ΦΟΝΟΣ ΕΚ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΣ (ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΘΩΣ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 23:26 | |||
ΦΟΝΟΣ ΕΚ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΘΩΣ Θεατρικό έργο
ΠΡΟΣΩΠΑ: ΠΑΝΑΓΗΣ-----ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ , ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ, φιλήσυχος , οικογενειάρχης .
ΕΛΕΝΗ----ΣΎΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ,ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ, μια συνηθισμένη γυναίκα του χωριού , που αγαπά και φροντίζει την οικογενεια της.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ----ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ , ΣΥΖΥΓΟς ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ- πολύ όμορφη γυναίκα, σοβαρή, αγαπά τον σύζυγο και τα παιδιά της.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ---- ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ, άξιος δουλευτής και πολύ καλός άνθρωπος.
ΑΝΤΩΝΗΣ---ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.αυταρχικός , απόλυτος , φιλοχρήματος.
ΜΑΡΙΑ----ΕΓΓΟΝΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ, νεαρή , κοπελίτσα .
ΜΙΑ ΓΡΙΑ
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΟΣΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΕ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΗΛΙΚΙΑ.
ΒΑΣΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΙ ΘΑΜΝΟΙ ΚΑΙ ΔΕΝΤΡΑ , ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ. ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ - ΜΑΡΙΑ
Μια νεαρή κοπέλα μπαίνει τρέχοντας στη σκηνή, είναι φοβισμένη, τρέμει ολόκληρη στην κυριολεξία, κοντοστέκει,, κοιτάζει αριστερά και δεξιά .
ΜΑΡΙΑ: Χριστούλη μου,πόσο τρόμαξα, μέχρι να καταφέρω να του ξεφύγω . Αν έπεφτα στα χέρια του τρελλού θα με εβρισκε μεγάλη συμφορα.
Φέρνει το χέρι στο μέρος της καρδιάς .
Σαν την τρελή κτυπά η καρδιά μου. Δεν πάμε καλα, δεν πάμε καθόλου καλά. Παρατραβάέι το σχοινί ο τρελός και στο τέλος είμαι σίγουρη ότι θα έχουμε άσχημα ξεμπερδεματα με δαύτον.
΄Ενας ηλικιωμένος άντρας προβάλει στην σκηνή η κοπέλα μόλις το βλέπει ταράζεται, ψάχνει κάπου να κρυφτεί, αυτός όμως την βλέπει.
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΄Αγγελε μου περίμενε, σε παρακαλώ μην φεύγεις, να σου μιλήσω λιγάκι θέλω , γιατί με αποφεύγεις; Άνθρωπος του Θεού είμαι κι εγώ .
ΜΑΡΙΑ: Νάτον πάλιν, Θεέ μου τι θα κάνω πια με δαυτόν;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Περίμενε μαυρομμάτα μου, περίμενε λιγάκι.
Προχωρά προς το μέρος της.Η Μαρία σκύβειι και παίρνει από κάτω μια μεγάλη πέτρα, σηκώνει το χέρι και ετοιμάζεται να του την ρίξει.
ΜΑΡΙΑ:΄ Αν προχωρήσεις ακόμη λίγο , μα τον Θεό που προσκυνώ, δεν το έχω σε τίποτα να σου ρίξω αυτή την πέτρα κατακέφαλα, ψάχνεις αφορμή από το πουθενα , πας λοιπόν γυρέυοντας
Αυτός αρχίζει να γελάει δυνατά.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Το μυρμίγκι εσύ το απογεύγεις για να μην το πατήσεις Και θα κάνεις κακό σε άνθρωπο, εσύ είσαι μια αγνή ψυχή, μέσα στην καρδιά σου φωλιάζει μόνο η αγάπη . Γιατί με κακοκαρδίζεις περδικά μου.
Η Μαρία παίρνει θέση και ετοιμάζεται , αυτός δεν υποχωρεί.
ΜΑΡΙΑ: ΄Ενα ακόμη βήμα να κάνεις μπρος και σου έσπασα το κεφάλι.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αχ!!! Χριστίνα μου , βάσανα που μου κάνεις ,μ΄αυτά τα νάζια σου . Αχ.... και εσύ θα με πεθάνεις μια μέρα.
ΜΑΡΙΑ: Βλέπω πως πας γυρεύοντας, στάσου εκεί σου λέω . Εγώ δεν σε φοβάμαι . Για το δικό σου το καλό φύγε μακριά ακό μένα . Εξαφανίσου...από τη ζωή μου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αυτά τα δυο χεράκια σου είναι φτιαγμένα μοναχά για χάδια. Άφησε λοιπόν τα περιττα λόγια κι πλησιάσε κοντα μου. Το λυγερό σου το κορμί να σφίξω στην αγκαλιά μου κι απο τα δυο τα χείλη σου να γευτώ ολόγλυκα φιλιά κι υπόσχομαι ότι μετα δεν θα σε ξαναενοχλήσω ποτέ πια.
ΜΑΡΙΑ: Το γυρεύει λοιπόν η κούτρα σου, μασκαρά. Αυτή τη χαρά δεν θα την γευτείς από μένα ποτε...
Η Μαρία του ρίχνει την πέτρα κατακέφαλα. Ο Αντώνης φέρνει το χέρι στο κεφάλι , και κοιτάει την χούφτα του που έχει γεμίσει αίματα. Η Μαρία βγαινει τρέχοντας. Ο Αντωνής κάθεται κάτω και αρχίζει να τραγουδάει.
Σαν γύρει ο ήλιος για τη δύση Τ’ αστέρια βγουν στον ουρανό Η μοναξιά μου θα αρχίσει Ταξίδι δίχως γυρισμό.
Οι νύχτες άδειες πως να φύγουν Αιώνας το κάθε λεπτό Η πίκρα με τον πόνο σμίγουν Σ’ ένα θλιμμένο ουρανό.
Ένα ανηφόρι η ζωή μας Πως να μπορέσω ν’ ανεβώ Χωρίς εσένα ούτε βήμα Να κάνω τώρα δεν μπορώ.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ-ΜΑΡΙΑ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Η Μαρία βγαίνει αλαφιασμένη στη σκηνη φανερά τρομαγμένη, στο χέρι της κρατάει ένα τσίγγινο δοχείο μεταφοράς φαγητού αρχίζει να κτυπα δυνατά μια πόρτα .
ΜΑΡΙΑ: ΄Ανοιξε γρήγορα γιαγιά. Γιαγιά..... μα δεν ακούς που σου κτυπω, ανοιξε γρήγορα, να χαρείς την πόρτα.
Μια γριά μέσα στο σπίτι κάθεται και κεντάει, ακούει τους κτύπους στην εξώπορτα και γυρίζει το βλέμμα προς τα εκεί.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ποιος είναι ;Ποιος μου κτυπα την πόρτα , σιγά καλέ, πως κάνεις έτσι ; Σιγά....και θα τη ρίξεις κάτω.
ΜΑΡΙΑ: ΄Εγώ είμαι γιαγιά, η Μαρία. ΄Ανοιξε μου σε παρακαλώ..
ΧΡΙΣΤΙΝΑ : Η Μαρια, είσαι μου λες , η εγγονή μου ;
Από την αντίθετη μεριά προβάλει η φιγούρα ενός ηλικιωμένου άντρα είναι ο Αντώνης, η κοπέλα μόλις τον βλέπει, αρχίζει και πάλι να κτυπά την πόρτα, πιο δύνατα τώρα.
ΜΑΡΙΑ: (Κλαίοντας) Ανοιξε γρήγορα γιαγιά , με πλησιάζει ο τρελός . Γιαγιά.... βιάσου.....
Η γριά αφίνει κάτω το κέντιμα και με αργό βήμα προχωρά προς την εξώπορτα , μόλις η πόρτα ανοίγει η Μαρία πέφτει στην αγκαλιά της γιαγιάς της κλαίοντας.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τι έχεις πάθει κοριτσάκι μου και κλαις με μαύρο δάκρυ; Έλα πες μου, τι έφταιξε και τα ματακιά σου τα όμορφα πλημμύρισαν με δάκρυα.
Η Μαρία αφησε την αγκαλιά της γιαγιάς της , πήρε μια ανάσα ανακούφισης, χωρίς να απαντήσει προχώρησε και άφησε το φαγητό στο τραπέζι.
ΜΑΡΙΑ: Σου έφερα φαγητο γιαγιά , έλα να φας πρωτού κρυώσει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κάνεις μεγάλο λάθος αν πίστεψες ότι, θα τρεξω ολόισια στο φαγητό . Αν δεν μάθω πρώτα τι σου έχει συμβεί δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου, γι’ αυτό μίλησε γρηγορα, αν δεν θες όπως λες να κρυώσει το φαγητό μου. .
ΜΑΡΙΑ: Τίποτα δεν έχει συμβεί γιαγιά. Η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα λιγάκι τον παλιόκαιρο και είπα στη μάνα μου πως θα ήταν καλύτερα να ερχόταν εκείνη για να σου φέρει το φαγητό όμως δεν μου άκουσε...γι΄αυτο λοιπόν με πήρε το παράπονο , αυτή ειναι όλη η αλήθεια. Και το ξέρει πολύ καλά κι η ίδια, ότι οι αστραπες και οι βροντές με τρομάζουν..
Η γριά Χριστινά χαμογέλασε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ :Και ποιος ήταν αυτός που σε ακολούθούσε Μαρία μου , μέχρι το τέρμα του δρόμου , γιαυτό δεν φώναζες σαν την τρελη όταν κτυπούσες την πόρτα ; Τον είδα τη ώρα που σου άνοιξα, στεκόταν στην γωνία του δρόμου και κοιτούσε προς τα’ δω. Ποιος ήταν αυτός λοιπόν που σε τρόμαξε τόσο;
Η Μαρία κοίταξε παραξενεμένη την γιαγιά της.
΄Ακόμη και το μύρμηγκα άμα θέλω τον ακούω που περπατά. Απάντησε μου να έχεις την ευχή μου.
Η Μαρία χαμογέλασε.
ΜΑΡΙΑ: Ο Τρελλαντωνής, όπως και χθές , βρέθηκα πάλι στο δρόμο μου γιαγιά και μου λεγε ο τρελός παλαβομάρες.
Η γιαγιά της την ακουμπά απαλά στο ώμο.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο Τρελλαντωνης, δεν ειπαμε Μαρία μου ότι πρέπει να μην τον φοβάσαι. Αυτός ζει στον κόσμο του. ΄Ακακός ειναι ο δόλιος σαν ένα αρνάκι μοιάζει ο κακομοίρης.
ΜΑΡΙΑ: Αυτά τα λες εσύ γιαγιά, ρώτησε όμως κι εμένα . Ο φόβος πίέζει την ψυχή μου σαν σιδερένια πλάκα κάθε φορά που βρίσκεται στο δρόμο μου . Και τώρα είμαι πέρα κι από σίγουρη ότι έχει στήσει καραούλι στην γωνιά του δρόμου και με περιμένει , όταν θα φύγω απ΄εδώ να τρέξει πάλι ξωπίσω μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όταν ξανάνταμώσετε Μαρία μου ,σε συμβουλεύω και πρέπει να μ’ άκουσεις, αν θέλεις να ξεμπερδεύεις μια κι έξω από δάυτον. Να κάνεις ότι δεν τον πρόσεξες ,ότι και να σου πει κράτα κλειστα τ΄αυτιά σου και συνεχίσε ολόισια το δρόμο σου. Μια δυο φορες να του συμπεριφερθείς μ’ άυτο τον τρόπο, θα βαρεθεί και θα σ’ άφησει στο τέλος ήσυχη.
ΜΑΡΙΑ: Κι ομως φοβάμαι γιαγιά , το άσχημο του βλέμμα με τρομάζει όταν γυρίσει και με δει κατάματα το αιμα μου παγώνει απ’τον φόβο.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Τον πήρες στα σοβαρά τον θεότρελο .
ΜΑΡΙΑ: Θα μιλήσω στον πατέρα μου ,δεν πάει άλλο ,αυτή η ιστορία πρέπει πια να τελειώνει , Αύριο κιόλας θα του εξιστορήσω τα συμβάντα, αυτός μόνο μπορεί να τον φέρει στα συγκαλά του για να μπορέσω έτσι κι εγώ να βρω επιτέλους την ηρεμία μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Έχω την περιέργεια να μάθω τι σου λέει, με ποιες παλαβομάρες σου πυπιλίζει το μυαλό ο τρελάρας.
ΜΑΡΙΑ: ΄Οτι κατεβεί στο μυαλό του, από έναν τρελλό αλήθεια τι περιμένεις για ν’ ακούσεις , τρελά πράγματα γιαγιά.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τρελά πράγματα, καλά το είπες .Τρελά και παλαβά.
ΜΑΡΙΑ: Με φωνάζει πέρδικα, μάγισσα, ανεράδα, λεεί ότι τον εμάγεψε γιαγιά η ομορφιά μου , τα μάτια μου τα μελισσιά ότι του κάψαν την καρδιά , του κλεψανε τα λογικά, αυτά και άλλα τόσα ...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Πάει μουρλάθηκε ο κακομοίρης, δεν έχει πια θαρρώ πισωγύρισμα η καταστασή του.
ΜΑΡΙΑ: Αν έμενε όμως μέχρις εδώ, καθόλου δεν θα μ’ ένοιαζε , όλα καλά και άγια θα ήταν. Αυτό όμως που δεν μπόρεσε να χωρέσει στο μυαλό μου και αυτό είναι που με κάνει να τον φοβάμαι τοσο πολύ , είναι που γυρεύει ο τρελος να κάνω πράγματα μαζί του που ακόμη δεν είχα τη χαρά γιαγιά μου να γνωρίσω.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τι θέλεις να πεις Μαρία μου ,μίλησε καθαρά να καταλάβω τι εννοείς. Μπας και σου ζήτησε να πας μαζί του ο θεότρελος;΄
ΜΑΡΙΑ: Θα με κάνει δική του με το ζόρι αν δεν αποδεχθώ από μονάχη μου την τρελή του πρόταση. Γιαγιά με τρομάζει αυτός ο άνθρωπος, μιλάει και γυαλίζουν τα μάτια του. Δείχνει να εννοεί την καθε του λέξη.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:( χαμηλόφωνα) Τα ίδια λόγια έλεγε τότε και σε μένα.
