Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ , ΕΓΩ (ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 23:43 | |||
Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ , ΕΓΩ ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΡΌΣΩΠΑ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : 49 χρονών ΆΡΗΣ : 22 , γιος του Μενέλαου ΙΣΜΗΝΗ : 68 , θεία του
ΠΡΌΣΩΠΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΉΣΕΙΣ ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : 22 χρονών, ο ηθοποιός που παίζει τον Μενέλαο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : 54 , πατέρας του Μενέλαου , μόνο τον ακούμε , μπορεί να είναι η φωνή του ηθοποιού που παίζει τον Μενέλαο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : 47
ΣΚΗΝΙΚΌ Τα δύο τρίτα της σκηνής απεικονίζουν το σαλόνι ενός μεγαλοαστικού σπιτιού της Αθήνας, με διακόσμηση προηγούμενων δεκαετιών. Κυριαρχεί το ξύλο. Πέρα από το καθιστικό και την τραπεζαρία, υπάρχουν πίνακες με τοπία, ράφια με μπιμπελό, συρταριέρες, ένα ντουλάπι με κλειδαριά πάνω του, μια μεγάλη τηλεόραση με video-player και μια γλάστρα μ΄ένα ξεραμένο φυτό. Στον τοίχο είναι κρεμασμένη μια μεγάλη φωτογραφία του ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ. Τα πατζούρια είναι κατεβασμένα. Μπαίνουν ελάχιστες δέσμες φωτός. Εδώ μένουν ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ και ο ΆΡΗΣ. Το υπόλοιπο ένα τρίτο της σκηνής είναι το σαλόνι ενός υπογείου διαμερίσματος της ΙΣΜΉΝΗΣ. Τα μοναδικά έπιπλά του είναι μια πολυθρόνα κι ένα σκαμπό. Οι τοίχοι είναι βρώμικοι και γεμάτοι υγρασία. Στο πάτωμα, κούτες γεμάτες πράγματα. Σε μια γωνιά, εικόνα της Παναγίας και καντήλι αναμμένο. Στον τοίχο είναι κολλημένες πρόχειρα φωτογραφίες του ΝΕΑΡΟΎ ΜΕΝΈΛΑΟΥ.
ΠΡΏΤΗ ΠΡΆΞΗ
Μέρα πρώτη. Στο σαλόνι μπαίνει ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ, κρατώντας ένα γεμάτο ποτήρι νερό. Είναι αδύνατος, μετρίου αναστήματος, φαλακρός, φοράει γυαλιά και μοιάζει εύθραυστος. Το τελευταίο προσπαθεί να το κρύβει. Αφού ρίξει το νερό στη γλάστρα, πιάνει τα φύλλα του, σα να θέλει να δει αν έχουν ζωή μέσα τους. Κατευθύνεται στο παράθυρο. Σηκώνει επιφυλακτικά το πατζούρι. Στέκεται στην άκρη του παραθύρου. Σκύβει ελάχιστα μπροστά και κοιτάζει βιαστικά έξω. Σα να φοβάται ότι κάποιος είναι στο δρόμο και τον παρακολουθεί. Κατεβάζει απότομα το πατζούρι. Για να σιγουρευτεί ότι το παράθυρο είναι καλά κλειστό, το ανοίγει και το ξανακλείνει. Πηγαίνει στο ντουλάπι. Το ξεκλειδώνει. Μέσα υπάρχουν στοίβες από αναρίθμητες βιντεοκασέτες. Κοιτάζει τις ετικέτες μερικών απ’αυτές. Τελικά επιλέγει μία και τη βάζει στο βίντεο να παίξει. Κάθεται στο τραπέζι και παρακολουθεί με σχολαστικότητα. Εκεί τον περιμένουν το τετράδιο και το στυλό του. Κρατάει σημειώσεις. Στην οθόνη βλέπουμε τον ίδιο τον ΜΕΝΈΛΑΟ, σε νεαρή όμως ηλικία, να στέκεται όρθιος. Μοιάζει αρκετά με την ενήλικη μορφή, έχει αραιά μαλλιά και φοράει γυαλιά. Η στάση του δηλώνει σεβασμό, ενώ η έκφραση του προσώπου και η φωνή αγωνία. Η λήψη έχει γίνει στον ίδιο χώρο, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τον πίνακα και το ντουλάπι που βρίσκονται μέσα στο πλάνο. Ακούγεται η φωνή του πατέρα του, ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ. Έχει βαριά χροιά και αυστηρό τόνο. Δεν παρουσιάζει καμία διακύμανση, μοιάζει στεγνή από συναίσθημα. Τονίζει τις λέξεις που είναι σημαντικές και κάνει συχνά παύση στη μέση της πρότασης. ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Ποιό έργο διδάχτηκες σήμερα ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Την ΄Αντιγόνη΄ του Σοφοκλή , πατέρα . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Η ΄Αντιγόνη΄ αφορά δύο δυνάμεων σύγκρουση .
Ο ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ έχει χρέος να συμπληρώνει τα λόγια του πατέρα του.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είναι οι νόμοι του κάτω κόσμου και οι κανόνες της πολιτείας . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Νικούν οι πρώτοι .
Ο νεαρός λέει την απάντηση πρώτα από μέσα του.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Γιατί η κόρη του Οιδίποδα έχει το σθένος να θυσιαστεί . Να βάλει το ιδανικό πάνω απ΄την επιβίωση . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Να ΘΥΣΙΑΣΤΕΊ . (στιγμή) Δεν είναι όμορφη η θυσία , όταν το κίνητρο είναι υψηλό ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μάλιστα , πατέρα . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Θέλω την περίπτωση να σκεφτείς , (στιγμή) που ΙΔΑΝΙΚΌ , και ΕΠΙΒΊΩΣΗ , (στιγμή) ταυτίζονται .
Ο νεαρός σκέφτεται. Δεν μπορεί να βρει την απάντηση. Ντρέπεται γι΄αυτό. Χαμηλώνει το βλέμμα. Το σηκώνει μόλις αρχίζει να μιλάει ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ : Σε κάθε εποχή , (στιγμή) μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι οι άνθρωποι , (στιγμή) που την απάντηση βρίσκουν . (στιγμή) Εφόσον την βρουν , (στιγμή) γυρισμός δεν υπάρχει . Ο νεαρός σκέφτεται. Πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (ενοχικά) Δε γνωρίζω , πατέρα . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Φαντάσου την ΕΠΙΒΊΩΣΗ , (στιγμή) τη σάρκα ν΄αποβάλλει . (στιγμή) Και τα ΙΔΑΝΙΚΆ , (στιγμή) ιεραρχία ν΄αποκτούν . Ποιό είναι πρώτο ; Να μοιάζουν ασήμαντα , ποιό κάνει τα υπόλοιπα ;
Ο νεαρός προσπαθεί να συγκεντρωθεί, όμως και πάλι δε βρίσκει την απάντηση. Μοιάζει έτοιμος να δακρύσει.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Δεν καταλαβαίνω . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Θα καταλάβεις .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Τους ΄Δαιμονισμένους΄ τους τελείωσες . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως , θαρραλέα) Μάλιστα , πατέρα .
Το βλέπει σαν ευκαιρία να ξανανέβει στην εκτίμηση του ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Στις περιγραφές των συναισθημάτων , τί παρατήρησες ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τη δυνατότητα να είναι αντιφατικά την ίδια χρονική στιγμή στο ίδιο άτομο . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Στις περιγραφές των χώρων ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είναι λεπτομερείς μόνο όταν χρειάζεται , και χωρίς διάθεση επίδειξης της περιγραφικής ικανότητας . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Τους τέσσερις νέους , με στίχους να περιγράψεις , από πρωτύτερα διαβάσματά σου . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΄Χαθήκαμε , που πάμε ; Οι δαίμονες μας σπρώχνουν στο κενό.΄ . Πούσκιν . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Τον καθένα ξεχωριστά , πώς θα τον περιέγραφες ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ο Σταβρόγκιν , μη βρίσκοντας ικανοποίηση στην αριστοκρατική καταγωγή και την πλούσια μόρφωση , επιλέγει την πρακτική του χλευασμού της ανθρώπινης ύπαρξης . Ο Τροφίμοφ , νιώθοντας ως βάρος το ανώριμο πνευματικό έργο του πατέρα του , καταφεύγει στον τυχοδιωκτισμό . Οι Σάτοφ και Κυρίλλοφ , απογοητευμένοι απ΄το ταξίδι τους στο νέο κόσμο , επιστρέφουν ως φαντάσματα των παρελθόντων μορφών . Είναι πλέον ευάλωτοι στις αρχές του εθνικισμού και του μηδενισμού αντίστοιχα . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Λιγότερο απεχθής , ποιός είναι από τους τέσσερις ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ο Στραβόγκιν . Μαζί με τον Κυρίλλοφ , είναι οι μόνοι που βλέπουν το αδιέξοδο . Όμως αυτός είναι που το δηλώνει με τον ευρηματικό τρόπο του προαναφερθέντος χλευασμού . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Εξαιρετικά , Μενέλαε . (στιγμή) Ποιά η ΔΙΈΞΟΔΟΣ , (στιγμή) Μπορείς να σκεφτείς ;
Ο νεαρός πάλι ζορίζεται. Όμως αυτή τη φορά δεν πανικοβάλλεται. Πιστεύει στον εαυτό του.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αργεί) Έχει σχέση με το ιδανικό ; Το πρώτο στην ιεραρχία ; ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Βαδίζεις στο σωστό μονοπάτι .
Στο πρόσωπο του νεαρού σχηματίζεται ένα χαμόγελο. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κλείνει το βίντεο και την τηλεόραση, βάζει την κασέτα πίσω στο ντουλάπι και το κλειδώνει. Περπατάει πάνω-κάτω στο σαλόνι, κρατώντας ανοιχτό το τετράδιο αλλά αποφεύγοντας να κοιτάζει σ’αυτό. Μουρμουρίζει τα λόγια του ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ. Μερικά απ’αυτά ακούγονται. Είναι σα να κάνει πρόβα.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : … να θυσιαστεί … ιδανικό και επιβίωση … τη σάρκα ν’αποβάλλει … ΄Δαιμονισμένους΄ … τους τέσσερις νέους … εξαιρετικά … διέξοδος … μονοπάτι …
Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ βγάζει το σύρτη, ξεκλειδώνει και ανοίγει. Μπαίνει ο ΆΡΗΣ χαμογελαστός. Σε αντίθεση με τον ΝΕΑΡΌ ΜΕΝΈΛΑΟ, έχει κοντά μαλλιά και δε φοράει γυαλιά. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν του δίνει σημασία. Μοιάζει να συνεχίζει την πρόβα από μέσα του.
ΆΡΗΣ : (πολύ ευγενικά) Τί κάνετε , πατέρα ;
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν απαντά. Κλειδώνει, ξεκλειδώνει και ξανακλειδώνει. Βάζει το σύρτη. Κάθεται στο τραπέζι.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έτοιμος ν΄αρχίσουμε ; ΆΡΗΣ : (απογοητευμένα) Μάλιστα .
Ο ΆΡΗΣ πηγαίνει και στέκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο που στεκόταν ο ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ στο βίντεο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ποιό έργο διδάχτηκες σήμερα ; ΆΡΗΣ : Λατινικά είχαμε .
Η απάντηση αποσυντονίζει τον ΜΕΝΈΛΑΟ. ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θέλει να σιγουρευτεί) ΔΙΔΆΧΤΗΚΕΣ ΄Αντιγόνη΄ . ΆΡΗΣ : Στο προηγούμενο εξάμηνο . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Η ΄Αντιγόνη΄ αφορά τη σύγκρουση δύο δυνάμεων . ΆΡΗΣ : Είναι οι νόμοι της πολιτείας και η συνείδηση του πολίτη . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Γιατί νικάει … η δεύτερη ; ΆΡΗΣ : (διστακτικά) Με όλο το σεβασμό … δεν είμαι σίγουρος ότι νικάει . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (σα να έχει ακλόνητο επιχείρημα) Τιμάει τον αδερφό της . ΆΡΗΣ : (αμέσως) Μετά αυτοκτονεί . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (το ίδιο) Εκτελεί το χρέος απέναντι στην οικογένεια . Υπάρχει σημαντικότερο ;
Ο ΆΡΗΣ σκέφτεται πως υπάρχει. Δεν απαντάει για να μη φανεί αυθάδης.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Θα καταλάβεις .
Σιωπή. Σκέφτεται πώς θα συνεχίσει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Θέλω να σκεφτείς την περίπτωση που ΙΔΑΝΙΚΌ και ΕΠΙΒΊΩΣΗ … (δε βρίσκει τη λέξη , επαναλαμβάνει) Θέλω να σκεφτείς την περίπτωση που ΙΔΑΝΙΚΌ και ΕΠΙΒΊΩΣΗ ταυτίζονται .
Ο ΆΡΗΣ κοιτάζει προς το κατεβασμένο πατζούρι.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (τον επιπλήττει) ΧΑΖΕΎΕΙΣ . ΆΡΗΣ : Ο καιρός είναι όμορφος σήμερα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (σα να του λέει ‘πίσω στο θέμα μας’) Θα σ’αφήσω μετά να τ’ανοίξεις . ΆΡΗΣ : Θα ήθελα την άδειά σας . (στιγμή) Να πάω μία βόλτα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως , τρομαγμένα) Με ποιόν ; ΆΡΗΣ : Μόνος . Να περπατήσω . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αρνητικά) Νυχτώνει νωρίς . ΆΡΗΣ : Το καλοκαίρι δε μ’αφήνατε επειδή νύχτωνε αργά και φοβόσασταν μην ξεχαστώ . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως) Τα βράδια κυκλοφορούν ΕΓΚΛΗΜΑΤΊΕΣ . (στιγμή) Άσε που στην ηλικία σου δεν έβγαινα βόλτες . ΆΡΗΣ : (παρακαλάει) Μόνο σήμερα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Θα το συζητήσουμε άλλη φορά .
