Η ΤΡΥΠΑ (ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ) |
![]() |
![]() |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 08:44 | |||
Η ΤΡΥΠΑ
ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ
ΠΡΟΣΩΠΑ
Σοφία......... 18 Άννα...........16
ΧΩΡΟΣ
Αποθήκη
1.
(οι ΣΟΦΙΑ και η ΑΝΝΑ εμφανίζονται πάντα ξυπόλητες)
Αποθήκη. Στην άκρη ένα παλιό κρεβάτι. Μία μαύρη κουρτίνα σκεπάζει τον έναν τοίχο. Στο πάνω μέρος της κουρτίνας διακρίνεται ένα μικρό στενόμακρο παράθυρο με κάγκελα. Η ΣΟΦΙΑ καθισμένη στο κρεβάτι. Μπαίνει η ΑΝΝΑ, διστακτική, κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι της. Το δείχνει στη ΣΟΦΙΑ, η οποία της γυρνάει απότομα την πλάτη.
ΣΟΦΙΑ Ήρθες τελικά. Του είπα όμως ότι δεν θέλω να έρθεις.
Η ΑΝΝΑ κάνει να την πλησιάσει. Η ΣΟΦΙΑ γυρνάει και με το χέρι της τής κάνει σήμα να μην προχωρήσει.
ΣΟΦΙΑ Ο μαλάκας δεν με άκουσε, σε έφερε. παύση Νομίζει ότι αν έχω παρέα θα συνηθίσω. Δεν ξέρει όμως ότι έχω παρέα. Παύση ΣΟΦΙΑ Εσένα τι σου είπε; Ότι πέθανε ο μπαμπάς σου; Παύση
Η ΑΝΝΑ διπλώνει το χαρτί και το βάζει στην τσέπη της.
ΑΝΝΑ Όχι. Είχε ένα ατύχημα. Είναι στο νοσοκομείο. ΣΟΦΙΑ Σε λίγο θα πεθάνει. Σιωπή ΣΟΦΙΑ Σε λίγο θα πεθάνει. ΑΝΝΑ (χτυπώντας την πόρτα) Παππού, παππού άνοιξε. Άνοιξε! ΣΟΦΙΑ Δεν ακούει.
Η ΑΝΝΑ εξακολουθεί να χτυπάει.
ΣΟΦΙΑ Ποτέ δεν ακούει. ΑΝΝΑ Ο μπαμπάς είναι στο νοσοκομείο. Θα γίνει καλά.
Παύση
ΣΟΦΙΑ Γιατί τον λες παππού; Είναι παππούς σου; ΑΝΝΑ Ναι. Με περίμενε έξω από το φροντιστήριο. Μου είπε ότι είχαν πλακωθεί με τον μπαμπά πριν από χρόνια, γι’ αυτό και δεν τον ήξερα. Θα μείνω μερικές ημέρες μαζί του μέχρι ο μπαμπάς να γίνει καλά. ΣΟΦΙΑ Μαλακίες. Ο μπαμπάς σου είναι καλά, δεν είναι στο νοσοκομείο. ΑΝΝΑ Αν ήταν καλά θα ερχόταν να με πάρει. (μικρή παύση) Ελπίζω τώρα να τα ξαναβρούν με τον παππού. Είναι γλυκούλης. ΣΟΦΙΑ Ο μπαμπάς σου σε ψάχνει. Άργησε να έρθει στο φροντιστήριο. Μπορεί να του έτυχε κάποια δουλειά και ξεχάστηκε. Τώρα όμως σε ψάχνει. ΑΝΝΑ Αλήθεια; Και γιατί δεν έρχεται να με πάρει τότε; ΣΟΦΙΑ Γιατί σε πήρε αυτός. ΑΝΝΑ Μυρίζει εδώ μέσα. ΣΟΦΙΑ Ναι; ΑΝΝΑ Βρομάει σαν... ΣΟΦΙΑ (διακόπτοντάς την) Εμένα δεν μου μυρίζει τίποτα. ΑΝΝΑ Είναι και σκοτεινά. Θα ανοίξω το παράθυρο. ΣΟΦΙΑ Μην το ανοίγεις. Δεν αρέσει στον Μάικ. ΑΝΝΑ Ποιος είναι ο Μάικ; ΣΟΦΙΑ Μάικ. Μάικ. Βγες έξω. Έλα, μην ντρέπεσαι αγόρι μου. Έχουμε παρέα.
Η ΣΟΦΙΑ γονατίζει και διασχίζει όλο το δωμάτιο στα τέσσερα.
ΣΟΦΙΑ Μάικ. Έλα βγες.
Πηγαίνει σε μία γωνία και πιάνει ένα ποντίκι.
ΣΟΦΙΑ Εδώ είσαι baby;
Το χαϊδεύει. Γυρνάει προς το μέρος της ΑΝΝΑΣ.
ΣΟΦΙΑ Αυτός είναι ο Μάικ. (το πετάει στην ΑΝΝΑ) Pocket size. Δεν είναι χαριτωμένος;
Η ΑΝΝΑ ουρλιάζει τρομαγμένη. Το πετάει από πάνω της.
ΣΟΦΙΑ Μην φοβάσαι είναι φίλος.
Η ΑΝΝΑ συνεχίζει να ουρλιάζει.
ΣΟΦΙΑ Μη φωνάζεις ηλίθια. Τρομάζει. (παίρνει το ποντίκι στα χέρια της) Φοβήθηκες μωράκι μου;
Το ποντίκι φεύγει από τα χέρια της.
ΣΟΦΙΑ Μαλακισμένη, το τρόμαξες. Δεν θα με εμπιστεύεται πια. ΑΝΝΑ Θα πω στον παππού ότι δε θέλω να μείνω εδώ. Να μου αλλάξει δωμάτιο. ΣΟΦΙΑ Ο Μάικ έχει τον τρόπο του. Όπου και αν πας θα σε βρει. Παύση
Η ΑΝΝΑ πλησιάζει κάτω από το παράθυρο.
ΑΝΝΑ Πως ανοίγει αυτό; ΣΟΦΙΑ Σου είπα να μην το ανοίξεις. Δεν αρέσει στον Μαίκ. ΑΝΝΑ Θέλω φως. Μ’ αρέσει το φως. Και το βράδυ με το φως αναμμένο κοιμάμαι. ΣΟΦΙΑ Εγώ όχι. Σε λίγο θα δεις, θα σ’ αρέσει κι εσένα το σκοτάδι. Μόνο στο σκοτάδι βλέπεις καθαρά. ΑΝΝΑ Στο σκοτάδι δεν βλέπεις τίποτα. ΣΟΦΙΑ Σε λίγο θα βλέπεις κι εσύ. ΑΝΝΑ Δεν θέλω να μιλάω άλλο μαζί σου.
Η ΑΝΝΑ πηγαίνει στην πόρτα και την χτυπάει δυνατά
ΑΝΝΑ Παππού! Παππού! ΣΟΦΙΑ Τα παίρνει όταν τον φωνάζουν. ΑΝΝΑ Όχι μαζί μου. Μαζί μου είναι καλός. (φωνάζει) Παππού!
Η ΣΟΦΙΑ πηγαίνει και κρύβεται κάτω από το κρεβάτι
ΣΟΦΙΑ Τώρα φώναξε όσο θέλεις. Μην του πεις όμως που είμαι. Πες ότι πήγα μια βόλτα. Πες ότι πήγα σε ένα πάρτι. Εκεί πες του ότι είμαι.
2.
Η ΣΟΦΙΑ καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο κάτω από το παράθυρο γράφει σε ένα τετράδιο. Μπαίνει η ΑΝΝΑ, κλείνει πίσω της την πόρτα, πηγαίνει και κάθεται στο κρεβάτι.
ΣΟΦΙΑ Είναι το ημερολόγιό μου. Όταν βγω από δω μέσα θα το κάψω. ΑΝΝΑ Τα ημερολόγια φυλακίζουν τις αναμνήσεις, έτσι λέει ο μπαμπάς. Δεν τα καίνε. ΣΟΦΙΑ Εγώ θα το κάψω. Θέλω να κάψω τις αναμνήσεις μου. (παύση) Όχι όλες. (βγάζει από την τσέπη της το ποντίκι) (στο ποντίκι) Εσένα θα σε πάρω μαζί μου.
Η ΑΝΝΑ μαζεύεται στο κρεβάτι.
