ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ (ΚΟΛΟΒΟΥ ΜΑΡΙΑ) |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 23:56 | |||
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ ΚΟΛΟΒΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Γιάννης (47 χρόνων)
Κίμωνας (45 χρόνων)
Αθηνά (25 χρόνων)
Ζωή (25 χρόνων)
ΠΡΑΞΗ Α΄ Σκηνή 1 (Η σκηνή είναι σκοτεινή και φωτίζεται μόνο στο πλάι, όπου βρίσκεται ένας καλοδιατηρημένος πενηντάρης, με προσεγμένο ντύσιμο). ΓΙΑΝΝΗΣ (Ακούγεται ήχος από τρένο). Σταθμοί τρένου. Το αγαπημένο μέρος της αδερφής μου. Κι εμένα μου αρέσει να ταξιδεύω, αλλά είμαι πιο ανυπόμονος, προτιμώ τα αεροδρόμια. Όμως αυτή τη μυρωδιά κι αυτούς τους ήχους νιώθω ότι τους έχω ξαναζήσει. Αυτό το συναίσθημα του αποχωρισμού το έχω ξανα… (Βγάζει απ’ την τσάντα του ένα βιβλίο και το ανοίγει στις πρώτες του σελίδες. Διαβάζει) «Η λέξη ανάμνηση προσδιορίζει έναν συνδυασμό γνωστικών δεξιοτήτων με τους οποίους ανασύρουμε πληροφορίες και ξαναζούμε παλιές εμπειρίες με σκοπό να ικανοποιήσουμε σκοπούς του παρόντος. Ωστόσο οι αναμνήσεις δε συνδέονται μόνο με αυτά που ζήσαμε, αλλά και με αυτά που θα θέλαμε να έχουμε ζήσει, μερικές φορές ακόμα συνδέονται και με αυτά που θέλουμε να ζήσουμε στο τώρα. Στην πραγματικότητα, στις αναμνήσεις το αληθινό και το όνειρο μπλέκονται και αλληλεπιδρούν με έναν αξεδιάλυτο μέχρι σήμερα τρόπο». Το έχει γράψει ο καλύτερος μου φίλος. Ήταν η διατριβή του για τη φιλοσοφική ερμηνεία των αναμνήσεων. Ήμουν πολύ περήφανος γι’ αυτόν όταν μου την έδειξε. Ήταν μόλις 27 χρόνων και μόλις είχε ξεπεράσει ένα δύσκολο περιστατικό της υγείας του. Πιστεύαμε ότι δε θα τα καταφέρει να βγει «σώος τας φρένας» απ’ αυτή την περιπέτεια, να όμως που τα κατάφερε. Κι όχι μόνο. Ολοκλήρωσε μια διατριβή με νέες προεκτάσεις στο χώρο της φιλοσοφίας. Κι ύστερα έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου- πόσο να ήταν; Όταν εγώ ταξίδευα στην Αίγυπτο, τότε πήρα την κάρτα του, όχι, τότε ήταν που πήρε το δεύτερο πτυχίο του. Είχα διαβάσει την κάρτα μ’ εκείνη την μελαχρινή Ισπανίδα που γνώρισα στην Οξφόρδη, βέβαια… ήταν μόνο στα 33 του. (Ξαναδιαβάζει) «Ωστόσο οι αναμνήσεις δεν συνδέονται μόνο με αυτά που ζήσαμε, αλλά και με αυτά που θα θέλαμε να έχουμε ζήσει, μερικές φορές ακόμα συνδέονται και με αυτά που θέλουμε να ζήσουμε στο τώρα. Στην πραγματικότητα, στις αναμνήσεις το αληθινό και το όνειρο μπλέκονται και αλληλεπιδρούν με έναν αξεδιάλυτο μέχρι σήμερα τρόπο». Το αληθινό και το όνειρο μπλέκονται και αλληλεπιδρούν με έναν παράξενο τρόπο… Υπέροχο μυαλό. Υπέροχη εισαγωγή. Μόνο που δεν την είχα καταλάβει ποτέ αληθινά μέχρι σήμερα. Προσπαθώ βλέπετε, προσπαθώ να καταλάβω καλύτερα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Χρειάζομαι να τα σκεφτώ, να τα χωρέσω στο κεφάλι μου. (Κοιτάζει το ρολόι του) Εγώ έχω λίγο χρόνο, αν έχετε κι εσείς... Από πού να ξεκινήσουμε; Σωστά, απ’ το γραφείο του. Λίγες μέρες πριν. (Φώτα στη σκηνή). Αυτός είναι ο φίλος μου, ο Κίμωνας. Κίμωνας Ανδρεάδης. Ετοιμάζεται για ένα σημαντικό συνέδριο. Ίσως το σημαντικότερο της καριέρας του. Είναι πολύ αγχωμένος κι όταν αγχώνεται προσπαθεί να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο. Δεν έχει ιδέα ακόμα ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα αποφασίσει να μην πάει σ’ αυτό το συνέδριο. Το πιο σημαντικό συνέδριο της ζωής του κι εκείνος θα αποφασίσει να το τινάξει στον αέρα για ένα κορίτσι που δε γνωρίζει καλά καλά. Που μέχρι αυτή τη στιγμή που τους βλέπουμε δεν της έχει ρίξει δεύτερη ματιά… Μιλάω πολύ όμως, ε; Το έχω αυτό. Ε λοιπόν, όλα ξεκίνησαν όταν χτύπησε η πόρτα. (Ένα άδειο γραφείο με μια στοίβα φακέλους στο τραπέζι κι έναν παλιό υπολογιστή. Όλοι οι τοίχοι είναι γεμάτοι βιβλιοθήκες και βιβλία. Ένα μικρό γραφείο στα δεξιά της σκηνής, δίπλα απ’ την πόρτα. Ακούγεται χτύπημα στην πόρτα δυνατό και αποφασιστικό. Μια στιγμή σιωπής. Ξανά το δυνατό χτύπημα και η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει μέσα μια κοπέλα γύρω στα 25 με μακριά μαλλιά. Είναι βαμμένη και γενικά περιποιημένη. Φοράει τζιν εφαρμοστό και μεγάλα σκουλαρίκια. Έχει πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη που τη δυσκολεύει στο περπάτημά της, πρόβλημα που επιβαρύνεται απ’ τις κόκκινες γόβες που φοράει. Μπαίνει μέσα με έναν προσποιητά αεράτο τρόπο, που έχει προβάρει πολλές φορές.) ΑΘΗΝΑ (Ακουμπώντας στην πόρτα πίσω της με χέρια ανοιχτά. Δε φοράει τα γυαλιά της κι αυτό την εμποδίζει στην όραση σε μεγάλο βαθμό.) Καλημέρα σας κύριε Καθηγητά, ή μήπως για σας είναι καλησπέρα; ΦΩΝΗ ΚΙΜΩΝΑ (απ’ το κασετοφωνάκι που είναι πάνω στο γραφείο του). Στην πιθανή ατυχή συγκυρία διακοπής του ρεύματος θα χρειαστεί να έχω μαζί μου δεύτερο λαπ τοπ. ΑΘΗΝΑ Το λέω επειδή ξυπνάτε πολύ πρωί. ΦΩΝΗ ΚΙΜΩΝΑ Στη σπάνια, αλλά επίσης πιθανή περίπτωση να χαλάσει ο προτζέκτορας θα πρέπει να παρουσιάσω χωρίς τη βοήθεια υπολογιστή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχω μαζί μου όλες τις σημειώσεις μου. ΑΘΗΝΑ (Όση ώρα ακούγεται η φωνή, η Αθηνά προσπαθεί να πλησιάσει στο γραφείο για να καταλάβει τι της λέει. Καθώς δε βλέπει καλά ρίχνει το κασετοφωνάκι απ’ όπου ακουγόταν η φωνή του Κίμωνα. Τρομάζει και ψάχνει τα γυαλιά της μέσα στην τσάντα της. Κάποια πράγματα απ’ την τσάντα της πέφτουν έξω. Ακούγεται καζανάκι απ’ το διπλανό δωμάτιο και μπαίνει ο Κίμωνας.) Με συγχωρείτε. Με συγχωρείτε. Τι αδέξια που είμαι. ΚΙΜΩΝΑΣ Τι κάνεις εδ… άσ’ το σ’ εμένα! ΑΘΗΝΑ Τι αδέξια... Δεν το ήθελα, δεν το είδα… Όχι, δεν έσπασε. (Του το δίνει. Εκείνος το παίρνει, γυρίζει λίγο πίσω την κασέτα και ξανακούει. Εντωμεταξύ η Αθηνά μαζεύει τα πράγματα της. Ανάμεσά τους είναι κι ένας άσπρος φάκελος που τον κοιτάζει σκεφτική.) ΚΙΜΩΝΑΣ (Φωνή απ’ το κασετοφωνάκι) Μην ξεχάσω τον φορτιστή του λαπ τοπ. Στην πιθανή ατυχή συγκυρία διακοπής του ρεύματος θα χρειαστεί…(Ο Κίμωνας κλείνει το κασετοφωνάκι) Τι κάνεις εδώ; ΑΘΗΝΑ Είναι Τετάρτη! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν έπρεπε ν’ αφήσει κανέναν να περάσει. Tης το είπα ξεκάθαρα. «Να μην περάσει ούτε μύγα». (Ο Κίμωνας ανοίγει την πόρτα και κοιτάζει έξω) Τη μια φορά που ζητάω την ησυχία μου εκείνη εξαφανίζεται. (Επιστρέφει στο γραφείο του και ψάχνει κάτι χαρτιά) ΑΘΗΝΑ Μπορώ να βοηθήσω; Κάτι χάσατε; ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι, όχι. Εσύ πρέπει να φύγεις. ΑΘΗΝΑ (Η Αθηνά κάθεται στο μικρό γραφείο) Δεν θα ενοχλήσω. Σας το υπόσχομαι. (Βγάζει κάποια χαρτιά απ’ την μεγάλη τσάντα). Δεν θα ενοχλήσω καθόλου. Είναι Τετάρτη. Κάθε Τετάρτη… (Ο Κίμωνας της ανοίγει την πόρτα) ΚΙΜΩΝΑΣ Ετοιμάζομαι για το αεροδρόμιο. Σε λίγο θα έρθει ο Λουκάς να με πάρει κι εγώ ακόμα ψάχνω παλιές μου σημειώσεις! Κατάλαβες; ΑΘΗΝΑ Φεύγετε; (Ξαφνικά καταλαβαίνει) Για το συνέδριο; Δεν ήξερα ότι θα φύγετε από σήμερα. Νόμιζα… νόμιζα ότι θα ερχόμουν κι εγώ μαζί σας. ΚΙΜΩΝΑΣ Ποιος; ΑΘΗΝΑ Στο κάτω κάτω κι εγώ βοήθησα. ΚΙΜΩΝΑΣ Ήταν μια δίκαιη ανταλλαγή. Σου είχα πει ότι ποτέ δεν δέχομαι μεταπτυχιακούς φοιτητές. Είναι περισσότερο μπελάς και λιγότερο βοήθεια. Σου είχα πει ότι στην περίπτωσή σου θα έκανα μια εξαίρεση μόνο και μόνο γιατί χρειαζόμουν άλλο ένα άτομο να με βοηθήσει με τα πειράματα. Δεν στα εξήγησα αυτά απ’ την αρχή; ΑΘΗΝΑ Στο κάτω κάτω δούλεψα κι εγώ! ΚΙΜΩΝΑΣ Έχεις μπερδέψει το ρόλο σου. Κι εγώ δεν έχω καθόλου χρόνο για τέτοιες κουβέντες. ΑΘΗΝΑ Να έρθω την άλλη βδομάδα; ΚΙΜΩΝΑΣ Τελειώσαμε! Ο ρόλος σου τελείωσε! ΑΘΗΝΑ Και η εργασία μου; ΚΙΜΩΝΑΣ Τελείωσε. Γνωρίζεις τα πειράματα, διάβασες τη βιβλιογραφία, τέλος. Τώρα είναι η ώρα να κλειστείς στο σπίτι σου και να γράψεις. ΑΘΗΝΑ Μα χρειάζομαι τα βιβλία σας! ΚΙΜΩΝΑΣ Τελείωσε! Βοήθησε με σε παρακαλώ! ΑΘΗΝΑ Φυσικά. Πείτε μου τι ψάχνετε. ΚΙΜΩΝΑΣ Εννοώ απάλλαξε με απ’ την παρουσία σου! ΑΘΗΝΑ Το ξέρω πολύ καλά αυτό το γραφείο. Αν μου πείτε τι ψάχνετε… Είμαι σίγουρη ας πούμε ότι δεν κοιτάξατε εδώ. (Ανοίγει ένα μικρό συρτάρι στο ακριανό γραφείο. Το συρτάρι πέφτει κάτω μαζί με αυτά που έχει μέσα). Ω συγγνώμη, είμαι σκέτη καταστροφή. (Προσπαθεί να μαζέψει. Σηκώνοντας το μπουκάλι με το μελάνι της πέφτει και λερώνει κάποια χαρτιά). ΚΙΜΩΝΑΣ Αρκετά! Φτάνει! Δεν ακούς τι σου λέω; Θα μαζέψω εγώ. Εσύ φύγε. Μη με κοιτάς σαν καμιά καημένη ορφανή. Απλά σήκω και φύγε! (Η Αθηνά τρομάζει απ’ το ξέσπασμά του. Μαζεύει τα πράγματά της, ενώ προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυα της. Ο Κίμωνας βρίσκει μία κασέτα στα πράγματα που έπεσαν στο πάτωμα). ΚΙΜΩΝΑΣ Κλαις; Δεν το πιστεύω! Κοίτα! Η κασέτα που έψαχνα. Έχω εδώ όλες τις τελευταίες μου σημειώσεις. Και μου τη βρήκες εσύ! Σε παρακαλώ. Σταμάτα να κλαις και κλείσε την πόρτα. Σου χρωστάω μια μεγάλη συγγνώμη. Έχεις δίκιο. Δούλεψες κι εσύ. Με αξιοθαύμαστο ζήλο, αξιοθαύμαστη μεθοδικότητα, αυτό στο αναγνωρίζω. Συγγνώμη που σου φώναξα έτσι. Έχω αγχωθεί περισσότερο απ’ όσο αντέχω. Μόνο που σκέφτομαι όλους αυτούς που θα συναντήσω… Οι δήθεν καίριες ερωτήσεις, τα ψεύτικα χαμόγελα, τα υποκριτικά συγχαρητήρια. Έχω περάσει τόσο καιρό με τα βιβλία που έχω ξεχάσει πώς να μιλάω στους ανθρώπους. Συγχώρεσέ με. Και μην κλαις άλλο. Μην είσαι τόσο ευαίσθητη! ΑΘΗΝΑ Όχι… έχετε δίκιο. Να καθήσω λίγο; Δε θα σας ενοχλήσω. Θέλω μόνο να βγάλω για λίγο αυτές τις γόβες. Μπορώ; Δεν έχετε ιδέα πόσο πονάνε. ΚΙΜΩΝΑΣ Οι γόβες; ΑΘΗΝΑ Δεν φοράω γόβες ποτέ. Αυτός που τις επινόησε ήθελε μόνο να μας βασανίσει. (Ο Κίμωνας έχει αποσυρθεί στο γραφείο του κι ετοιμάζει τα πράγματά του. Η Αθηνά κοιτάζει τον φάκελο που είχε βάλει στην τσάντα της. Τον βγάζει έξω και διστακτικά τον τοποθετεί κρυφά πάνω στο τραπέζι. Ύστερα βγάζει ένα μικρό μπουκαλάκι ποτό απ’ την τσέπη της και πίνει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και απότομα ξεκινάει να μιλάει δυνατά). Ποτέ. Ποτέ. Δεν φοράω γόβες ποτέ. Ξέρετε ποιος φοράει γόβες; Η συγκάτοικός μου, η Κλαίρη. Εκείνη τα καταφέρνει σ’ αυτά τα πράγματα. Στο να δείχνει γυναίκα. Εγώ ό,τι κι αν κάνω… η μητέρα μου επιμένει: «Αν φορέσεις αυτό», «αν κάνεις έτσι τα μαλλιά σου» «αν διώξεις όλα τα περιβλήματα που σε πνίγουν: Ανασφάλεια, φόβος…» Η μητέρα πιστεύει σ’ αυτά. «Διώξε τα περιβλήματα και τότε θα δουν όλοι την ομορφιά που έχεις μέσα σου.» Εσείς πιστεύετε σ’ αυτά; ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι και τόσο. ΑΘΗΝΑ Πιστεύετε ότι η ομορφιά είναι ομορφιά και η ασχήμια ασχήμια, έτσι; Κι εγώ είμαι άσχημη. ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι, δεν είπα αυτό. Καθόλου. ΑΘΗΝΑ Ξέρω. Όταν ήμουν μικρή είδα ένα σκιάχτρο σ’ ένα χωράφι. Ένιωσα να ταυτίζομαι μ’ αυτό όπως τα άλλα κορίτσια ταυτίζονται με τις κούκλες τους. «Τι κάνει αυτό μαμά;» «Διώχνει τα πουλιά», μου είπε. «Διώχνει τα πουλιά όπως εγώ διώχνω την ομορφιά», είπα και γελάσαμε. Από τότε μου το κόλλησα. Είμαι το σκιάχτρο της ομορφιάς. Μην πείτε τίποτα. Θέλω να πω… το ξέρω. Σήμερα ήθελα να γίνω όμορφη. Έφτιαξα τα μαλλιά μου, φόρεσα σκουλαρίκια… ακόμα κι αυτές τις απαίσιες γόβες. Και κοιτάξτε το αποτέλεσμα. Κάθομαι και κλαίω απ’ τον πόνο. Αν μ’ έβλεπε η μητέρα μου θα γελούσε. ΚΙΜΩΝΑΣ Ε, φτάνει πια! ΑΘΗΝΑ Σας ενοχλώ. Με συγχωρείτε. ΚΙΜΩΝΑΣ Κάτσε εκεί που κάθεσαι. Άκου «σκιάχτρο της ομορφιάς»! Και γόβες για να νιώσεις όμορφη. Πρώτη μου φορά ακούω τόσες ανοησίες μαζεμένες. ΑΘΗΝΑ Είπα πολλά! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν φταις εσύ. Όχι. Με τέτοια μητέρα όπως και να ήσουν θα λυπόσουν τον εαυτό σου. Είναι απ’ αυτές τις μανάδες που βασανίζουν τις κόρες τους για να νιώσουν αυτές καλύτερα. ΑΘΗΝΑ Κύριε καθηγητά δεν καταλάβατε… ΚΙΜΩΝΑΣ Μου φέρνει αναγούλα. Να πεις στη μητέρα σου ότι όλα αυτά είναι ανόητα. Είσαι αυτό που είσαι! Να της πεις να σε δεχτεί γι’ αυτό… ΑΘΗΝΑ Έχετε τόσο λάθος… ΚΙΜΩΝΑΣ Να της πεις ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου λέει τι να φορέσεις στα πόδια σου! Ούτε να σε ντύνει καρνάβαλο για βγάλεις… ομορφιά λέει! ΑΘΗΝΑ Καρνάβαλο!... ΚΙΜΩΝΑΣ Να της πεις να ασχοληθεί με τα δικά της περιβλήματα και να αφήσει ήσυχα τα δικά σου! ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΤΗΣ ΠΩ ΤΙΠΟΤΕ ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ! (παύση) Αφήστε ήσυχη τη μητέρα μου. Δεν έχετε δίκιο σε τίποτε απ’ αυτά που είπατε. Η μητέρα μου… είναι νεκρή. Η μητέρα μου ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο. Η μητέρα μου ήταν ένας άγγελος. ΚΙΜΩΝΑΣ Με συγχωρείς! Μιλούσες γι’ αυτήν σαν να είναι ζωντανή. Δεν ξέρω τι να πω! ΑΘΗΝΑ Σήμερα κλείνουν δυο χρόνια… ΚΙΜΩΝΑΣ. Σήμερα; Γι’ αυτό είσαι τόσο παράξενη σήμερα. ΑΘΗΝΑ Δεν ήμουν σίγουρη τι να κάνω και πού να πάω. Σκέφτηκα να περάσω τη μέρα στο νεκροταφείο. Όμως ήξερα τι θα μου έλεγε «Τα κορίτσια πρέπει να χαίρονται τη ζωή τους». ΚΙΜΩΝΑΣ Έπρεπε να μείνεις στο σπίτι σου. ΑΘΗΝΑ Ούτε στο σπίτι μπορώ να πάω. (Κοιτάζονται.) Η συγκάτοικός μου έχει τα γενέθλιά της σήμερα. Κι όταν έχει γενέθλια η Κλαίρη το σπίτι γεμίζει κόσμο. Άνθρωποι που δεν τους έχω δει ποτέ στη ζωή μου και που δεν αντέχουν στιγμή την παρουσία μου. ΚΙΜΩΝΑΣ Θες να πεις ότι σήμερα στο σπίτι σου θα έχετε πάρτι; ΑΘΗΝΑ Και τι να κάνω; Να ζητήσω απ’ την Κλαίρη να αναβάλει;… Ποιος ο λόγος να της εξηγήσω οτιδήποτε; Δε μου μιλάει σχεδόν ποτέ κι όταν μιλάει δεν είναι παρά μόνο για τα απαραίτητα. Κι εγώ δεν αντιδρώ ποτέ. Μόνο γνέφω σαν το σκυλάκι. Δεν ξέρετε πώς είναι; Μερικοί άνθρωποι μοιάζει να έχουν το σύμπαν με το μέρος τους, δεν τολμάει κανείς να τους το χαλάσει. (Ο Κίμωνας κοιτάζει το ρολόι του) Θέλετε να φύγω; ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι, όχι. Μόνο που όπου να ‘ναι θα έρθει ο Λουκάς. ΑΘΗΝΑ Καταλαβαίνω. ΚΙΜΩΝΑΣ Κοίτα… όλα αυτά… όλα αυτά για την ομορφιά… Πώς να στο πω… (Την έχει πλησιάσει. Της βγάζει τα γυαλιά) Να το! Ούτε κόκκινες γόβες ούτε κόκκινα χείλη. Τα μάτια, ε; Αυτό είναι το πλεονέκτημα σου. Όποιος τα προσέξει βλέπει κάτι αληθινά όμορφο. ΑΘΗΝΑ Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ. Και τώρα πρέπει να σας χαιρετήσω; Και την άλλη βδομάδα; ΚΙΜΩΝΑΣ Είπαμε. Είσαι έτοιμη. Κάτσε μόνο να γράψεις. ΑΘΗΝΑ Και πρέπει να σας χαιρετήσω τώρα. Εντάξει. Θέλω να πω… καλή επιτυχία. Ξέρω πόσο σημαντικό είναι. ΚΙΜΩΝΑΣ Αθηνά! (Της δείχνει τον άσπρο φάκελο που η Αθηνά είχε αφήσει στο τραπέζι.) Σου έπεσε πριν. Δε θα ήθελες να το χάσεις. ΑΘΗΝΑ Ναι. Όχι, είναι πολύ σημαντικό. (Το σφίγγει στα χέρια της) Όμως… Μήπως… Να σας δείξω; Μισό λεπτό μόνο, να μου πείτε τη γνώμη σας. (Βγάζει μέσα απ’ τον φάκελο ένα χαρτί, διστάζει λίγο και ύστερα του το δείχνει). (Στο παράθυρο εμφανίζεται το πρόσωπο της Ζωής. Χαμογελάει όση ώρα ο Κίμωνας κοιτάζει σκυθρωπός το χαρτί. Παράξενος ήχος, μοιάζει με τους χτύπους ρολογιού που δυναμώνουν.) ΑΘΗΝΑ Θα λέγατε ότι υπάρχουν ελπίδες; Θέλω να πω... ξέρω... ο οργανισμός τρώει το ίδιο του το αίμα. Με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Ξέρω ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Απ’ την άλλη… μήπως κάτι; Κάποιο φάρμακο; κάποια θεραπεία; Κάτι καινούριο, οτιδήποτε, ακόμα και σε πειραματικό στάδιο; ΚΙΜΩΝΑΣ (Όση ώρα ο Κίμωνας διαβάζει η Ζωή μπαίνει στο δωμάτιο χωρίς να καταλάβουμε από πού και χωρίς να την βλέπει η Αθηνά) Που το βρήκες αυτό; Ποιανού είναι; ΑΘΗΝΑ Θέλω μόνο να ξέρω αν υπάρχει ελπίδα. ΚΙΜΩΝΑΣ (Σκυθρωπός) Ο οργανισμός τρώει το ίδιο του το αίμα. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. (Αλλάζει απότομα διάθεση. Την παίρνει αγκαλιά) Σσσς! Ησύχασε τώρα. Όλα θα πάνε καλά κοριτσάκι. Στο υπόσχομαι. (Η Αθηνά τον κοιτάζει. Χωρίς να το σκεφτεί τον φιλάει στο στόμα. Όταν συνειδητοποιεί τι έκανε βάζει τρομαγμένη τα χέρια στο πρόσωπο και βγαίνει έξω τρέχοντας.) ΚΙΜΩΝΑΣ Ήσουν εδώ; ΖΩΗ Ναι. ΚΙΜΩΝΑΣ Τα άκουσες; ΖΩΗ Όλα. ΚΙΜΩΝΑΣ Μη φύγεις. (σκοτάδι)
Σκηνή 2 (Στον ίδιο χώρο. Λείπει το σακ βουαγιάζ και στη θέση του είναι μία κούτα. O Kίμωνας βάζει στην κούτα κάποια βιβλία και προσωπικά αντικείμενα σφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό. Η συμπεριφορά του θυμίζει έφηβο. Η Ζωή τον βοηθάει.) ΖΩΗ “Make my life a star”. Το βρήκα; Αυτό δεν είναι; ΚΙΜΩΝΑΣ “Take me to the stars”. Εξακολουθείς να είσαι ανεπίδεκτη μαθήσεως! ΖΩΗ Επειδή ακούς παλιομοδίτικη μουσική. Τι; Είναι αλήθεια. Σ’ αγαπώ όσο τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά εξακολουθείς να είσαι παλιομοδίτης. «Έχεις ωραία μάτια. Τα μάτια είναι το πιο όμορφο κομμάτι πάνω σου». ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν ήταν καθόλου σωστό να κρυφακούς τόσην ώρα. ΖΩΗ Με συγχωρείς. Άλλη φορά θα βγω να συστηθώ. ΚΙΜΩΝΑΣ Θα γίνει κι αυτό. Κάποια στιγμή. ΖΩΗ Δεν έχεις και πολύ χρόνο ξέρεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Θα φύγεις πάλι; ΖΩΗ Εκείνη θα φύγει, το ξεχνάς; Πόση ζωή έχει; Μια βδομάδα; Δυο βδομάδες; ΚΙΜΩΝΑΣ Με λίγη φροντίδα μπορεί και μήνα. Ξέρεις τι έχει; ΖΩΗ Μαντεύω. Μια βδομάδα λοιπόν. Οι αρχικές σου προβλέψεις είναι πάντα οι πιο σωστές. ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι, όχι, μπορεί και περισσότερο. ΖΩΗ (Βλέποντας τον να μαζεύει τα βιβλία του). Δε χρειάζεται να τα πάρεις όλα μαζί σου ξέρεις. Θα ξαναγυρίσεις σύντομα. ΚΙΜΩΝΑΣ Σε ένα μήνα. Πήρα άδεια για ένα μήνα. Άκου, σε χρειάζομαι σ’ αυτό, δε θέλω να φύγεις. Δε θα τα καταφέρω μόνος μου. (Αλλάζει διάθεση) Ποιόν κοροϊδεύω; Μπορεί να μην έρθει καν. ΖΩΗ Θα έρθει. ΚΙΜΩΝΑΣ Επειδή ξέχασε το φάκελο; ΖΩΗ Όχι μόνο. ΚΙΜΩΝΑΣ Και μετά; Το μετά είναι που με δυσκολεύει. ΖΩΗ Το ξέρεις το πρόβλημά σου. Θέλεις όλα να τα προγραμματίζεις. Δεν μπορείς να τα προγραμματίζεις όλα. Θα της πεις ότι δε θα πας στο συνέδριο και η μια κουβέντα θα φέρει την άλλη. Έτσι απλά. Χωρίς να το προγραμματίσεις. Μην ανησυχείς. Και μην ξεχνάς: το μεγάλο σου ατού είναι το κλειδί. ΚΙΜΩΝΑΣ Μήπως την τρομάξω; ΖΩΗ Δεν είναι αυτό. Εσύ φοβάσαι. ΚΙΜΩΝΑΣ Εγώ φοβάμαι. ΖΩΗ Βρέχει. ΚΙΜΩΝΑΣ Ε, και λοιπόν; Μήπως την τρομάξω λέω; ΖΩΗ Θυμάσαι τον Σιρανό; Εκείνο το αγόρι στην Πέμπτη δημοτικού με τη μεγάλη μύτη; ΚΙΜΩΝΑΣ Έκανες συνέχεια λογοπαίγνια με τη μύτη του. ΖΩΗ Σας άρεσε η ίδια κοπέλα. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν το θυμάμαι. ΖΩΗ Μα φυσικά το θυμάσαι. Μια κοπέλα με ξανθά μαλλιά. Έλα τώρα, όλοι ήσασταν ερωτευμένοι μαζί της. …Η Σοφία! ΚΙΜΩΝΑΣ Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Και λοιπόν; ΖΩΗ Δεν ξέρω, απλά θυμήθηκα τον Σιρανό. Σκέφτηκα ότι...Εκείνος ο κακομοίρης δεν είχε την παραμικρή ελπίδα με την Σοφία, εσύ όμως είχες. Εσύ έχεις πάντα τη δυνατότητα να ελπίζεις. Εκείνος ναι, εκείνος θα μπορούσε να φοβάται. Αλλά εσύ όχι. Εσύ δεν επιτρέπεται. Το κορίτσι σε θέλει. Είναι μόνη και ευάλωτη. Σκέψου, η ίδια της η συγκάτοικος ούτε που της μιλάει. Σκέψου πόσο μόνη είναι. Και άρρωστη. Δεν υπάρχει κανένας ανταγωνιστής, ούτε καν ένας Σιρανό... Κι εσύ ακόμα φοβάσαι. ΚΙΜΩΝΑΣ Χρειάζεται κάποιον να την φροντίζει, έτσι δεν είναι; Είναι αλήθεια, είναι μόνη κι ευαίσθητη. Τι έπαθες; ΖΩΗ Είναι η βροχή. Μου φέρνει μελαγχολία. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι «μη φοβάσαι καλέ μου φίλε». ΚΙΜΩΝΑΣ Να μην φοβάμαι, σωστά. ΖΩΗ Κάθε φορά που βρέχει μου έρχεται στο μυαλό η ίδια ιστορία. ΚΙΜΩΝΑΣ Ποιά ιστορία; ΖΩΗ Ήταν κάποιος που αγαπούσε πολύ τη βροχή. Περνούσε τις μέρες του περιμένοντας να βρέξει. Κι όταν έβρεχε έτρεχε έξω... (ακούγεται ήχος από τρένο. Η Ζωή συνεχίζει την ιστορία, αλλά δεν την ακούμε. Αντί για τη δική της φωνή ακούγεται η φωνή του Γιάννη) χωρίς να ξέρει γιατί κι ύστερα περίμενε την επόμενη βροχή για να ξαναβγεί. Κάποτε έκανε καιρό να βρέξει. Ένα πρωί επιτέλους ξύπνησε απ’ τις σταγόνες της βροχής να χτυπούν το τζάμι του δωματίου του. Χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκε έξω. Ξαφνικά είδε μια ομπρέλα πάνω απ’ το κεφάλι του. Γυρίζει και βλέπει μια κοπέλα να του χαμογελά και να περπατά δίπλα του έτοιμη να τον προστατέψει απ’ τη βροχή που τόσο αγαπά. Είναι έτοιμος να της πει ότι προτιμάει να περπατάει μόνος, ότι περισσότερο από οτιδήποτε του αρέσει να περπατάει μόνος στη βροχή, αλλά εκείνη φαίνεται τόσο σίγουρη ότι τη χρειάζεται, που χωρίς να το καταλάβει της πιάνει το χέρι και περπατάνε μαζί. Και τότε το νιώθει. Αυτό που τόσο καιρό περίμενε δεν ήταν η βροχή, αλλά αυτό το σίγουρο χέρι μέσα στο δικό του. ΖΩΗ Κίμωνα! Δεν ακούς! Δεν την ακούς ποτέ αυτή την ιστορία! ΚΙΜΩΝΑΣ Τι σημασία έχει; Θα μου την ξαναπείς. Θα μου τη λες μέχρι να την ακούσω. Τι συμβαίνει; ΖΩΗ Ήρθε. ΚΙΜΩΝΑΣ Μη φύγεις. ΖΩΗ Εδώ θα είμαι. (Η Ζωή κρύβεται. Ο Κίμωνας ανοίγει την πόρτα. Έξω απ’ την πόρτα είναι η Αθηνά βρεγμένη απ’ τη βροχή. Τα χάνει γιατί δεν έχει χτυπήσει την πόρτα. Φοράει φόρμες και έχει κόκκινα μάτια και αχτένιστα μαλλιά.) ΑΘΗΝΑ Συγγνώμη. ΚΙΜΩΝΑΣ Μην στέκεσαι έτσι έξω απ’ την πόρτα. Πέρασε μέσα. Πέρασε μέσα. ΑΘΗΝΑ Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα σας βρω εδώ. ΚΙΜΩΝΑΣ (Της δίνει τον φάκελο) Τον ξέχασες χθες. (Τραβάει την καρέκλα του γραφείου του στο κέντρο) ΑΘΗΝΑ Γι’ αυτό ήθελα να σας μιλήσω… (του δείχνει τον φάκελο) ΚΙΜΩΝΑΣ Κάθισε. Βγάλε πρώτα το παλτό σου και κάθισε. ΑΘΗΝΑ Δε θα μείνω ώρα. ΚΙΜΩΝΑΣ Ανοησίες. Χθες δεν ήθελες να φύγεις και τώρα δε θέλεις να μείνεις. Βγάλε το παλτό σου είπα. Είσαι μούσκεμα. (Σχεδόν με το ζόρι της βγάζει το παλτό. Της βγάζει τα γυαλιά και τα βάζει κάτω απ’ την καρέκλα.) Βροχή κι αυτή, ε; Ανοιξιάτικη. Εσύ τρέμεις. (Της τρίβει τα χέρια, εκείνη τα τραβάει). Δεν πήγες στο σπίτι σου, ε; Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν μου έλεγες ότι έμεινες όλη νύχτα στο δρόμο. Κι ότι κάποιος περαστικός σε λυπήθηκε και σου έδωσε ρούχα να φορέσεις. Έχεις τα χάλια σου κακομοίρα μου. ΑΘΗΝΑ Αφήστε με, σας παρακαλώ! ΚΙΜΩΝΑΣ Τι έπαθες; Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Το καταλαβαίνεις αυτό; Ανησυχώ για εσένα. ΑΘΗΝΑ Δε θέλω να ανησυχείτε. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. ΚΙΜΩΝΑΣ Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου Αθηνά. Στην κατάστασή σου πρέπει να έχεις κάποιον κοντά σου να σε φροντίζει. Ποιος ξέρει τι έκανες χθες το βράδυ. Πρέπει να κοιμάσαι. ΑΘΗΝΑ Σταματήστε να μου λέτε τι πρέπει να κάνω. Κύριε καθηγητά, ήρθα γιατί έπρεπε να σας μιλήσω. ΚΙΜΩΝΑΣ Σ’ ακούω. Να σου δώσω πρώτα κάτι να πιεις; ΑΘΗΝΑ Όχι, μόνο ακούστε με λίγο. ΚΙΜΩΝΑΣ Τα παπούτσια σου είναι μούσκεμα. ΑΘΗΝΑ Δε με ακούτε! ΚΙΜΩΝΑΣ Είσαι άρρωστη και τριγυρνάς στη βροχή, ποιος ξέρει για πόση ώρα! Αυτό είναι απαράδεκτο! Πρέπει να προσέχεις! ΑΘΗΝΑ Δεν έπρεπε ποτέ να σας δείξω αυτό το χαρτί. Ήταν λάθος μου, αυτό προσπαθώ να σας πω. ΚΙΜΩΝΑΣ Το είπες λοιπόν. ΑΘΗΝΑ Καλύτερα να φύγω. (Πατάει πάνω στα γυαλιά της και ακούγεται ο ήχος απ’ το σπάσιμό τους.) ΚΙΜΩΝΑΣ Καλύτερα να περιμένεις (Η Αθηνά φοράει τα σπασμένα γυαλιά.) Είπες αυτό που ήθελες, τώρα άσε με να σου μιλήσω κι εγώ μια στιγμή. ΑΘΗΝΑ Θέλω να φύγω! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν ακούς ποτέ τίποτα εσύ; ΑΘΗΝΑ ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! (Πηγαίνει προς την πόρτα) ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν καταλαβαίνω, τι έπαθες; Θεέ μου, που νομίζεις ότι πας; Είσαι χωρίς παλτό, με σπασμένα γυαλιά και με τα κορδόνια σου λυμένα. Στ’ αλήθεια χρειάζεσαι κάποιον να σε φροντίζει. Τι συμβαίνει Αθηνά; Φοβάσαι, αυτό είναι; Φοβάσαι ότι δεν υπάρχει κανείς να μείνει δίπλα σου; Αυτές οι ανοησίες ότι είσαι το σκιάχτρο της ομορφιάς; ΑΘΗΝΑ Με κάθε σεβασμό, δεν ξέρετε τίποτα για εμένα… ΚΙΜΩΝΑΣ «Δεν ξέρεις». Μπορείς πια να μου μιλάς στον ενικό νομίζω. ΑΘΗΝΑ Όλοι μου λένε ότι έπρεπε να το έχω ξεπεράσει. Στο κάτω κάτω έχουν περάσει δύο χρόνια. Λένε να το βάλω πίσω μου για να προχωρήσω. Όμως εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Γιατί πρέπει όλα να τελειώνουν τόσο γρήγορα; Ακόμα κι η θλίψη για μια απώλεια; ΚΙΜΩΝΑΣ Καταλαβαίνω. ΑΘΗΝΑ Όχι, δεν καταλαβαίνετε. Οι άνθρωποι λένε ότι καταλαβαίνουν, αλλά πώς γίνεται να καταλάβουν. Δεν έχετε ιδέα. Αν είχατε ζήσει όπως εγώ, τότε μόνο θα καταλαβαίνατε. Όταν γεννήθηκα η σπονδυλική μου στήλη ήταν χίλια κομμάτια. