ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΙ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 20:34 | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΓΕΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΙ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΕΡΓΟΥ
Όλγα : Γυναίκα, 54 ετών, λίγο γεματούλα, δυναμική, δραστήρια, αγωνίστρια στη ζωή, αυτοσαρκαστική, με χαρακτηριστικό βαρύ βάδισμα και χαρακτηριστικά πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά. Μητέρα της Στέλλας και της Αγνής, κόρη της Λίτσας και εγγονή της Μερόπης.
Στέλλα : Νέα κοπέλα, 24 ετών, λεπτή, με ξανθά μαλλιά, νεανικό ντύσιμο, χρησιμοποιεί γυαλιά όταν διαβάζει, έχει σπουδάσει Μαιευτική και είναι στην ειδικότητα. Κόρη της Όλγας, αδελφή της Αγνής, εγγονή της Λίτσας και δισεγγονή της Μερόπης.
Λίτσα : -Πρώτα εμφανίζεται σαν ζωντανή και μετά σα φιγούρα νεκρής γυναίκας-. Γυναίκα, 84 ετών, άσπρα μαλλιά, με χαρακτηριστικό κότσο σχήματος μπανάνα, γυαλιά με κομψό σκελετό, φοράει κλασικά ρούχα εμφανώς παλιάς μόδας, με λίγη καμπούρα, τα παπούτσια της είναι μεγαλύτερο νούμερο από το κανονικό και για αυτό περπατάει με δυσκολία. Μητέρα της Όλγας και γιαγιά της Στέλλας και της Αγνής. Όταν παίρνει τη μορφή της νεκρής εμφανίζεται ελαφρά νεότερης ηλικίας από την ηλικία που ήταν όταν πέθανε.
Μερόπη : -Φιγούρα νεκρής γυναίκας-. Γυναίκα, 90 ετών, με κοντά καστανά μαλλιά, φοράει μαύρο καλτσόν, φούστα μαύρη, καφέ-μπλε πουκάμισο, ζακέτα καφέ, παπούτσια μαύρα. Γιαγιά της Όλγας από την πλευρά του πατέρα της, προγιαγιά της Στέλλας και της Αγνής και πεθερά της Λίτσας.
Έλλη : - Γυναίκα γύρω στα 60 χρόνια. Θεία της Όλγας, αδελφή της Λίτσας. Μοιάζει εξωτερικά με την Λίτσα. Ιδιαίτερα κομψή γυναίκα. Φοράει κολλητό μαύρο ταγέρ, μαύρο καλσόν, μαύρα παπούτσια και μαύρο παλτό.
Αγνή : -Αναφέρεται από τις πρωταγωνίστριες.- Νέα κοπέλα, 22 ετών, σπουδάζει στην Βιέννη Ψυχολογία. Κόρη της Όλγας, αδελφή της Στέλλας, εγγονή της Λίτσας και δισεγγονή της Μερόπης.
Δέσποινα : - Αναφέρεται από τις πρωταγωνίστριες.- Γυναίκα 52 ετών, νιόπαντρη, κατοικεί στην επαρχία μαζί με τον άντρα της. Κόρη της Λίτσας, αδελφή της Όλγας, θεία της Στέλλας και της Αγνής, εγγονή της Μερόπης.
ΧΩΡΟΣ
Η σκηνή αποτελείται από ένα ενιαίο δωμάτιο, χωρίς χωρίσματα. Αριστερά υπάρχουν δύο μονά κρεβάτια, πιο δεξιά και πιο πίσω από αυτά είναι η κουζίνα με τον νεροχύτη, στο κέντρο είναι το τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, πιο δεξιά υπάρχει ένας καναπές και ένα τραπεζάκι σαλονιού, πίσω από τον καναπέ υπάρχει μία πόρτα όπου βρίσκεται η τουαλέτα, δεξιά είναι ένας μπουφές και πάνω από τον μπουφέ στον τοίχο υπάρχουν πολλά εικονίσματα και παλιές φωτογραφίες νεκρών συγγενών και μπροστά από τον μπουφέ υπάρχει μία κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα και μία παλιού τύπου καρέκλα τραπεζαρίας και στο πιο δεξί μπροστινό άκρο της σκηνής είναι η εξώπορτα του σπιτιού. Εμπρός στη σκηνή υπάρχουν μερικές γλάστρες και το εμπρός μέρος της σκηνής είναι η αυλή του σπιτιού. ΧΡΟΝΟΣ
Το έργο διαδραματίζεται σε δύο χρόνους. Η πρώτη σκηνή αναφέρεται σε ένα Σάββατο λίγο μετά την Πρωτοχρονιά και περιλαμβάνει το βράδυ, νωρίς την ώρα του δείπνου και πιο αργά την ώρα του ύπνου. Η δεύτερη σκηνή αναφέρεται σε μία καθημερινή ημέρα ένα χρόνο μετά και περιλαμβάνει το βράδυ, αμέσως μετά το απόγευμα και πιο αργά.
ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΓΟΥ
1η Πράξη
2η Πράξη
ΔΙΑΝΟΜΗ
1η ηθοποιός: Όλγα
2η ηθοποιός: Λίτσα και Έλλη
3η ηθοποιός: Μερόπη
4η ηθοποιός: Στέλλα
1η Πράξη
Σκηνή 1η ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Στέκεται δίπλα στα εικονίσματα και τα αγγίζει τακτικά. Αρκετές φορές γυρίζει προς το μέρος της Λίτσας και της Όλγας και δείχνει σαν να παρακολουθεί τη συζήτησή τους.)
ΛΙΤΣΑ (Κάθεται στη θέση της στην τραπεζαρία. Περιμένει να φάει.) - Πότε τελειώνει την ειδικότητα η Στέλλα;
ΟΛΓΑ (Στέκεται στην κουζίνα και ανακατεύει το φαγητό στην κατσαρόλα.) - Μου είπε ότι θα τα καταφέρει να τελειώσει φέτος. Της αρέσει πολύ που ασχολείται με τα μωράκια. Είναι πολύ καλή με τα μικρά.
ΛΙΤΣΑ
- Στην εποχή μου η μαμή τα έκανε όλα. Τώρα ο κάθε ένας κάνει και κάτι άλλο. ΟΛΓΑ
- Ο κόσμος εξελίσσεται μαμά. Τώρα πια η κάθε μαμή έχει την ειδικότητά της. Άλλη είναι βοηθός γιατρού και ασχολείται με τον τοκετό, άλλη φροντίζει τα νεογέννητα σαν την Στέλλα μας, άλλη φροντίζει τις μητέρες με τα μωρά μετά τον τοκετό, άλλη ασχολείται με τον θηλασμό.
ΛΙΤΣΑ
- Και η μικρή πότε θα έρθει; Που είπες ότι είναι;
ΟΛΓΑ
- Στη Βιέννη για μεταπτυχιακό.
ΛΙΤΣΑ
- Και τι θα μάθει να κάνει;
ΟΛΓΑ
- Θέλει να γίνει σύμβουλος σε χωρισμένες γυναίκες. Να ειδι- κευθεί στις μονογονεϊκές οικογένειες.
ΛΙΤΣΑ
- Τι είναι τούτο πάλι; Στην εποχή μου αν έμενες χήρα ή ζωντο- χήρα μόνη σου τα τραβούσες όλα.
ΟΛΓΑ
- Γιατί και στην εποχή μου το ίδιο δεν συνέβαινε; Και εγώ μόνη μου δεν τα τράβηξα όλα; Ποιος με βοήθησε, εσύ ή ο μπαμπάς;
ΛΙΤΣΑ
(Φανερά ταραγμένη.) - Μην αρχίσεις πάλι τα ίδια. (Ακούει το κουδούνι της εξώπορτας.) - Κουδούνι, άνοιξε!