ΑΝΝΑ Πάρ’ το από δω. Πάρ’ το σου λέω. Το σιχαίνομαι. ΣΟΦΙΑ Δεν έχεις καθόλου γούστο. (βάζει το ποντίκι στην τσέπη της) Εσύ; Τι θα κάνεις όταν βγεις από δω; ΑΝΝΑ Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ο μπαμπάς σκέφτεται να με στείλει στο εξωτερικό για σπουδές. ΣΟΦΙΑ Στο εξωτερικό; Αυτό σημαίνει ότι έχετε φράγκα. ΑΝΝΑ Ναι. ΣΟΦΙΑ Δεν το έκανε για τα λεφτά. Δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Κι εμένα ο δικός μου έχει πολλά... Και λοιπόν; Δεν του ζήτησε ποτέ ούτε ένα ευρώ. Εμένα γούσταρε. Και τώρα γουστάρει εσένα. Μικρή παύση
ΑΝΝΑ Σκέφτομαι να μην πάω στο εξωτερικό, δεν θέλω να τον αφήσω. Ειδικά τώρα με έχει ανάγκη. ΣΟΦΙΑ Ο μπαμπάς σου δεν έχει κανέναν ανάγκη. Σε λίγο θα πεθάνει.
Η ΑΝΝΑ κλείνει με τα χέρια της παιδιάστικα τα αφτιά της. Η ΣΟΦΙΑ αρχίζει να χορεύει μπροστά της ανοιγοκλείνοντας το στόμα της σαν να τραγουδάει χωρίς ωστόσο να βγαίνει φωνή. Η ΑΝΝΑ απομακρύνει τα χέρια της από τα αφτιά της. Η ΣΟΦΙΑ γρήγορα πηδάει στο κρεβάτι και πηγαίνοντας πίσω της τής πιάνει τα χέρια εμποδίζοντάς την να τα ξαναφέρει στα αφτιά της.
ΣΟΦΙΑ Πόσες μέρες είσαι εδώ; Και ακόμα κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Δεν έχεις βγει καθόλου έξω. Γιατί; Ξέρεις; Γιατί δεν σε αφήνει αυτός να βγεις. Γι’ αυτό. ΑΝΝΑ Δεν του το ζήτησα. Αν το ζητήσω δεν θα πει όχι. Δεν έχω διάθεση να πάω πουθενά. Δεν θέλω να βγαίνω ενώ ο μπαμπάς είναι στο νοσοκομείο. ΣΟΦΙΑ Φώναξέ τον. Πες του να σε πάει στο νοσοκομείο. ΑΝΝΑ Δεν θέλω είπα.
Η ΣΟΦΙΑ σηκώνεται, στέκεται μπροστά της και την τραβάει με μανία να σηκωθεί από το κρεβάτι.
ΣΟΦΙΑ Σήκω. Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα. Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα. Φώναξέ τον! Εμπρός φώναξέ τον: Παππού! Νευριάζει όταν τον λες παππού. Θέλει να τον λες με το όνομά του. Νομίζει ότι είναι νέος ακόμα. Ο γερομαλάκας. Στην ηλικία του. Έλα κάνε μια δοκιμή. Try it. Try it. Παππού! Έλα φώναξε! Παππού! Φώναξε. Ας νευριάσει. ANNA Παράτα με! ΣΟΦΙΑ Φώναξέ τον. Όχι παππού. Με το όνομά του. (παύση) Δεν ξέρω ποιο είναι το όνομά του. Δεν μου το έχει πει ποτέ, ή μου το είπε αλλά το ξέχασα. Έλα φώναξέ τον. ΑΝΝΑ Κάθε φορά που τον φωνάζω έρχεται. Το ξέρεις. Μπροστά είσαι. (παύση) Δεν μ’ αρέσεις. ΣΟΦΙΑ Σήκω από το κρεβάτι μου. Είμαι κουρασμένη. ΑΝΝΑ Είναι και δικό μου κρεβάτι. ΣΟΦΙΑ Να πεις σ’ αυτόν να σού πάρει άλλο. Εγώ ήρθα πρώτη εδώ. Ξεκουμπίσου.
Η ΣΟΦΙΑ βγάζει το ποντίκι από την τσέπη της. Η ΑΝΝΑ πετάγεται όρθια. Μπαίνει κάτω από το κρεβάτι
ΑΝΝΑ Εντάξει πάρ’ το. Σε λίγο θα βγεις έτσι κι αλλιώς. Είναι η σειρά σου να πας στο super market.
3.
Η ΣΟΦΙΑ γονατισμένη παίζει με το ποντίκι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ΑΝΝΑ. Στέκεται ακίνητη.
ΣΟΦΙΑ Είναι χειμώνας έξω; ΑΝΝΑ Άνοιξη. ΣΟΦΙΑ Τότε όλα είναι πράσινα. Έχει φυτρώσει το γκαζόν στην αυλή; ΑΝΝΑ Ναι. Όχι στη δική μας όμως. ΣΟΦΙΑ Εμείς δεν έχουμε αυλή, απ’ ό,τι θυμάμαι... Τα άλλα σπίτια γύρω μας όμως έχουν, μυρίζω τα λουλούδια. Παραφωνία είμαστε γαμώτο.
Η ΣΟΦΙΑ αφήνει το ποντίκι σε μια γωνία μακριά από την πόρτα. Η ΑΝΝΑ μπαίνει κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
ΑΝΝΑ Έχουμε κι εμείς αυλή, μικρή όμως. Ο παππούς δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί. Έχει εμάς, τον μπαμπά. ΣΟΦΙΑ Μαλακίες. Αυτός μόνο για τον εαυτούλη του νοιάζεται. (παύση) Που ήσουν; ΑΝΝΑ Πήγαμε να δούμε τον μπαμπά. ΣΟΦΙΑ Α! Τον μπαμπά. (γελάει) Αλλά δεν τον είδατε. ΑΝΝΑ Όχι. ΣΟΦΙΑ Όχι... ΑΝΝΑ Ο παππούς δεν αισθανόταν καλά. Ανέβηκε η πίεση του. Έτσι είπε ο γιατρός. ΣΟΦΙΑ Ο γιατρός; ΑΝΝΑ Ο γιατρός στο νοσοκομείο. ΣΟΦΙΑ Πήγατε στο νοσοκομείο; ΑΝΝΑ Ναι. ΣΟΦΙΑ Ψέματα. ΑΝΝΑ Αλήθεια λέω. ΣΟΦΙΑ Το λες για να με πειράξεις.
Η ΣΟΦΙΑ πιάνει το ποντίκι και το φέρνει κοντά στην ΑΝΝΑ.
ΣΟΦΙΑ Λέγε, πήγατε; ΑΝΝΑ Ναι, γιατί να σου πω ψέματα; ΣΟΦΙΑ Και μίλησες με τον γιατρό; ΑΝΝΑ Ναι.
Παύση
ΣΟΦΙΑ Του είπες; ΑΝΝΑ Να του πω τι; ΣΟΦΙΑ Για μας. Για αυτό το μέρος. ΑΝΝΑ Και τι τον νοιάζει; ΣΟΦΙΑ Είσαι ηλίθια; Είχες την ευκαιρία να του μιλήσεις, να του πεις ότι βρισκόμαστε εδώ και δεν το είπες; ΑΝΝΑ Δεν θέλω να μιλάω άλλο μαζί σου. Δεν σε καταλαβαίνω. Πήγαινε μίλα του εσύ. ΣΟΦΙΑ Εγώ δεν μπορώ να βγω. Δεν πάω πουθενά με αυτόν. ΑΝΝΑ Γιατί; Μπορείς να του το ζητήσεις. ΣΟΦΙΑ Γνωριζόμαστε πολύ καλά οι δυο μας. Δεν του ζητάω τίποτα πια. Ούτε αυτός από μένα.
Η ΣΟΦΙΑ αφήνει το ποντίκι στο πάτωμα. Η ΑΝΝΑ πηδάει πάνω στο κρεβάτι.