Σιωπή.
ΆΡΗΣ : Στο διάλειμμα … με ρώτησε για εσάς ο καθηγητής .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ του ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα.
ΆΡΗΣ : Γιατί σταματήσατε να γράφετε . (στιγμή) Διάβασε το βιβλίο σας όταν ήταν έφηβος . Το είχε διαβάσει όλη η τάξη . Τους πρόσφερε όσα δεν είχαν προσφέρει όλα τα μαθήματα του γυμνασίου . (στιγμή) Έλεγε πως σήμερα ΛΕΊΠΕΙ κάτι τέτοιο . Βλέπει εμένα , τους συμφοιτητές μου . Λέει δεν έχουμε κάπου να στηριχτούμε .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ έχει βυθιστεί σε σκέψεις. Δεν απαντάει.
ΆΡΗΣ : Πατέρα , γιατί σταματήσατε να γράφετε ; ΜΕΝΕΛΑΟΣ : (αργεί) Είναι δύσκολο … μετά από αυτό που συνέβη … ΆΡΗΣ : Το θάνατο του παππού ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (εκρήγνυται) ΑΡΚΕΤΆ .
Ο ΆΡΗΣ μαζεύεται. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ συνεχίζει την προδιαγεγραμμένη συζήτηση, αλλά τώρα μοιάζει να το κάνει περισσότερο από αγγαρεία. Μιλάει γρήγορα και ο τόνος της φωνής του είναι αδιάφορος.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τους ΄Δαιμονισμένους΄ τους τελείωσες . ΆΡΗΣ : Μάλιστα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Να περιγράψεις τους τέσσερις νέους με στίχους . ΆΡΗΣ : ‘Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου , εισήλθον εις τους χοίρους , και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις τη λίμνην και απεπνίγη’ . Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο .
Η απάντηση απογοητεύει τον ΜΕΝΈΛΑΟ. Μιλάει με περιφρόνηση για την Αγία Γραφή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Οι άνθρωποι δεν είναι χοίροι .
Κοιτάζει στο τετράδιο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εξαιρετικά , Αριστείδη . Ποιά είναι η διέξοδος ; ΆΡΗΣ : (σκέφτεται , αργεί) Ο Θεός ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αποδοκιμαστικά) Ο ΘΕΌΣ ; ΆΡΗΣ : Ο Ντοστογιέφσκι , τα τελευταία χρόνια της ζωής του , αφιέρωνε ατέλειωτες ώρες στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έμεινε στην ιστορία για τα συγγράμματά του , όχι για τον τρόπο που έζησε . (στιγμή) Η διέξοδος έχει σχέση με το ιδανικό . ΆΡΗΣ : Δηλαδή ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως) Βρίσκεσαι στο σωστό μονοπάτι .
Στον ΆΡΗ κάνει εντύπωση το τελευταίο σχόλιο του πατέρα του. Ξέρει ότι είναι παρακινδυνευμένο όμως πρέπει να μιλήσει.
ΆΡΗΣ : Πατέρα … χωρίς να θέλω να σας θίξω … υπάρχουν στιγμές που τα σχόλιά σας … οι ερωτήσεις σας …
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ αντιλαμβάνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στο ρόλο του ‘δασκάλου’ που έχει αναλάβει, και εκνευρίζεται. Ο θυμός είναι για τον εαυτό του, όμως τον στρέφει εναντίον του γιου του. Μέχρι το τέλος του διαλόγου τους μιλάει δυνατά.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ναι ; ΆΡΗΣ : (χαμηλόφωνα) Είναι σα να τα λέτε σε κάποιον άλλον … ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είναι που έχω ΚΟΥΡΑΣΤΕΊ να σ΄ακούω ν΄απαντάς ΛΆΘΟΣ . ΆΡΗΣ : (μέσα απ’τα δόντια του) Συγνώμη . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είμαι ΣΊΓΟΥΡΟΣ ότι στα διαλείμματα , αντί να ΜΕΛΕΤΆΣ , φλυαρείς μ΄αυτήν την ΧΡΙΣΤΊΝΑ .
Ο ΆΡΗΣ πληγώνεται.
ΆΡΗΣ : (με παράπονο μικρού παιδιού) Δεν έπρεπε να σας μιλήσω για την Χριστίνα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Για το ΚΑΛΌ σου το κάνω . (στιγμή , η έκφραση του προσώπου του γίνεται παρανοϊκή) Μου δίνεις το λόγο σου ότι δε θα της ΞΑΝΑΜΙΛΉΣΕΙΣ ; ΌΧΙ μόνο σ΄αυτήν . Σε ΚΑΜΊΑ γυναίκα . Μου τον δίνεις ;
Ο ΆΡΗΣ σαστίζει. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ τον κοιτάζει επίμονα.
ΆΡΗΣ : (χαμηλόφωνα) Πώς να δώσω το λόγο μου για κάτι τέτοιο ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (φωνάζει) ΘΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΔΏΣΕΙΣ . ΆΡΗΣ : (έτοιμος να δακρύσει) Σας ζητώ την άδεια ν’αποσυρθώ στο δωμάτιό μου . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αφύσικα ήρεμα) Φύγε .
Ο ΆΡΗΣ φεύγει για το δωμάτιό του. Ακούγεται το κλείσιμο της πόρτας του. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ πηγαίνει μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα του. Γονατίζει. Της απευθύνει το λόγο σα να είναι ζωντανό πρόσωπο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πατέρα , με συγχωρείτε . ΕΓΏ . Εγώ σας απογοήτευσα . Πώς μπορώ τώρα να ζητάω ευθύνες απ’τον εγγονό σας .
Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ φαντάζεται ότι ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ λέει ‘Δε φταις εσύ.’ .
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έχετε δίκιο . Πρώτα αυτή φταίει . Πήρε ό,τι πιο πολύτιμο είχα .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Σκεφτήκατε ποτέ ότι μπορεί να ήταν προσχεδιασμένο ; (στιγμή) Ένα άτομο χωρίς αξίες , χωρίς στόχους . Από μια ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ χωρίς στόχους . Σα να ζήλεψαν τη δική μας και να θέλησαν να την καταστρέψουν .
Σηκώνεται όρθιος. Περπατάει νευρικά μέχρι τη μια γωνιά του σαλονιού. Επιστρέφει μπροστά στη φωτογραφία. Γονατίζει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ένα καλά οργανωμένο σχέδιο .
Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ προχωράει το συλλογισμό του για λίγο από μέσα του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Και η διάρρηξη . Έτυχε να γίνει στα γενέθλιά μου ; Πρέπει κάποιος να ήξερε . (στιγμή , με πείσμα) ΑΥΤΟΊ το έκαναν . Πλήρωσαν κάποιον να σας επιτεθεί και μετά ν’ανακατώσει το σπίτι . Να μοιάζει με διάρρηξη .
Μέρα δεύτερη. Επανάληψη της πρώτης. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ μπαίνει στο σαλόνι, ανεβάζει το πατζούρι, κοιτάζει έξω, το κατεβάζει, ελέγχει ότι το παράθυρο είναι καλά κλειστό, ανοίγει το ντουλάπι και βάζει να δει μια κασέτα. Κάθεται στο τραπέζι και κρατάει σημειώσεις. Πάλι βλέπουμε τον ίδιο σε νεαρή ηλικία και ακούμε τη φωνή του πατέρα του.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Σήμερα , στις απόψεις του Νίτσε θ΄αναφερθούμε . Περί τέχνης . Περί υψηλών αποτελεσμάτων . (στιγμή) Για να παραχθούν , πέρα απ΄την ιδιοφυία του καλλιτέχνη , τί άλλο είναι απαραίτητο ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Η φιλοδοξία . Αυτή θα δώσει τα φτερά στην ιδιοφυία . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Οι τραγικοί συνέθεταν τα έργα τους ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως) Για να νικούν . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Η αλήθεια τους , ποιά πρέπει να είναι ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ο καλλιτέχνης , όσο αφορά την ανίχνευση της αλήθειας , πρέπει να έχει την ηθική του στοχαστή . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Η ομορφιά τους ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εκείνη που δε μαγεύει μεμιάς , αλλά διεισδύει αργά , και τελικά κατακτά απόλυτα , γεμίζοντας τα μάτια με δάκρυα και την καρδιά με πόθο . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Πότε , μεταφυσικών χορδών , παράγουν αντήχηση ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Όταν έχουν προηγουμένως αποτινάξει κάθε μεταφυσική . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Στα γεράματα ο καλλιτέχνης , τί αισθάνεται ; ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Χαρά σχεδόν κακεντρεχή . Σα να βλέπει από μια γωνιά έναν κλέφτη να του αδειάζει το χρηματοκιβώτιο , γνωρίζοντας ο ίδιος ότι είναι άδειο και ότι όλοι οι θησαυροί του έχουν διασωθεί . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Αποδεικνύεις πως δεν είσαι παραβλάσταρο , μα φύτρωσες γερό βλαστάρι .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Την ταινία την είδες .
Ο νεαρός απαγγέλει λόγια ενός χαρακτήρα της ταινίας.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πού είναι ο Γιάννης ; Ο Δημήτρης ; ΝΕΚΡΟΊ . Δεν ΕΊΧΑΝ γεννηθεί . Πριν πεθάνουν , δεν είχαν γεννηθεί . Πού είναι ο Λεονάρντο ; Ο Ρέμπραντ ; ΖΩΝΤΑΝΟΊ . ΈΧΟΥΝ γεννηθεί . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Μιλάει για , ΥΠΕΡΒΑΊΝΟΥΣΑ το θάνατο ζωή . (στιγμή) ΣΊΓΟΥΡΗ , αν τα αποτελέσματα είναι υψηλά . Όχι σαν την αβεβαιότητα , που προσφέρουν οι θρησκείες .
Στο πρόσωπο του νεαρού σχηματίζεται χαμόγελο ενθουσιασμού. Μ΄αυτό που μόλις σκέφτηκε, ο πατέρας του θα νιώσει περήφανος γι΄αυτόν,
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είναι το ιδανικό για το οποίο μου είπατε χθες . Η αθανασία . (στιγμή) Η σάρκα καταστρέφεται , όμως η επιβίωση συνεχίζεται . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Ήμουν σίγουρος ότι θα καταλάβεις .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Έχεις σπανίζοντα τη σήμερον ημέρα χαρίσματα . Αντίληψη οξεία , δημιουργική φαντασία εγκυμονούσα . Πιστεύω σε σένα . Μένει να πιστέψεις και συ . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πιστεύω , πατέρα .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Αύριο είναι η μεγαλύτερη των ημερών . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θαρραλέα) Είμαι έτοιμος , πατέρα .
Με το που τελειώνει η φράση του νεαρού, ακούγεται το κουδούνι της εξώπορτας. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ αγχώνεται. Δεν πρόλαβε να κάνει πρόβα. Με γρήγορες κινήσεις, κλείνει τις συσκευές, κλειδώνει το ντουλάπι, βγάζει το σύρτη και ξεκλειδώνει την πόρτα. Μπαίνει ο ΆΡΗΣ. Μοιάζει εξασθενημένος. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κλειδώνει, ξεκλειδώνει και ξανακλειδώνει. Βάζει το σύρτη κα πηγαίνει στην κουζίνα. Επιστρέφει μ΄ένα ποτήρι νερό. Ποτίζει τη γλάστρα.
ΆΡΗΣ : Όσο και να το ποτίζετε , αν δε το δει …
Πριν ολοκληρώσει τη φράση του, ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ του γυρίζει την πλάτη και φεύγει για την κουζίνα. Επιστρέφει.
ΆΡΗΣ : Πατέρα , χθες βράδυ . Μου κλείσατε το φως . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (ψυχρά) Κοιμόσουν . ΆΡΗΣ : Ξύπνησα στο σκοτάδι . ΑΚΌΜΑ έχω ταχυπαλμία . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Απαγορεύεται ένας νέος με τη δική σου μόρφωση να έχει φόβους μικρού παιδιού . ΆΡΗΣ : (σα να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου) Σας παρακαλώ . Μην το ξανακλείσετε . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έτοιμος ;
Ο ΆΡΗΣ παίρνει τη θέση του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Σήμερα θ΄αναφερθούμε στις απόψεις του Νίτσε περί τέχνης . Περί υψηλών αποτελεσμάτων . ΆΡΗΣ : (αδύναμα) Σήμερα δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ . Επτά ώρες είχα μάθημα . (στιγμή) Είναι και η ταχυπαλμία .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν ενδιαφέρεται για την υγεία του ΆΡΗ, παρά μόνο για το μάθημα.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου.
Ο ΆΡΗΣ πηγαίνει στο μπάνιο. Επιστρέφει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πέρα απ΄την ιδιοφυία του καλλιτέχνη , τί άλλο είναι απαραίτητο ; Πέρα απ΄την ιδιοφυία .
Ο ΆΡΗΣ προσπαθεί να σκεφτεί. Δε βρίσκει την απάντηση. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ αποφασίζει να συνεχίσει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ποιά πρέπει να είναι η αλήθεια τους ; ΆΡΗΣ : (αργεί) Με συγχωρείτε , δεν είμαι σε θέση ... ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (απότομα) Την ταινία την είδες .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ τον κοιτάζει περιμένοντας να πει κάτι. Ο ΆΡΗΣ αναγκάζεται να μιλήσει.
ΆΡΗΣ : Δεν είναι ότι δε μου άρεσε . Απλά … αν είναι να χάνεται μια ζωή για να γίνει ένα έργο τέχνης , καλύτερα να μην υπάρχει τέχνη . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θυμώνει) Να μην υπάρχει τέχνη ;
Δίπλα στην τηλεόραση υπάρχει βιντεοκασέτα της ταινίας ΄A Bucket of Blood΄. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ την αρπάζει και τη βάζει να παίξει. Βλέπουμε τον ηθοποιό που απαγγέλει στην αρχή της ταινίας.