ΟΛΓΑ (Στέκεται μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα και ετοιμάζεται να σερβίρει φαγητό σε ένα πιάτο.) - Λες να μην τ’ άκουσα; (Πηγαίνει στα δεξιά της σκηνής που είναι η εξώπορτα.) - Ποιος είναι;
Σκηνή 2η ΣΤΕΛΛΑ (Ακούγεται η φωνή της.) - Εγώ είμαι.
ΟΛΓΑ - Ποιος εγώ;
ΣΤΕΛΛΑ (Ακούγεται η φωνή της.) - Μαμά, άνοιξε, δεν έχω όρεξη για παιχνίδια!
ΟΛΓΑ (Ανοίγει την πόρτα.) - Σου ’χω πει τόσες φορές να λες τ’ όνομά σου! ΣΤΕΛΛΑ
- Και ’γω σου ’χω πει τόσες φορές να μην μου το κάνεις αυτό. Αφού με κατάλαβες, γιατί ρωτάς;
ΛΙΤΣΑ - Ποιος είναι;
ΣΤΕΛΛΑ (Αφήνει τη βαλίτσα της πίσω από τον καναπέ και πλησιάζει τη γιαγιά της. Τη φιλάει στο μάγουλο.) - Και συ Βρούτε, και συ δεν με κατάλαβες; Εγώ είμαι η Στέλλα.
ΟΛΓΑ (Κάνει νόημα με τα μάτια της στην κόρη της.)
ΛΙΤΣΑ
- Ποιος είναι ο Βρούτος; Εγώ είμαι;
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιαγιάκα, κάνεις πως δεν με κατάλαβες;
ΟΛΓΑ
- Κάτσε στο τραπέζι. Είναι αργά. Βάζω φαγητό.
ΣΤΕΛΛΑ (Κάθεται στο τραπέζι κοντά στη γιαγιά της.) - Δεν μου λες γιαγιάκα, πως είσαι;
ΛΙΤΣΑ
- Σε μένα μιλάς κοπέλα μου;
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιαγιάκα… (Γυρίζει και κοιτάζει με απορία τη μητέρα της.)
ΟΛΓΑ (Βάζει ένα πιάτο μπροστά στην κόρη της και ένα στο αριστερό μέρος του τραπεζιού. Σκύβει προς το μέρος της κόρης της και κάτι της ψιθυρίζει. Έπειτα κάθεται και εκείνη στο τραπέζι.)
- Τώρα σιωπή, όταν τρώμε δεν μιλάμε.
ΛΙΤΣΑ (Βάζει φαγητό από το πιάτο της στο πιάτο της Στέλλας.) - Φάε, φάε, είσαι μικρή ακόμη, πρέπει να τρως καλά για να μεγαλώσεις.
ΣΤΕΛΛΑ
- Όχι, γιαγιά, δεν θέλω άλλο, αυτό είναι αρκετό. Φάε το φαί σου. (Σταματάει τη γιαγιά της που επιμένει να της βάζει απ’ το φαγητό της. Κάνει νόημα με τα μάτια στη μητέρα της.)
ΟΛΓΑ (Κοιτάζει προς το μέρος της Μερόπης.) - Παλιά μου τέχνη κόσκινο.
ΣΤΕΛΛΑ (Μιλάει με φαγητό στο στόμα.) - Τι θες να πεις μαμά;
ΟΛΓΑ (Κουνάει το κεφάλι της σαν να δείχνει προς το μέρος που είναι το εικονοστάσι και η Μερόπη.) - Και η δική μου η γιαγιά τα ίδια έκανε και σε μένα. Όλο με μπούκωνε. Αυτό το σύνδρομο της κατοχής!
ΛΙΤΣΑ
(Σηκώνεται από την καρέκλα της. Πηγαίνει προς το ψυγείο. Το ανοίγει και κοιτάει τι έχει μέσα. Μετά το κλείνει και αρχίζει να ανοίγει ένα προς ένα τα ντουλάπια και κοιτάζει στο εσωτερικό τους.)
ΣΤΕΛΛΑ (Σκύβει προς το μέρος της μητέρας της.) - Τι κάνει η γιαγιά; ΟΛΓΑ
- Μη δίνεις σημασία. Το κάνει αρκετά συχνά τώρα τελευταία. Θέλει να βεβαιωθεί ότι έχουμε αρκετές προμήθειες για φαγητό. Είναι και αυτές οι βρωμοειδήσεις που την αναστατώνουν.
ΛΙΤΣΑ
- Το αλεύρι είναι λίγο. Πρέπει να αγοράσεις.
ΟΛΓΑ (Γυρίζει προς το μέρος της μητέρας της.) - Εντάξει μαμά, θα αγοράσω. Έλα να κάτσεις μαζί μας.
ΛΙΤΣΑ (Κάθεται ξανά στη θέση της στο τραπέζι.) - Τι νέα από τη σχολή σου Στελλάκι;
ΣΤΕΛΛΑ
- Όλα καλά γιαγιάκα, όλα καλά. (Κάνει νόημα στη μητέρα της.) - Με θυμήθηκες γιαγιάκα;
ΛΙΤΣΑ
- Την πρώτη μου εγγονή θα ξεχάσω; Τι λες;
ΟΛΓΑ (Σηκώνεται και μαζεύει το τραπέζι.) - Βοήθησέ με, με τα πιάτα.
ΣΤΕΛΛΑ (Βοηθάει τη μητέρα της να μαζέψουν το τραπέζι και παραμένει κοντά της όση ώρα η μητέρα της πλένει τα πιάτα.) - Τι συμβαίνει μαμά, η γιαγιά έχει αρχίσει να ξεχνάει;
ΟΛΓΑ
- Μερικές φορές ξεχνάει πραγματικά, άλλες ξεχνάει κατά πως την συμφέρει.
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιατί το λες αυτό; Τι έγινε; ΟΛΓΑ
- Δεν έγινε, γίνεται. Κάθε φορά που αναφέρομαι στα παιδικά μου χρόνια, στις σπουδές που δεν έκανα, στο λάθος επάγγελμα που αναγκάστηκα να κάνω, στη βοήθεια που δεν μου πρόσφερε όταν χώρισα απ’ τον πατέρα σου… η γιαγιάκα σου κάνει πως δεν θυμάται και όλο προσπαθεί να αλλάξει κουβέντα.
ΣΤΕΛΛΑ
- Με το ζάχαρο πως πάει;
ΟΛΓΑ
- Χάλια, πιστεύω ότι εάν συνεχίσει έτσι δεν θα βγάλει τη χρονιά.
ΣΤΕΛΛΑ
- Ακόμα αρνείται να πάρει φάρμακα;
ΟΛΓΑ
- Ακόμα. Τι λες, ν’ αλλάξει τώρα; Αφού το ξέρεις. Από τότε που πέθανε ο συγχωρεμένος ο πατέρας της από λάθος διάγνωση την έπιασε φοβία. Δεν σου έχω πει ότι δεν άφησε εμένα και την αδελφή μου να κάνουμε το εμβόλιο του δαμαλισμού γιατί νόμιζε ότι θα μας σκότωνε;
ΣΤΕΛΛΑ
- Πάω να πάρω κάρτα. (Βάζει μία ζακέτα, παίρνει το κινητό της και το πορτοφόλι της και βγαίνει από το σπίτι.)
Σκηνή 3η ΟΛΓΑ (Προσπαθεί να δώσει στη μητέρα της το φάρμακό της.)
ΛΙΤΣΑ
- Δεν θέλω το φάρμακο. Άσε με. (Σηκώνεται και φεύγει από το τραπέζι. Κάθεται στον καναπέ.)
ΟΛΓΑ (Την ακολουθεί στο σαλόνι.) - Μαμά, πιες το φάρμακό σου. Θα έχουμε ντράβαλα βραδιάτικα. Λυπήσου με.