ΑΝΝΑ Σου έχω πει ότι το σιχαίνομαι. ΣΟΦΙΑ Καλά θα κάνεις να το συνηθίσεις. Όσο είμαι εγώ εδώ θα είναι και ο Μάικ. Όταν έρθει ο μπαμπάς τότε θα ησυχάσεις. ΑΝΝΑ Που είναι ο μπαμπάς σου; ΣΟΦΙΑ Με ψάχνει. ΑΝΝΑ Κανένας δεν σε ψάχνει. ΣΟΦΙΑ Με ψάχνει είπα. ΑΝΝΑ Κάτι δεν πάει καλά μαζί σου. ΣΟΦΙΑ Τίποτα δεν πάει καλά. Όσο βρίσκομαι εδώ τίποτα δεν πάει καλά. ΑΝΝΑ Και γιατί δεν φεύγεις; ΣΟΦΙΑ Κάνεις ότι δεν ξέρεις; (παύση) Οκέϊ. Αποφασίζω να φύγω. It’s up to me.
Η ΣΟΦΙΑ σηκώνεται. Σκύβει κάτω από το κρεβάτι και βγάζει μία κούκλα. Την κοιτάζει. Κάτω από το μαξιλάρι βγάζει ένα μαχαίρι και το δίνει στην ΑΝΝΑ.
ΣΟΦΙΑ Δικό σου. Στο χαρίζω.
Η ΆΝΝΑ το περιεργάζεται
ΑΝΝΑ Δεν μ’ αρέσει.
Της το δίνει πίσω. Η ΣΟΦΙΑ της το ξαναδίνει.
ΣΟΦΙΑ Κράτα το και ας μην σ’ αρέσει. Μπορεί να σου χρειαστεί. Και μένα μου χρειάστηκε κάποτε, γι’ αυτό είσαι εσύ εδώ. (για την κούκλα) Την έχω καιρό κοντά μου. Από τότε. ΑΝΝΑ Πότε; ΣΟΦΙΑ Στην ηλικία μου είναι χαζό να παίζεις με τις κούκλες. Αλλά είναι το μόνο παιχνίδι που ήταν επιλογή μου. Όλα τα άλλα τα σιχαίνομαι.
Παύση
ΣΟΦΙΑ Ας φύγω λοιπόν. Δεν προλάβαμε να γίνουμε κολλητές. Ο Μάικ που είναι; Που είσαι baby; Έλα φεύγουμε. ΑΝΝΑ Που θα πας; ΣΟΦΙΑ Νάτος! (πηγαίνει και παίρνει το ποντίκι από τη γωνία) Εδώ είσαι αγόρι μου; Φεύγουμε. Κάνε γεια.
Η ΣΟΦΙΑ πιάνει το πόδι του ποντικιού και το δίνει στην ΑΝΝΑ.
ΣΟΦΙΑ (στο ποντίκι) Πες ότι χάρηκες για την γνωριμία. (στην ΑΝΝΑ) Αν θέλεις στο αφήνω. Κάνει καλή παρέα.
Η ΑΝΝΑ με μια γρήγορη κίνηση κόβει με το μαχαίρι το πόδι του ποντικιού.
ΣΟΦΙΑ Τι έκανες; ΑΝΝΑ Σου είπα ότι το σιχαίνομαι.
Η ΣΟΦΙΑ πιάνει το κομμένο πόδι.
ΣΟΦΙΑ Αν έμενα θα στο έδινα να το φας.
Η ΣΟΦΙΑ φιλάει το ποντίκι.
ΣΟΦΙΑ Μην κλαις μωρό μου. Φεύγουμε από δω. (στην ΑΝΝΑ) Άνοιξέ μου την πόρτα.
Η ΑΝΝΑ πηγαίνει και βάζει το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι. Προχωράει στην πόρτα. Πίσω της η ΣΟΦΙΑ. Η πόρτα κλειδωμένη. Η ΑΝΝΑ ξαναπροσπαθεί.
ΑΝΝΑ Ποιος κλείδωσε; ΣΟΦΙΑ Εσύ μπήκες τελευταία. Άρα εσύ κλείδωσες. ΑΝΝΑ Δώσε μου τα κλειδιά. ΣΟΦΙΑ Τελικά δεν φεύγω ε; Ακούς Μάικ; Δεν φεύγουμε. ΑΝΝΑ Δώσε μου τα κλειδιά. ΣΟΦΙΑ Έχει νυχτώσει. Ας κοιμηθούμε.
Η ΣΟΦΙΑ προχωράει προς το κρεβάτι. Η ΑΝΝΑ τρέχει πίσω της και της παίρνει την κούκλα.
ΣΟΦΙΑ Μην την αγγίζεις. ΑΝΝΑ Τα κλειδιά. ΣΟΦΙΑ Δώσε μου την κούκλα. ΑΝΝΑ Που είναι τα κλειδιά; ΣΟΦΙΑ Δώσε μου την κούκλα. ΑΝΝΑ Σταμάτα τα κόλπα, ο παππούς είναι άρρωστος πρέπει να πάω να τον δω. ΣΟΦΙΑ Αν ήταν άρρωστος η πόρτα θα ήταν ανοιχτή. ΑΝΝΑ Θα μιλήσω στον παππού. Νόμιζα ότι ήθελες να με τρομάξεις, αλλά εσύ δεν κάνεις πλάκα. Κάτι έχεις. Κάτι έχεις πάθει. Θα μιλήσω στον παππού, πρέπει να του μιλήσω.
Η ΑΝΝΑ τρέχει στην πόρτα. Την χτυπάει.
ΑΝΝΑ Παππού! Παππού!
Η ΣΟΦΙΑ πετάει πάνω της το ποντίκι. Η ΑΝΝΑ ουρλιάζει.
4.
Η ΣΟΦΙΑ ανάσκελα στο πάτωμα μιμούμενη τις κινήσεις και τους ήχους του ποντικιού.
ΣΟΦΙΑ Πως το κάνεις αυτό; (βγάζει κραυγές) Έτσι; Σε λίγο θα σου μοιάζω. Θα περνάω μέσα από στοές και θα κάποια μέρα θα βγω. Μαζί θα βγούμε... Σσς. Κάποιος έρχεται. Ακούς; Φυσικά και ακούς. Έχεις καλή ακοή.
Γυρίζει στα τέσσερα και μυρίζει.
ΣΟΦΙΑ Αυτή είναι, έρχεται.
Σηκώνεται και βάζει το ποντίκι στην τσέπη της. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ΑΝΝΑ αφήνοντας την πόρτα πίσω της ανοιχτή. Πλησιάζει την ΣΟΦΙΑ και τής δίνει ένα κλειδί που κρατά στο χέρι της.
ΑΝΝΑ Πάρ’ το. … Είναι το κλειδί της πόρτας, μού το έδωσε ο παππούς. Αυτός μου είπε να στο δώσω….. Έλα πάρ’ το. Δικό σου είναι. Ο παππούς είπε ότι μπορείς να φύγεις αν θέλεις. Παρ’ το λοιπόν. Αυτό δεν ήθελες; (παύση) Γιατί δεν το παίρνεις; Κανείς δεν μένει εδώ με το ζόρι.
Η ΑΝΝΑ τής πιάνει το χέρι και τής βάζει μέσα το κλειδί.
ΑΝΝΑ Μπορείς να φύγεις σου λέω.
Σιωπή
ΑΝΝΑ Έφτιαξα και την αυλή. Φύτεψα λουλούδια και δέντρα. Δεν έχουν φυτρώσει, αλλά θα δεις όλα είναι διαφορετικά. Πέταξα όλα τα σκουπίδια. Εντάξει, δεν είναι βέβαια σαν τις διπλανές, αλλά και η δικιά μας αυλή ωραία είναι. Κουκλίστικη. Έχω βάλει και ένα τραπεζάκι με τρεις καρέκλες. Είναι πολύ όμορφα το πρωί και ήσυχα. Μπορούμε εκεί να παίρνουμε το πρωινό μας. Τι λες;
Παύση
ΑΝΝΑ Ο παππούς μού είπε να τη φτιάξω, για σένα. Ο ίδιος δεν μπορούσε, δεν αισθάνεται καλά. Είναι όλη μέρα στο κρεβάτι, ο γιατρός τού είπε να μην σηκωθεί για λίγες μέρες.
Η ΣΟΦΙΑ σηκώνεται και πλησιάζει αργά στην πόρτα. Βάζει το Κλειδί στην κλειδαριά, το κλειδί δεν ταιριάζει..
ΣΟΦΙΑ Δεν είναι αυτό το κλειδί. Πάλι ψέματα σου είπε αυτός. Δεν μπορώ να φύγω.
Η ΣΟΦΙΑ κλείνει με δύναμη την πόρτα και πηγαίνει και ξαπλώνει στο κρεβάτι.