ΗΘΟΠΟΙΌΣ : Where is John ? Jake ? Jim ? Dead . Dead . Dead . They were not born . Before they were dead , they were not born . Where is Leonardo ? Rembrandt ? Ludvich ? Alive . Alive . Alive . They were born .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ το σταματάει. Κοιτάζει τον ΆΡΗ περιμένοντας μάταια ένα σχόλιο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αυτό είναι το ιδανικό για το οποίο μιλούσαμε χθες . Η αθανασία .
Κοιτάζει στο τετράδιο για να δει πώς θα συνεχίσει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έχεις σπανίζοντα τη σήμερον ... ΆΡΗΣ : (τον διακόπτει) Με όλο το σεβασμό πατέρα … τί κοιτάτε στο τετράδιό σας ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (για λίγο τα χάνει) Τί εννοείς , Αριστείδη ;
O ΆΡΗΣ αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας του είναι ευάλωτος. Κάνει μια δειλή απόπειρα επίθεσης.
ΆΡΗΣ : Σας ρωτάω ξεκάθαρα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αργεί) Κοιτάζω κάποιες σκέψεις … που είχα γράψει . ΆΡΗΣ : Γιατί τις κοιτάτε πριν μου μιλήσετε ;
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ξαφνικά γίνεται επιθετικός.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Δεν κατάλαβα , με ΑΝΑΚΡΊΝΕΙΣ ; ΆΡΗΣ : (αργεί , υποτακτικά) Συγνώμη .
Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ συνεχίζει σα να μην έγινε τίποτα.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αντίληψη οξεία . (στιγμή) Αρκεί να μείνεις μακριά απ΄τις γυναίκες . ΆΡΗΣ : Δε θα παντρευτώ ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αργεί) Ο παππούς σου ήταν ελαστικός . Με άφησε . Δεν κατέληξα πουθενά . ΆΡΗΣ : (με πικρία) Πουθενά ;
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν προσέχει την πικρία του ΆΡΗ.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εσύ έχεις το παράδειγμά μου . Η μητέρα σου μας εγκατέλειψε για έναν … ΆΡΗΣ : (τον διακόπτει) Πατέρα , ΣΑΣ παρακαλώ . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αρνητικά) Δεν πιστεύω να τρέφεις αισθήματα . ΆΡΗΣ : Ούτε καν τη θυμάμαι . (στιγμή) Είναι όμως ένα χάδι .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ σιχαίνεται τους συναισθηματισμούς.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Η πράξη του έρωτα από μόνη της . Είναι … ΆΡΗΣ : Το χέρι της . (στιγμή) Κάθε φορά που αισθάνομαι άβολα ανάμεσα σε κόσμο , αυτό είναι εκεί . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ανάσες βαριές , ιδρώτας , οσμές . Είναι κτηνώδης . ΆΡΗΣ : Με το πέρασμα του χρόνου έχανε τη ζεστασιά του . (στιγμή) Γιατί άλλαζε ; Έφταιγα ΕΓΏ που έφυγε ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Της εξασφάλισε αμάξια , φορέματα . Μια άλλη ευτυχία . Το ίδιο όμως παροδική .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αντίληψη οξεία , φαντασία εγκυμονούσα . Μένει να …
Κοιτάζει πάλι στο τετράδιο. ΆΡΗΣ : (αψυχολόγητα) Πιστεύω , πατέρα .
Η τελευταία φράση του ΆΡΗ προκαλεί έκπληξη τόσο στον πατέρα του, όσο και στον ίδιο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τί είπες ; ΆΡΗΣ : (αργεί) Χθες σας είπα για κάποιες φορές που τα λόγια σας … Υπάρχουν κι άλλες . Που τα δικά μου … Σα να μπαίνει κάποιος μέσα μου .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Aύριο είναι η μεγαλύτερη των ημερών . ΆΡΗΣ : (με ανασφάλεια) Φοβάμαι θα σας απογοητεύσω . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μη φοβάσαι , Αριστείδη . ΆΡΗΣ : (αμέσως) ΑΝ μπορείτε . Οι συμφοιτητές μου … (υποτιμητικά για τον ίδιο) όταν μου μιλάνε … με φωνάζουν ‘Άρη’ . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ‘Αριστείδη’ φώναζαν τον παππού σου . (στιγμή) Θες κάτι άλλο ;
Σιωπή.
ΆΡΗΣ : Η Χριστίνα . Στα διαλείμματα δε μου μιλάει . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (χαμογελάει) Άρα δε χρειάζεσαι το δικό μου παράδειγμα . ΆΡΗΣ : (απροσδιόριστα) Μόλις χθες … για τη Χριστίνα … (διορθώνει) για τις γυναίκες , ζητήσατε το λόγο μου . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θυμώνει) Τί θες να πεις ; ΆΡΗΣ : Δεν ήθελα να σας προσβάλω πατέρα . Απλά … είναι σύμπτωση . (στιγμή) Όπως τότε … που αποφασίσατε ν’αλλάξω γυμνάσιο επειδή δεν ήταν καλοί οι καθηγητές . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εκείνο γιατί ήταν σύμπτωση ; ΆΡΗΣ : Μόλις είχα κάνει , μετά από δύο χρόνια , τους πρώτους μου φίλους .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δε θέλει να συνεχιστεί η συγκεκριμένη συζήτηση.
ΆΡΗΣ : (με φόβο) Δε θέλω ν’αλλάξω σχολή . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Γιατί ν΄αλλάξεις σχολή ; ΆΡΗΣ : Για τη γυναίκα που στέκεται έξω . Κάθε μεσημέρι . Περιμένοντας να με δει να βγαίνω . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (ξαφνιάζεται , αργεί) Πώς είναι αυτή η γυναίκα ; ΆΡΗΣ : Έχει γκρίζα κατσαρά μαλλιά και μαύρους κύκλους κάτω απ’τα μάτια . Στενόμακρο πρόσωπο . Σαν κάποιος να το τράβηξε προς τα κάτω , και τα μάγουλα … Από εσωτερική αντίδραση να τραβήχτηκαν μέσα .
Ο ΆΡΗΣ παρατηρεί ότι ο πατέρας του έχει βυθιστεί σε σκέψεις.
ΆΡΗΣ : Έχει πάνω από μια βδομάδα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Σου μίλησε ; ΆΡΗΣ : Την ξέρετε ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θυμώνει) ΑΠΆΝΤΗΣΈ ΜΟΥ . ΆΡΗΣ : Όχι . (στιγμή) Ένας συμφοιτητής μένει κοντά της . Είναι η τρελή της γειτονιάς . Ζει σε υπόγειο , απέναντι από ένα δημοτικό . Τα παιδιά τη φωνάζουν ‘μάγισσα’ . Λένε πως κάποτε ακούμπησε έναν περαστικό κι αυτός σωριάστηκε νεκρός . (στιγμή) Τις Δευτέρες κάθεται σε μια καφετέρια , δίπλα στο παράθυρο , απ’το πρωί μέχρι το βράδυ . Κοιτάζει στο δρόμο . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αμέσως) Μην ασχολείσαι μαζί της .
Κάνει να φύγει. Τα λόγια του ΆΡΗ τον σταματούν.
ΆΡΗΣ : (σα να λέει ‘Πώς να μην ασχολούμαι ;’) Με κοιτάζει σα να ήμασταν κάποτε φίλοι αγαπημένοι και να της έχω λείψει . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (επιθετικά) Ολ΄αυτά τα καταλαβαίνεις από ένα βλέμμα ;
Με το που τελειώνει τη φράση, φεύγει για το δωμάτιό του. Ο ΆΡΗΣ κατευθύνεται στον καθρέφτη. Μιλάει κοιτάζοντας το είδωλό του. Αλλάζει τον τόνο της φωνής του σε επίσημο. Κάνει πρόβα για κάποια πολύ σημαντικά λόγια.
ΆΡΗΣ : Πατέρα , έχω φτάσει σε μια ηλικία , που μπορώ πλέον … να έχω ΔΙΚΆ μου κλειδιά . (στιγμή) Επειδή κάποιος , κάποτε , διέρρηξε το σπίτι … και έκανε αυτό που έκανε … πρέπει να ζούμε μια ζωή με φόβο ;
Κάνει τη φωνή του πατέρα του.
ΆΡΗΣ : (απόλυτα) Στην ηλικία σου δεν είχα κλειδιά . (στιγμή) Είναι απαραίτητο να κάνω ό,τι κάνατε εσείς ; (στιγμή) Θα το συζητήσουμε άλλη φορά .
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, μπαίνει μέσα ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ, με το μυαλό ακόμη απασχολημένο με τις προηγούμενες σκέψεις. Ο ΆΡΗΣ πανικοβάλλεται. Προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
ΆΡΗΣ : (αδέξια) Δουλεύω τους διαλόγους του μυθιστορήματος . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αδιάφορα) Μπράβο , Αριστείδη .
Ο ΆΡΗΣ φεύγει ντροπαλά για το δωμάτιό του. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ πηγαίνει μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα του. Γονατίζει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εκείνη είναι . ΤΊ μπορεί να θέλει ;
Σιωπή . Νιώθει ένοχος.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Δε σας έχω πει … (στιγμή , γρήγορα) Δε σας το είπα για να μη σας στεναχωρήσω . Μια φορά … ΕΝΤΕΛΏΣ ΤΥΧΑΊΑ , συναντηθήκαμε . Έκανα πως δε τη γνώρισα και συνέχισα . Έτρεξε πίσω μου , φώναζε . (στιγμή) Ζήτησε να καθίσουμε κάπου να μιλήσουμε . Φοβήθηκα θα έπεφτε στα πόδια μου . Μπροστά σ’όλο τον κόσμο .
Σιωπή. Φαντάζεται ότι ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ συμφωνεί πως όντως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ήταν τότε . Που η άλλη είχε βάλει το σχέδιό τους σε δράση . Είχα εκείνη τη σκέψεη . Με πίεζε να βγει έξω . (στιγμή) Άρχισε να μου λέει ότι ήθελε να με βοηθήσει . Ξαφνικά , ενώ φλυαρούσε , σηκώθηκα όρθιος , έτρεξα προς την πόρτα . (στιγμή) Τί μπορεί να θέλει απ’τον Αριστείδη ; Πιάνει το πρόσωπό του και μετά ανακατώνει τα μαλλιά του. Σκέφτεται με πίεση.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Εκτός αν την έστειλε άλλη . Για να τελειώσει το σχέδιό τους . Φοβάται πως με τον Αριστείδη θα τα καταφέρουμε . (στιγμή) Πρέπει να είναι κι αυτή μέσ΄στη συνομωσία . (στιγμή , συνειδητοποιεί) Το ΉΞΕΡΕΣ . Γι΄αυτό την έδιωξες .
Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ φαντάζεται πως ο πατέρας του λέει ότι δεν πιστεύει πως ο ΑΡΗΣ θα τα καταφέρει. Πρόκειται για προβολή δικής του σκέψης.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πατέρα , ακόμα ανησυχείτε ; Ο Αριστείδης έχει καλύτερα στοιχεία από μένα . Πριν λίγο έκανε πρόβα τους διαλόγους του μυθιστορήματος . Τους δοκίμαζε στ’αυτί του .
Ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ του ‘λέει’ πως ο ΆΡΗΣ δε δέχεται τίποτα από αυτά που τον διδάσκει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έχετε δίκιο . Δεν τα δέχεται όπως εγώ . (στιγμή) Όμως δεν είναι αρνητικό . Περνάει όλες τις ιδέες από δοκιμασία . Κρατάει τις ισχυρότερες .
Μέρα τρίτη. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ποτίζει το φυτό, κοιτάζει έξω απ΄το παράθυρο και βάζει μια κασέτα στο βίντεο. Ο ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ διαβάζει μέσα από μια κόλλα χαρτί. Η αγωνία για το πώς θα φανούν αυτά που διαβάζει στον πατέρα του είναι μεγάλη.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ένας νεαρός αποφασίζει να φτιάξει ένα μεταλλικό σώμα , η ομορφιά του οποίου θ΄αγγίζει το τέλειο . Κλείνεται στο εργαστήρι του για τρεις ολόκληρους μήνες και το κατασκευάζει . Το αποτέλεσμα δεν ανήκει σε συγκεκριμένο είδος . Ωστόσο τον γεμίζει ικανοποίηση . (στιγμή) Στα εγκαίνια της έκθεσης οι καλεσμένοι το βρίσκουν βλάσφημο . Ο καλλιτέχνης τόλμησε να ξεπεράσει σε δεξιοτεχνία το Θεό . (στιγμή) Αποφασίζει να κλειστεί στο εργαστήρι του , μαζί με το γλυπτό , για τα επόμενα τριάντα χρόνια . Με την ελπίδα πως όταν βγει η κοινωνία θα έχει προοδεύσει και η αξία του έργου του θα αναγνωριστεί . Από την πρώτη μέρα εγκλεισμού , ένας πόθος γεννιέται μέσα του . Σαρκικός . Στρέφεται προς το μεταλλικό αριστούργημα . Θέλει να κάνει έρωτα μαζί του . Αυτό είναι γεμάτο αιχμηρές προεξοχές . Προσπαθεί ν΄αντισταθεί . Την έβδομη μέρα πεθαίνει από αιμορραγία .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Είμαι …
Κάνει μια παύση η οποία εκτινάσσει την αγωνία του νεαρού στα ύψη.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : … απόλυτα ικανοποιημένος , Μενέλαε . (στιγμή) Έχεις έναν ήρωα υπαρξιακό . Θέλει το τέλειο ν΄αγγίξει . Τα καταφέρνει . (στιγμή) Η κατωτερότητα των άλλων τον απωθεί . Μόνο το τέλειο τον ελκύει .
