαλί και από τη δεξιά πλευρά (όπως βλέπει ο θεατής) κάθεται ο κύριος Μπάρκας, ημίγυμνος από τη μέση και πάνω. Στο κεφάλι φοράει ένα μαύρο καπέλο και γυαλιά ηλίου. Έχει δεμένο το λουρί στο λαιμό του, ενώ η αλυσίδα είναι κι αυτή δεμένη στα σίδερα της σκάλας. Οι κινήσεις του είναι δυσχερείς. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι χαρούμενος κι ενώ ο φωτισμός της σκηνής ολοένα και αυξάνεται, εκείνος ακούγεται να τραγουδά: «I can see clearly now, the rain is gone. I can see all obstacles in my way, all of the dark clouds that have been white. It’s gonna be a bright, bright, bright, bright sun shinny day»)
……………………………………………………………………
Ξύπνα Ροστάν, σήκω, πρέπει να φύγουμε. Έλα, καλό μου αγόρι, πάμε σε παρακαλώ. Κι έχει και μια μέρα όμορφη, ηλιόλουστη, επιτέλους θα φωτίσουν τα μάτια μας. Έλα, σήκω.
(Χειροκροτεί) Μπράβο τ’ αγόρι μου, ο καλός μου φίλος, μπράβο! Πρέπει να είμαστε έτοιμοι πριν από κείνη. Να φύγουμε τουλάχιστον δυο λεπτά νωρίτερα και να σταθούμε στη γωνιά, πίσω από εκείνο το βανάκι. Τόσους μήνες παρατημένο και κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να το μετακινήσει. Φαντάζεσαι πόσα ταξίδια θα ‘χει κάνει; Πόσες θάλασσες, πόσα βουνά, πόσοι έρωτες έχουν περάσει μπρος απ’ τα φώτα του!
(Στρίβει το κεφάλι του αριστερά και ψιθυρίζει θλιμμένα) Άσε με, κουράστηκα. Με κούρασες.
(Προς το κοινό) Άσε με; Ε, όχι λοιπόν, δεν σ’ αφήνω. Σήκω, μη βαρυγκωμάς. Αλλά έχεις δίκιο. Αντί (τραβά απότομα την αλυσίδα) να σε τραβήξω απότομα μπας και συμμορφωθείς, κάθομαι και σου λέω ιστοριούλες για θάλασσες κι έρωτες. Αν φύγει πρώτα εκείνη, θα τη χάσουμε. Πρέπει να προπορευτούμε έστω τρία λεπτά νωρίτερα. Μόνο έτσι θα πετύχει το σχέδιο μας. Ροστάν, στο λέω για τελευταία φορά. Ή τώρα ή ποτέ.
(Τραβά την αλυσίδα απαλά, αλλά επαναλαμβανόμενα)
Έλα, κάνε μου αυτή τη χάρη, αφού ξέρεις ότι μόνος μου δεν μπορώ να πάω.
(Στρίβει το κεφάλι του αριστερά και ψιθυρίζει θλιμμένα)
Φύγε! Φύγε!
(Προς το κοινό) Όχι φίλε μου, δεν σε χρησιμοποιώ, σ’ αγαπώ και πέφτω στην ανάγκη σου κι από μένα ό,τι ποθήσει η ψυχούλα σου. Όσα χρήματα μας έχουν απομείνει θα στα δώσω να τα κάνεις κόκαλα και χνουδωτά παιχνίδια και κρέας κι εφημερίδες.…
(Πετάει στο πάτωμα το καπέλο και τα γυαλιά)
Ζήτω ο Ροστάν! Η αυτού μεγαλειότης εσηκώθη επιτέλους! Μύρισε και πες μου αν έρχεται. Ε, μα ξέρεις ότι εγώ δεν μπορώ να κοιτάξω. Κι αν εκείνη τη στιγμή με δει να την κρυφοκοιτάω, φαντάσου πως θα αισθανθεί και πόσο άσχημη εντύπωση θα της κάνει αυτό. Για μύρισε τώρα και κούνα την ουρίτσα σου.
(Μυρίζει τον αέρα)
Έτσι, μπράβο Ροστάν μου! Τη βλέπεις;
(Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά)
Ναι, κι εγώ τη βλέπω στο τζάμι της απέναντι πολυκατοικίας. Τι υπέροχο φουστάνι είναι πάλι αυτό; Μα, δεν είναι μια οπτασία, μια θεά του ονείρου; Θες να σου πω ένα μυστικό; Νομίζω ότι ντύνεται τόσο όμορφα για μένα. Ναι, το πιστεύω. Όποτε βρισκόμαστε, όλο είναι χτενισμένη και περιποιημένη και μυρίζει γιασεμί. Θέλει να μου τραβήξει την προσοχή, αυτό είναι. Μα, δεν το βλέπει πως μου την έχει τραβήξει ήδη; Μια σύγχρονη Σειρήνα κι εγώ…..ναι, εγώ, ο Οδυσσέας Μπάρκας…στις διαταγές σας.
(Απλώνει τα χέρια του ευθεία μπροστά και τα κουνάει σα να κρατάει γκέμια αλόγου)
Φύγαμε ξοπίσω της κι είπαμε, αν μας καταλάβει, εσύ καν’ της τα γλυκά μάτια κι εγώ θα της πω, πως τυχαία συναντηθήκαμε κι είναι μάλλον μοιραίο. Εσύ κούνα την ουρά σου κι εγώ θα τη ρωτήσω πως πέρασε χθες το βράδυ με την παρέα της. Εσύ, τότε, θα της γλείψεις το χέρι κι εγώ θα…ε, κάτι θα βρω μετά. Τώρα προέχει να μην τη χάσουμε.
(Προς το κοινό) Μπήκε στο ψαράδικο της κυρ’ Αγάθης. Μα, αυτή δεν τα τρώει τα ψάρια. Τι μπήκε να κάνει; (Στρίβει το κεφάλι του αριστερά και ψιθυρίζει εκνευρισμένος)
Σε μισώ! Σε μισώ άνθρωπε!... Άνθρωπος…Τι γελοίο!
(Προς το κοινό) Μη Ροστάν! Τι κάνεις; Θα μας πάρει χαμπάρι. Ωχ, κρύψου, κοιτάει προς τα έξω.
(Καλύπτει το πρόσωπό του με τα χέρια του)
Γαμώτο, Ροστάν! Έτσι και μας κατάλαβε, σου ορκίζομαι πως δεν θα φας για τον υπόλοιπο μήνα, παλιόσκυλο! Κοίτα εκεί. Βγαίνει χωρίς σακούλα.
(Απορημένος, απευθύνεται στο κοινό)
Λες να της χρώσταγε λεφτά; Η κακομοίρα κυρία Ζέλια! Όσα λεφτά και αν της άφησε ο συγχωρεμένος, δίχως άντρα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μ’ έχει ανάγκη σε κάθε της βήμα. Αν μου το ‘χε πει, θα τη βοηθούσα κι ότι οικονομίες είχα θα τις πρόσφερα απλόχερα στα πόδια της. Μα γιατί δεν μου ‘πε τίποτα; Μάλλον έχεις δίκιο. Θα ντρεπόταν να ζητήσει συνδρομή από μένα. Ε, μόνο και μόνο γι’ αυτό, πρέπει να βιαστώ.