ΑΝΝΑ Ο παππούς είναι πολύ άρρωστος. ΣΟΦΙΑ Δεν με νοιάζει. ΑΝΝΑ Του μιλάω και κάνει σαν να μην ακούει. ΣΟΦΙΑ Δεν με νοιάζει. ΑΝΝΑ Αν πάθει κάτι; ΣΟΦΙΑ Δεν με νοιάζει. ΑΝΝΑ Τι θα κάνουμε;
Η ΣΟΦΙΑ γελάει.
ΑΝΝΑ Τι θα κάνουμε; ΣΟΦΙΑ Ότι κάνουν όλοι οι φυλακισμένοι όταν βγαίνουν από τη φυλακή. ΑΝΝΑ Τι κάνουν; ΣΟΦΙΑ Γαμιούνται με τον πρώτο γκόμενο που θα βρουν στο δρόμο τους. Αυτό θα κάνω κι εγώ. Σιχάθηκα τα κρεμασμένα κορμιά. Εσύ; (σιωπή) Εσύ; ΑΝΝΑ Εγώ; Τι εγώ; ΣΟΦΙΑ Τι θα κάνεις όταν βγεις από δω; ΑΝΝΑ Γιατί να βγω; Εδώ νιώθω ασφάλεια.
Η ΣΟΦΙΑ την πλησιάζει πολύ κοντά. Της μιλάει σχεδόν ψιθυριστά.
ΣΟΦΙΑ Το ‘κανες; Σιωπή ΣΟΦΙΑ Κάτι σε ρώτησα. ΑΝΝΑ Τι; ΣΟΦΙΑ Το ‘κανες; ΑΝΝΑ Τίποτα δεν έκανα.
Παύση
ΣΟΦΙΑ Ξέρασες; … Ξέρασες;
Σιωπή
ΣΟΦΙΑ Τουλάχιστον είχες προλάβει να γαμηθείς όταν ήσουν έξω; Δεν είσαι και μικρή. Μην ντρέπεσαι. Πες μου. Ένιωσες τίποτα;
Η ΣΟΦΙΑ την αγκαλιάζει.
ΣΟΦΙΑ Έλα πες μου. Αυτά τα πράγματα τα συζητάνε οι κολλητές. ΑΝΝΑ Δεν είμαστε κολλητές. ΣΟΦΙΑ Ας γίνουμε. ΑΝΝΑ Γιατί; ΣΟΦΙΑ Γιατί δεν μας παίρνει να είμαστε τίποτα άλλο εδώ μέσα. Λοιπόν φιλενάδα μη μου πεις ότι γούσταρες. (παύση) Γουστάρεις γέρους; ΑΝΝΑ Σταμάτα. ΣΟΦΙΑ Καυλώνεις μαζί τους; ΑΝΝΑ Σκάσε είπα. ΣΟΦΙΑ Το στόμα σου; Το νιώθεις μετά;
Η ΑΝΝΑ την σπρώχνει μακριά. Η ΣΟΦΙΑ γελάει δυνατά. Η ΑΝΝΑ ορμάει πάνω της. Παλεύουν. Η ΣΟΦΙΑ ξεφεύγει και μπαίνει κάτω από το κρεβάτι.
ΣΟΦΙΑ Δεν πιστεύω ότι είναι άρρωστος. Θέλω αποδείξεις. Πες του ότι θέλω αποδείξεις.
5.
Η ΑΝΝΑ άρρωστη ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
ΣΟΦΙΑ Άννα σε λένε; ΑΝΝΑ Που το ξέρεις; ΣΟΦΙΑ Σε φώναζε προηγουμένως. Δεν άκουσες; ΑΝΝΑ Κοιμόμουν. ΣΟΦΙΑ Εμένα με λένε Σοφία. Είδες πουθενά τον Μάικ; Τον ψάχνω από το πρωί.
Η ΣΟΦΙΑ γονατίζει και ψάχνει στο δωμάτιο.
ΑΝΝΑ Τι ήθελε; ΣΟΦΙΑ Ποιος; ΑΝΝΑ …. ΣΟΦΙΑ Για αυτόν λες; ΑΝΝΑ Ναι. Τι με ήθελε, σου είπε; ΣΟΦΙΑ Δεν μου μιλάει για τα δικά σας.
Γονατιστή πηγαίνει κάτω από το κρεβάτι και βγάζει το τιμόνι ενός ποδηλάτου.
ΣΟΦΙΑ Μου έδωσε αυτό. ΑΝΝΑ Τι είναι; ΣΟΦΙΑ Δε βλέπεις; (πατάει την κόρνα) ΑΝΝΑ Και γιατί στο έδωσε; ΣΟΦΙΑ Του το ζήτησα. ΑΝΝΑ Εσύ είπες ότι δεν του ζητάς τίποτα. ΣΟΦΙΑ Τίποτα δικό του. Αυτό όμως είναι δικό μου. ΑΝΝΑ Τι θα το κάνεις; ΣΟΦΙΑ Κάτι θα σκεφτώ.
Η ΣΟΦΙΑ πατάει την κόρνα.
ΑΝΝΑ Χάλια ήχος. ΣΟΦΙΑ Εμένα μ’ αρέσει. Χρόνια είχα να το ακούσω, χρόνια του το ζητούσα, αλλά δεν μου το έδινε. Γιατί το έκανε τώρα; Σου έχει πει τίποτα; ΑΝΝΑ Γιατί να μου πει; ΣΟΦΙΑ Εσείς τα λέτε όλα. Σε εμπιστεύεται. Και συ τον εμπιστεύεσαι.
Σιωπή
ΣΟΦΙΑ Δεν τον εμπιστεύεσαι;
Σιωπή
Η ΣΟΦΙΑ χτυπάει την κόρνα του ποδηλάτου επίμονα.
ΑΝΝΑ Σταμάτα. Δεν μπορώ. ΣΟΦΙΑ Κοίτα να το συνηθίσεις. Κάθε μέρα θα το χτυπάω, στις πέντε ακριβώς. Τώρα είναι πέντε.
Χτυπάει πάλι την κόρνα. Η ΑΝΝΑ κουκουλώνεται κάτω από τις κουβέρτες.
ΣΟΦΙΑ Έμενα σε γαμάτο σπίτι, διώροφο με μεγάλα παράθυρα. Είχε και πισίνα και το υπόγειο το είχαμε κάνει γυμναστήριο. Απέναντι από το σπίτι μου υπήρχε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Κάθε μέρα πήγαινα εκεί με τη μαμά. Την μέρα που έφυγα από το σπίτι τούς είπα ότι δεν θα αργήσω. Έβγαινα να κάνω ποδήλατο. Μου το έκανε δώρο ο μπαμπάς στα γενέθλιά μου. Κίτρινο ήταν. Ανέβηκα στο ποδήλατο και έφυγα. Άκουσα τον μπαμπά να μου φωνάζει. Ποιος τον άκουγε όμως! Εγώ μόνο έτρεχα. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν επικίνδυνο αυτό που έκανα. Τότε όμως μόνο έτρεχα. Θυμάμαι ότι έπεσα. Δεν είχα μάθει καλά ποδήλατο. Ευτυχώς όμως, είδα μπροστά μου αυτόν. Κάθε φορά τον έβλεπα μπροστά μου. Πήγαινα σχολείο και ήταν στην πόρτα. Σχόλαγα και αυτός εκεί. Έβγαινα στην αυλή να παίξω και τον έβλεπα κρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Στις κούνιες που πήγαινα με τη μαμά ήταν εκεί. Μπάστακας ο μαλάκας. (παύση) Όταν έπεσα δεν φοβήθηκα. Ήξερα ότι θα ήταν εκεί.
Η ΑΝΝΑ βγάζει το κεφάλι της από τις κουβέρτες.
ΑΝΝΑ Και ήταν; ΣΟΦΙΑ Αν δεν ήταν δεν θα ήμουν εδώ τώρα.
Η ΣΟΦΙΑ χτυπάει την κόρνα.
ΣΟΦΙΑ Πέντε η ώρα κάθε απόγευμα γύριζε ο μπαμπάς μου από τη δουλειά.
Παύση
ΣΟΦΙΑ Εδώ κοντά είναι το σπίτι μου, το νιώθω. Κάποια μέρα θα με ακούσει ο μπαμπάς και θα καταλάβει.
Χτυπάει την κόρνα.
ΣΟΦΙΑ Αν χτυπάω συνέχεια θα με ακούσει.
