ΤΟ ΚΟΥΤΙ 39 (ΓΙΓΟΠΟΥΛΗ ΔΩΡΟΘΕΑ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 23:01 | |||
ΤΟ ΚΟΥΤΙ 39 ΓΙΓΟΠΟΥΛΗ ΔΩΡΟΘΕΑ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Ευτυχία, προϊστάμενη νεκροτομείου Αλέξανδρος, υπάλληλος νεκροτομείου Γρηγόρης, πρόεδρος ιδιοκτητών γραφείων κηδειών Δέσποινα, μητέρα αγνοουμένης
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Το νεκροτομείο στεγάζεται σε ένα παλιό νεοκλασικό, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη κοντά στα σύνορα. Το κτήριο έχει παντού σημάδια εγκατάλειψης, οι τοίχοι ξεβαμμένοι, τα παράθυρα ξεχαρβαλωμένα, οι ηλεκτρικές συνδέσεις ακάλυπτες. Στο βάθος της σκηνής ένας γυμνός τοίχος με δυο μεγάλα ξύλινα παράθυρα να βλέπουν σε ένα ακάλυπτο χώρο. Ο φωτισμός χαμηλός, οι λίγες ηλιαχτίδες που καταφέρνουν να τρυπώσουν μέσα από τις κουρτίνες φωτίζουν το χώρο. Στα αριστερά, βρίσκεται η κεντρική πόρτα της εισόδου, δίφυλλη με γυάλινα τζάμια. Στα δεξιά, μια άλλη πόρτα ξύλινη που οδηγεί στις τουαλέτες. Στο κέντρο της σκηνής μια επιβλητική μαύρη βιβλιοθήκη, σε κάθε ράφι της ένα ξύλινο κουτί με μια πόρτα πάνω του και έναν αριθμό. Τα κουτιά είναι ταξινομημένα με βάση το χρώμα τους, στα δεξιά τα λευκά, στο κέντρο τα καφετί, στα αριστερά κάποια μαύρα και μερικά κίτρινα. Μπροστά από την βιβλιοθήκη είναι δυο κεντρικοί χώροι. Στα αριστερά βρίσκονται δυο γραφεία με στοίβες από φάκελους πάνω τους, δυο καρέκλες και κάποια επιπλέον ράφια. Στα δεξιά ένας παλιός καναπές με μια λουλουδάτη ταπετσαρία και ένα χαμηλό τραπεζάκι, πάνω του μια καράφα με νερό και μερικά πλαστικά ποτήρια. Η σκηνή είναι άδεια αρχικά, ακούγονται μονάχα θόρυβοι από κάποιον που προσπαθεί να ανοίξει την κεντρική πόρτα. Η Ευτυχία μπαίνει με την όπισθεν, είναι μια γυναίκα μεσόκοπη στα πενήντα πέντε χρόνια, κοντή, στρουμπουλή και με κόκκινα μαγούλα. Είναι αναμαλλιασμένη, το σακάκι και η φούστα της είναι λερωμένα με λασπόνερα, στο λαιμό της κρέμεται ανάποδα ένα χρυσό σταυρουδάκι. Μοιάζει πολύ αναστατωμένη και με δυσκολία αναπνέει. Στο δεξί χέρι κρατάει την τσάντα της και με το αριστερό μια μεγάλη σακούλα ζαχαροπλαστείου. Ανάβει το διακόπτη του φωτός με κόπο και κατευθύνεται αγκομαχώντας στο γραφείο της.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΥΤΥΧΙΑ: Αλέξανδρε; Αλέξανδρε με ακούς; (περιμένει λίγο) Δεν είναι κάνεις εδώ;
(Αφήνει ότι κρατάει πάνω στο γραφείο και σωριάζεται στην καρέκλα ξεφυσώντας.) ΕΥΤΥΧΙΑ: Αλέξανδρε έλα να δεις τα χάλια μου! Μόνο να μάθεις τι μου έκαναν σήμερα θα τρελαθείς!
(Ο Γρηγόρης μπαίνει από την μισάνοιχτη εξώπορτα, φοράει μαύρο κουστούμι, μαύρη γραβάτα και μαύρο λουστρίνι. Είναι σαράντα χρονών, μεσαίο ανάστημα, σχετικά αδύνατος με μαύρα μαλλιά. Περπατά καμαρότος και ελέγχει τον χώρο.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Τι έπαθες και μιλάς μονή σου; Μέχρι έξω ακούγονταν οι φωνές σου! ΕΥΤΥΧΙΑ: Αχ… Γρηγόρη εσύ είσαι; Νόμιζα ότι ήταν ο Αλέξανδρος. Tον φωνάζω τόση ώρα και δεν έχει φάνει! Λες να μην έχει έρθει; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ευτυχία τι λες; Που να ξέρω που είναι ο Αλέξανδρος, μόλις μπήκα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Αχ τι έπαθα, κόντεψαν να με ξεκάνουν οι κακούργοι! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ειρωνικά) Ευτυχία στις ομορφιές σου σήμερα, καινούργιο συνολάκι; ΕΥΤΥΧΙΑ: Είδες πως με κατάντησαν; Με έσερναν στις λάσπες να μου πάρουν τη τσάντα. Να σουλουπωθώ λίγο και θα στα πω.
(Η Ευτυχία σηκώνεται και πάει στην τουαλέτα. Η πόρτα μένει ανοιχτή και όσο συζητάει με τον Γρηγόρη ακούγεται η βρύση να τρέχει.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Τυχερή είσαι που γλύτωσες και δεν σε έστειλαν στον άλλο κόσμο. ΕΥΤΥΧΙΑ: Δυο σοκολατένιοι πάνω σε μηχανάκι; Θαύμα είναι Γρηγόρη! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (πλησιάζει στο γραφείο της) Ευτυχώς είσαι καλά! Ο Αλέξανδρος που χάθηκε όλη τη εβδομάδα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ο Αλέξανδρος με έχει τρελάνει με το βιβλίο του. Κανένας δεν θέλει να τον εκδώσει και γκρινιάζει. Θέλει να μαζέψει λεφτά να το εκδώσει μόνος του. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψάχνει τα χαρτιά στο γραφείο) Με τα λεφτά όλα τα κάνεις… (ειρωνικά) και συγγραφέας γίνεσαι. Τι θέμα έχει το βιβλίο; ΕΥΤΥΧΙΑ: Κάτι ενάντια στο σύστημα και τη σάπια κοινωνία! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ειρωνικά) Μάλιστα! (αλλάζει κουβέντα) Να σου πω, αυτή τη κοπέλα του, την έχεις δει εσύ; ΕΥΤΥΧΙΑ: Όχι ποτέ μου και ούτε μιλάει πολύ για αυτήν ο Αλέξανδρος; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (διαβάζει έναν φάκελο) Γιατί φοβάται μην την κλέψουμε; ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν ξέρω Γρηγόρη, τραβά ρώτα τον! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Καλά, καλά! Δεν θα βλέπετε η κοπέλα, για αυτό την κρύβει! ΕΥΤΥΧΙΑ: Σταματά πια, τον γλωσσόφαγες τον χριστιανό! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Εντάξει! Θα έρθει σήμερα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Έτσι μου είπε στο τηλέφωνο.