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες εγχειρήσεις έχω κάνει. Χρόνια μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία. Όταν δεν ήταν για τη μέση μου ήταν για το γόνατο, όταν δεν ήταν για το γόνατο ήταν για τα μάτια μου, όταν δεν ήταν για τα μάτια μου ήταν για τις αλλεργίες μου. Όσο ήταν κι εκείνη μαζί μου μπορούσα να αυτοσαρκάζομαι πιο εύκολα. Γελούσαμε, πόσο γελούσαμε… Γιατί εκείνη τα έκανε όλα να μοιάζουν με παιχνίδι. Σα να είναι το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο η κόρη σου να είναι χίλια κομμάτια. (Ο Κίμωνας την πλησιάζει. Η Αθηνά διστάζει για λίγο και ύστερα σηκώνει την μπλούζα της και του δείχνει τη σπονδυλική της στήλη) Κοιτάξτε. Σημάδια παντού. (Ο Κίμωνας σκύβει και φιλάει την Αθηνά στα σημεία που του δείχνει. Η Ζωή βγαίνει απ’ την κρυψώνα της και τους παρακολουθεί. Η Αθηνά σχεδόν λιποθυμάει. Ο Κίμωνας τη σηκώνει στα χέρια και την πηγαίνει κοντά στο παράθυρο. Το ανοίγει για να μπει λίγος αέρας.) ΖΩΗ Κάνει ψύχρα. Κλείσε το παράθυρο, κάνει ψύχρα. Θα την κρυώσεις, είναι παιδί δεν το βλέπεις; τη φιλάς και λιποθυμάει. ΚΙΜΩΝΑΣ Θα έχει συχνά τέτοια περιστατικά. Είναι σύμπτωμα της αρρώστιας της. Χρειάζεται κάποιον να την φροντίζει. (Η Αθηνά συνέρχεται στα χέρια του) Με τρόμαξες. (Η Αθηνά τρομάζει και φεύγει από τα χέρια του. Περπατάει στο δωμάτιο σαν άγριο ζώο.) Θέλω να πω κάτι. Προσπαθώ να πω κάτι. Όταν οι άνθρωποι είναι τόσο θλιμμένοι όσο εγώ μοιάζουν με πλοίο που έχασε τον προορισμό του. Και κάνουν πράγματα που δεν πρέπει. Πράγματα έξω… τόσο έξω απ’ τον χαρακτήρα τους. Πράγματα που δεν έχουν σχέση μ’ αυτούς. Το πιστεύετε αυτό; ΚΙΜΩΝΑΣ (θέλει να την ηρεμήσει) Αθηνά… ΑΘΗΝΑ Πρέπει να το πιστέψετε αυτό. ΚΙΜΩΝΑΣ (Την διορθώνει) Πιστέψεις. Πρέπει να το πιστέψεις. ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ! ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΠΩ ΚΑΤΙ ΤΟΣΗΝ ΩΡΑ! ΚΑΤΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ! (Κοιτάζονται χωρίς να καταλαβαίνουν από πού βγήκε τόση ένταση. Μεγάλη παύση.) ΚΙΜΩΝΑΣ Κι εγώ. Κι εγώ θέλω να σου πω κάτι. Πιο σημαντικό απ’ αυτό που θέλεις να πεις εσύ. Χθες που έφυγες έγιναν μια σειρά από γεγονότα. Αλλά εγώ δεν είμαι σαν εσένα. Δεν μιλάω τόσο εύκολα στους ανθρώπους. (Παίρνει το κασετοφωνάκι και το κοιτάζει). (Γυρίζει πίσω την ταινία στο κασετοφωνάκι και της το δίνει.) Ορίστε! (Η Αθηνά το πατάει και ακούει τη φωνή του Κίμωνα) ΦΩΝΗ ΚΙΜΩΝΑ: Ακύρωση εισιτηρίων. Τηλεφώνημα στον Γιάννη για το σπίτι. Να βγάλω δύο κλειδιά. Τηλεφώνημα στο Λουκά να του εξηγήσω τι πρέπει να κάνει. Να ζητήσω απ’ τη Γραμματεία το τηλέφωνο της Αθηνάς. Αίτηση για άδεια. Να μαζέψω τα προσωπικά μου αντικείμενα. Τηλέφωνο στην καθαρίστρια για το σπίτι. (Η Αθηνά τον κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει). ΚΙΜΩΝΑΣ Όταν σου είπα χθες ότι δεν έχεις καμία ελπίδα… Δεν ξέρουμε πόσο χρόνο έχεις. Μπορεί και πάνω από μήνα. Μπορεί δύο μήνες. (Αφήνει δύο κλειδιά στο τραπέζι) Είναι ένα πανέμορφο σπίτι. Έχει κήπο και μεγάλα παράθυρα. Και είναι απέναντι απ’ τις γραμμές του τρένου. Τα τρένα που περνάνε ακούγονται δίπλα σου. Θα σου άρεσε αυτό, έτσι δεν είναι; Εδώ είναι δύο κλειδιά. Εγώ παίρνω το ένα. Αυτή είναι η διεύθυνση. (Της γράφει τη διεύθυνση σ’ ένα χαρτί). Αν θέλεις, έρχεσαι να μείνεις μαζί μου. (Ο Κίμωνας παίρνει την κούτα και φεύγει. Μένει μόνη η Αθηνά) ΑΘΗΝΑ Μαμά, μαμά μου... (σκοτάδι)
Σκηνή 3 ΓΙΑΝΝΗΣ Με είχε πάρει τηλέφωνο μέσα στη νύχτα. 2:00 ώρα Αγγλίας. Μπορώ να χρησιμοποιήσω το σπίτι σου; Με ρώτησε. Πάντα μου έλεγες ότι μπορώ. «Θα τα πούμε από κοντά» του είπα. Θα έρθω στο Συνέδριο, το ξέχασες; Και τότε μου το ξεφούρνισε. «Δεν μπορώ να έρθω» μου είπε. Χρειάζομαι ξεκούραση. Χρειάζομαι ένα ευρύχωρο σπίτι. Μου το δίνεις; Και βέβαια του είπα. Δεν είχα ιδέα τι περνούσε απ’ το μυαλό του. Δεν είχα ιδέα ότι η Αθηνά χωρίς να το θέλει είχε ανοίξει στην ψυχή του παράθυρα χρόνια κλεισμένα. «Το κλειδί μου το έχεις του είπα. Πάρ’ το και μπες μέσα. Και καλή διαμονή.» (Αλλαγή σκηνικού. Δωμάτιο ενός μεγάλου ηλιόλουστου σπιτιού, σε αντίθεση με το μικρό και σκοτεινό γραφείο. Η Αθηνά είναι ανεβασμένη σε μια σκάλα και ξεσκονίζει το φωτιστικό. Σφυρίζει έναν σκοπό. Μπαίνει μέσα ο Γιάννης χωρίς να τον αντιληφθεί. Όταν σταματάει το σφύριγμα το συνεχίζει ο Γιάννης. Εκείνη γυρνάει χαμογελώντας και όταν τον βλέπει τρομάζει και παραπατάει) ΓΙΑΝΝΗΣ Σιγά, σιγά κορίτσι μου. Δεν πιστεύω να χτύπησες. ΑΘΗΝΑ (Πιάνει το πόδι της πονώντας). ΓΙΑΝΝΗΣ Τόσο πολύ; Μισό λεπτό. (Πηγαίνει στο ψυγείο, απ’ όπου βγάζει παγάκια. Βάζει δυο- τρία σε μία πετσέτα και επιστρέφει.) Ομάδα διάσωσης κατέφτασε. Μη μην κουνιέσαι. Κάτσε κορίτσι μου. ΑΘΗΝΑ Ποιός είστε; ΓΙΑΝΝΗΣ Να συστηθώ. Γιάννης Ευθυμίου. Δόκτορας Γιάννης Ευθυμίου. Αλλά όχι απ’ αυτούς που γιατρεύουν ανθρώπους. Διδάκτωρ φυσικής. Και τυχοδιώκτης. Αν και αυτά τα δύο δύσκολα συνδυάζονται. ΑΘΗΝΑ Εννοώ... τι κάνετε εδώ; ΓΙΑΝΝΗΣ Τι κάνω εδώ; Καλό κι αυτό. Τι κάνω στο σπίτι μου; ΑΘΗΝΑ Σπίτι σας…; Είστε ο φίλος του Κίμωνα! ΓΙΑΝΝΗΣ Του Κίμωνα, ναι, τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Όταν μου είπε ότι θα έφερνε κάποιον να καθαρίσει το σπίτι φαντάστηκα κάποια γριά που να την λένε Μάρω ή Κάτια, ή Μαρίκα. Όχι ένα κοριτσάκι. Πώς είναι τ’ όνομά σου; ΑΘΗΝΑ Αθηνά. ΓΙΑΝΝΗΣ Αθηνά; Αθηνά λοιπόν. Είσαι καλύτερα; Πονάς ακόμα; ΑΘΗΝΑ Όχι, όχι, είμαι καλά. Ξέρει ο Κίμωνας ότι θα έρθετε; ΓΙΑΝΝΗΣ Είναι εδώ; ΑΘΗΝΑ Στον κήπο. Να πάω να τον φωνάξω. ΓΙΑΝΝΗΣ Ναι, κάνε μου τη χάρη. Εσύ κουτσαίνεις. Δεν μου είπες ότι δεν πονάς; ΑΘΗΝΑ Δεν πονάω. ΓΙΑΝΝΗΣ Τότε γιατί κουτσαίνεις; ΑΘΗΝΑ Κουτσαίνω πάντα. Από γεννησιμιού μου. Φταίει η σπονδυλική μου στήλη. ΓΙΑΝΝΗΣ Οοοο.... ΑΘΗΝΑ Δεν πειράζει. (Η Αθηνά βγαίνει έξω) ΓΙΑΝΝΗΣ Οοοο.... Αυτό ήταν γκάφα. Κακόμοιρο κορίτσι. Πρώτα τη ρίχνω κάτω και ύστερα τη λέω κουτσή. Μεγάλη γκάφα. (Ο Γιάννης πλησιάζει στο παράθυρο που δείχνει τον κήπο και ανοίγει το παράθυρο) Ο Κίμωνας φτιάχνει τον κήπο. Καλό κι αυτό. Πολύ καλό. (Ο Γιάννης κοιτάζει γύρω του. Μπαίνει ο Κίμωνας) ΓΙΑΝΝΗΣ Φίλε μου... ΚΙΜΩΝΑΣ Ε λοιπόν, είσαι τρελός, τώρα σιγουρεύτηκα. Προχθές δε μιλήσαμε; ΓΙΑΝΝΗΣ Προχθές φίλε μου, γιατί; Δεν μπορώ να κάνω ένα ταξίδι της τελευταίας στιγμής; Έτσι δεν κάνω πάντα; Εκτός αν γέρασα και δεν το κατάλαβα. Μην την αφήνεις την κοπέλα να στέκεται έτσι. Πες της να έρθει άλλη στιγμή να συνεχίσει τη δουλειά της. Εμείς έχουμε πολλά να πούμε. ΚΙΜΩΝΑΣ Γιάννη, να σου συστήσω την Αθηνά. ΓΙΑΝΝΗΣ Βέβαια. Συστηθήκαμε. Όχι και πολύ κομψά, αλλά... (ο Κίμωνας βάζει το χέρι του γύρω απ’ την πλάτη της Αθηνάς). Που να με πάρει! Βέβαια. Καμία καθαρίστρια δεν την λένε ποτέ Αθηνά. Που να με πάρει! Έτσι εξηγούνται πολλά. Ώστε έτσι ζουζουνάκια μου. Πες μου ότι είσαι φοιτήτριά του. ΚΙΜΩΝΑΣ Ήταν. Ήταν. Έχει πάρει πτυχίο. Τώρα τελειώνει το μεταπτυχιακό της. ΓΙΑΝΝΗΣ Και του το ‘λεγα πάντα. Άσε για λίγο τα βιβλία, καλά τα βιβλία κι εμένα μ’ αρέσουν, αλλά κοίτα λίγο γύρω σου. Τόσες φοιτητριούλες κυκλοφορούν στο χώρο σου, δεν μπορεί να μένεις μια ζωή με τα βιβλία. Ε τι, δεν σου το ’λεγα; ΚΙΜΩΝΑΣ Ο Γιάννης λέει πολλά αλλά θα τον συνηθίσεις. Είναι χρυσή καρδιά κατά βάθος. ΓΙΑΝΝΗΣ Κατά βάθος; Λέω πολλά; Ωραία, δε μιλάω πια. Μόνο ακούω. Ακούω. (Σιωπή) Πουλάκια κελαηδάνε και λένε τραγούδια ανοιξιάτικα και ερωτιάρικα. Ό,τι πρέπει για την περίπτωσή σας. Ε, τι; Σώπασα, αλλά δεν μιλάει κανείς. Κάποιος πρέπει να σπάσει τον πάγο! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν σου το πα εγώ; Χρυσή καρδιά. ΓΙΑΝΝΗΣ Μην ανησυχείτε πάντως. Δεν έχω σκοπό να μείνω εδώ, δε θα σας είμαι μπάστακας. ΚΙΜΩΝΑΣ Είναι το σπίτι σου, φυσικά πρέπει να μείνεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Θα μείνω στης μιας μου κόρης. Κι έχω κι ένα ραντεβού σε λίγο. Πέρασα μόνο να δω τι κάνεις. Με ανησύχησες λίγο με το Συνέδριο. ΚΙΜΩΝΑΣ (Στην Αθηνά) Δε νιώθεις καλά; ΓΙΑΝΝΗΣ Να μη νιώθει καλά; Τι ανάγκη μπορεί να έχει, αυτή είναι πιτσιρίκα. Πόσο είσαι; 22, 23, 25 το πολύ. Άνοιξη φίλε μου, άνοιξη. Το πιο άσχημο λουλούδι μοσχομυρίζει. ΑΘΗΝΑ Να πηγαίνω. Να σας αφήσω να τα πείτε. ΚΙΜΩΝΑΣ Πήγαινε να ξαπλώσεις λίγο. Σε παρακαλώ, είπαμε να με ακούς. Είσαι πολύ ώρα στο πόδι. Θέλω να ξεκουραστείς. ΓΙΑΝΝΗΣ Κι εγώ χάρηκα. Πήγαινε, θα τα ξαναπούμε. (Η Αθηνά πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο) ΓΙΑΝΝΗΣ Τι συμβαίνει Κίμωνα; Τι συμβαίνει; Τι είναι όλα αυτά; ΚΙΜΩΝΑΣ Θέλεις κάτι να πιεις; ΓΙΑΝΝΗΣ Και πρώτα απ’ όλα… ας ξεκινήσουμε απ’ το Συνέδριο. Τι στα κομμάτια έγινε μ’ αυτό το περιβόητο Συνέδριο; Εγώ ακύρωσα όλες τις δουλειές μου για να έρθω να σε ακούσω κι εσύ τα παρατάς όλα. Έτσι ξαφνικά. Τι συμβαίνει; ΚΙΜΩΝΑΣ Με συγχωρείς... ΓΙΑΝΝΗΣ Ε, όχι, δεν θέλω να ακούσω συγγνώμες σαν να γνωριστήκαμε χθες, δεν υπάρχουν συγγνώμες ανάμεσά μας, εμείς είμαστε φίλοι από παιδιά, ποιόν άλλον έχω από εκείνα τα χρόνια, εσύ το ξέρεις, κανέναν. (Ο Κίμωνας στέκεται μπροστά απ’ το δωμάτιο που είναι η Αθηνά) ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν ξάπλωσε. ΓΙΑΝΝΗΣ Κι αυτή ποια είναι; Τι συμβαίνει Κίμωνα; Ερωτεύτηκες; Πότε; Γιατί τόση μυστικότητα; ΚΙΜΩΝΑΣ Της είπα ότι πρέπει να ξαπλώσει… ΓΙΑΝΝΗΣ Και προπαντός τι σε νοιάζει αν ξάπλωσε; Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. ΚΙΜΩΝΑΣ Δίνεις περισσότερη αξία απ’ ό,τι πρέπει σ’ αυτό το Συνέδριο. ΓΙΑΝΝΗΣ Εγώ δίνω περισσότερη αξία; Θα σου πω λοιπόν έναν αριθμό: πενήντα! Είχες να επικοινωνήσεις μαζί μου μήνες, κοντά έναν χρόνο και ξαφνικά μου στέλνεις πενήντα mail μέσα σ’ ένα μήνα. «Είναι εξαιρετικό» λες, «όσοι με έχουν για ξοφλημένο θα τρίβουν τα μάτια τους» λες. «Αυτό το Συνέδριο θα σημάνει την επιστροφή μου στα πράγματα» λες. Κάνω λάθος; Πώς ξαφνικά αυτό το Συνέδριο παύει να είναι σημαντικό; ΚΙΜΩΝΑΣ Μη με στριμώχνεις Γιάννη, μην το κάνεις αυτό σ’ εμένα. ΓΙΑΝΝΗΣ Σε στριμώχνω; Είσαι με τα καλά σου; Εγώ είμαι με το μέρος σου. Εγώ είμαι δικός σου άνθρωπος. ΚΙΜΩΝΑΣ Τότε να χαίρεσαι για’ μένα. Τίποτε άλλο. ΓΙΑΝΝΗΣ Να χαίρομαι; Ερωτεύτηκες; Αυτό θέλεις να πεις; Με τη μικρή; Αν ερωτεύτηκες να το καταλάβω. ΚΙΜΩΝΑΣ Αν ξεκλειδώναμε το πιάνο… αυτό θα την έκανε χαρούμενη, έτσι δεν είναι; ΓΙΑΝΝΗΣ Να την κάνει χαρούμενη; Δεν είναι χαρούμενη; ΚΙΜΩΝΑΣ Πώς θα σου φαινόταν; Αυτό το πιάνο να παίξει ξανά. ΓΙΑΝΝΗΣ Έχω χρόνια να το ανοίξω. Θα χρειάζεται χόρδισμα. ΚΙΜΩΝΑΣ Ένα χορδισματάκι λοιπόν. ΓΙΑΝΝΗΣ Κίμωνα, απάντησέ μου μόνο σε δυο πράγματα… Τον στριμώχνω λέει. Εγώ! Να καταλάβω θέλω μόνο, κι αν είναι για καλό εσύ το ξέρεις, είσαι ο καλύτερος μου φίλος… Θέλω να πω ποιόν άλλον έχω εγώ από εκείνη την εποχή; Εγώ θα χαρώ μαζί σου διπλά και τριπλά. Μόνο να καταλάβω. ΚΙΜΩΝΑΣ Όταν ζήτησα άδεια απ’ το Πανεπιστήμιο πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Πρύτανης. Ήθελε να μάθει αν είμαι καλά. Δώδεκα χρόνια σ’ αυτό το Πανεπιστήμιο και δεν είχα ζητήσει ποτέ ούτε μια μέρα άδεια. Το πιστεύεις; Δικαιούμαι λίγη ξεκούραση. Απ’ όλα. Και τώρα, αυτό που θέλω πιο πολύ από οτιδήποτε είναι ν’ ακούσω αυτό το πιάνο να παίζει ξανά. Ζητάω πολλά; ΓΙΑΝΝΗΣ (Ανοίγει ένα συρτάρι. Βρίσκει το κλειδί και το πηγαίνει στον Κίμωνα.) Απάντησέ μου μόνο σ’ αυτό και θα σε αφήσω ήσυχο. Την ερωτεύτηκες; ΚΙΜΩΝΑΣ Νομίζω ότι σου απάντησα. ΓΙΑΝΝΗΣ Ερωτεύτηκες λοιπόν… Στην τελική πάντα στο έλεγα… (Του δίνει το κλειδί). ΚΙΜΩΝΑΣ Σε πειράζει να την φωνάξω τώρα; ΓΙΑΝΝΗΣ Κάνε ό,τι θέλεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Αθηνά! Αθηνά! Έρχεσαι λίγο; (Μπαίνει η Αθηνά) Ο Γιάννης είχε μία ιδέα. Μία μεγάλη έκπληξη. Δεν ξέρω πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα. (Κρατάει τα χέρια του μπροστά στα μάτια της και την πηγαίνει προς το πιάνο). Η μουσική σε ξεκουράζει, θα μπορείς να νιώθεις ασφαλής… Τι λες; (Τη βάζει να κάτσει μπροστά στο πιάνο. Της σφυρίζει έναν σκοπό.) Έτοιμη! (Ο Κίμωνας τραβάει τα χέρια του. Η Αθηνά βλέπει το πιάνο, αλλά δεν αντιδρά.) Λοιπόν; Δεν σου αρέσει; ΑΘΗΝΑ Ένα πιάνο… ΚΙΜΩΝΑΣ Χρειάζεται μόνο ένα καλό χόρδισμα. Κατά τα άλλα είναι πολύ καλό πιάνο. Τι το κοιτάς, δοκίμασε να παίξεις! Έχει πολύ καλό ήχο! (Η Αθηνά πατάει δειλά τα πλήκτρα) ΚΙΜΩΝΑΣ Έλα λοιπόν! (Η Αθηνά ξαναπατάει τα πλήκτρα) ΚΙΜΩΝΑΣ Τι έπαθες; ΑΘΗΝΑ Δεν... ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν σου αρέσει; ΑΘΗΝΑ Δεν είναι αυτό. ΚΙΜΩΝΑΣ Τι είναι τότε; ΑΘΗΝΑ Δεν... ΚΙΜΩΝΑΣ ΜΙΛΑ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ! ΑΘΗΝΑ Δεν... ΚΙΜΩΝΑΣ ΤΙ ΔΕΝ;; ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΝΑ ΠΑΙΖΩ! ΣΥΓΓΝΩΜΗ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΝΑ ΠΑΙΖΩ!! (Η Αθηνά βγαίνει κλαίγοντας απ’ το δωμάτιο) ΓΙΑΝΝΗΣ Είναι ευαίσθητη. Ίσως αυτό να σε τράβηξε πάνω της. Ναι, βέβαια, είναι πολύ εύθραυστη. Αυτό είναι, είναι εύθραυστη. ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι τώρα. ΓΙΑΝΝΗΣ Προσπαθώ να καταλάβω τι της βρήκες. Μη μου θυμώνεις. Όταν την είδα σκέφτηκα ένα μαραμένο λουλούδι. Είναι σαν μαραμένο λουλούδι. ΚΙΜΩΝΑΣ Το σκιάχτρο της ομορφιάς. Λέει ότι είναι το σκιάχτρο της ομορφιάς. ΓΙΑΝΝΗΣ Όμως τώρα το βλέπω. Είναι... πόσο είναι; 22; 23; 25 το πολύ. Κακά τα ψέματα. Εμείς είμαστε τα μαραμένα λουλούδια. Εκείνη είναι μπουμπούκι. Ένα εύθραυστο μπουμπούκι. Αυτό είναι. Έλα, μην στενοχωριέσαι. Ήθελες να της κάνεις έκπληξη. Δεν ξέρει να παίζει, δεν πειράζει, σε λίγο θα το σκέφτεστε και θα γελάτε. Αυτά έχει ο έρωτας φίλε μου. Πρέπει να φύγω, έχω ένα ραντεβού. (Παύση) Τσακώθηκα με τη μεγάλη. Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ, αλλά μου το κρατάει ακόμα. Τώρα θέλω να τους αγοράσω σπίτι. Δύο σπίτια να τα μοιράσουν και να μην τσακώνονται. Να ηρεμήσουν κι όλας γιατί νιώθουν ότι σκορπάω τα λεφτά μου. Γι’ αυτό ήρθα. Έμαθα για δυο πολύ καλές ευκαιρίες. Τι λες, να περάσω το βράδυ; Θα πιούμε κανά ουζάκι, θα παίξουμε και μουσική... να τα πούμε λίγο, ε; Μην ανησυχείς, σε μισή ώρα θα τα βρείτε. ΚΙΜΩΝΑΣ Ναι, ναι, βέβαια, να έρθεις. (Ο Γιάννης φεύγει και ο Κίμωνας κάθεται στο πιάνο. Μπαίνει η Ζωή απ’ το παράθυρο και τον πλησιάζει. Σκύβει από πάνω του και παίζει μια οικεία τους μελωδία) ΖΩΗ Του είπες ότι επέστρεψα; ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν πρόλαβα. ΖΩΗ Πρέπει να του το πεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Αργότερα, κάποια στιγμή. ΖΩΗ Είμαι τόσο χαρούμενη. Είμαστε ξανά οι τρεις μαζί. Εγώ, εσύ κι ο Γιάννης. Δεν είναι υπέροχο; (συνεχίζει να παίζει μουσική. Σκοτάδι)