ΛΙΤΣΑ (Κάνει μορφασμό αποστροφής και πετάει με το χέρι της το φάρμακο κάτω.)
ΟΛΓΑ (Σκύβει και μαζεύει από κάτω το φάρμακο.) - Τι να σου πω; Ηθελέστα και παθέστα.
ΣΤΕΛΛΑ (Επιστρέφει στο σπίτι και κάθεται στον καναπέ δίπλα στη γιαγιά της. Αρχίζει τη διαδικασία για να βάλει κάρτα στο κινητό της.) - Τι γίνεται, έχετε νέα από τη θεία;
ΟΛΓΑ
- Τι ανάγκη έχει αυτή; Ζει με τον αντρούλη της μια χαρά. Ούτε παιδιά έκανε, ούτε χώρισε και είχε και τη στήριξη της μητέρας μας όλα αυτά τα χρόνια. Και όσο ζούσε ο πατέρας μας όλα τα έκανε γι’ αυτήν. ΛΙΤΣΑ
- Καλά είναι το παιδάκι μου, καλά είναι, δόξα το Θεό.
ΣΤΕΛΛΑ
- Τώρα μαμά επικοινωνείς με τη θεία; Σε παίρνει να μαθαίνει τα νέα της γιαγιάς;
ΛΙΤΣΑ
- Και βέβαια τηλεφωνεί να μαθαίνει τα νέα μου.
ΟΛΓΑ
- Βέβαια. Με παίρνει μια φορά το μήνα να μάθει πόσα χρήματα σήκωσα. Φοβάται μην φάω τη σύνταξη της μητέρας της και δεν μείνει για εκείνη κληρονομιά.
ΣΤΕΛΛΑ
- Πω, πω, μαμά. Αυτός ο ανταγωνισμός με σένα και τη θεία δεν θα τελειώσει ποτέ; Βαρέθηκα.
ΟΛΓΑ (Σκουπίζει τα χέρια της. Αρχίζει να κλαίει. Κάθεται στο τραπέζι.) - Να λες, δόξα το Θεό που εγώ δεν σε αδίκησα, ούτε αδίκησα την αδελφή σου, όπως έκαναν οι γονείς μου σε μένα. Εγώ, πάντα σας είχα ίσες. Ποτέ δεν θα θυσίαζα τις σπουδές του ενός παιδιού μου για να μην νιώσει κατώτερο τα άλλο μου παιδί, επειδή δεν μπορούσε να τα καταφέρει και με το ζόρι τελείωσε μόνο το λύκειο. Σάμπως το λύκειο δεν είναι καλές σπουδές; Θα πάθαινε τίποτα η αδελφή μου εάν εγώ είχα γίνει γιατρός ή οτιδήποτε άλλο; Γιατί με εμπόδισαν; Γιατί με ανάγκασαν να βρεθώ σε αδιέξοδο και να κάνω αυτόν τον βιαστικό και αποτυχημένο γάμο με τον πατέρα σου; Και ύστερα όταν παραπονιόμουν για τη ζωή μου μαζί του, με στέλναν πίσω στον άντρα μου, αφού αυτόν είχα διαλέξει, έτσι μου έλεγαν. Μόνο η γιαγιά μου η Μερόπη με υποστήριζε. (Κοιτάζει προς τα εικονίσματα.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάζει την εγγονή της Όλγα και το πρόσωπό της δείχνει πολύ αγάπη.) ΟΛΓΑ
- Στ’ άγια η ψυχή της. Πάντα ήταν πιο κοντά μου από όλους τους. Και να φανταστείς ότι η μάνα μου της πήγαινε κόντρα και επειδή μ’ αγαπούσε η γιαγιά μου, η πεθερά της, που δεν τη χώνευε, δεν χώνευε κι εμένα. Πάντα στήριζε την αδελφή μου επειδή προτιμούσε περισσότερο την άλλη μας γιαγιά, τη μητέρα της μητέρας μου.
ΣΤΕΛΛΑ
- Μετάνιωσες, μαμά, που μας γέννησες;
ΟΛΓΑ
- Όχι, βέβαια, εσείς είστε οι αγάπες μου. Ποτέ δεν μετάνιωσα που σας γέννησα, ούτε για να σου πω την αλήθεια μετάνιωσα που παντρεύτηκα τον πατέρα σου. Τον είχα ερωτευτεί. Παρά το ότι ήταν αμόρφωτος και μας χώριζε μεγάλη απόσταση. Με ζήλευε πολύ γι’ αυτό τα έκανε όλα. Στην ουσία φοβόταν μη με χάσει. Και δεν μ’ άφησε ούτε αυτός να σπουδάσω. Παρά όμως το διαζύγιό μου μαζί του, περίμενα οι δικοί μου να με στηρίξουν. Εκείνοι όμως πάντα στήριζαν την αδελφή μου κι όχι εμένα. Μετά ήρθε ο αγώνας για επιβίωση και δεν τα κατάφερα ποτέ να κάνω κανένα από τα όνειρά μου πραγματικότητα.
ΣΤΕΛΛΑ
- Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια σ’ ακούω να λες. Κάνε κάτι να το αλλάξεις αφού δεν σ’ αρέσει.
ΟΛΓΑ
- Τι μου λες τώρα, Στέλλα, να γίνω τώρα στα γεράματα γιατρός; Μπορώ; ΣΤΕΛΛΑ
- Και γιατί όχι. Πρώτα απ’ όλα δεν σε πήραν τα χρόνια. Άλλωστε δεν είναι ανάγκη ντε και καλά να γίνεις γιατρός. Δεν μπορεί να μην υπάρχει και κάτι άλλο που να σ’ αρέσει;
ΣΤΕΛΛΑ (Σηκώνεται από τον καναπέ και πάει και κάθεται στη θέση της στο τραπέζι.)
ΟΛΓΑ
- Δεν είναι πράγματα αυτά πια στην ηλικία μου.
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιατί δεν προσπαθείς τουλάχιστον.
ΟΛΓΑ
- Και τι να κάνω, δηλαδή;
ΣΤΕΛΛΑ
- Να δώσεις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Εσύ δεν σταμάτησες ούτε στιγμή να διαβάζεις. Λύνεις και σταυρόλεξα.
ΛΙΤΣΑ
- Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Δείχνει θυμωμένη με τα λόγια της Λίτσας.)
ΟΛΓΑ - Χαζομάρες.
ΣΤΕΛΛΑ
- Μαμά, σκέψου το. Πιστεύω ότι μπορείς να το κάνεις. Άλλωστε το έχουμε συζητήσει με την Αγνή πολλές φορές και εκείνη συμφωνεί. Μάλιστα μου είχε πει ότι μελέτησε μία παρόμοια με εσένα περίπτωση σε μια εργασία της. ΟΛΓΑ (Γελώντας.) - Και πήρε βαθμό με τα χάλια μου;
ΣΤΕΛΛΑ
- Καλά δεν ήταν εργασία για να βαθμολογηθεί. Απλή μελέτη περίπτωσης απαξίωσης του εαυτού και μειωμένης αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. ΟΛΓΑ
- Με ψυχανάλυσε για τα καλά η Αγνούλα.
ΣΤΕΛΛΑ
- Πάντως επιμένω ότι μπορείς να προσπαθήσεις. Τουλάχιστον να σου φύγει ο καημός. Και που ξέρεις; Μπορεί να πετύχεις και σε κάποια σχολή και να αλλάξεις και επάγγελμα, αφού δεν σου αρέσει αυτό που κάνεις.
ΟΛΓΑ
- Δεν γεννήθηκα για να σφραγίζω έγγραφα και να δίνω αριθμούς πρωτοκόλλου. Στο δημόσιο μπήκα από ανάγκη όταν χωρίσαμε με τον πατέρα σου. Για να σας ζήσω.