ΜΑΡΙΑ: Είπες κάτι γιαγιά ;Δεν σ’ άκουσα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κάτι δικά μου θυμήθηκα .
ΜΑΡΙΑ: Και το παράξενο γιαγιά, είναι ότι αντί Μαρία που είναι το όνομα μου αυτός με αποκαλεί Χριστίνα. Λες να κρύβουν κάτι τα λόγια του;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Σίγουρα κορίτσι μου, ή μήπως παράκουσες λιγάκι;
ΜΑΡΙΑ: Σίγουρα, τον άκουσα καλά , Μαρία δεν με είπε ποτέ, όσες φορές μου μίλησε Χριστίνα με φωνάζει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε, και ακόμη στο μυαλο του εξακολουθεί είναι κολλημένο εκεί , απάνω στην Χριστίνα του.
ΜΑΡΙΑ: Λες να με έχει πάρει για κάποια άλλη γιαγιά ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Πολυ καλά το έχεις κατάλαβει , σίγουρα σε πήρε για κάποια άλλη. Στο πρόσωπό και την κορμοστασιά σου είσασταν ίδιες κι όμοιες . Τότε που ήτανε κι αυτή νεα κι όμορφη , ίδια κι απαράλαχτη με εσένα ήταν Μαρία μου.
ΜΑΡΙΑ: Και ποια είναι αυτή η Χριστινα γιαγιά και ο Τρελλαντώνης πια σχέση είχε μ΄αυτή τη γυναίκα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ :Ποια είν’ αυτή;
ΜΑΡΙΑ: Ναι. Αν ξέρεις και θέλεις να μου πεις; ΄Η δεν πρέπει εγώ γιαγιά να ξέρω;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Περίμενε ένα δυο λεπτά παιδάκι μου και θα σου πω, πρέπει να σου πω.
Η γριά σέρνει τα βήματα μονολογώντας.
Πέρασαν τόσα χρόνια, με δυσκολίες και βάσανα και το μυαλό του ακόμη παιδεύει ο ίδιος καημός πουτον βασάνιζε και τότε . Ακόμη θυμαται την Χριστίνα των είκοσι χρόνων. Θεέ και κύριε μου....
Ανοίγει το συρτάρι της συφονιέρας και παίρνει από μέσα μια φωτογραφία, την κοιτάζει και χαμογελά.
Η Χριστινα, στα είκοσι της χρόνια, με δυο μικρά παιδιά στην αγκαλια της. Έλα πλησίασε Μαρία μου,έλα κοιταξε εδώ παιδί μου και κρίνε και αμέσως μετά , θα σου διηγηθώ κι εγώ μια ιστοριά.
Η Μαρία πλησιάζει προς το μέρος της γιαγιάς της.
ΜΑΡΙΑ: Τι μου φερές να δω γιαγιά ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Είναι μια φωτογραφία, έλα να δεις την Χριστινα πως ήταν στα νιάτα της...
Η Μαρία πέρνει στα χέρια την φωτογραφία και την κοιτάζει, τα μάτια της γουρλώνουν.
ΜΑΡΙΑ: Παναγιά μου!!! Μ΄αυτή γιαγιά μοιάζει πολύ σε εμένα , λες και είμαι εγώ η ίδια σε μια άλλη εποχή.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ :Γι’ αυτό Μαρία μου κι ο Τρελλαντωνής σε φωνάζει Χριστίνα. Το μυαλό του σταμάτησε εκεί παιδί μου από τότε, που’μουνα εγώ Μαρία μου στα δικά σου χρόνια .
Η Μαρία σηκώσε το βλέμμα και κοιτάξε παράξενα τη γιαγιά της.
ΜΑΡΙΑ: Γιαγιά ασε τους γρύφους και μίλησε καθαρά..Τα λόγια σου τι κρύβουνε θέλω να μάθω ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Μα ακόμη δεν κατάλαβες κοριτσάκι μου . Εγώ είμαι αύτη που ψάχνει ο Τρελλαντώνης . Με θυμαται από τότε που ήμουνα εικόσι χρόνων . Αυτός εδώ ο μικρός είναι ο πατέρας σου και αυτή η μικρούλα η θειά σου η Ελπίδα. Μικρά παιδάκια ήταν τότε και τα δυο.
ΜΑΡΙΑ: Ο Τρελλαντώνης τι παρτίδες ειχε μαζί σου ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ο Τελλαντώνης....
ΜΑΡΙΑ: Μην μου πεις ότι.... εσείς οι δυο .....όχι....πες μου ότι αυτό που πέρασε τώρα απ΄το μυαλό μου δεν είναι αλήθεια γιαγιά .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο Τρελλαντώνης , δεν ήτανε πάντα σ΄αυτή την κατάσταση, όπως τον ξέρετε εσείς οι πιο μκροί Μαρία. ΄Ηταν ένας άντρας όμορφος, λεβέντης, με κορμοστασιά και χάρη , ψηλός σαν κυπαρίσσι . Άρχοντας πρώτος στο χωριό αλλά και σ΄ολη την επαρχία .
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΠΑΝΑΓΗΣ- ΕΛΕΝΗ
Ο Παναγής είναι στο μαγαζί του και εργάζετα σκυφτός στο πάγκο του, την σιωπή σπάει ο θόρυβος του σφυριού που καρφώνει τις σπόντες στο υπό κατασκευή παπούτσι.
Παναγής: Βρε πως τα κατάφερα και πάλιν, μα να μου σωθούν οι πρόκες και να μην το πάρω χαμπάρι, τώρα τι να κάνω ; ΄Ετσι μου έρχετε να κτυπω το κεφάλι μου στον τοίχο. Τι θα στον Αντώνη όταν θάρθει να παραλάβει τις καινούριες του μπότες; Θεέ μου, τρέμω τον θυμό του και μοναχα που το σκέφτομαι αυτό. Αν ήταν κάποιος άλλος συγχωριανός θα έβρισκα στο λεπτό χίλιες δικαιολογίες . Όμως αυτός είναι ο άρχοντας και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του. Πρέπει κάτι να σκεφτώ πρέπει να βρω αμέσως μια λύση.
Στη κουζίνα που συγκοινωνεί με μια μικρή πορτούλα με το μαγαζί η γυναίκα του έχει στρώσει το τραπέζι και τον καλέι για φαί.
Ελενη: Παναγή , Παναγή μου , το τραπέζι είναι έτοιμο , άσε ότι κάνεις και έλα να φάμε , προτού κρυώσει το φαγητό.
Ο Πανγαής γυρίζει το βλέμμα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του.
Παναής: Που τέτοια όρεξη τώρα για φαί , στον λαιμό θα μου κάθήσει η κάθε μπουκιά που θα βάλω στο στόμα μου.
Ξανακούγεται η ίδια φωνή και πάλι.
Ελένη: Μα δεν ακούς Παναγή που σου φωνάζω, μωρέ κουφάθηκες ή κλεισανε τ ΄αυτία σου;
Ο Παναγής έχει σηκωστεί από τον πάγκο και ψάχνει με αγωνία στο ράφι τα κουτιά που είναι εκεί στιβαγμένα , χωρίς να απαντήσει στην σύζυγό του που συνεχίζει να τον καλεί.
Παναγής: Δόξα συ ο Θεός, ίσως αυτό το ξεχασμένο κουτάκι στο ράφι μπορέσει με βγάλει απ΄το αδιέξοδο. Για να δω...αν στάθηκα τυχερός . Ούτε για την μια σόλα δεν φτάνουν....
Μπαίνει μέσα η σύζυγός του,χωρίς να την πάρει χαμπάρι.
Ελένη: Μα δεν ακους που σου φωνάζω Παναγή; Τι σου συμβαίνει καλέ μου , γιατί δεν απαντάς;
Ο Παναγής γυρίζει το βλέμμα προς το μέρος της ξαφνιασμένος.
Παναής: Μου σώθηκαν οι πρόκες για τις μπότες Ελάνη , και χαμπάρι δεν το πήρα . Αχ... σπάζω το μυαλό μου τι θα κάνω , σαν θάρθει αύριο ο άρχοντας ο Αντώνης για να παραλάβει τις καινούριες του μπότες , τι να του πω καλή μου του ανθρώπου;
Η Ελενη φέρνει τα χέρια και πιέζει το κεφάλι της, μια γκριμάτσα φόβου σχηματίζεται μέσα στο βλέμμα της.
Ελενη: Κακό , κακό που μας βρήκε , και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα Παναγή μου, δεν μου λές;
Παναγής: Βρήκα , να, μερικές εδώ στο ράφι όμως δεν φτάνουν. Θα ψάξω σ’ όλοκληρο το μαγαζί , ίσως βρω κάπου καποιό κουτάκι ξεχασμένο . Αν σταθώ όμως άτυχος Ελένη μου , τι να κάνω ο δόλιος ,να τα βάλω με τον άρχοντα δεν μπορώ. Έτσι θα πέσω άρρωστος στο κρεββάτι και θα φροντίσει ο Δημήτρης να πάει στην πόλη να αγοράσει και να φέρει μπόλικες στο μαγαζί.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΑΝΤΩΝΗΣ
Η Χριστίνα βρίσκεται στην βρύση και γεμίζει το σταμνί της . Περιμένοντάς το να γεμίσει αρχίζει να τραγουδάει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Λένε πως ο έρωτας μεθάει κι ειν’ το μεθύσι του γλυκό ταξίδι που όσο κρατάει μ’ όνειρο μοιάζει μαγικό.
Ακούονται πατημασιές αλόγου. Η Χριστινα συνεχίζει το τραγούδι.
Λένε πως η καρδιά μιλάει στον έρωτα για μια αφορά γι’ αυτό και πάντα η πρώτη αγάπη στους κτύπους της θα τραγουδά.
Οι πατημασιές του αλόγου ακούγονται πιο έντονα.
Λένε πως ο έρωτας χαρίζει την ομορφιά μες στη ζωή κι από το νέκταρ ξεχειλίζει το κάθε του γλυκό φιλί.
΄Ενας νεαρός άντρας βγαίνει στη σκηνή , βλέπει την Χριστίνα που γεμίζει τη στάμνα της.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Το πήρες χαμπάρι ότι φθάσαμε στη βρύση άλογακι μου και τρελάθηκες . Στάσου μωρέ, πως κάνεις έτσι σαν τρελό ; Ε... περιμενε λιγάκι να κατέβω ,μπα σε καλό σου , θ αμ ερίξεις κάτω αφιλότιμο, έχεις δίψασει τόσο πολύ;
Ακούγεται το τραγούδι της Χριστίνας ..
Είναι ο έρωτας τραγούδι αίμα στις φλέβες που κυλά γλυκό της άνοιξης λουλούδι π’ ανθίζει και μοσχοβολά
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΄Ησυχασε αλογάκι μου, δεν βλέπεις ότι άλλος έχει τη σειρά; Καλοφωνάρισα κυρά αγγελοκαμομένη , γεμίζει τώρα το σταμνί. Κάνε λιγάκι υπομονη .
Η Χριστίνα συνεχίζει ανέμελη το τραγούδι χωρίς να πάρει χαμπάρι τον νεαρό που έχει ήδη μπεί προχωρήσει προς το μέρος της
Είναι ο έρωτας τραγούδι αίμα στις φλέβες που κυλά γλυκό της άνοιξης λουλούδι π’ ανθίζει και μοσχοβολά
Γέμισε η στάμνα μου, να την πάρω σιγά- σιγά και να πηγαίνω. ΄Αργησα κι όπου να΄ναι ο Δημήτρης μου θα επιστρέψει στο σπίτι απ΄το κτήμα και εγώ ακόμη δεν έχω βάλει κατσαρόλα στην φωτιά.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποια να είναι αυτή; Πρώτη φορά τη βλέπω στο χωριό μου και τι γλυκια που έχει φωνή φωνή ....και τι ομορφιά τι χάρη.
Πλησιάζει ακόμη πιο κοντά της χωρίς να το πάρει χαμπάρι.
΄Ωρα καλή σου. Όμορφη, λεβεντονιά , κι ώράια. Με την κρυστάλινη φωνή , που σαν αγγέλου μοιάζει.
Η Χριστίνα ακούγοντας την φωνή του πετιέται πάνω ξαφνιασμένη, λίγο ακόμη και θα της έπεφτε το σταμνί απ’ τα χέρια.
Σε χαιρέτισα και δεν μου απάντησες , είναι σωστό αυτό; ( σιωπή) Το ξέρεις ότι έχεις πολύ γλυκιά φωνή , θαρρείς και μέλι στάζει, νέκταρ που έπιναν οι θεοί, Κρυστάλινη σαν γάργαρο νερό ( σιωπή) Ίσως να σε ζηλεύουνε ακόμη και τ’ αηδόνια. ( σιωπή) Κι’ από όμορφιά , εκθαμβωτική , στο λέω αλήθεια είσαι πανέμορφη, σαν θεά , σαν αγγελος μου μοιάζεις ( σιωπή) Μήπως δεν είσαι άνθρωπος ; Μπας και είσαι η νεράιδα της βρύσης κι ήρθες εδώ τα μάγεια σου σ’ εμένανε να κάνεις; ( σιωπή)
Αν δεν είσαι άνθρωπος λοιπόν τι είσαι ; Μήπως ξωτικό; Οι προγονοί μας λέγανε πως όταν αντικρισω κάτι τέτοιο και βάλω τον Σταυρό μου αμέσως αυτό θα διαλυθεί , θα γίνει μια χούφτα χώμα. Να δοκιμάσω τι λες , να βάλω τον Σταυρό μου;
Σταυροκοπιέται.
΄Ωστε είσαι ένας άνθρωπος κι εσύ , όπως κι έμενα. Χαίρομαι γι΄αυτο, γιατί τώρα μπορώ άφοβα να σε πλησιάσω. Εγώ είμαι ο Αντώνης , ο άρχοντας του χωριού . (Απλώνει το χέρι )Δεν θα μου χαρίσεις τ’ όνομά σου ...
Η Χριστίνα φοβισμένη , προσπαθεί να τον αποφύγει.