(Ανακάθεται στο σκαλοπάτι)
Οι κινήσεις μου πρέπει να ‘ναι μελετημένες και σωστές για να την πείσω να είμαστε μαζί. Μόνο έτσι θα βάλει για λίγο στην άκρη την αξιοπρέπειά της και θα δεχθεί τη βοήθειά μου. Άλλωστε, αύριο μεθαύριο θα γίνουμε ζευγάρι και τα προβλήματά της θα ‘ναι και δικά μου. Συμφωνείς;
(Στρίβει το κεφάλι του αριστερά και ψιθυρίζει εκνευρισμένος)
Θα πεθάνεις. Να πεθάνεις. Πέθανε.
(Προς το κοινό) Δες την πως περπατά. Μα, είναι σα να μην πατά στο έδαφος καθόλου. Σκέτη μπαλαρίνα, ε, Ροστάν; Ξέρεις, ώρες ώρες πιστεύω πως την έχω πλάσει στη φαντασία μου. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι, ένα τέτοιο πλάσμα να ζει σ’ αυτή τη γη και μάλιστα στο απέναντι ακριβώς ισόγειο απ’ το δικό μας. Κι όμως, σαν τη βλέπω να κάνει δουλειές, να πετά τα σκουπίδια ή καλή ώρα να βγαίνει για τα ψώνια της, νιώθω ευτυχισμένος. Συνειδητοποιώ πως ήρθα σ’ αυτή τη ζωή μόνο για ν’ αντικρίσω την τελειότερη των υπάρξεων όλων. Υβριστικό νομίζω ήταν αυτό το τελευταίο, όμως έτσι νιώθω. Συγχώρα με Θεέ μου, μα δες την κι εσύ και πες μου αν υπερβάλλω. Που πάει τώρα; Ωχ, όχι, έστριψε δεξιά στον κατήφορο. Αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος δρόμος. Τ’ αμάξια τρέχουν σαν τρελά εδώ κι αν θέλει να περάσει απέναντι…Μα πρέπει να βιαστούμε πριν γίνει το κακό.
(Σφίγγει τις γροθιές του και προσποιείται ότι τρέχει πανικόβλητος)
Γρήγορα, ξοπίσω της Ροστάν, μην τη χάσουμε στιγμή απ’ τα μάτια μας. Τρέχα φίλε μου και θα ‘χουμε σώσει έναν άνθρωπο. Έλα, μην καθυστερείς. Αν πάθει κάτι θα τρελαθώ, νομίζω θα μου στρίψει. Που είναι; Δεν τη βλέπω. Φανερώσου γλυκιά μου γυναίκα, φανερώσου σ’ εμένα το δούλο σου…Που κρύφτηκες κι η ανάσα μου έχει κοπεί; Που είσαι ομορφιά μου;
(Παύει το τρέξιμο και ξελαχανιάζει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ξεσπάει σε δυνατά γέλια)
Επιτέλους! Επιτέλους, ηλιαχτίδα μου, σε είδα. Πόσο με κοψοχόλιασες, να ‘ξερες. Η ζωή μου θα σβήσει χωρίς εσένα. Θα ‘μαι ένα μηδενικό. Ευτυχώς, τώρα μπορώ να ηρεμήσω και να σε χαζεύω να φορτώνεις τα χεράκια σου μηλαράκια, μαρουλάκια και πατατούλες. Ροστάν, δεν πιστεύεις κι εσύ ότι όλ’ αυτά είναι βαριά; Μήπως να πάω να…όχι, όχι αποκλείεται. Θα ‘ναι μια κίνηση σπασμωδική κι όμως…είναι βαριά και τα χεράκια της είναι διαμαντένια. Μην επιμένεις, δεν μπορώ να το κάνω. Ε, γίνεσαι πιεστικός Ροστάν, σου λέω δεν γίνεται αυτό….Κι όμως, πως θα σηκώσει τέτοιο βάρος; Αυτή είναι λεπτή, κομψή, δεν είναι δυνατό να φορτώνεται σα γάιδαρος τόσες σακούλες. Ε, λοιπόν, τ’ αποφάσισα. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, κάποτε θα ‘φτανε αυτή η στιγμή. Σχέδιο Α! Θα φανερωθούμε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Τυχαία στο κάτω κάτω της γραφής βρεθήκαμε κι εμείς εδώ. Θα της πω «Καλημέρα κυρία Ζέλια, πως είστε σήμερα;» κι αφού μου απαντήσει, θα προθυμοποιηθώ να τη βοηθήσω με τα ψώνια της μέχρι το σπίτι. Εκείνη φυσικά θ’ αρνηθεί και τότε εγώ θα της πω «Μα επιμένω. Εσείς, μια τόσο χαριτωμένη κυρία με λεπτά χέρια δεν μπορείτε να σηκώνετε βάρη». Εκείνη θα επιμείνει και τότε θα της δώσω τη χαριστική βολή. «Χρειάζεστε έναν άντρα γι’ αυτές τις δουλειές. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να σας αφήσει να κακομεταχειρίζεστε ένα τόσο κομψό δέρμα. Δεν λέω φυσικά ότι δεν έχετε τη δύναμη να κάνετε ότι χρειάζεται το σπιτικό σας, αλλά όπως και να το κάνουμε ένας άντρας είναι πάντα και παντού απαραίτητος». Καλά, ίσως αυτό το τελευταίο να τ’ αφήσω απ’ έξω. Λοιπόν, φύγαμε κι ο Θεός βοηθός (Σταυροκοπείται)
(Τα φώτα σβήνουν. Ο προβολέας φωτίζει το Ροστάν – κύριο Μπάρκα, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα, σα λυσσασμένος σκύλος, να λύσει την αλυσίδα, χωρίς επιτυχία. Καθ’ όλη την προσπάθεια, απ’ τα μεγάφωνα ακούγεται η φωνή του.)
«Κυρία Ζέλια, καλημέρα σας. Πως είστε σήμερα; Σάββατο κι επιτέλους μας έκανε μια καλή μέρα. Είπα κι εγώ να βγούμε με το Ροστάν μια βόλτα ν’ απολαύσουμε αυτό το ηλιόλουστο πρωινό. Περάσατε όμορφα στην χθεσινοβραδινή σας έξοδο; Βλέπω ψωνίζετε για το σπίτι. Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω. Όχι, όχι, επιμένω να…Μα γιατί τραβιέστε; Μα σταθείτε ένα λεπτό….Ω, με συγχωρείτε! Χίλια συγγνώμη!... Πραγματικά, μπερδεύτηκα και σας πέρασα για…μα γιατί φωνάζετε; Κυρία μου, υπερβάλλετε λιγάκι. Δεν είδα το πρόσωπό σας, είδα μόνο την πλάτη σας και γι’ αυτό…Μα δεν σας άρπαξα τις τσάντες, τι ‘ν’ αυτά που λέτε; Θα με βγάλετε και κλέφτη τώρα; Ξύπνησα σήμερα το πρωί κι είπα δεν πάω μαζί με το σκύλο να κλέψω μια κυρία στο μανάβικο, έτσι για να περάσει η ώρα;». Τι μαλακίες ακούω ο άνθρωπος πρωί πρωί. Έλα, Ροστάν…ξύπνα, φύγαμε.