Χτυπάει επίμονα την κόρνα.
6.
Η ΑΝΝΑ ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Η ΣΟΦΙΑ καθισμένη στο πάτωμα κρατώντας το τιμόνι.
ΣΟΦΙΑ Γιατί κοιμάσαι; ΑΝΝΑ Νυστάζω. ΣΟΦΙΑ Κοιμάσαι συνέχεια. ΑΝΝΑ Τι άλλο να κάνω; ΣΟΦΙΑ Τα λουλούδια που φύτεψες μεγάλωσαν; ΑΝΝΑ Ξέχασα να τα ποτίσω. ΣΟΦΙΑ Και οι καρέκλες στον κήπο; Κάθεται κανείς;.... (παύση) Πλησιάζει πέντε η ώρα. ΑΝΝΑ Ωραία. ΣΟΦΙΑ Δεν σε ενοχλεί πια η κόρνα μου; ΑΝΝΑ Τη συνήθισα. Βρήκες τον Μάικ; ΣΟΦΙΑ Όχι, την κοπάνησε μάλλον. Τυχερός ο ποντικός.
Η ΣΟΦΙΑ σηκώνεται και την πλησιάζει. Κάθεται κοντά της στο κρεβάτι. Χτυπάει την κόρνα δίπλα στο αυτί της. Η ΑΝΝΑ δεν αντιδρά.
ΣΟΦΙΑ Είσαι άρρωστη; ΑΝΝΑ Όχι. ΣΟΦΙΑ Ο παππούς τι κάνει; ΑΝΝΑ Εσύ δεν τον λες ποτέ παππού. ΣΟΦΙΑ Κάπως πρέπει να τον πω. Λοιπόν; ΑΝΝΑ Δεν ξέρω. ΣΟΦΙΑ Δείχνεις άρρωστη. ΑΝΝΑ Καλά είμαι. Ίσως κρύωσα. (μικρή παύση) Στο δικό μου σπίτι δεν κρύωνα ποτέ. Ήταν μεγάλο, φωτεινό. Ο ήλιος έμπαινε από παντού. Το χειμώνα ανάβαμε το τζάκι. Καθόμασταν όλοι μαζί, εγώ, ο μπαμπάς, η μαμά και η αδελφή μου. ΣΟΦΙΑ Έχεις αδελφή; ΑΝΝΑ Ναι, είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη από μένα. (παύση) Τα καλοκαίρια πηγαίναμε διακοπές. Συνήθως στο εξωτερικό. Έχω γυρίσει σχεδόν όλη την Ευρώπη. Μ’ αρέσει πολύ το Παρίσι, δεν χορταίνω να το περπατάω. Εκεί είχαμε σχεδιάσει να πάμε και αυτό το καλοκαίρι. ΣΟΦΙΑ Και; Δεν θα πάτε;
Μεγάλη σιωπή
ΑΝΝΑ Κάτι μυρίζει εδώ μέσα. ΣΟΦΙΑ Όχι. ΑΝΝΑ Μυρίζει σου λέω, κάτι σαν ψοφίμι. ΣΟΦΙΑ Ο Μάικ θα είναι. Δεν τα κατάφερε να φύγει μάλλον ο καημενούλης μου. Πόσες μέρες να είναι ψόφιος; Θέλω να τον βρω. Θέλω να δω πως είναι ένα ποντίκι σε αποσύνθεση. ΑΝΝΑ Σταμάτα θα ξεράσω. ΣΟΦΙΑ Πρέπει να βρούμε το κουφάρι του. Να του κάνουμε τουλάχιστον μία κηδεία. (γονατίζει) Έλα ψάξε κι εσύ. ΑΝΝΑ Δεν μπορώ. Θα ξεράσω σου είπα. ΣΟΦΙΑ Έλα. Πρέπει να τον βρούμε. Σήκω! (την τραβάει) Σήκω!
Η ΑΝΝΑ γονατίζει. Διασχίζουν το δωμάτιο στα τέσσερα σε αντίθετες κατευθύνσεις.
ΣΟΦΙΑ Που στο διάολο είναι;…. Από πού έρχεται η μυρωδιά; ΑΝΝΑ (δείχνοντας προς την πόρτα) Από κει. ΣΟΦΙΑ Όχι. Δεν του άρεσε αυτή η πλευρά. Τον είχα εκπαιδεύσει να μην πηγαίνει ποτέ. Ψάξε, μην σταματάς.
Συνεχίζουν το ψάξιμο. Έρχονται αντίκρυ η μία στην άλλη. Η ΑΝΝΑ ξεσπάει σε νευρικό γέλιο.
ΑΝΝΑ Είναι τρελό αυτό κάνουμε. ΣΟΦΙΑ Ναι; ΑΝΝΑ Ψάχνουμε να βρούμε τον ψόφιο ποντικό που μπορεί να είναι ζωντανός και να παριστάνει τον ψόφιο κοριό. Ή μπορεί να έχει μεταναστεύει σε διπλανό υπόγειο, ή να κάνει το μπανάκι του σε κάποιον υπόνομο ή… ΣΟΦΙΑ Σκάσε!
Η ΑΝΝΑ γελάει δυνατά.
ΣΟΦΙΑ Μην σταματάς. Ψάξε. ΑΝΝΑ Ψάξε μόνη σου. Έχω φρικάρει με το παιχνίδι σου.
Η ΑΝΝΑ σηκώνεται. Στέκεται όρθια πάνω από τη ΣΟΦΙΑ.
ΣΟΦΙΑ Το παιχνίδι μου ε; Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις; ΑΝΝΑ Να πάω μια βόλτα. Κοίτα τι ωραία μέρα έχει έξω. ΣΟΦΙΑ Οκέι. Πήγαινε.
Η ΑΝΝΑ πηγαίνει προς την πόρτα. Πιάνει το πόμολο.
ΣΟΦΙΑ Πήγαινε! Εγώ θα μείνω εδώ.
Η ΣΟΦΙΑ γονατιστή ψάχνει στο δωμάτιο. Η ΑΝΝΑ αναποφάσιστη με το χέρι της στο πόμολο. Τελικά αφήνει το πόμολο γυρνάει προς την ΣΟΦΙΑ. Την πλησιάζει.
ΑΝΝΑ Εντάξει, θα παίξω μαζί σου.
Η ΑΝΝΑ γονατίζει και πηγαίνει αντίκρυ από τη ΣΟΦΙΑ.
ΑΝΝΑ Ο μπαμπάς πέθανε. ΣΟΦΙΑ Α! Καρκίνος; Εγκεφαλικό; Πνευμονικό οίδημα; Έμφραγμα; Τι επινόησε αυτή τη φορά; ΑΝΝΑ Δεν μου είπε. ΣΟΦΙΑ Έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Πέθανε πια. ΑΝΝΑ Δεν πέθανε. ΣΟΦΙΑ Εσύ το είπες. ΑΝΝΑ Όχι εγώ. Αυτός. ΣΟΦΙΑ Ο παππούς σου; ΑΝΝΑ Δεν είναι παππούς μου. ΣΟΦΙΑ Ούτε εμένα.
Η ΣΟΦΙΑ την αγκαλιάζει.
ΣΟΦΙΑ Πρέπει να φύγεις από δω. ΑΝΝΑ Ναι. ΣΟΦΙΑ Έπρεπε ήδη να είχες φύγει. Πριν σου πει ότι πέθανε. ΑΝΝΑ Δεν πέθανε. ΣΟΦΙΑ Και τώρα δεν είναι αργά. Προλαβαίνεις, αλλά πρέπει να βρούμε έναν τρόπο. ΑΝΝΑ Ναι, να βρούμε έναν τρόπο... να ξεκολλήσει το χέρι του. Έχει σφηνώσει ανάμεσα στα πόδια μου… Μπορώ να του το κόψω. Τι λες; Να του το κόψω; Είχες ένα μαχαίρι, που είναι; Που είναι;
Η ΑΝΝΑ σηκώνεται και ψάχνει κάτω από το μαξιλάρι. Βρίσκει το μαχαίρι και πηγαίνει στην πόρτα. Κάνει να την ανοίξει, αλλά σταματάει.
ΑΝΝΑ Όμως, όταν δεν το βάζει ο ίδιος, παίρνω το χέρι του και το βάζω μόνη μου. (παύση) Έχει καιρό να παίξει μαζί μου. Μ’ αρέσει να παίζει μαζί μου.