Να μάθω θέλω μονάχα πια είσαι; Ποια είναι η φαμελιά σου;
Η Χριστίνα βγαίνει τρέχοντας. Ο Αντώνης σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό.
Θέε μου μου , εσένα νε ρωτώ για να μάθω ποια ειν’ αύτη η γυναίκα , που όλες τις χάρες της έδωσες εμένα να παιδεύει.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΠΑΝΑΓΗΣ-ΑΝΤΩΝΗΣ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Ο Παναγής δίνει στον Αντώνη τις καινούριες μπότες που του έχει φτιάξει. Ο Αντώνης τις φοράει αμέσως και κάνει μερικά βήματα στο μαγαζί, Κάτι όμως δεν του αρέσει , σκύβει το κεφάλι και κοιτάζει τιις σόλες, με φωνή γεμάτη θυμό απευθύνεται στον Παναγή.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μα τι είναι αυτές οι μπότες Παναγή δεν μου λες ; Αυτές είναι που σου έχω παραγγείλει;
ΠΑΝΑΓΗΣ: (Χαμηλόφωνα)Θεέ μου και Παναγιά μου βα’ λτε τ’ άγιο σας. χέρι....
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δεν απαντάς ,θαρρείς και είναι ζώο αυτός που σου μιλά καλέ; .
ΠΑΝΑΗΣ: Μου μίλησες ; Δεν σ’ άκουσα . Αλλού είχα το μυαλό μου . Τι έγινε , για πες μου;
ΑΝΤΩΝΗΣ: .Πες μου Παναγή σίγουρα δεν ακουσες ή τον τρελό μου παριστάνεις ; Αυτές τις μπότες σου παραγγειλα για να μου φτιάξεις;
ΠΑΝΑΗΣ: ΄Εβαλα το καλύτερο δέρμα που είχα στο μαχαζί μου. Αν βγήκανε λίγο στενές και σ΄ενοχλουν μην νοιάζεσε τις βάζω αμέσως στο καλαπόδι και αύριο θα είναι μια χαρά.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Το ανοίγμα τους είναι καλό, άλλο είναι το πρόβλημα τους.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Πέταλα , τους έχω βάλει δυο , ένα στο μπροστινό μέρος και ένα πίσω στην φτέρνα . Τι άλλο ξέχασα καλέ πέσμου το να το φτιάξω αμέσως.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Πέταλα δεν σου ζήτησα εγώ για να βάλεις, όμως αυτό δεν με ενοχλεί και χαίρομαι που το σκέφτηκες. Όμως για πες μου ξανάδες πούθενα μπότες με δέκα πρόκες μονάχα στην κάθε σόλα ;
ΠΑΝΑΓΗΣ: Συγνώμη σου ζητώ άρχοντα Αντώνη, το φταιξιμο είναι δικό μου που ξέχασα να σε ενημερώσω γι΄αυτο. Απολογούμαι και θα επανορθώσω , αύριο κιόλας θα πάεις ο γαμπρός μου στην πόλη να αγοράσει μπόλικες , γιατί μου σώθηκαν και δεν το πήρα χαμπάρι. Φέρνεις κι εσύ τις μπότες και σου βάζω όσες πρόκες επιθυμείς
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ δεν ξέρω τίποτα, τι βγάζω αμέσως απ΄τα πόδι αμου και στις πετάω στα μούτρα . μέχρι το μεσημέρι, κόψε το λαιμό σου Παναγή , τις θέλω όπως τις παρέγγειλα και φρόντισες να τις έχεις , γιατί αλιώτικα θα σε κλάψει η μάνα σου το γιο της. Εγώ θέλω εκεί που περπατώ ν΄ακουγονται τα βήματά μου από μακρία και όλοι να ξέρουν ότι θα περάσει ο Αντώνης και στέκουν μπροστά μου σούζα.
Κάθεται στο σκαμνί για να τις βγάλει από τα πόδια.
ΠΑΝΑΓΗΣ: ( Χαμηλόφωνα)΄Τι να κάμω ο δύσμοιρος, από να ζητήσω πρόκες, το μεσημέρι έχει πλησιάσει κιόλας.
Την ίδια στιγμή μπαίνει στο μαγαζί η Χριστίνα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Σας χαιρετώ . πατέρα σκεφτικό σε βλέπω; Τρέχει κάτι;
ΠΑΝΑΓΗΣ: Καλώς την κορούλα μου , το λουλούδι της αυλής μου ; Πως απ΄’εδώ τέτοια ώρα;
Ο Αντώνης σηκώνει το βλέμμα και κοιτάζει, προς το μέρος της Χριστίνας . Μόλις την βλέπει πετιέται απάνω σαν ελατήριο.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλώς την ανεράδα μου , Χριστίνα είναι που σε λένε ; ΄Εχεις όμορφο όνομα μα και όμορφιές σαν βλέπω απλώχερα στις χάρησε ο Θεός.
Η Χριστίνα , δεν του δίνει σημασία και συνεχίζει να μιλάει στον πατέρα της.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ:΄Εφτιαξα πατερούλη μου το κέικ που σ’ αρέσει και είπα να ρθώ να σου φέρω κι εσένα ένα κομμάτι , άντε , άφησε για λίγο την δουλεια και έλα να φας τώρα που είναι ακόμη ζεστό
Ο Αντώνης απευθύνετε τώρα στο Παναγή.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δεν θα συστήσεις Παναγή, στην ακριβή σου κόρη, τον Αντώνη τον άρχοντα για να μάθει κι αυτή ποιος είμαι; Γιατί η αλήθκεια δεν γνώριζα χθες π΄ανταμώσαμε στη βρύση ότι αυτή η νεράιδα είναι η δική σου κόρη.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Είναι η μοναχοκόρη μου , μα αλήθεια λες δεν το ξέρες, είναι η Χριστίνα μου το καμάρι μας κι εμένα και της Ελένης μου .
Ο Αντώνης απλώνει το χέρι του για χειραψία.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Και του άντρα μου η χαρά , μην το ξεχνάς αυτό πατέρα.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Ο Αντώνης ο άρχοντας είναι αυτός ο λεβέντης Χριστίνα μου ο γιος του μάστρε Παντελή και της κυρά Κατίνας.
Η Χριστίνα του δίνει το χέρι, κάνουν χειραψία. ΑΝΤΩΝΗΣ: Χάρηκα πολύ που έμαθα το όνομα σου Χριστίνα , είσαι από καλό σπίτι κι η φαμελιά σου έντιμη με όνομα που στέκει επάξια μέσα στο χωριό . Αν θέλεις όμως πες μου ποιος είναι αυτός ο τυχερός που σ’ έχει στο πλευρό του και που τρυγάει τα κάλλη σου όπως η μέλισσα το νέκταρ από το ανθισμένο λουλούδι .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Εγώ καθόλου δέν χάρηκα και στο λέω να το ξέρεις, όμως θα απαντήσω στην ερώτησή σου. ΄Ο άντρας είναι ο Δημήτρης ο γιο του Κωνσταντή , αυτός είναι ο αφέντης του σπιτιού και της καρδιά μου και ο πατέρας των δυο παιδιών μας.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Και πότε πρόλαβες χαρώ , είσαι πολύ μικρή ακόμη , δεν έπρεπε Παναγή μια κόρη που την είχες από τοσο νωρίς στα βάσανα του γάμου να την μπλέξεις.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ο γάμος δεν έχει βάσανα , όταν έχεις για ταίρι σου τον άνθρωπο που διάλεξε η καρδιά σου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλά τα λες , και μαζί σου συμφωνώ, έχεις απόλυτο δίκιο σ΄αυτο.
Ο Αντώνης σκύβει και παίρνει από κάτω τις καινούριες μπότες, βγάζει το πορτοφόλι και αφήνει αρκετά κέρματα στο πάγκο του μαγαζιού.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Φεύγεις Αντώνη; Τι θα γίνει με τις μπότες τελικά δεν μου είπες ;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τίποτα δεν θα γίνει Παναγή, αν ειπαμε και καμμι ακουβέντα παραπάνω ξέχασε το, είναι τώρα σωστό και δίκιο να χαλάμε τις καρδιές μας , για πέντε δέκα πρόκες σημασία έχει ότι οι μπότες είναι καλοφτιαγμένες αυτό φτανει και περισσεύει.
Βγαίνει σχεδόν τρέχοντας λίγο πριν την έξοδο ρίχνει ένα γλυκό βλέμμα στηνΧριστίνα . Ο Παναγής μένει για λίγο σιωπηλός , η συμπεριφορά του Αντώνη τον ξαφνιάζει.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Περίεργο δεν είναι; Προτού να μπεις στο μαγαζί Χρστίνα μου φώναζε, ωρύοταν έκανε όπως το τρελό όταν το πιάνει η κρίση . Τωρά τις πήρε κι έφυγε λες και δεν είχε συμβεί τίποτα πιο πριν . λες και ήταν άλλος άνθρωπος που μιλούς εμαζί μου και όπως βλέπεις άφησε στον πάγκο και ένα σωρό λεφτά περισσότερα από την αρχική μας συμφωνία
Ο Παναγής μαζεύει από τον πάγκο τα λεφτά. Η Χριστίνα χαμογέλάει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Πριν όμως καλά το είπες πατέρα δεν ήμουνα εγώ εδώ , Όταν με είδε όμως κι επειδή ήθελε σε μένα να δείξει τον άλλο του εαυτό , γλυκανε αμέσως και η συμπεριφορά του.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Για πιο λόγο να το κάνει αυτό;
ΧΡΙΣΤΙΑ: Δεν πρόσεξες πατέρα πως με κοιτούσε , μόλις μπήκα αστο μαγαζί. Με έτρωγε κυριολεκτικά με το βλέμμα .
ΠΑΝΑΓΗΣ: Του γυάλλισες Χριστίνα μου , αύτο θελείς να πεις; Το ατιμο τρελάθηκε και δεν ξέρει πι ατην θέλει;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Χθες συναντηθήκαμε οι δκυο μας στην βρύση και έδειξε με την συμπεριφορά του του πατέρα ότι του αρέσω. Τωρά και μετα από αυτή την εξέλιξη είμαι πέρα κι από σίγουρη γι αυτό .
ΠΑΝΑΓΗΣ: Χριστίνα μου για τ’ όνομα του Θεού τι είναι αυτά που μου λες; Είναι πράγματα σωστά αυτά ; Ξεχνάς ότι είσαι παντρεμένη με δυο παιδιά , έλα στα σύγκαλα σου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Επαρεξήγησες τα λόγια μου πατέρα, εγώ αγαπώ τον άντρα μου και για τα δυο παιδιά μου δίνω ακόμη αν χρειαστεί ακι την ίδια την ζωή μου.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΑΝΤΩΝΗΣ
Η Χριστίνα βρίσκεται στην βρύση . Τραγουδά περιμένοντας το σταμνί της να γεμίσει.
Ήτανε καλοκαίρι κι ο ήλιος τραγουδούσε στην άμμο συντροφιά Μου κράταγες το χέρι στα μάτια με κοιτούσες γλυκιά μου ζωγραφιά. Στις ράγες των ματιών σου ταξίδι μακρινό Ν’ αγγίξω τον σφυγμό σου στον ήλιο τον δικό σου για πάντα ν’ ανεβώ Στο χρώμα των χειλιών σου φιιλί ερωτικό Να κλέψω απ’ τη δροσιά σου στους κτύπους της καρδιάς σου γλυκά να ονειρευτώ .....
Ο Αντωνής που παραφυλαέι εκεί κοντά την ακούει και κατευθύνεται προς το μέρος της. Η Χριστίνα τον βλέπει ξαφνικά μπροστα της και συντρομάζεται.
Να΄τον πάλιν , που ήρθε . Θεέ μου τι να κάνω πια με δάυτον ;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Συνέχισε άγγελε μου το τραγούδι σου , σε παρακαλώ πολύ μην σταματάς. Πόσο μ΄αρέσει ν’ ακουω την γλυκιά σου την φωνή , ανοίγει η καρδιά μου σαν μπομπούκι που το χαιδεύουνε γλυκα του ήλιου οι αχτίδες.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μεγάλο μπελά απόκτησα , βρε τρέλα που την έχει , τι να κάνω πια μ΄αυτόν , ούτε κι εγώ δεν ξέρω.
Η Χριστίνα παίρνει το μισογεμάτο σταμνί και πετιέται απάνω σαν ελατήριο. Προχωρά για να φύγει , αυτός της φράζει τον δρόμο εμποδίζοντας την να φύγει.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Από τα δυο τα χείλη σου που γλυκοστάζουν μέλι, θέλω να πάρω ένα φιλί. Αν μου το δώσεις , τότε κι εγώ θα σου χαρίσω αμέσως το χρέος που ο άντρας σου κι εσύ ωφείλετε σε μένα .΄Ετσι ξανά το κτήμα σας δικό σας θα είναι πάλι , έχω εδώ το τίτλο του , μ΄ ενα γλυκό φιλί σου, Χριστίνα , δεν ζητώ πολλά, χαλάλι σου το κάνω .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Σταμάτα πια , κουράστηκα με αυτή την απαίσια συμπεριφορά σου. Τίποτα δεν γίνετε μάθε το με το ζόρι. Φυγέ, πάρε δρόμο απ΄εδω. Κι από αυτή την στιγμή στο λέω μείνε μακριά μου.
Ο Αντώνης προσπαθεί να την αγκαλιάσει, η Χριστίνα βάζει σαν ασπίδα μπροστά της την στάμνα.
Αν τολμήσεις κι μ΄αγγιξεις, εσύ θα βγεις ζημιωμένος.
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΄Ενα φιλί σου ζήτησα πεσ’ μου τι αξία έχει;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Δεν θα πω τίποτα στον άντρα μου, γιατί δεν θέλω φασιαρίες, βά’λτο καλά όμως μέσα το μυαλό σου Αντώνη , εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες, που πέφτουν στην αγκάλια μόλις τους το ζητήσεις. Εγώ το μέτωπό μου θέλω να είναι καθαρό, κι ο άντρας μου να καμαρώνει για μένα . Σταμάτα λοιπόν γιατί από μένα δεν πρόκειτε α πάρεις τίποτα και ότι έχεις βάλει μέσα στο σάπιο σου μυαλό , καλά κάνεις αμέσως να το ξεχάσεις.