Σιωπή. Ο νεαρός χαλαρώνει.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Σε είκοσι μέρες θα έχεις τελειώσει το πρώτο κεφάλαιο . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μάλιστα , πατέρα . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Πιστεύω ΑΚΡΆΔΑΝΤΑ , πως όταν οι μελλοντικές γενεές θα κοιτάζουν με λησμονιά το λογοτεχνικό μας παρελθόν , το βλέμμα τους θα εστιάζεται στους τρεις μεγάλους τραγικούς και σε σένα . (στιγμή) Γι΄αυτό φρόντισα , να σου εξασφαλίσω ένα μηνιαίο εισόδημα . Δε θα χρειαστεί ουδέποτε να εκπορνεύσεις το πνεύμα σου . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Και η σχολή ; ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Οι λόγοι για τους οποίους σε προέτρεψα να σπουδάσεις ήταν άλλοι . Του γραπτού λόγου η καλλιέργεια . Με τα μεγάλα έργα η τριβή . Τα κέρδισες αυτά .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Τώρα χρειάζεσαι κάτι ακόμα . Μία ώθηση .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κλείνει τις συσκευές και κλειδώνει το ντουλάπι. Περπατάει κάνοντας πρόβα.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : … ήρωα υπαρξιακό … ακράδαντα … να εκπορνεύσεις … η τριβή …
Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ βγάζει το σύρτη και ξεκλειδώνει. Μπαίνει ο ΆΡΗΣ. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ τον κοιτάζει με αγωνία. Κλειδώνει χωρίς να κάνει τον καθιερωμένο έλεγχο. Ούτε βάζει το σύρτη. Από αυτή τη σκηνή, ο ΆΡΗΣ παρουσιάζει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Δεν είναι πλέον ταπεινός. Σα να έχει χάσει το σεβασμό απέναντι στον πατέρα του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (με υπερένταση) Έτοιμος ; ΆΡΗΣ : Θα μπορούσατε να ρωτήσετε πρώτα αν είμαι καλά .
Ο ΆΡΗΣ τον κοιτάζει περιμένοντας ένα σχόλιο. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ, αντίθετα, περιμένει απάντηση στην ερώτησή του. Ο ΆΡΗΣ καταλαβαίνει ότι το μόνο που μπορεί να κάνει με τον πατέρα του είναι να του διαβάσει την ιστορία του. Βγάζει απ’την τσάντα του ένα τετράδιο, το ανοίγει και αρχίζει να διαβάζει.
ΆΡΗΣ : Γιώργος . Εικοσιδύο χρονών . Ζει στο Κιλκίς . Δουλεύει σ’εργοστάσιο . Ο ιδιοκτήτης το μεταφέρει στη Βουλγαρία για φτηνότερα μεροκάματα . Ο Γιώργος ψάχνει για δουλειά . Μια μέρα τον πλησιάζει ένας άγνωστος και του προτείνει … ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (απογοητευμένα) Όχι , όχι , όχι , όχι … Δεν έχει ΚΑΜΊΑ σημασία η ζωή του Γιώργου . ΆΡΗΣ : (αρνητικά) Τί έχει ο Γιώργος ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μπορεί να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα για τον Γιώργο , όμως δε θα έχει ΚΑΜΊΑ υψηλή αλήθεια . (στιγμή) Θυμήσου τον Γουάιλντ . ΄Υπάρχουν δύο είδη τραγωδίας . Αυτή του ανθρώπου που δεν έχει αυτό που θέλει , και αυτή του ανθρώπου που έχει αυτό που θέλει . Μεγαλύτερη είναι η δεύτερη .΄ ΑΥΤΉ μας ενδιαφέρει .
Περπατάει νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΚΑΝΈΝΑΣ δεν πρέπει να μάθει ότι θέλησες να γράψεις ένα ΤΈΤΟΙΟ μυθιστόρημα . (κινείται προς το μέρος του) Δώσε μου να σκίσω τις σελίδες .
Ο ΆΡΗΣ προφυλάσσει το τετράδιό του, κάνοντας βήματα προς τα πίσω.
ΆΡΗΣ : Εγώ θα το ΓΡΆΨΩ . (στιγμή) Και θα ΔΕΊΤΕ . Ο Γιώργος θα έχει ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΕΣ αλήθειες απ΄τον αργόσχολο διανοούμενο . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (απόλυτα , δυνατά) Ο ήρωάς σου θα είναι ΥΠΑΡΞΙΑΚΌΣ . ΆΡΗΣ : (το ίδιο απόλυτα και δυνατά) Η ζωή είναι στο ΕΔΏ και στο ΤΏΡΑ .
Σιωπή. Στον ΜΕΝΈΛΑΟ έρχεται μια σκέψη. Είναι μηχανισμός άμυνας. Του επιτρέπει να πιστέψει ότι δε χάθηκαν οι ελπίδες του. Μιλάει ήρεμα, σα να λέει ‘Καταλαβαίνω. Σε συγχωρώ.’.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Σ’έχουν επηρεάσει οι συμφοιτητές σου . ΆΡΗΣ : (αντιδράει) Πώς να μ’επηρεάσουν που ΔΕ μου μιλάνε ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τους ξέρω . Τους ξέρω καλά . Μπαίνουν σ’αυτές τις … (υποτιμητικά) κομματικές νεολαίες , για να γνωρίσουν κοπέλες . Χωρίς να το θέλουν , οι αριστερές ιδέες τρυπώνουν στο μυαλό τους . Παύει να υπάρχει η τιμή , το τέλειο , η υπεροχή … ΆΡΗΣ : Αυτά μόνο στο δικό σας ΜΥΑΛΌ υπάρχουν . Έξω οι άνθρωποι πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα . Νικητής είναι αυτός που καταφέρνει να βγάλει ένα μεροκάματο και να ταϊσει την οικογένειά του .
Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κοιτάζει τις σημειώσεις του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πιστεύω ΑΚΡΆΔΑΝΤΑ πως όταν οι μελλοντικές γενεές θα κοιτάζουν με λησμονιά το λογοτεχνικό μας παρελθόν , το βλέμμα τους θα εστιάζεται στους τρεις μεγάλους τραγικούς και σε σένα .
Ο ΆΡΗΣ λέει τα παρακάτω λόγια εννοώντας ‘Πώς μπορείτε να λέτε τέτοια λόγια ;’
ΆΡΗΣ : Έχετε διαβάσει μόνο κάτι χαζοεργασίες μου . Την πρώτη ιστορία που σκέφτηκα να γράψω την αφορήσατε .
Κάνει να φύγει. Τα λόγια του ΜΕΝΈΛΑΟΥ τον σταματούν.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Γι’αυτό φρόντισα να σου εξασφαλίσω ένα μηνιαίο εισόδημα . ΆΡΗΣ : (αντιδρά) Ποιός σας είπε ότι μου χρειάζεται κάτι ΤΈΤΟΙΟ ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Δε θα χρειαστεί να εκπορνεύσεις … ΆΡΗΣ : (τον διακόπτει) ΕΣΕΙΣ επιμένατε να σπουδάσω Φιλολογία . Εγώ … ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (τον διακόπτει) Οι λόγοι για τους οποίους σε προέτρεψα να σπουδάσεις … ΆΡΗΣ : (το ίδιο, δυνατά) Πατέρα , θα ΔΟΥΛΈΨΩ . Θα γίνω καθηγητής . Θα … ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (το ίδιο, αφύσικα δυνατά) Του γραπτού λόγου η καλλιέργεια . ΆΡΗΣ : Θα περιμένω να μπει ο μισθός για να βγάλω τη γυναίκα και τα παιδιά μου έξω για φαγητό . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (θυμώνει) Το θέμα ‘ΓΥΝΑΊΚΑ’ το έχουμε ΚΛΕΊΣΕΙ .
Σιωπή. Τον απασχολεί πώς θα τον κάνει να ενστερνιστεί τις αξίες του. Στη συνέχεια μιλάει περισσότερο στον εαυτό του, παρά στον ΆΡΗ. Αυτός θέλει να ζητήσει εξηγήσεις για το θέμα που τον απασχολεί απ΄την πρώτη στιγμή που μπήκε.
ΆΡΗΣ : Πατέρα εκείνη η γυναίκα …
Βλέπει ότι ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν τον ακούει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ο πατέρας έλεγε χρειαζόταν κάτι ακόμα . Μία ώθηση .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (το ίδιο) Την πήρα την ώθηση , όμως την πήρα από εκείνο . ΆΡΗΣ : Τί λέτε ;
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ συνειδητοποιεί κάτι που τον τρομάζει. Ο ΆΡΗΣ τον παρακολουθεί με περιέργεια.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είναι ΔΥΝΑΤΌΝ ; Είναι δυνατόν να το προκάλεσε ο ίδιος ;
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Ναι . Ναι . ΤΏΡΑ βλέπω . Ο ΊΔΙΟΣ το έκανε .
Με μια μονοκόμματη κίνηση πέφτει στα γόνατα. Ο ΆΡΗΣ πιστεύει ότι προσπαθεί να τον αποφύγει.
ΆΡΗΣ : Πατέρα , τί κάνετε ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πρέπει να το κάνω και’γώ . ΆΡΗΣ : (δυνατά) ΠΑΤΈΡΑ .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ απευθύνεται για πρώτη φορά στον ΆΡΗ. Είναι αφύσικα ήρεμος.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μην ανησυχείς , θα το κάνω .
Σιωπή. Σηκώνεται όρθιος.
ΆΡΗΣ : (δυνατά) Εκείνη η γυναίκα . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αδιάφορα) Ποιά ; ΆΡΗΣ : Που στεκόταν έξω απ’τη σχολή . Μόλις ΧΘΕΣ σας μίλησα .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν τον προσέχει.
ΆΡΗΣ : Και η Χριστίνα . Ούτε σήμερα μου μίλησε . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μόνο μια ώθηση . Μια ώθηση .
Ο ΆΡΗΣ βλέπει ότι δεν μπορεί να συνεννοηθεί και φεύγει θυμωμένος. Βαράει την πόρτα του δωματίου του. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ξαπλώνει στο πάτωμα. Κοιτάζει στο ταβάνι.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΤΏΡΑ βλέπω , πατέρα . (στιγμή) Εσείς τολμήσατε το αδύνατο για μένα . Εγώ σας πρόδωσα .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Θα το κάνω ΚΑΙ’ΓΏ . Για τον Αριστείδη μας . Το αξίζει .
Φαντάζεται τον πατέρα να του λέει πως η απόφασή του είναι βιαστική.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (αντιδρά) ΠΡΈΠΕΙ να είναι βιαστική . (στιγμή) Συγνώμη . (στιγμή) Δεν έχουμε χρόνο . Ο εχθρός είναι προ των πυλών . Την έστειλαν για να μας καταστρέψει .
Ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ του ΄λέει΄ πως φοβάται ότι η πράξη του δε θα φέρει αποτέλεσμα.. Για πρώτη φορά ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ απευθύνεται στον πατέρα του με θυμό.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (δυνατά) ΔΕ θα είναι λάθος . Το ΑΞΊΖΕΙ . (στιγμή , ηρεμεί) Συγνώμη , πατέρα .
Ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ του ‘μιλάει’ για τον κίνδυνο να παρασυρθεί ο ΆΡΗΣ από κάποια γυναίκα.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (με σιγουριά) Όχι , δε θα κάνει το ίδια με μένα . Αυτός έμαθε .
ΔΕΎΤΕΡΗ ΠΡΆΞΗ
Μέρα τέταρτη. Η ΙΣΜΉΝΗ προσπαθεί, με όση δύναμη διαθέτει στα εβδομήντα της, να κλείσει την εξώπορτα. Από την άλλη πλευρά υπάρχει κάποιος που προσπαθεί για το αντίθετο. Η ΙΣΜΉΝΗ έχει την εμφάνιση που περιγράφηκε από τον ΆΡΗ στην προηγούμενη πράξη. Τελικά ο άλλος κερδίζει. Μπαίνει μέσα. Είναι ο ΆΡΗΣ. Είναι επιθετικός. Η ΙΣΜΉΝΗ κάνει τρία βήματα πίσω.
ΙΣΜΉΝΗ : (ξεψυχισμένα) Πέρασε έξω . ΆΡΗΣ : ΕΣΎ με κάλεσες . ΙΣΜΉΝΗ : (με ένταση) Πέρασε ΈΞΩ .
Ο ΆΡΗΣ την πλησιάζει απειλητικά.
ΆΡΗΣ : ΚΆΘΕ μέρα έξω απ’τη σχολή . Σαν ερωτευμένο ΚΟΡΙΤΣΌΠΟΥΛΟ . (στιγμή) Απαιτώ μια ΕΞΉΓΗΣΗ .
Η ΙΣΜΉΝΗ πηγαίνει προς το μοναδικό παράθυρο του υπογείου. Ανεβαίνει σε μια κούτα για να φτάσει να το ανοίξει.
ΙΣΜΉΝΗ : Θα φωνάξω την αστυνομία . ΆΡΗΣ : Και τί θα πεις ; Σε είδε όλη η σχολή . (στιγμή) Είσαι μια γριά που γουστάρει τ’αγοράκια ;
Η ΙΣΜΉΝΗ κλείνει το παράθυρο. Κάθεται στην πολυθρόνα. Δεν ξέρει τί να κάνει. Καρφώνει το βλέμμα της στο πάτωμα.
ΆΡΗΣ : Δε φεύγω αν δε μάθω τί γυρεύεις . ΙΣΜΉΝΗ : Έδωσα το λόγο μου . ΆΡΗΣ : (αργεί) Στον πατέρα μου ; ΙΣΜΉΝΗ : Έπεσε στα πόδια μου . Έκλαιγε . ΆΡΗΣ : (σαστίζει) Γιατί έκλαιγε ; (δεν παίρνει απάντηση) Ποιά είσαι ;
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ ξεσπάει.
ΆΡΗΣ : ΔΕ ΦΕΎΓΩ από δω μέσα .
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ μιλάει χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της.
ΙΣΜΉΝΗ : Είναι καλός άνθρωπος . (με κακία) Ο πατέρας του φταίει . (στιγμή) Το αγαπούσε το κατηχητικό . Μ΄έβαζε κάθε Σάββατο να τον παρακαλέσω . Δεν τον άφηνε . Μόνο μια φορά τον πήγα . Στα κρυφά . ΆΡΗΣ : (χαμηλόφωνα) Ποιά είστε ;
Τα παρακάτω λόγια προβληματίζουν τον ΆΡΗ. Του θυμίζουν την παιδική του ηλικία.
