ΣΑΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙ (ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ ΝΙΚΟΣ) |
![]() |
![]() |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 16:42 | |||
ΣΑΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ ΝΙΚΟΣ
Πρόσωπα του έργου:
ΤΖΟΡΤΖ ή ΓΙΩΡΓΟΣ: 15 χρόνων. Ύψος 1.85. Μαλλιά μαύρα, χτενισμένα με τζελ προς τα πάνω, σε στιλ ‘βίδες’. Ντύνεται συνήθως με μαύρα ρούχα. Μαύρο μακό μπλουζάκι, μαύρο μπουφάν, τζιν ή δερμάτινο, παντελόνι τζιν. Στο αυτί του έχει περασμένο σκουλαρίκι (ασημένιο κρίκο). ΣΑΝΤΙ ή ΚΥΡΙΑΚΗ: Φίλη του Τζορτζ. 16 χρόνων. Μακριά μαύρα μαλλιά με μια λουρίδα βαμμένη μπλε. Λεπτή, με μέτριο ύψος, 1.65. Ντύνεται κι αυτή με τζιν ρούχα. Συνήθως γκρι παντελόνι, μακό μπλουζάκι μαύρο, μπουφάν στιλ fly. Φοράει μπότες Martens. Πολλά σκουλαρίκια στο αυτί. Σκουλαρίκι στη μύτη. ΛΟΡΗ: Η αγαπημένη του Τζορτζ, το κορίτσι του. Κοντούλα, 1.58, με μαλλιά βαμμένα, πολύ ξανθά (προς το άσπρο). Πολύ κοντά κομμένα, αγορίστικα. Πολλά σκουλαρίκια στο αυτί. Σκουλαρίκι στο φρύδι. Στην ηλικία του Τζορτζ. ΚΟΥΙΝ: Φίλος με τα παραπάνω παιδιά. Όχι κολλητός. Ύψος 1.70, Λεπτός. Εμφάνιση απλή, συμβατική. 14 χρόνων. ΣΟΥ: Αδελφή του Κουίν. Καστανή. Ύψος 1.65. Κανονική. Ντύσιμο απλό. Η πιο μικρή απ’ όλα τα παιδιά. Γύρω στα 13 χρόνια. ΑΓΝΩΣΤΟΣ: Ηλικία όχι καθορισμένη με ακρίβεια. Περίπου 50 χρόνων. Μέτριος στο ύψος, 1.75. Κανονικός στις διαστάσεις. Φοράει ένα μακρύ, παλτό, μάλλινο ή δερμάτινο ή καμπαρντίνα σε χρώμα καφέ. Ένας υπάλληλος σε κατάστημα ηλεκτρονικών. Ένας αξιωματικός της αστυνομίας και δυο αστυφύλακες.
Ακόμα:
Ένας άντρας και μια γυναίκα, που προέρχονται από τον εξομοιωτή. Τρεις ακαθόριστες φιγούρες, επίσης από τον εξομοιωτή. Τρία παιδιά που προέρχονται από τον εξομοιωτή. Το ομοίωμα της Σάντι-κι αυτό προέρχεται από τον εξομοιωτή.