Φεύγει τρέχοντας.
Ο Αντώνης την βλέπει που απομακρίνεται , αρχίζει με παράπονο στην φωνή του το τραγούδι:
Ήθελα να ήμουνα λουλούδι στην αυλή σου μες την ψυχή σου ένα όνειρό μικρό ήθελα να ήμουνα ανάσα στο φιλί σου μες την καρδιά σου ένα αίσθημα γλυκό.
Και τι δεν ήθελα για σένα να’ μαι αστέρι μες της νύκτας τη σιωπή και τι δεν ήθελα για σένα να’ μαι τραγούδι στ’ αγεριού τη μουσική.
΄Ηθελα να ήμουνα για σένα μια ελπίδα μες της ερήμου την ψυχρή τη λησμονιά ήθελα να ήμουνα για σένα ηλιαχτίδα μες της ερήμου τον αβάσταχτο χιονιά.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ - ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Κάθονται στο τραπέζι για το δείπνο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Αύριο θα σηκωθώ πριν να χαράξει το φως γι΄αυτό Χριστίνα μου σε παρακαλώ να μου ετοιμάσεις από απόψε την τσάντα με το φαγητό ,να μην ξυπνάς κι εσύ από τα χαράματα γλυκια μου. Θα πάω πρώτα μέχρι το περιβόλι και θα φτιάξω τις λεκάνες στα δέντρα κι όταν τις γεμίσω νερό , θα φύγω αμέσως απ’ εκεί και θα πάω στο χωράφι, να οργώσω , τωρά που η γή έχει μαλακώσει από τις βροχές που πέσανε την περασμένη βδομάδα θα σχίζει ευκολα την γη το υνί και γρήγορα θα το αποτελειώσω έτσι που να προλάβω πριν το τέλος της βδομάδας να σπείρω το σιτάρι .
Η Χριστίνα δεν τον παρακολουθά, δείχνει να είναι κάπου αλλού.
Χριστίνα μου μ΄ακούς ή μονος μου μιλάω για τόση ώρα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Συγνώμη, σου ζητώ συγνώμη καλέ μου. Μα το μυαλό μου είναι στο παιδί , όσο το βλεπω να καίγεται στον πυρετό δυο μερόνυκτα και αυτός να μην υποχωρεί καθόλου τρελένομαι . ΄Ακουσα όμως όσα μου είπες και θα κάνω όπως ζήτησες όμως κι εγώ θέλω μια χάρη από σένα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Θα έχει κρύώσει ο μικρός σίγουρα καλή μου, αφού όλη μέρα την βγάζει μέσα στα στενά και στο παιγνίδι με τέτοιο ψοφόκρυο τι θες δεν θέλει και πολύ ν΄άρπαξει την αρρώστια . Μακαρι ο Θεος μου να βοηθήσει να υποχωρήσει ο πυρετός γιατί πολύ φοβάμαι μην αρπάξει ,ειναι και αδύνατος του λόγου του καμιά πούντα κι εχουμε τρεχάματα .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Για τ΄ονομα του Θεού Δημήτρη μου ,τι είναι αυτά που λες και μονάχα που σ΄ακουω να ξεστομίζεις τέτοια λόγια τρέμω σύγκορμή , μην κακομελετάς , και θα του ρίξω απόψε μπόλικες βεντούζες στην πλάτη για να ξωρίσουν το κακό. Κι αύριο – μεθαύριο και πάλι θα σηκωθει θα το δεις από το κρεββάτι και θα τρέχει σαν ζαρκάδι στα στενά του χωριού. Θέλω όμως κι εγώ να ζητήσω μια χαρη από σενα Δημήτρή μου .Για μήνες τώρα εργαζεσε από το πρωί μέχρι το βράδυ , όπως τον σκλάβο και το γνωρίζω πολύ καλ΄απόσο κουράζεσε από πρώτο χέρι . πιστεύω είναι καιρός λιγάκι ν αξεκουραστείς δεν λέω ν΄αφησει τις δουλιές και να την αράξεις στο καφενείο, θα ήταν καλύτερα θαρρω καλέ μου και για σένα αλλ΄ακαι για μας να επιστρέφεις πιο γρήγορα στο σπίτι. Τι θα’ λεγες αν πήγαινες αύριο στοπεριβόλι και μεθαύριο στο χωράφι . σ΄εχουμε κι εμείς ανάγκη καλέ μου κι εγώ μα περισσότερο τα παιδιά πουσε ζητούν απεγνωσμένα τα κακόμοιρα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Κουράζομαι Χριστίνα μου , μα είναι για το καλόν το δικό μας και των παιδιών μας θαρρω καλή μου .Αν δεν δουλέψω , τωρά που είμαι νέος , τωρά που έχω την δύναμη στα χέρια μου , πότε θα καταφέρω να ξωφλήσω το χρέος μας . Ο Αντώνης ο άρχοντα θέλει τα λεφτά του , αν δεν φροντίσω να του τα επιστρέψω έγκαιρα θα μας αρπάξει το χωράφι και τότε όλοι οι κόποι μας θα πάνε χαμένοι .
΄Ερχονται στη σκέψη της τα λόγια του Αντώνη
Χαμηλόφωνα ΄Ενα φιλί αν μου δώσεις Χριστίνα κι ευθύς εγώ το χρεός σας θα σβήσω που το δεφτέρι μου , ένα φιλί σου μονάχα θέλω .
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Συμβαίνει κάτι καλή μου , σε βλέπω αρκετά συλλογισμένη .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Το μυαλό μου είναι συνέχεια στον μικρό ,θα πάω αμέσως να του ρίξω μια ματιά , τίποτα άλλο δεν θα πω, όπως νομίζεις εσύ κάνε και εγώ θα αποδεχτώ την απόφασή σου όποια και να’ ναι Δημήτρη μου.
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ- ΕΛΕΝΗ
Η Χριστίνα βηματίζει ανήσυχη, κατα μήκος της σκιηνής, από κοντα την ακολουθα η μητέρα της.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μα να δω το ίδιο όνειρο, μέσα, σε δυο βδομάδες κάτι δεν πάει καλά μητέρα , κάποιον κακό θα πέσει , το νιώθω, μέσα το σπίτι μας.
ΕΛΕΝΑ: ΄Ονειρα , ακούς και εσύ, τρελά πράγματα ,μου ζητάς δηλαδή να πιστέψω, ότι βλέπω στον ύπνο μου, και να γεμίσω με έγνοιες το κεφάλι μου , εκεί που είμαι ξέγνοιαστή ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μα ήτανε σαν αληθινό, ήτανε τόσο ζωντανό που υπήρχαν στιγμές που θαρρούσα πως δεν ήτανε στον ύπνο μου όλα όσα έβλεπα εκείνη τη στιγμή αλλά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ,νόμιζα τα ζούσα μητέρα , τι άλλο να πω. ΄Ηταν κοντά στο δειλινο, λίγο πριν να δύσει ο ήλιος, βγήκα με τον Δημήτρη μου μια βόλτα στα περιβόλια και στη επίστρφή για το χωριό, περάσαμε από την λίμνη κι εκεί καθήσαμε για λιγάκι στην όχθη της για να ξαποσταθούμεν, να δούμε και τη δύση του ήλιου να καθεφτίζετε στα γαλαζοπράσινα νερά της. Ούτε ένα λεπτό δεν πέρασε μητέρα απέκείνη την στιγμή κι ακούστηκε ένα βουητό, κι η γη ευθύς άρχισε να κουνιέται , και τα νερά της λίμνης όλο φούσκωναν και φούσκωναν δυο μέτρα πάνω βγήκε η στάθμη του νερού . Μεσα σε εκείνο τον πανζουλισμό , Θεέ και κύριε μου ένα θεριό βγήκε μέσα από που τα νερά και πριν καλά- καλά το πάρω χαμπάρι άρπαξε τον Δημήτρη μου στα αγκυλωτά του χέρια και πριν προλάνει ο δύσμοιρος να καταλάβει τι έχει συμβεί το θερίο βούτηξε μαζί με τον Δημήτρη μου στον βυθό της λίμνης
ΕΛΕΝΗ: Είναι ολοφανερό Χριστίνα μου, όλα όσα συμβαίνουν αυτό αβίαστα μαρτυρούν. Ο Αντώνης είναι το θεριό και κάτι κακό θα σκαρώνει ο ασυγχώρητος. ΄Εφθασε πια και σε λυμπίστηκε θα είναι προσβολή για εκίνον , να βάλει την ουρά στα σκέλια και να κάνει πίσω. Αν δεν πετύχει αυτό που έχει βάλει σκοπό μέσα στο σάπιο του μυαλό ,κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Αλίμονο μας που μπλέξαμε μ΄ αυτό το άτιμο σόι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Με φοβίζουν μητέρα τα λόγια σου, τρέμει το φυλοκάρδι μου μονάχα με τη σκέψη ότι αυτός ο άτιμος μπορεί να κάνει κακό στον άντρα μου . ΄Ονειρο ήταν , καλύτερα λοιπόν να το ξεχάσουμε , και ν’ αφήσουμε στην άκρη τις έγνοιες και τους προβλιματισμούς. Της νίκτας είναι παραξενιές όπως έλεγε και η γιαγιά μου τα όνειρα και το καλύτερο είναι να μην δίνουμε σημασία σ΄αυτα. Ειναι μεγάλη αμαρτία να καθόμαστε και να τα εξηγούμε κι εσύ πριν λίγα λεπτά μητέρα τα ίδια έλεγες, πως άλλαξες έτσι ξαφνικά γνώμη;
ΕΛΕΝΗ: Δεν ξέρω ούτε κι εγώ παιδάκι μου, έτσι ξαφνικά μου ήρθαν μέσα στο μυαλό αυτά τα λόγια που ξεστόμισα , ούτε κι εγώ η ίδια δεν βρίσκω γι’ αυτό κάποια εξήγηση. Για να ηρεμίσεις όμως σου λέω ότι την ίδια απόψη είχα κι εγώ με την γιαγιά σου . Ξέχνα το λοιπόν.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αν γελαστεί ο άτιμος, και πειραξει έστω και μια τρίχα από το κεφάλι το συζύγου μου , υπόσχομαι μητέρα ότι δεν θα ζήσει για πολύ για να χαρεί το αποτέλεσμα της πράξης . Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
ΕΛΕΝΗ: Καλύττερα Χριστίνα μου για λίγες μόνο μέρες να μην βγαίνεις από το σπίτι σου , στη βρύση θα πηγαίνω εγώ , ακόμη και στον μπακάλη ,ότι χρειαστείς πρόθυμα θα πάω και θα στο φέρω. Την Κυριακή στην εκκλησιά ολοι μαζί αντάμα θα πηγαίνουμε και μόλις κάνει την απόλυση ο Παπα Κωστής εμείς θα φεύγουμε ολοίσια για το σπίτι. Όταν περάσει λίγος καιρός και δεν σ’ ανταμώσει ίσως καταφέρει να σε ξεπεράσει , μην αποκλείεις να βρεθεί στο δρόμο του κάποια άλλη και έτσι να βάλει έτσι φρένο πια στις παράλογες του επιθυμίες . Στον άντρα σου να μην πεις τίποτα , γιατί πιστεύω ότι όταν ακούσει κάτι τέτοιο θα ανέβει το αίμα στο κεφάλι του και πάνω στο θυμό του κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Στον άντρα μου δεν θα το πω, συμφωνώ μαζύ σου μητέρα ότι είναι καλύτερα να μην γνωρίζει τίποτα. Όμως δεν θ ακάνω τίποτα από όλα τ αάλλα που μου έχεις ζητήσει. Τον τρόπο που έμαθα να ζω για τόσα χρόνια εγώ δεν τον αλλάζω για χατήρι κανενός. Αν τολμήση να βρεθεί στο δρόμο μου και να αρχίσει πάλι τα ίδια θα γνωρίσει να είσαι σίγουρη γι αύτο την Χριστίνα που μέχρι τώρα δεν φανταζόταν.
ΕΛΕΝΗ: Δεν είναι καθόλου σωστό κόρη μου να παίζεις με την φωτιά. Και μην παίρνεις αβίαστα αποφάσεις όταν είσαι θυμωμένη και του θυμού λέγαν οι πιο παλιοί Χριστίνα μου οι κουβέντες ποτέ δεν βγαίνουν σε καλό. Τι κακό κάναμε Θεέ μου ,δεν μας φτάνει η φτώχια που μας πυλατεύει αλύπητα , βρηκαμε στο δρόμο μας κι αυτό τον μπελά στην πλάτη μας ασήκωτο βαρος μας έχει γίνει. Θεε μου μονάχα εσύ θερμοπερακαλόσε έχεις τη δύναμη όλα να τ΄αλλαξεις και να μπορέσουμε κι εμείς να δουμε πια, μια μέρα καλή .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Καλά και άγια όσα λες μητέρα, νομίζω όμως ότι είναι άδικο να χάνω τον καιρό μου, ο Αντώνης είναι πεισματάρης όλοι αυτό λένε στο χωρίο και όποια ιδέα του κατέβει στο μυαλό δεν ησυχάσει αν δεν την πραγματοποιήσει . Ενα φιλί μου ζητησε, τι λες μητέρα ν α του το δώσω; θα μας σβήσει έτσι και τα χρέη και θα μας αφήσει και ήσυχους. Με ένα σπάρο δυο τριγόνια.
ΕΛΕΝΗ: Χριστινά μου για τ΄ονομα του Θεού έχεις τρελαθεί ,έχασες το μυαλό σου και γυρέυεις να πέσεις από μονάχη σου , στα χέρια αυτού του άτιμου. Άμα του δώσεις τωώα το φιλί πιστεύεις ότι μετα θα ξεκόψει , είναι να μην γίνει η αρχή , γιατί θα σου ζητήσει στη συνέχεια κι αλλα. Λογικέψου λοιπόν και παράτα αυτές τις ύπουλες που κάνεις σκέψεις. ΄Η μήπως και έχεις ξελογιαστεί κι εσύ μαζί του και αποζητάς μ΄αυτό τον τρόπο κι εσύ το δικό του φιλί;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Εγώ ποτέ τον άντρα ,μου μητέρα δεν πρόκειται να τον απατήσω κι όλα τα πλούτη της γης ακόμη να μου τάξουν το στεφάνι που έχω βάλει , δεν θα το προδώσω . Εμιλήσα για ένα φιλί αφού αυτό μονάχα ζήτησε από μένα , όταν λοιπόν του το δώσω θαρρώ πως δεν θα με ξαναενοχλήσει.