(Ο Γρηγόρης γυρισμένος πλάτη συνεχίζει να ψάχνει το γραφείο της ενώ η Ευτυχία μόλις βγαίνει από τη τουαλέτα.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Ουφ… Επιτέλους έγινα άνθρωπος. (έκπληκτη) Γρήγορη τι κάνεις εκεί; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (απροετοίμαστος) Τίποτα, τίποτα είδα ένα διαφημιστικό πιτσαρίας. ΕΥΤΥΧΙΑ: (κάθεται στο γραφείο) Γρηγόρη τι θες; Όλα καλά στο γραφείο σου; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Δεν πήγα άσχημα, τρία μαόνι και τρία απλά μες στο σαββατοκύριακο. ΕΥΤΥΧΙΑ: Άρα δεν έχεις λόγο να ψαχουλεύεις το γραφείο μου. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Πως δεν έχω Ευτυχία; Ακόμη περιμένουμε την νέα νεκροτόμο… ΕΥΤΥΧΙΑ: Ήρθε τη Δευτέρα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (χαρούμενος) Δόξα το θεώ! ΕΥΤΥΧΙΑ: Αλλά έφυγε χθες! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (απελπισμένος) Γιατί μου παίρνεις τι χαρά πίσω; Που πήγε; ΕΥΤΥΧΙΑ: (παίρνει μια βαθιά ανάσα) Την πήγαμε μέσα, να αρχίσει δουλειά και μόλις ανοίξαμε το πρώτο ψυγείο… σωριάστηκε κάτω. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Έγκυος ήταν; ΕΥΤΥΧΙΑ: Όχι αρχαιολόγος ήταν! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (δύσπιστος) Αρχαιολόγος; ΕΥΤΥΧΙΑ: Αρχαιολόγος, τέκνο πολύτεκνης οικογένειας και τρίτεκνη μητέρα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (σαστισμένος) Να της ζήσουν! Αλλά τι σχέση έχει με μας; ΕΥΤΥΧΙΑ: Στο ΑΣΕΠ είχε τα περισσότερα μόρια και πήρε τη θέση. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ναι, αλλά δεν την ξέρει τη δουλειά! ΕΥΤΥΧΙΑ: (επίμονα) Ναι, αλλά πέρασε με ΑΣΕΠ! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (απελπισμένος) Δηλαδή τώρα μας κατσικώθηκε; ΕΥΤΥΧΙΑ: Γρηγόρη με κούρασες. Η κοπέλα δεν θα ξανάρθει. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και τι θα τους κάνουμε τους νεκρούς Ευτυχία; (δείχνει προς την βιβλιοθήκη) Θα τους παστώσουμε και θα περιμένουμε το ΑΣΕΠ να ξυπνήσει;
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Μπαίνει ο Αλέξανδρος, φοράει τζιν παντελόνι, κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα πολύχρωμο φουλάρι. Είναι στα τριάντα, ψήλος και πολύ αδύνατος, με καστανά μαλλιά επιμελώς ατημέλητα και ένα αδιάφορο ύφος.)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (βαριεστημένα) Καλημέρα Ευτυχία! Πως από δω Γρηγόρη; ΕΥΤΥΧΙΑ: Αλέξανδρε επιτέλους γύρισες! Τι κάνεις αγόρι μου είσαι καλυτέρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Χάλια είμαι, αλλά εσύ γιατί είσαι βρεγμένη; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Της επιτεθήκαν να της πάρουν την τσάντα! ΕΥΤΥΧΙΑ: Δυο σοκολατένιοι πάνω σε μηχανάκι αλλά εγώ τους πρόλαβα και γράπωσα το λουρί! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ανήσυχος) Ευτυχία, έχεις τάσεις αυτοκτονίας; ΕΥΤΥΧΙΑ: Με γκρέμισαν κάτω και σερνόμουν στις λάσπες. Ευτυχώς Παναγία μου, που έσπασε το λουρί της τσάντας. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και την γλύτωσες! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κοιτώντας τη σακούλα) Μάλιστα… για αυτό μας έφερες γλυκά; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ορμάει στη σακούλα) Είναι μπακλαβάς ή κανταΐφι; ΕΥΤΥΧΙΑ: (χαρούμενη) Αχού… Το ξέχασα τελείως. Έγινα γιαγιά χθες! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Τον έκανε το διάδοχο ο γιος σου; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ένας παίδαρος τέσσερα κιλά.
(Η Ευτυχία σηκώνεται όρθια και τους μοιράζει τα γλυκά, γεμίζει δυο ποτήρια νερό από το τραπεζάκι στα δεξιά και τους τα δίνει.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γίγαντας δηλαδή! ΕΥΤΥΧΙΑ: (περήφανη) Σωστός παλικαράς! Πάρτε ένα γλυκάκι είναι πολύ φρέσκα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Να σας ζήσει Ευτυχία! Το όνομα του άντρας σου θα πάρει; ΕΥΤΥΧΙΑ: (συγχύζεται) Μη μου το θυμίζεις! Η νύφη μου θέλει να του βάλει δυο ονόματα, του άντρα μου και του μπαμπά της. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ωραία ιδέα είναι! ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην με συγχύζεις και εσύ! Άκου καλή ιδέα; Στα μέρη μας δεν κάνουν τέτοια! Τι είναι ο εγγονός μου, απατεώνας με δυο ονόματα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πλακά έχεις Ευτυχία! Αλήθεια με το σπίτι τι θα κάνετε; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (διακόπτει) Ποιο σπίτι, πείτε μου και έμενα! ΕΥΤΥΧΙΑ: Αυτό που χτίζαμε για το γιο μου, δεν το βλέπω να το τελειώνουμε. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Οικονομικό το θέμα; ΕΥΤΥΧΙΑ: (ξεφυσά) Δεν τα υπολογίσαμε καλά στην αρχή και τώρα δεν υπάρχει ούτε σάλιο! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αίτηση για δάνειο κάνατε; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ας κάνει ότι θέλει ο άντρας μου. Αυτός μας έμπλεξε!
(Ο Αλέξανδρος κάθεται στο γραφείο του και ψάχνει τα χαρτιά του.)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (βαριεστημένα) Με την καινούργια που έφυγε, τι θα κάνουμε; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (παρακαλώντας) Ευτυχία να τηλεφωνήσουμε στο ΑΣΕΠ. Στο υπουργείο στην ανάγκη! ΕΥΤΥΧΙΑ: (τυπικά) Τους ενημέρωσα και σε έξη μήνες θα ξαναγίνει διαγωνισμός. Μέχρι τότε η κοπέλα δεν θα δουλεύει σας μας. Αλλά θα πληρώνετε κανονικά… ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Να μια ιδανική καριέρα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (απελπισμένος) Δηλαδή εγώ να το κλείσω το γραφείο; Ολόκληρη οικογενειακή επιχείρηση θα τιναχτεί στον αέρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Ώστε οικογενειακή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (τον αγνοεί) Εσύ Ευτυχία θυμάσαι που το είχε ανοίξει ο πάππους μου; ΕΥΤΥΧΙΑ: Θυμάμαι! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και μετά ο πατέρας μου. (κλαψουρίζοντας) Εγώ παράτησα τα όνειρα μου για να συνεχίσω το γραφείο και να μην κλείσει. ΕΥΤΥΧΙΑ: Θυμάμαι τότε που ήθελες να γίνεις τραγουδιστής. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (γελώντας) Ώστε τραγουδιστής… ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ονειροπολώντας) Μην κοροϊδεύεις, εγώ παράτησα μεγάλη καριέρα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Που; Στην εθνική οδό; ΕΥΤΥΧΙΑ: Στάματα και εσύ, δεν τον βλέπεις τον άνθρωπο; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (σοβαρεύει) Καλά ένα αστείο έκανα! Θα συντάξουμε μια αίτηση να επανεξεταστεί η πρόσληψη. Θα βάλλουμε ως δικαιολογία ότι η προσληφθείσα δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα και την απαιτουμένη προϋπηρεσία. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ξαλαφρωμένος) Να φύγω ήσυχος δηλαδή; ΕΥΤΥΧΙΑ: (τυπικά) Είναι πολύ χρονοβόρο, μην περιμένεις θαύματα. Αν έχεις κάποιον γνωστό μέσα στο υπουργείο... ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (επίμονα) Θα έχετε και εσείς πρόβλημα, σε λίγο δεν θα έχετε καθόλου χώρο. Με τόσους σοκολατένιους και μαύρους που μαζεύεται εδώ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ευτυχία μας έφεραν καινούργιους όσο έλειπα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Πέντε (δείχνει την βιβλιοθήκη) τέσσερις άντρες και μια γυναίκα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ώστε και γυναίκα λοιπόν; Εντυπωσιακό, πρώτη φορά μας φέρνουν γυναίκα σοκολατένια. ΕΥΤΥΧΙΑ: Φυσικά χωρίς χαρτιά όλοι τους. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Φυσικά! ΕΥΤΥΧΙΑ: Και μα την Παναγιά, δεν έχω ιδέα πως θα τους ταχτοποιήσουμε; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα περιμένουμε κλασσικά μέχρι να τους αναζητήσει κάποιος. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τυπικά) Άλλωστε δεν έχουμε και άλλη λύση.