ΙΣΜΉΝΗ : Από δύο ετών του έλεγε παραμύθια , (διορθώνει) ιστορίες που έφτιαχνε ο ίδιος . Κάποιος προσπαθούσε να πετύχει στόχο , υπήρχαν εμπόδια . Νόμοι , προσωπικές αδυναμίες … Σαν αρχαιοελληνικές τραγωδίες . Αντίθετα , ο ήρωας δεν καταστρεφόταν . Με προσπάθεια πετύχαινε . ΆΡΗΣ : (μονολογεί) Τις ξέρω τις ιστορίες . ΙΣΜΉΝΗ : Έπαιζε μαζί του παιχνίδια . Όχι ευχάριστα , για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων . Πάντα με κάμερα πάνω απ΄το κεφάλι . Αν έχανε , τον τιμωρούσε . ΆΡΗΣ : (με αγωνία) Τί τιμωρία ; ΙΣΜΉΝΗ : (μονολογεί , σιγά) Φρικιαστική . ΆΡΗΣ : (πιεστικά) Την ΤΙΜΩΡΊΑ .
Η ΙΣΜΉΝΗ διστάζει να μιλήσει. Φοβάται μην επιστρέψουν στο μυαλό της οι εικόνες. Τελικά το κάνει.
ΙΣΜΉΝΗ : Στην αποθήκη χωρίς φως . Για τρεις ώρες . (στιγμή) Τον άκουγα που έκλαιγε .
Η τιμωρία του φαίνεται οικεία.
ΆΡΗΣ : (μονολογεί) Χωρίς φως . ΙΣΜΉΝΗ : Στα τρία του μάθαινε ανάγνωση . ΆΡΗΣ : (με υπερένταση) Μιλάτε για μένα . ΙΣΜΉΝΗ : Ρωτούσε τη νηπιαγωγό για την πρόοδο . Καθημερινώς . Συνεχίστηκε σ’όλες τις τάξεις . ΆΡΗΣ : (δυνατά) Πού τα ξέρετε ; ΙΣΜΉΝΗ : Στεκόταν έξω απ΄το σχολείο . Αν δεν έβγαινε πρώτος στο τρέξιμο , τον τιμωρούσε . ΆΡΗΣ : (μονολογεί) Μείωνε τις ώρες του ύπνου . ΙΣΜΉΝΗ : Οχτώ χρονών , για ένα λάθος στην ορθογραφία , κοιμήθηκε τη νύχτα δύο ώρες . (στιγμή) Φίλοι φρόντιζε να μην υπάρχουν . Τα ερεθίσματα θα ήταν ανεξέλεγκτα .
Σιωπή. Το ζήτημα των φίλων αυξάνει την ένταση του ΆΡΗ.
ΙΣΜΉΝΗ : Ένα νυσταγμένο παιδί άκουγε κολακείες που δεν καταλάβαινε . ΆΡΗΣ : Κολακείες ; ΙΣΜΉΝΗ : Το πείραμα της Αμερικής . Τεστ νοημοσύνης σε εκατό παιδιά τρίτης δημοτικού . Στα παιδιά με το χαμηλότερο δείκτη και στους γονείς τους είπαν ψέματα πως έχουν τον υψηλότερο . Δύο χρόνια μετά , το ψέμα είχε γίνει αλήθεια . ΆΡΗΣ : (ξεσπάει) ΠΟΙΆ ΕΊΣΤΕ ; ΙΣΜΉΝΗ : (αργεί) Η Ισμήνη .
Ο ΆΡΗΣ την κοιτάζει. Το όνομα δεν του θυμίζει κάτι.
ΙΣΜΉΝΗ : Η αδερφή του παππού σου .
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ δεν ήξερε ότι ο παππούς του είχε αδερφή. Κάθεται στο σκαμπό.
ΙΣΜΉΝΗ : Σε είδα στο δρόμο , νόμιζα ήσουν ο πατέρας σου . Σε ακολούθησα . (στιγμή) Θα σου μιλούσα , δίσταζα . ΆΡΗΣ : Γιατί μαθαίνω ΤΏΡΑ για’σάς ; ΙΣΜΉΝΗ : Ο πρύτανης αρνήθηκε . Του περιόρισαν τις ώρες διδασκαλίας . Κυκλοφόρησε φήμη ότι άρχισε να τα χάνει . Ήταν εύθικτος , παραιτήθηκε . ΆΡΗΣ : Ο παππούς ; ΙΣΜΗΝΗ : Ανθρωπολόγος . Με ειδίκευση στα ερεθίσματα . Στο ρόλο που παίζουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας . (στιγμή) Ήθελε να γίνει συγγραφέας . Θα ΓΙΝΌΤΑΝ , υπήρχε ο πατέρας . Έμπορος . (κάνει τη φωνή του) Γράψιματα και διαβάσματα που δε φέρνουν πτυχία είναι για τους αφελείς . (στιγμή) Τριάντα χρονών είχε έδρα στο πανεπιστήμιο . Άρθρα του δημοσιεύονταν στο εξωτερικό . (στιγμή) Ζήτησε απ΄τον πρύτανη να χωρίσει τους φοιτητές σε τρεις ομάδες . Σε καθεμιά θα έδινε διαφορετική κατηγορία ερεθισμάτων .
Σιωπή.
ΙΣΜΉΝΗ : Δεν έχω βεράντα . Αλλιώς θα σου έλεγα να βγούμε έξω να καθίσουμε .
Η τελευταία της φράση του φαίνεται περίεργη. Προσπαθεί να μη το δείξει.
ΆΡΗΣ : (αδέξια) Δεν πειράζει . ΙΣΜΉΝΗ : Κλείστηκε στο δωμάτιο . Μαζί του μέναμε ο πατέρας σου , η γιαγιά σου και’γώ . Δεν είχαμε οικονομικό πρόβλημα , δε χρειαζόταν να δουλέψει . (στιγμή) Ένα απόγευμα ήρθε στο σαλόνι . Θα το ΈΚΑΝΕ , δεν είχε ανάγκη την άδεια κανενός . Και κάτω από καλύτερες συνθήκες . Θα έλεγχε τα ερεθίσματα όλο το εικοσιτετράωρο .
Η ΙΣΜΉΝΗ σταματάει. Κοιτάζει τον ΆΡΗ για να δει αν κατάλαβε. Αυτός συνειδητοποιεί ότι όλα όσα πέρασε εφαρμόστηκαν πρώτα στον πατέρα του υπό μορφή πειράματος. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται οίκτο για τον ΜΕΝΈΛΑΟ. Λέει την παρακάτω φράση χωρίς να μπορεί να την πιστέψει.
ΆΡΗΣ : Με πειραματόζωο τον πατέρα μου . ΙΣΜΉΝΗ : (στιγμή) Θα φρόντιζε να πάρει ο μικρός μου τα ερεθίσματα . Να γίνει ο συγγραφέας που ο ίδιος δεν έγινε . (στιγμή) Αγόρασε κάμερα , τα κατέγραφε . Τότε ήταν δύο χρονών , αντέδρασα . (αρνητικά) Περίμενα και η γιαγιά σου .
Σηκώνεται, πηγαίνει σε μια γωνιά, πιάνει ένα πλαστικό παγούρι κι ένα παλιωμένο ποτήρι. Γεμίζει το τελευταίο με νερό.
ΆΡΗΣ : (του φαίνεται απίστευτο) Δεν αντέδρασε ;
Επιστρέφει και δίνει το ποτήρι στον ΆΡΗ. Αυτός το κρατάει μηχανικά. Η ΙΣΜΉΝΗ κάθεται.
ΙΣΜΉΝΗ : Από φτωχή οικογένεια . Τιμή τους να κάνουν τέτοιο γαμπρό . Με ένα αντάλλαγμα . Δε θα έφερνε ποτέ αντίρρηση .
Σιωπή.
ΙΣΜΉΝΗ : Δεν ήταν μορφωμένη , διάβαζε περιοδικά . Ο Αριστείδης έπιασε τον Μενέλαο , ξαπλωμένο στο πάτωμα μ’ένα απ΄αυτά . (στιγμή) Η γιαγιά σου έβαζε το έργο του σε κίνδυνο . Της υποσχέθηκε διατροφή . ΆΡΗΣ : (αντιδράει) Δέχτηκε ν’αφήσει το ΓΙΌ της ;
Η ΙΣΜΉΝΗ αργεί ν’απαντήσει. Το συμβάν τη φορτίζει.
ΙΣΜΉΝΗ : Ήταν φυλακισμένη σ΄αυτό το σπίτι . Το είδε σαν ευκαιρία . (στιγμή) Και τον μικρό μου … Όσο περνούσαν τα χρόνια , στο πρόσωπό του έβλεπε τον Αριστείδη . (στιγμή , χαμογελάει) Είχα ενοχές . Αν δε ζούσα μαζί τους , δε θα την έδιωχνε .
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ σηκώνεται. Κάνει μικρά νευρικά βήματα. Δεν την κοιτάζει.
ΆΡΗΣ : (επιθετικά) Εσείς ΤΊ ΚΆΝΑΤΕ ;
Η ΙΣΜΉΝΗ κατανοεί την οργή του. Αισθάνεται άσχημα που δεν έκανε περισσότερα. Αργεί ν’απαντήσει.
ΙΣΜΉΝΗ : Τα βράδια ξυπνούσε από εφιάλτες . Τον έπαιρνα κρυφά στο κρεβάτι μου . (στιγμή) Μου επέτρεπε να τον πηγαίνω βόλτα . Τις Κυριακές . Νόμιζε απλώς περπατούσαμε . Τον πήγαινα στην εκκλησία και μετά στο πάρκο . Να παίξει με τ’άλλα παιδιά . Χωρίς άγχος να κερδίσει . (στιγμή) Οι μόνες στιγμές που γελούσε . (στιγμή) Μια Κυριακή μας ακολούθησε . Με κάλεσε στο γραφείο του . (στιγμή) Θα έπαιρνα το δρόμο της γιαγιάς σου . (στιγμή) Ο μικρός μου ήταν έντεκα .
Ο ΆΡΗΣ την κοιτάζει σα να της λέει ΄Τον εγκατέλειψες κι εσύ.΄.
ΙΣΜΉΝΗ : Με κατηγορείς . (στιγμή) Ο Αριστείδης έβαλε όρο . Αν τον πλησίαζα , θα έκοβε το επίδομα . (στιγμή) Η οικογένειά μου ήταν … Με μεγάλωσαν με σκεπτικό ότι δε θα εργαστώ ποτέ . Δεν ήξερα να κάνω τίποτα . Ήταν θέμα επιβίωσης .
Σιωπή.
ΆΡΗΣ : Από τότε δεν τον ξαναείδατε . ΙΣΜΉΝΗ : Στην κηδεία δε μου μίλησε . (στιγμή) Δεν έφταιγε , είχε γίνει ο παππούς σου . (στιγμή) Πέντε χρόνια μετά τον συνάντησα . Φαινόταν βασανισμένος , μου ζήτησε ο ΊΔΙΟΣ να καθίσουμε . Ήσουν δύο χρονών . Σας αγαπούσε πολύ . (στιγμή) Τον απασχολούσε …
Αλλάζει γνώμη. Δεν πρέπει να το πει.
ΆΡΗΣ : Τί πράγμα ; ΙΣΜΉΝΗ : (ψεύτικα) Δε θυμάμαι . Ήθελα να τον βοηθήσω , θύμωσε . Τον έχασα για δεύτερη φορά .
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ λυπάται για την ΙΣΜΉΝΗ και την κατάσταση στην οποία έχει έρθει.
ΆΡΗΣ : Φίλους δεν έχετε ; ΙΣΜΉΝΗ : Πριν τρία χρόνια γνώρισα έναν . Στους δύο μήνες μου πρότεινε να πάμε εκδρομή . ΆΡΗΣ : (του ξεφεύγει ένα χαμόγελο) Πού ; ΙΣΜΉΝΗ : Στην Υπάτη , τα λουτρά τον αναζωογονούσαν . (στιγμή , χαμογελάει) Είχα να πάω εκδρομή από δεκάξι χρονών . ΆΡΗΣ : Πήγατε ; ΙΣΜΉΝΗ : (αργεί) Περπατούσαμε προς το σταθμό , δεν αισθανόταν καλά . Σωριάστηκε . Μαζεύτηκε κόσμος , άρχισαν να φωνάζουν . Εγώ στεκόμουν . Ήρθε ασθενοφόρο . Άκουσα κάποιον να λέει για Ευαγγελισμό , πήγα με τα πόδια . Είχε πεθάνει . Ο γιατρός μου ζήτησε να τον βοηθήσω να συμπληρώσει τα στοιχεία . (στιγμή) Ήξερα μόνο ότι ήθελα να πάω εκδρομή .
Ο ΆΡΗΣ δεν ξέρει τί να πει. Αντιδραστικά κοιτάζει τις φωτογραφίες. Του κάνει εντύπωση ότι όλες αφορούν το ίδιο αγόρι. Πιάνει μία. ΙΣΜΉΝΗ : Ο πατέρας σου .
Ο ΆΡΗΣ την ξανακολλάει στον τοίχο.
ΆΡΗΣ : Δε θέλω να καταλήξω σαν αυτόν . ΙΣΜΉΝΗ : Θέλεις να πεις και σε σένα … ;
Ο ΆΡΗΣ της γνέφει θετικά.
ΙΣΜΉΝΗ : Και ο στόχος … είναι ποιός ; ΆΡΗΣ : Δεν άλλαξε . (στιγμή) Γιατί δεν προσπαθεί να τον πετύχει ο ίδιος ;
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ προσπαθεί να κάνει τον ΆΡΗ να συμπαθήσει τον ΜΕΝΈΛΑΟ.