Οι εξομοιωτές, είναι συσκευές, που προβάλλουν στο χώρο τρισδιάστατες εικόνες. Οι εικόνες είναι ‘φυσικές’, αληθοφανείς, έτσι που εύκολα μπορούν να ξεγελάσουν κάποιον ότι είναι αληθινές. Γι’ αυτό και επειδή δεν υπάρχουν ακόμα σε ευρεία χρήση συσκευές τρισδιάστατης απεικόνισης, η όποια αναπαράσταση στο έργο γίνεται στην ιδανική περίπτωση με ανθρώπους. Οι άνθρωποι της εικονικής πραγματικότητας, τα ομοιώματα δηλαδή των ανθρώπων, για να ξεχωρίσουν από τους αληθινούς ανθρώπους στο έργο, μπορεί, είτε να εμφανίζονται ντυμένοι ομοιόμορφα στα άσπρα είτε να ‘παίζουν’ πίσω από ένα άσπρο, διάφανο πανί ή ένα μεγάλο κομμάτι διάφανο, χοντρό πλαστικό. Εναλλακτικά και χάριν προσαρμογής στους περιοριστικούς όρους του έργου περί αριθμού ηθοποιών, η αναπαράσταση μπορεί να γίνει σε video wall. Οι εξομοιωτές, θα παριστάνονται στο έργο, από απλές βιντεοκάμερες, που θα δείχνουν φθαρμένες, χρησιμοποιημένες κι όταν είναι να γίνει κάποια ‘προβολή’, θα στήνονται σε τρίποδες κι ο χώρος θα φωτίζεται πιο έντονα. Εκτός από τους εξομοιωτές, υπάρχει και η κάσκα. Αυτή προορίζεται για ατομική χρήση. Οι άλλοι δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπει ο χρήστης της κάσκας, εκτός κι αν συνδεθούν βέβαια μαζί του. Η κάσκα παριστάνεται με ένα κράνος, παρόμοιο με αυτά που χρησιμοποιούνται στα βιντεοπαιχνίδια. Σημασία έχει όλα να γίνουν με απλά μέσα. Να χρησιμοποιηθούν, όσο είναι δυνατό, απλά υλικά. Να μη δοθεί υπερβολική έμφαση στην τεχνολογία, αλλά να φανεί ότι η τεχνολογία είναι μέρος της καθημερινότητας. Προσοχή απαιτείται, ώστε να μη δοθεί στο έργο, μελλοντολογικός χαρακτήρας, ούτε να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα επιστημονικής φαντασίας. Τόπος του έργου είναι η Αθήνα. Ένας δρόμος, ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά, ένα πάρκο, το γραφείο του αξιωματικού της αστυνομίας, ένα δωμάτιο εφηβικό, αναστατωμένο. Χρόνος τα έργου είναι το 2000. Το έργο εκτυλίσσεται σε δυο πράξεις. Η πρώτη πράξη αποτελείται από εννιά σκηνές και η δεύτερη πράξη από οκτώ σκηνές. Στο έργο ακούγεται μουσική από τα συγκροτήματα: The Prodigy, Nirvana, Grave Digger, Metallica, Iron Maiden, Dark Angel, Destruction, Nightfall. Επίσης μουσική Techno, αποσπάσματα από τις Sonaten und Partiten für Violine solo του Johann Sebastian Bach. Στο τέλος του έργου, ακούγεται ένα βαλς, σε στίχους και μουσική του συγγραφέα [αποστέλλεται με ξεχωριστό αρχείο]. Τίτλος του βαλς: Παιχνίδι Παιδικό.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
ΤΖΟΡΤΖ: Αφού σου λέω ρε Σάντι! Υπάρχει το τσιπάκι αυτό! ΣΑΝΤΙ: Έλα ρε Γιώργο! Μη με κουφαίνεις! ΤΖΟΡΤΖ: Υπάρχει σου λέω! ΣΑΝΤΙ: Ω! Ρε Γιώργο είσαι αγκαούγκας! ΛΟΡΗ: Τι λέτε; Τι λέτε;
Ο Τζορτζ και η Σάντι δε δίνουν σημασία στη Λόρη.
ΤΖΟΡΤΖ: Αφού σου λέω, το έχει ο αδερφός της Σου. ΣΑΝΤΙ: Ρε Τζορτζ, αυτός είναι γκαγκάς, τελείως. Ο Κουΐν! Αυτός είναι φεύγας! Γκαγκάς! Το άτομο είναι τριπ! ΤΖΟΡΤΖ: Μα μου το είπε η Σου, ρε Σάντι!.. ΣΑΝΤΙ: Ε! Κι αυτή πού ξέρει μωρέ…δεν καταλάβαίνει τώρα…η Σου είναι χαζή… ΤΖΟΡΤΖ: Χαζή, ξεχαζή, της το ‘χει πει όμως ο Κουΐν.οι ΣΑΝΤΙ: Ρε Τζορτζ, δεν έχεις ακούσει; Αυτό το τσιπάκι δεν υπάρχει πουθενά, το ‘χουν ελάχιστοι, είναι πάρα πολύ ακριβό. Μπορεί αυτός ο γκαγκάς να ‘χει τέτοιο τσιπάκι; ΤΖΟΡΤΖ: Ρε συ Σάντι, μπορεί να ‘ναι γκαγκά το άτομο, αλλά μη μιλάς έτσι γι’ αυτόν, είναι φιλαράκι μου.