Η ΣΟΦΙΑ σηκώνεται και πλησιάζει την ΑΝΝΑ. Βγάζει από την τσέπη της το κομμένο πόδι του ποντικιού. Το κουνάει μπροστά στο πρόσωπο της ΑΝΝΑΣ.
ΣΟΦΙΑ Το θυμάσαι; ΑΝΝΑ Παρ’ το από μπροστά μου. ΣΟΦΙΑ Θυμήσου τη μέρα που του έκοβες το πόδι. ΑΝΝΑ Παρ’ το είπα! ΣΟΦΙΑ Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός. Θυμήσου. ΑΝΝΑ Δε θέλω.
Η ΣΟΦΙΑ το πλησιάζει στο στόμα της ΑΝΝΑΣ.
ΣΟΦΙΑ Θα στο δώσω να το φας, σου το ‘χω υποσχεθεί.
Η ΑΝΝΑ αρχίζει να ξερνάει. Ξερνώντας πηγαίνει και κάθεται στο κρεβάτι. Η ΣΟΦΙΑ την πλησιάζει εξακολουθώντας να της δείχνει το πόδι του ποντικιού.
ΣΟΦΙΑ Δεν έχεις δίκιο. Είναι αηδιαστικά ωραίο… Λοιπόν; Θυμήθηκες;
Η ΑΝΝΑ κάνει να σηκωθεί. Η ΣΟΦΙΑ την πιάνει και την πετάει πάλι στο κρεβάτι. Της σηκώνει το φόρεμα και κοιτάζει στην κοιλιά της
ΑΝΝΑ Τι κάνεις; Άσε με.
Η ΑΝΝΑ κάνει να κατεβάσει το φόρεμα. Η ΣΟΦΙΑ την εμποδίζει.
ΑΝΝΑ Άσε με!
Παλεύουν για λίγο μέχρι που η ΑΝΝΑ αρχίζει να ξερνάει πάλι. Η ΣΟΦΙΑ κάθεται δίπλα της και την αγκαλιάζει.
ΣΟΦΙΑ Το ξέρει; ΑΝΝΑ Τι πράγμα; ΣΟΦΙΑ Ξέρεις γιατί μιλάω. ΑΝΝΑ Δεν ξέρω. ΣΟΦΙΑ Ξέρεις είπα. (δείχνει την κοιλιά της) ΑΝΝΑ Τι; ΣΟΦΙΑ Μην κρύβεσαι, γνωρίζω τα συμπτώματα. Λοιπόν; Το ξέρει;
Σιωπή
ΣΟΦΙΑ (δίνοντας τον τόνο) Δεν το ξέρει. ΑΝΝΑ (επαναλαμβάνοντας) Δεν το ξέρει. ΣΟΦΙΑ Καλύτερα να μην το μάθει. ΑΝΝΑ Καλύτερα να μην το μάθει. (παύση) Και τι θα κάνω; Αν το δει; ΣΟΦΙΑ Δεν θα το δει. . Παύση
ΣΟΦΙΑ Μη φοβάσαι. Ξέρω από αυτά. ΑΝΝΑ Αλήθεια; ΣΟΦΙΑ Ναι. Η τελευταία φορά ήταν λίγο πριν έρθεις. ΑΝΝΑ Και τι έγινε; ΣΟΦΙΑ Με βλέπεις. Δεν έχω ούτε περιττό γραμμάριο. Αδύνατη σαν μοντέλο. Είμαι όμορφη. Όταν βγω από δω, αυτή τη δουλειά θα κάνω. ΑΝΝΑ Κι εγώ; ΣΟΦΙΑ Θα σε πάρω μαζί μου. ΑΝΝΑ Πήγε πέντε η ώρα.
Η ΣΟΦΙΑ χτυπάει την κόρνα.
7.
Η ΣΟΦΙΑ σκαρφαλωμένη στους ώμους της ΑΝΝΑΣ προσπαθεί να φτάσει το παράθυρο.
ΑΝΝΑ Τι βλέπεις; ΣΟΦΙΑ Κάποιους να περπατάνε. Βλέπω μόνο τα παπούτσια τους. Μόλις πέρασε μία γυναίκα που φορούσε κόκκινες γόβες. Βαθύ κόκκινο. Σαν το χρώμα που είχε το ποδήλατό μου. ΑΝΝΑ Κίτρινο δεν είπες ότι ήταν; ΣΟΦΙΑ Μπλε ήταν. Να κι άλλη μια γυναίκα, κόκκινες γόβες φοράει κι αυτή. ΑΝΝΑ Κατέβα δεν αντέχω άλλο. ΣΟΦΙΑ Περίμενε λίγο ακόμα. Βλέπω κάποιον να ‘ρχεται. Το τιμόνι, δώσε μου το τιμόνι. ΑΝΝΑ Πώς θα το πιάσω; Πρέπει να κατέβεις. ΣΟΦΙΑ Στο διάολο! Αν χτυπούσα την κόρνα θα με άκουγε. Ήταν ευκαιρία.
Η ΣΟΦΙΑ κατεβαίνει. Η ΑΝΝΑ πηγαίνει τρέχοντας σε μία γωνιά και ξερνάει. Η ΣΟΦΙΑ κοιτάζει το παράθυρο.
ΣΟΦΙΑ Μόνο έτσι μπορεί να γίνει. Να περάσει κάποιος και να χτυπήσω την κόρνα. Θα σκύψει και θα του μιλήσω. Αυτός θα ειδοποιήσει την αστυνομία και θα αποκαλυφθούν όλα. Πώς σου φαίνεται; ΑΝΝΑ Δεν ξέρω. ΣΟΦΙΑ Είναι καλή ιδέα πάντως. (παύση) Αλλά μπορεί και να μην είναι. Γιατί κάποιος να έρθει να δει από που ακούγεται μία κόρνα; Τι τον νοιάζει; Εσύ θα πήγαινες; ΑΝΝΑ Πού; ΣΟΦΙΑ Περνάς έξω από ένα σπίτι και ακούς ένα θόρυβο. Γυρνάς να δεις από πού ακούγεται ο θόρυβος; ΑΝΝΑ Ναι. ΣΟΦΙΑ Και εγώ το ίδιο. Όλοι εκεί έξω νοιάζονται για τους άλλους. ΑΝΝΑ Δεν φοβούνται. ΣΟΦΙΑ Ούτε εσύ να φοβάσαι. Έχεις εμένα. ΑΝΝΑ Θα με πάρεις μαζί; ΣΟΦΙΑ Σ’ το είπα. Δεν σ’ αφήνω μαζί του. ΑΝΝΑ Μου έλεγε ότι είσαι τρελή. Ότι φαντάζεσαι πράγματα. ΣΟΦΙΑ Έτσι λέει πάντα. Και; Τον πιστεύεις ακόμα; ΑΝΝΑ Όχι! Ξέρω ότι λέει ψέματα για τον μπαμπά μου, δεν έχει πεθάνει. Είμαι σίγουρη ότι με ψάχνει. Το νιώθω. Κι εσύ ε; ΣΟΦΙΑ Ναι και εγώ νιώθω ότι το σπίτι μου είναι εδώ κοντά. ΑΝΝΑ Είναι λίγο πιο κάτω. Το έχω δει. ΣΟΦΙΑ Πότε; Πότε το είδες; ΑΝΝΑ Πάει καιρός. Περνούσαμε απ’ έξω μ’ αυτόν, πηγαίναμε στο νοσοκομείο. Είδα και τον μπαμπά σου. Χαιρετήθηκαν. Ο παππούς –όχι παππούς, πώς τον λένε; ΣΟΦΙΑ Δεν ξέρω. Συνέχισε, τι είπαν; ΑΝΝΑ Αυτός έκανε ότι δεν τον είδε. Ο μπαμπάς σου τον σταμάτησε. Του είπε καλημέρα. Εμένα μου χάιδεψε τα μαλλιά. Και ο δικός μου μπαμπάς μού χάιδευε τα μαλλιά. ΣΟΦΙΑ Και; ΑΝΝΑ Τίποτα άλλο. Με τράβηξε απότομα και φύγαμε. Είναι ωραίος ο μπαμπάς σου. Του μοιάζεις.
Η ΣΟΦΙΑ πλησιάζει το παράθυρο και χτυπάει επίμονα την κόρνα.
8.
Η ΑΝΝΑ ξερνάει. Η ΣΟΦΙΑ γράφει.