ΙΣΜΉΝΗ : Είμαι σίγουρη … όσο και να τον χάλασε ο αδερφός μου , κατά βάθος … ΆΡΗΣ : (αργεί) Κάποιες απ’τις περιγραφές σας … Και κάποιες άλλες … Με κάνουν ΤΏΡΑ να θυμάμαι . (στιγμή) Γι΄αυτό τα λόγια μου … Γίνομαι ο πατέρας μου . ΙΣΜΉΝΗ : (τον παρακαλάει) Κατάλαβέ τον .
Σιωπή. Είναι βυθισμένος σε δικές του σκέψεις.
ΙΣΜΉΝΗ : (σιγά) Κατάλαβέ τον . ΆΡΗΣ : Υπάρχει κάτι άλλο . (στιγμή) Μια σκέψη .
Δεν έχει ξεκαθαρίσει αν θέλει να μιλήσει γι’αυτό. Η ΙΣΜΉΝΗ αγχώνεται αφύσικα στο άκουσμα μιας σκέψης.
ΙΣΜΉΝΗ : (με αγωνία) Τί σκέψη ; ΆΡΗΣ : Κανονικά θά’πρεπε να μου προκαλεί λύπη . Κι όμως . (στιγμή) Είναι χαρά . Μια χαρά λάγνα . ΙΣΜΉΝΗ : (το ίδιο) Τί σκέψη ;
Ο ΆΡΗΣ λέει τα παρακάτω λόγια σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
ΆΡΗΣ : Θέλω να βάψω τον τοίχο του σαλονιού με τη φαιά του ουσία . Αυτός συμφωνεί . Του βάζω ένα πιστόλι στο στόμα . Στοχεύω στην κορυφή του κρανίου του . Πατάω την σκανδάλη .
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ έχει σοκαριστεί. Μιλάει γρήγορα. Σα να προσπαθεί να προλάβει το φονικό.
ΙΣΜΉΝΗ : Πόνος είναι που σε ξεγελάει . Καμιά φορά … ΆΡΗΣ : (την διακόπτει , με σιγουριά) ΧΑΡΆ είναι . ΙΣΜΉΝΗ : Καμιά φορά η ζωή είναι άδεια . Οτιδήποτε έρχεται , με την πρώτη ματιά φαίνεται ευχάριστο . (στιγμή) Εσύ τον αγαπάς . Δε θέλεις κάτι τέτοιο . Τον αγαπάς . Αλλιώς δε θα έμενες μαζί του τόσα χρόνια . ΆΡΗΣ : Ποτέ δεν είχα χρόνο να σκεφτώ τα αισθήματά μου . ΙΣΜΉΝΗ : Επαναλαμβάνει ένα λάθος . Όταν γίνει καλά , θα είσαι και συ . Δε θά΄χεις τέτοιες σκέψεις . ΆΡΗΣ : (του έρχεται ιδέα , μονολογεί) Το ντουλάπι . Έχει πράγματα του παππού . ΙΣΜΉΝΗ : Μην του πεις ακόμα ότι μιλήσαμε . ΆΡΗΣ : (ειρωνικά) Θέλετε το λόγο μου ;
Η ΙΣΜΉΝΗ δε δίνει σημασία στην ειρωνεία. Ο ΆΡΗΣ κάνει να φύγει.
ΙΣΜΉΝΗ : Να έρχεσαι . (στιγμή) Θέλω να βοηθήσω Ν΄ΑΛΛΆΞΕΙ η ζωή σου . ΜΠΟΡΏ . (στιγμή) Καταλαβαίνω που δε μ΄εμπιστεύεσαι . Στον πατέρα σου απέτυχα . Εσένα ...
Δεν προλαβαίνει να πει ‘Εσένα θα σε βοηθήσω .’ καθώς ο ΆΡΗΣ κλείνει την πόρτα πίσω του.
ΤΡΊΤΗ ΠΡΆΞΗ
Μέρα πέμπτη. Το σπίτι των δύο αντρών είναι άδειο. Τα πατζούρια ανεβασμένα. Κάποιος ξεκλειδώνει, όσο πιο αργά και αθόρυβα γίνεται, την εξώπορτα. Μπαίνει μέσα με παρόμοιο τρόπο. Είναι ο ΆΡΗΣ. Κρατάει μπρελόκ με κλειδιά. Του κάνει εντύπωση που τα πατζούρια είναι ανεβασμένα. Κατευθύνεται στα δωμάτια για να σιγουρευτεί ότι είναι μόνος. Βλέπει πάνω στο τραπέζι το τετράδιο του πατέρα του. Κάθεται σε μια καρέκλα και το ανοίγει. Αυτά που διαβάζει τον ξαφνιάζουν. Γυρίζει τις σελίδες βιαστικά, διαβάζοντας μία ή δύο φράσεις σε καθεμιά. Το κλείνει απότομα και το αφήνει στη θέση του. Πηγαίνει στο ντουλάπι. Δοκιμάζει ποιό από τα κλειδιά ταιριάζει. Το ανοίγει. Πιάνει τις βιντεοκασέτες και κοιτάζει τις ετικέτες τους. Πάει να βάλει μία απ’αυτές στο βίντεο. Διαπιστώνει ότι υπάρχει ήδη μέσα κασέτα. Πατάει το play. Βλέπουμε τον πατέρα του στη συνήθη νεαρή ηλικία. Όμως αυτή τη φορά κάθεται στο τραπέζι. Έχει μπροστά του μια τούρτα, με ένα κερί που έχει μόλις σβήσει. Η οθόνη γίνεται μαύρη. Ο ΆΡΗΣ γυρίζει την κασέτα προς τα πίσω και την αφήνει να παίξει. Ακούγεται η φωνή του παππού του.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Σήμερα Μενέλαε , συμπληρώνεις εικοσιδύο έτη . Εικοσιδύο έτη γεμάτα μόχθο . (στιγμή) Από τις πρώτες κιόλας του δημοτικού τις τάξεις , ότι διαθέτεις ένα εξαιρετικό πνεύμα φάνηκε . Οι δάσκαλοί σου με πλησίαζαν για να μου πουν ΄Κύριε Καλλέργη , με ό,τι κι αν ασχοληθεί ο γιος σας , ένα είναι σίγουρο . Πως θα πετύχει .΄ .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Στα εικοσιδύο , ότι έχεις διαβάσει τα άπαντα των κλασσικών , μπορείς να περηφανεύεσαι . (στιγμή) Έμαθες απ΄αυτούς . Το ΒΛΈΜΜΑ τους , όχι μόνο το χειρισμό της γλώσσας . Είναι οι άνθρωποι του πρώτου είδους . Γι΄αυτούς έλεγε ο Λεονάρντο . (στιγμή) Ν΄αγαπήσεις το δεύτερο είδος .
Ο νεαρός συμπληρώνει, σχεδόν διακόπτοντας, τον πατέρα του για να δείξει ότι δεν ξεχνάει όσα του είπε.
ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αυτούς που βλέπουν αν τους δείξεις . ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Να ΜΙΣΉΣΕΙΣ το τρίτο . ΝΕΑΡΌΣ ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αυτούς που δε βλέπουν ακόμα κι αν τους δείξεις .
Σιωπή.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Χαίρομαι που παρ΄όλη την τριβή με την ελληνική γραμματεία , η επιθυμία μέσα σου , ουδέποτε γεννήθηκε , το δρόμο του δασκάλου ν΄ακολουθήσεις . Στις κατευθύνσεις που σου έδωσα , έμενες προσηλωμένος . Κατευθύνσεις , οι οποίες ΌΛΕΣ σήμερα , συγκλίνουν σ΄ένα στόχο . Ένα στόχο , για την επίτευξη του οποίου , αντίθετα απ΄ότι περίμενες , δε θ΄ακούσεις σήμερα ευχές . Όχι . Όχι . Πλέον δεν είναι στόχος . Είναι ΠΕΠΡΩΜΈΝΟ . Το πεπρωμένο σου .
Ανάβει το κερί . Ο νεαρός φυσάει και το σβήνει.
ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ : Χρόνια πολλά , Μενέλαε .
Ο ΆΡΗΣ πατάει stop, κλείνει τις συσκευές, κλειδώνει τη ντουλάπα και φεύγει. Μετά από λίγο, η πόρτα ξανανοίγει. Μπαίνει ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ. Έχει μια περίεργη ένταση. Κρατάει κουτί ζαχαροπλαστείου. Το ανοίγει και βγάζει μια τούρτα μ’ένα κερί. Είναι ίδια με αυτήν του βίντεο. Την ακομπάει στο ίδιο σημείο του τραπεζιού. Απ’την τσέπη του μπουφάν του βγάζει μια μαύρη σακούλα που περιέχει κάτι σε μέγεθος βιντεοκασέτας. Ανοίγει το ντουλάπι και τη βάζει μέσα. Κοιτάζει το ρολόι του. Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει. Μπαίνει ο ΆΡΗΣ. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ φωνάζει αψυχολόγητα δυνατά.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΆ , ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ ΜΟΥ . ΆΡΗΣ : (ψυχρά) Δε θα κλειδώσεις ;
Είναι η πρώτη φορά που ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν κλειδώνει την πόρτα και δε βάζει το σύρτη. Αγκαλιάζει και φιλάει τον ΆΡΗ με ασυνήθιστη εγκαρδιότητα. Είναι αφύσικα λογορροϊκός, δεν κάνει παύσεις. Δεν αφήνει τον ΆΡΗ απ’την αγκαλιά του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Είδα στον ύπνο μου ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιό μου , έβαλε το χέρι του κάτω απ’το μαξιλάρι , πήρε τα κλειδιά . Μετά περπατούσε μέσα στο σπίτι , άκουγα τα βήματά του . Ξύπνησα . Τα κλειδιά ήταν στη θέση τους . Όμως άκουγα τα βήματά . Πετάχτηκα όρθιος , έψαξα όλο το σπίτι . Μπήκα στο δωμάτιο σου , κοιμόσουν . Ξέρεις τί σκέφτηκα ; (το λέει όπως το είπε στον εαυτό του) Αυτό έχει μόνο σημασία . Που είσαι εσύ καλά . Ας κάνουν ό,τι θέλουν αυτοί . Ας με σκοτώσουν . Εσύ θα ΜΕΊΝΕΙΣ .
Ο ΆΡΗΣ προσπαθεί να απεγκλωβιστεί απ’την αγκαλιά του ΜΕΝΈΛΑΟΥ. ΆΡΗΣ : Τί’ναι αυτά που λες ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έλα . Έλα δω .
Τον πιάνει απ’το μπράτσο και τον βάζει να καθίσει στη θέση που καθόταν αυτός στα δικά του γενέθλια. Σκύβει από πίσω του. Τον αγκαλιάζει. Του μιλάει στ’αυτί.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΕΣΎ . Δε χρειαζόμαστε άλλον . Ξέχνα την τεκνοποίηση . Θυμάσαι τί έγραφε στους ‘Δαιμονισμένους’ . Είναι γι’αυτόν που δεν κατάφερε να δώσει νόημα στην ύπαρξή του . Εναποθέτει τις ελπίδες του στον απόγονο . Όπως εγώ . Εσύ δε χρειάζεσαι απόγονο . Θα είσαι ο μεγάλος συγγραφέας Αριστείδης Καλλέργης . Ο ΣΚΟΠΌΣ ΕΠΕΤΕΎΧΘΗ .
Ο ΆΡΗΣ τον απωθεί με δύναμη. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ δεν ενοχλείται απ’την ενέργεια του γιου του. Αρχίζει το ‘μάθημα’.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Σήμερα Αριστείδη συμπληρώνεις εικοσιδύο έτη . Οι δάσκαλοί σου ... ΆΡΗΣ : (τον διακόπτει , ψυχρά) Σας πλησίαζαν για να σας πούνε ΄Κύριε Καλλέργη , ο γιος σας θα πετύχει .΄ .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ σαστίζει. Αργεί να μιλήσει. Ο ΆΡΗΣ απολαμβάνει τη σύγχυση που του προκαλεί. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κοιτάζει τις σημειώσεις του.
ΆΡΗΣ : Ν΄αφήσουμε τα περί εξωσχολικών βιβλίων και Λεονάρντο γιατί βαριέμαι .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κοιτάζει νευρικά δεξιά-αριστερά.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Πότε στα είπα ; ΆΡΗΣ : Εμείς που βλέπουμε είμαστε ανώτεροι και αυτοί που δε βλέπουν ακόμα κι αν τους δείξουμε , να πάνε να γαμηθούν . ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (τον μαλώνει) ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ .
Σιωπή. Κοιτάζει πάλι δεξιά κι αριστερά.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τί γέλια ειν΄αυτά ; ΆΡΗΣ : Ποιά γέλια ;
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κοιτάζει πάλι δεξιά κι αριστερά. Καρφώνει το βλέμμα στη φωτογραφία του πατέρα του. Μετά κοιτάζει στο τετράδιο.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Χαίρομαι που παρ’όλη την τριβή με την ελληνική γραμματεία , ουδέποτε γεννήθηκε μέσα σου η επιθυμία …
Συνειδητοποιεί ότι τα λόγια δεν ταιριάζουν καθόλου στην περίπτωση του ΆΡΗ. Στρέφει το βλέμμα πάνω του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Χαίρομαι που κατάλαβες πόσο λανθασμένη ήταν η σκέψη να γίνεις δάσκαλος . Γιατί το κατάλαβες . Έτσι δεν είναι ;
Ο ΆΡΗΣ δεν απαντάει. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ξανακοιτάζει στο τετράδιο. Αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται να πει πράγματα που δεν είναι μέσα σ΄αυτό. Το κλείνει και τ΄αφήνει στο τραπέζι.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Με άκουγες με αφοσίωση όταν σου εξηγούσα . ΞΕΡΕΙΣ ποιός ήρωας θα σε οδηγήσει στο υψηλό αποτέλεσμα . Με άκουγες , ξέρεις .