ΣΑΝΤΙ: Εντάξει, δε μιλάω έτσι. Αυτός ο γκαγκάς πάντως αποκλείεται να το ‘χει. ΤΖΟΡΤΖ: Μα…μπορεί να…γκαγκάς, ξεγκαγκάς όμως, ασχολείται με τα ηλεκτρονικά. Όλη μέρα ασχολείται μόνο με αυτά. Εσύ εξάλλου δε λες ότι είναι τριπάτος; ΣΑΝΤΙ: Ναι, αλλά χαζοτριπάτος, δεν είναι είναι τριπάτος. Κι αυτό το τριπ…αυτό το τσιπ, σου δίνει το τριπ, το…το…, δεν έχεις ακούσει τι λένε ρα Τζορτζ γι’ αυτό το τριπ; Γι’ αυτό το τσιπάκι; Ότι σου δίνει το μμ…το μεγαλύτερο τριπ απ’ όλα. Το τριπ του φόβου. Άμα κάνεις αυτό το τριπ, άμα αντέξεις αυτό το τριπ, μετά είσαι βασιλιάς δικέ μου. ΤΖΟΡΤΖ: Γι’ αυτό σου λέω ρε Σάντι, πρέπει να τον βρούμε, να τον ρωτήσουμε αν το ‘χει. ΣΑΝΤΙ: Ρε Γιώργο και θα μας το δώσει άμα το ΄χει; Αφού το άτομο είναι γκαγκά, δε δίνει τίποτε, είναι αγκαούγκας. Είναι μεγάλος μαλάκας αδερφέ μου! ΤΖΟΡΤΖ: Μι μιλάς ρε Σάντι έτσι για το φιλαράκι μου!.. ΣΑΝΤΙ: Έλα ρε Γιώργο που είναι φιλαράκι σου! Εντάξει, δεν ξαναμιλάω γι’ αυτόν έτσι… ΤΖΟΡΤΖ: Εγώ σου λέω πάντως Σάντι, ότι το έχει το τσιπάκι. ΣΑΝΤΙ: Ω! καημένε, είσαι κολλημένος! Έχεις κόλλημα δικέ μου! Τι κατέβασες; Τι χάπι πήρες; Πες μου! ΤΖΟΡΤΖ: Αυτό που πήρες κι εσύ μωρή! ΣΑΝΤΙ: Βρε μπας κι έχεις τίποτε άλλα χάπια, καινούργια και δε μου τα δείχνεις; Τι κόλλημα είναι αυτό δικέ μου που ‘χεις πάθει; Πήγαινε ρώτησέ τον, αφού έχεις τέτοιο κόλλημα. Αλλά σου λέω, το άτομο είναι ακατάληπτο, είναι μπουρούχας. Δεν πρόκειται να στο δώσει και να το έχει το τσιπάκι. Κι έπειτα και να στο δώσει, πώς θα το χρησιμοποιήσεις χριστιανέ μου; Πώς θα το χρησιμοποιήσεις δικέ μου; Ξέρεις εσύ από τσιπάκια; ΤΖΟΡΤΖ: Θα μου δείξει αυτός. ΣΑΝΤΙ: Α! Θα σου δείξει κιόλας! ΤΖΟΡΤΖ: Ε! Τι θα το κάνω ρε Σάντι! Πώς θα το… Θα το βάλω στον εξομοιωτή και θα το χρησιμοποιήσω. Κάπως θα μπαίνει μέσα. ΣΑΝΤΙ: Και το πουλί σου κάπως μπαίνει μέσα! Ε! Δε παίζεσαι! Τώρα που θα πάμε στο μαγαζί για τον …Πάμε τώρα να πάρουμε τους εξομοιωτές απ’ το σέρβις κι άσε τώρα τα τσιπάκια. Και ρώτα εκεί στο μαγαζί, αν υπάρχει. ΤΖΟΡΤΖ: Μα τι λες ρε Σάντι! Κυκλοφορεί αυτό στα μαγαζιά; Τι είναι αυτές οι μαλακίες που λες; Ρώτα ρε! Ρώρα να σε κράξει ο άνθρωπος ρε! Ρώτα! ΛΟΡΗ: Ωχ! Σταματήστε πια! Σας βαρέθηκα! ΤΖΟΡΤΖ: Μμμμ! Φίτουκλα!