ΕΛΕΝΗ: Μάζεψε κόρη μου τα μυαλά σου κι αυτού του είδους οι άνθρωποι , είναι παμπονηροί , ξόβεργο σου έχει στημένο,παρ΄το χαμπάρι κι όταν πιαστεί πάνω σ΄αυτο θα μοιαζεις όπως το πουλί κι όσο κι αν προσπαθήσεις για να ξεφύγεις από αυτόν δεν θα τα καταφέρεις. Για αύτο να κάνεις όπως σου λέω. Δεν είναι παράλογο το ξέρω θα δυσκολευτείς λιγάκι αλλά πρέπει ν’ άντέξεις αν θέλεις αυτός ο άτιμός να σ’ άφήσει ήσυχη . Να κλειστείς λοιπόν στο σπίτι για μερικές μέρες να μην σε βλέπει, δεν αντέχουν αυτοί οι άνθρωποι και πολύ χωρίς γυναίκα ,κάπου αλλού θα ρίξει τα βέλη και στο τέλος εσένα θα σε ξεχάσει κάνε αυτό που σου λέω και θα δεις ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά .
ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ- ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Η Χριστίνα με τη στάμνα στο χέρι κατευθύνεται για τη βρύση για να τη γεμίσει νερό. Ξαφνικά κάνει την εμφάνησή του μπροστα της ο Αντώνης που είναι κρυμμένος πίσω από ένα θάμνο.. Η Χριστίνα ξαφνιάζεται, και παραλίγο να της πέσει η στάμνα από τα χέρια.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλημέρα ανεράδα μου,( Η Χριστίνα ξαφνιάζεται) ήρεμησε καλή μου ,δεν ήθέλα να με τρομάξω. Άνθρωπός είμαι κι εγώ όπως κι εσύ. Γιατί σου προκαλώ τόση αναστάτωση όταν με βλέπεις; Απάντησε μου να χαρείς άγγελε της καρδιάς μου.Δεν μου μιλάς και η ψυχή μου καιγεται από τον πόνο. Που χάθηκες δεν θα μου πεις κι έχει ένα μήνα τώρα που μέρα νύκτα τριγυρνώ σαν την άδικη κατάρα, για να σε δώ έστω μια στιγμή που κρύφτηκες καλή μου . ΄Αρρωστή ήσουν ; ή σκοπιμα πες μου μ΄αποφεύγεις. Τι έπαθε και σώπασε, αλήθεια τ’ αηδόνι και πια δεν γλυκοτραγουδά , πια στέναχώρια άγγελε μου τα σωθηκά του σκίζει κι έχει καιρό ν΄ ακούσουμεν τ΄ομορφο σου τραγούδι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Φτάνει πια, μέχρις εδώ και μη παρέκει.Βαρέθηκα αυτή την κατάσταση. Θέλω να ακούσεις αυτά που θα σου πω Αντώνη και να τα βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου . Μωρέ τρελάθηκες και δεν ξέρεις πια τι κάνεις; Δεν μπορώ σαν ελεύθερος άνθρωπος κι εγώ να κάνω ένα βήμα και να μην σε βρω μπροστά μου ; Ξεχνας ότι ειμαι παντρεμένη με δυο παιδιά , πόσες φορές να σου το πω αυτό , τόσο πείσμα πια. Τι θέλεις από μένα , άσε με ήσυχή επιτέλους.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ σε θέλω Χριστίνα, κι αν είσαι παντρεμένη δεν με νοιάζει. Σε θέλω πολύ κατάλαβέ το. Και δεν σου ζητώ να αφήσεις τον άντρα σου και τα παιδιά σου αφού δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο . Αφού δεν είναι μπορετό γυναίκα μου να γίνεις ας είναι μου είναι αρκετό να σε έχω φιλενάδα , να ανταμώνουμε οι δυο μα , δυο – τρεις φορές το μήνα, γλυκά φιλιά να με κερνάς ,τα δυο κορμιά να σμήγουν σ’ένα ταξίδι ερωτικό ,αυτό μονάχα θέλω.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ: Είσαι τρελός , θεότρελος. Έχασες τα μυαλά σου. Καλά θα κάνεις γρήγορα γιατρός να σε κοιτάξει . Πριν μεγαλώσει το κακό και γιατρία δεν έχεις . Αυτά που από μενα ζητάς ποτέ δεν θα τα πάρεις , γι αυτό κανέις πολύ καλά Αντώνη να τα ξεχάσεις. Είναι γεμάτο το χωρίο κοπέλες σαν κι εμένα μα και πολύ πιο ομορφες , δεν χρειάζετε να ψάξεις κάνε μια βόλτα και θα βρεις κάποια που θα σ’ άρέσει. Άσε με εμένα να χαρείς και την ζωή μου μαύρη , μην κάνεις σε παρακαλώ . παράτα με επιτέλους/
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ εσένα αγαπώ, για σένα η καρδιά κτυπά Χριστίνα σαν την τρελή , μόλις σε αντικρύσω. Μην μου ζητάς λοιπόν να βγω κι αλλη ν΄αποζητήσω . Αυτό δεν είναι μπορετό , χώρια σου μου είναι αδύνατο, στο λέω εγώ να ζήσω. Αν μ’ αρνηθείς δεν θα σκεφτώ καθόλου και στο φόνο να φτάσω για χατήρι σου ,καθόλου δεν με νοιάζει τι θ΄απογίνω χώρια σου ,μπορέι και τη ζωής μου το νήμα με μια μαχαιριά να κόψω, αν όμως έρθεις μιαν νύκτα στο κρεβατι μου , θερμοπαρακαλώ , ολά θα πάνε στο καλό ,μην μ΄αρνηθείς καλή μου , κι΄έλα να σβήσεις την φωτιά που καίει τα σωθηκά μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ:Σε΄βλέπω ότι ξεθάρρεψες και ρέστα μου γυρεύεις, φύγε και χάσου απ΄εδω ξεδιάντροπε ,ρεζίλη , πρωτου την πέτρα που κρατώ στο χέρι μου σου ρίξω και το κεφάλι σου στα δυο, μα το Θεό μοιράσω.
Η Χριστίνα έχει πάρει από κάτω μια μεγάλη πέτρα. Ο Αντώμης αρχίζει το γέλιο.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Το ξέρεις ότι γίνεσε πιο όμορφη , όταν θυμώνεις;
Η Χριστίνα χωρίς δισταγμό του πετά την πέτρα στο κεφάλι.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ: Άρπα την βρε αλιάνθρωπε , την πέτρα να σου μείνει. Που θα γελάσεις, άχρηστε, και θα με κοροίδέψεις.
Ο Αντώνης βγάζει μια κραυγή και φέρνει το χέρι στην κεφαλί του γεμίζει η χούφτα του αίμα.
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΄Α, αού, το είπες και το έκαμες , κακό του κεφαλιού σου
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τα γύρευες και τα’ παθες , μείνε μακριά από μένα.
Η Χριστίνα βγαίνει τρέχοντας.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Το αίμα αύτον που έτρέξε , άκουσε το να το μάθεις, θα γινεί ένας ποταμός και όλους θα μας πνίξει.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ:ΧΡΙΣΤΙΝΑ- ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Δημήτρης και η Χριστίνα είναι αγκαλιασμένοι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Πες που τι έχεις Χριστίνα μου , και είναι μέρες τώρα το βλέμμα σου που είναι θολό σαν να το σκεπάζει ομίχλη, δεν λάμπει όπως το ήλιο πια , τι έφταιξε καλή μου; Ο γιός μας έχει γιατρευτεί και στα στενά σαν πρώτα με το παιχνίδι χαίρετε και πάλι τη ζωή του .. Εσύ γιατί από τη χαρά είσαι απομακρισμένη;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: ΄Εχω στα στήθεια μου καημό , σκέφτηκα να μην σου μιλήσω, όμως δεν το αντέχω πια, το βάσανο μου σαν κόμπος έχει καθήσει στο λαιμό και θέλει ν αμε πνήξει . Για αυτό και πρέπει να στο πω λίγο να ξαλαφρώσω. Αρχίζει το κλάμα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Πέρδικα λυγερόκορμη καμάρι του σπιτιού μου τι έπαθες και έτσι ξαφνικά άρχισε να δακρίζεις ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μ’ έχει πλησιάσει Δημήτρη μου , ο άρχοντας ο Αντώνης.Στην βρύση εγώ ήμουνα, νερό ,τη στάμνα για να γεμίσω, κι αυτός περνούσε απ’ εκεί καβάλα στ΄αλογό του κι ‘ήρθε κοντά νερό να πιουν το ζώο του κι ο ίδιος. Και μ’ άκουσε να τραγουδώ κι εύθυς του ήρθε τρέλα . Αμέσως με πλησιάσε και θέλησε να μάθει ποια είμαι , ποιο το σπίτι μου και ποια η φαμελιά μου . Απάντηση δεν του ‘ δωσα , και τρέχοντας στο σπίτι επέστρεψα αφήνοντας τον σύξηλο στο παραμιλητό του. ΄Ομως αυτό τον πείσμωσε , μπόλικο έχει γινάτι. Την άλλη μέρα βρέθηκα , κοντά στο μεσημέρι ,στο μαγαζί λίγο γλυκό του κύρη μου να πάρω. κι αλίμονο Δημήτρη και πήγε να τις πάρει. Ποια είμαι τότε ρώτησε, κι ο κύρης μου του είπε όλο χαρά η κόρη του πως είμαι η ακριβή του και τότε ίσως να σκέφτηκε μες το τρελό μυαλό του ότι μπορούσε ο άτιμος της νιότης μου τα κάλλη αν μου έταξε χρήματα θα τα γλυκοτρυγούσε . Κι όπου βρεθώ αλίμονο από εκείνη τη μέρα, μπρόστα μου θα εμφανιστεί με τα γλυκολογά του , ν΄αποζητα ν΄απαρνηθώ τον όρκο που έχω δώσει νά σ’ αρνηθώ Δημήτρη μου μαζι του τα μπλέξω. Μου τάζει μένα μου φιλί τα χρέη μας πως θα σβήσει μέσα από το δευτέρι του το κτήμα πια δικό μας θα γίνει αμέσως στο λεπτό τα χείλη μου αν φιλήσει. Όμως εγώ δέν τ’ άπαντησα ίσια και καθως πρέπει . Μόνο ο Δημήτρης ο άντρας δικαωμα έχει του λέω ,τα χάδια μου χαίρετε και τα γλυκά φιλιά μου . Κ αν δεν μ’ αφήσεις ήσυχη τότε θα του μιλήσω και δεν θα τόχει και πολύ μαζί σου να τα βάλει κι αλίμονο σου απ΄το θυμό που θα του καίει τα στήθη. Γι’ αύτο τολόγο μάτια μου κι είμαι σ΄αυτο το χάλι , μέχει τρελάνει ο άτιμός δεν ξέρω τι να κάνω στο κάθε βήμα θα βρεθεί μπροστά μου σαν το χάρο. Μίλησα και ξαλάφρωσα , και τώρα τη ψυχή μου αισθάνομαι πιο ανάλαφρη το το σφίξιμο στα στήθια έχει πια φύγει κι η καρδιά ξανά κτυπάει σαν πρώτα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:κοχλάζει μες στις φλέβες Χριστίνα μου το γαίμα μου όμως να πάρω εκδίκηση τα χέρια μου δεμένα είναι καλή μου , το κτήμα που είναι η ζήση μας , εμάς και των παιδιών μας, είναι σάυτον τον άτιμο μάττια μου υποθήκη , κι όποτε θέλει αρπάζει το και μένουμε στο δρόμο . Για αύτο Χριστίνα να χαρείς βαλ’ στο θυμό σου φρένο , ειν΄ο άρχοντας κι η δύναμη είναι στα δικά του χέρια. απόφευγε τον μάτια μου ,μαζί του πάρε δώσε μην έχεις , κι όταν σου μιλά κλείνε κι εσύ τ’ άφτιά σου . ΄Αστον να λέει και να ζητά θα βαρεθεί μια μέρα , αφού από σένα δεν θα δει ένα καλό σημάδι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:ΕΓ ώ φοούμαι Δημήτρη μου , μπόλικο έχει γινάτι , μα΄καρι να είναι όπως λες , στα λόγια απλα να μείνει, γιατί αν φθάσει μάτια μου το χέρι του ν΄απλωσει απάνω μου απ΄την ντροπή απ΄τον γκρεμνο θα πέσω..
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Ετόλμησε το χέρι του απάνω σου ν’ άπλώσει, πρέπει αμέσως προσεύχη στον ΄Υψιστο να κάνει ,γιατί στο λέω Χριστίνα μου κανείς δεν τον γλυτώνει, από τα δυο τα χέρια μου , σφικτοθυλιά θα γίνουν και το λαιμό του ορκίζομαι σαν μέγγενη θα σφίξουν και η ψυχή απ΄τα χείλη στον Άδη θα πετάξει .
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ- ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΓΡΙΑ
Ο Αντωνής κάθεται κοντά στην βρύση .
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αν είμαι λίγο τυχερός η αγαπή μου η μεγάλη , θα’ ρθει στη βρύση σύντομα , για να την δω λιγάκι , το γελιο απ΄τα χειλάκια της γλυκά να μου χαρίσει και την καρδιά μου που απ΄το καημό καιγεται ν άναστήσει .
Αρχίζει το τραγούδι.