ΣΤΕΛΛΑ
- Ε, τότε, τώρα που έχουμε μεγαλώσει και δεν χρειάζεται άλλο να θυσιάζεσαι για εμάς, κοίταξε και τον εαυτό σου. Καιρός σου για σπουδές. Που ξέρεις, μπορεί να αλλάξει και η τύχη σου και να γνωρίσεις και κανέναν άντρα. Πολλά χρόνια είσαι μόνη.
ΛΙΤΣΑ
- Ναι, τώρα αυτό της έλειπε, να παντρολογιέται σαν κοριτσούδι. Σαν δεν ντρεπόμαστε λέω εγώ.
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιαγιά, η μαμά είναι ακόμα νέα. Έχει κάθε δικαίωμα να κοιτάξει τη ζωή της και γιατί όχι και να ξαναπαντρευτεί. Και ’γω και η Αγνή το θέλουμε.
Σκηνή 4η
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Συνεχίζει να στέκεται δίπλα στα εικονίσματα και τα αγγίζει τακτικά. Αρκετές φορές γυρίζει προς το μέρος της Όλγας, της Λίτσας και της Στέλλας και δείχνει σαν να ενδιαφέρεται για τη συζήτησή τους.)
ΣΤΕΛΛΑ
- Πάω τουαλέτα. (Πηγαίνει στην πόρτα πίσω από τον καναπέ και μπαίνει στην τουαλέττα.)
ΛΙΤΣΑ (Πλησιάζει την κόρη της στο τραπέζι.) - Αυτά είναι μπομπές. ΟΛΓΑ
- Γιατί είναι μπομπές; Η Δέσποινα που παντρεύτηκε ...
ΛΙΤΣΑ
- Η αδελφή σου ήταν ανύπαντρη. Εσύ και γάμο έκανες και παιδιά. Τι θέλεις τώρα; ΟΛΓΑ
- Έκανα γάμο αλλά χώρισα πριν καλά-καλά περάσουν επτά χρόνια. Γάμος ήταν αυτός; Τέλος πάντων. Θα κάνω αυτό που εγώ κρίνω καλύτερο. ΛΙΤΣΑ
- Ντροπές, λέω εγώ να κάτσεις στ’ αυγά σου. Θα ντροπιάσεις τα παιδιά σου κι εμένα. Ξεροκέφαλη.
ΟΛΓΑ
- Θα κάνω αυτό που εγώ νομίζω καλύτερο για μένα και για τα παιδιά μου. ΣΤΕΛΛΑ (Μπαίνει ξανά στο σαλόνι. Κάθεται στον καναπέ και ξεκινάει να στέλνει μηνύματα με το κινητό.)
ΛΙΤΣΑ (Πηγαίνει και κάθεται δίπλα στην εγγονή της και κοιτάζει τι κάνει με το κινητό της.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Πηγαίνει και στέκεται πίσω από τη Στέλλα και τη Λίτσα και κοιτάζει κι εκείνη τι κάνει η Στέλλα με το κινητό της.)
ΛΙΤΣΑ - Ποιον παίρνεις;
ΣΤΕΛΛΑ
- Στέλνω μήνυμα, γιαγιά.
ΛΙΤΣΑ - Σε αγόρι; ΣΤΕΛΛΑ
- Ναι, γιαγιά, σε αγόρι. ΛΙΤΣΑ
- Να προσέχεις τους άντρες. Είναι απατεώνες και ψεύτες και όλο θέλουν να ζουν σε βάρος των γυναικών.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα)
- Τι λες στο παιδί;
ΟΛΓΑ
- Μαμά, τι λες στο παιδί;
ΛΙΤΣΑ
- Ξέρω εγώ τι λέω. Δεν βλέπεις τα χάλια σου. Με αυτόν τον αλήτη που έμπλεξες και τον έτρεφες και τράβηξες τόσα και ακόμα τραβάς;
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιαγιά, μην λες αλήτη τον μπαμπά, σε παρακαλώ, δεν είναι αλήτης. Απλά δεν ταιριάζανε με τη μαμά.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Κουνάει το κεφάλι της.) (Κουνάει το κεφάλι της.) - Έτρωγε απ’ τα έτοιμα.
ΟΛΓΑ
- Δεν τα αφήνουμε λέω εγώ αυτά. Περσινά ξινά σταφύλια. Είναι ώρα για ύπνο.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα.)
ΟΛΓΑ (Πηγαίνει προς το μέρος του κρεβατιού της και ανοίγει μία συρταριέρα. Βγάζει σκεπάσματα και τα φέρνει στον καναπέ.)
ΛΙΤΣΑ (Σηκώνεται και παρακολουθεί την κόρη της Όλγα που φέρνει τα σκεπάσματα.) ΣΤΕΛΛΑ (Στρώνει το κρεβάτι της.)
ΟΛΓΑ
- Μαμά έλα να πιεις το χάπι σου.
ΛΙΤΣΑ
- Δεν κάνει. Ο γιατρός είπε ότι θα μου κάνει κακό.
ΟΛΓΑ
- Καλέ τι λες. Πιες το φάρμακό σου μην έχουμε καμία συμφορά βραδιάτικα. ΛΙΤΣΑ
- Όχι. ΣΤΕΛΛΑ
- Δεν το έχει ακόμα πιει;
ΟΛΓΑ
- Όχι, μου το πέταξε κάτω όταν έλειπες.
ΣΤΕΛΛΑ
- Γιαγιά, πιες το φάρμακό σου, σε παρακαλώ.
ΛΙΤΣΑ - Όχι. ΟΛΓΑ
- Έλα να ξαπλώσεις. (Ετοιμάζει τα στρώματα στο κρεβάτι της μητέρας.)
ΣΤΕΛΛΑ (Πηγαίνει κοντά στη μητέρα της που στρώνει το κρεβάτι της γιαγιάς της.) - Μαμά, δεν πρέπει η γιαγιά να κοιμηθεί χωρίς να πιεί το φάρμακό της. ΟΛΓΑ
- Αυτά τραβάω κάθε βράδυ. Για να δεις τι περνάω. Τα πιο πολλά βράδια με καυγά της δίνω το φάρμακό της. Ας την. Δεν έχω όρεξη.
ΛΙΤΣΑ (Πηγαίνει στα εικονίσματα και σταυροκοπιέται. Δείχνει να προσεύχεται. Επιστρέφει, φιλάει την εγγονή της και πηγαίνει προς το κρεβάτι της. Ξαπλώνει.) ΣΤΕΛΛΑ
- Καληνύχτα, γιαγιά.
ΛΙΤΣΑ
- Καληνύχτα. Καλό ξημέρωμα.
ΣΤΕΛΛΑ (Ξαπλώνει στον καναπέ που μετέτρεψε σε κρεβάτι.) - Καληνύχτα, μαμά.
ΟΛΓΑ (Ανάβει το φως στο πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι της. Πηγαίνει και σβήνει το φως του δωματίου. Ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Σβήνει το φως και του πορτατίφ.) - Καληνύχτα. (Επικρατεί ησυχία.)
2η Πράξη Σκηνή 1η ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Στέκεται δίπλα στα εικονίσματα και τα αγγίζει. Κοιτάει προς την εξώπορτα. Ακολουθεί με το βλέμμα της την Όλγα και την Έλλη που μπαίνουν μέσα στο σπίτι.) ΟΛΓΑ (Μπαίνει απ’ την πόρτα. Είναι μαυροφορεμένη. Κρατάει μία σακούλα γεμάτη και την αφήνει πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας.)
ΕΛΛΗ (Μπαίνει μετά την Όλγα. Φοράει σκουρόχρωμα ρούχα. Είναι πολύ κομψή.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κάθεται στην κουνιστή καρέκλα.)