(Ο Γρήγορης πετάγεται όρθιος από την καρέκλα, σαν να ξύπνησε από λήθαργο.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Περίμενε, ίσως υπάρχει λύση! ΕΥΤΥΧΙΑ: (βαριεστημένα) Για να την ακούσουμε! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Έχετε τόσους χωρίς χαρτιά, που περιμένουν να τους ψάξει κάποιος. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ε και; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αλήθεια έχει εμφανιστεί ποτέ κανένας; ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν καταλαβαίνω που το πας; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Όπου πάει μόνο του! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δηλαδή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γιατί δεν μπορούμε να τους ξεφορτωθούμε; Αφού κάνεις δεν θα τους αναζητήσει ποτέ, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (εκνευρισμένος) Αυτό που λες είναι παράνομο! ΕΥΤΥΧΙΑ: Και αντιχριστιανικό! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (με πάθος) Η κατάσταση είναι σκέτη απελπισία και πρέπει να σκαρώσουμε κάτι οπωσδήποτε. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν νομίζεις ότι το παράκανες; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γιατί; Στην τελική νεκροί είναι, τι χειρότερο μπορούν να πάθουν; ΕΥΤΥΧΙΑ: (επίμονα) Μα είναι απάνθρωπο! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (χαμηλόφωνα) Εγώ το είπα γιατί δεν βλέπω άλλη λύση. ΕΥΤΥΧΙΑ: Καλύτερα να μην το έλεγες! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (προσπαθώντας να ξεφύγει) Συγγνώμη αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Θα το ξανασυζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν νομίζω να χρειαστεί! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (κοιτάζει το ρολόι του) Θα το λύσουμε μια άλλη φορά, έχω κηδεία σε μισή ώρα. Αλέξανδρε θα μου δώσεις τον αριθμό είκοσι δυο; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κοφτά) Ναι, να στο φέρω! (πάει στη βιβλιοθήκη, παίρνει το κουτί και το δίνει στο Γρήγορη.) ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γεια σου Ευτυχία! Περαστικά Αλέξανδρε! Θα προσπαθήσω να περάσω και αύριο πάλι!
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Μένουν μόνοι η Ευτυχία και ο Αλέξανδρος)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Ακούς εκεί να τους ξεφορτωθούμε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ξέχνα το! Πάνω στην απελπισία του το είπε. ΕΥΤΥΧΙΑ: Μα μυαλό κουκούτσι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν είχε όμως και άδικο! ΕΥΤΥΧΙΑ: Τώρα τον υποστηρίζεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Όχι, αλλά πρέπει κάτι να κάνουμε, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τυπικά) Εγώ τους ενημέρωσα, από εκεί και περά… ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ίσως θα ήταν μια καλή ιδέα να καλέσουμε τον κύριο Δημήτρη. Τώρα που πήρε σύνταξη από μας, θα έχει άπλετο χρόνο. ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην τον υπολογίζεις! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί; ΕΥΤΥΧΙΑ: Πάει και αυτός! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (έκπληκτος) Μην μου πεις! Πέθανε; ΕΥΤΥΧΙΑ: Χτύπα ξύλο! Ζωντανός είναι ο χριστιανός! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τότε τι; ΕΥΤΥΧΙΑ: Τώρα που πήρε σύνταξη, έπεισε την κυρά του και θα πάνε στο χωριό. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Για διακοπές; ΕΥΤΥΧΙΑ: Για πάντα! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ενδιαφέρον! Γυρνάει στις ρίζες του ο κύριος Δημήτρης! ΕΥΤΥΧΙΑ: (αναστενάζοντας) Την καλύτερη δουλειά έκανε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (λυπημένα) Και εμείς μόλις χάσαμε την τελευταία μας ελπίδα!
(Ο Αλέξανδρος σηκώνεται και παίρνει ένα άλλο γλυκό από το κουτί.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Κάτι θα βρεθεί, έχει ο θεός. Εσύ όμως δεν μου είπες τα νέα σου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μπουκωμένος) Τα ίδια! Καμία συγκλονιστική αλλαγή. ΕΥΤΥΧΙΑ: Ε πως; Δεν μου είπες για το βιβλίο που παρέδωσες! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Μεγάλη επιτυχία! Συγκέντρωσα τέσσερα όχι και από τους τέσσερις εκδοτικούς οίκους που παρέδωσα αντίτυπα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην στενοχωριέσαι αγόρι μου, κάνεις δεν χάνεται σε αυτό το κόσμο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (με πικρία) Με είχαν προειδοποιήσει να μην πάω στις εκδοτικές χωρίς να με συστήσει κάποιος, αλλά… ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην τα θυμάσαι τώρα και συγχύζεσαι. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αν είχα λεφτά να το εκδώσω μόνος μου, δεν θα παρακαλούσα κανέναν τους. Θα έβλεπαν όλοι το ταλέντο μου τότε. ΕΥΤΥΧΙΑ: (διστακτικά) Μήπως να έβαζες και λίγο συναίσθημα στο βιβλίο; Τέτοια βιβλία τα αγοράζει ο κόσμος! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (αποφασιστικά) Δεν κάνω εκπτώσεις στην τέχνη μου! Αν δεν το εκδώσω όπως το θέλω εγώ, καλύτερα να μην το εκδώσω καθόλου! ΕΥΤΥΧΙΑ: Εντάξει ηρέμησε αγόρι μου. Κερδίζεις άλλου εσύ! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Αλήθεια; Που αν επιτρέπεται; ΕΥΤΥΧΙΑ: (γλυκά) Στον ερώτα φυσικά! Πότε επιτέλους θα μας φέρεις τι κοπέλα σου να την γνωρίσουμε; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (αναστενάζει) ΕΥΤΥΧΙΑ: Τι έγινε αγόρι μου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (αναστενάζει πάλι)
(Η Ευτυχία πλησιάζει τον Αλέξανδρο και του χαϊδεύει τα μαλλιά.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Μίλα μου αγόρι μου, άνοιξε μου την κάρδια σου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τελείωσε και αυτό! ΕΥΤΥΧΙΑ: Τι μου λες; Τι συνέβη δηλαδή; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απλά τελείωσε! ΕΥΤΥΧΙΑ: Κάποιος λόγος θα υπήρχε. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην τα σκαλίζεις σου λέω. ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν επιμένω άλλο. Όμως και εσύ μην στενοχωριέσαι, παρεξήγηση θα είναι. Σίγουρα θα τα ξαναβρείτε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μουρμουρίζει) Ούτε στον άλλο κόσμο! ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν σε άκουσα, τι είπες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τίποτα Ευτυχία. Δεν νομίζω να τα ξαναβρούμε… είναι οριστικό!
(Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Πήγαινε Αλέξανδρε να ανοίξεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα) Καλημέρα!
(Μπαίνει η Δέσποινα είναι γύρω στα εξήντα, φοράει μαύρο παλτό και κρατάει μια φωτογραφία στο χέρι της. Καμπουριάζει ελαφρά, έχει ύφος χαμένο και κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια το χώρο γύρω της.)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Καλημέρα σας! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Περάστε μέσα. Τι θα θέλατε; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (διστακτικά) Ξέρετε έχω φέρει μια φωτογραφία από την κόρη μου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γιατί; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (με τρεμάμενη φωνή) Έχω πάει παντού, στην αστυνομία, σε όλα τα νοσοκομεία. Δεν μου έμεινε καμία άλλη λύση και ήρθα και εδώ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αγνοείται η κόρη σας; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (σκουπίζοντας την μάτι της) Εδώ και μια εβδομάδα δεν έχω νέα της. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πολύ λυπάμαι. Σας παρακαλώ ακολουθείσθε με. (την οδηγεί στον καναπέ) Παρακαλώ καθίστε εδώ, θα σας φέρω την συνάδελφο μου να σας βοηθήσει. (γεμίζει ένα πλαστικό ποτήρι και της το προσφέρει) Πείτε και ένα ποτηράκι νερό, να συνέλθετε λίγο. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Σε ευχαριστώ πολύ αγόρι μου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κάθεται στο γραφείο του) Ευτυχία πήγαινε να βοηθήσεις την κυρία. Ψάχνει την κόρη της, έχει φέρει και μια φωτογραφία μου είπε. ΕΥΤΥΧΙΑ: (βαριεστημένα) Πω, πω… και δεν αντέχω τα κλάματα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (σκέπτεται) Έχω την εντύπωση ότι κάπου την έχω ξαναδεί αυτή τη γυναίκα. Φαίνεται γνωστή φυσιογνωμία. ΕΥΤΥΧΙΑ: Ιδέα σου θα είναι. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (διστακτικά) Ίσως!