Ήμουν τυφλός στα δυο σου μάτια βρήκα αγάπη μου το φως κι εκεί που πριν μες το σκοτάδι μόνος ζούσα βρήκα κοντά σου αυτό που χρόνια αναζητούσα βρήκα το φως
Και τώρα ζω ανεβασμένος σ’ του ονείρου τα φτερά κι ευτυχία τώρα πια και η χαρά με αγκαλιάζουν και τώρα ζω στο γαλανό του έρωτα τον ουρανό σ’ ένα παράδεισο κοιμάμαι και ξυπνώ στην αγκαλιά σου
΄Ημουν τυφλός στα δυο σου μάτια βρήκα αγάπη μου το φως κι εκεί που η φλόγα της ζωής πια είχε σβήσει ένα σου βλέμμα το σκοτάδι έχει σκορπίσει βρήκα το φως.
Πριν να τελειώσει το τραγούδι ο Αντώνης φαντάζεται ότι βλέπει την Χριστίνα να μπαίνει στην σκηνή ντυμένη στα άσπρα με ένα πλατύ χαμόγελο ανθισμένο στα χείλη της Μόλις την αντικρίζει πετιέται απάνω σαν ελατήριο.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Να΄την , εκεί π’ άνηφορίζει προς τα δω...ο Αγγελος της ζωή μου , η χαρά μου.
Της φωνάζει μια δυο φορές .
Χριστινα, Χριστινα . περνάς και φεύγεις πέρδικα , κι ουτέ ένα γεια δεν λες , γιατί; Τι σου΄κανα ο δόλιος κι αντίχαρά που καρτερώ με πόνο με ποτίζεις.
Αυτή χωρίς να του δώσει σημασία συνεχίζει με αργές κινήσεις τον δρόμο της, ο Αντώνης τρέχει προς το μέρος της η Χριστίνα έχει ήδη πλησιάσει στην έξοδο, απλώνει τα χέρια του και κάνει μια προσπάθια να την πιάσει,την ίδια ώρα μπαίνει στην σκηνή μια γριά με το σταμνί στο χέρι και ο Αντώνης την αγκαλιάζει.
Πέρδικά λυγεροκόρμη στάσου για λίγο , φως μου, μην φευγεις σε παρακαλώ μονάχο μην μάφηνεις ,λυπήσουμε τον δισμοιρο που λιώνω , στάσου, στάσου
Ο Αντωνής προσπαθει να την φιλίσει.
ΓΡΙΑ: Βρε Αντώνη τρελάθηκες , έχασες το μυαλό σου παράτα με ασυγχώρητε , τα μάτια σου δε βλέπουν , άσε με τρισκατάρατε τι θέλεις από μένα , απ΄τη γιαγια σου θεότρελε χάδια και φιλιά γυρεύεις;
Ο Αντώνης μόλις αντιλαμβάνεται την γκάφα του, σπρώχνει την γριά και την ρίχνει κάτω , σπάζοντας της και το σταμνί και βγαίνει τρέχοντας φωνάζοντας πάντα το όνομα της Χριστίνας , μπροστα στα έκπληκτα μάτι ατης γριάς που σταυροκοπιέται.
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ:ΑΝΤΩΝΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Αντώνης είναι κρυμμένος πίσω από ένα θάμνο με το όπλο στο χέρι. Από την αντίθετη πλευρά της σκηνής μπαίνει τραγουδώντας, ο Δηήτρης με την τσάπα στον ώμο, επιστρέφει από το αμπέλι. Ο Αντώνης φέρνει το όπλο στον ώμο και τον σημαδεύει.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Να, τον , που ανηφόρισε και φεύγει από το κτήμα, μολις πλησιάσει προς τα δω και μπει μες το σημάδι , του ρίχνω μια στη κεφαλή στον τόπο τον αφήνω.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:΄Οταν θα φύγεις ένα γκρίζο δειλινό απ΄τη ζωή μου , να το ξέρεις θέλω φως μου θα’ ναι για μένα το τέλος πια του κόσμου και η ζωή μου πια ένα απέραντο κενό .
ΑΝΤΩΝΗΣ: Πολύ γλυκιά η φωνούλα σου , μα είναι γραφτό να σβήσει, Στερνή φορά που τραγουδάς , σε λίγο φθάνει η δύση. Ποτέ εγώ δεν ήθελα ,τα χέρια μου με αίμα να βάψω κι αν όπλο κρατω ,στο λέω δεν είναι ψέμα ,στα χέρια μου το έβαλε Δημήτρη η κυρά σου, αυτή έδωσε την εντόλη, που μ’ Αρνήθηκε ένα φιλί , όμως εσύ όταν φύγεις , από την μέση όλα πια θ΄αλλαξουν κι χαρά μου , θα τ΄ρεξει δίχως να σκεφτεί στην ανοικτή αγκαλία μου.
Ο Δημήτρης συνεχίζει το τραγούδι.
Εσύ και τίποτ’ αλλο αλήθεια σου το λέω γεμίζεις τη ζωή μου με χαρά. Κι αν φυγει ς να το ξέρεις κι ο αγέρας π΄αναπνέω θα γίνει πια για μένα συμφορά
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποτέ εγώ δεν ήθελα ,τα χέρια μου με αίμα να βάψω κι αν όπλο κρατω ,στο λέω δεν είναι ψέμα ,στα χέρια μου το έβαλε Δημήτρη η κυρά σου, αυτή έδωσε την εντόλη, που μ’ αρνήθηκε ένα φιλί.
Ο Δημήτρης συνεχίζει το τραγούδι.
Όταν θα φύγεις ένα γκρίζο δειλινό κι εγώ θα γύρω σαν τον ήλιο για τη δύση κάθε μου όνειρο για πάντα πι αθα σβήσει θα’ ναι η ζωή μου ένα απέραντο κενό.
Ο Δημητρής κοντοστέκεται κοιτάζει δεξιά , και αριστερά. Τα χέρια του Αντώνη αρχίζου να τρέμουν.
Απο αυριο τα χείλη της δεν θα φιλούν εσένα κι ούτε στ’αγκάλια της γλυκά τις νύκτες θα κοιμάσαι, το ξέρω ειν’ κρίμα κι αδικο, αλλα πρέπει να φύγεις, γιατί είσαι το εμπόδιο το δρόμο που μου κλείνει.
Ο Δημήτρης προχωρεί με αργά βήματα. Ο Αντώνης τον σημαδεύει και πάλι.
Σ΄εχω έχω πια στο σημάδι μου, η ώρα σου έχει φθάσει,σε λίγο ο χαρος γελαστός θα’ ρθει να σ΄αγκαλιάσει.
Σημαδεύει τα χέρια του τρέμουν, ρίχνει ένα πυροβολισμό, αλλά δεν πετυχένει τον Δημητρη, που πέφτει τρομαγμένος κάτω για να γλυτώσει Και έρποντας βγαίνει, πριν προλάβει ο Αντώνης να ξαναγεμίσει το όπλο του και να του ξαναρίξει. . Ο Αντώνης βγαίνει απ’ την κρυψώνα , και νευριασμένος κλωτσά μια πέτρα που βρίσκεται μπροστά του.
ΑΝΤΩΝΗΣ:Φωτιά να πέσει πάνω σου κάρβουνο να σε κάνει, τη γλύτωσε ο άτιμος , τύχη βρε που την είχε , από δυο μέτρα απόσταση , τα σκάγια δεν τον βρήκαν. Πως να τον βρουν αφού άπειρος είμαι και φοβιτσιάρης , άδικα τόση κούραση φόρτωσα στο μυαλό μου ,αυτή η δουλεια θέλει πυγμή και θάρρος για να γίνει, κι εγώ στερούμε και τα δυο , άνανδρο είμαι ανθρωπάκι, που έχει το χρήμα δύναμη μ΄αδύνατα όμως χέρια. Αν έδινα στον Κωσταντή τρεις λίρες για μπαξίσι , ευθυς θα τον ξεπάστρεβε , θαρρώ αυτή είν΄η λύση . ΄Οχι είναι καλύτερα πιστεύω κι αυτό πρέπει να γίνει από εμένανε τον ίδιο , εγω μονάχος μ’ άυτά τα χέρια τα δυο ,στον Αδή να τον στείλω.
Βγαίνει τρέχοντας.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Ο Αντώνης βηματίζει ανήσυχος πέρα δώθε.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αύτη πια η κατάσταση θαρρώ δεν πάει άλλον, παρά να κάμω φονικό τα χέρια μου να βάψω με αίμα είναι καλλύττερα Χριστίνα να σε κλέψω και με το ζόρι να χαρώ της νιότης σου τα κάλλη.
Απο μακριά ακούγεται το τραγούδι της Χριστίνας. Ο Αντώνης στνματάει τον βηματισμό του και αφουγράζεται.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Αγάπησα τα μάτια σου γαλάζιες χάντρες στην καρδιά μου στέλνουν χάδι ερωτικό αγάπησα τα χείλη σου γλυκό βελούδο του έρωτά μου το μεγάλο μυστικό.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Είναι πολύ παράξενο τέτοια ώρα τι γυρεύει απ΄τη δική μου γειτονιά η όμορφη ανεράδα ; Ευχαριστώ σε Πλάστη μου που τον συλλογισμό μου διάβασες και μου έστειλες την ομόρφη κυρά μου.
Η Χριστίνα μπαίνει στην σκηνή , Ο Αντώνης κρύβεται για να μην τον δει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι σ΄ αγαπώ γιατί είσαι το λουλούδι π’ ανθίζει στην καρδιά μου γιατί είσαι έρωτά μου αλλιώτικο τραγούδι π’ αγγίζει τα όνειρά μου γιατί είσαι η χαρά μου ναι σ’ αγαπώ.
Ο Αντώνης κάνει την εμφάνησή του, μπροστά στην ξαφνιασμένη Χριστίνα και συνεχίζει αυτός το τραγούδι της.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αγάπησα το σώμα σου θεά πλανεύτρα την ζωή μου με τον ήλιο σου μεθάς κι αν ζω για το χατίρι σου το κάνω φως μου όνειρό μου κάθε κύτταρο ξυπνάς.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ:Αύτος τώρα μας έλειπε, Θέε μου τι να κάνω ; να του ξεφύγω δεν μπορώ , ξοπίσω θα με πάρει. ΄Ενα γλυκο χαμόγελο όμως αν του χαρίσω , μέχρι να ρθει στα σύγκαλα, εγώ θα΄χω ήδη φύγει. Μα πάλι όχι ,γιατί αυτός στραβα όλα θα τα πάρει και θα πιστέυψει αλίμονο πως τα γλυκά τα μάτια του κάνω και χειρότερα τότε για μένα θα είναι .
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποιος άνεμος εφύσηξε και σ’ έφερε εδώ πέρα, στη γειτονιά μου όμορφη ; ποιο ριζικό ποια μοίρα;
Η Χριστινα συνεχίζει το δρόμο της χωρίς να του απαντήσει.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σε ρώτησα δεν απαντάς; Μες στην χαρά λουσμένη είσαι θαρρώ ανεράδα μου δεν θα μου πεις να μάθω κι’ εγιώ ή τό’ χεις μυστικό, με τη χαρα σου να χαρώ;
Η Χριστίνα συνεχίζει το δρόμο της.
Απ’ το τραγούδι σου ξυπνούν ακόμα κι’ οι πεθαμμένοι η μοίρα που σε μοίρανε νά είναι ευλογημένη. Πόσο καιρό για σένανε θα λιώνω και να στάζω και ζωντανός τον θάνατο για χάρη σου θα ζω, αφού από μόνη δεν μπορέις ή έστω δεν το θέλεις τα χάδια σου και τα φιλιά σ ‘ εμένα να κερνάς . Πόσο καιρό , μες στη καρδιά η πίκρα και ο πόνος φωλιά θα κτίζουν κι η χαρά από μένα νε μακριά , θ΄ανοιγει πες μου τα φτερά και μακριά θα φεύγει , πόσο καιρό θ΄αποζητω τη λύτρωση να βρω; .
Την αρπάζει από τον μπράτσο και την τραβάει κοντα του,προσπαθεί να την φιλίσει. Αυτή αντιστέκεται.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: ΄Αφησε με , παράταμε , τ αχέρια σου από μένα κράτα σου λέω μακριά , γιατί στο λέω αλήθεια πως δεν το θέλω και πολύ παλιάνθρωπε , ρεζίλι , να σε σκοτώσω , αμαν πια , στο είπα δεν σε θέλω , δεν μου αρέσει η φάτσα σου, το βλέμμα τ΄αγριεμένο και με το ζόρι δεν μπορείς τίποτα να κερδίσεις
Ο Αντώνης σκάει στα γέλια.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σώπα γιατί φοβήθηκα ,τρέμω όπως το πουλλάκι και η καρδιά στα στήθια σαν άλογο καλπάζει. Τα κάλλη σου θα τα χαρώ το θέλεις δεν το θέλεις κι αν με σκοτώσεις όπως λες θα φύγω ευτυχισμένος.
Η Χριστίνα τον προκαλέι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ : ΄Ελα τ’ αγκάλια ανοικτά , έχω και σε περιμένω , έλα , τώρα που ανάβει σαν φωτιά και το αίμα μου και κοχλαζει , έλα , προχώρα , εμπρός λοιπόν ότι θες να κάνεις , κάντο, εδώ και τώρα αν σπου περνά ή μονο λόγια είσαι.
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΄Ερχομαι ανεράδα μου, έρχομαι πέρδικα μου, με δυο ολόγλυκα φιλιά να σβήσεις τη φωτιά , αυτή τη μέρα να ξερες πόσο τη καρτερούσα , όπως ζητα ο τυφλός το φως , ματια μου αποζητούσα .
Μόλις την πλησιάζει η Χριστίνα του καταφένει μι ακλωτσιά στα γενητικά όργανα αυτός διπλώνεται από τον πόνο και γονατίζει σφαδάζοντας στο έδαφος,.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Πως θα μπορούσες πίστεψες άτιμε το στεφάνι που έβαλα στο κεφαλί απ’ του Θεού το χέρι , έτσι ευκολα θα σ’ άφηνα να μου το μαγαρίσεις. Γελάστηκες, για μια αφορά ακόμη έπεσες έξω, δεν είμαι για τα δόντια σου βαλ ΄το καλ΄αστο νου σου.