(Τα φώτα ανάβουν. Εκείνος, σα να τον έχουν πιάσει στα πράσα, σταματά να κινείται και γυρνάει απότομα προς το κοινό, κοιτώντας δύσπιστα)
Καλά, τι απίστευτο κι αυτό! Τι συνέβη εκεί μέσα; Ποια ήταν αυτή η κάμπια και πως μπόρεσα ο χαζός να την μπερδέψω με την γλυκιά μου Ζέλια; Μόνο εσύ μπορείς να μου πεις. Που πήγε η οπτασία μου; Δεν είμαι τυφλός κι όμως την έχασα κάτω απ’ τη μύτη μου. Κι αυτή η στρίγγλα; Άκου να νομίζει ότι ήθελα να της κλέψω τα ψώνια! Που να πήγε; Πως…πως μπερδεύτηκα έτσι; Είναι δυνατό μες στη σύγχυση μου να την έχασα, ενώ μέχρι και την τελευταία στιγμή θα ορκιζόμουν ότι είναι στο μαγαζάκι και ψωνίζει; Θα τρελαθώ!
(Οι κινήσεις του είναι νευρωτικές. Τραβάει συνεχώς την αλυσίδα)
Αλήθεια σου λέω, θα μου στρίψει. Πρέπει να τη βρούμε Ροστάν, δεν αστειεύομαι, πρέπει να τη βρούμε. Ήδη δε νιώθω καλά. Νομίζω…ναι, νομίζω έχω πυρετό. Τώρα το καταλαβαίνω, έχω αρρωστήσει. Είμαι σίγουρος ότι οι ανάσες μου μ’ εγκαταλείπουν. Συνέχισε να την ψάχνεις, Ροστάν. Συνέχισε, μην τα παρατάς. Καν’ το για μένα, σε παρακαλώ. Πρέπει ν’ ανασκουμπωθώ, να συγκεντρωθώ. Τελευταία έξοδος! Μια τελευταία φορά κύριε Μπάρκα, δείξε μας τι αξίζεις. Τώρα θα φανεί η δύναμη κι η θέλησή σου…Έλα Ροστάν, ανέβα γρήγορα τα σκαλιά και πάμε προς το φούρνο. Αυτή, συνήθως, μετά απ’ το μαγαζάκι πάει εκεί για ψωμί. Είναι η τελευταία μου ελπίδα. Αν δεν έχει πάει, θα φωνάξω τ’ όνομά της τόσο δυνατά που θα εμφανιστεί όπου κι αν είναι. Έλα φίλε μου, μην απογοητεύεσαι. Πρόσεξε τα βρομόνερα, θα λερώσεις τα πόδια σου. Πρόσεχε σου λέω!
(Τραβά την αλυσίδα με τέτοια δύναμη προς τα κάτω που πνίγεται και βήχει. Στρίβει, ύστερα, το κεφάλι αριστερά και ψιθυρίζει απελπισμένα)
Άντε γαμήσου πια! Ψόφα βρωμόσκυλο, ψόφα σαπιοκούφαρο, ψόφα!
(Προς το κοινό χαρούμενος) Ροστάν, Ροστάν! Κοίτα εκεί! Η τύχη είναι με το μέρος μας. Να τη, η καλή μου. Να το, το λουλούδι της ψυχής μου. Δεν μ’ εγκατέλειψε άσπλαχνα και ξαφνικά. Κυρία Ζέλια μας, μα τι γλυκό που ακούγεται στ’ αυτιά τ’ όνομά σας. Κι αυτά τα μάτια που στάζουν ήλιο και γαλήνη…κάθε φορά που με κοιτούν, νιώθω τη γύμνια να θερίζει τη ψυχή μου. Τα πιο ειλικρινή κι όμως τα πιο ακατανόητα μάτια που έχω συναντήσει ποτέ μου. Και το πρόσωπο, τόσο όμορφο κι αλαβάστρινο που κάθε ζωγράφος θα ‘θελε να τ’ αποτυπώσει στο χαρτί για να μη ραγίσει ποτέ απ’ το χρόνο. Κι ένα σώμα, όλο λεπτό και θηλυκό που μοιάζει μ’ έργο του καλύτερου γλύπτη. Θα τ’ αγόραζα αυτό το άγαλμα. Ναι, θα τ’ αγόραζα όσα κι αν άξιζε. Και ξέρεις…θα το ξάπλωνα πάνω στο κρεβάτι και δίπλα θα ξάπλωνα κι εγώ. Θα χάιδευα τη σκαλιστή του πέτρα σα να ‘ταν βελούδινο ύφασμα και στο μυαλό μου….θα κάναμε έρωτα, έρωτα τρελό, γλυκό μαζί και ζωώδες. Κι ύστερα, θα έγερνα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο της και θ’ αποκοιμιόμουν σαν παιδί, σαν μικρό παιδί. Δίχως έγνοιες, δίχως ευθύνες, δίχως τίποτα….Κανείς δεν θα με πείραζε όσο θα ‘μουν ξαπλωμένος μαζί της στα μαλακά σεντόνια. Εκείνη δεν θα μίλαγε κι εγώ….εγώ θα προσευχόμουν ν’ αποκτήσει μιλιά και μάτια για να με βλέπει και καρδιά. Μια μεγάλη καρδιά για να χωράει όλη την αγάπη μου.
(Χτυπάει τα χέρια και τα πόδια του στη σκάλα γεμάτος χαρά)
Μα ναι, μπορώ να γίνω του κόσμου ο πρώτος ποιητής που με λόγια θεία κι αέρινα θα στολίσει τα μαλλιά σας, κυρία Ζέλια κι όλες οι γυναίκες θα ζηλεύουν το κάλλος σας. Αυτό θα ‘ναι η μούσα μου στο δημιουργικό ταξίδι της κοινής μας πορείας. Αυτό ζητάει από μένα η ζωή τελικά. Να δώσω νόημα και δύναμη σ’ εσάς, γλυκιά μου ύπαρξη. Να μάθει ο κόσμος πως άγγελος εξ’ ουρανού κατέβηκε στη γη να φωτίσει τις καρδιές όλων μας…κυρίως τη δικιά μου. Ναι, τώρα το βλέπω καθαρά. Αυτός είναι ο ρόλος που μου ‘χει δοθεί. Ποιος είμαι εγώ ν’ αρνηθώ να τον παίξω; Δεν έχεις το δικαίωμα κύριε Μπάρκα, δεν έχεις το δικαίωμα μ’ ακούς; Είσαι ένα απόλυτο τίποτα μπροστά στη θεία χάρη της κι αν αρνηθείς το ρόλο σου χίλιες κατάρες κι ερινύες να σε βρουν! Ανάξιε…δειλέ…ανίκανε…γελοίε κύριε Μπάρκα!
(Στρίβει το κεφάλι του αριστερά και ψιθυρίζει ύπουλα)
Θάνατος, θάνατος, θάνατος, θαν..
(Στρίβει απότομα δεξιά και απευθύνεται προς το κοινό χαμογελώντας)
Ροστάν, την βλέπεις; Κοίτα, κοίτα το σπουργιτάκι μου πως τσιμπάει την κόρα απ’ το ψωμί. Προσέχει πολύ τη σιλουέτα της, όμως πρέπει να τρέφεται καλά. Δεν πρέπει ν’ αδυνατίσει κι άλλο. Σε μια ασθένεια χρειάζεται να ‘χει δυνατή κράση για ν’ αντέξει. Εγώ πάντως, θα ‘μαι δίπλα της. Ό,τι κι αν χρειαστεί, θα ‘μαι εκεί να τη φροντίσω, να την περιποιηθώ, να την κάνω μπάνιο, να την ταΐσω. Ό,τι χρειαστεί, εγώ, εγώ και μόνον εγώ. Είδες, πάλι τ’ άσχημα σκέφτομαι. Δεν με συγκρατείς Ροστάν. Ωχ, τώρα που πάει πάλι; Ε, αμάν! Δεν έχει κάτσει κάπου παραπάνω από δυο λεπτά. Όχι ρε γαμώτο, έρχεται προς το μέρος μας!