(Σηκώνεται, φτιάχνει το σακάκι της, παίρνει ένα σοβαρό ύφος και πλησιάζει την κυρία καθισμένη στον καναπέ.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Καλημέρα, ονομάζομαι Ευτυχία και είμαι η προϊστάμενη του γραφείου. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Καλημέρα, Δέσποινα Παπακώστα. Ήρθα σε σας, γιατί ψάχνω για την κόρη μου. Έχω φέρει και μια πρόσφατη φωτογραφία της. ΕΥΤΥΧΙΑ: (παίρνει την φωτογραφία στα χεριά της) Είναι προφίλ η φωτογραφία και λίγο μακρινή. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μάλιστα! ΕΥΤΥΧΙΑ: Την έχετε δηλώσει αγνοούμενη στην αστυνομία; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μάλιστα, εδώ και μια εβδομάδα! ΕΥΤΥΧΙΑ: (περιεργάζεται την φωτογραφία) Δεν είναι σε μας, λυπάμαι! ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Είστε σίγουρη; ΕΥΤΥΧΙΑ: Αν και η φωτογραφία δεν είναι πολύ καθαρή. Είμαι βέβαιη ότι δεν την έχουμε εδώ την κόρη σας. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (ανακουφισμένη) Σας ευχαριστώ πολύ! Δεν ξέρετε τι χαρά μου δίνετε. ΕΥΤΥΧΙΑ: Την δουλειά μου κάνω κυρία μου. (την οδηγεί στην εξώπορτα) Στο καλό να πάτε, ελπίζω να βρείτε την κόρη σας. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ευχαριστώ πολύ! (κλείνει η πόρτα πίσω της) ΕΥΤΥΧΙΑ: (γυρνάει στο γραφείο της) Πάει και αυτό, φτηνά την γλύτωσα σήμερα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τελικά δεν την είχαμε εδώ την κοπέλα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Όχι δεν ήταν. (κοιτάζει το ρολόι της) Το ξέρεις κοντεύει η ώρα να σχολάσουμε για σήμερα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε καμία ώρα. Θες να φύγουμε από τώρα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Έτσι και αλλιώς δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε εδώ μέσα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν έχεις άδικο, άλλωστε έχεις και ένα εγγονάκι να κανακέψεις ε; ΕΥΤΥΧΙΑ: (πονηρά) Και εσύ μια κοπέλα να κατακτήσεις από την αρχή!
(Σηκώνονται και φεύγουν. Τα φωτά σβήνουν αργά.) ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Μετά από μερικές ημέρες. Ίδιο σκηνικό με την πρώτη πράξη, η Ευτυχία είναι μόνη στην σκηνή. Φοράει μια φούστα μέχρι το γόνατο και μια μπλούζα γεμάτη πορτοκαλί λουλουδάκια, το μαλλί είναι περιποιημένο. Ταχτοποιεί τα κουτιά στην βιβλιοθήκη αλλά επειδή έχει παραπάνω κουτιά από ράφια, μερικά τα αφήνει στο πάτωμα κοντά στην βιβλιοθήκη. Όσο τα ταχτοποιεί αγκομαχεί και μουρμουρίζει διαφορές βρισιές.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΥΤΥΧΙΑ: (σκυμμένη πάνω στα κουτιά) Αχ η μέση μου… λουμπάγκο θα πάθω τόσο νέα γυναίκα.
(Ανοίγει η πόρτα με φόρα, χτύπα τον πισινό της Ευτυχίας και την γκρεμίζει στο πάτωμα. Εμφανίζεται ο Γρήγορης, φοράει το ίδιο μαύρο κουστούμι, με μωβ γραβάτα αυτή τη φορά.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Καλημέρα! (κοιτάζει δεξιά και αριστερά) Είναι κάνεις εδώ; ΕΥΤΥΧΙΑ: (βογκώντας) Αχ… με σκότωσες δολοφόνε! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (κλείνει τη πόρτα και βλέπει την Ευτυχία πεσμένη) Ευτυχία τι κάνεις στα πατώματα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ρε αλήτη με ξέκανες! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γιατί με βρίζεις; (ειρωνικά) Δεν φταίω εγώ που μεγάλη γυναίκα κατάντησες να καθαρίζεις τα πατώματα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Άντε μου στο διάολο κοράκι. Εσύ με γκρέμισες όταν άνοιξες τη πόρτα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Καλά και συ τι κάνεις πίσω από τη πόρτα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ταχτοποιώ τις νέες αφίξεις. Δεν κοπροσκυλιάζω σαν εσένα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (την βοηθά να σηκωθεί) Έτσι πως με καταντήσατε χωρίς δουλειά. ΕΥΤΥΧΙΑ: Γιατί ήρθες Γρήγορη; Έβαλες τα μεγάλα μέσα στο υπουργείο; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Κορόιδευε εσύ! Πάντως εγώ έχω καλά νέα, αποκλειστικά για σένα. ΕΥΤΥΧΙΑ: (δύσπιστα) Τι νέα δηλαδή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Πολύ καλά νέα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Θα μου πεις ή θα με σκάσεις; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Βρήκα τρόπο να το τελειώσεις το σπίτι του γιου σου. ΕΥΤΥΧΙΑ: Πω, πω τι μου λες; Ο άντρας μου δεν μπόρεσε να πάρει δάνειο από καμία τράπεζα. (κοροϊδευτικά) Εσύ τα κατάφερες καλύτερα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ποιος μίλησε για δάνειο; ΕΥΤΥΧΙΑ: (στο ίδιο κοροϊδευτικό ύφος) Μην μου πεις; Κέρδισες το λόττο και θέλεις να μοιράσεις τα κέρδη σου σαν καλός χριστιανός; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Όχι βέβαια εγώ δεν μοιράζομαι τα κέρδη μου με κανέναν. Αλλά έχω μια πολύ συμφέρουσα πρόταση να σου κάνω. ΕΥΤΥΧΙΑ: (δύσπιστα) Δηλαδή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Δεν θα μπορέσεις να την αρνηθείς. ΕΥΤΥΧΙΑ: (ανυπόμονα) Παρακάτω!
(Πάει και στέκεται στο κέντρο της σκηνής. Βλέποντας προς την Ευτυχία ξεροβήχει και παίρνει σοβαρή πόζα.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Πριν σου παραθέσω την πρόταση μου, θα ήθελα να σου πω ποσό πολύ σε εκτιμώ σαν άνθρωπο. Ποσό πολύ σε θαυμάζω ως επαγγελματία. Τα ίδια συναισθήματα όμως τα μοιράζονται και όλοι οι ιδιοκτήτες γραφείων κηδειών, τους οποίους εκπρόσωπο ως πρόεδρός τους. ΕΥΤΥΧΙΑ: (κάπως κολακευμένη) Είσαι μεγάλο έγκλημα Γρηγόρη! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Συνεχίζω… Και για αυτό το λόγο, έπειτα από γενική συνέλευση του συλλόγου ιδιοκτήτων γραφείων κηδειών πήραμε μια ομόφωνη απόφαση. ΕΥΤΥΧΙΑ: Με έσκασες! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (στο ίδιο ύφος) Αποφασίσαμε να σου κάνουμε δώρο όλα τα έξοδα για την αποπεράτωση της οικείας του γιου σου! ΕΥΤΥΧΙΑ: (μπερδεμένη) Δεν κατάλαβα! Τι θα κάνετε; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αμάν ρε συ Ευτυχία! Λέω θα σου χτίσουμε το σπίτι του γιου σου τσάμπα! (τονίζει) Τελείως τσάμπα! ΕΥΤΥΧΙΑ: Τελείως τσάμπα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Δεν το πιστεύεις; ΕΥΤΥΧΙΑ: (υποψιασμένη) Και δηλαδή εσείς τώρα μου χαρίζετε τόσα λεφτά; Και δεν θέλετε τίποτα από μένα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Όχι ακριβώς. Θα θέλαμε από σένα μια μικρή διευκόλυνση. ΕΥΤΥΧΙΑ: Διευκόλυνση; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αποφασίσαμε να βοηθήσουμε ώστε να μπορέσετε να διαχειριστείτε την κρίση, απαλλάσσοντας σας από ανώφελα βάρη. ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν κατάλαβα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ξεροβήχει) Με έξοδα του συλλόγου μας, θέλουμε να προσφέρουμε μια αξιοπρεπή τελετή σε όσα πτώματα δεν έχουν αναγνωριστεί και παραμένουν στα αζήτητα για παραπάνω από ένα χρόνο. ΕΥΤΥΧΙΑ: (δύσπιστα) Και θέλεις να μου πεις ότι ξαφνικά σας έπιασε το παράπονο για αυτούς;
(Ο Γρηγόρης εκνευρισμένος πηγαινοέρχεται πάνω στην σκηνή. Έχει πια χάσει το προηγούμενο ύφος και την ψυχραιμία του.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αμάν ρε Ευτυχία! Θέλουμε να αδειάσουν αυτές οι ριμάδες οι θέσεις, μήπως και δουλέψουμε και εμείς! (παίρνει μια βαθιά ανάσα να ηρεμήσει) Μέχρι να θυμηθούν από το υπουργείο να φέρουν νέο νεκροτόμο. ΕΥΤΥΧΙΑ: Και τι τελετή θα κάνετε, αφού δεν ξέρουμε ούτε τα ονόματα τους; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Διαθέτουμε κλίβανους υψηλής τεχνολογίας! ΕΥΤΥΧΙΑ: (φωνάζοντας) Θα τους κάψουμε; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Μην κάνεις έτσι. Σε πολλούς πολιτισμούς είναι πολύ φυσιολογικό. ΕΥΤΥΧΙΑ: (σταυροκοπιέται) Δεν είναι χριστιανικό! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Εσύ που το ξέρεις ότι αυτοί εδώ (δείχνει προς την βιβλιοθήκη) είναι όλοι χριστιανοί; ΕΥΤΥΧΙΑ: (μπερδεμένη) Δεν ξέρω τι μου λες εσύ! Πρέπει να ρωτήσω και τον Αλέξανδρο! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Άσε τo πάνω μου, θα του το φέρω εγώ με το τρόπο! ΕΥΤΥΧΙΑ: (σκέπτεται) Και πρέπει να είναι παράνομο! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (επίμονα) Η βοήθεια που θα σου προσφέρουμε είναι μεγάλη. ΕΥΤΥΧΙΑ: (αρχίζει το παζάρεμα) Δεν ξέρω τι να πω. Δεν μοιάζει καθόλου σωστό! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Θα αναλάβουμε και την επίπλωση τους σπιτιού του γιου σου. ΕΥΤΥΧΙΑ: Σταμάτα μην με πιέζεις! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και για να ξεφύγεις λίγο από το άγχος της καθημερινότητας, σου προσφέρουμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τον άντρα σου. ΕΥΤΥΧΙΑ: (συνωμοτικά) Ο Αλέξανδρος όμως… δεν πρέπει να μάθει για τις προσφορές σου, εντάξει; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Φυσικά θα έχουμε απολυτή εχεμύθεια!