ΑΝΝΑ Περνάει ο καιρός. Μου είπες ότι θα με βοηθήσεις. Ξέρεις από αυτά είπες. ΣΟΦΙΑ Ναι, ναι θα σε βοηθήσω. Πρέπει όμως πρώτα να βρούμε τρόπο να φύγουμε από δω. ΑΝΝΑ Πώς θα φύγουμε; Κανείς δεν ακούει την κόρνα σου. Γιατί; ΣΟΦΙΑ Δεν ξέρω τι συμβαίνει έξω. Σαν να κουφάθηκαν όλοι ξαφνικά. Βλέπω μόνο τα πόδια τους να τρέχουν. Δεν σταματούν, βιάζονται, σαν να τους κυνηγάνε. Αλλά μην ανησυχείς, έχω σκεφτεί άλλο τρόπο. ΑΝΝΑ Τι; ΣΟΦΙΑ Θα γράφω σημειώματα και θα τα πετάω έξω. Όλο και κάποιος θα τα βρει. ΑΝΝΑ Και αν δεν τα βρει; Γιατί να σκύψει κάποιος να δει όταν δεν ακούει; ΣΟΦΙΑ Θα τα βρει. Κάτι μου λέει ότι αυτό θα πετύχει. Έλα βοήθησέ με. Πρέπει να φτάσω στο παράθυρο. ΑΝΝΑ Δεν μπορώ να σε κρατήσω. Πονάει η πλάτη μου. ΣΟΦΙΑ Θα σε κρατήσω εγώ. Ανέβα εσύ. ΑΝΝΑ Δεν μπορείς να με σηκώσεις. Έχω γίνει χοντρή. Ούτε αυτός θέλει να με βλέπει. Πεινάω, όλο πεινάω. Του ζητάω φαγητό και αυτός λέει ότι δεν έχει. Μόνο λέει ότι είμαι χοντρή και δεν πρέπει να τρώω. ΣΟΦΙΑ Είναι τσιγκούνης. Ποτέ δεν μας παίρνει τίποτα. ΑΝΝΑ Έχει λεφτά; ΣΟΦΙΑ Τον έχω δει να τα μετράει. ΑΝΝΑ Πολλά; ΣΟΦΙΑ Δεν ξέρω. Κάθε πρώτη του μήνα βγαίνει έξω πολύ νωρίς, πριν ακόμα ξημερώσει. Όταν γυρνάει βγάζει τα λεφτά και τα μετράει. Μετά τα βάζει κάτω από το στρώμα. ΑΝΝΑ Όσοι βάζουν λεφτά κάτω από το στρώμα έχουν λεφτά. Είχα διαβάσει για κάποιον ζητιάνο που όταν πέθανε βρήκαν ολόκληρο θησαυρό κάτω από το στρώμα του. Και ζούσε σε τέτοια τρύπα παρέα με τα ποντίκια. Τον Μάικ δεν τον βρήκες ακόμα;
Ακούγεται το κουδούνι της πόρτας.
ΣΟΦΙΑ Άκου! ΑΝΝΑ Κάποιος χτυπάει. ΣΟΦΙΑ Δεν έχει χτυπήσει κανείς την πόρτα. Καιρό τώρα.
Ακούγεται πάλι το κουδούνι.
ΣΟΦΙΑ Δεν ανοίγει. ΑΝΝΑ Έχει μέρες να σηκωθεί από το κρεβάτι. ΣΟΦΙΑ Νομίζω ότι δεν θα τη βγάλει. Κάθε βράδυ τον ακούω να βήχει. ΑΝΝΑ Ο γιατρός τού είπε να προσέχει. Αλλά αυτός δεν προσέχει.
Η ΑΝΝΑ πηγαίνει και κουλουριάζεται στο κρεβάτι.
ΣΟΦΙΑ (απειλητικά) Άννα!
Η ΑΝΝΑ σηκώνεται.
ΣΟΦΙΑ Good girl. ΑΝΝΑ Κοίτα τι μου έκανε. (σηκώνει τη φούστα της δείχνοντας ένα σημάδι στο πόδι) Νευρίασε χθες το βράδυ όταν με φώναξε κοντά του. Μου είπε ότι πάχυνα, ότι ασχήμυνα. Πες μου είμαι άσχημη; ΣΟΦΙΑ Όχι, είσαι όμορφη. ΑΝΝΑ Πρέπει να φύγουμε από δω μέσα. ΣΟΦΙΑ Θα φύγουμε. ΑΝΝΑ Πώς; Δεν υπάρχει τρόπος. ΣΟΦΙΑ Υπάρχει, σού είπα. (σκίζοντας ένα φύλλο από το ημερολόγιό της) Να κοίτα, εδώ τα έχω γράψει όλα. Έλα βοήθησέ με λίγο. Πρέπει να φτάσω στο παράθυρο. ΑΝΝΑ Δεν θα τα καταφέρουμε. ΣΟΦΙΑ Και να μην τα καταφέρουμε είναι γέρος και άρρωστος. Σύντομα θα πεθάνει κι εμείς θα είμαστε ελεύθερες.
Σιωπή
ΣΟΦΙΑ (με απειλητικό τόνο) Είπα ελεύθερες.
Η ΣΟΦΙΑ την πλησιάζει. Της πιάνει το κεφάλι και την αναγκάζει να την κοιτάξει.
ΣΟΦΙΑ Τι είπα; ΑΝΝΑ Είπες ελεύθερες. ΣΟΦΙΑ Good girl. ΑΝΝΑ Δεν θέλω να πεθάνει. ΣΟΦΙΑ Τι; ΑΝΝΑ Δεν θέλω να πεθάνει. ΣΟΦΙΑ Δεν θέλεις; (μικρή παύση) Κοίτα τι σου έκανε. ΑΝΝΑ ...ναι.. αλλά δεν θέλω να πεθάνει. Τι θα γίνουμε μετά; Δεν έχουμε κανέναν. ΣΟΦΙΑ Έχουμε, ξέχασες; Έχουμε. Εγώ τον δικό μου μπαμπά κι εσύ τον δικό σου. Ο μπαμπάς σου θέλει να σε στείλει για σπουδές στο εξωτερικό, εσύ μου το είπες. ΑΝΝΑ Σου το είπα. ΣΟΦΙΑ Έχεις και μια αδελφή, μεγαλύτερη από σένα. Σε περιμένει, όλοι σε περιμένουν. Δεν σε περιμένουν; Θα πάτε όλοι μαζί στο Παρίσι το καλοκαίρι. Εσένα περιμένουν για να πάνε. ΑΝΝΑ Με περιμένουν... ΣΟΦΙΑ Ωραία, και τις δύο μας περιμένουν. (παύση) Όλα εκεί έξω είναι αλλιώς. Όμορφα, γαμάτα.
Η ΣΟΦΙΑ ανεβαίνει στους ώμους της ΑΝΝΑΣ και πετάει ένα χαρτί έξω από το παράθυρο.
9.
Εναλλάξ η ΣΟΦΙΑ με την ΑΝΝΑ η μία στους ώμους της άλλης να πετούν σημειώματα από το παράθυρο.
10.
Η ΑΝΝΑ με εμφανή κοιλιά.
ΑΝΝΑ Κουράστηκα, δεν γίνεται τίποτα, κανείς δεν σκύβει το κεφάλι του, κανείς δεν ακούει, κανείς δεν νοιάζεται. Γιατί δεν βλέπουν αυτό που δεν μπορούν να ακούσουν όταν ούτε τυφλοί είναι ούτε κουφοί; (παύση) Και συ δεν με βοηθάς. Κάθε μέρα γίνομαι και πιο χοντρή. Με είδε κι αυτός. Με έσπρωξε από αηδία. Μου είπε να εξαφανιστώ από μπροστά του, δεν με γουστάρει πια. ΣΟΦΙΑ Καμιά μας δεν γουστάρει. Ούτε μας μιλάει. Κάθεται όλη μέρα στο κρεβάτι ακίνητος. ΑΝΝΑ Προχθές το βράδυ άκουσα πάλι κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Δεν άνοιξε. ΣΟΦΙΑ Και χθες κάποιος ήρθε και χτύπαγε. Πάλι δεν άνοιξε. ΑΝΝΑ Τι θέλουν; Τόσο καιρό δεν ήρθε κανείς. Γιατί έρχονται τώρα; ΣΟΦΙΑ Τα σημειώματα. Κάποιος τα βρήκε. Αυτό είναι. Αν ξανάρθουν θα ανοίξω εγώ. ΑΝΝΑ Πώς; Είμαστε κλειδωμένες. ΣΟΦΙΑ Θα φωνάξω. ΑΝΝΑ Κανείς δεν ακούει. ΣΟΦΙΑ Εγώ θα φωνάξω. Θα ακούσουν. ΑΝΝΑ Με κούρασε αυτό το πράμα που κουβαλάω μέσα μου. Δεν το θέλω. Είναι εμπόδιο. Εδώ μέσα είναι μια συντροφιά αλλά όταν βγω εκεί έξω τι θα το κάνω; Τι θα πω στον μπαμπά; ΣΟΦΙΑ Μη μιλάς. Κάτι ακούω.