ΣΚΗΝΗ 2η
Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη, σ’ ένα κατάστημα ηλεκτρονικών. Ένας υπάλληλος.
ΤΖΟΡΤΖ: Ναι, γεια σας! Έχουμε αφήσει κάτι…εξομοιωτές για επισκευή. ΥΠΑΛΛ: Τον αριθμό σας δώστε μου…Ναι…
Ο υπάλληλος πάει σ’ ένα πάγκο, ψάχνει, βρίσκει δυο εξομοιωτές και τους φέρνει στα παιδιά.
ΥΠΑΛΛ: Ναι…Αλλάξαμε αυτή τη μικρή πλακέτα. Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα μ’ αυτές. Χρειάζεται μια προσοχή. ΣΑΝΤΙ: Συγγνώμη, να ρωτήσω κάτι; ΤΖΟΡΤΖ: Σταμάτα ρε Σάντι, μου εξηγεί ο άνθρωπος! ΥΠΑΛΛ: Και όπως έρχεται…όπως έρχεται…γίνεται η αναπαραγωγή…από δω είναι ο ήχος, από δω είναι η εικόνα. Η τρισδιάστατη. Χρειάζεται τρεις κεφαλές. Αυτή εδώ η πλακέτα είναι για τον προγραμματισμό. ΤΖΟΡΤΖ: Μπορείς να παρεμβαίνεις δηλαδή στην εξέλιξη του έργου; ΥΠΑΛΛ: Σ’ ένα βαθμό, ναι. Οπωσδήποτε. Μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα. Εξαρτάται κι απ’ το μοντέλο. Κι όλο βελτιώνονται. ΣΑΝΤΙ: Να ρωτήσω κάτι κύριε; ΥΠΑΛΛ: Παρακαλώ δεσποινίς μου. ΣΑΝΤΙ: Μπορεί να μπει σ’ αυτή τη συσκευή, ένα μικροτσίπ που να αναπαράγει το φόβο; ΥΠΑΛΛ: Λένε ότι υπάρχουν κάποια τέτοια μικροτσίπ αναπαραγωγής συναισθημάτων, αλλά…δεν υπάρχουν στο εμπόριο. ΣΑΝΤΙ: Είδες που στα ‘λεγα Τζορτζ; ΥΠΑΛΛ: Έχετε ακούσει κάτι άλλο; ΣΑΝΤΙ: Όχι, λέω ότ… ΤΖΟΡΤΖ: Σταμάτα Σάντι!! ΣΑΝΤΙ: Καλά… ΤΖΟΡΤΖ: Τι σας χρωστάμε παρακαλώ; ΥΠΑΛΛ: Αυτό πάει πενήντα ευρώ.
Ο Τζορτζ βγάζει μια πιστωτική κάρτα και τη δίνει στον υπάλληλο.
ΤΖΟΡΤΖ: Χρεώστε εδώ…
Ο υπάλληλος κάνει τη συναλλαγή. Δίνει στον Τζορτζ την κάρτα. ΤΖΟΡΤΖ: Ευχαριστώ…Γεια.
Ο Τζορτζ, η Σάντι και η Λόρη, βγαίνουν απ’ το μαγαζί.
ΣΚΗΝΗ 3η
Ο Τζορτζ, η Σάντι και η Λόρη σ’ ένα δρόμο.