Σκηνή 4 (Παίζει η ίδια μουσική, αλλά πιο εύθυμη. Ανοίγουν τα φώτα. Ο Γιάννης παίζει στο πιάνο και ο Κίμωνας με την Αθηνά κάνουν κάποια χορευτικά βήματα.) ΑΘΗΝΑ Τι έπαθες; Εσύ δάκρυσες. Τόσο χάλια είμαστε; ΓΙΑΝΝΗΣ Μη δίνεις σημασία σε γέρο άνθρωπο. «Αυτό που κάνει κάποιον να θέλει να χορέψει, μπορεί να κάνει κάποιον άλλον να θέλει να δακρύσει». Εσύ όμως ήσουν μια υπέροχη πεταλουδίτσα. ΑΘΗΝΑ Πρώτη φορά χορεύω (Πίνει απ’ το ποτήρι της). ΓΙΑΝΝΗΣ Κοίτα τη μικρή. Είναι που μας έλεγε ότι δεν πίνει. ΑΘΗΝΑ Όχι, δεν πίνω… Πρώτη φορά… Θέλετε να σας δείξω πώς κρατάει η Κλαίρη το ποτήρι; Έτσι. Έχει το κεφάλι ψηλά, έτσι ώστε να διαγράφεται ο υπέροχος λαιμός της κι ύστερα, εκεί που δεν το περιμένεις, με μια απαλή κίνηση ρουφάει το τσιγάρο και αφήνει τον καπνό να βγει έξω. Απαλά… ΓΙΑΝΝΗΣ Μωρέ αυτή είναι απολαυστική. Και δεν της φαινότανε. ΑΘΗΝΑ Αφήστε με να σας δείξω. (Παίρνει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του Γιάννη.) Μπορώ; ΓΙΑΝΝΗΣ Ελεύθερα. ΑΘΗΝΑ (Ανάβει το τσιγάρο και προσπαθεί να μιμηθεί την Κλαίρη) Πώς σας φαίνεται; Δεν είναι και τόσο δύσκολο τελικά. ΚΙΜΩΝΑΣ (Για το ποτό) Φτάνει τώρα. ΑΘΗΝΑ Κι όταν περπατάει… ένα όνειρο. Ο καπνός γύρω της … σαν να την τυλίγει ένα μεθυστικό σύννεφο, εκείνη πού και πού βγάζει γελάκια και… χωρίς να κουτσαίνει βέβαια. ΓΙΑΝΝΗΣ Απόλαυση, πραγματική απόλαυση. Έλα μικρή μου. Ελάτε να κάνουμε μία πρόποση. Σηκώστε, σηκώστε τα ποτήρια σας. Ας πιούμε στην υγεία… του απρόοπτου, ναι. Αυτό που μας έφερε σήμερα εδώ. Αν δεν ήταν αυτό τώρα θα πίναμε ξενέρωτη σαμπάνια με ξενέρωτους παλαιολιθικούς επιστήμονες. (Τσουγκρίζουν τα ποτήρια) Λοιπόν ξέρεις κάτι; Χαλάλι το παλιοσυνέδριο. Στην αρχή μικρή μου σου είχα θυμώσει πολύ. Ήμουν πεπεισμένος ότι κάτι κακό έκανες στο φίλο μου, μάγια ή κάτι τέτοιο. Ξέρεις Κίμωνα, μέχρι και βελόνες σε κούκλες βάζουν για να πετύχουν αυτό που θέλουν. Όμως τώρα τον βλέπω χαρούμενο. Και είχαμε καιρό να τα πιούμε έτσι ανέμελα. Αυτό που με σκάει είναι ότι τόσο καιρό με άφηνε στην άγνοια. «Περίμενε το Συνέδριο» μου έλεγε «θα τα μάθεις όλα εκεί». Και τώρα νιώθω σαν παρθένα κόρη που έχασε τον άντρα της την πρώτη νύχτα του γάμου. Θα μου πεις τουλάχιστον τώρα; ΚΙΜΩΝΑΣ Αφού είπαμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας γι’ αυτό. ΓΙΑΝΝΗΣ Δώσε μου κάτι. Τον τίτλο, το θέμα, κάτι να έχω μέχρι αύριο. ΑΘΗΝΑ «Ο ρόλος των συναισθημάτων στην κατασκευή και ανακατασκευή των αναμνήσεων». ΓΙΑΝΝΗΣ Ορίστε. Μέχρι κι εκείνη ξέρει τον τίτλο. ΚΙΜΩΝΑΣ Εκείνη ξέρει κάτι παραπάνω γιατί με βοηθούσε. Με λίγα λόγια λοιπόν: Αυτά που θυμόμαστε δεν είναι τίποτε άλλο από αυτά που τα συναισθήματά μας επιθυμούν να θυμηθούμε. Τα συναισθήματα που είχαμε τη στιγμή που κατασκευάσαμε την ανάμνηση και τα συναισθήματα που έχουμε τώρα. Κοίτα μας τώρα. Αν σου ξύπναγαν κάποιες αναμνήσεις αυτή τη στιγμή τι είδους αναμνήσεις θα ήταν; Σίγουρα όμορφες εικόνες. Δε θα θυμόσουν κάποιον τσακωμό μας ή μια οποιοδήποτε θλιβερή ιστορία. Γιατί τώρα είμαστε χαρούμενοι. Αν θυμάσαι κάτι αυτό σίγουρα είναι ευχάριστο. ΓΙΑΝΝΗΣ (Στην άκρη της σκηνής, ειδικός φωτισμός, στον κόσμο) Πάντα τον γοήτευαν τα αόρατα πράγματα. ΚΙΜΩΝΑΣ (Αλλαγή φωτισμού. Στον Γιάννη.) Είμαι περισσότερο σίγουρος γι’ αυτά παρά για οτιδήποτε άλλο. ΓΙΑΝΝΗΣ Για εμένα ένα τηγάνι είναι τηγάνι. Τίποτε άλλο. Για τον Κίμωνα είναι σκιά. Μια αντανάκλαση. Ένα ψέμα. ΚΙΜΩΝΑΣ Αυτή τη φορά το είδα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι θα σε ενθουσιάσει. Δεν είναι αόρατο. Μέχρι τώρα είχαν γίνει πειράματα μόνο σε ζώα. Με αμφίβολα αποτελέσματα. Εμείς δοκιμάσαμε σε ανθρώπους. Τους δείχναμε για παράδειγμα μια όμορφη εικόνα. Και παρατηρούσαμε τα μέρη του εγκεφάλου που ενεργοποιούνταν. Ύστερα παρατηρούσαμε τα μέρη που δραστηριοποιούνταν όταν προσπαθούσαν να την θυμηθούν. Το είδαμε! ΓΙΑΝΝΗΣ (Στην άκρη της σκηνής, ειδικός φωτισμός, στον κόσμο) Μισό λεπτό! (Βρίσκει στην τσάντα του κάτι χαρτιά). Εδώ είναι. Η περιβόητη εργασία: «Μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με τα συναισθήματα συνδέονται με περιοχές όπου κατασκευάζονται οι αναμνήσεις.» ΚΙΜΩΝΑΣ (Αλλαγή φωτισμού. Χτυπάει το τηλέφωνο του Κίμωνα) Το είδα! (Ο Κίμωνας βγαίνει απ’ το δωμάτιο). ΓΙΑΝΝΗΣ Περιοχές συναισθημάτων συνδέονται με την κατασκευή των αναμνήσεων… Εντυπωσιακό. Τον βοηθούσες λέει; ΑΘΗΝΑ Στα πειράματα. Σαν φοιτήτρια. Επέλεξε μια ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών για έξτρα βοήθεια. Εγώ αποδείχτηκα η πιο φανατική απ’ όλους. Θα μου βάλεις λίγο ακόμα; (Του δίνει το ποτήρι της. Προσπαθεί να «ελαφρύνει» την ατμόσφαιρα.) Έτσι απλώνει το χέρι η Κλαίρη. Όλο νάζι. Δεν ξέρω τι έχω πάθει σήμερα. Εγώ ποτέ δεν πίνω. ΓΙΑΝΝΗΣ Κι είναι όπως τα λέει; Τα αποτελέσματα είναι σίγουρα; Οι περιοχές που ενεργοποιήθηκαν ήταν ίδιες σε όλους; ΑΘΗΝΑ Σ’ αρέσει το φόρεμά μου; Εκείνος μου το χάρισε. Στην αρχή είχα δέσει στραβά τη ζώνη. Ήμουν σαν καρνάβαλος. Δική του έκφραση είναι αυτή. ΓΙΑΝΝΗΣ Είσαι σαν μια πεταλουδίτσα. ΑΘΗΝΑ Κανείς δεν μου είχε χαρίσει ποτέ τίποτα. Κι εκείνος μου χαρίζει συνέχεια φορέματα. Έχει βαλθεί να με μετατρέψει σε γυναίκα. ΓΙΑΝΝΗΣ Κι εσύ; Τι κάνεις εσύ γι’ αυτόν; ΑΘΗΝΑ Εγώ; Τον φροντίζω. Σσς!! Μην του το πεις. Νομίζει ότι με φροντίζει εκείνος. Όμως τον φροντίζω εγώ. Μπορεί να είμαι μικρή αλλά ξέρω να φροντίζω τους ανθρώπους. Του έφτιαξα ένα αρχείο με τις σημειώσεις του. Κρατάει σημειώσεις στις κασέτες του και ύστερα τις ξεχνάει. Εγώ τις απομαγνητοφώνησα και του έφτιαξα ένα αρχείο. Κοίτα. ΓΙΑΝΝΗΣ Με αλφαβητική σειρά. Αυτή είναι τεράστια δουλειά. Εντυπωσιακό. ΑΘΗΝΑ Χρειαζόταν λίγη τάξη στη ζωή του. Πιστεύεις ότι δεν του αξίζω, έτσι δεν είναι; Ότι είναι πολύ καλός για εμένα; ΓΙΑΝΝΗΣ Έχεις πιει πολύ, αυτό είναι. ΑΘΗΝΑ Δεν τον κάνω ευτυχισμένο; ΓΙΑΝΝΗΣ Έχω χρόνια να τον δω έτσι. Και ξέρεις και κάτι; Πολύ πιθανό να μη φταις εσύ που δεν πήγε. Πολύ πιθανό να φοβήθηκε. (Μπαίνει μέσα ο Κίμωνας.) Αυτός πάντα έτρεμε να μιλάει μπροστά σε κόσμο. Άκου με που σου λέω. Όταν ήμασταν μαθητές του είχε δώσει η δασκάλα ένα ποίημα σε μια γιορτή. Κόντεψε ν’ αρρωστήσει απ’ το άγχος του όλη τη βδομάδα. Τελικά όντως αρρώστησε. Δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή. Και ξέρεις ποιος είπε το ποίημα; Εδώ. Τον έχεις μπροστά σου. Εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα να εκτεθώ στη σκηνή. Και τώρα λοιπόν. Μπορεί τελικά να φοβήθηκε, γι’ αυτό να έκανε πίσω. ΚΙΜΩΝΑΣ Μπορεί. (Στην Αθηνά) Ήταν ο Λουκάς. Με δυο τρεις πέντε ερωτήσεις για την αυριανή παρουσίαση. Μέχρι το πρωί θα με πάρει καμιά δεκαριά τηλέφωνα ακόμα. (Στον Γιάννη) Ο βοηθός μου. Βλέπεις και τώρα υπάρχει επάξιος αντικαταστάτης. ΓΙΑΝΝΗΣ Τι εννοείς; ΚΙΜΩΝΑΣ Ο βοηθός μου. Αυτός θα παρουσιάσει στη θέση μου. Μην ανησυχείς, είναι πολύ καλός, θα τα καταφέρει θαυμάσια. Βλέπεις ούτε αυτός έχει πρόβλημα να εκτεθεί. ΓΙΑΝΝΗΣ Να εκτεθεί; Αυτές τις ευκαιρίες δεν τις αφήνουν. Μου λες αλήθεια; Θα αφήσεις τον βοηθό σου να μιλήσει για κάτι τόσο σημαντικό; ΚΙΜΩΝΑΣ Εκ μέρους μου βέβαια. ΓΙΑΝΝΗΣ Μα του έχεις εμπιστοσύνη; ΚΙΜΩΝΑΣ Φυσικά του έχω εμπιστοσύνη. Είναι ο βοηθός μου. ΓΙΑΝΝΗΣ Μου φαίνεται ότι είναι κάποια πράγματα που δεν τα ξέρεις για τους ανθρώπους. Κάποιοι άνθρωποι Κίμωνα αρπάζουν ευκαιρίες, αρπάζουν ευκαιρίες σαν τα όρνια που μυρίζονται την πεθαμένη σάρκα από ψηλά. Κι όταν έρθει η στιγμή δε διστάζουν καθόλου. ΚΙΜΩΝΑΣ Είναι ο βοηθός μου. Αν εκεί που κοιμάσαι με τη γυναίκα σου σηκωθεί να σου πάρει το κεφάλι, τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό; Είναι ο βοηθός μου, σταμάτα να είσαι τόσο επιφυλακτικός. Άλλωστε υπάρχουν αποτελέσματα, υπάρχουν σημειώσεις, δικές μου σημειώσεις. Υπάρχει ήδη γραμμένο μου άρθρο έτοιμο για δημοσίευση. Ας μην το συζητήσουμε άλλο. Είπαμε ότι σήμερα θα θυμηθούμε τα παλιά. Οι τρεις μας. Δεν είναι υπέροχο που είμαστε οι τρεις μας; (Παίρνει το ποτήρι απ’ τα χέρια της Αθηνάς, που δεν έχει σταματήσει να πίνει) Φτάνει τώρα. ΑΘΗΝΑ Έχω κάτι να σας κμαυστ.. εκμεστ… εκμακ… Έχω κάτι να σας πω. (Ανεβαίνει σε μια καρέκλα) Ήταν η πρώτη μου μέρα στη Σχολή. Έψαχνα να βρω τον τρόπο… τον τόπο συνάντησης των πρωτοετών, υπήρχαν ταμπλέτες… ταμπέλες με βελάκια παντού, βελάκια παντού, παντού, και πάλι είχα χαθεί. Τρεις φορές κύκλους απ’ το ίδιο σημείο και η σπονδυλική μου στήλη πονούσε σφιχτά… φρικτά, πονούσε φριχχχτά. Κι έτσι μπήκα στο πρώτο αμφιθέατρο που βρήκα μπροστά μου και φρσστ! Ήταν εκεί. Στην έδρα του. Έχασα τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια μου. Δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε άνθρωπος να μιλάει τόσο μαγευτικά. Έμεινα όλη την ώρα να τον κοιτάζω, μέχρι που ξέχασα να καθίσω, ξέχασα και τους πόνους και τα πάντα. Μη μου λέτε λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος φοβάται να μιλήσει μπροστά σε κόσμο. (Ο Κίμωνας και η Αθηνά κοιτάζονται). ΓΙΑΝΝΗΣ Μόλις ζήσατε μια μαγική στιγμή. (Της δίνει το χέρι να κατέβει) Για μια στιγμή ήσουν όμορφη, το ξέρεις; Όπα. ΑΘΗΝΑ Γιατί με γυρνάτε γύρω γύρω; ΓΙΑΝΝΗΣ Και το πάρτι έλαβε τέλος. ΑΘΗΝΑ Όχι, θα συνέλθω. Να καθίσω μόνο. ΓΙΑΝΝΗΣ Κάνε ότι θέλεις. Εγώ πρέπει να φύγω. Με περιμένουν οι κόρες μου να μιλήσουμε για το σπίτι. Η μία δηλαδή, η μικρή. Γιατί η μεγάλη ούτε να με βλέπει. ΚΙΜΩΝΑΣ Τέτοια ώρα; ΓΙΑΝΝΗΣ Μα τι, στενοχωριέσαι; (Του γνέφει πονηρά) Νιάτα φίλε μου. Ακόμα και το πιο άσχημο λουλούδι μοσχοβολάει. Κι ακόμα και το πιο ευωδιαστό λουλούδι χρειάζεται φροντίδα. Περαστικά Αθηνά. (Κλείνει το μάτι στον Κίμωνα.) (Ο Κίμωνας πηγαίνει τον Γιάννη μέχρι την πόρτα.) ΚΙΜΩΝΑΣ Μισό λεπτό (Για λίγο φεύγει και επιστρέφει με κάτι χαρτιά) Ορίστε. Είναι το άρθρο που θα δημοσιευτεί μετά την παρουσίαση. Πάρ’ το να το μελετήσεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Ανυπομονώ να δω το αόρατο. Σ’ ευχαριστώ. (Ο Γιάννης φεύγει. Όταν ο Κίμωνας επιστρέφει στην Αθηνά την βλέπει να κοιμάται στον καναπέ. Της φέρνει μια κουβέρτα. Η Αθηνά ανοίγει τα μάτια) ΚΙΜΩΝΑΣ Είσαι καλά ζωή μου; ΑΘΗΝΑ Πώς με είπες; (Τον αγκαλιάζει) ΚΙΜΩΝΑΣ Ζωή μου, ζωή μου. Τι είναι; Πάλι κλαις; ΑΘΗΝΑ Όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν συνομωτεί να το αποκτήσεις, το ξέρεις; ΚΙΜΩΝΑΣ Ποιος το λέει αυτό; Η μαμά; ΑΘΗΝΑ Όχι… Δεν θυμάμαι! ΚΙΜΩΝΑΣ Ηρέμησε τώρα. Κοιμήσου να ξεκουραστείς, ε; (Η Αθηνά αποκοιμιέται στην αγκαλιά του Κίμωνα. Ξαφνικά ανοίγει το παράθυρο και τη σιωπή τη σπάει το γέλιο της Ζωής που μπαίνει μέσα). ΚΙΜΩΝΑΣ Πότε θα σταματήσεις να το κάνεις αυτό; ΖΩΗ Είναι πολύ αστείο. ΚΙΜΩΝΑΣ Μπορεί να πέσεις να τσακιστείς. Το βρίσκεις αστείο; ΖΩΗ Είναι αλήθεια η ιστορία με το τσίρκο; ΚΙΜΩΝΑΣ Είχες υποσχεθεί ότι δεν θα έρχεσαι σαν τον κλέφτη. ΖΩΗ «Μεγάλος ο ελέφαντας. Σαν τον μπαμπά». ΚΙΜΩΝΑΣ Μη φωνάζεις. Θα την ξυπνήσεις. ΖΩΗ Το είπες αλήθεια; ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν θυμάμαι. Θα μπορούσα να το έχω πει. ΖΩΗ Έχει πιει; Εγώ δεν πίνω ποτέ. ΚΙΜΩΝΑΣ Ούτε αυτή πίνει. Μόνο σήμερα. ΖΩΗ (Σοβαρεύει κοιτάζοντας έξω) Έχει τρελαθεί αυτή η άνοιξη. Θα βρέξει πάλι. ΚΙΜΩΝΑΣ Μη φύγεις. ΖΩΗ Και γιατί όχι; Το ξέρεις ότι δεν μπορώ ν’ αντισταθώ. Κι εσύ μερικές φορές με κάνεις να βαριέμαι. Η ζωή είναι μικρή Κίμωνα. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν θέλω να ξυπνήσει. ΖΩΗ Μένουν τέσσερις μέρες. (Ο Κίμωνας γυρίζει πλάτη και η Ζωή εξαφανίζεται.) ΚΙΜΩΝΑΣ Τέσσερις μέρες για τι πράγμα. Τέσσερις μέρες για τι πράγμα; Σου ζήτησα να μη φύγεις! (Ακούγονται κεραυνοί και ήχος από τρένο) Σου ζήτησα να μη φύγεις. (Σκοτάδι και αμέσως φως. Η Αθηνά κοιμάται ακόμα στον καναπέ και ο Κίμωνας κάθεται δίπλα της) ΚΙΜΩΝΑΣ Ξύπνα. ΑΘΗΝΑ Τι είναι; ΚΙΜΩΝΑΣ Βρέχει. Έλα. Έλα να βγούμε στη βροχή. ΑΘΗΝΑ Είσαι τρελός; Τέτοια ώρα; ΚΙΜΩΝΑΣ (Την παίρνει αγκαλιά και την στριφογυρίζει) Και γιατί όχι; Η ζωή είναι μικρή. Κι εμείς πρέπει να τη ζήσουμε. (Η Αθηνά γελάει. Σκοτάδι)