(Καλύπτει με τα χέρια το πρόσωπό του)
Καλύψου Ροστάν! Έλα πιο κοντά μου να κρυφτεί η ουρά σου. Τι θέλει προς τα εδώ; Σχέδιο Β! Έτσι και μας δει, ετοιμάσου. Παιξ’ το κουρασμένος. Λαχάνιασε. Βήξε. Πέσε κάτω. Δεν ξέρω, βρες κάτι καλό. Εγώ θα της πω ότι…ναι, αυτό είναι. Θα της πω ότι βγήκαμε βόλτα και να δεις βρε παιδί μου πως ξεχαστήκαμε λόγω ηλιοφάνειας και μας πήρε η ώρα και φτάσαμε ως το τέρμα της ανηφόρα και πω πω κούραση και πω πω ταλαιπώρια και αμάν τι πάθαμε!
(Ανοίγει τα χέρια του δειλά κι εκπλήσσεται)
Μα καλά…που πάει; Ξαναγυρνάει πίσω; Ε, πες το έτσι και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τώρα κατάλαβα. Πάει προς τα κάτω...για τσιγάρα. Ουφ, τη μισή μου ζωή έχασα. Ταλάντευση κάτω, πάνω και πάλι κάτω. Ανεξήγητο! Τέλος πάντων...Το μόνο της ελάττωμα είναι το τσιγάρο.
(Βγάζει ένα τσιγάρο απ’ την τσέπη του και το ανάβει)
Και ξέρεις κάτι; Δεν μπορεί να το κόψει. Μια φορά θυμάμαι την είχα ρωτήσει γιατί καπνίζει και μου ‘χε πει για παρέα. Δηλαδή, νιώθει μόνη της και το τσιγάρο τη συντροφεύει, κατάλαβες; Η μοναξιά οδηγεί στο κάπνισμα. Το κάπνισμα σκοτώνει. Άρα, η μοναξιά σκοτώνει, σωστά; Τουλάχιστον εκείνη ξέρει από τι θα πεθάνει. Εγώ; Πως είναι δυνατό να συνεχίσω να ζω μ’ αυτή την απορία; Κι όμως, αν είναι κάποιος ν’ αναρωτιέται μια ζωή από τι θα πεθάνει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Να μην προβληματίζεσαι κιόλας βρε αδερφέ! Να ‘σαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Μη σου ‘ρθει ξαφνικά από κει που δεν το περιμένεις. Θέλω να πω…να…πες ότι περιμένεις να πεθάνεις απ’ το τσιγάρο και ξαφνικά σε χτυπάει ένα φορτηγό στο δρόμο και πεθαίνεις. Αναπάντεχο, έτσι; Αν όμως αυτό το φορτηγό μετέφερε τσιγάρα στα περίπτερα, τότε; Τότε κατά το ήμισυ θα ‘χεις πέσει μέσα. Όπως και να ‘χει, εγώ σέβομαι τις αδυναμίες της, όμως όταν θα γίνουμε ζευγάρι δεν θα ‘χει ανάγκη να καπνίζει, γιατί θα ‘μαι πάντα δίπλα της και θα τη συντροφεύω εγώ. Κι ούτε πρόκειται να το ξαναβάλει στο στόμα της αυτό το διαολόπραμα.
(Κάνει να πετάξει το τσιγάρο, όμως το κρατάει και συνεχίζει να καπνίζει)
Για τους άλλους, το καταλαβαίνω. Κάποιος σου λέει «Εγώ κύριε γουστάρω να καπνίζω, εσύ τι πρόβλημα έχεις μ’ αυτό; Δεν σου φυσάω τον καπνό στα μούτρα ούτε σου ντουμανιάζω τον αέρα. Το κράτος μού έχει επιβάλλει όταν θέλω να καπνίσω να βγαίνω έξω, σ’ ανοιχτό χώρο κι όταν σβήνω τη γόπα μου να την πετάω στον κάδο κι όχι κάτω. Ε, αυτό κάνω. Που είναι το λάθος σ’ αυτή την εικόνα; Κι εσύ γιατί μου κολλάς;». Κι έχει δίκιο, Ροστάν. Α, όλα κι όλα, γιατί στην ουσία αν είναι κάποιος έξω και καπνίζει και προσέχει να μην λερώνει, τότε δεν σ’ ενοχλεί εσένα. Αυτό, φαντάζομαι, που βουρλίζει τους περισσότερους είναι όταν καπνίζουν κάποιοι σε κλειστό χώρο. Ναι, είναι κάτι παράνομο, όμως τι να κάνεις; Δεν μπορείς να ελέγχεις όλο τον κόσμο. Και εκεί είναι που πατάνε οι πιο πολύ. Εκεί που καπνίζει ο άλλος σε κλειστό χώρο και του λες «ή σβησ’ το ή σήκω και φύγε γιατί θα σε καταγγείλω». Εν τέλει ή πιάνεστε στα χέρια και πιθανόν ν’ ανοίξει και καμιά μύτη ή αν είναι λογικός άνθρωπος το σβήνει κι όλα καλά κι ωραία.
(Πατάει το τσιγάρο στο σκαλί της σκάλας για να σβήσει κι ύστερα το πετάει στο πάτωμα)
Πάντως, νομίζω πως εκεί είναι όλη η ουσία. Στο να δεχθούμε δίχως δισταγμό πως κάποιοι είναι έτσι και κάποιοι αλλιώς. Είναι τόσο εύκολο να το καταλάβουμε κι όμως τόσο δύσκολο να τ’ αποδεχτούμε τελικά. Όχι όμως για μένα. Όχι! Εγώ την αγαπάω κι αν χρειαστεί, θα δεχθώ τον καπνό απ’ το τσιγάρο της να πλημμυρίσει τα πνευμόνια μου. Κι αν είναι να πεθάνω κι εγώ απ’ αυτό…χαλάλι της.
(Προς το κοινό) Μα τόσην ώρα, τι κάνει; Δεν μπορώ να δω καθαρά. Κοίτα εκεί, της έχει πιάσει κουβέντα αυτός ο μπερμπάντης ο περιπτεράς. Να ‘ξερα τι της λέει. Τι ψευτιές της ξεφουρνίζει. Από παλιά, θυμάμαι, τη ζαχάρωνε και μάλιστα μια φορά, περνούσα από πίσω της όταν αγόραζε εφημερίδα και τον άκουσα να της λέει για ένα ταξίδι του στο Μαρόκο. Εκεί να δεις φούμαρα. Τον είχε πάρει στο κυνήγι λέει μια λεοπάρδαλη κι ύστερα είχε αντιμετωπίσει μόνος του τέσσερις ληστές κι έπειτα η εκεί αστυνομία του ‘χε δώσει χρυσό έπαθλο για το θάρρος και την ανδρεία του. «Σε ποιον πουλάς αυτές τις μαλακίες ρε πούστη; Νομίζεις ότι μασάμε κουτόχορτο; Εμείς νομίζεις δεν ξέρουμε ν’ αραδιάσουμε ένα μάτσο μπαρούφες για να το ρίξουμε το κορίτσι; Α ρε έξυπνε!».