ΤΖΟΡΤΖ: Αφού σου είπα να μη ρωτήσεις τίποτε ρε Σάντι! Γιατί με ξενερώνεις; ΣΑΝΤΙ: Έλα ρε Τζορτζ! Μη μασάς! Δεν τρέχει μία! Μην κολλάς! Το κολλητάν έχεις πιεί; ΤΖΟΡΤΖ: Καλά…Και τώρα πού πάμε; Πάμε κανά σινεμά; Βίλατζ; ΣΑΝΤΙ: Μπα! Βαριέμαι! Πάμε ν’ αράξουμε στο πάρκο, να κάνουμε τα γάρα μας, ε; Γουστάρεις; ΤΖΟΡΤΖ: Να ρωτήσω και τη Λόρη. ΣΑΝΤΙ: Έλα μωρέ την ψόφια! Να τη ρωτήσουμε! Αφού ό,τι και να της πεις, το κάνει. ΤΖΟΡΤΖ: Εντάξει ρε Σάντι! Μην το φτύνεις το άτομο! ΣΑΝΤΙ: Έλα! Έλα πάμε! Να το κάνετε κι εγώ να παίρνω μάτι. Να της το κάνεις κι εγώ να παίρνω μάτι καημένε! ΤΖΟΡΤΖ: Γουστάρεις Σάντι να παίρνεις μάτι, ε; ΣΑΝΤΙ: Δεν είναι κι άσχημα. Δεν κουράζεσαι. ΤΖΟΡΤΖ: Έγινε… ΣΑΝΤΙ: Θα βάλουμε και τον εξομοιωτή να παίζει τσόντες, πορνό, χαρντ κορ… ΤΖΟΡΤΖ: Γιατί δε βάζεις την κάσκα ρε συ Σάντι, να παίζει μόνο για πάρτη σου η τσόντα; ΣΑΝΤΙ: Ε! Μα γιατί θέλω να βλέπω την τσόντα και να βλέπω και το ζωντανό από δίπλα, εσάς. ΤΖΟΡΤΖ: Είσαι ανωμαλιάρα όμως! ΣΑΝΤΙ: Έλα καημένε που είμαι ανωμαλιάρα! ΤΖΟΡΤΖ: Εσένα να δούμε πότε θα σε πάρω! ΣΑΝΤΙ: Δε θα σου κάτσω μωρό μου εσένα! Με τίποτε δε σου κάθομαι! ΤΖΟΡΤΖ: Καλά… ΣΑΝΤΙ: Καλά… ΤΖΟΡΤΖ: Πάμε; ΣΑΝΤΙ: Πάμε…
ΣΚΗΝΗ 4η
Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη σ’ ένα πάρκο. Σε μέρος με γρασίδι. Ένας άντρας και μια γυναίκα, που προέρχονται απ’ τον εξομοιωτή. Ο Τζορτζ κι η Λόρη ξαπλώνουν δίπλα-δίπλα. Η Σάντι κάθεται παράμερα. Ο Τζορτζ αρχίζει να χαϊδεύει τη Λόρη. Ο άγνωστος.
ΛΟΡΗ: Ρε Τζορτζ, μας βλέπουνε! ΤΖΟΡΤΖ: Έλα μωρέ που μας βλέπουνε! Κανείς δε μας βλέπει μωράκι μου!
Ο Τζορτζ σηκώνεται. Βάζει τον εξομοιωτή να παίζει. Εμφανίζονται ένας άντρας και μια γυναίκα, που προέρχονται απ’ τον εξομοιωτή κι αρχίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Ο Τζορτζ γυρνάει πάλι δίπλα στη Λόρη.
ΤΖΟΡΤΖ: Έλα μωρό μου, έλα!
Ο Τζορτζ χαϊδεύει τη Λόρη.
ΤΖΟΡΤΖ: Σου ‘βαλα και την τσόντα να σ’ ανάψει!
Ο Τζορτζ προσπαθεί να κάνει έρωτα στη Λόρη, ενώ ο εξομοιωτής συνεχίζει να παίζει. Η Σάντι «παίρνει μάτι».
ΛΟΡΗ: Τζορτζ!... Τζορτζ προφυλακτικό! ΤΖΟΡΤΖ: Πουλοσκούφια, ε; Έχω φέρει τους Τρώες μαζί μου, εντάξει, μη μασάς!