ΠΡΑΞΗ Β’ Σκηνή 1 (O Κίμωνας είναι με το μπουρνούζι και βήχει. Έχει μπροστά του μια κατσαρόλα με καυτό νερό και μια πετσέτα στο κεφάλι και κάνει εισπνοές. Η Ζωή κάθεται ανέμελα πάνω στο τραπέζι και τοποθετεί τα λουλούδια στο βάζο. Σιγοτραγουδάει). ΖΩΗ Για κοίτα. Πώς σου φαίνονται; ΚΙΜΩΝΑΣ Ωραία είναι. ΖΩΗ Μα εσύ δεν κοίταξες. Τι έχεις πάθει σήμερα; ΚΙΜΩΝΑΣ Οι φοβερές σου ιδέες. Βόλτες στη βροχή. «Άκου τη στιγμή». «Δες τα σημάδια». «Η ζωή είναι μικρή.» Βλακείες. Μια ζωή βλακείες. ΖΩΗ (Τον πλησιάζει και του κάνει μασάζ στην πλάτη). Πρέπει να χαλαρώσεις λίγο. Ε λοιπόν πάντα πίστευα ότι δουλεύεις πολύ, ενώ τελικά η αλήθεια είναι ότι σκέφτεσαι πολύ. ΚΙΜΩΝΑΣ Σκέφτομαι πολύ; Σκέφτομαι πολύ; Ίσως επειδή είναι το χαρακτηριστικό των ανθρώπων. Αυτό που τους ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. ΖΩΗ Μη μου πετάς τέτοιες επιστημονικές εξυπνάδες. Ξέρεις ότι σκέφτεσαι υπερβολικά πολύ. Για να κάνεις οτιδήποτε πρέπει πρώτα να το σκεφτείς και να το ερευνήσεις από πενήντα μεριές. (Ο Κίμωνας αρπάζει τη Ζωή στην αγκαλιά του) ΚΙΜΩΝΑΣ Και τώρα; Τώρα σκέφτομαι πολύ; (Η Ζωή προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά την κρατάει γερά. Ξαφνικά τον πιάνει βήχας. Η Ζωή ξεφεύγει γελώντας) ΖΩΗ Τώρα βήχεις πολύ. ΚΙΜΩΝΑΣ Αν δεν ήσουν εσύ με τις τρελές ιδέες σου δεν θα έβηχα καθόλου. Δε γίνεται, δεν το βλέπεις; Είμαστε διαφορετικοί. Εσύ δε σκέφτεσαι, βγαίνεις βόλτα στη βροχή και γυρίζεις ευτυχισμένη, εγώ βγαίνω βόλτα στη βροχή και γυρίζω άρρωστος. Εσύ παίρνεις τα τρένα και ταξιδεύεις όπου σε πάνε, εγώ παίρνω τα τρένα και παθαίνουν βλάβη στο δρόμο. Εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι και να τα προγραμματίζω όλα, έτσι λειτουργώ. Σκέφτομαι, προγραμματίζω, δουλεύω, αποδίδω, αυτή είναι η σειρά. ΖΩΗ Και; Τι κερδίζεις; ΚΙΜΩΝΑΣ Τι πα να πει… Κερδίζω… Μου αρέσει να σκέφτομαι, μου αρέσει να προγραμματίζω… Θέλεις να μάθεις τι κερδίζω; Κάτι χειροπιαστό; Δημοσιεύσεις. Αναγνωρισιμότητα. Εκτίμηση. Χρήματα. ΖΩΗ Όχι. Δε θέλω κάτι χειροπιαστό. (Η Ζωή παίρνει απ’ το βάζο τα λουλούδια και τα πετάει ένα ένα περπατώντας) Είναι το πιο όμορφο μέρος που έχω δει στη ζωή μου. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν έχω όρεξη. ΖΩΗ Θυμάσαι τις μυρωδιές απ’ τα χρυσάνθεμα και τις βιολέτες; (Ανοίγει το παράθυρο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τινάζει τα μαλλιά της) Και το αεράκι… ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι τώρα. ΖΩΗ (Έχει καθίσει ανάμεσα στα λουλούδια) Είχαμε βρει ένα λουλούδι με το πιο υπέροχο άρωμα. Σου είχα πει «να μπορούσαμε να βρούμε πολλά τέτοια και να τα πάρουμε μαζί μας! Θα τα βράζαμε και θα φτιάχναμε ένα άρωμα που κανείς δε θα μπορούσε να του αντισταθεί! ΚΙΜΩΝΑΣ (Έχει πλησιάσει) Είχες πάντα κάτι κουτές ιδέες! ΖΩΗ Αξιολάτρευτες. Τις έλεγες κουτές αλλά ήταν αξιολάτρευτες. Το όνομα εκείνου του λουλουδιού δεν μπορώ να θυμηθώ. ΚΙΜΩΝΑΣ (Κάθεται δίπλα της) «Μη με λησμονεί» ΖΩΗ «Μη με λησμονεί», ναι. (Ξαπλώνει, ενώ ο Κίμωνας δίπλα της κρατάει ένα λουλούδι). ΚΙΜΩΝΑΣ Έχεις πολύ κομψά πόδια. ΖΩΗ Σ’ αρέσουν; Θα μπορούσα να γίνω μπαλαρίνα; ΚΙΜΩΝΑΣ Θα μπορούσες να διαφημίζεις παπούτσια. ΖΩΗ Γιατί πρέπει να είσαι συνέχεια κυριολεκτικός; ΚΙΜΩΝΑΣ Κι εσύ γιατί πρέπει να είσαι τόσο ρομαντική; Κι ένα μικρό παιδί ξέρει ότι κανείς δεν γίνεται μπαλαρίνα μόνο και μόνο επειδή έχει κομψά πόδια. ΖΩΗ Λες και δεν το ξέρω. Σταμάτα πια. (Σηκώνεται) Έτσι κι αλλιώς απ’ την αρχή δεν ήθελες να παίξουμε. Κάτι έχεις σήμερα. (Κλείνει το παράθυρο και τις κουρτίνες. Ύστερα κατεβάζει το καπάκι του πιάνου.) Θέλεις να φύγω. ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι. Ποτέ. ΖΩΗ Γι’ αυτό είσαι τόσο ανόρεχτος σήμερα. Και γι’ αυτό λες όλη την ώρα ότι αρρώστησες εξαιτίας μου. Και το άλλο; «Εγώ είμαι προγραμματισμένος να σκέφτομαι, εσύ είσαι προγραμματισμένη να φεύγεις» ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν είπα αυτό! ΖΩΗ Αυτό εννοούσες! Θέλεις να φύγω για να μείνεις μόνος μαζί της. ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι, δε θέλω να φύγεις. Όμως σκέφτομαι ότι δεν είναι σωστό για εκείνη να τριγυρνάς εδώ μέσα χωρίς να το ξέρει. ΖΩΗ Δεν μπορώ να γίνω μπαλαρίνα επειδή έχω ωραία πόδια. Το ξέρω. Όμως ούτε εκείνη μπορεί να παίξει πιάνο επειδή της το χάρισες. Είναι τόσο αστείο. Και λες εμένα ρομαντική. Εμένα δε μου χάρισες ποτέ τίποτα. ΚΙΜΩΝΑΣ Το ήθελα. ΖΩΗ Αυτό είναι το πιάνο μου Κίμωνα. Και της το χάρισες. Την ήξερες- πόσο; Δύο μέρες; Τρεις; Και της χάρισες το πιάνο μου. ΚΙΜΩΝΑΣ Πεθαίνει, το ξέρεις; Θα έπρεπε να δείχνεις περισσότερη καλοσύνη. ΖΩΗ Το καημένο το κορίτσι. Πεθαίνει. Όμως δεν ξέρει να παίζει. Δεν έπρεπε να της κάνεις τόσο μεγάλο δώρο. Προπαντός τώρα που πεθαίνει. Δεν προλαβαίνει καν να μάθει. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν μου αρέσει όταν φέρεσαι έτσι. ΖΩΗ Το λατρεύεις. Θέλεις να φύγω Κίμωνα; ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι. ΖΩΗ Θα φύγω όμως. ΚΙΜΩΝΑΣ Γιατί; Γιατί πρέπει να φεύγεις; ΖΩΗ Ξέρεις γιατί. Είναι τόσο όμορφα εκεί έξω. Είναι τόσο ωραίο να ακούς τον άνεμο τι θέλει να σου πει. Προς τα πού να πας. Να κλείνεις τα μάτια και ν’ ακούς μόνο τους ήχους που μιλάνε στην καρδιά σου. Και ν’ ακολουθείς. Να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να μην οργανώνεις τίποτα. Μόνο ν’ ακολουθείς. Να μπορούσες μόνο μια φορά να το καταλάβεις. Ο χρόνος δεν είναι σαν το κασετοφωνάκι σου που το γυρίζεις μπρος πίσω ό,τι ώρα θέλεις. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα. Και δεν προλαβαίνεις να διορθώσεις τίποτα. Θυμάσαι την ιστορία με την κοπέλα με την ομπρέλα; Θέλεις να βγεις στη βροχή κι όταν επιτέλους βρέχει συνειδητοποιείς ότι το μόνο που ήθελες πραγματικά είναι ένα χέρι μέσα στο δικό σου. Κι αλλάζεις επιθυμία. Αλλάζεις πορεία. Να μπορούσες μια φορά να το κάνεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Αυτό κάνω, δεν βλέπεις; Αλλάζω πορεία, δεν βλέπεις; Για το Θεό, άφησα το Πανεπιστήμιο, άφησα το Συνέδριο και ήρθα εδώ μαζί της. Δεν είναι κάτι αυτό; ΖΩΗ Άλλαξες πορεία; ΚΙΜΩΝΑΣ Ναι. ΖΩΗ Εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι δεν άλλαξες. Το μόνο που θέλεις είναι να επαναλάβεις την ίδια ιστορία. Να την επαναλάβεις και να τη διορθώσεις. Λες κι ο χρόνος μπορεί να γυρίσει πίσω. ΚΙΜΩΝΑΣ Αυτή τη φορά θα πετύχει. Τα έχω φτιάξει όλα όπως πρέπει. Μόνο μη φύγεις. ΖΩΗ Δε με χρειάζεσαι. ΚΙΜΩΝΑΣ Το ξέρεις πως σε χρειάζομαι. Σε χρειάζομαι και με χρειάζεσαι. Χρειάζεσαι κάποιον να σε φροντίζει (Αλλαγή φωτισμού) ΖΩΗ Αυτό είναι αλήθεια. Δεν ξέρεις πόσο αλήθεια είναι. Είσαι πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσο ήσουν ποτέ. ΚΙΜΩΝΑΣ Θα σε φροντίσω εγώ. Γι’ αυτό δε γύρισες; ΖΩΗ Ήρθα γιατί δεν είχα πού να πάω. Πάντα έφευγα κι εσύ έμενες πίσω κι όταν γύριζα εδώ ερχόμουν πρώτα σ’ εσένα, κι ύστερα πήγαινα στο σπίτι μου. Εσύ ήσουν η αληθινή μου οικογένεια. ΚΙΜΩΝΑΣ Ζωή μου… ΖΩΗ Αν με ρώταγε κάποιος τι θα άλλαζες απ’ την ζωή σου αν ήταν να τη ζήσεις ξανά- συνήθως οι άνθρωποι απαντάνε «τίποτα, δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα», αλλά εγώ το βρίσκω χαζό, θα έλεγα «όλα, θέλω να τα αλλάξω όλα…». Δεν μετανιώνω για τίποτα, αλλά γιατί να θέλω να ζήσω ξανά τα ίδια; Όχι, εγώ αν ξαναζούσα απ’ την αρχή θα τα έκανα όλα διαφορετικά. Εκτός απ’ τη φιλία μας. Αυτή δεν θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Αυτό είναι το δικό μου αδιαπραγμάτευτο κομμάτι. (Ο Κίμωνας τη φιλάει. Εκείνη για λίγο ανταποκρίνεται κι ύστερα τον σπρώχνει. Αλλαγή φωτισμού) ΖΩΗ Γιατί έπρεπε να τη φέρεις εδώ; Γιατί ειδικά εδώ; ΚΙΜΩΝΑΣ Είναι άρρωστη. Δείξε λίγη… ΖΩΗ …καλοσύνη, ξέρω. Εσύ; Εσύ της δείχνεις καλοσύνη; Γι’ αυτό είσαι μαζί της; θα ήσουν μαζί της αν δεν ήταν άρρωστη; ΚΙΜΩΝΑΣ Ξέρεις τι έχει; ΖΩΗ Υποψιάζομαι (κοιτάζονται). Σου αρέσει να κυριολεκτείς, αλλά όταν έρχεται η ώρα για την αλήθεια φοβάσαι (παύση). Δε θα με ρωτήσεις ποια αλήθεια; (παύση) ΚΙΜΩΝΑΣ Ποια αλήθεια; ΖΩΗ Ότι δεν θα ήσουν μαζί της αν δεν ήταν άρρωστη. Ότι δεν θα ήσουν μαζί της αν δεν σου θύμιζε τόσο την ηλικία μου. Ότι την έντυσες με τα ρούχα μου και την έφερες σ’ αυτό το σπίτι και της χάρισες το πιάνο μου και τη βγάζεις βόλτα στη βροχή και… ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν ξέρω τι λες. ΖΩΗ Εγώ ποτέ δεν φοβάμαι να κοιτάξω την αλήθεια κατάματα. Με λες ρομαντική, αλλά δε φοβάμαι καθόλου! ΚΙΜΩΝΑΣ Δε φοβάσαι επειδή είσαι νεκρή! (Ο Κίμωνας συνειδητοποιεί τι είπε) ΖΩΗ Αυτή την αλήθεια! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν ξέρω τι λες. ΖΩΗ Γλυκέ μου Κίμωνα, κοίτα μας. Κοίτα μας τώρα και πες μου ποιος είναι ρομαντικός. Επειδή με βλέπεις εσύ νομίζεις ότι υπάρχω. Τι είμαι καλέ μου φίλε; Μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση μπλεγμένη με φαντασιώσεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Μη μιλάς άλλο. ΖΩΗ Νομίζεις ότι αν της φορέσεις τα ρούχα μου κι αν χαμηλώσεις το φωτισμό… νομίζεις ότι αν τη βάλεις να σου πει σ’ αγαπώ… ΚΙΜΩΝΑΣ Το κεφάλι μου. ΖΩΗ Στο είπα. Δεν αντέχεις την αλήθεια. ΚΙΜΩΝΑΣ Αν την ντύσω με τα ρούχα σου… Αν τη βάλω να μου πει σ’ αγαπώ… Ακόμη και τώρα εξακολουθείς να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. (αλλαγή φωτισμού) Νομίζεις ότι όλα περιστρέφονται γύρω από εσένα. Νομίζεις ότι μπορείς να φεύγεις κι όταν γυρίζεις να τα βρίσκεις όλα όπως τα άφησες. ΖΩΗ Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. ΚΙΜΩΝΑΣ Πριν λίγο σε φίλησα. ΖΩΗ Σε όλους τους παιδικούς φίλους συμβαίνει αυτό κάποια στιγμή. ΚΙΜΩΝΑΣ Πηδούσα τρία τρία τα σκαλιά κάθε φορά που χτυπούσες το κουδούνι! (αλλαγή φωτισμού) Και την ντύνω με τα ρούχα σου, μόνη σου το είπες. Και τη βάζω να μου λέει σ’ αγαπώ για να έχω την ψευδαίσθηση, μόνη σου το είπες. Και μου λες ακόμη ότι είμαι ο καλύτερός σου φίλος. Τι είδους άνθρωπος είσαι; ΖΩΗ Τα έχεις μπλέξει. Δεν έγιναν έτσι…. ΓΙΑΝΝΗΣ (στην άκρη της σκηνής) Όταν οι αναμνήσεις μπλέκονται με τα όνειρα… ΖΩΗ Δεν έγιναν έτσι και με πονάς. Με πονάς! ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν ξέρεις πια τι είναι αλήθεια και τι όχι. Δεν ξέρεις τι να πιστέψεις και τι όχι. Τι συνέβη τότε και τι συμβαίνει τώρα… ΚΙΜΩΝΑΣ Έχεις δίκιο. Θέλω να φύγεις. Θέλω να φύγεις μακριά και να τα πάρεις όλα μαζί σου. Τις ρομαντικές ιδέες σου, τα λουλούδια σου, το πιάνο σου, όλα μ’ ακούς; (Ο Κίμωνας τραβάει τα λουλούδια και σπάει το βάζο. Πετάει τα λουλούδια απ’ το παράθυρο και προσπαθεί να σηκώσει το πιάνο για να το πετάξει. Μπαίνει μέσα η Αθηνά και τρέχει κοντά του προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.) ΑΘΗΝΑ Τι έπαθες; ΚΙΜΩΝΑΣ Όλα! Όλα! Να φύγεις και να τα πάρεις όλα, μ’ ακούς; ΑΘΗΝΑ Κίμωνα! Κίμωνα, ηρέμησε. ΚΙΜΩΝΑΣ Να φύγεις. Να φύγεις. (κραυγή την ώρα που ακούγεται ήχος τρένου) ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ! ( Ο Κίμωνας κλαίει στην αγκαλιά της Αθηνάς) (Σκοτάδι.)