(Βγάζει τον αναπτήρα απ’ την τσέπη του και τον αναβοσβήνει)
Αυτά ήθελα να του πω τότε, αλλά δεν τα κατάφερα. Βλέπεις, εκείνη τον άκουγε με προσήλωση και δεν ήθελα να σταθώ εμπόδιο στην ικανοποίηση των αυτιών της….Ακόμα κι αυτό σεβάστηκα, Ροστάν. Ε, όλ’ αυτά θα τα εκτιμήσει όταν τα μάθει, έτσι δεν είναι; Εγώ ποτέ δεν θα την κοροϊδέψω, ούτε θα τη γελάσω για να επιτεύξω κανένα πονηρό στόχο. Θα της λέω για τα πάντα την αλήθεια κι αν την πληγώσει ποτέ αυτό, τότε πάλι θα ‘μαι δίπλα της να της συμπαρασταθώ. Δεν της αξίζουν τα ψέματα κι ούτε θα της τα προσφέρω ποτέ…Τ’ ορκίζομαι, ποτέ!
(Σφίγγει τον αναπτήρα στα χέρια του, τα οποία κρατάει σε στάση προσευχής κάτω απ’ το πρόσωπό του. Ύστερα σηκώνει το κεφάλι και κοιτά προς το κοινό)
Τώρα; Μάλλον πάμε σπίτι. Λογικά τελείωσε τις δουλειές της κι απ’ όσο ξέρω αυτή είναι η ώρα που μαγειρεύει κι ύστερα ξαπλώνει. Άντε, να γυρίσουμε κι εμείς, να προλάβω να κάνω ένα μπάνιο πριν συναντηθούμε στον κάδο με τα σκουπίδια. Θυμάσαι πως κάθε Σάββατο τα βγάζει αργότερα απ’ ότι συνηθίζει; Ναι, ναι, μη σου κάνει εντύπωση (γέλιο) Το ‘χω παρατηρήσει κι αυτό και ξέρεις γιατί; Παρακολουθεί συστηματικά στην τηλεόραση μια σειρά με συνταγές και ποτέ δεν χάνει ούτε γραμμάριο ζάχαρης. Κι ύστερα πάει στην κουζίνα και φτιάχνει ό,τι έχει δει, με αποτέλεσμα να βγαίνει για τα σκουπίδια στο τέλος της μαγειρικής. Μακάρι να μας καλούσε μια φορά για φαγητό. Πεθαίνω να δοκιμάσω απ’ τα χρυσά χεράκια της τις πίτες και τα γλυκά και τα λικεράκια και μμμμ….τα πάντα! Όμως να ξέρεις πως δεν θα της το πω αν εκείνη δεν κάνει νύξη από μόνη της. Άλλωστε, τι να της πω: «Θέλετε να μας καλέσετε απόψε για φαγητό και γλυκό; Ξέρετε, το περιμένουμε σαν παλαβοί πολύ καιρό τώρα και πάλι καλά που μας το προτείνατε, γιατί ήμασταν έτοιμοι να μπουκάρουμε και να φάμε ότι υπάρχει». Πάει; Δεν πάει.
(Γαυγίζει δυο φορές και γυρνάει μουτρωμένος το κεφάλι του δεξιά αριστερά)
Ορίστε μούτρα ο Ροστάν! Δεν μπορώ να σε καταλάβω ώρες ώρες. Είσαι με τα φεγγάρια σου. Τι συνέβη πάλι; Μπας και ζηλεύεις που ασχολούμαι συνέχεια μαζί της; Αν κρατάς μούτρα γι’ αυτό, είσαι άδικος, γιατί για μένα δεν υπάρχει κανείς άλλος πάνω σ’ αυτό τον κόσμο, μόνον εσύ. Εσύ είσαι ο σύντροφός μου, ο φίλος μου ο παιδικός, το άλλο μου εγώ κι η μισή μου ζωή. Σ’ εσένα έχω αφιερώσει όλο μου το χρόνο και νομίζω πως δεν έχεις παράπονο γι’ αυτό. Βγαίνουμε τις βόλτες μας, συζητάμε περί ανέμων και υδάτων, βλέπουμε τις αγαπημένες σου εκπομπές σ’ αυτό το χαζοκούτι. Ε, τι άλλο θέλεις πια;
(Κοιτάζει τα χέρια του κι απευθύνεται σ’ αυτά)
Ροστάν, θα σου δώσω μια συμβουλή, γιατί νομίζω ότι ο σωστός αφεντικός πρέπει να μορφώνει το σκυλί του και να το γεμίζει με ηθικές αξίες και αρχές. Θα σου πω λοιπόν τούτο. Μην είσαι άπληστος. Να ζητάς κι όχι ν’ απαιτείς απ’ τους άλλους, γιατί κανείς δεν έχει υποχρέωση να σε φροντίσει εσένα και να του γίνεις μέλημα. Κι εγώ, παρά τις φούριες μου και τα προβλήματά μου, κάθομαι τόσην ώρα μ’ ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου κι αντί να ψάχνω κάτι για να φάω, σκέφτομαι τι να σου βάλω για να μη μείνεις νηστικός. Έχουν παγώσει τα χέρια μου κι η κοιλιά μου γουργουρίζει. Σκέψου τώρα λογικά και πες μου, είσαι ή δεν είσαι παράλογος, πλεονέχτης και αχόρταγος;
(Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά)
Χαίρομαι που συνεννοούμαστε και νομίζω πως η σχέση μας έχει προχωρήσει σε άλλα επίπεδα επικοινωνίας. Οι κουβέντες μας πλέον είναι πιο πνευματικές, πιο εγκεφαλικές και πιο ουσιώδεις. Εντάξει, για μονολόγους πρόκειται τις περισσότερες φορές, όμως κι η δικιά σου συμμετοχή δεν είναι λίγη. Χαίρομαι, όμως και για κάτι άλλο. Ξέρεις, αύριο είναι τα γενέθλιά μου και μπορεί να μην έχουμε λεφτά, έχουμε όμως αναντίρρητα και αδιαμφισβήτητα καλή διάθεση, ε; Αποφάσισα λοιπόν, χωρίς προσχήματα κι υπεκφυγές….να πάω να της μιλήσω. Ναι, ναι, δέχομαι συγχαρητήρια! Κι εσύ θα ‘ρθεις μαζί μου φυσικά.