ΟΛΓΑ
- Κάτσε, θεία. ΕΛΛΗ
- Έλα κοντά μου να τα πούμε.
ΟΛΓΑ (Αφήνει το παλτό και τη τσάντα σε μία καρέκλα κοντά στο κρεβάτι της. Παίρνει από τη σακούλα πάνω απ’ το τραπέζι δύο σακουλάκια κόλλυβα και δύο σετ με κουταλάκια. Πηγαίνει στο σαλόνι και κάθεται δίπλα στη θεία της. Της δίνει ένα σακουλάκι με κόλλυβα και ένα κουταλάκι.) ΕΛΛΗ
- Τι σκέφτεσαι τώρα να κάνεις; Θα μείνεις σ’ αυτό το σπίτι ή θα μετακομίσεις κοντά στα παιδιά σου; (Αρχίζει να τρώει κόλλυβα.) ΟΛΓΑ
- Θα μείνω εδώ. Άλλωστε με εξυπηρετεί με τη συγκοινωνία. Είναι πιο κοντά από εδώ η σχολή.
ΕΛΛΗ
- Ποιος το περίμενε! Ύστερα από τόσα χρόνια να δώσεις εξετάσεις και χωρίς φροντιστήριο ή ιδιαίτερα μαθήματα να πετύχεις και με την πρώτη! Μπράβο σου! Απίστευτο!
ΟΛΓΑ (Τρώγοντας κόλλυβα.) - Είχα καθαρό μυαλό. Ήταν το όνειρό μου.
ΕΛΛΗ
- Και πως είναι η φοιτητική ζωή;
ΟΛΓΑ
- Πλάκα έχει. Στην αρχή θεία να φανταστείς μόλις τα παιδιά με βλέπαν να μπαίνω μέσα στην αίθουσα ησύχαζαν. Με περνούσαν για καθηγήτρια. (Γελάει.) ΕΛΛΗ (Γελάει και αυτή.) - Θα είχε πολύ πλάκα. Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα; Είσαι ευχαριστημένη;
ΟΛΓΑ
- Α, ναι, όλα πάνε μια χαρά. Ξέρεις παρακολουθώ και μερικά από τα μαθήματα το απόγευμα. Λέω μάλιστα του χρόνου που θα έχω τις προϋποθέσεις να βγω σε μειωμένη σύνταξη και να αφιερωθώ αποκλειστικά στις σπουδές μου.
ΕΛΛΗ
- Αυτό είναι λάθος! Δεν νομίζω ότι πρέπει να το ρισκάρεις. Είναι δύσκολοι οι καιροί. Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Τα οικονομικά στην Ελλάδα όσο πάνε και χειροτερεύουν.
ΟΛΓΑ
- Το έχω πάρει απόφαση. Το φάντασμα της φτώχιας, εμένα, δεν με τρομάζει. Πάντοτε φτωχή ήμουν. Ποτέ δεν υπήρξα πλούσια, ούτε ευκατάστατη. Όπως τα κατάφερα τότε με δύο παιδιά, θα τα καταφέρω και τώρα που είμαι μόνη μου.
ΕΛΛΗ
- Μια μητέρα οφείλει να θυσιάζεται για τα παιδιά της όλη της τη ζωή. Τώρα εσύ ξαφνικά αποφάσισες να σπουδάσεις και ξοδεύεις χρήματα για αυτό. Σκέφτεσαι και να παραιτηθείς και να πάρεις μειωμένη σύνταξη, άρα και μειωμένο εφάπαξ. Τότε στερείς από τα παιδιά σου εισόδημα.
ΟΛΓΑ
- Σαν ν’ ακούω τη μάνα μου. Ίδια μιλάς σαν την αδελφή σου. Δεν της μοιάζεις μόνο στη φάτσα. Ωχ, θεία, βαρέθηκα όλα αυτά τα πρέπει. Πρέπει να κάνουμε οικονομία και να μη ζούμε το σήμερα για να έχουμε το αύριο. Πρέπει να φυλάμε τα παλιά ρούχα γιατί κάποτε θα ξαναέρθουν στη μόδα και θα κάνουμε οικονομία. Πρέπει να αποφεύγουμε τους άντρες γιατί εκμεταλλεύονται τη γυναίκα και της τα τρώνε. Όλα αυτά τα πρέπει είναι φοβίες δικές σας και των γυναικών της εποχής σας.
ΕΛΛΗ
- Καλά, καλά, μη θυμώνεις. Δεν σε είπα και καμπούρα. Για το καλό σου μιλάω. ΟΛΓΑ
- Εσύ προσωπικά θεία, ξέρεις πόσα έχει πει η μάνα μου για μένα και για το καλό μου. ΕΛΛΗ (Δείχνει απορημένη. Σηκώνει το κεφάλι της με φανερή άρνηση.) ΟΛΓΑ
- Ξέρεις ότι αγόρασε στην αδελφή μου σπίτι όταν εγώ είχα μόλις χωρίσει και έμενα με τα παιδιά μου σε ένα υπόγειο. Και όταν μετά μερικά χρόνια το έμαθα, γιατί μου λέγαν, δήθεν, ότι ήταν νοικιασμένο, ξέρεις πολύ καλά τι μου απάντησε.
ΕΛΛΗ - Όχι, δεν ξέρω. ΟΛΓΑ
- Ξέρεις, ξέρεις, απλά κάνεις ότι δεν θυμάσαι. Τέλος πάντων. Μου απάντησε ότι το έκανε για το καλό μου. Γιατί αν μου έδινε το μερίδιό μου από τα χρήματα που μάζευε τόσα χρόνια απ’ τη μοδιστρική, θα το ξόδευα γιατί είχα ανάγκες. Ενώ το μερίδιό μου το έδωσε στην αδελφή μου γιατί εκείνη θα το έκανε σπίτι και έτσι δεν θα χανόταν. Αυτό το θεωρείς ότι ήταν για το καλό μου;
ΕΛΛΗ
- Τα έδωσε στην αδελφή σου γιατί εκείνη ήταν ανύπαντρη σαν προίκα. ΟΛΓΑ
- Γιατί δεν μου έδωσε και εμένα προίκα όταν ήμουν ανύπαντρη;
ΕΛΛΗ
- Μήπως πρόλαβε; Έτρεξες και παντρεύτηκες γρήγορα-γρήγορα, μη χάσεις το κελεπούρι. ΟΛΓΑ
- Μπορεί εγώ, θεία, να παντρεύτηκα γρήγορα-γρήγορα όπως λες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα δικαίωμα κι εγώ στην «προίκα» που μου αναλογούσε ή ότι δεν είχα δικαίωμα να αποφασίσω τι ήταν το καλύτερο για μένα και για τα παιδιά μου. Το ότι προτίμησε η μάνα μου, αντί να βοηθήσει εμένα και τα πεινασμένα μου, που αγωνιζόμουνα με δυο μικρά παιδάκια και έμενα σ’ ένα υπόγειο, ανήλιο, με τα σκουπίδια απ’ έξω, αγόρασε σπίτι στην αδελφή μου, μετρητοίς. Και από τότε, η αδελφή μου, ποτέ δεν ξόδεψε μία δραχμή για νοίκι. Κατοικούσε σ’ ένα σπίτι που το μισό μου ανήκε. Κι εγώ, πλήρωνα και πληρώνω ίσα με σήμερα νοίκι, εμένα με φάγαν τα νοίκια. Άσε θεία, με αδίκησε πολύ η μάνα μου. Μην μου λες, λοιπόν, ότι αυτά που έκανε ήταν για το καλό μου!
ΕΛΛΗ (Αφήνει το σακουλάκι με τα κόλλυβα και το κουταλάκι πάνω στο μικρό τραπέζι του σαλονιού.) - Μην είσαι αχάριστη, Όλγα. Η αδελφή σου έχει κάνει διαθήκη και το σπίτι το αφήνει στις κόρες σου, μην το ξεχνάς αυτό.