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Αλέξανδρος, φοράει κοντομάνικο και από πάνω ροζ πουκάμισο και γκρι παντελόνι.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (ψιθυρίζει στον Γρηγόρη) Παναγία μου ήρθε! Τι θα κάνουμε τώρα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψιθυριστά στη Ευτυχία) Μην ανησυχείς θα τον αναλάβω εγώ. ΕΥΤΥΧΙΑ: Τρέμω τι θα πει. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Άστο πάνω μου. (απευθύνεται στον Αλέξανδρο) Καλημέρα! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Καλημέρα! (προχωρεί προς το γραφείο αλλά σκοντάφτει πάνω στα κουτιά που είναι στο πάτωμα και σωριάζεται κάτω) ΕΥΤΥΧΙΑ: (πετάγεται από την καρέκλα) Χριστέ μου, είσαι καλά; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (προσπαθεί με κόπο να συγκρατήσει το γέλιο) Θέλεις βοήθεια; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κόκκινος από ντροπή) Μια χαρά είμαι! ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον κρατάει για να σηκωθεί) Χτύπησες πουθενά; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (νευριασμένος) Μα ποιος άφησε τα κουτιά στο πάτωμα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Η Ευτυχία, το πρωί. ΕΥΤΥΧΙΑ: (διστακτικά) Ήρθαν καινούργιοι και δεν είχα χώρο που να τους βάλω. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Τόσο σύντομα είχαμε νέες αφίξεις; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Έλα να σε πάω στο καναπέ. Το πατάς το πόδι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (στηρίζετε στον Γρηγόρη) Πονάω λίγο στον αστράγαλο. (πάει κουτσαίνοντας στον καναπέ) ΕΥΤΥΧΙΑ: (γεμίζει ένα ποτήρι) Πιες λίγο νεράκι να συνέρθεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ευχαριστώ. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (παίρνει την Ευτυχία παράμερα) Αυτή είναι η τέλεια ευκαιρία! Τώρα που δεν μπορεί να κουνηθεί, θα του πω την πρόταση μου. ΕΥΤΥΧΙΑ: (ψιθυρίζει) Εγώ τι να κάνω; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψιθυριστά) Να πας στο γραφείο σου και μην ανακατευτείς καθόλου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (αντιλαμβάνεται τι κάνουν) Τι λέτε εσείς εκεί πέρα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Τίποτα αγόρι μου. (κάθεται στο γραφείο της) ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (κάθεται διπλά στον Αλέξανδρο) Λοιπόν φιλέ Αλέξανδρε τι νέα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τα ίδια, τίποτε συγκλονιστικό! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Η Ευτυχία μου είπε ότι γραφείς βιβλίο! Είναι αλήθεια; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Στην Ευτυχία (κοιτάζει προς το μέρος της) είναι αδύνατο να κρατήσει το στόμα της κλειστό. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Η γυναίκα είναι περήφανη για σένα, μην την πειράζεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (δυνατά για να ακουστεί) Ευτυχία; Tι μαθαίνω; ΕΥΤΥΧΙΑ: (τρομαγμένη) Μην με ανακατεύεται έμενα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Άσε την ήσυχη! Εγώ, σε ρώτησα από ενδιαφέρον. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (υποτιμητικά) Και τι ενδιαφέρον έχεις εσύ για το βιβλίο μου; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (κορδώνεται) Είμαι άτομο βαθιά μορφωμένο και με μεγάλη αγάπη για τις τέχνες και τον πολιτισμό. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Εσύ το κοράκι; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Μπορεί να μην σου γεμίζω το μάτι, αλλά έχω να σου κάνω μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για τον βιβλίο σου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (με περιέργεια) Τι είδους πρόταση δηλαδή;
(Σηκώνεται όρθιος και πατεί με τα παπούτσια πάνω στον καναπέ.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ονειροπόλα) Το ξέρεις ότι και εγώ ήμουν κάποτε ένας καλλιτέχνης. Η ζωή όμως μου τα έφερε ανάποδα και έπρεπε να αναλάβω από νωρίς το γραφείο του πατερά μου και να παρατήσω το τραγούδι. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ναι αυτά τα ξέρω. Τι σχέση όμως έχουν με μένα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Από τότε πάντα έβλεπα με συμπάθεια τους νέους καλλιτέχνες και προσπαθούσα να τους βοηθήσω να ακολουθούσουν το όνειρο τους. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Το όνειρο τους ε; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Μάτωνε η κάρδια μου όταν έβλεπα γκρεμισμένα όνειρα. Να για παράδειγμα εσύ, θα μπορούσες να γίνεις ένας μεγάλος συγγραφέας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ονειροπόλα) Θα μπορούσα, ναι! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αλλά δυστυχώς δεν έχεις την οικονομική στήριξη να εκδώσεις το βιβλίο σου. Εγώ λοιπόν σου προσφέρω αυτή τη δυνατότητα! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Θα με εκδώσεις δηλαδή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (επίσημα) Θα καλύψω όλα τα έξοδα για την έκδοση χιλίων αντίτυπων του βιβλίου σου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (καταπίνει) Μα δεν το έχεις διαβάσει καν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είναι αριστούργημα! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Θα κάνεις τόσα έξοδα από την αγάπη σου για τους νέους καλλιτέχνες; Ποιον κοροϊδεύεις; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Με προσβάλεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν θέλεις τίποτα σε αντάλλαγμα δηλαδή; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (αργά) Χρειάζομαι μια μικρή εξυπηρέτηση από σένα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Εξυπηρέτηση; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Χρειάζομαι την βοήθεια σου για να μην κλείσω το γραφείο μου και να μην πεινάσουν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Από τι κινδυνεύει το γραφείο σου; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Οι νεκροί μας απειλούν! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (τον ακουμπά στον ώμο) Γρηγόρη χρειάζεσαι άμεση ιατρική βοήθεια. Οι νεκροί δεν μπορούν να απειλήσουν κανένα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και όμως μπορούν. Αυτό που προτείνω είναι όσα πτώματα δεν έχουν αναγνωριστεί και παραμένουν στα αζήτητα για παραπάνω από ένα χρόνο, να τους κάνουμε μια αξιοπρεπή τελετή. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι τελετή εννοείς; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Διαθέτω κλίβανους υψηλής τεχνολογίας… ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (τον διακόπτει) Να τους κάψουμε σαν τους βαρβάρους; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ποιο λογικό είναι από τον σαπίζουν για χρόνια στα ψυγεία σας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην συνεχίζεις, δεν δέχομαι σε καμία περίπτωση! Άλλωστε είναι και παράνομο. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Άκουσε με πρώτα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ούτε κουβέντα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψιθυριστά) Κάνει σκληρό παζάρι! (δυνατά) Αλέξανδρε δεν σου δίνω μόνο την δυνατότητα να εκδώσεις το βιβλίο σου αλλά και ένα υπέροχο ταξίδι. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Που; Στις φωτιές τις κόλασης; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ένα τρελό ταξίδι σε τροπικό παράδεισο, να πας με την κοπέλα σου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Την κοπέλα μου μην την πιάνεις στο στόμα σου. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Μην σκας, αν δεν έχεις βρει ακόμα, έχω λύση εγώ. (του ψιθυρίζει συνωμοτικά) Τραβιέμαι χρόνια με ένα γκομενάκι σκέτο φωτιά. Σίγουρα θα έχει κάποια φίλη να βολέψει και εσένα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Συγγνώμη εσύ δεν είσαι παντρεμένος με δυο παιδιά; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ενοχλημένος) Τι σχέση έχει αυτό τώρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Σε παρακαλώ φύγε από εδώ. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Είσαι σίγουρος; Τελευταία προσφορά! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Απολύτως!