Σκηνή 2 (Η Αθηνά διαβάζει κάτι σε ένα κόκκινο τετράδιο. Κλείνει τα μάτια και σκέφτεται. Έχει μπει μέσα ο Γιάννης και την πλησιάζει. Η Αθηνά ανοίγει τα μάτια.) ΑΘΗΝΑ Μανούλα μου! (Την κοιτάζει σκυθρωπός, χωρίς να μιλάει) Τι… Συμβαίνει κάτι; ΓΙΑΝΝΗΣ Κάτι συμβαίνει. Αλλά αυτό θα το συζητήσω πρώτα με τον φίλο μου. Είναι εδώ; ΑΘΗΝΑ Δεν ειδοποίησ… δεν ήξερε ότι θα έρθεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Ήταν ξαφνικό. Που είναι; ΑΘΗΝΑ Κοιμάται. ΓΙΑΝΝΗΣ Τέτοια ώρα; ΑΘΗΝΑ Χρειάζεται ξεκούραση. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν θα τον κουράσω. ΑΘΗΝΑ Δεν εννοούσα… ΓΙΑΝΝΗΣ Φυσικά δεν εννοούσες. Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου. Τι κρύβεις εκεί; ΑΘΗΝΑ Ένα τετράδιο είναι. Είναι δικό μου. ΓΙΑΝΝΗΣ Και γιατί το κρύβεις; ΑΘΗΝΑ Είναι ένα ημερολόγιο. ΓΙΑΝΝΗΣ Ημερολόγιο… ΑΘΗΝΑ Καλά που ήρθες. Δεν είναι καλά. Δεν είναι καθόλου καλά. ΓΙΑΝΝΗΣ Έμαθε τι έγινε; ΑΘΗΝΑ Τι έγινε; ΓΙΑΝΝΗΣ Είμαι μέχρι εδώ, ακούς; Μέχρι εδώ. Δεν έχω πολύ υπομονή σήμερα. Εγώ θα ρωτάω κι εσύ θα απαντάς. Γιατί είπες ότι δεν είναι καλά; ΑΘΗΝΑ Εκείνος επέμενε. Προχθές το βράδυ… Όταν έφυγες… Ήθελε να βγούμε στη βροχή μέσα στη νύχτα κι εγώ- δεν ξέρω τι σκεφτόμουνα-, τον άκουσα, έτρεχε στη βροχή και φώναζε «δεν είναι υπέροχη η ζωή;» κι όταν γυρίσαμε έπεσε να κοιμηθεί με βρεγμένα ρούχα. Είδα κι έπαθα να τον πείσω να αλλάξει. ΓΙΑΝΝΗΣ Ο Κίμωνας έτρεχε στη βροχή νυχτιάτικα και φώναζε η ζωή είναι υπέροχη; Άκου να σου πω κορίτσι μου γιατί η υπομονή μου έχει αρχίσει να εξαντλείται. Ο Κίμωνας δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ο Κίμωνας δεν τρέχει στη βροχή, ούτε παρατάει το Πανεπιστήμιο, ούτε ακυρώνει σημαντικά Συνέδρια. Απλά δεν το κάνει. Πες μου λοιπόν με απλά λόγια τι εννοείς εσύ όταν λες ότι δεν είναι καλά, γιατί ότι δεν είναι καλά το ξέρω καλύτερα από σένα, για την ακρίβεια δεν είναι αυτός ο Κίμωνας που ξέρω και αυτή η ιστορία έχει αρχίσει να μ’ εκνευρίζει. Λοιπόν. Τι έπαθε; Βγήκε στη βροχή, ας πούμε ναι. Και λοιπόν; ΑΘΗΝΑ Πνευμονία. Όχι κάτι πολύ σοβαρό. Ο γιατρός είπε ελαφρά πνευμονία. Φυσικά τον είδε γιατρός. Του έδωσε δύο σιρόπια και είπε να μην ανησυχώ. Να μην ανησυχούμε. Είπε καλό θα ήταν να τον ξαναδεί, ότι μπορεί να χρειαστούν και κάποιες εξετάσεις, αλλά να μην ανησυχούμε. ΓΙΑΝΝΗΣ Πνευμονία. Έτρεχε στη βροχή κι έπεσε στο κρεβάτι με βρεγμένα ρούχα. (Γελάει νευρικά) Πνευμονία. Και είπες κοιμάται τώρα; ΑΘΗΝΑ Είχε δύσκολη νύχτα. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν έμαθε λοιπόν. (Την κοιτάζει) Συγγνώμη που σου φώναξα πριν. Έτσι είμαι εγώ. Είμαι λίγο εκρηκτικός. Αλλά πώς το είπε και ο Κίμωνας- κατά βάθος καλός, ε; Λοιπόν; Τι άλλο συμβαίνει; Είναι που είναι ο μοναδικός μου φίλος. «Θαυμάζω» μου λέει «που όπου πας κάνεις φίλους» ε, μα όχι δεν κάνω φίλους- κάνω φίλους αλλά όχι τέτοιους. Ο Κίμωνας είναι αδερφός, είναι κομμάτι δικό μου. Δεν έχεις ιδέα για τι εποχές μιλάμε. Κι εγώ δεν ξεχνάω. Ο Κίμωνας έχει αυτήν την ικανότητα να ξεχνάει, αλλά εγώ δεν την έχω. Μα τι, εσύ είσαι έτοιμη να βάλεις τα κλάματα. ΑΘΗΝΑ Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. ΓΙΑΝΝΗΣ Κοίταξέ με. Μα εσύ στ’ αλήθεια κλαις. Έχω μια κόρη στην ηλικία σου, το ξέρεις; Μόνο που εκείνη είναι πιο «πρακτική». Έλα, σκούπισε τα μάτια σου. Αυτό το μαντήλι μου το έκανε δώρο μια Παριζιάνα, το ξέρεις; (Η Αθηνά χαμογελάει) Έτσι μπράβο. Σου πάει να χαμογελάς. Κι αν μάζευες πίσω τα μαλλιά σου θα έδειχνες πιο κομψή. ΑΘΗΝΑ Του αρέσουν τα μακριά μαλλιά. ΓΙΑΝΝΗΣ Κάνεις ό,τι του αρέσει; Ναι; Άσε με να μαντέψω. Τον ερωτεύτηκες απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδες. Εκεί στο αμφιθέατρο, την πρώτη σου μέρα στη Σχολή. Είδες που το κατάλαβα; Πόσα χρόνια έχουν περάσει; ΑΘΗΝΑ Έξι. ΓΙΑΝΝΗΣ Έξι χρόνια κρυφά ερωτευμένη. Και τώρα; Πώς έγινε και είστε τώρα μαζί; ΑΘΗΝΑ Δεν ξέρω. Δουλεύαμε μαζί το τελευταίο διάστημα. ΓΙΑΝΝΗΣ Κι εκεί τον ερωτεύτηκες ακόμα περισσότερο. ΑΘΗΝΑ Όμως έδειχνε να αγνοεί την ύπαρξή μου. ΓΙΑΝΝΗΣ Ήταν απορροφημένος με την έρευνα… ΑΘΗΝΑ Ναι. Την τελευταία φορά που πήγα… είχα φτιαχτεί... Στην αρχή δεν μου έδωσε καμία σημασία, όπως κάθε βδομάδα και χειρότερα. Ετοιμαζόταν για το Συνέδριο… ΓΙΑΝΝΗΣ …και ήταν αγχωμένος… ΑΘΗΝΑ …ναι… όλα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Ύστερα… κάποια στιγμή μου είπε ότι έχω ωραία μάτια. ΓΙΑΝΝΗΣ Σε πρόσεξε! ΑΘΗΝΑ Μου έβγαλε τα γυαλιά. ΓΙΑΝΝΗΣ Η καρδιά σου χτύπησε δυνατά. Εκείνος το πρόσεξε και συγκινήθηκε. ΑΘΗΝΑ Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι όταν θέλεις κάτι πολύ πρέπει να το πιστέψεις κι αυτό θα γίνει δικό σου. Δεν το πολυπίστεψα ποτέ. Όμως εκείνη την ημέρα το πίστεψα. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν βγάζουν νόημα όλα αυτά. Έγιναν πολύ γρήγορα. Αυτό προσπαθώ να καταλάβω. ΑΘΗΝΑ Όταν θέλεις κάτι πολύ… ΓΙΑΝΝΗΣ Μπορεί να κάνεις πράγματα που δεν πίστευες ότι είσαι ικανός να κάνεις. (Κοιτάζονται. Ο Γιάννης κάθεται στην πολυθρόνα εξαντλημένος. Δίνει στην Αθηνά το χαρτί που κρατούσε). Το είδα στο ίντερνετ. Του το είχα πει, δεν του το είπα; Μην έχεις εμπιστοσύνη σε βοηθούς και ανοησίες. Όταν έρθει η ευκαιρία θα την αρπάξει και θα στη φέρει. Και τι μου είπε; Αν η γυναίκα σου ξυπνήσει το βράδυ και σου πάρει το κεφάλι μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό; ΑΘΗΝΑ Δεν καταλαβαίνω. Τι σημαίνει αυτό; ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν βλέπεις; Ο τίτλος της ομιλίας του. Περίληψη, έρευνα, αποτελέσματα, συμπεράσματα. Η ομιλία του όπως ακούστηκε στο Συνέδριο προχθές το απόγευμα. Τρία χρόνια έρευνας. Χρηματοδοτημένη απ’ το Πανεπιστήμιο. Βλέπεις πουθενά το όνομα του; ΑΘΗΝΑ Δεν είναι δυνατόν. ΓΙΑΝΝΗΣ Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο αφελής! ΑΘΗΝΑ Δεν πρέπει να το μάθει. Τουλάχιστον όχι τώρα. ΓΙΑΝΝΗΣ Αυτό θα το αποφασίσω εγώ. ΑΘΗΝΑ Όχι. Δεν καταλαβαίνεις. Δεν πρέπει να το μάθει. Δεν είναι καλά. ΓΙΑΝΝΗΣ Έπαθε πνευμονία, μου το είπες. Εντάξει, πήγαινε να μου τον φωνάξεις τώρα. ΑΘΗΝΑ Ήθελε να πετάξει το πιάνο απ’ το παράθυρο. Χθες το βράδυ. Φώναζε πράγματα που δεν καταλάβαινα κι εμένα ούτε που με έβλεπε. Είχε σηκώσει στα χέρια του το πιάνο και ήθελε να το πετάξει. Και φώναζε. Φώναζε. Κι όταν κατάφερα να τον ηρεμήσω κατέρρευσε. Είχε μαζευτεί εκεί σαν ένα τόσο δα κουβαράκι κι έκλαιγε. Κι εγώ δεν ήξερα τι είχε αλλά έκλαιγα μαζί του. Δεν τον γνωρίζω τόσο καλά όσο εσύ… Όμως έκλαιγε. Κι ένιωθα όλο το βράδυ την καρδιά του να χτυπάει δίπλα στη δικιά μου. Νόμιζα ότι μόνο εγώ έχω ραγισμένη καρδιά. Δεν πρέπει να μάθει τίποτε από όλα αυτά. Δεν είναι σε θέση να χειριστεί κάτι τ… (Μπαίνει μέσα ο Κίμωνας φορώντας μία φόρμα.) ΓΙΑΝΝΗΣ Είσαι καλά; ΚΙΜΩΝΑΣ Μη μου πεις ότι ανησύχησες. Μια απλή πνευμονία είναι. ΓΙΑΝΝΗΣ Βγήκες λέει στη βροχή. ΚΙΜΩΝΑΣ Ήμουν… ήμασταν λίγο παρορμητικοί. «Νιάτα», όπως θα έλεγες. ΓΙΑΝΝΗΣ Όχι και ν’ αρρωστήσεις. ΚΙΜΩΝΑΣ Είμαι καλύτερα σήμερα. Εσένα δε βλέπω στα κέφια σου. ΓΙΑΝΝΗΣ Φαίνεται καλά. ΑΘΗΝΑ Δεν είναι καλά. ΓΙΑΝΝΗΣ Άφησέ μας μόνους. Θέλω να του μιλήσω. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν θέλω να της μιλάς έτσι. Να τη βλέπεις σαν δικό μας άνθρωπο. Είναι ο άνθρωπός μου τώρα. ΓΙΑΝΝΗΣ Ο άνθρωπός σου… Κίμωνα, θέλω να σου μιλήσω. ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ!! ΚΙΜΩΝΑΣ Μπορείς να μου πεις ό,τι θέλεις μπροστά της. ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ! ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΜΕ! ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ!! ΚΙΜΩΝΑΣ (Τον κοιτάζει ξαφνιασμένος) Θέλεις να φύγουμε; ΓΙΑΝΝΗ Να πέσει φωτιά να με κάψει. Δεν το εννοούσα έτσι. Άκου Κίμωνα, πιστεύω ότι αυτή η κοπέλα σου κάνει κακό. Ξέρω ότι δεν το καταλαβαίνεις, αλλά πρέπει να το δεις. Εσύ πάντα έβλεπες καθαρά. Παραμιλάς λέει. Μπορεί να σου βάζει κάτι στο ποτό. Στο νερό. Δεν ξέρω. Δεν είσαι εσύ αυτός. Σκέψου. Μα σκέψου. Άφησες το Συνέδριο. Το Συνέδριο! Την εργασία σου. Γιατί να το κάνεις αυτό. Εσύ! Κάτι σου έκανε Κίμωνα. Σκέψου. Ήρθε στο γραφείο σου κι εσύ ετοιμαζόσουν για το Συνέδριο, ε; Είχε φτιαχτεί λέει. Ήταν ερωτευμένη μαζί σου 5 χρόνια λέει. Σκέψου. ΚΙΜΩΝΑΣ Μην το κάνεις αυτό. Είναι το λιγότερο αφελές. ΓΙΑΝΝΗΣ Αφελές; Εγώ είμαι ο αφελής; Ε, όχι εγώ ο αφελής! Ό,τι σου έχω πει έχει επιβεβαιωθεί. Κάθε μου επιφύλαξη. Μικρή και μεγάλη. Ε λοιπόν ορίστε. Ορίστε ποιος είναι ο αφελής! Κοίτα (Του δείχνει το χαρτί). Πώς σου φαίνεται αυτό; ΚΙΜΩΝΑ (κοιτάζει το χαρτί) ΓΙΑΝΝΗΣ Έχεις χάσει το κριτήριο σου για τους ανθρώπους Κίμωνα! Έχεις χάσει τις ισορροπίες. ΚΙΜΩΝΑΣ «Καταχειροκροτήθηκε απ’ τους παρευρισκόμενους ο νέος επιστήμονας Λουκάς Πούλης… Πρωτότυπη έρευνα με επαναστατικά αποτελέσματα…» ΓΙΑΝΝΗΣ Ο φίλος σου, ο βοηθός σου. Σου το είχα πει. Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν όρνια. Κι εσύ γελούσες. ΚΙΜΩΝΑΣ ΣΤΑΜΑΤΑ! Σταμάτα! Νομίζεις ότι τώρα κατέβηκα στη γη; Νομίζεις ότι μόνο εσύ γνωρίζεις τους ανθρώπους; Αυτό είναι θράσος. Αυτός ο άνθρωπος θα εξαφανιστεί μέσα σε λίγες μέρες. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σηκώσω το τηλέφωνο. Με την υπόνοια και μόνο μήνυσης θα σέρνεται να τον συγχωρήσω. Τι νομίζεις; Δεν έχω αποδείξεις ότι αυτή η έρευνα είναι δική μου; ΓΙΑΝΝΗΣ Μπράβο! Αυτό να κάνεις. Τώρα μιλάς σωστά. Που ξέρεις όμως Κίμωνα; Πού ξέρεις ότι δεν ήταν σχέδιο; Ένα καλά οργανωμένο σχέδιο; Πού ξέρεις ότι δεν είναι κι αυτή στο κόλπο; ΚΙΜΩΝΑΣ Τι ανοησίες ξεφουρνίζεις πάλι; ΓΙΑΝΝΗΣ Εγώ είμαι φίλος σου Κίμωνα. Αυτή τι είναι; Τι ξέρεις γι’ αυτό το κορίτσι; Μόνο ότι εξαιτίας της μπήκες σ’ αυτήν την περιπέτεια. ΚΙΜΩΝΑΣ Μη συνεχίσεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Είναι παράξενο κορίτσι. Πριν λίγο μπήκα μέσα και κρατούσε ένα τετράδιο. Το έκρυψε να μην το δω. ΑΘΗΝΑ Είναι το ημερολόγιο μου! ΓΙΑΝΝΗΣ Βέβαια, οι κοπέλες κρατάνε ημερολόγιο, αλλά αν την έβλεπες πώς το έκρυψε… αν έβλεπες πώς χλώμιαζε κάθε φορά που το πλησίαζα… στο λέω, κάτι δεν πάει καλά με αυτό το κορίτσι… ΚΙΜΩΝΑΣ Σου είπα να σταματήσεις. ΑΘΗΝΑ Ήταν το ημερολόγιο μου. ΓΙΑΝΝΗΣ Περνούσε χρόνο στη βιβλιοθήκη σου. Ποιος σου λέει ότι δεν την είχε βάλει ο σούπερ καταπληκτικός βοηθός σου; Ποιος σου λέει ότι δεν κατασκόπευε τα αρχεία σου; Το είπες μόνος σου. Γιατί τόλμησε αυτό το παιδαρέλι να σου πάει κόντρα; Κι αν έχει καλύψει τα νώτα του; Αν του έχει δώσει όλες τις σημειώσεις σου; ΚΙΜΩΝΑΣ Σταμάτα αμέσως! Λέξη παραπάνω. ΓΙΑΝΝΗΣ (Στην Αθηνά) Δώσε μου αυτό το τετράδιο. Αν έχω άδικο θα σου ζητήσω γονατιστός συγγνώμη. Αν όμως έχω δίκιο…! ΚΙΜΩΝΑΣ Σταμάτα πια! (Τον πιάνει απ’ τον γιακά και τον κολλάει στον τοίχο.) ΑΘΗΝΑ Μανούλα μου! ΓΙΑΝΝΗΣ Τρελάθηκες; ΚΙΜΩΝΑΣ Σου είπα να σταματήσεις! (Τον αφήνει) Μόλις μου έφερες ένα άσχημο νέο που να σε πάρει! Δεν μπορείς να το σεβαστείς αυτό; ΓΙΑΝΝΗΣ Έχεις δίκιο. (Μεγάλη παύση) Να μιλήσω τώρα; ΚΙΜΩΝΑΣ Όχι. Ξέρω ότι είσαι φίλος μου, δεν αμφέβαλλα ποτέ γι’ αυτό. Όμως δεν είναι ανάγκη κάθε τόσο να μου αποδεικνύεις με τόσο φανατισμό ότι είσαι ο μοναδικός μου φίλος. (Ψάχνει σ’ ένα συρτάρι και βρίσκει το φάκελο με τις εξετάσεις της Αθηνάς. Τον δίνει στον Γιάννη). Δεν ήθελα να στο πω. Στο κάτω κάτω είναι η δική της ζωή. Όμως γίνεσαι άδικος. Δες πόσο άδικος γίνεσαι. ΓΙΑΝΝΗΣ …. Είσαι άρρωστη; ΚΙΜΩΝΑΣ Είναι άρρωστη. ΓΙΑΝΝΗΣ Πολύ καιρό; Πόσο; (Κοιτάζει την ημερομηνία) Εδώ και δύο χρόνια περίπου; ΚΙΜΩΝΑΣ Τι δύο χρόνια; Δεν είδες τους δείκτες; Είναι αυτές εξετάσεις ανθρώπου που θα ζήσει δύο χρόνια; ΓΙΑΝΝΗΣ Αθηνά δε σε λένε; (Η Αθηνά γνέφει καταφατικά) Η Μαρία ποια είναι; ΚΙΜΩΝΑΣ Τι βλακείες λες πάλι; ΓΙΑΝΝΗΣ Ορίστε. Το γράφει εδώ. Εξετάσεις Μαρίας Θεοδώρου. ΑΘΗΝΑ Είναι… ήταν η μητέρα μου… (Σκοτάδι)