Περιμένει μάταια απ’τον ΆΡΗ ένα σχόλιο που θα επιβεβαιώσει τα λόγια του.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Έτσι . Έτσι . Αυτός είναι ο γιος μου . (στιγμή , κοιτάζει στο τετράδιο) Πάντα προσηλωμένος . (στιγμή , χάνει τον ειρμό του) Ένα στόχο , για την επίτευξη του οποίου , δε θ΄ακούσεις ευχές . Όχι , όχι . (στιγμή) Όχι .
Ανάβει το κερί.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Χρόνια πολλά Αριστείδη .
Ο ΆΡΗΣ φυσάει το κερί απρόθυμα. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ χειροκροτεί αψυχολόγητα δυνατά. Τον αγκαλιάζει σα να είναι η τελευταία φορά που τον βλέπει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Χρόνια πολλά αγόρι μου . (στιγμή) Σε σένα στηριζόμαστε . ΆΡΗΣ : (ψυχρά) Μπορώ να πάω μέσα ; ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Μέρα που είναι , σου επιτρέπω να βγεις βόλτα .
Ο ΆΡΗΣ με γρήγορες κινήσεις σηκώνεται και βγαίνει απ’την εξώπορτα. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ πηγαίνει στη φωτογραφία του ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ. Δε γονατίζει, κάνει μικρά νευρικά βήματα μπρος-πίσω.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : (με προσποιητή χαρά) Είδατε πατέρα ; Σιωπή. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ θυμώνει επειδή ο ΑΡΙΣΤΕΊΔΗΣ δεν του απαντάει. Μιλάει με ύφος επιθετικό.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Αρνείστε ν΄απαντήσετε γιατί ΕΊΔΑΤΕ . (στιγμή) Είχατε ΑΜΦΙΒΟΛΊΕΣ για την πράξη μου . Σας άκουσα προηγουμένως . ΓΕΛΟΎΣΑΤΕ μαζί μου . Με ΔΕΊΧΝΑΤΕ . Σα να είμαι μικρό παιδί που πάει να κλωτσήσει την μπάλα και σκοντάφτει πάνω της . Τί έχετε να πείτε όμως τώρα ;
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τον ΑΚΟΎΣΑΤΕ . Θυμάται τα ΠΆΝΤΑ . (στιγμή) Ξέρετε γιατί ; Γιατί δεν του τα ΠΈΤΑΞΑ στα μούτρα όπως μου κάνατε εσείς . Κάναμε ΔΙΆΛΟΓΟ . Του επέτρεψα ν΄αμφισβητήσει τα πάντα , να επιλέξει . Και επέλεξε το σωστό . ΓΙ΄ΑΥΤΌ η προσήλωσή του θα είναι ισχυρή . Γιατί είναι ΔΙΚΉ του επιλογή . (στιγμή) Το έργο σας έγινε δικό μου . Με νέους όρους . Και θα πετύχει . ΠΈΤΥΧΕ . Ο γιος μου … ΌΧΙ ο εγγονός σας , ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ . Θα γίνει αθάνατος .
Μέσα του έχει σχηματιστεί έντονο μίσος για τον ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ. Εξαιτίας του έπαιξε τόσα χρόνια αυτό το ρόλο. Εξαιτίας του θα προχωρήσει στην ΄ώθηση΄. Ακούει πάλι γέλια. Ξεσπάει.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΓΕΛΆΣ .
Με βίαιες κινήσεις, πιάνει την κορνίζα και την πετάει στο πάτωμα. Αυτή σπάει σε πολλά μικρά κομμάτια. Πηγαίνει και στέκεται πάνω απ΄τη φωτογραφία. ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Τις ένα εκατομμύριο συγνώμες που σου ζήτησα τις παίρνω με τη μία όλες πίσω . ΔΕΝ τις αξίζεις γιατί ΔΕ ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΆΞΕΣ . Η συνομωσία ΠΡΟΫΠΉΡΧΕ . Σερνόταν προς το μέρος μου . Δε είπες ΤΊΠΟΤΑ . Με άφησες και ΠΑΝΤΡΕΎΤΗΚΑ .
Σιωπή.
ΜΕΝΈΛΑΟΣ : Και ξέρεις κάτι ; Η θεία Ισμήνη ΔΕ συμμετείχε . Η θεία είναι ο ΜΌΝΟΣ άνθρωπος που μ΄αγάπησε . (σιγά) Ο μόνος . (στιγμή) Η θέση της είναι ΕΔΏ .
Κλωτσάει μερικά απ΄τα σπασμένα κομμάτια της κορνίζας. Το μετανιώνει. Τα μαζεύει, πιάνει τη φωτογραφία, και τα βάζει όλα μαζί πάνω στο έπιπλο. Προσπαθεί να τα συναρμολογήσει.
ΤΈΤΑΡΤΗ ΠΡΆΞΗ
Στο υπόγειο, η ΙΣΜΉΝΗ στέκεται στη μία γωνία του χώρου. Κοντά της υπάρχει μια βαλίτσα. Κοιτάζει τον ΆΡΗ ο οποίος στέκεται στην αντίθετη γωνία με την πλάτη γυρισμένη. Δείχνει σοκαρισμένος. Για λίγο δε μιλάει κανένας.
ΙΣΜΉΝΗ : Δε θα μου πεις ;
Σιωπή.
ΆΡΗΣ : Είχαμε ΚΑΤΑΛΆΒΕΙ ότι με μεγάλωνε όπως έκανε μ΄αυτόν ο παππούς . Νομίζαμε ότι συνέβαινε … επειδή έτσι έμαθε .
Η ΙΣΜΉΝΗ προσπαθεί να δικαιολογήσει τον ΜΕΝΈΛΑΟ.
ΙΣΜΉΝΗ : ΈΤΣΙ έμαθε . ΆΡΗΣ : Βρήκα ΚΑΣΈΤΕΣ . ΙΣΜΉΝΗ : Στο είχα πει . ΆΡΗΣ : Αυτό που ΔΕ μου είχατε πει … και μάλλον δεν μπορούσατε να φανταστείτε , είναι ότι πριν από κάθε μας συνάντηση , έβλεπε ένα απόσπασμα . Μετά μου έλεγε Ό,ΤΙ άκουσε . (με θυμό) Χωρίς να χάνει ΟΎΤΕ ΚΌΜΜΑ . ΙΣΜΉΝΗ : Σκέψου αυτά που πέρασε . ΆΡΗΣ : Μετράει τις μέρες από τη γέννησή μας . Ώστε να τ΄ακούω χωρίς απόκλιση ΜΈΡΑΣ . (στιγμή) Φροντίζει να κάθομαι στην ΊΔΙΑ καρέκλα . ΙΣΜΉΝΗ : Ο αδερφός μου ήταν σαδιστής . ΆΡΗΣ : Ο άνθρωπος είναι ΤΡΕΛΌΣ . ΙΣΜΉΝΗ : Είναι καλόψυχος . ΆΡΗΣ : Καλός ξεκαλός , εγώ ΞΈΡΩ τί θα κάνω .
Η ΙΣΜΉΝΗ αρνείται να πιστέψει αυτό που εννοεί ο ΆΡΗΣ. Τον πλησιάζει. Διστάζει να μιλήσει.
ΙΣΜΉΝΗ : Τον αφήνεις ;
Ο ΆΡΗΣ δεν απαντάει.
ΙΣΜΉΝΗ : Θα πάθει κατάθλιψη . ΆΡΗΣ : Γι΄αυτόν η κατάθλιψη θα είναι βελτίωση . ΙΣΜΉΝΗ : Να σου κάνω ένα χαμομήλι που σ΄αρέσει ; ΆΡΗΣ : (ξεσπάει) ΠΟΎ ξερετ΄εσείς τί μ΄αρέσει ;
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ κάθεται στο σκαμπό. Η ΙΣΜΉΝΗ παράλληλα με τα παρακάτω λόγια πηγαίνει να καθίσει στην πολυθρόνα.
ΙΣΜΉΝΗ : Τότε . Στην καφετέρια . (στιγμή) Η καριέρα του διεκόπη βίαια . Τέσσερα χρόνια δεν κατάφερε να γράψει τίποτα . Πίστευε έφταιγε ο ίδιος . ΆΡΗΣ : Γιατί ; ΙΣΜΉΝΗ : Παντρεύτηκε , απέκτησε εσένα . Ένιωσε ευτυχισμένος . (στιγμή) Τη μητέρα σου κατηγορούσε . Του έκλεψε την ανησυχία . ΆΡΗΣ : (μονολογεί) Γι’αυτό φοβάται μην παντρευτώ. ΙΣΜΉΝΗ : Τον απασχολούσε μια σκέψη. (στιγμή) Σαν τη δική σου . ΆΡΗΣ : Τί σκέψη ; ΙΣΜΉΝΗ : Μια νύχτα κρυφά . Ενώ εσύ και η μητέρα σου κοιμόσασταν . (στιγμή) Έβαζε φωτιά στο σπίτι . (στιγμή) Του είπα να ξεχάσει τη συγγραφή και να χαρεί την οικογένειά του . Έφυγε . (στιγμή) Του φώναξα . Θα τον περίμενα την επόμενη Δευτέρα στο ίδιο μέρος .
Σιωπή.
ΆΡΗΣ : Μου αποδείξατε ότι δεν είναι τρελός ; ΙΣΜΉΝΗ : Ένιωθε ένοχος , έπρεπε να επανορθώσει . (στιγμή) Δεν μπορούσε να σας σκοτώσει . Πρέπει να σκέφτηκε να επανορθώσει μέσα από σένα .
Σιωπή. Δεν του αρέσει που ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε για να διορθώσει ένα λάθος του. Ξαφνικά του έρχεται μια σκέψη. Πετάγεται όρθιος.
ΆΡΗΣ : (με φόρα) Ο παππούς την ΈΔΙΩΞΕ τη γιαγιά . Πόσων χρονών ήταν τότε ο πατέρας ; ΙΣΜΉΝΗ : Τεσσάρων . ΆΡΗΣ : (απαιτητικά) Θέλω ακρίβεια ΜΗΝΏΝ . ΙΣΜΉΝΗ : (αδιάφορα) Δε θυμάμαι . ΆΡΗΣ : (δυνατά) ΘΥΜΉΣΟΥ . ΙΣΜΉΝΗ : (αργεί , σκέφτεται δυνατά) Αυτή έφυγε Μάρτιο … Όχι , Απρίλιο . Ο Μενέλαος γεννήθηκε Σεπτέμβρη . (υπολογίζει) Τεσσάρων χρονών και επτά μηνών .
Ο ΆΡΗΣ φορτίζεται συναισθηματικά. Πιάνει το κεφάλι του.
ΙΣΜΉΝΗ : Τί έπαθες ; Ο ΆΡΗΣ επαναλαμβάνει λόγια του πατέρα του.
ΆΡΗΣ : Η μητέρα έφυγε με έναν πλούσιο κύριο που της πρόσφερε αμάξια , φορέματα . ΙΣΜΉΝΗ : (δεν καταλαβαίνει , με οίκτο) Καϋμενούλια μου . ΆΡΗΣ : (αντιδράει) Όταν ήμουν τεσσάρων ετών , έξι μηνών και εικοσιοχτώ ΗΜΕΡΏΝ .
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ είναι έτοιμη να πει πως πρόκειται για σύμπτωση.
ΆΡΗΣ : ΔΕΝ είναι σύμπτωση και το ΞΈΡΕΙΣ . Εσείς τη διώξατε . Με τα κωλοπειΡΆΜΑΤΆ σας . Θά΄πρεπε να σας είχαν κλείσει απ΄την αρχή ΌΛΟΥΣ ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΊΟ . (προσπαθεί να το χωρέσει στο μυαλό του) Για να μεγαλώσω κάτω από τις ΊΔΙΕΣ ΓΑΜΗΜΈΝΕΣ ΣΥΝΘΉΚΕΣ . ΙΣΜΉΝΗ : (αργεί , σα να λέει ΄αποκλείεται΄) Η μητέρα σου θ΄αντιδρούσε .
Ο ΆΡΗΣ επαναλαμβάνει τα λόγια της ΙΣΜΉΝΗΣ για τη γιαγιά του.
ΑΡΗΣ : Ήταν φυλακισμένη σ΄αυτό το σπίτι . Το είδε σαν ευκαιρία . ΚΑΙ ΤΟΝ ΆΡΗ . Όσο περνούσαν τα χρόνια , στο πρόσωπό του ΈΒΛΕΠΕ ΤΟΝ ΜΕΝΈΛΑΟ .
Η ΙΣΜΉΝΗ αρνείται να το δεχτεί. Ο ΆΡΗΣ ξεσπάει σε λυγμούς. Αρθρώνει χαμηλόφωνα τις παρακάτω λέξεις.
ΆΡΗΣ : Γι΄αυτό το χάδι … Όλο και πιο ψυχρό .
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ δεν ξέρει τί να πει. Ο ΆΡΗΣ κάθεται. Προσπαθεί να συνέλθει. Παρουσιάζει μια ψεύτικη αισιοδοξία.
ΆΡΗΣ : Δεν έχει πια σημασία . (στιγμή) Από σήμερα αλλάζω ζωή . (στιγμή) Είπες θα με βοηθήσεις . ΙΣΜΉΝΗ : Το εννοούσα . ΆΡΗΣ : Αλλιώς δε θα σου ζητούσα , να ξέρεις . (στιγμή) Χρειάζομαι διακόσια ευρώ . Να τα βγάλω πέρα στην αρχή . ΙΣΜΉΝΗ : (απογοητευμένα) Δεν εννοούσα τέτοια βοήθεια .
Η απογοήτευση μεταδίδεται στον ΆΡΗ.
ΆΡΗΣ : Τί βοήθεια ; ΙΣΜΉΝΗ : Θα έρθω να μείνω μαζί σας . (στιγμή , ζωηρεύει) Θα γεμίσουμε τη βεράντα με γλάστρες . Θα πηγαίνουμε την Κυριακή στην εκκλησία . (με παρανοϊκό ενθουσιασμό) Τα βράδια θα ξυπνάς από εφιάλτες , θα σε παίρνω στην αγκαλιά μου .