(Σηκώνεται ενοχλημένος και πριν φύγει πάει στο γραφείο της Ευτυχίας.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψιθυριστά) Ευτυχία είναι ξερό κεφάλι, δεν ακούει με τίποτα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Το ξέρω είναι στριμμένο άντερο. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Κάνε τα κόλπα σου τώρα που θα φύγω, να του τα φέρεις με τρόπο. Είσαι μανούλα εσύ σε κάτι τέτοια. ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν ξέρω αν θα τον καταφέρω, έχει γίνει πολύ περίεργος. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (πονηρά) Μην ξεχνάς τι είπαμε μαζί, είναι κρίμα να χάσεις τέτοια μεγάλη ευκαιρία για τον γιο σου. ΕΥΤΥΧΙΑ: Θα δω τι θα κάνω. Φύγε τώρα μην μας καταλάβει. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Θα ξανάρθω αύριο!
(Ο Γρήγορης φεύγει από την εξώπορτα, χωρίς να χαιρετήσει.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (πλησιάζει τον Αλέξανδρο) Τι σου έλεγε ο Γρηγόρης στα κρυφά; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αηδίες! ΕΥΤΥΧΙΑ: Τι αηδίες μου λες τώρα; Τι σου είπε ο χριστιανός; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ευτυχία άφησε με, δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ μαζί του. ΕΥΤΥΧΙΑ: (απαλά) Πάντως να ξέρεις ότι τα ίδια είπε και σε μένα πριν έρθεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (έκπληκτος) Τον απατεώνα! ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δηλαδή τον υπερασπίζεσαι τώρα; ΕΥΤΥΧΙΑ: Εγώ… (κτυπάει το κουδούνι και την διακόπτει) Θα τα πάμε μια άλλη στιγμή, πάω να ανοίξω. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ειρωνικά) Ο Γρήγορης θα ξέχασε τίποτα. ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Η Ευτυχία ανοίγει την πόρτα και εμφανίζεται η Δέσποινα. Κρατάει και πάλι μια φωτογραφία στα χεριά της.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Καλημέρα, θα θέλατε κάτι; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Καλημέρα, δεν με θυμάστε; ΕΥΤΥΧΙΑ: (διστακτικά) Όχι δεν νομίζω. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έψαχνα για την κόρη μου… ΕΥΤΥΧΙΑ: (την διακόπτει) Αχ ναι, ναι σας θυμάμαι! Αλλά γιατί ξανάρθατε, αφού σας είπα ότι δεν την έχουμε. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έφερα μια άλλη φωτογραφία, πιο κοντινή και καθαρή για να δείτε καλύτερα τα χαρακτηριστικά της. ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν την έχετε βρει ακόμα; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Κανένα νέο της. (της δίνει την φωτογραφία) Σας παρακαλώ κοιτάξτε την φωτογραφία. ΕΥΤΥΧΙΑ: (την κοιτάζει εξεταστικά) Η κόρη σας είναι μελαμψή; ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ναι μοιάζει λίγο στον πατέρα της. ΕΥΤΥΧΙΑ: Κάτι μου θυμίζει η κοπέλα. Περιμένετε λίγο να το ελέγξω. (στον Αλέξανδρο) Έρχεσαι λιγάκι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (παλεύει να σηκωθεί) Έρχομαι. ΕΥΤΥΧΙΑ: Τα καταφέρνεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κανένα πρόβλημα. (πλησιάζει κουτσαίνοντας) Τι με θες; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ρίξε μια μάτια σε αυτή τη φωτογραφία, είναι η αγνοούμενη κόρη της κύριας. (του δίνει την φωτογραφία) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αχ! (την κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο και σωριάζετε στο πάτωμα λιπόθυμος.) ΕΥΤΥΧΙΑ: (φωνάζει) Παναγία μου! ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (στο ίδιο τόνο) Χριστέ μου!
(Προσπαθούν να τον συνεφέρουν, τον ταρακουνάμε, του δίνουν μερικά χαστούκια αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα.)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μα τι έπαθε το παλικάρι; ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν ξέρω καθόλου! ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μήπως είναι άρρωστος; ΕΥΤΥΧΙΑ: Ήταν πριν μια εβδομάδα αλλά δεν ήξερα ότι είναι τόσο σοβαρά. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τον καημένο! ΕΥΤΥΧΙΑ: Σας παρακαλώ βοηθήστε με να τον μεταφέρουμε στο καναπέ.
(Τον πιάνει η Ευτυχία από τους ώμους και η Δέσποινα από τα πόδια. Με πολύ δυσκολία τον σέρνουν στο πάτωμα και τον ανεβάζουν στο καναπέ.)
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ωχ η μέση μου! ΕΥΤΥΧΙΑ: (στον Αλέξανδρο) Αγόρι μου με ακούς; (στην Δέσποινα) Ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια, αφήστε μου την φωτογραφία και περάστε αύριο πάλι. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μην το συζητάτε, περαστικά του! (φεύγει από την εξώπορτα) ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον ταρακουνά) Αλέξανδρε απάντησε μου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κουνιέται λίγο) Αχ… ΕΥΤΥΧΙΑ: (χαρούμενη) Συνέρχεται Παναγία μου. Θες λίγο νεράκι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μουγκρίζει) Άσε με δεν θέλω. ΕΥΤΥΧΙΑ: (γεμίζει ένα ποτήρι, του σηκώνει το κεφάλι και τον βάζει να πιει) Έλα λιγάκι νερό να συνέρθεις. (το νερό χύνεται σχεδόν όλο στο πρόσωπο του.) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ανασηκώνεται στον καναπέ) Ωχ… δεν είμαι καλά. ΕΥΤΥΧΙΑ: Μα πως λιποθύμησες έτσι; Μόλις είδες την φωτογραφία! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν είμαι καλά. ΕΥΤΥΧΙΑ: (με περιέργεια) Την ξέρεις την κοπέλα μήπως; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Άφησε με. ΕΥΤΥΧΙΑ: Πες μου, την ξέρεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κρεμάει το κεφάλι) Την ήξερα. (σκεπάζει το πρόσωπο με τα χεριά του) ΕΥΤΥΧΙΑ: (κλονισμένη) Μα τι λες; Από πού την ξέρεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Αυτή η γυναίκα ήταν η κοπέλα μου. ΕΥΤΥΧΙΑ: (συγκινημένη) Αχ Παναγιά μου Μεγαλόχαρη! Αγόρι μου τι κακό σε βρήκε; Δεν ήξερες τίποτα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ήξερα… δυστυχώς! ΕΥΤΥΧΙΑ: (με περιέργεια) Μα πως ήξερες; Αφού η κοπέλα είναι αγνοούμενη. Η μητέρα της την έψαχνε παντού. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (απελπισμένος) Ευτυχία τώρα που όλα πια έχουν χαθεί… θα σου πω την αλήθεια. Σε παρακαλώ μονάχα μην με διακόψεις… ΕΥΤΥΧΙΑ: Ότι πεις αγόρι μου, ότι πεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (καταπίνει) Είχαμε δυο χρόνια σχέση και δέκα μέρες πριν είχαμε συναντηθεί βράδυ, σε μια απόμερη παράλια. Ήθελε να μου ανακοινώσει κάτι σημαντικό. Καθίσαμε μέσα στο αυτοκίνητο γιατί έκανε κρύο έξω. Ήταν έγκυος… ξανά. (παίρνει μια βαθιά ανάσα) Είχε μείνει και στο παρελθόν αλλά το έριξε. Τώρα όμως ήθελε να το κρατήσει. Νευρίασα τόσο πολύ… Ποτέ δεν με υπολόγιζε, δεν σκεπτόταν τα όνειρα μου, δεν τα πίστευε. (νευριασμένος) Πως να μεγαλώσω ένα παιδί; Αφού δεν έχω καν δικό μου μέλλον, δεν έχω δημιουργήσει το παραμικρό; (βήχει δυνατά) Βγήκαμε έξω από το αυτοκίνητο και λογομαχήσαμε. Πάνω στα νεύρα μου την έσπρωξα με δύναμη, σκόνταψε… (διστάζει) και χτύπησε το κεφάλι της σε μια μεγάλη πέτρα. Πήγα να την σηκώσω αλλά δεν κουνιόταν, δεν ανάπνεε… (σκουπίζει μερικά δάκρυα) Ευτυχία σου ορκίζομαι δεν είχα τέτοιο σκοπό… ήταν ένα ατύχημα. Δεν είμαι δολοφόνος. ΕΥΤΥΧΙΑ: (συγκλονισμένη) Ναι αγόρι μου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μετά όλα έγιναν αυτόματα. (καταπίνει) Πήρα όλα τα χαρτιά που είχε πάνω της, τις έβγαλα όλα τα ρούχα και πέταξα το πτώμα στη θάλασσα. ΕΥΤΥΧΙΑ: (κουνιέται από τη θέση τρομαγμένη και σταυροκοπιέται) Χριστέ μου και Παναγιά μου! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν ήθελα να πάω φυλακή. (με πάθος) Δεν ήθελα να γίνει τίποτα από όλα αυτά. Δεν είμαι δολοφόνος. ΕΥΤΥΧΙΑ: (κλαίει σιγανά) Θεούλη μου, τι συμφορά! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην κλαις, τώρα όλα αποκαλύφθηκαν. Όταν η μανά της δει το πτώμα όλα θα τελειώσουν. ΕΥΤΥΧΙΑ: Η καημένη η γυναίκα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (στον εαυτό του) Τελείωσε πια.