Πλησιάζει στο παράθυρο
ΣΟΦΙΑ Κοίτα αυτά τα παπούτσια. ΑΝΝΑ Βαρέθηκα να κοιτάζω παπούτσια να περνούν αδιάφορα από πάνω μου. ΣΟΦΙΑ Εδώ είναι ακόμα. Δεν έφυγε. ΑΝΝΑ Θα φύγει. ΣΟΦΙΑ Ίσως βρήκε το σημείωμα. ΑΝΝΑ Φώναξε!
Σιωπή
ΑΝΝΑ Είπες θα φωνάξεις. Γιατί δεν φωνάζεις; ΣΟΦΙΑ Να τώρα το διαβάζει. ΑΝΝΑ Γιατί δεν φωνάζεις; ΣΟΦΙΑ Σσσς. Θα μας ακούσει. (παύση) Κρύψου εσύ. ΑΝΝΑ Γιατί να κρυφτώ; ΣΟΦΙΑ Τον βλέπω να σκύβει. Κάνε πίσω.
Η ΑΝΝΑ πισωπατεί
ΑΝΝΑ Τι παπούτσια φοράει; ΣΟΦΙΑ Δεν έχει σημασία. ΑΝΝΑ Για μένα έχει. Πες μου, γόβες είναι πάλι; Κόκκινες; ΣΟΦΙΑ Δεν σου λέω. ΑΝΝΑ Σιχάθηκα τις κόκκινες γόβες. ΣΟΦΙΑ Δεν είναι γόβες. ΑΝΝΑ Πες μου, τι είναι; ΣΟΦΙΑ Όχι. ΑΝΝΑ Πες μου, πες μου τι παπούτσια είναι αλλιώς… ΣΟΦΙΑ Αρβύλες... μάλλον. (γελάει) ΑΝΝΑ Γιατί γελάς; ΣΟΦΙΑ Βλέπω και τις κάλτσες από μέσα. Βλέπω και τα δάχτυλά. Τρύπιες κάλτσες φοράει. Και τα δάχτυλά τρύπια είναι, γεμάτα πληγές. ΑΝΝΑ Το ‘ξερα. Δεν είναι καθωσπρέπει μάρτυρας.
Η ΑΝΝΑ γελώντας πέφτει στο κρεβάτι. Σηκώνει το μαξιλάρι και παίρνει το μαχαίρι.
ΑΝΝΑ Δεν πρόκειται να μας βρουν ποτέ. Ποτέ!
Χτυπάει με απανωτές μαχαιριές την κοιλιά της γελώντας δυνατά.
ΣΟΦΙΑ (χωρίς να την κοιτάζει) Να και άλλος ένας. Και αυτός αρβύλες φοράει. Τρύπιες κι αυτές. Ακολουθούν και άλλοι. Όλοι με αρβύλες. Τρύπιες. ΑΝΝΑ Εκεί έξω υπάρχουν αυτοί που φορούν αρβύλες και αυτοί που είναι ξυπόλητοι. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο.
Η ΣΟΦΙΑ γυρνάει προς το μέρος της ΑΝΝΑΣ. Τρέχει προς το μέρος της και προσπαθεί να της πάρει μαχαίρι. Παλεύουν. Η ΣΟΦΙΑ το παίρνει και το πετάει μακριά.
ΑΝΝΑ Το ξεφορτώθηκα. Δε με βοήθησες, εγώ όμως το ξεφορτώθηκα.
Η ΣΟΦΙΑ τής σηκώνει την φούστα. Βγάζει από κάτω την κούκλα της κατεστραμμένη. Την αγκαλιάζει.
Μεγάλη παύση
ΣΟΦΙΑ Ήταν το τελευταίο δώρο που μου πήρε ο μπαμπάς πριν αυτοκτονήσει.
Σιωπή
Ακούγεται το κουδούνι της πόρτας.
ΦΩΝΗ Αστυνομία! Ανοίξτε, αστυνομία!
Η ΣΟΦΙΑ βγάζει από την τσέπη της το κλειδί και ξεκλειδώνει την πόρτα.
11.
Μπαίνει η ΑΝΝΑ και η ΣΟΦΙΑ. Η ΣΟΦΙΑ πηγαίνει και τραβάει την κουρτίνα αποκαλύπτοντας ένα μεγαλύτερο παράθυρο. Το ανοίγει.
ΣΟΦΙΑ Τους είδες; ΑΝΝΑ Άφαντοι όλοι. ΣΟΦΙΑ Φοβήθηκαν μήπως ξηλωθούν για τα έξοδα της κηδείας. Δεν ήξεραν ότι ο παππούς είχε παραγγείλει ο ίδιος το φέρετρό του. Παύση ΣΟΦΙΑ Ούτε η μαμά ήρθε. ΑΝΝΑ Δεν της κρατάω κακία. Είχε μάθει αλλιώς. ΣΟΦΙΑ Εμείς είμαστε δυνατές. Η μαμά δεν είναι. (παύση) Καλύτερα που έφυγε. Δεν θα χωρούσαμε εδώ.
Παύση
ΑΝΝΑ Μου λείπει ο παππούς. Ήταν μια έμπνευση για μας. ΣΟΦΙΑ Μύριζε πολύ και τους ενοχλούσε. Ήταν πιο δυνατή η μπόχα του από τη δική τους. Γι’ αυτό έστειλαν την αστυνομία. ΑΝΝΑ Κλείνουν τα μάτια τους για να μη βλέπουν, τα αφτιά τους για να μην ακούν. Τη μύτη τους όμως δεν μπορούν να την κλείσουν. Θα σκάσουν.
Παύση
ΑΝΝΑ Έφερε και αυτό κάποιος χθες.
Βγάζει από την τσέπη της ένα χαρτί.
ΣΟΦΙΑ Τι είναι; ΑΝΝΑ Και άλλη ειδοποίηση από την τράπεζα. Σε λίγο ούτε αυτήν την τρύπα δεν θα έχουμε. ΣΟΦΙΑ Σαν φυλακή μοιάζει. Ένας ισοβίτης έχει τουλάχιστον την ελπίδα ότι αν δείξει καλή διαγωγή μπορεί να βγει κάποτε. ΑΝΝΑ Εμείς δεν έχουμε καμιά ελπίδα. ΣΟΦΙΑ Κανείς δεν έχει, ούτε εκεί έξω υπάρχει ελπίδα.
Η ΣΟΦΙΑ πηγαίνει και κλείνει το παράθυρο. Τραβάει την κουρτίνα. Φαίνεται μόνο το παράθυρο με τα κάγκελα. Ταυτόχρονα η ΑΝΝΑ βγαίνει έξω. Η ΣΟΦΙΑ στέκεται κάτω από το παράθυρο. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ΑΝΝΑ. Κοιτάζονται. Πλησιάζουν η μία την άλλη. Στέκονται αντίκρυ.
ΣΟΦΙΑ Καινούρια; Και γιατί σε έφεραν εδώ; Φόνος μάλλον ε; Σίγουρα γκόμενο σκότωσες. Σε κεράτωνε, σωστά; ΑΝΝΑ Κομμάτια τον έκανα τον πούστη και η αλήθεια είναι ότι ευχαριστήθηκα το κάθε λεπτό.
Η ΑΝΝΑ κοιτάζει κάπου στο δωμάτιο.
ΑΝΝΑ Βλέπω έχουμε και παρέα εδώ.
Η ΣΟΦΙΑ πηγαίνει και πιάνει το ποντίκι.
ΣΟΦΙΑ Ναι, αυτός είναι ο κολλητός μου ο Μάϊκ.
Η ΑΝΝΑ παίρνει το ποντίκι στα χέρια της και το χαϊδεύει τρυφερά.
|