(Κουνάει το κεφάλι αρνητικά)
Ναι, θα πάμε παρέα, δεν το συζητώ. Νωρίς αύριο τ’ απόγευμα, θα πάμε στο ζαχαροπλαστείο και θα πάρουμε τρεις τάρτες, απ’ αυτές που σ’ αρέσουν με τα δαμάσκηνα. Και αφού βάλουμε στην μια επάνω ένα κεράκι, θα πάμε και θα της χτυπήσουμε το κουδούνι, τι λες; Δεν είναι φοβερή ιδέα;
(Προς το κοινό) Άλλωστε, αύριο Κυριακή, αυτή δεν το κουνάει απ’ το σπίτι, οπότε ό,τι ώρα και να πάμε θα ‘ναι εκεί. Πιστεύω πως θα εκπλαγεί και δεν θα μπορεί ν’ αντισταθεί στην ιδέα του να κάτσουμε παρέα και να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου, έτσι λιτά κι απέριττα. Και γιατί ν’ αρνηθεί εξάλλου; Δεν θα της πω δα πως είναι υποχρεωμένη, απλώς θα της πω την αλήθεια, ως έχει. Ότι δηλαδή δεν έχω άλλους φίλους ή συγγενείς και πως μόνο μαζί της θα ‘θελα να ‘μαι μια τέτοια ημέρα. Κι οι φίλοι που της έλεγα τόσο καιρό ότι βγαίνουμε μαζί και τέτοια, θα της πω ότι είναι απλοί γνωστοί που τέτοια μέρα κανείς τους δεν μ’ έχει πάρει τηλέφωνο ποτέ. Ή…λες να της πω κατευθείαν την αλήθεια; Εντάξει, θα το κάνω. Θα της πω ότι δεν έχω φίλους κι ότι της έλεγα ψέματα τόσο καιρό για να μη με περάσει για κανένα μονόχνοτο μαλάκα που διασκεδάζει με το να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ και να βλέπει στις ειδήσεις πόσο έχουν αυξηθεί οι ληστείες και το Φ.Π.Α. Δεν θ’ αρνηθεί, όχι, δεν θα το κάνει, γιατί θα ‘ναι παράλογο, εξωφρενικό κι εξάλλου θα με στεναχωρήσει. Ε, δε νομίζω ν’ αντέξει η καρδιά της να με στεναχωρήσει στα γενέθλιά μου. Πως ακούς την πρότασή μου; Ναι, το ξέρω. Κι εγώ πιστεύω πως θα ‘χει σίγουρη επιτυχία. Τώρα, ας κάτσουμε να φάμε για να πάρουμε δυνάμεις κι αύριο θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Μόνο αν το πιστέψουμε πολύ, θα πετύχει. Αύριο θα την ταΐσω και δαμάσκηνα στο στόμα, αν μ’ αφήσει βέβαια. Κι αυτή η τάρτα είναι σκέτη κόλαση, δεν μπορείς να μην τη φας ολόκληρη. Να ‘χαμε μια τώρα Ροστάν, ε;
(Ξερογλείφεται. Γλείφει τα χέρια του και τα δαγκώνει)
Έλα, μην το κάνεις αυτό. Κάνε μαζί μου υπομονή μέχρι αύριο.
(Αγκαλιάζει τον εαυτό του και τρέμει)
Βρε, μην αγχώνεσαι ολόκληρο σκυλί. Εσύ τρέμεις. Σκέψου, είσαι ένας αρσενικός δυνατός, πήρες από μένα που δεν κάνω πίσω με τίποτα. Έτσι, πείσμωσε. Φώναξε: «Όχι δειλία, δεν σου κάνω το χατίρι. Οι στιγμές είναι δικές μου».
(Χειροκροτεί) Μπράβο Ροστάν, έτσι, να ‘σαι δυνατός. Κι αύριο θα σκίσουμε. Θα ‘ναι η καλύτερη παράσταση που έχουμε δώσει ποτέ!...
(Τα φώτα σβήνουν πολύ αργά. Ο Ροστάν – κύριος Μπάρκας ενώ έχει στρίψει το πρόσωπό του στ’ αριστερά, ξαφνικά στρέφεται προς το κοινό, έχοντας πάρει μια διαβολική μορφή. Μέχρι να σκοτεινιάσει το σκηνικό εντελώς, προσπαθεί μανιωδώς να λύσει την αλυσίδα και να βγάλει το λουρί απ’ το λαιμό του. Δεν τα καταφέρνει)
ΣΚΟΤΑΔΙ
ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ
(Είναι βράδυ. Η σκάλα έχει φύγει από το σκηνικό και ένας μεγάλος ολόσωμος καθρέπτης βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής. Ο Ροστάν - κύριος Μπάρκας κοιμάται στο πάτωμα, δίπλα στον καθρέπτη. Το λουρί είναι δεμένο στο λαιμό του και η αλυσίδα είναι καρφωμένη σε ένα μεγάλο καρφί στ’ αριστερά της σκηνής. Ο προβολέας τον φωτίζει σταδιακά)
……………………………………………………………………
(Σηκώνει το κεφάλι του απότομα σαν κάτι να τον ξύπνησε)
Τ’ ακούς; Ροστάν, τ’ ακούς αυτό; Ξύπνα, σήκω γρήγορα.
(Κοιτάει προς το παράθυρο, όπου οι κουρτίνες είναι ανοιχτές)
Κάποιος είναι στο παράθυρο. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει και…δεν είναι δυνατόν. Πως είναι δυνατόν; Αφού δεν ξέρει. Κανείς δεν το ξέρει. Τι παιχνίδι είναι πάλι αυτό;
(Τρίβει τα μάτια του)
Και τα μάτια μου…είναι τόσο κουρασμένα κι αυτά που δεν βλέπω καλά μες το σκοτάδι. Μα δεν μπορεί.
(Κοιτάει προς το παράθυρο)
Είναι….η μορφή της είναι. Την ξέρω καλά, αυτή είναι σίγουρα σου λέω. Κάτι έχει συμβεί.
(Κάνει να σηκωθεί αλλά δεν τα καταφέρνει και κάθεται πεσμένος στα τέσσερα. Ψάχνει γύρω του στο πάτωμα μανιωδώς )
Που είναι τα κλειδιά; Βρες μου τα κλειδιά. Που είναι Ροστάν; Που είναι, σε ρωτάω;
(φωνάζει προς το κοινό) Κλειδιά! Κλειδιά!
(Όπως είναι πεσμένος στα τέσσερα, κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη κι απευθύνεται στον ίδιο)
Εσύ, εσύ ύπουλο πλάσμα, εσύ. Γιατί; Γιατί τα ‘κρυψες; Τα πέταξες τρελέ! Τα ‘θαψες να μην τα ξαναβρώ για να μείνω μια ζωή δεμένος εδώ, μαζί σου. Άτιμε! Άπληστε σκύλε! Λυσσασμένε! Γιατί; Γιατί;
(Σκύβει το κεφάλι μπροστά και στέκει για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός. Έπειτα, στρέφεται προς το παράθυρο)
Το παράθυρο! Αυτό είναι! Ναι, αυτό είναι! Πρέπει, πρέπει να φτάσω ως εκεί.
(Πάει προς το καρφί και προσπαθεί να λύσει την αλυσίδα, δίχως να τα καταφέρνει)
Άσε με να φτάσω, άσε με. Άφησέ με σου λέω!
(Προς το παράθυρο) Όχι μη φεύγεις. Στάσου, περίμενέ με. Στάσου, δεν μ’ ακούς;
(Πλησιάζει μπουσουλώντας όσο πιο κοντά μπορεί στο παράθυρο)
Τα μάτια μου δεν με γελούν. Εσύ, εσύ ομορφιά της ψυχής μου. Εσύ, γλυκό μου ευαγγέλιο. Τι ζητάς τούτη την ώρα; Είναι αργά και με καρδιοκτυπάς. Πες μου να ξέρω πως είσαι καλά. Έλα, έλα μέσα κι εγώ θα σε πιάσω. Έλα, μη φοβάσαι. Να, κάτσε εδώ.
(Μπουσουλάει μέχρι την πολυθρόνα, όπου υποτίθεται κάθεται η κυρία Ζέλια)
Συγχώρεσέ με γι’ αυτό. Τα κλειδιά είναι θαμμένα στον κήπο, αλλά μην ανησυχείς. Ξέρω γιατί. Γιατί με μισεί. Πάντα έτσι έκανε κάθε που ανέπνεα χωρίς αυτόν. Αλλά έννοια σου κι αυτή τη φορά δεν θα περάσει η θηλιά, δεν θα του περάσει τίποτα.
(Σκύβει το κεφάλι) Ω, σε παρακαλώ, απάλλαξέ με από το βάρος του αμαρτήματός μου. Ο ενικός δεν ταιριάζει σε μια αιθέρια ύπαρξη σαν τη δική σου, όμως ταράχτηκα.