Σκηνή 3 (Φώτα. Στη σκηνή είναι η Αθηνά και ο Γιάννης, ο οποίος πηγαινοέρχεται νευρικός) ΑΘΗΝΑ Θέλω να με πιστέψεις! ΓΙΑΝΝΗΣ Τι σημασία έχει; ΑΘΗΝΑ Ήταν μία παρεξήγηση. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν μ’ ενδιαφέρει! ΑΘΗΝΑ Έτυχε να δει τον φάκελο με τις εξετάσεις. Με ρώτησε ποιανού είναι. Θα μπορούσα να του πω, αλλά δεν ξέρω γιατί… ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν θέλω ν’ακούσω! ΑΘΗΝΑ Στ’ ορκίζομαι, δεν ήθελα να πω ψέματα. Μόνο που νόμισε ότι ήταν δικές μου, ότι εγώ ήμουν η άρρωστη κι αυτό τ’ άλλαξε όλα ως δια μαγείας- με πήρε αγκαλιά! ΓΙΑΝΝΗΣ Και λοιπόν; ΑΘΗΝΑ Κανένας δεν μ’ είχε πάρει αγκαλιά μέχρι τώρα. Κανένας άντρας εννοώ. Μου είπε ότι όλα θα πάνε καλά. ΓΙΑΝΝΗΣ Πού είναι τώρα, μου λες; ΑΘΗΝΑ Την άλλη μέρα προσπάθησα να του εξηγήσω. Ήθελα να του εξηγήσω. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν έπρεπε να του πω τίποτα. ΑΘΗΝΑ Προσπάθησα. ΓΙΑΝΝΗΣ Και; ΑΘΗΝΑ Δεν μπορούσα… Θέλω να πω… Μου ζήτησε να μείνουμε μαζί. ΓΙΑΝΝΗΣ Γιατί; Γιατί σου ζήτησε να μείνετε μαζί; ΑΘΗΝΑ Επειδή… δεν ξέρω… επειδή… Λες να με συγχωρέσει; ΓΙΑΝΝΗΣ Είσαι με τα καλά σου; ΑΘΗΝΑ Αν του εξηγήσω… στο κάτω κάτω ήταν μια παρεξήγηση… ΓΙΑΝΝΗΣ Παρεξήγηση… (Κάθεται. Ξανασηκώνεται) 50 mail μέσα σ’ ένα μήνα. «Βρες μου ένα καλό ξενοδοχείο» μου έλεγε. «Θα τρίβουν όλοι τα μάτια τους.» «Όσοι με θεώρησαν ξοφλημένο». «Σε θέλω δίπλα μου, μου έλεγε.» Σε θέλω κοντά μου. (Γελάει νευρικά). Και τα θυσίασε όλα αυτά για ένα ψέμα. Επειδή του έδειξες τις εξετάσεις της μητέρας σου. Εσύ του πήρες το κεφάλι… Να σε συγχωρήσει; Στη θέση σου θα είχα εξαφανιστεί. Αν τον ήξερες τόσο καλά όσο εγώ δε θα εμφανιζόσουν ξανά μπροστά του. Ο Κίμωνας είναι καλός καλός, μόνο μην τον κοροϊδέψεις… ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι είναι ικανός να κάνει. (Μπαίνει μέσα ο Κίμωνας) ΓΙΑΝΝΗΣ Πού ήσουν; ΚΙΜΩΝΑΣ Χρειαζόμουν να ξεθολώσω λίγο. Δεν ένιωθα καλά. Μην ανησυχείς. Τώρα όλα ξεκαθάρισαν. ΚΙΜΩΝΑΣ (Πλησιάζει την Αθηνά. Δείχνει να είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και η Αθηνά οπισθοχωρεί τρομαγμένη) Μου είπες ψέματα; ΑΘΗΝΑ Ναι. ΚΙΜΩΝΑΣ Είσαι καλά; Δεν είσαι άρρωστη; ΑΘΗΝΑ Όχι. (Ο Κίμωνας την σηκώνει στα χέρια του και την στριφογυρίζει.) ΚΙΜΩΝΑΣ Ε, λοιπόν αυτά είναι καλά νέα. Σσσς, μη μιλάς. Σσσς, όλα θα πάνε καλά τώρα. Δεν έπρεπε να σου θυμώσω, θα με συγχωρέσεις ποτέ; ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν είναι με τα καλά του! Δεν είναι καθόλου καλά! Σου είπε ψέματα Κίμωνα! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν σε καταλαβαίνω. Θα έλεγε κανείς ότι δε χαίρεσαι που θα ζήσει. Μα πρέπει να το γιορτάσουμε! ΓΙΑΝΝΗΣ Πώς; Χαίρομαι. Δεν καταλαβαίνεις. Δεν ήταν να πεθάνει ποτέ. ΚΙΜΩΝΑΣ Τόσο το καλύτερο λοιπόν. Τόσο το καλύτερο. Έλατε να πιούμε σ’ αυτό. Στη Ζωή. Στη Ζωή μας. Μα ελάτε, δείξτε λίγο ενθουσιασμό. Δεν υπάρχει κανένα νέο καλύτερο απ’ αυτό. Έλα. Έλα να μας παίξεις κάτι στο πιάνο. Ένα τραγούδι που του αρέσει για να σταματήσει τις γκρίνιες. (Ο Κίμωνας πηγαίνει την Αθηνά στην γκλαβινόβα και τη βάζει να καθίσει. Η Αθηνά και ο Γιάννης κοιτάζονται.) Έλα λοιπόν, παίξε κάτι. (Εμφανίζεται στη σκηνή η Ζωή. Γελάει) ΚΙΜΩΝΑΣ Ίσως είναι ώρα να κάνουμε μαζί ένα ταξίδι, ε; θα φτιάξουμε έναν μικρό σάκο με τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγουμε. Τι με κοιτάς. Το κάνω πάλι; Προγραμματίζω πάλι; Ό,τι θες εσύ. Ό,τι θες εσύ Ζωή μου. ΓΙΑΝΝΗΣ Κίμωνα. ΚΙΜΩΝΑΣ Κι αν είσαι καλός θα σε πάρουμε κι εσένα μαζί μας, έτσι; Θα είμαστε ξανά οι τρεις μας. Ε, τι λέτε; ΑΘΗΝΑ Παραμιλάει. Στο έλεγα ότι δεν… ΓΙΑΝΝΗΣ Να πάρει η οργή! ΑΘΗΝΑ Να φύγω; ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν είσαι εσύ το θέμα μας. Πώς στα κομμάτια έγινε αυτό; (στον Κίμωνα) Αγόρι μου, πώς έγινε αυτό; Ήρθε εδώ εκείνη; (τον ταρακουνάει) Ήρθε εδώ; (ο Κίμωνας γνέφει) Αγόρι μου… ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν το ήθελα… ΓΙΑΝΝΗΣ Ξέρω αγόρι μου… ΚΙΜΩΝΑΣ Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Έχω πυρετό. Είμαι κουρασμένος. ΓΙΑΝΝΗΣ Χρειάζεσαι ξεκούραση. Το είπε ο γιατρός. Πήγαινε λίγο να ξεκουραστείς. Ε; σε παρακαλώ. Μπράβο. Έτσι μπράβο. (Ο Γιάννης με τον Κίμωνα πηγαίνουν στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγο ο Γιάννης επιστρέφει.) ΓΙΑΝΝΗΣ Άκου κορίτσι μου. Κάνε μου μια χάρη. Άνοιξε εκείνο το συρτάρι. Βρες μου ένα τηλέφωνο. Χρυσανθος Περίδης. Κάνε μου τη χάρη, δεν μου έχει μείνει καθόλου κουράγιο. Βρες το τηλέφωνό του και γράψτο μου σ’ ένα χαρτί. ΑΘΗΝΑ Χρύσανθος Περίδης. Σπίτι η γραφείο; Λέει… λέει γραφείο. Ψυχίατρ... ΓΙΑΝΝΗΣ Θα μας χρειαστεί. Νιώθω σαν να έχουν πέσει πάνω μου 25 χρόνια και να μ’ έχουν πλακώσει. Λοιπόν 25 χρόνια έχουν μεγάλο βάρος, δεν φαντάζεσαι πόσο. Είσαι νέα ε; Πόσο είσαι; 25; Ε λοιπόν όταν αυτά τα 25 πέφτουν πάνω σου… Θα μου σαλέψει. Γιατί τώρα, αυτό δεν καταλαβαίνω. Αλλά η ψυχή είναι παράξενη, ε; Τι με κοιτάς; Δεν έχεις ιδέες τι παράθυρα άνοιξες σ’ αυτό το σπίτι. Φόρεσε πάλι τα γυαλιά σου και γύρνα σπίτι σου. Και ξέχνα τα όλα αυτά. Ξέχνα τα, ξέχνα τα. (Ο Γιάννης με δυσκολία σηκώνεται και πηγαίνει στο τηλέφωνο. Βρίσκει το χαρτί που έγραψε η Αθηνά και παίρνει τηλέφωνο. Δάκρυα στα μάτια του τον εμποδίζουν.) Πανάθεμά με. ΑΘΗΝΑ Να βοηθήσω; ΓΙΑΝΝΗΣ Θα πάρω σε λίγο. (Σκοτάδι) Σκηνή 4 (Φωτίζει η σκηνή μόνο στον Γιάννη που κάθεται στο πιάνο και παίζει το γνωστό κομμάτι. Ανάμεσα στις νότες ακούγονται τα λόγια του.) ΓΙΑΝΝΗΣ Ήτανε κάποτε ένα κορίτσι. Παλιά, πολύ παλιά. Είχε όμορφα μαλλιά και γέλιο σαν τον άνεμο. Ήθελε συνέχεια να φεύγει. Από μικρή. Αυτό το κορίτσι μαντέψτε ποιος το είχε ερωτευτεί. (Xαμηλώνει η μουσική) Τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα. Ήταν αχώριστοι. Εκείνη ερχόταν στο δωμάτιο του πάντα απ’ το παράθυρο, ακόμη κι όταν μεγάλωσαν. (Μουσική) Γλυκιά μου, ομορφιά μου, μάτια υγρά, χείλη καυτά, ένα κορίτσι όλο δροσιά, η κόρη του ανέμου. (Πιο γρήγορα η μουσική) Είχαμε όλοι μεγαλώσει πια. Το κορίτσι ταξίδευε συνέχεια, είχε κοντά δυο χρόνια να εμφανιστεί κι εκείνος είχε μεγαλώσει, μόλις 25- όσο κι εσύ- όμως του άρεσαν πάντα τα σταθερά πράγματα, η οικογένεια και όλα αυτά κι έτσι ετοιμαζόταν να παντρευτεί. (Μουσική) Ήμουν κι εγώ εκεί… Νύχτα γεμάτη γέλια και πειράγματα στο πατρικό του σπίτι. Παραμονές του γάμου του. Και τότε… ακούστηκε το κουδούνι. Και ήταν εκείνη. Το κορίτσι με τα υγρά μάτια και τα καυτά χείλη, μόνο που ήταν χλωμή, φαινόταν κουρασμένη και αδύναμη, κανείς όμως δεν κατάλαβε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Το πάρτι συνεχίστηκε μέχρι το πρωί μαζί με την φίλη μας την παιδική, την καλύτερή μας φίλη, τη μοναδική… Κανείς δεν είχε καταλάβει τι θα συμβεί. Κανείς. (Σταματάει να παίζει) (Φώτα. Αλλαγή ατμόσφαιρας) Έφυγα τελευταίος. Εκείνη έμεινε εκεί. Το πρωί πήγα να ετοιμάσω το γαμπρό, αλλά ο γαμπρός είχε εξαφανιστεί. Τι ακριβώς έγινε εκείνο το βράδυ δεν το μάθαμε ποτέ. Η μητέρα του Κίμωνα άκουσε φωνές και τσακωμούς. Φαίνεται ότι του είπε για την αρρώστια της. Για κάποιο λόγο τσακώθηκαν. Και για κάποιο λόγο έφυγε τρέχοντας. Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι αυτό που ακόμα δεν μπορώ να ανεχτώ είναι που εκείνη τη στιγμή της ζωής της διάλεξε να μιλήσει στον Κίμωνα. Την αρρώστια της τη δέχτηκα, το θάνατό της τον ξεπέρασα, όμως αυτό, ότι εκείνο το τελευταίο της βράδυ έμεινε μαζί του, αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω. ΑΘΗΝΑ Ήταν άρρωστη; ΓΙΑΝΝΗΣ Οξεία λεμφογενής λευχαιμία. Σύμπτωση ε; Όμως δεν πέθανε απ’ την αρρώστια. Εκείνο το πρωί τη βρήκαμε στις γραμμές του τρένου. ΑΘΗΝΑ Μαμά μου! ΓΙΑΝΝΗΣ Φυσικά ο γάμος του δεν έγινε ποτέ. Κι εκείνος για καιρό ζούσε σ’ έναν άλλο κόσμο. Κάποια στιγμή άρχισε να μας λέει ότι εκείνη γύρισε πίσω απ’ τα ταξίδια κι ότι ζουν μαζί. Έλεγε… τι να σου λέω τώρα. Οι γιατροί μας είπαν για ψύχωση, για παραισθήσεις. Έκανε θεραπεία και ύστερα το έριξε στην έρευνα. Όταν έκανε την πρώτη του δημοσίευση, τότε μόνο ηρέμησα. Τότε πίστεψα ότι όλα πέρασαν. Και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι’ αυτά. Στο είπα. Δεν έχεις ιδέα τι παράθυρα άνοιξες. ΑΘΗΝΑ Τ’ όνομά της; ΓΙΑΝΝΗΣ Ζωή. Ζωή Ευθυμίου. Πάντα κάναμε λογοπαίγνια με τ’ όνομα της… Ήταν η αδερφή μου. Κι αυτό το σπίτι ήταν το εξοχικό μας. Είχαμε περάσει εδώ οι τρεις μας πολλά καλοκ…( Η Αθηνά σφίγγει με το χέρι της ένα κομμάτι γυαλί που κρατούσε απ’ το βάζο που είχε σπάσει. Το χέρι της ματώνει) Τι κάνεις εκεί; Να με πάρει ο διάολος σήμερα, τι νομίζεις ότι κάνεις; (Η Αθηνά είναι δακρυσμένη. Ο Γιάννης βγάζει το μαντήλι του και τυλίγει το χέρι της Αθηνάς.) ΑΘΗΝΑ Κάποιες φορές με είπε ζωή. Ζωή του… Δεν είχα καταλάβει. Νόμιζα ότι με λέει ζωή του. Τι κάνεις; Όχι το μαντήλι σου! ΓΙΑΝΝΗΣ Κάτσε καλά τώρα. ΑΘΗΝΑ Μου χάρισε το πιάνο. Εκείνη… έπαιζε πιάνο; (Ο Γιάννης της γνέφει καταφατικά) Εγώ δεν έχω ιδέα από μουσική. Τι περίμενε; ΓΙΑΝΝΗΣ Έχω μια κόρη στην ηλικία σου, το ξέρεις; Θα σου πήγαινε να σήκωνες τα μαλλιά σου πίσω… ΑΘΗΝΑ Σου είπα ότι του αρέσουν μακριά. ΓΙΑΝΝΗΣ Τι σημασία έχει τώρα πια; Η άνοιξη σε λίγο θα φύγει. Το ίδιο κι εσύ. Τι σημασία έχει; Τι με κοιτάς; Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φύγεις, δεν είναι έτσι; (Μπαίνει μέσα ο Κίμωνας και τον ακολουθεί η Ζωή). (Σε όλη τη σκηνή ο Κίμωνας κοιτάζει την Αθηνά σαν να μιλάει μαζί της, ενώ η συζήτηση γίνεται με τη Ζωή). ΚΙΜΩΝΑΣ Είσαι ακόμα εδώ. ΓΙΑΝΝΗΣ Θα φύγει σε λίγο. Γιατί σηκώθηκες; ΑΘΗΝΑ Θέλεις να φύγω; ΖΩΗ Μένουν δύο μέρες. ΚΙΜΩΝΑΣ Δυο μέρες για τι πράγμα; Θα φύγεις. Το ένα πράγμα που σου ζήτησα… ΓΙΑΝΝΗΣ Σε παρακαλώ. Ξάπλωσε να ηρεμήσεις. ΖΩΗ Καλέ μου φίλε. Τη μια μου ζητάς να φύγω την άλλη να μείνω. ΚΙΜΩΝΑΣ Κι εσύ; ΑΘΗΝΑ Τι; ΖΩΗ Θα κάνω αυτό που ξέρω να κάνω. ΚΙΜΩΝΑΣ Μπορώ τουλάχιστον να θυμάμαι; Μια τελευταία φορά. Εκείνο το βράδυ. Ήσουν χλωμή. ΖΩΗ Ήμουν άρρωστη. ΑΘΗΝΑ Δε μιλάει σ’ εμένα. ΓΙΑΝΝΗΣ Δεν καταλαβαίνω τι κάνει. ΚΙΜΩΝΑΣ Περισσότερο εύθραυστη από ποτέ. ΖΩΗ Σου άρεσε να με βλέπεις εύθραυστη. ΚΙΜΩΝΑΣ Ήθελα να σε περιποιούμαι. ΖΩΗ Την άλλη μέρα παντρευόσουν. ΚΙΜΩΝΑΣ Την άλλη μέρα θα ήσουν νεκρή. ΓΙΑΝΝΗΣ Να με πάρει ο διάολος! ΖΩΗ Δεν το ήξερες. ΚΙΜΩΝΑΣ Μια τελευταία φορά; Θα μείνεις εδώ. Για λίγο. ΓΙΑΝΝΗΣ Πρέπει να τηλεφωνήσω στο γιατρό! Τι να κάνω; ΖΩΗ Μου έστρωσες τον καναπέ. ΚΙΜΩΝΑΣ Σε σχέση με τα μέρη που είχες συνηθίσει αυτό ήταν παλάτι. ΖΩΗ Γιατί μου στρώνεις εσύ; ΚΙΜΩΝΑΣ Ήθελα να σε περιποιηθώ λιγάκι. Σκέφτηκα ότι έχεις ανάγκη από φροντίδα. ΖΩΗ Αυτό είναι αλήθεια. Είσαι πιο κοντά στην κυριολεξία απ’ όσο ήσουν ποτέ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κίμωνα! Κοίταξέ με! Κίμωνα! ΚΙΜΩΝΑΣ Άφησέ με. Σε ικετεύω. Είναι η τελευταία φορά. Άσε με μία φορά να πω αντίο. ΓΙΑΝΝΗΣ Πρέπει να… να τηλεφωνήσω στο γιατρό. Μείνε κοντά του. Μην τον αφήσεις στιγμή. ΖΩΗ Δεν μας μένει πολύ χρόνος. ΑΘΗΝΑ Σε λίγες ώρες παντρεύεσαι. ΚΙΜΩΝΑΣ Γιατί γύρισες; Είσαι καλά; (Η Αθηνά σκουπίζει τα μάτια της) ΑΘΗΝΑ Είμαι καλά. ΚΙΜΩΝΑΣ Είσαι περισσότερο χλωμή από ποτέ. Πρέπει να προσέχεις. ΑΘΗΝΑ Χρειάζομαι κάποιον να με φροντίζει. ΚΙΜΩΝΑΣ Γι’ αυτό δεν γύρισες πίσω; ΑΘΗΝΑ Έχεις δίκιο. ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΖΩΗ Είσαι πιο κοντά στην κυριολεξία απ’ όσο ήσουν ποτέ. ΚΙΜΩΝΑΣ Αλήθεια, γιατί γύρισες; ΖΩΗ Ήθελα να σε δω γαμπρό. ΑΘΗΝΑ Έπρεπε να σε δω. ΚΙΜΩΝΑΣ Και για τί άλλο. ΖΩΗ Έπρεπε να σου πω. ΑΘΗΝΑ Ήθελα να σου πω. ΖΩΗ Αν με ρώταγε κάποιος τι θα άλλαζες απ’ την ζωή σου αν ήταν να τη ζήσεις ξανά- συνήθως οι άνθρωποι απαντάνε «τίποτα, δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα», αλλά εγώ το βρίσκω χαζό, θα έλεγα «όλα, θέλω να τα αλλάξω όλα…». Δεν μετανιώνω για τίποτα, αλλά γιατί να θέλω να ζήσω ξανά τα ίδια; Όχι, εγώ αν ξαναζούσα απ’ την αρχή θα τα έκανα όλα διαφορετικά. Εκτός απ’ τη φιλία μας. Αυτή δεν θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Αυτό είναι το δικό μου αδιαπραγμάτευτο κομμάτι. (Ο Κίμωνας φιλάει την Αθηνά. Εκείνη για λίγο ανταποκρίνεται κι ύστερα τον σπρώχνει.) ΑΘΗΝΑ Πεθαίνω Κίμωνα. ΓΙΑΝΝΗΣ Τι είπες; ΖΩΗ Γι’ αυτό γύρισα. ΚΙΜΩΝΑΣ Για να με σκοτώσεις. ΖΩΗ Για να σου πω αντίο. ΚΙΜΩΝΑΣ Ήρθες παραμονές του γάμου μου για να μου πεις ότι πεθαίνεις. Κάθεσαι εκεί έτσι ψύχραιμη και μου λες ότι πεθαίνεις. Τι είδους άνθρωπος είσαι; Νομίζεις ότι όλα περιστρέφονται γύρω από εσένα. Νομίζεις ότι έχεις το δικαίωμα να με σκοτώνεις και ύστερα να με κοιτάς σα να μη συνέβη τίποτα. ΖΩΗ Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. ΚΙΜΩΝΑΣ Πριν λίγο σε φίλησα! ΑΘΗΝΑ Σε όλους τους παιδικούς φίλους συμβαίνει αυτό κάποια στιγμή. ΚΙΜΩΝΑΣ Πηδούσα τρία τρία τα σκαλιά κάθε φορά που χτυπούσες το κουδούνι! Και σου κρατούσα το χέρι κάθε φορά που φοβόσουν. Φυλάω τα γράμματά σου σαν να είναι θησαυρός σ’ ένα κουτί. Δύο κουτιά. Ένα στη βιβλιοθήκη μου κι ένα στην καρδιά μου. ΑΘΗΝΑ Σταμάτα σε παρακαλώ! ΖΩΗ Σε παρακαλώ σταμάτα! ΚΙΜΩΝΑΣ Κι αυτό τολμάς να το λες φιλία. ΑΘΗΝΑ Άφησέ με… ΖΩΗ …θέλω να φύγω! ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν έχεις να πας πουθενά. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται να πας πουθενά. (Η Αθηνά δακρύζει) Συγχώρεσέ με Ζωή μου, συγχώρεσέ με… δεν ξέρω τι λέω. Σσσς, από δω και πέρα όλα θα πάνε καλά. Εγώ θα σε φροντίζω. ΓΙΑΝΝΗΣ Θεέ μου… ΚΙΜΩΝΑΣ Θα φύγουμε μαζί, θα πάρουμε τα τρένα που αγαπάς και θα φύγουμε από εδώ. Εγώ θα σε φροντίζω. ΑΘΗΝΑ Κίμωνα… ΖΩΗ Κοίταξέ με. Αύριο παντρεύεσαι. Κι εγώ… για εμένα ήσουν πάντα ο παιδικός μου φίλος. Δεν ήθελα ποτέ να το σκάσω μαζί σου. ΑΘΗΝΑ Πρέπει να φύγω. ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν έχεις να πας πουθενά. ΖΩΗ Άφησέ με με πονάς. ΚΙΜΩΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ Μ’ ΑΚΟΥΣ; (Η Αθηνά τον χαστουκίζει) ΖΩΗ Με συγχωρείς! (Φεύγει τρέχοντας. Ακούγεται μουσική). ΓΙΑΝΝΗΣ Θεέ μου! ΚΙΜΩΝΑΣ Το κεφάλι μου… (Ακούγεται έντονο σφύριγμα τρένου και απότομο σταμάτημα. Ο Κίμωνας δείχνει να επανέρχεται στην πραγματικότητα). ΓΙΑΝΝΗΣ Έλα. Ξάπλωσε εδώ. (Τον πηγαίνει στον καναπέ) Έλα αγόρι μου. Θα είμαι κοντά σου. Δεν θα σε αφήσω στιγμή. (Ο Γιάννης κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο σκεφτικός. Η Αθηνά προσπαθεί να ηρεμήσει. Πηγαίνει προς το μπαρ και βάζει ένα ποτό. Ο Γιάννης την παρατηρεί). ΓΙΑΝΝΗΣ Νόμιζα ότι δεν πίνεις. (Κοιτάζονται). Πώς ήξερες τι να του πεις; (Κοιτάζονται) ΑΘΗΝΑ Πάω να του φέρω μια κουβέρτα. ΓΙΑΝΝΗΣ Σε ρώτησα κάτι. (Η Αθηνά φεύγει απ’ το δωμάτιο. Ο Γιάννης βλέπει το ημερολόγιο και το ανοίγει. Γυρίζει γρήγορα τις σελίδες.) ΓΙΑΝΝΗΣ Θα μου στρίψει σήμερα! (Μπαίνει μέσα η Αθηνά και τον βλέπει να διαβάζει το ημερολόγιο. Τρομάζει και φεύγει απ’ το σπίτι τρέχοντας.) Πού το βρήκες αυτό; Περίμενε! Πού να με πάρει ο διάολος!