Η Χριστινα βγαίνει τρέχοντας ο Αντώνης μένει εκεί να βογγάει απ’ τον πόνο.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ:ΑΝΤΩΝΗΣ
Ο Αντωνής κάθεται και σκουπίζει ένα μαχαίρι με ένα κομμάτι ρούχο, μονολογώντας.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δεν έχω άλλο δρόμο πια Θεέ μου να τραβήξω . Τα ψέματα τελειώσανε , πάρτο Αντώνη χαμπάρι, ή εκείνος φεύγει ή εγώ, κι οι δυο μας δεν χωράμε σ΄αυτο τον ψεύτικο ντουνιά αντάμα για να ζούμε. Αν έτρεμε το χέρι μου προχθές με το ντουφέκι με το μαχαίρι μερακλής πιότερο είμαι πιστέυω , χιλιάδες ζώα έσφαξα και δυνατά έχω μπράτσα , μια μαχαιριά μες στην καρδιά θα τον αποτελείωσει. Θα τον αφήσω την αυγή να πάει στο χωράφι, στο όργωμα είναι μερακλής της γης θα δώσει αβέρτα , και όταν θα βγει μεσούρανα ο ήλιος κουρασμένος θα κάτσει να ξεκουραστεί και μια μπουκιά να βάλει στο στόμα του, ξεκούραστος δουλειά να ξαναρχίσει. Τότε κι εγώ , από δίπλα του τυχαία , θα περάσω και πάνω στο χαιρέτισμα τις σφήνες μου θα ρίξω για την Χριστίνα θα του πω όσα θέλω ν΄ακούσει , κι όταν τον ζώσει ο θυμός και η φωτιά ανάψει , τότε χωρίς χρονοτριβή τραβάω το μαχαίρι και στη καρδιά του ολόισια μες την καρδιά το μπήγω. Και τον αφήνω αιμόφυρτο στη γη κι όλα τελειώνουν. Ο δρόμος πια θα είναι ανοικτός στον τάφο ο Δημήτρης όταν θα μπει εμπόδιο δεν θα έχω πια μπροστά μου .
΄Αρχίζει το τραγούδι.
΄Ομορφη που’ ναι η ζωή όταν ξυπνώ κάθε πρωί και βλέπω μες τα μάτια σου τον ήλιο ν’ ανατέλλει, μοιάζει λουλούδι που γλυκά απ’ την ανάσα σου ξυπνά κι ολάνθιστο της ομορφιάς το μύρο γύρω στέλνει.
΄Ομορφη που’ ναι η ζωή όταν διψώ κι απ’ την πηγή που κρύβουνε τα χείλη σου με νέκταρ ξεδιψάω, κάθε λεπτό φανταστικό το χάδι σου το μαγικό γλυκά με συνεπαίρνει κι απ’ τη φλόγα σου μεθάω.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Δημήτρης κρατάει ένα μαχαίρι στα χέρια και το περιεργάζεται.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Πρέπει να ξέρω που πατάω, που περπατώ τι κάνω , αν έβαλε μες’ στο μυαλό του να με καθαρίσει, και αν δεν τα κατάφερε στον τάφο να με στείλει, προχθές , εκεί στο δίστρατο καθόλου δεν θα αργήσει για να επαναλάβει την πράξη του και σίγουρο πιο προετοίμασμένος θα είναι τούτη τη φορά . Δεν πρέπει να’ χω άδεια έγω τότε τα χέρια μου μαχαίρι πάντα θα ‘ χω κρυμμένο μες τη τζλεπη μου και στην δουλειά που πάω με μάτια δεκαττέσσερα θα περπατώ στο δρόμο . Και της Χριστινάς μου γι αυτό δεν πρέπει να της μιλήσω, έχει κι αυτοί τις έγνοιες της κι αλλες να της φορτώσω. Δεν θελώ εγώ τα χέρια μου με αίμα να τα βάψω, γιατί η ζωή του καθενός στον Πλάστη μας ανοίκει , κι αυτός μονάχα και μπορεί σαν θέλει να την πάρει. Να πάω όπως σαν το αρνί ολόισια στο σφαγείο,είναι άδικο κι ουτε ο Θεός ετούτο δεν το θελει.
Αρχίζει το τραγούδι.
Στον ψεύτη κόσμο όταν θα πω γεια και χαρά δεν θέλω μάτια μου καθόλου να με κλάψεις δεν θέλω φως μου να διπλώσεις τα φτερά την ομορφιά στα μαύρα ρούχα να σκεπάσεις
Γιατί είναι κρίμα κι αδικο και για την ομορφιά σου Να βάλεις φως μου κλειδωνιά για πάντα στην καρδιά σου
Στον ψεύτη κόσμο όταν θα πω για και χαρά θέλω τον όρκο σου καλή μου να πατήσεις Με κλάμα δεν θελώ να διώξεις τη χαρά Κι απ’ τα χειλάκια σου το γέλιο να το σβήσεις.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Δημήτρης κρατάει μια τσάντα στο χέρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Έβγαλα μπόλικη δουλειά , να πάρω μια ανάσα , να βάλω μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μου ν’ άντέξω, να πιω και δυο γουλιές νερό κι εφθύς να ξαναρχίσω το όργωμα , πολύ δρομό, ακόμη έχω μπροστά μου , μέχρι που ο ήλιος κουραστεί και γύρει γαι τη δύση .
Προχωρά τραγουδώντας και κάθεται λίγο πιο πέρα.ανοίγει τη τσάντα και βγάζει το φαγητό του.
Ο ήλιος απ’ τα μάτια της Το φως να κλέψει θέλει Κι΄όταν κοιμάται ειν σκοτεινά Όμως την ώρα που ξυπνά Κι ο ήλιος ανατέλλει ...
Μπαίνει στην σκηνή ο Αντώνης και πλησιάζει προς το μέρος του.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δημήτρη ώρα σου καλή, από πότε είσαι στο κτήμα και όργωσες και μπράβο σου ολόκληρη κοιλάδα. Βρε μπας και ήσουνα εδώ όλο το βράδυ;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Τα χρέη μου αν σε πνήγανε , κι οι τόκοι μα κι η φτώσια θα παρακάλούσες το Θεό ποττέ να μην νυκτώνει δυο ώρες ύπνος ειν αρκετές να πνάσει το κορμί σου .
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δυο ώρες ύπνος , μπράβο σου και στο τραγούδι πρώτος . Μπόλικη έχεις αντοχή , ειλικρινά σε θαύμαζω , όμως μες στο κεφαλι μου με τρώει μια απορία , δεν θα ντραπώ Δημήτρη μου κι ευθύς θα σε ρωτήσω. Και η Χριστίνα συμφωνεί ; πάνω στον ανθό της νιότης , δεν είναι κρίμα κι άδικο μονάχη να κοιμάται.
Ο Δημήτρης πετιέται απάνω σαν ελατήριο. Με φωνή γεμάτη θυμό .
ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Τι γίνεται στο σπίτι μου , εσένα να μην σε νοιάζει , το ταιρί μου το ακριβό παράπονο δεν έχει, εσένα ποια ειν΄η έγνοια σου μονάχη αν κοιμάται ;
ΑΝΤΩΝΗΣ: ‘Εκανα μια ερώτηση , είναι ανάγκη να θυμώνεις ; εγώ θαρρώ ειν’ αδύνατο , ν’ άντεξει μια γυναίκα , χωρίς τον άντρα δίπλα της τις νύκτες να κοιμάται. Και μάλιστα μια όμορφη κυρά σαν τη δική σου, μ’ άυτο το αγγελικό κορμί που δεν το’ χουν οι αγγέλοι, πόσο θ΄αντέξει μοναχή τις νύκτες να ξαπλώνει , χωρίς το χάδι το φιλί θα λιώσει σαν κεράκι ,σαν το λουλούδι που νερό τις ρίζες του δεν ποτίζει , θα μαρανθεί και μι ααυγή θα γύρει ξεραμένο. ,
Ο Δημήτρης προχωράει προς το μέρος του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Για πές μου , ποιός σε έστειλε εδώ να με συγχίσεις; Ολοίσια το δρόμο σου τράβηξε ευθύς και φύγε κι άσε σε παρακαλώ να κάνω τη δουλεια μου .
ΑΝΤΩΝΗΣ Να’ χα εγώ για ταίρι μου Δημήτρη τη Χριστίνα , φωτιά από τον ουρανό να πέσει αν λέω ψέμα ,θα κλέφτα χρόνο απ΄τη δουλεια να βρισκομαι κοντά της. ΄Εχεις τον ήλιο σπίτι σου και δεν το χαμπαρίζεις , και το μυαλό σου στη δουλεια συνέχεια το έχεις .
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Σβήσε από το δευτέρι σου τα χρέη μου και τότε, εγώ θα μείνω σπίτι μου και τις δουλειές θ’ αφήσω.
ΑΝΤΩΝΗΣ Η Χριστίνα αν ερχότανε από μένα να ζητήσει αυτή τη χάρη υπόσχομαι πως ήταν στην κάνω. Στείλε την νάρθει σπίτι μου μονάχη της απόψε κι εγώ το λόγο μου κρατώ τα χρέη σου θα σβήσω τότε απ’ το δευτέρι μου κι ήσυχο θα σ’ αφήσω.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Φτού σου φωτιά απ΄τον ουρανό να πέσει να σε κάψει, παλιάνθρωπε που να μου πεις στο σπίτι το δικό σου να στείλω την γυναίκα μου το ταιρί τάκριβό μου.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αν θέλεις δεν παρακαλώ, έχω το πάνω χέρι.
ΔΗΜΗΤΡηΣ:Μα έχω κι εγώ στην τζέπη μου ένα δίκοπο μαχαίρι.
Βγάζει το μαχαίρι απ’ τη τζέπη.
Και αν αν ορμήσω απάνω σου,στα χέρια μου αν σε πιάσω, όπως το αρνί μα το Θεό θα κόψω το λαιμό σου .΄Εδωσα τόπον στην οργή, έκοψα τον θυμό μου σαν έμαθα πως κυνηγας ξωπίσω την καλή μου , μα βλέπω το παρατραβάς κι αυτό δεν το γουστάρω , φύγε πρωτού σε στείλω να πας ολόισια στο χάρο.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Έχεις τα κότσια και μπορείς δοκίμασε να δούμε. Κι αν λογαριάζεις θα σταθώ με χέρια σταυρωμένα, έπεσες έξω φίλε μου , λάθος υπολογίζεις .
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Βλέπω ολοίσια στο καυγά το πας ή κάνω λάθος; Όμως τούτη τη φορά θα σε ακολουθήσω , πρέπει ένα τέλος να δωθεί και δεν θα’ ναι για καλό σου , γιατί πιστεύω βρέθηκε και σένα ο δάσκαλός σου. .
Ο Δημήτρης ορμάει προς το Αντώνη που προλαβαίνει να βγάλει κι αυτός το μαχαίρι απ’ το θηκάρι, πιάνουνται στα χέρια. Ακολουθεί πάλη και στο τέλος μια κραυγή. Και βλέπουμαι τον Δημήτρη να πέφτει σφαδά ζοντας στη γη.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΕΛΕΝΗ- ΠΑΝΑΓΗΣ
Η Χριστίνα βηματίζει ανήσυχη πέρα δώθε.
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ: Παράξενο, νύκτωσε , στον ουρανό τ΄αστερια βγήκαν σεριάνι κι ο άντρας μου δεν φάνηκε ακόμη , προχθές μου υποσχέθηκε , πρότου να δύσει ο ήλιος θ’ αφήνει πίσω τη δουλειά και στο σπίτι θα επιστρέφει . Να βλέπει λίγο τα παιδιά, κι εμένα που είμαι μόνη κι εχω ανάγκη , μια αγκαλιά , ένα φιλί ένα χάδι. ,
Ακούονται γκαρίσματα αλόγου.
Δεν πρόλαβα τη σκέψη για να ολοκληρώσω , κι άκου το γαιδούρι μας , στην πόρτα που γκαρίζει.
Η Χριστινού τρέ χει προς την έξοδο, στέκει στην άκρια και κοιτάζει έξω.
΄Αργησες πάλι μάττια μου και μ’έφαγαν οι έγνοιες, δεν είπαμεν πως πιο νωρίς θα΄ρχεσε πια στο σπίτι ; δεν μ΄απαντάς, πως σ’ αγαπώ το ξέρεις και πως θέλω λίγες στιγμές οι δυο μαζί αντάμα να περνάμε.
Βγάζει μιαν δυνατή κραυγή.
Παναγιά μου Δέσποινα, ο γάϊδαρος ζεγμένος, μόνος στο σπίτι επέστρεψε , ο Δημήτρης μου που να΄ναι; γιατί δεν ήρθανε κι οι δυο αντάμα όπως πάντα; Σταυροκοπιέται.
Πλάστη μου βάλ’ το χέρι σου κακόν να μην μας βρηκε , κι ο άντρα μου να’ ναι καλά , στο σπίτι να επιστρέψει . Φωνάζει δυνατά.
Μανά, πατέρα μου καλέ, τρέξετε να χαρείτε , κάτι κακό τον άντρα μου σιγουρα θα τον βρήκε . Για να επιστρέψει στο χωριό ο γάϊδαρος μοναχος.
Βγαίνουν τρέχοντας στην σκηνή οι γονείς της Χριστίνας.
ΕΛΕΝΗ: Μα τι έπαθες κορούλα μου , και οι φωνές σου φθάνουν μέχρι την άκρη του χωριού; Τρελάθηκες χαρώσε;
ΠΑΝΑΓΗΣ: ΄Επαθε κάτι ο μικρός ; κτύπησε, πού είναι τώρα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο άντρας μου δεν γύρισε ακόμη από το κτήμα , ήρθε μονάχα ο γαίδαρος ζεγμένος με τ’ άλετρι .
Δείχνει με το χέρι προς την έξοδο.
Κάτι κακό θα έπαθε το αισθάνομαι το νιώθω.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Πάντα το μυαλό σου στο κακό τρέχει , για σοβαρέψου ,αν τέλειωσε το όργωμα τι ήθελες να κάνει , το άροτρο θα άφηνε στο κτήμα να το κλέψουν,στο σπίτι θα το έφερνε γαι να το προφυλάξει. Γι΄αυτο ίσως κι ο γάίδαρος να επέστρεψε ζεγμένος.