(Σηκώνει το κεφάλι του κι απευθύνεται στην πολυθρόνα)
Ταράχτηκα και δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά, να, ήθελα, ετοίμαζα μάλλον, ήταν μια έκπληξη που είχα στο μυαλό μου και δεν ξέρω. Ήταν για σένα, για μένα βασικά, αλλά για σένα. Με καταλαβαίνεις; Μια έκπληξη από μένα για σένα που θα ‘χε να κάνει με μένα. Η τούρτα με τα δαμάσκηνα. Πολλά δαμάσκηνα κι απάνω ένα κερί. Μεγαλώνω αύριο και ξέρεις, ήθελα να μεγαλώσω μαζί σου. Τρως δαμάσκηνα, ε; Θα ‘παιρνα πρωτοβουλία κι όμως….αν δεν τα τρως; Τι βλάκας που είμαι. Έπρεπε να σε ρωτήσω πρώτα. Δεν έχει σημασία τώρα. Τώρα είσαι εδώ μαζί μου.
(Αγκαλιάζει την πολυθρόνα)
Δεν έχω άλλον, μόνο την έγνοια σου, μόνο για σένα ανασαίνω. Ναι, το ξέρω, το ξέρω πόσο ηλίθια έχω φερθεί. Σου ‘πα ψέματα, αισχρά ψέματα για φίλους και δουλειά και βόλτες. Δήθεν ότι πήγα στο γιατρό γιατί…είδες, ούτε που θυμάμαι το γιατί. Και στη δουλειά δεν είμαι της εμπιστοσύνης κανενός. Δεν έχω δουλειά, αυτή είναι η αλήθεια.
(Προς το κοινό) Έψαχνα παλιά, αλλά πάει πολύς καιρός από τότε. Μονάχα καμιά φορά τα εξιστορώ σαν παραμύθια στο Ροστάν, έτσι για να θυμάται. Κι αυτός θέλει να τα θυμάται.
(Χαϊδεύει την αλυσίδα)
Τις αγαπά τις αναμνήσεις πολύ κι εγώ δεν αμελώ το παρελθόν. Το σέβομαι. Είναι τιμή να έχεις παρελθόν και δη τέτοιο που να ζητάς απ’ τον εαυτό σου να το ξαναπαίζει και να το ξαναπαίζει. Κι άλλωστε, αυτό δεν μένει; Σ’ αυτή την τελευταία, την ύστατη ανάσα της ζωής, είναι το παρελθόν που γίνεται ταινία μικρού μήκους και προτού να φύγεις είτε το βραβεύεις είτε το απορρίπτεις. Είναι η συνείδησή μας, ε; Ναι, νομίζω αυτό είναι. Το παρελθόν είναι η συνείδηση που μας έδωσε ο Θεός για να βασανίζουμε τις νύχτες το μυαλό μας. Σαν κι αυτή τη στιγμή. Είναι μοναδική, δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Έγινε, πέρασε κι ήρθε άλλη…και τώρα άλλη μια….και τώρα άλλη μια.
(Προς την πολυθρόνα) Είναι όλες μοναδικές, καταλαβαίνεις; Κι ύστερα θα τις σκέφτομαι όλες, μία προς μία ξεχωριστά και θα κρίνω.
(Σκύβει το κεφάλι) Μα σου ‘πα ψέματα. Πολλά ψέματα και δεν τα παίρνω πίσω. Αυτά είναι τώρα η συνείδησή μου. Αυτό είναι το παρελθόν μου κι όμως….όλα κρίματα, σφάλματα, ψέματα. Για να σε προφυλάξω το ‘κανα, να σε προστατέψω γλυκιά μου Παναγία, όχι από κακό, προς Θεού! Εγώ κακό σε σένα; Να πεθάνω καλύτερα τώρα, να καώ στις πιο σκληρές φωτιές της κόλασης κι όλα τα θεριά του Δάντη να ξεσκίσουν τη σάρκα μου απ’ το να σε πληγώσω, εσένα αγάπη μου, καρδιά μου.
(Προς το κοινό) Δεν ήθελα να δεις τη ζωή μου. Η ζωή μου είναι ανίκητη. Της ανήκω, είμαι δέσμιός της, σκλάβος της. Με σφίγγει και με πονά κι εγώ υποφέρω και σφαδάζω, μα δεν γίνεται να τη νικήσεις. Και η ήττα, αυτή η ήττα είναι τόσο αστεία ή καλύτερα γελοία για κάποιον σαν κι εμένα. Δεν την επιδιώκω καν να ξέρεις. Κι ούτε μπαίνω σ’ αυτόν τον ανώφελο κόπο, γιατί ανώφελος είναι όταν ξέρεις το αποτέλεσμα. Είμαι ανίκανος να φύγω απ’ το ζυγό κι αυτός ο δήμιος είναι συντροφιά μου τόσα χρόνια. Τόσα πολλά χρόνια. Τον έχω συνηθίσει πλέον και δεν με ξεχωρίζω απ’ το λουρί. Είμαστε ένα.
(Μπουσουλάει πάνω κάτω στη σκηνή)
Παλιά ήμουνα μόνος, δεν είχα συντροφιά παρά μόνο τον ήχο απ’ τις ανάσες μου. Τώρα όμως δεν γερνάω μόνος. Είμαι κάποιος με κάποιον κι η ερημιά είναι τόσο καλά μοιρασμένη μέσα μου. Α, η μοιρασιά ήταν δίκαιη, το παραδέχομαι. Αυτός χτυπάει, εγώ πονάω, αυτός σκέφτεται, εγώ μιλάω. Μα όχι, όχι δεν νιώθω ευγνώμων, νιώθω υποχρεωμένος. Έχω καθήκον να ζήσω…και για τους δυο μας πρέπει να ζήσω.
(Προς το κοινό) Όμως, έχω ανάγκη τους ανθρώπους, αυτούς θέλω και το ξέρει. Δεν μπορώ χώρια τους. Είμαι άνθρωπος, στα δυο πόδια είμαι άνθρωπος.
(Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν μπορεί)
Αν, αν σταθώ στα δυο πόδια, το νιώθω. Κοίτα. Έχω αίμα ανθρώπου.
(Πέφτει πάλι κάτω στα τέσσερα)
Είμαι ένας απ’ αυτούς διάολε! Δεν είμαι δικός του, είμαι δικός τους. Σ’ αυτούς ανήκω, είμαι σίγουρος, δεν το βλέπεις κι εσύ;
(Μπουσουλάει γρήγορα προς την πολυθρόνα)
Δεν το βλέπεις; Σου μιλάω, απάντησέ μου. Κοίτα με, κοίταξέ με μια φορά. Πες μου, μίλα μου, μίλα μου ρε γαμώτο, μίλησέ μου επιτέλους ρε γαμώτο.
(Προς το κοινό) Μιλήστε μου, μιλήστε μου σας λέω, για το Θεό! Θέλω ν’ ακούσω φωνή, φωνές, πολλές φωνές ανθρώπινες, όχι γαυγίσματα. Κραυγές, θυμό, πόνο, γέλια, γέλια δυνατά, ασταμάτητα. Γιατί δεν μου μιλάτε;
(Κουνάει τα χέρια του δεξιά κι αριστερά)
Τι είμαι, αόρατος; Δεν μ’ ακούει κανείς; Ε, είμαι εδώ! Τόσα γαμημένα χρόνια είμαι εδώ. Αλλά ναι, έχετε δίκιο. Όσο είσαι στα τέσσερα δεν φαίνεσαι, είσαι χαμηλά για να σε δουν. Ενώ στα δύο, ίσος προς ίσο.