ΟΛΓΑ
- Μμμ, πολύ ωραία. Αφήνει τη μισή δική μου περιουσία στα παιδιά μου μετά το θάνατό της και γίνεται η καλή θεία που «έχει» και προικίζει τις ανηψιές και εγώ η κακή μητέρα που «δεν έχω» να προικίσω τις κόρες μου.
ΕΛΛΗ
- Δεν φτάνει που θα το αφήσει στα παιδιά σου, διαμαρτύρεσαι κιόλας. Αν η μητέρα σου, τότε, σου είχε δώσει το μερίδιό σου, τι θα το έκανες; ΟΛΓΑ
- Φαγητό! Δεν θα πεινούσαμε εγώ και τα παιδιά μου! (Βάζει τα κλάματα.) ΕΛΛΗ
- Είδες; Θα το είχατε φάει. Ενώ τώρα υπάρχει περιουσία για τα παιδιά σου. ΟΛΓΑ
- Ναι, θεία, τώρα υπάρχει περιουσία για τα πεινασμένα μου.
ΕΛΛΗ
- Τι κλαις. Δεν λες πάλι καλά που θα έχουν κάτι να κληρονο- μήσουν; Εσύ με τα μυαλά που κουβαλάς, δεν θα τους αφήσεις τίποτα. Και με την πρόωρη συνταξιοδότηση, ίσα-ίσα για να φας θα έχεις.
ΟΛΓΑ
- Έλα ντε, ίσα-ίσα για να φάω θα έχω. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν θα έχω σπίτι για να μείνω και θα υποχρεώνομαι κάθε δυο-τρία χρόνια να αλλάζω σπίτι.
ΕΛΛΗ - Με ειρωνεύεσαι; ΟΛΓΑ
- Άσε, θεία, άσε. Δεν βγάζει πουθενά μια τέτοια κουβέντα. Έχεις τις ίδιες απόψεις με τη συγχωρεμένη την αδελφή σου.
ΕΛΛΗ
- Την συγχωρεμένη τη μάνα σου, θέλεις να πεις. Σαν δεν ντρέπεσαι. Ανήμερα στο χρόνο της και λες τέτοια λόγια. Φεύγω. Δεν μπορώ να ακούω άλλα. Κάνε ό,τι νομίζεις. Εσύ θα φας το κεφάλι σου. Άκου σ’ αυτήν την ηλικία να πάει να γίνει φοιτήτρια. Και σε τι; Στο θέατρο. Σα δεν ντρέπεσαι. Και θες και να παραιτηθείς απ’ τη δουλειά σου. (Σηκώνεται. Ντύνεται και φεύγει.)
ΟΛΓΑ (Την συνοδεύει μέχρι την πόρτα αμίλητη. Κοιτάζει μέσα από την ανοιχτή εξώπορτα. Δείχνει σαν να μην θέλει να κλείσει την πόρτα. Φωνάζει.) - Θεία, θεία, ξέχασες τα κόλλυβα. (Κάνει νόημα στη θεία της. Αφήνει ανοιχτή την πόρτα και πηγαίνει προς το τραπέζι. Παίρνει τη σακούλα με τα κόλλυβα και γυρίζει στην πόρτα. Δένει τη σακούλα και τη δίνει στη θεία της.)
ΕΛΛΗ (Ακούγεται η φωνή της.) - Ευχαριστώ. Καληνύχτα. Σκηνή 2η
ΟΛΓΑ ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) - Καληνύχτα. (Μπαίνει μέσα από την πόρτα (Κλείνει την εξώπορτα. όση ώρα η κόρη της την έχει Γυρίζει και κάθεται στη ανοιχτή. Πηγαίνει προς το θέση της στο τραπέζι.) μέρος της Μερόπης.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Φεύγει από τα εικονίσματα και πηγαίνει και κάθεται στη θέση της στο τραπέζι.) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Ακολουθεί τη Μερόπη και πηγαίνει κι εκείνη και κάθεται στη θέση της στο τραπέζι.) ΟΛΓΑ (Αρχίζει να μιλάει μόνη της αλλά αφήνει την εντύπωση ότι ξέρει ότι οι δύο νεκρές γυναίκες την ακούν.) - Τώρα αυτό έφταιξε. Που σε αυτήν την ηλικία μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Μμμ, το θέατρο την ενόχλησε. Ωραία, κυρία μου, θα γίνω θεατρολόγος. Ε, και; Κακό είναι αυτό; Έγκλημα;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Κουνάει το κεφάλι της.) (Κουνάει το κεφάλι της.) - Όχι, βέβαια. - Όχι, όχι.
ΟΛΓΑ
- Και βέβαια δεν είναι έγκλημα. Έγκλημα ήταν που δεν με άφησαν να σπουδάσω. Που δεν με στήριξαν όταν χώρισα. Που μ’ αδίκησαν και εμένα και τα πεινασμένα μου. Αν όμως είχα σπουδάσει τότε που ήθελα και είχα γίνει γιατρός και είχα - εγώ - τα λεφτά και τους τα ακούμπαγα, θα είχα κλείσει το στόμα σε όλους. Ενώ τώρα, δες γυμνό σβέρκο και βάρα. (Σηκώνεται όρθια. Αποκαλύπτει το σβέρκο της και σκύβει το κεφάλι. Γυρίζει προς τα πνεύματα των δύο νεκρών γυναικών.) - Άντε, βαράτε βιολιτζήδες. Αυτός ο σβέρκος άντεξε πολλά. Άντε, ντε. Βαράτε. (Κάθεται και πάλι στην καρέκλα της.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Κοιτάει με φανερή αμηχανία.) (Σκύβει το κεφάλι της.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Σηκώνεται από τη θέση της στο τραπέζι και πηγαίνει στα εικονίσματα. Κάνει νόημα στο πνεύμα της Λίτσας να έρθει κοντά της.) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Ακολουθεί την Μερόπη και κάθεται στην καρέκλα κοντά στα εικονίσματα.) ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Στέκεται δίπλα στα εικονίσματα κοιτώντας προς την Όλγα.)
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Στέκεται δίπλα στα εικονίσματα κοιτώντας προς την Όλγα.)