ΕΛΕΝΗ: Εμίλησε στον άντρα σου , του είπες το μυστικό σου;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Δεν άντεξα μανούλα μου , κι άνοιξα την καρδιά μου ,να ξαλαφρώσω ήθελα και εκείνος να προσέχει . Με άκουσε με προσοχή ,βαθειά συλλογισμένος μου είπε να φεύγω μακριά όταν τον ανατμώνω ,να μην του δίνω αφορμή κοντά μου πλησιαζει .
ΕΛΕΝΗ: ΄Εχει μυαλό ο άντρα σου , τις πράξεις του μετράει.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μα ο Αντώνης είναι πονήρος ,αχ... να΄ξέρα που το πάει , η σκέψη του η παράλογη , κι αν βρέθηκε στο κτήμα , με το κακό μες στο μυαλό , και την χολή στο στόμα ; εχεί μυαλό ο άντρας μου κι υπομονή μεγάλη, μα όταν το ζώσει ο θυμός , οταν αρχίσει η πάλη μέσα του , που θα οδηγηθεί κι ο ιδιος δεν το ξέρει. Όταν κρατά στην τζέπη του ένα δικοπο μαγαίρι.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Χριστίνα άναψε τον φανό, κι έλα μαζί να πάμε ,τρέχοντας, μην καθυστεράσ κόρη μου στο χωράφι. Μ’ αυτα τα λόγια που ακουσα απ΄το στόμα σου να βγαίνουν φοβάμαι πως στον άντρα σου ακό βρήκε μεγάλο.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ- ΠΑΝΑΓΗΣ- ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Παναγής και η Χριστίνα με το αναμμένο φανό στο χέρι ψάχνουν απελπισμένα για τον Δημήτρη
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Απάντησε Δημήτρη μου ν ΄ακούσω τη φωνή σου . Τι έχει συμβεί και ξέχασες στο σπίτι να γυρίσεις; ένα σημάδιν δωσε μου για να βρεθώ κοντά σου . ένα σημαδι σου ζητώ τον πόνο μου να σβήσει.
ΠΑΝΑΗΣ: Δεν απαντά Χριστίνα μου, αδικα του φωνάζεις .
Ακούονται βογκητά .
ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ:Σα να κι ακούω βογκητα , αυτή την αίσθηση έχω , έλα πατέρα προς τα εδώ , φέξε με το φανάρι , κάτω που τον τόιχο εδώ σιμά , κάνε την νύκτα μέρα .
ΠΑΝΑΓΗΣ: Σα να΄χεις δίκιο κόρη μου ,κάτι κι εγώ ακούω .
Βρίσκουν τον Δημήτρη πεσμένο ανάσκελλα γεμάτο αίματα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Παναγιά μου Δέσποινα, φέξε καλά πατέρα, αλίμονο της μοίρας μου της μαύρης μου της τύχης , να τον νεκρό τον άντραν, στο αίμα βουτηγμένο .
Η Χριστίνα πέφτει απάνω στον τραυματία σύζυγό της με αναφυλλητά.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Σταματα τ’ αναφυλλήτα Χριστινα μου κι ακόμη , ο άντρας σου είναι ζωντανός, κορούλα μου αναπνεέι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Δημήτρη μου ,λεβέντη μου , ποιος άτιμος σου πήρε , θέλω να ξέρω την ζωή ,
ΠΑΝΑΓΗΣ:΄Ελα γαμπρέ μου μιλησε και πές μας τ’ ονομα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:(Με δυσκολία) Ο Α –ντώ- νης , είναι ο άρχο-ντας , αχ. αχ.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο Τρισκαταραμένος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Μ’ ε -ναν μα-χαί- ρι δίκοπο, κά-ρφω-σε την κα-ρδιά μου.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Φωτιά να ριξει ο Πλάστη μου κάρβουνο να τον κάνει .
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:Να-χεις το νού σου στα μω-ρά, καλά να τ΄ανα-θρέ-ψεις,και εγ- ώ δεν εί-μαι για ζω-ήν, αχ.. .φεύ-γ ω Χρι-στι-να πά-ω.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Θεέ μου δώς’ του δύναμη διώξε μακρία τον χάρο....
Τον κραταέι σφικτά στην αγκαλια της .
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ:ΠΑΝΑΓΗΣ –ΕΛΕΝΗ
Ο Παναγής στέκει στο κέντρο της σκηνής δίπλα του είναι η σύζυγός του Ελένη.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Αρνιέται ο τρισκατάρατος, τίποτα λέει δεν ξέρει, με τον Δημήτρη αντάμωσε κοντά πριν δυο βδομάδες , είχαν οι δυο συζήτηση να κάνουν για το χρέος , που έπρεπε να ξωφληθεί πριν λήξει η προθεσμία. Εμένα τι μου έφταιξεν ο άνθρωπος αστυνόμε , θαρρείς πως έχω τρελαθεί, να χάσω τα λεφτά μου. Γνωρίζεις πόσα μου χρωστά, κι ολη η περιουσία που έχεις κοντά σε μένανε την έχει υποθηκεύσει.
ΕΛΕΝΗ: Γιελιέτε έτσι εύκολα , αυτός ο παγαπόντης , έχει το χρήμα και μπορέι όλους να τους αγοράζει.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Ψεύτης και κλέφτης Ελένη μου , λέει μια παροιμία, τον πρώτον χρόνο χαίρονται ,κάτι στραβά θα πάει , και θα πληρώσει ο άτιμος για όσα μας έχει κάνει. Σήμερα με ενημερώσαν πως θα ’ ρθει από την πόλη , ένας πολύ καλός ζαπτιές στο κτήμα για να πάμε , που έχει την ειδικότητα από την γη σημάδια να ξεχωρίζει κι αν ο Θεός το άγιο του χέρι βάλει και κάτι βρει , που να μαρτυρά πως ότι ο Αντώνης είναι ο φονιάς , στην κλούβα ευθυς , αμέσως , θα τον βάλει κι ολόισια στης φυλακης τα σίδερα θα τον κλείσει.
ΕΛΕΝΗ: Το βλέπω πολύ δύσκολο , πάλιν θα την γλυτώσει , έχει πολλούς που μαρτυρούν αβίαστα ότι τον είδαν ,την μέρα εκείνη απ΄το πρωί στις μάντρες να πηγαίνει .
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ- ΠΑΝΑΓΗΣ
Βρίσκονται στο χώρο όπου είχε γίνει ο φόνος του Δημητρό και μαζεύουν στοιχεία. Ο Αστυνόμος είναι σκύφτός στην γη και περιεργάζεται κάποια σημάδια, ο Παναγής στέκει δίπλα του.
Αστυνόμος: Θαρρω πως κάτι βρήκαμε κυρ Παναγή εδώ πέρα , πάνω στην πάλη οι μπότες τους βαθειά μέσα στο χώμα μπαίνανε και τ’ αχνάρια τους καλοσχηματισμενα , πάνω στην φρεσκο- οργωμένη γη καλά δες ξεχωρίζουν , εδώ και αρκετή ώρα μετραώ, ξαναμετράώ δέκα σημάδια ολόιδια θα΄ναι από τις πρόκες που είχαν οι μπότες του φονιά στις σόλες από κάτω .
Ο Παναγής σκύβει και κοιτάζει εκεί που του δείχνει ο Αστυνόμος.
Σήμερα κιόλας στον φονιά θα βάλω χειροπέδες και πίσω από τα σιδέρα απόψε θα τον κλείσω . Τσαγκάρης είσαι του χωριού, εσύ θαρρώ θα ξέρεις ποιος είναι που παράγγειλε μπότες με δέκα πρόκες στην κάθε μια τη σόλα τους .
Ο Παναγής πετιέτιαι πάνω το ίδιο και κοιτάζει με ανοικτό το στόμα τον αστυνόμο.
ΠΑΝΑΓΗΣ: Στον Αντώνη τον άρχοντα έφτιαξα αυτές τις μπότες, ώστε αυτός είναι ο φονιάς ο τρισκαταραμένος , που έντυσε την κόρη μέσα στα μαύρα ρούχα;
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ:Ο Αντώνης ο άρχοντας, έστείλε τον γαμπρό σου, με ένα μαχαίρι δίκοπο του χάροντα πεσκέση. Τωρά ,όλα το μαρτυρούν κι αβίαστα το φωνάζουν και ν’ αρνηθεί πια δεν δεν μπόρει , υπάρχουν οι αποδείξεις , που θαν τον πάνε ολόισια , μια μέρα στην κρεμάλα .
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΠΑΝΑΓΗΣ-ΕΛΕΝΗ
Συνομιλούν .
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Είμαι πολύ χαρούμενη, τον Πλάστη μου δοξάζω , τις προσευχές μου π’ ακουσε και έλαμψε η αλήθεια.
ΕΛΕΝΗ: Όταν το θέλει ο Θεός , τίποτα πια δε μένει πάνω σ’ άυτη τη γη κρυφό .
ΠΑΝΑΗΣ: Ποιο είναι το χέρι του φονιά , η τυχη πως τα φέρνει , και έτυχε στα πόδια του ο Αντώνης να φοράει τις μπότες που του εφτιαξα τον περασμένο μήνα και είχαν στη κάθε σόλα τους ,μονάχα δέκα πρόκες
ΣΚΗΝΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ- ΠΑΝΑΓΗΣ- ΕΛΕΝΗ- ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ- ΚΟΜΠΑΡΣΟΙ.
Αρκετοι ανθρωποι παρακολουθούν την μεταφορά του Αντώνη με χειροπέδες από το χωριό για τις φυλακές.
Ακούεται ένα τραγούδι με την φωνή του Αντωνή.
Σαν γύρει ο ήλιος για τη δύση τ’ αστέρια βγουν στον ουρανό η μοναξιά μου θα αρχίσει ταξίδι δίχως γυρισμό.
Οι νύχτες άδειες πως να φύγουν αιώνας το κάθε λεπτό η πίκρα με τον πόνο σμίγουν σ’ ένα θλιμμένο ουρανό.
Ένα ανηφόρι η ζωή μας πως να μπορέσω ν’ ανεβώ χωρίς εσένα ούτε βήμα να κάνω τώρα δεν μπορώ.
Προχωροντας ο Αντώνης ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο προς το μέρος της Χριστίνας και εκείνη σκύβει κάτω το κεφάλι.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ: ΠΡΟΣΩΠΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΜΑΡΙΑ
Επιστροφή στην δεύτερη σκηνή του εργου, γιαγιά και εγγονή Είνα καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη και η γιαγια συνεχίζει την αφήγησή της.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Τον Αντώνη καταδίκασαν Μαρία σε κρεμάλα , αυτή ήταν τότε η ποινή που έβαζαν στους φονιάδες. Μα πριν του βάλουν την θηλια, για χάρη τελευταία ,εζήτησε ένα παπά , να δει μετανιωμένος. Στα γόνατα του έπεσεν , με δάκρια στα μάττια και ζήτησε συγχώρεση, απ’ το Θεό να πάρει. Και είπε στο Παπα Κωνσταντή , σ΄εμένα πως αφήνει , και κινητά κι ακίνητα που έχει στ΄ονομά του. Της στέρησα τον άντρα της μεγάλο έκανα κρίμα , την άφησα με δυο παιδιά χήρα μέσα στα μαύρα.
Και σ’ όλους τους συγχωριανούς τα χρέη τους χαρίζω, δεν έχω πια απαίτηση χαλάλι τους τα κάνω τους.
ΜΑΡΙΑ: Αφού τον καταδίκασαν σαν μου’ πες μου σε κρεμάλα , πως είναι ακόμη ζωντανός γιαγιά διερωτούμαι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: :Όταν επέστρεψε ο παπάς κι έφερε το χαμπάρι , ο κοινοταρχής του χωριού και ο αζάς αντάμα , μάζεψανε τους χωριανούς μια μέρα στην πλατεία και τους ζήτησαν υπογραφή μια αίτηση να κάνουν , στον Κυβερνήτη να την πάνε , χάρη να του ζητήσουν ,για να αλλάξει την ποινή , αυτός μόνο μπορούσε, αυτός είχε τη δύναμη τον Αντώνη για να σώσει. Κι έτσι έγινε και μια αυγή , βρεθήκανε στην χώρα κι Κυβερνήτης τους άκουσε με προσοχή μεγάλη. Τους είπε ότι μοναχός απόφαση να βγάλει πως δεν μπορεί κι ότι ξανά μέσα σε δεκα μέρες , ότι έπρεπε να επισκεφθούν πάλι ξανά την πόλη και τότε την απόφαση την τελική θα έχει ,στα χέρια του επίσημα να τους ανακοινώσει.
Οι δέκα μέρες πέρασαν και βρέθηκαν στην χώρα ο κοινοτάρχης κι ο παπάς στο Κυβερνήτη αντάμα. Κι’ άκουσαν την απόφαση από τα δυο του χείλη « αντί κρεμάλα θα μένε στη φυλακή ο Αντώνης ,για όσα χρόνια ο Θεός του χρώσταγε να ζήσει.»
Έμεινε μες στη φυλακή κοντά στα τριάντα χρόνια , και μια αυγή τον αφήσαν και στο χωριό ήρθε πίσω , δεν ήταν όμως Μαρία μου εκείνο το παλλικάρι που ξέρανε όλοι οι χωριανοί ο άρχοντας που σιόταν στην κάθε του περπατισιά η γη από άκρη ως άκρη . Η φυλακή του τσάκισε τον νου και την ψυχή του και έχει από τότε όλοι τους τρελό τον εφωνάζουν κι από αφέντης είναι πια του καθενού ο δούλος.
Συναντηθήκαμε οι δυο πολλές φορές στο δρόμο , όμως δεν μ’ αναγνώρισε γιατί κι εγώ έχω αλλάξει, τα χρόνια και τα βάσανα μου κλέψανε τα κάλλη , δεν η Χριστίνα πια τη πρώτης μου της νιότης .
Όμως σαν είδε κόρη μου εσένα, με θυμήθει , ο νους του τότε θα ξύπνησε σίγουρα από τον ύπνο, μου μοιάζεις κιόλας κόρη μου , φτυστή μ΄ εμένα είσαι Στα μάτια σου αναγνώρισε τη μεγάλη του αγάπη.
|