(Προς την πολυθρόνα) Κι εσύ, ούτε βλέπεις, ούτε ακούς, ούτε νιώθεις. Μια φαντασίωση αόρατη για όλους είσαι. Κι όμως….είσαι κάτι. Κι εγώ είμαι κάτι. Δεν ξέρω τι κάτι, μικρό ή μεγάλο. Πάντως κάτι. Γι’ αυτό το κάτι παλεύω τόσο καιρό. Γι’ αυτό το κάτι θα….θα ζήσω.
(Φωνάζει αόριστα)
Θα ζήσω, μ’ ακούς; Τ’ αξίζω Ροστάν, τ’ αξίζω όσο εσύ. Ναι, όσο εσύ. Όσο εσύ με πιλάτευες και μ’ αρρώσταινες και με θέριζες με τις τρέλες σου και τις εμμονές σου, εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω. Να ζήσω για ένα λεπτό μονάχα, ένα απλό, ένα ειλικρινές λεπτό. Ένα λεπτό σαν χρόνια. Ένα λεπτό δικό μου, ένα δικό μου γαμημένο λεπτό. Με κανέναν στο μυαλό μου, κανέναν στη σκέψη μου, καμιά ευθύνη, καμία έγνοια, κανένα βλέμμα, καμία πράξη. Τίποτα. Τίποτα, μόνο ένα λεπτό, ένα τιποτένιο, μηδαμινό κι άχρηστο λεπτό, δικό μου. Δικό μου! Κατά δικό μου!
(Στέκεται στα τέσσερα μπροστά στον καθρέπτη κι απευθύνεται στον εαυτό του)
Κι εσύ, ήρθε η ώρα σου τώρα. Ναι, ήρθε η ώρα του φευγιού σου. Έφτασε αυτή η μεγάλη στιγμή που θα μονομαχήσουμε για τη ζωή. Για μια ζωή ίδια με ζωή, ανθρώπινη, δικιά μου. Τι ζητάς; Να παλέψουμε θες; Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι, όρμα. Όρμα σου λέω! Όρμα αν αντέχεις να δεις τι σημαίνει άνθρωπος. (Χτυπάει με τα χέρια το στήθος του)
Εγώ είμαι το χειρότερο ζώο απ’ όλα. Το πιο πονηρό, το πιο παράλογο, το πιο ηλίθιο, εγώ είμαι. Την πήρα τη λογική σου Θεέ και τη γέμισα σκατά. Μόνο το ένστικτο μου ‘μεινε κι αυτό, το ‘χω ξεριζώσει χρόνια τώρα να μην το βρουν οι επόμενοι, όσο κι αν ψάχνουν.
(Προς τον εαυτό του που τον κοιτά στον καθρέπτη)
Έλα λοιπόν, ρίξε, τι με κοιτάς; Τα δόντια σου στάζουν δηλητήριο, μα δε σε φοβάμαι. Σε ξέρω καλά. Με ξέρω καλά. Κι αυτός ο πόλεμος κρατάει χρόνια, αμέτρητα κι ανούσια χρόνια. Πάψε να με κοιτάς και χτύπα.
(Βρίσκεται σε ντελίριο και χτυπά τον εαυτό του αλύπητα. Κάνει σα να θέλει να ξεσκίσει τη σάρκα του και στην προσπάθειά του να λυθεί απ’ το λουρί, πληγώνει το λαιμό του. Έχει ματώσει πολύ)
Χτύπα με δυνατά, δέσε με, φτύσε με όσο προλαβαίνεις, γιατί θα λυθώ. Θα λυθώ και θ’ αναπνεύσω και τότε δεν υπάρχει σωτηρία για σένα. Θα σταθώ πάνω απ’ το κουφάρι σου και θα το φτύσω κι ύστερα θα χοροπηδήσω επάνω του να ξεχυθεί όλη η χολή που κουβαλάς, όλη η μαύρη αρρώστια σου. Θα σου ξεσκίσω τα σωθικά και γουλιά γουλιά θα ξεδιψάσω με το αίμα σου.
(Κοιτάει το σώμα και τα χέρια του και βλέπει έξαφνα το αίμα)
Το αίμα σου! Να το, να το! Τρέχει καυτό και λυσσασμένο στο λαιμό μου. Τρέχει γρήγορα και καίει. Όχι, δεν με νοιάζει, δεν πονάω εγώ. Μάτωσες Ροστάν. Εσύ μάτωσες κι αργοσβήνεις. Μέχρις εδώ ήταν για μας. Τέρμα η αχόρταγη αλήθεια σου. Τέρμα τα ψέματα κι οι εμμονές. Τώρα ψόφα, ψόφα παλιόσκυλε, ψόφα!
(Πονάει πολύ κι όμως τώρα καταφέρνει να λύσει το λουρί. Είναι γεμάτος αίματα)
Και να, πάρε κι αυτό μαζί σου.
(Κρατάει το λουρί στο χέρι και δοκιμάζει τον εαυτό του. Δειλιάζει να τ’ αφήσει και το χαϊδεύει, το φιλά. Έπειτα, το πετά μακριά με μίσος)
Παρ’ το λουρί του θανάτου αιώνια συμφορά, παρ’ το στην κόλαση ληστή της ζωής μου.
(Κοιτάζει το γεμάτο αίματα κορμί του και διστακτικά σηκώνεται και στηρίζεται στα δυο του πόδια με πλάτη στον καθρέπτη)
Το αίμα σου τρέχει για πρώτη και τελευταία φορά. Με καίει, με πονάει, είμαι γεμάτος απ’ αυτό. Νιώθω, νιώθω κάτι. Κάτι…Πόνος! Ανθρώπινος πόνος! Πονάω και….ζω. Ναι, έτσι πρέπει να ‘ναι. Ζω, αφού νιώθω τον πόνο, ζω. Μέσα απ’ τον πόνο καταφέρνω και ζω. Πονάς, άρα ζεις. Αυτό είναι. Μόνο ο πόνος σε κάνει να ζεις. Τον γυρεύεις, τον ψάχνεις, τον απαιτείς για να νιώθεις ότι ζεις. Και εγώ τώρα ζω, επιτέλους ζω και τα δυο μου πόδια με στηρίζουν καλά. Κοίτα με! Θαύμασέ με! Ζω….όμως πονάει πολύ και…το αίμα….πονάει και….
(Καταρρέει απ’ τον πόνο και την αιμορραγία και πέφτει κάτω στα τέσσερα. Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα απευθύνεται στο κοινό) Ένα λεπτό. Κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό.
(Κλαυσίγελος) Χωρίς το λουρί... ελεύθερος... όρθιος... μόνος μου... για ένα δικό μου λεπτό.
(Ο προβολέας σταδιακά χαμηλώνει, φωτίζοντας μόνο αυτόν κι όχι τον καθρέπτη. Εκείνος φαίνεται να προσπαθεί να γράψει κάτι στον καθρέπτη με το αίμα. Λίγο πριν το πλήρες σκοτάδι σωριάζεται κάτω νεκρός. Ο προβολέας φωτίζει τον καθρέπτη, όπου στο γυαλί του είναι γραμμένη με αίμα η φράση: «Έζησα δικός μου»)
ΣΚΟΤΑΔΙ Τ Ε Λ Ο Σ
|