(Ο Αλέξανδρος κουρνιάζει στην αγκαλιά της Ευτυχίας και κλαίει με λυγμούς. Τα φωτά σβήνουν αργά.)
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
Επόμενη μέρα, είναι πολύ πρωί ακόμη η σκηνή είναι άδεια και υποφωτισμένη. Ο Αλέξανδρος μπαίνει μέσα. Φοράει τα ίδια ρούχα με την προηγούμενη μέρα, έχει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και μοιάζει εξαντλημένος. Δεν ανάβει το φως, πάει κατευθείαν στο γραφείο της Ευτυχίας και ψάχνει τα συρτάρια. Βρίσκει έναν φάκελο και το διαβάζει, ψιθυρίζει τον αριθμό 39 και πάει στη βιβλιοθήκη. Καταφέρνει να βρει το κουτί με τον αριθμό 39. Το ανοίγει διστακτικά και μένει παγωμένος για ένα λεπτό κοιτάζονται το εσωτερικό του. Έπειτα παίρνει μια βαθιά ανάσα και κλείνει το κουτί. Κάθεται στο πάτωμα απελπισμένος, με το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Επικρατεί απόλυτη ησυχία, ακούγονται μονάχα μερικοί πνιχτοί λυγμοί. Περνάνε κάποια δευτερόλεπτα και ύστερα θόρυβοι ακούγονται στην πόρτα και μπαίνει η Ευτυχία. Φοράει ένα μαύρο σακάκι και γκρι φούστα. Ανάβει το φως και αφήνει τα πράγματα της πάνω στο γραφείο.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΥΤΥΧΙΑ: (βλέπει τον Αλέξανδρο) Χριστέ μου. Τι κάνεις εκεί κάτω; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει) Περιμένω το τέλος. ΕΥΤΥΧΙΑ: (αγανακτισμένη) Ήμαρτον, μην ακούω βλακείες πρωί, πρωί. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (γελάσει πικρά) Σωστά.
(Κτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Μην κουνηθείς και μην μιλήσεις. Πάω εγώ να ανοίξω. (ανοίγει και εμφανίζεται ο Γρηγόρης.) ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Καλημέρα Ευτυχία. ΕΥΤΥΧΙΑ: Α… εσύ είσαι κοράκι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γιατί ποιον περίμενες; ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν είναι η κατάλληλη ώρα, πέρνα μια άλλη στιγμή. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (της πιάνει το μπράτσο) Ελπίζω να μην ξέχασες τα δώρα μου… ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν ξέχασα τίποτα, αλλά πρέπει να φύγεις τώρα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (βλέπει τον Αλέξανδρο κάτω) Αυτός τι κάνει στο πάτωμα; ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον σπρώχνει προς την έξοδο) Δεν κάνει να είσαι εδώ… ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (την σπρώχνει προς τα πίσω) Δεν πάω πουθενά, εάν δεν μου πεις ότι έχετε δεχτεί την πρόταση μου. ΕΥΤΥΧΙΑ: (σκέπτεται λίγο) Μείνε ήσυχος, εσύ μπορείς σήμερα να κάνεις τη δουλεία; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (έκπληκτος) Τόσο σύντομα, συμβαίνει κάτι; ΕΥΤΥΧΙΑ: (κοφτά) Όχι πολλές ερωτήσεις. Μπορείς να ξαναπεράσεις σε ένα μισάωρο; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (χαρούμενος) Όποτε μου πεις εσύ. ΕΥΤΥΧΙΑ: Φύγε τώρα, έχω δουλειά να κάνω. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Εντάξει έφυγα. (κλείνει τη πόρτα πίσω του) ΕΥΤΥΧΙΑ: (πάει και κάθεται διπλά στον Αλέξανδρο στο πάτωμα) Άκουσε με προσεκτικά. Το σκεπτόμουν όλο το βράδυ και υπάρχει λύση. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (ανακάθεται) Τι εννοείς; ΕΥΤΥΧΙΑ: Πρώτα πρέπει να δω που την έχουμε την κοπέλα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μην κουράζεσαι την βρήκα εγώ. Το κουτί με τον αριθμό 39! (της δίνει τον φάκελο) ΕΥΤΥΧΙΑ: (διαβάζει το φάκελο, μονολογεί) Πως δεν την αναγνώρισα από την αρχή; Από την άλλη είναι αρκετά μελαμψή, εύκολα την μπερδεύεις με τους άλλους. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Ευτυχία πες μου την λύση, μην με βασανίζεις. ΕΥΤΥΧΙΑ: Λοιπόν μόνο εμείς ξέρουμε την αλήθεια… και αυτό δεν θα αλλάξει. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μα πως η μητέρα της… ΕΥΤΥΧΙΑ: (σοβαρεύει απότομα) Μη με διακόπτεις. Για να τα καλύψουμε θα πρέπει να δεχτούμε την πρόταση του Γρήγορη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μα… ΕΥΤΥΧΙΑ: Την κοπέλα την έχω καταγράψει στους αλλοδαπούς αγνοούμενους, λόγο του χρώματος. Μαζί με τους άλλους που θα στείλουμε στον Γρήγορη, θα στείλουμε και αυτήν και θα καταστρέψουμε τους φάκελους. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (απελπισμένος την πιάνει και την ταρακουνά) Όχι σε καμία περίπτωση, δεν το θέλω αυτό. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον χαστουκίζει) Ηρέμησε! Είναι νεκρή δεν μπορεί να πάθει τίποτα χειρότερα. Εσύ όμως μπορείς. Αν την στείλουμε μαζί με τους άλλους δεν θα υπάρχει πτώμα… άρα δεν θα υπάρχει ούτε έγκλημα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μουρμουρίζει) Δεν θα υπάρχει έγκλημα…
(Κτυπάει το τηλέφωνο είναι η Δέσποινα που λέει ότι θα έρθει σύντομα.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Καλημέρα σας. Ναι φυσικά, να περάσετε όποτε θέλετε. Γεια σας.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
(Μένουν μόνοι η Ευτυχία και ο Αλέξανδρος στη σκηνή.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (πάει στον Αλέξανδρο) Σήκω πάνω, δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε. Μόλις τηλεφώνησε η μητέρα της και θα περάσει από εδώ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Άφησε με. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον πιάνει από τους ώμους) Σήκω που σου λέω, ο Γρηγόρης θα έρθει σε μισή ώρα να πάρει τα κουτιά. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Τι έκανε λέει; ΕΥΤΥΧΙΑ: Δεν έχουμε χρόνο για αντιρρήσεις, μπορεί να εμφανιστεί η μητέρα της κάθε στιγμή. Πρέπει να δράσουμε γρήγορα αν θες να γλυτώσεις την φυλακή. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (κλαμένος) Δεν έχω την δύναμη… ΕΥΤΥΧΙΑ: Παίζετε η ζωή σου εδώ, σύνερθε και συγκεντρώσου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν μπορώ… ΕΥΤΥΧΙΑ: (πάει στο γραφείο της και παίρνει έναν φάκελο) Εδώ έχω την λίστα με κουτιά που πρέπει να πάρει ο Γρηγόρης. Σήκω να με βοηθήσεις να τα στοιβάξουμε στην είσοδο. (παραπονιάρικα) Δεν μπορώ μόνη μου είμαι μεγάλη γυναίκα πια. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Δεν με κρατάνε τα πόδια μου. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τον τραβά από τα ρούχα και τον αναγκάζει να σηκωθεί) Κατέβασε μου τα κουτιά αυτά. (του δείχνει μια λίστα) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μονολογεί) Δεν έπρεπε να συμβεί τίποτα από όλα αυτά. ΕΥΤΥΧΙΑ: Σταματά να κλαψουρίζεις και κάνε αυτό που σου λέω. (παίρνει μια βαθιά ανάσα) Ούτε για μένα είναι εύκολο, αλλά η ανάγκη με κάνει!