ΟΛΓΑ (Συνεχίζει από τη θέση της.) - Ζήταγα σπουδές, μου το απαγόρεψαν. «Οι γυναίκες δεν σπουδάζουν, παντρεύονται», μου έλεγαν. Και τι έφταιξα εγώ εάν αυτό πίστευαν εκείνοι. Εγώ άλλα πράγματα ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Και παρόλο που αυτοί με παρότρυναν να παντρευτώ, όταν βρέθηκε ο γαμπρός, κάνανε γαργάρα τα έθιμα και ούτε το κρεβάτι της Πέμπτης δεν έστρωσα. Παντρεύτηκα με τα ειρωνικά σχόλια της θειάς μου, της κυρά-Έλλης, «τι να στρώσεις κρεβάτι, εσύ το ’στρωσες από μόνη σου!» κι αυτό επειδή ήμουν ήδη έγκυος. Τους πείραξε που θα γινόμουνα μάνα. Αυτό μου έλεγαν να κάνω, να μην σπουδάσω για να γίνω μάνα. Αλλά όπως αυτοί το θέλανε. Ντροπή να το κάνω νωρίτερα. Ντροπή να το κάνω αργότερα. Όλα έπρεπε να γίνουν κατά πως εκείνοι ήθελαν. «Οι μπομπές μου» τους εξέθεσαν. (Κοιτάζει προς την εξώπορτα.) - Γιατί κυρά μου, μπομπές είναι να γίνεις μάνα; (Γυρίζει και κοιτάζει πάλι μπροστά της.) - Κι έγινα μάνα. Έγινα μάνα και τελικά δεν είχα ούτε κρέμα να δώσω στα παιδιά μου, ούτε μπέιμπυλίνο να τους αλλάξω. Χώρισα και μόνο η γιαγιά μου με βοήθησε. Εκείνη μου στάθηκε σε τόσα. Ο άλλος, ο αχαΐρευτος, ούτε διατροφή και τώρα το παίζει και καλός πατέρας. Και εγώ, σ’ ένα υπόγειο με τα πεινασμένα μου. Κι η μάνα μου κι η αδελφή μου, το ’παιζαν καλή γιαγιά και καλή θεία κι εκείνες την ίδια ώρα αγόραζαν σπίτι για να στεγάσουν την λεύτερη, για να μαζεύει κι άλλη προίκα. Κι εγώ; Τίποτα! Έκανα μέχρι πέντε δουλειές τόσα χρόνια για να τα φέρω βόλτα. Και τα κατάφερα. Μόνη μου! (Σηκώνεται και πάει προς τα εικονίσματα. Αφήνει την εντύπωση ότι απευθύνει το λόγο στα πνεύματα των δύο νεκρών γυναικών.) - Η μόνη που μ’ αγάπησε ήσουν εσύ, γιαγιά. Εσύ που τάισες τα πεινασμένα μου. Εσύ που από το υστέρημά σου μου έδωσες κι αγόρασα κιθάρα που το είχα καημό. Εσύ που έπεισες τον πατέρα μου να πληρώσει φροντιστήριο για αγγλικά για μένα και για τα παιδιά μου. Και μετά… (Γυρίζει προς το σαλόνι. Περπατάει αργά προς τον καναπέ.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Δείχνει πολύ στεναχωρημένη.) (Κουνάει το κεφάλι της.)
ΟΛΓΑ (Πηγαίνει πίσω από τον καναπέ. Περπατάει πέρα-δώθε. Κάνει ακόμα και γύρους γύρω από τον καναπέ και τις πολυθρόνες του σαλονιού.) - Μετά άρχισαν τα κτυπήματα. Ένα προς ένα. Να πολιτικές διώξεις γιατί ήμουν του αντίθετου κόμματος από το κυβερνόν κόμμα, να δυσμενείς μεταθέσεις, να διπλές-τριπλές δουλειές, να κούραση, να αγρύπνιες, να αρρώστιες. Κι όταν τα παιδιά μου μεγάλωσαν... (Πηγαίνει πάλι προς τα εικονίσματα. Φαίνεται αυτήν τη φορά ότι μιλάει στο πνεύμα της μητέρας της.) - Μετά, μάδερ, η καλή σου κορούλα, που σου έταζε ότι θα σε γηροκομήσει και σου έτρωγε τα λεφτά για να κάνει προίκα, παντρεύτηκε. Και σ’ άφησε άρρωστη χωρίς φροντίδα. Και σε κοίταξα εγώ, όπως κοίταξα και τον μπαμπά. Εγώ η αδικημένη σας. Αντί να κοιτάξω να φτιάξω τη ζωή μου. Να ξαναπαντρευτώ. (Πηγαίνει προς το κρεβάτι της. Στρώνει για να κοιμηθεί. Αλλάζει τα ρούχα της. Ανάβει το πορτατίφ. Πάει στο σαλόνι και κλείνει το φως. Επιστρέφει στο κρεβάτι της και ξαπλώνει για να κοιμηθεί.) - Άντε τώρα. Κοιμήσου κι ονειρέψου. Ότι είσαι νέα. Ότι έχεις ξανά τα νιάτα σου. Ότι δεν σου ορίζουν τη ζωή τα απωθημένα και τα συμφέροντα των γύρω σου. Ονειρέψου, κορίτσι μου, ότι εσύ καθορίζεις την τύχη σου. Κι ότι η τύχη σου θ’ αλλάξει. Όπως ονειρευόσουν τόσα χρόνια κι άντεξες τα βάσανα. Καληνύχτα. (Σβήνει το φως του πορτατίφ.)
Σκηνή 3η
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Πολλά βάσανα πέρασε το κορίτσι μας.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Κατεβάζει το κεφάλι της.) - Τώρα καταλαβαίνω πόσο την αδίκησα. Μα τι φταίω κι εγώ; Έτσι μ’ έμαθαν. Κι οι δικοί μου μήπως δεν μ’ αδίκησαν κι εμένα; Μήπως μου έδωσαν προίκα; Μήπως με φρόντισαν;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Έπρεπε τότε να κάνεις τη διαφορά. Να φέρεις τη δικαιοσύνη στην οικογένειά σου. Να έχεις τα παιδιά σου ίσα.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Έχει ακόμα κατεβασμένο το κεφάλι της.) - Έπρεπε. Τώρα το βλέπω. Τι να κάνω; Μπορώ να κάνω τώρα κάτι ν’ αλλάξω τα πράγματα;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Μπορείς! ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Μερόπη.) ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Να πας στον ύπνο της μεγάλης κόρης σου και να της πεις να πουλήσει το σπίτι και τα μισά χρήματα να τα δώσει στην Όλγα. Είναι άλλωστε δικά της. Κι ας αποφασίσει εκείνη τι να τα κάνει.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) - Και θα μ’ ακούσει;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα)
- Ναι, θα σ’ ακούσει. Πήγαινε δυο-τρεις φορές για να το καταλάβει καλά το μήνυμα.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Σηκώνεται από την καρέκλα της. Αρχίζει να βηματίζει.) - Και μ’ αυτό θ’ αλλάξουν όλα;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα. Παρακολουθεί το βηματισμό της.) - Είναι μία αρχή. Ύστερα θα έρθουν τα υπόλοιπα.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Γυρίζει και κοιτάζει την Μερόπη.) - Έχει και υπόλοιπα; Δηλαδή; Τι άλλο πρέπει να κάνω;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Σηκώνεται και εκείνη όρθια και πηγαίνει κοντά στη Λίτσα.) - Να την βοηθήσεις. Πολλά βάσανα πέρασε το κορίτσι μας. Να της δώσεις κουράγιο ν’ αρχίσει και πάλι να ζει σα γυναίκα.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Κατεβάζει το κεφάλι της.) - Πώς να το κάνω αυτό; Εδώ κι εγώ όσο ζούσα είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι γυναίκα.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Πηγαίνει κοντά στην Όλγα.) - Να της ψιθυρίσεις πόσο όμορφη είναι. Πόσο περήφανη είσαι για την κόρη σου. Πόσο την αγαπάς.
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Πλησιάζει κι εκείνη κοντά στη Μερόπη και την κόρη της Όλγα.) - Και αυτό αρκεί;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Αρκεί. ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Σκύβει πάνω από το προσκεφάλι της Όλγας. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Ψιθυρίζει.) - Είσαι πολύ όμορφη. (Σταματάει τρομαγμένη. Γυρίζει προς την Μερόπη.) - Πρώτη φορά την λέω όμορφη.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Κοιτάει τη Λίτσα.) - Κάλλιο αργά παρά ποτέ. ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Σκύβει πάλι πάνω από το κεφάλι της Όλγας.) - Είσαι πολύ όμορφη, κουκλίτσα μου.
ΟΛΓΑ (Πετάγεται επάνω.) - Κουκλίτσα μου. Με είπε κουκλίτσα μου. Η μάνα μου με είπε κουκλίτσα μου. (Ξεσκεπάζεται. Ανάβει το πορτατίφ.) - Όνειρο ήταν. Εμ, βέβαια, μόνο στα όνειρά μου η μάνα μου μού καλομιλούσε. (Σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και βάζει μία ρόμπα. Πηγαίνει και κάθεται στον καναπέ. Σταυρώνει χέρια και πόδια.)