ΠΡΑΞΗ Γ΄ Σκηνή 1 (Στη σκηνή είναι μόνο ο Γιάννης. Μπαίνει μέσα η Αθηνά.) ΓΙΑΝΝΗΣ Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ξανάρθεις. Έπρεπε όμως να το περιμένω. Ο δολοφόνος πάντα γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος. ΑΘΗΝΑ Είχα την ελπίδα ότι δε θα είσαι εδώ. Πού είναι; ΓΙΑΝΝΗΣ Μαζεύει τα πράγματά σου. Του είπα ότι δεν πρέπει να σε δει, αλλά επιμένει να σε χαιρετήσει σαν αληθινός τζέντλεμαν. Βλέπεις δεν ξέρει. Δεν τόλμησα να του πω τίποτα. ΑΘΗΝΑ Σ’ ευχαριστώ. ΓΙΑΝΝΗΣ Μ’ ευχαριστεί! Δεν ξέρω αν θέλω να σε σκοτώσω ή να σε θαυμάσω. ΑΘΗΝΑ Ίσως αν με άφηνες να σου εξηγήσω. ΓΙΑΝΝΗΣ Να μου εξηγήσεις! Ένα κάρο φάρμακα. Κοίτα! Είναι μόνο για έναν άνθρωπο. «Η επιστήμη προχωράει, μην ανησυχείτε.» Ο κόσμος προχωράει. Γίνεται ψεύτης. Μιλάει γι’ αγάπη και εννοεί εκμετάλλευση. ΑΘΗΝΑ Εξακολουθείς να βλέπεις το τηγάνι σαν τηγάνι. ΓΙΑΝΝΗΣ Γιατί είναι τηγάνι που να με πάρει! Είναι τηγάνι! Βάλ’ του μέσα λουλούδια και πες πως είναι βάζο, βάλ’ του σκουπίδια και πες ότι είναι κάδος απορριμμάτων, αυτό όμως παραμένει τηγάνι, η χρησιμότητά του είναι να τηγανίζει! Να πάρει! Γιατί δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου γύρω απ’ το λαιμό σου και απλά να σε στραγγαλίσω; Γιατί σε αφήνω να μπαίνεις πάλι εδώ μέσα; ΑΘΗΝΑ Γιατί ίσως βαθιά μέσα σου καταλαβαίνεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Και να φανταστείς ότι σε λυπήθηκα. Το κακόμοιρο το κορίτσι. Είπα. Τη χρησιμοποίησε για να κάνει την ψευδαίσθησή του πραγματικότητα. Πού να φανταστώ ότι εσύ χρησιμοποίησες την ψευδαίσθησή του για να μείνεις μαζί του. Έπρεπε να το περιμένω. Το Αθηνά δεν είναι όνομα μικρού κοριτσιού. Είναι γυναίκα. Σοφή. Ικανή για όλα. ΑΘΗΝΑ Δεν είμαι αυτό που νομίζεις. ΓΙΑΝΝΗΣ Ούτε αυτό που νόμιζα. (Της δίνει το τετράδιο.) ΑΘΗΝΑ Το διάβασες; Εννοώ, το διάβασες όλο; ΓΙΑΝΝΗΣ Τα γράμματα είναι δικά σου, έτσι; Οι αναμνήσεις είναι δικές του. Πώς έγινε αυτό; ΑΘΗΝΑ Μια μέρα που ήμουν μόνη στο γραφείο του για τη διπλωματική μου βρήκα τις κασέτες του. Του αρέσει να τα γράφει όλα σε κασέτες. Τα σχέδια του, τους φόβους του, τις σκέψεις του… Τις έπαιρνα λίγες λίγες κρυφά στο σπίτι και τις άκουγα. Τον λάτρευα. Ήθελα να ξέρω τα πάντα γι’ αυτόν. Κι όσα περισσότερα μάθαινα, τόσο πιο πολύ τον λάτρευα. Ώσπου μια μέρα ανακάλυψα ότι μέσα σε κάποιες κασέτες, διάσπαρτα εδώ κι εκεί δεν υπήρχε μόνο το παρόν του, αλλά και το παρελθόν του. Μιλούσε μ’ εκείνη. ΓΙΑΝΝΗΣ Μιλούσε μ’ εκείνη! ΑΘΗΝΑ Και για εκείνη. ΓΙΑΝΝΗΣ Και αποφάσισες να πάρεις τη θέση της. ΑΘΗΝΑ Ποια είναι η πιθανότητα να συναντηθούν δύο άνθρωποι που έχουν χάσει το πιο αγαπημένο τους πρόσωπο από μια τόσο σπάνια ασθένεια; Και να ζουν ακόμα με το πένθος τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Ο Κίμωνας μιλούσε με την Ζωή όπως εγώ μιλούσα με τη μητέρα μου. Δεν πρέπει αυτοί οι δυο άνθρωποι να γνωρίσουν αυτό που τους ενώνει; Άφησα τις εξετάσεις της μητέρας μου επίτηδες για να τις δει. Δεν ήξερα ότι θα πιστέψει ότι είναι δικές μου. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ήξερα ότι ήθελε να πάρω το ρόλο της. ΓΙΑΝΝΗΣ Έγραψες όμως στο τετράδιο το παρελθόν τους. ΑΘΗΝΑ Ναι. ΓΙΑΝΝΗΣ Το διάβαζες. ΑΘΗΝΑ Ναι. ΓΙΑΝΝΗΣ Το μελετούσες. ΑΘΗΝΑ Ναι. ΓΙΑΝΝΗΣ Έμαθες απέξω τους διαλόγους και τον βοηθούσες να πιστέψει ότι είσαι εκείνη. ΑΘΗΝΑ Ναι… Όχι… ΓΙΑΝΝΗΣ Τον πήρες απ’ το χέρι και τον οδήγησες πάλι στην παράνοια! ΑΘΗΝΑ Δεν ήξερα… Δεν ήξερα ότι ήθελε να πάρω τη θέση της. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Δεν ήξερα ότι την έλεγαν Ζωή. Νόμιζα ότι τη φώναζε έτσι από αγάπη. Νόμιζα ότι κι εμένα με φώναζε έτσι από αγάπη. Ένας άνθρωπος που ήταν ικανός να ερωτευτεί τόσο πολύ… νόμιζα ότι θα μπορούσε να ερωτευτεί κι εμένα. Κι εγώ εκτός από εκείνον είχα ερωτευτεί κι αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Μου άρεσε να διαβάζω τα λόγια που της έλεγε! ΓΙΑΝΝΗΣ Σε άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά να προσποιείσαι ότι είσαι εκείνη! ΑΘΗΝΑ Όταν μου άνοιξες τα μάτια και μου έδειξες την αλήθεια… Τότε αμέσως σκέφτηκα τα λόγια της μητέρας μου. Ότι πρέπει να ανακαλύψω αυτήν την ομορφιά που κρύβω μέσα μου. Τότε σκέφτηκα… Αν αυτό το άρρωστο σώμα μπορούσε να φανεί χρήσιμο σε κάποιον… ΓΙΑΝΝΗΣ Στις ψευδαισθήσεις! ΑΘΗΝΑ Αν μπόρεσε κάποιος να δει την ομορφιά μέσα μου… ΓΙΑΝΝΗΣ Κάλπικη! ΑΘΗΝΑ Έστω κι αν αυτή η ομορφιά ήταν μια άλλη γυναίκα (η Ζωή)… ΓΙΑΝΝΗΣ Γιατί εξακολουθώ να σε αντιμετωπίζω έτσι ψύχραιμα; ΑΘΗΝΑ Γιατί… ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΤΙ; ΑΘΗΝΑ Γιατί καταλαβαίνεις. Στο βάθος καταλαβαίνεις. Η αλήθεια είναι για ανθρώπους σαν εσένα και τη συγκάτοικό μου την Κλαίρη. Εσείς μπορείτε να αντιμετωπίζετε την αλήθεια. Είστε όμορφοι, υγιείς, οι άνθρωποι σας προσέχουν, κάνουν χώρο για να περάσετε, κάνουν ησυχία για να σας ακούσουν. Για ανθρώπους όπως εγώ… η αλήθεια είναι αφόρητη. Για μας είναι η ψευδαίσθηση. Κι αυτό όσο ξένο κι αν σου είναι στο βάθος το γνωρίζεις. Μπορείς να το καταλάβεις. ΓΙΑΝΝΗΣ (Μεγάλη παύση) Αργεί. ΑΘΗΝΑ Αργεί πάντα. Λέει ότι βγαίνει για μια σύντομη δουλειά… ΓΙΑΝΝΗΣ …και γυρίζει ύστερα από ώρες! (Χαμογελάνε ο ένας στον άλλον). ΑΘΗΝΑ H αδερφή σου φαίνεται υπέροχος άνθρωπος. Της άρεσε να ακούει τα σημάδια και να τ’ ακολουθεί. Πήγαινε όπου φυσάει ο άνεμος για να βρει την ευτυχία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ήταν ένα ευλογημένο πλάσμα. ΑΘΗΝΑ Εγώ όμως δεν είμαι. Εγώ δεν μπορώ να ακολουθώ τον άνεμο. Εγώ πρέπει να ψάχνω την ευτυχία, όχι να αφήνομαι στην τύχη. Πρέπει ακόμα και να την κατασκευάζω όταν μπορώ. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη όταν το κατάλαβα πρώτη φορά αυτό. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ή να αγωνιστώ με νύχια και με δόντια ή να σπάσω τον καθρέφτη και να κόψω τις φλέβες μου με τα κομμάτια του. Ήμουν ικανή να το κάνω. ΓΙΑΝΝΗΣ Είμαι σίγουρος. Άκου… αυτό που τόσο πολύ ψάχνεις. Την ομορφιά μέσα σου… Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο. Έχω γνωρίσει γυναίκες. Κάποιες τις αγάπησα, κάποιες τις πίστεψα, κάποιες δεν τις θυμάμαι. Πίστεψε με όταν σου λέω… Η ομορφιά μέσα σου… είναι η ζωή. Όχι, όχι η Ζωή η αδερφή μου. Η ζωή ενός νέου ανθρώπου. (Μπαίνει μέσα ο Κίμωνας.) ΚΙΜΩΝΑΣ Ήρθες. ΑΘΗΝΑ Ήθελα να σε χαιρετήσω. ΚΙΜΩΝΑΣ Ναι. Κι εγώ. Θέλω να πω… Δεν μου αρέσει να μην αποχαιρετώ τους αγαπημένους μου. ΑΘΗΝΑ Αλήθεια; Εννοείς ότι… ΚΙΜΩΝΑΣ Δεν είναι εύκολο. ΑΘΗΝΑ Όχι. ΚΙΜΩΝΑΣ Την έμαθες την ιστορία μου… (Της δίνει μια βαλίτσα) Δεν ήμουν σίγουρος. Αν θέλεις πήγαινε πάνω να βεβαιωθείς ότι δεν ξέχασα τίποτα. (Στον Γιάννη) Εμείς να πάμε μια βόλτα, τι λες; Μέχρι να γυρίσουμε θα έχει φύγει… ΑΘΗΝΑ …Και όλα αυτά θα ξεχαστούν. Θα χρειαστείς φροντίδα. Και αγάπη. ΓΙΑΝΝΗΣ Έχει κι απ’ τα δύο! Έλα, πάμε. ΑΘΗΝΑ Βρέχει. ΚΙΜΩΝΑΣ Μια ψιχάλα είναι. ΑΘΗΝΑ Την τελευταία φορά αρρώστησες. Μισό λεπτό. Μη φύγετε, μισό λεπτό μόνο. (Η Αθηνά βγαίνει για λίγο. Ξαφνικά εμφανίζεται η Ζωή. Είναι ήρεμη.) ΖΩΗ Είναι αλήθεια. Πηδούσες τρία τρία τα σκαλιά κάθε φορά που ερχόμουν στο σπίτι σου. Και το ήξερα. Κι όμως, δεν το είδα ποτέ μου καθαρά. Ποιο είδος ανθρώπου καταφέρνει να μην βλέπει κάτι τόσο ξεκάθαρο; ΚΙΜΩΝΑΣ Νόμιζα ότι έφυγες. ΖΩΗ Ήρθα μόνο να σε χαιρετήσω. Εμείς οι δυο δεν είπαμε ποτέ αντίο. Καλέ μου φίλε… (Σκύβει πάνω του και του ψιθυρίζει) Μην ξεχάσεις αυτή τη φορά την ιστορία… (του βάζει στο χέρι του το κασετοφωνάκι του. Φεύγοντας) Μένουν λίγα λεπτά. ΚΙΜΩΝΑΣ Για τι πράγμα; Λίγα λεπτά για τι πράγμα!; ΖΩΗ Για την ευτυχία Κίμωνα. Για την ευτυχία. Δεν είναι ωραία η ζωή; (Η Ζωή φεύγει. Ο Κίμωνας πατάει το play στο κασετόφωνο) ΦΩΝΗ ΖΩΗΣ Ήταν κάποιος που αγαπούσε πολύ τη βροχή. Περνούσε τις μέρες του περιμένοντας να βρέξει. Κι όταν έβρεχε έτρεχε έξω... ΑΘΗΝΑ (Η Αθηνά φέρνει ένα παλτό και μια ομπρέλα. Η διάθεσή της προσπαθεί να είναι ευχάριστη) Από δω και πέρα θα φροντίζουμε μόνοι μας τον εαυτό μας. Νομίζω ότι έχει χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Ελπίζω να μην έχει χαλάσει. (Ανοίγει την ομπρέλα) Ορίστε! Η ομπρέλα θα σε προστατέψει! (ο Κίμωνας προχωράει την ταινία στο κασετοφωνάκι). ΦΩΝΗ ΖΩΗΣ …Και τότε κατάλαβε ότι αυτό που τόσο καιρό περίμενε δεν ήταν η βροχή, αλλά αυτό το σίγουρο χέρι μέσα στο δικό του. (Μουσική. Φωτισμός πάνω στον Κίμωνα και την Αθηνά)
(Σκοτάδι. Φώτα πάνω στον Γιάννη, στο πλάι της σκηνής) ΓΙΑΝΝΗΣ Θυμάμαι σ’ ένα απ’ τα ταξίδια μου είχα γνωρίσει μια συμπαθητική ψυχολόγο, Ισπανίδα νομίζω ή Ιταλίδα. Πάνω στην κουβέντα, της είχα μιλήσει για την παλιά περιπέτεια του φίλου μου. Μου είχε πει λοιπόν- σαν τώρα το θυμάμαι- μου είχε πει: «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν αρκούν τα φάρμακα. Χρειάζεται αγάπη». Δεν είχα δώσει τότε σημασία. Κι όμως, κάποτε εγώ, η Ζωή και ο Κίμωνας πιστεύαμε πολύ στην αγάπη. Είναι παράξενο πώς καταλήξαμε να έχουμε τόση λίγη. Ίσως πράγματι αυτό να χρειάζεται ο Κίμωνας και η Αθηνά. Είναι ψευδαίσθηση; Είναι αλήθεια; Μπορεί η αγάπη να είναι αλήθεια; Δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς δεν την είδε ποτέ κανείς. Είναι απ’ αυτά τα αόρατα πράγματα. Αυτό που ξέρω είναι ότι πάντοτε η αδερφή μου ζητούσε απ’ τον Κίμωνα ν’ ακούσει αυτά τα σημάδια της ζωής και να τ’ ακολουθήσει. Κι όταν είδα την Αθηνά με την ομπρέλα πάνω απ’ το κεφάλι του Κίμωνα, θυμήθηκα εκείνη την ιστορία που της άρεσε να λέει κάθε φορά που έβρεχε. «Το κορίτσι με την ομπρέλα». Ήταν μια σύμπτωση, δεν ήταν; Ένα σημάδι, σαν αυτά που τόσο της άρεσαν. Η Αθηνά κοιτούσε τον Κίμωνα, ο Κίμωνας κοιτούσε την Αθηνά και για πρώτη φορά σ’ αυτή την ιστορία έμοιαζε να μην υπάρχει χώρος για ‘μένα και τη Ζωή. Κι έτσι το έκανα. Τους άφησα μόνους. (Φώτα στον Κίμωνα και την Αθηνά. Ο Γιάννης βγάζει το «ημερολόγιο» και κάτι ψάχνει). (Φώτα στον Γιάννη που δείχνει προβληματισμένος). Ορίστε! «Το κορίτσι με την ομπρέλα» Υπάρχει και στο ημερολόγιο. «Ήταν κάποιος….» (Ξαφνικά του περνάει μια σκέψη. Κοιτάζει γύρω του) Υπάρχει και στο ημερολόγιο! Υπάρχει και στο ημερολόγιο!... Βρε λες;;; (Σκοτάδι. Μουσική) ΦΩΝΗ ΑΘΗΝΑΣ Εγώ δεν μπορώ να ακολουθώ τον άνεμο. Εγώ δεν μπορώ να αφήνομαι στην τύχη, πρέπει συνέχεια να ψάχνω την ευτυχία. Πρέπει ακόμα και να την κατασκευάζω όποτε μπορώ.
|