Ο ΆΡΗΣ, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, σηκώνεται όρθιος. Παράλληλα με τα παρακάτω λόγια της, κάνει βήματα πίσω.
ΙΣΜΉΝΗ : Όπως τότε . Πρώτα θα τις ποτίζουμε και μετά θα πίνουμε το χαμομήλι μας με θέα την πόλη . ΆΡΗΣ : (αργεί) Είσαι … τρελή .
Η ΙΣΜΉΝΗ σφίγγει το μπράτσο της πολυθρόνας.
ΙΣΜΉΝΗ : Μη . Μη μιλάς έτσι . (στιγμή) Κάθισε δίπλα μου . Εσύ θα γράφεις . Τα βιβλία σου θα εκδίδονται σ΄όλο τον κόσμο . Θα λένε ΄Άριστείδης Καλλέργης , γιος του μεγάλου λογοτέχνη Μενέλαου Καλλέργη΄ .
Ο ΆΡΗΣ συνειδητοποιεί τί της συμβαίνει.
ΆΡΗΣ : Δεν είσαι τρελή . Παθιασμένη με τον ΠΑΤΈΡΑ μου είσαι . Αυτόν σκέφτεσαι . (στιγμή) Αν δε μου είχες πει ότι τον άφησες στα έντεκα , θα έλεγα πως …
Κάνει μερικά βήματα προς το μέρος της.
ΆΡΗΣ : (δυνατά) ΚΑΛΆ είπα όταν πρωτοήρθα . Δεν είσαι παρά μια γριά που της αρέσουν τ΄αγοράκια . ΙΣΜΉΝΗ : (αμέσως) ΝΤΡΟΠΉ να λες τέτοια . ΆΡΗΣ : Τί έχεις εσύ που ν΄αρέσει σ΄ένα αγοράκι ; (την πλησιάζει περισσότερο) Θέλω να μου δείξεις .
Κάνει να της σηκώσει την μπλούζα. Η ΙΣΜΉΝΗ του χτυπάει τα χέρια και φωνάζει.
ΙΣΜΉΝΗ : ΣΤΑΜΆΤΑ .
Ο ΆΡΗΣ τρομάζει απ΄το πόσο παρεκτράπηκε. Κάνει πίσω. Η ΙΣΜΉΝΗ ηρεμεί. Η φωνή της είναι αταίριαστα γλυκιά.
ΙΣΜΉΝΗ : Κουράστηκα μόνη . Αφού έχω οικογένεια .
Ο ΆΡΗΣ συνειδητοποιεί ότι η ΙΣΜΉΝΗ είναι περισσότερο πληγωμένη απ΄τον ίδιο. Νιώθει οίκτο. Κάθεται δίπλα της, την αγκαλιάζει.
ΙΣΜΉΝΗ : Ξόδεψα τη ζωή μου γι΄αυτούς . Με κατηγορούσε από πάνω . Έλεγε από μικρή φαινόμουν πως θα κατέληγα γεροντοκόρη . Ότι κόλλησα πάνω τους για νά΄χω δικαιολογία . (στιγμή) Πικρόχολος . (στιγμή , γρήγορα και πιεστικά) Σου φαίνομαι για γυναίκα που δεν είχε υποψήφιους γαμπρούς ;
Ο ΆΡΗΣ την αφήνει απ’την αγκαλιά του.
ΙΣΜΉΝΗ : Σου φαίνομαι ; ΆΡΗΣ : (αργεί , αδέξια) Όχι .
Θα περίμενε κανείς ότι ο ΆΡΗΣ θα συνεχίσει να μιλάει για την ίδια.
ΆΡΗΣ : Από σήμερα αλλάζω ζωή . (στιγμή) Δε θα ξαναδιαβάσω τίποτα . Θα κάνω δουλειές με τα χέρια . Τίμιες . Που δεν πληγώνουν κανέναν . Που δε χρειάζονται ώθηση .
Σηκώνεται. Περπατάει. Η τελευταία φράση κεντρίζει το ενδιαφέρον της ΙΣΜΗΝΗΣ.
ΙΣΜΉΝΗ : Ώθηση ; ΆΡΗΣ : (χωρίς να την κοιτάζει) Τις τελευταίες μέρες γι΄αυτήν μιλάει .
Σιωπή. Η ΙΣΜΉΝΗ προβληματίζεται.
ΙΣΜΉΝΗ : (διστακτικά) Στο σπίτι σας . Είχα πολύ ελεύθερο χρόνο . Διάβαζα . Βιβλία του αδερφού μου . Αγαπημένο του ήταν η ΄Υπαρξιακή Ψυχολογία΄ . Μια σελίδα την είχε τσακίσει . Ανέτρεχε ΣΥΧΝΆ . (στιγμή) Έλεγε για το όφελος που έχει ο νέος … από το θάνατο του γονιού του . ΆΡΗΣ : Όφελος ; ΙΣΜΉΝΗ : Έλεγε συγκεκριμένα … ότι δίνει μία ΏΘΗΣΗ … ώστε να φτάσει στην οξυμένη υπαρξιακή συνειδητότητα .
Ο ΆΡΗΣ στρέφει το βλέμμα του στο πάτωμα. Αναλύει αυτό που μόλις άκουσε. Η ΙΣΜΗΝΗ νομίζει ότι δεν κατάλαβε. Του εξηγεί.
ΙΣΜΉΝΗ : Είναι η κατάσταση στην οποία αναζητεί συνεχώς ... ΆΡΗΣ : (την διακόπτει) ΚΑΤΆΛΑΒΑ .
Συνεχίζει να σκέφτεται.
ΙΣΜΉΝΗ : Μην ανησυχείς . Ο Μενέλαος αποκλείεται …
Σιωπή.
ΙΣΜΉΝΗ : Έχει φυτευτεί ΒΑΘΙΆ μέσα του ο σπόρος του χριστιανισμού . ΆΡΗΣ : (αμέσως , γρήγορα) Τον παππού τον πυροβόλησαν . ΙΣΜΉΝΗ : Ναι .
Σιωπή. Στο σαλόνι του πατρικού μπαίνει ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ. Ανοίγει τα συρτάρια και πετάει πράγματα στο πάτωμα. Μετακινεί έπιπλα.
ΙΣΜΉΝΗ : Αν και πάντα είχα μια αμφιβολία . ΆΡΗΣ : (σα να της λέει επιχείρημα κατά της αμφιβολίας της) Έγινε διάρρηξη . ΙΣΜΉΝΗ : Δεν πιάσαν κανέναν . (στιγμή) Θα μπορούσε ο ίδιος … να είχε φροντίσει από πριν να μοιάζει με διάρρηξη . (στιγμή) Απ΄την άλλη , δε θα διάλεγε μια τέτοια μέρα .
Ο ΆΡΗΣ δεν προσέχει την τελευταία της φράση.
ΆΡΗΣ : Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ; ΙΣΜΉΝΗ : (αργεί) Για να μη χάσει ο θάνατός του το στόχο ; (στιγμή) Αν ο Μενέλαος μάθαινε ότι αυτοκτόνησε , θα διέγραφε όλα όσα είχε μάθει .
Σιωπή.
ΙΣΜΉΝΗ : Ο πατέρας σου τον βρήκε . ΆΡΗΣ : Ποτέ δε μου μίλησε .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ανοίγει το ντουλάπι και πιάνει τη μαύρη σακούλα.
ΙΣΜΉΝΗ : Άργησε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία . Τους έκανε να τον υποψιάζονται . ΆΡΗΣ : Γιατί άργησε ; ΙΣΜΉΝΗ : Κάθισε δίπλα στο νεκρό και άρχισε να γράφει . ΆΡΗΣ : Πόσων χρονών ήταν ; ΙΣΜΉΝΗ : Εικοσιδύο .
Ο ΆΡΗΣ πιάνει το κεφάλι του.
ΙΣΜΉΝΗ : Ναι . Ήταν ΤΌΤΕ . Που άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα .
Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ βγάζει απ’την τσάντα του ΆΡΗ, που ήταν στο πάτωμα, το τετράδιο, που είχε αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα του, κι ένα στυλό. Τα ακουμπάει στο τραπέζι.
ΆΡΗΣ : (αργεί) Θυμάσαι την ακριβή ηλικία ; ΙΣΜΉΝΗ : Δεν είναι δύσκολο . Ήταν η μέρα των γενεθλίων του .
Σιωπή. Ο ΆΡΗΣ είναι παγωμένος. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ ξεκλειδώνει την εξώπορτα και την αφήνει ανοιχτή.
ΙΣΜΉΝΗ : Εσύ πόσο είσαι ;
Ο ΆΡΗΣ ξαφνικά πετάγεται όρθιος και τρέχει προς την πόρτα. Τρέχει στο δρόμο με κατεύθυνση το σπίτι του. Τον βλέπουμε να το κάνει πίσω από τους τοίχους του σκηνικού. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ κοιτάζει πάνω απ’το κοινό. Ο ΆΡΗΣ τρέχει άτακτα. Αλλάζει κατευθύνσεις. Σαν από το άγχος να μπερδεύεται και να χάνει το δρόμο του. Ο ΜΕΝΈΛΑΟΣ διστάζει, αλλά τελικά βγάζει από τη σακούλα ένα περίστροφο. Το πιάνει με μαντήλι, έτσι ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το βάζει στο στόμα του και τινάζει τα μυαλά του στον τοίχο. Σωριάζεται στο πάτωμα. Λίγα δεύτερα μετά, ο ΆΡΗΣ μπαίνει με φόρα μέσα. Το βλέμμα του καρφώνεται στο πτώμα. Παγώνει. Ακούμε την ανάσα του. Πλησιάζει με αργά βήματα. Για λίγο στέκεται από πάνω του. Κατευθύνεται προς το τηλέφωνο. Το σηκώνει. Βλέπει ότι πάνω στο τραπέζι είναι το τετράδιό του. Κλείνει το τηλέφωνο πριν σχηματίσει τον αριθμό. Κάθεται. Ανοίγει το τετράδιο. Σκίζει τις πρώτες τρεις σελίδες. Τις κόβει σε κομμάτια. Δεν ικανοποιείται. Τα βάζει στο στόμα του. Αρχίζει να τα μασάει. Καταπίνει. Πιάνει το στυλό. Αρχίζει να γράφει.
ΠΈΜΠΤΗ ΠΡΆΞΗ
Έχει περάσει ένας χρόνος. Τα πατζούρια είναι ανεβασμένα. Εκεί που παλιότερα βρισκόταν η φωτογραφία του ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ, τώρα είναι αυτή το ΜΕΝΈΛΑΟΥ. Στη θέση του φυτού, υπάρχει ένα άλλο, καταπράσινο. Ο ΆΡΗΣ κάθεται στη θέση που τον είδαμε και στην προηγούμενη πράξη. Παρακολουθεί στην τηλεόραση τη συνέντευξη που παραχώρησε την προηγουμένη. Μπροστά του υπάρχουν στίβες από χαρτιά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ : Στα εικοσιτρία σας μόλις , είχατε την τύχη να δείτε το πρώτο σας μυθιστόρημα να είναι κορυφαίο σε πωλήσεις στην Ελλάδα , να έχει μεταφραστεί σε τέσσερις γλώσσες και εκδοθεί σε έντεκα χώρες . Πώς αισθάνεστε ; ΆΡΗΣ : Αισθάνομαι … ότι δεν είναι θέμα τύχης .
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ αιφνιδιάζεται απ΄την απάντηση. Αργεί να κάνει την επόμενη ερώτηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ : Πότε αρχίσατε να είστε τόσο σίγουρος για το ταλέντο σας ; ΆΡΗΣ : Πριν ένα χρόνο . ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ : Πώς εξηγείτε τη μεταστροφή του Γιώργου ; Ένας μεσήλικας , πρόσφατα απολυμένος εργάτης . Μέσα σε μία μέρα αποφασίζει να γίνει φιλόσοφος . ΆΡΗΣ : Συμβαίνει . ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ : Σε μερικούς η γραφή σας θύμισε αυτήν του πατέρα σας . Κάποιος μίλησε για τάση αντιγραφής . ΆΡΗΣ : Όποιος δεν αντιγράφει τον πατέρα του είναι άξιος λύπησης που είχε τέτοιον πατέρα . Απ’την κουζίνα έρχεται η ΙΣΜΉΝΗ. Κρατάει ένα ποτήρι νερό. Το ρίχνει στη γλάστρα και φεύγει.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΆΦΟΣ : Ο πατέρας σας γνώρισε κι αυτός την επιτυχία με το πρώτο μυθιστόρημα . Ωστόσο μετά , για λόγους που ποτέ κανείς δεν έμαθε , σταμάτησε να γράφει και απομονώθηκε στο σπίτι σας . Ώσπου πέρυσι , βρήκε τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια μιας διάρρηξης . Παρόμοια απομόνωση αλλά και τέλος , γνώρισε ο παππούς σας . Όλα αυτά … ως προς το δικό σας μέλλον … σας προβληματίζουν ;
Η ερώτηση τον αγχώνει. Δεν απαντάει. Στρέφει το κεφάλι του προς την κάμερα σα να κοιτάζει τον θεατή. Ο ΆΡΗΣ κλείνει την τηλεόραση και κοιτάζει τα χαρτιά του. Η ΙΣΜΉΝΗ επιστρέφει μ’ένα φλυτζάνι. Το ακουμπάει μπροστά στον ΆΡΗ.
ΙΣΜΉΝΗ : (γλυκά) Το χαμομήλι σου .
Στέκεται για λίγο, περιμένοντας ν’ακούσει ‘ευχαριστώ’. Ο ΆΡΗΣ δεν της δίνει σημασία, αρχίζει να γράφει. Η ΙΣΜΉΝΗ επιστρέφει στην κουζίνα.
ΤΈΛΟΣ
|