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Ακολουθεί την Όλγα στον καναπέ. Στέκεται πίσω της και την ακούει.) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Ακολουθεί την Όλγα στον καναπέ. Στέκεται δίπλα στην Μερόπη και ακούει την Όλγα.)
ΟΛΓΑ
- Κουκλίτσα μου. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου εάν η μητέρα μου ένιωθε περήφανη για μένα και πίστευε ότι είμαι όμορφη. Και τώρα, έφτασα κοντά στα πενήντα. Κι ακόμα ονειρεύομαι τη λαχτάρα που έχω η μάνα μου να με αγαπάει και να μου καλομιλάει. Έχασα τόσα χρόνια με γλυκά όνειρα και πικρή ζωή. Τώρα πια είμαι μια πενηντάρα, μόνη. Τα παιδιά μου βρίσκονται μακριά μου. Ίσως για το καλό τους. Άκου με, άρχισα να μιλάω σα γριά. Ίσως όμως και οι γριές να έχουν δίκιο. Ίσως κάθε τι γίνεται για το καλό μας. Ακόμα και αυτό που θεωρούμε αρχικά ότι είναι κακό, τελικά να αποδειχθεί ότι είναι καλό για μας. (Ξεδιπλώνει τα χέρια και τα πόδια της και βάζει τα χέρια της πίσω από το σβέρκο της.) - Ναι, τώρα είμαι μια φοιτήτρια θεατρολογίας. Σπουδάζω θέατρο, συγγραφείς έλληνες και ξένους, σκηνοθεσία, σκηνογραφία. Θα γίνω μία θεατρολόγος. (Γυρίζει και κοιτάζει προς το εικονοστάσι.) - Που ’σαι πατέρα να καμαρώσεις την κόρη σου. Την κόρη σου που δεν ήθελες να σπουδάσει και να γίνει γιατρός. Τώρα θα την καμαρώνεις να γράφει και να σκηνοθετεί για το θέατρο. Και τώρα θα με καμαρώνεις από κει πάνω πραγματικά κι όχι μόνο στα όνειρά μου. (Γυρίζει το κεφάλι της. Ξεδιπλώνει τα χέρια από το σβέρκο και τα ενώνει μπροστά από τα σταυρωμένα γόνατά της.) - Και γιατί όχι; Ίσως με καμαρώσεις και ηθοποιό - αυτό που σιχαινόσουν-… (Γυρίζει πάλι το κεφάλι της προς τα εικονίσματα.) - Ή θα τρίζουν τα κόκαλά σου γιατί δεν ήθελες γιατρό και απέκτησες ηθοποιό; «Ποτέ δεν χορταίνεις αυτά που δεν θέλεις» είπε ο Γουαίην Ντύερ. Λες αυτό να ισχύει και στον παράδεισο;
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Πηγαίνει και κάθεται στην αριστερή πολυθρόνα του σαλονιού με πλάτη προς το κοινό.) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Πηγαίνει και κάθεται στη δεξιά πολυθρόνα του σαλονιού με πλάτη προς το κοινό.) ΟΛΓΑ (Λύνει τα χέρια της. Γέρνει πίσω στον καναπέ. Σφίγγει γύρω της την ρόμπα της.) - Είχα μάθει πως το καλό παιδί είναι το υπάκουο. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να υπακούω σε κάποιον. Προσπαθούσα να κάνω ό,τι ήθελαν οι άλλοι για να με αγαπούν. Και τι κατάλαβα; Τίποτα. Υπήρξα όμως καλή μάνα. Για τα παιδιά μου έκανα τόσες θυσίες. Και για τους δικούς μου έκανα θυσίες αρκετές. Και τον πατέρα μου φρόντισα στα τελευταία του και τη μάνα μου. Κι ας μ’ αδίκησαν κι οι δυο τους. Εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Έκανα το καθήκον μου. Τώρα πια μπορώ να κάνω και για μένα κάτι. Ίσως να μπορέσω να γίνω και όμορφη! (Γελάει σαρκαστικά).
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) - Σωστά. - Σωστά.
ΟΛΓΑ (Σηκώνεται όρθια.) - Σωστά. Τώρα είμαι έτοιμη να ζήσω τη ζωή μου. Να θυμηθώ και πάλι τη λαχτάρα μου για μάθηση. Να ακολουθήσω αυτά που λέει η καρδιά μου. Και γιατί όχι. Τα παιδιά μου έχουν δίκιο. Ίσως ήρθε η ώρα να ερωτευτώ και πάλι.
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) (Παρακολουθεί τις κινήσεις της εγγονής της.)
ΛΙΤΣΑ (Πνεύμα) (Παρακολουθεί τις κινήσεις της κόρης της.)
ΟΛΓΑ (Αρχίζει να περπατάει πέρα-δώθε πίσω από τον καναπέ και ανάμεσα στον καναπέ και στην τραπεζαρία.) - Έκανα τις υποχρεώσεις μου σαν μάνα, σαν κόρη, σαν εγγονή, ακόμα και σαν αδελφή. Πολλά θυσίασα, πολλά έχασα, πολλά ξέχασα! Ίσως γιατί δεν ήταν έτοιμα τα πράγματα ακόμα για μένα. Ίσως γιατί, όπως λέει και η ψυχολόγος κόρη μου, εγώ δεν ήμουν έτοιμη για την ευτυχία. «Δεν υπάρχει λόγος, μαμά, ν’ ανοίξεις παράθυρο σ’ ένα σύμπαν που δεν είσαι έτοιμη ακόμα σ’ αυτό να ζήσεις!»
ΜΕΡΟΠΗ (Πνεύμα) ΛΙΤΣΑ (Κοιτάζει τη Λίτσα.) (Κοιτάζει την Μερόπη.) - Δίκιο έχει. - Συμφωνώ.
ΟΛΓΑ
- Τελικά, όμως, εγώ δεν ήμουν έτοιμη, ή οι άλλοι δεν μ’ άφησαν να γίνω έτοιμη, ή απλά όλα αυτά έγιναν, μάλλον, δεν έγιναν, γιατί δεν είχα πιστέψει αρκετά στα όνειρά μου; Όχι στα όνειρα που έκανα μεγάλη για ν’ αντέξω την πικρή ζωή. Αυτά δεν ήταν όνειρα, ήταν ψευδαισθήσεις. Τα άλλα όνειρα εννοώ. Τα όνειρα που είχα κάνει κάποτε σαν παιδί. Ίσως γιατί είχα ξεχάσει πια αυτά τα όνειρα, τ’ αληθινά. Και γιατί τα ξέχασα; Μμμ, ίσως γιατί είχα χάσει τον εαυτό μου... (Σταματάει και κάνει χαρακτηριστική κίνηση στο αριστερό της χέρι με το δεξί της χέρι.) - … τον είχα κόψει κομμάτια … (Κουνάει το δεξί της χέρι σαν να δίνει σε κάποιους κάτι.) - … και τον μοίραζα σε όποιον είχε ανάγκη. (Φτάνει στο σημείο ανάμεσα στον καναπέ και στο τραπέζι. Κοιτάζει προς το κοινό.) - Τώρα όμως είμαι έτοιμη πια. Το νιώθω. Το αισθάνομαι. Είμαι έτοιμη να ζωντανέψω αυτά τα νεανικά όνειρα. Να γίνω και πάλι μαθήτρια. Να γίνω και πάλι γυναίκα. Ήρθε η ώρα μου να ζήσω τη ζωή που δεν έζησα. (Βγάζει τη ρόμπα της.) - Πήγα στον Άδη, γύρισα κι ήρθε η ώρα να κάνω τραγούδι τη ζωή μου. (Κάνει κινήσεις σαν να χορεύει ζεϊμπέκικο.) - Ώπα!
ΤΕΛΟΣ
|