(Δουλεύουν και οι δυο και στοιβάζουν τα κουτιά στην είσοδο. Κάνεις δεν μιλά, μοναχά ο Αλέξανδρος αναστενάζει και σκουπίζει τα δάκρυα του. Η Ευτυχία επαναλαμβάνει πολλές φορές Χριστέ και Παναγιά μου.)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (απελπισμένος) Φτάνει πια, πόσους θα στείλουμε; ΕΥΤΥΧΙΑ: (του δίνει κουράγιο) Τελειώσαμε άλλους δυο ακόμα.
(Κτυπάει το κουδούνι, η Ευτυχία ανοίγει και είναι ο Γρήγορης στην πόρτα.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Ευτυχία πρέπει να με παραδεχτείς είμαι τσακάλι! ΕΥΤΥΧΙΑ: Άσε τις βλακείες, είναι όλα έτοιμα; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (περήφανος) Έχω ένα φορτηγό παρκαρισμένο ακριβώς έξω. ΕΥΤΥΧΙΑ: Όμορφα. Αλέξανδρε άρχισε να φορτώνεις τις κούτες στο φορτηγό. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (αηδιασμένος) Θα πάω και εγώ με το κοράκι; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (στην Ευτυχία) Θα κουβαλήσω και αυτόν; ΕΥΤΥΧΙΑ: Κάποιος πρέπει να σε βοηθήσει. (ψιθυριστά στον Γρηγόρη) Με αυτά που μου υποσχέθηκες τι θα γίνει; Ποτέ θα τα πάρω; ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ψιθυριστά) Περνά αύριο από το γραφείο να τα κανονίσουμε. Τυχερούλα θα θυμηθείτε το μήνα του μέλιτος με τον γεροξεκούτη τον άντρα σου… ΕΥΤΥΧΙΑ: (του δίνει μια αγκωνιά στα πλευρά) Σταμάτα ρε αθεόφοβε! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (στον Αλέξανδρο) Αλέξανδρε, μεγάλε συγγραφέα μου! Πως και άλλαξες γνώμη έτσι ξαφνικά; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (συνεχίζουν να μεταφέρουν τα κουτιά.) Γρηγόρη παράτα με ήσυχο, δεν προλαβαίνουμε τώρα για κουβέντες. ΕΥΤΥΧΙΑ: Πάμε, πάμε δεν έχουμε πολύ χρόνο. ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (στον Αλέξανδρο ψιθυριστά) Φυσικά δεν έχω ξεχάσει την υπόσχεση μου. Περνά μεθαύριο στο γραφείο μου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μάλιστα! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (κλείνει το μάτι στο Αλέξανδρο) Σου έχω βρει μια γυναικάρα όλη δική σου. (πονηρά) Και πρόσεχε να με βγάλεις ασπροπρόσωπο στο ταξιδάκι που θα πάτε… (κάνει την χαρακτηριστική κίνηση με την μέση) να της δώσεις να καταλάβει καλά! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (μέσα από τα δόντια) Ναι Γρηγόρη, ότι πεις! (Η Ευτυχία κλείνει την μισάνοιχτη πόρτα και τους μιλάει με σοβαρό ύφος.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: Εντάξει τελειώσαμε. Φύγετε τώρα και μην ξαναπεράσετε σήμερα από εδώ. (τονίζοντας τις λέξεις) Με καταλάβατε; Μην εμφανιστείτε καθόλου όλη μέρα.
(Χτύπα το κουδούνι της εξώπορτας. Η Ευτυχία τινάζεται ολόκληρη και ο Αλέξανδρος παγώνει από τον φόβο.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (τρομοκρατημένη) Χριστέ μου ήρθε κιόλας! Αχ τι θα κάνουμε τώρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (απελπισμένος) Είμαι χαμένος! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (ειρωνικά) Τι έγινε ρε παιδιά; Ποιος ήρθε, ο Χάρος; ΕΥΤΥΧΙΑ: (συνέρχεται γρήγορα) Μην μιλάτε δυνατά και ακολουθήστε με. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μα δεν έχουμε που να πάμε. Παγιδευτήκαμε! ΕΥΤΥΧΙΑ: Θα φύγετε από το παράθυρο. Πάμε! ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Είσαι σοβαρή; ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μα είμαστε στο δεύτερο όροφο, θα τσακιστούμε!
(Το κουδούνι κτυπάει πιο έντονα.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (τρομοκρατημένη) Παναγία μου! (τους σπρώχνει προς το παράθυρο) Άντε κουνηθείτε, δεν προλαβαίνουμε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: (βγαίνει πρώτος από το παράθυρο) Ότι πεις Ευτυχία! (ακούγεται ένας γδούπος) ΓΡΗΓΟΡΗΣ: (βγαίνοντας τελευταίος της κλείνει το μάτι πονηρά) Στις διαταγές σου Ευτυχία μου! (ακούγεται ένας δεύτερος γδούπος)
(Η Ευτυχία παίρνει μια βαθιά ανάσα και ισιώνει τα ρούχα της. Ανοίγει την πόρτα και εμφανίζεται η Δέσποινα, αρκετά εκνευρισμένη.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (τρέμοντας) Έλατε περάστε. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Τόση ώρα χτυπώ του κουδούνι! Που ήσασταν; ΕΥΤΥΧΙΑ: (αναστατωμένη) Είχα… ένα επείγον τηλεφώνημα. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μα εσείς είστε αναψοκοκκινισμένη, με το ζόρι αναπνέετε. (καχύποπτα) Σας συμβαίνει κάτι μήπως; ΕΥΤΥΧΙΑ: (προσπαθώντας να συνέρθει) Όχι, όχι τίποτα! ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έστω! Εγώ ήρθα πάλι όπως μου είπατε. Την βρήκατε την κόρη μου; ΕΥΤΥΧΙΑ: (πήγαινε στο γραφείο της και παίρνει την φωτογραφία) Λυπάμαι κυρία μου αλλά δεν την βρήκαμε. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (καχύποπτα) Μα εσείς μοιάζατε σίγουρη ότι την αναγνωρίσατε. ΕΥΤΥΧΙΑ: (τυπικά) Ανθρώπινο λάθος κυρία μου… Λυπάμαι. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μα είστε σίγουρη; ΕΥΤΥΧΙΑ: Απόλυτος βέβαιη, έγινε διπλός έλεγχος αυτή τη φορά. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (μονολογεί) Διπλός έλεγχος; ΕΥΤΥΧΙΑ: Και τώρα σας παρακαλώ έχω μια εξωτερική δουλειά. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Να μην ξανάρθω δηλαδή; ΕΥΤΥΧΙΑ: Όχι κυρία μου, δεν υπάρχει τίποτα για εσάς εδώ. Σας εύχομαι όμως να βρείτε σύντομα την κόρη σας. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: (απογοητευμένη) Ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Καλημέρα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Στο καλό να πάτε.
(Η Δέσποινα φεύγει και κλείνει την πόρτα πίσω της. Η Ευτυχία ανασαίνει ξαλαφρωμένη πια και κάνει το σταυρό της. Βάζει το σακάκι, ταχτοποιεί λίγο τα χαρτιά στο γραφείο της και πηγαίνει στην πόρτα.)
ΕΥΤΥΧΙΑ: (ξαλαφρωμένη) Ουφ… πάει και αυτό. Τώρα οι νεκροί μπορούν να κοιμηθούν με την ησυχία τους.
(Κλείνει το φως, ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Τα φωτά κλείνουν αργά.)
ΤΕΛΟΣ
|