Ο Γιώργος «ανεμίζει» ένα προφυλακτικό μάρκας Trojan. ΛΟΡΗ: Είναι ανάγκη Τζορτζ να μας βλέπει κι αυτή; ΤΖΟΡΖ: Αφού μωρό μου τη βρίσκει να παίρνει μάτι, τι σε πειράζει; ΛΟΡΗ: Γιατί δεν πάμε σπίτι μου να το κάνουμε; ΤΖΟΡΤΖ: Έλα ρε Λόρη τώρα! Δε γουστάρεις να ‘σαι στο πάρκο; Ε;; Ατμόσφαιρα!
Στο βάθος εμφανίζεται ένας περαστικός, ένας άγνωστος. Η Λόρη, σταματάει τα χάδια. Ο εξομοιωτής συνεχίζει την προβολή.
ΛΟΡΗ: Ρε Τζορτζ! Τζορτζ κάποιος μας βλέπει! ΤΖΟΡΤΖ: Έλα βρε! Είναι απ’ το έργο! Απ’ την ταινία! ΛΟΡΗ: Δε νομίζω Τζορτζ να ‘ναι απ’ το έργο! Είναι άνθρωπος κανονικός! ΤΖΟΡΤΖ: Ρε δεν είναι άνθρωπος! ΛΟΡΗ: Μα τι δουλειά έχει ρε Γιώργο, στην τσόντα να είναι ένας ντυμένος; ΤΖΟΡΤΖ: Ω! καημένη δεν είναι άνθρωπος! Να!
Ο Τζορτζ, παίρνει μια μεγάλη πέτρα απ’ το έδαφος. Την πετάει προς τη μεριά του αγνώστου. Ο άνθρωπος πέφτει κάτω.
ΛΟΡΗ: Έπεσε! ΤΖΟΡΤΖ: Είναι απ’ το ρόλο του…Χα! Χα!
Πετάγεται κι η Σάντι
ΣΑΝΤΙ: Τζορτζ!
Ο Τζορτζ γελάει.
ΤΖΟΡΤΖ: Χα,χα,χα! ΣΑΝΤΙ: Τζορτζ, γιατί γελάς;
Ο Τζορτζ συνεχίζει να γελάει.
ΤΖΟΡΤΖ: Χα,χα,χα! ΣΑΝΤΙ: Τον χτύπησες! ΤΖΟΡΤΖ: Μα δεν είναι αληθινός! ΣΑΝΤΙ: Είναι αληθινός Τζορτζ! ΤΖΟΡΤΖ: Δεν είναι αληθινός! ΣΑΝΤΙ: Να!
Η Σάντι πάει και κλείνει τον εξομοιωτή. Εξαφανίζονται οι φιγούρες του άντρα και της γυναίκας. Μένει μόνο ο πεσμένος άγνωστος. Ο Γιώργος μένει άφωνος, απορημένος. Η Σάντι πάει πάνω απ’ τον πεσμένο άγνωστο. Πλησιάζουν κι ο Τζορτζ και η Λόρη. Ο Γιώργος τον σκουντάει με το πόδι του.
ΤΖΟΡΤΖ: Κύριος! Κύριος! Ξύπνα! Ρε! Είναι αληθινός! ΣΑΝΤΙ: (ειρωνικά) Καλημέρα! ΤΖΟΡΤΖ: Βρε! Αλήθεια είναι αληθινός! ΣΑΝΤΙ: Και τώρα τι κάνουμε; ΛΟΡΗ: Τι κάνουμε;
ΣΚΗΝΗ 5η
Ο Κουΐν με τη Σου σ’ ένα δρόμο. Περιπλανιούνται. Ο Κουΐν, φοράει στο κεφάλι του μια κάσκα τρισδιάστατης απεικόνισης. Η Σου τον καθοδηγεί, σα να είναι τυφλός.
ΚΟΥΪΝ: Τέκνον τυφλού γέροντος, Σου, τίνας χώρους αφίγμεθ’ ή τίνων ανδρών πόλιν; ΣΟΥ: Τι ‘ναι αυτά που μου λες τώρα, ρε Κουΐν; ΚΟΥΪΝ: Σου θα με σκοτώσεις! ΣΟΥ: Ε! Μα καημένε, βγάλε αυτή τη κάσκα! ΚΟΥΪΝ: Γιατί να τη βγάλω; ΣΟΥ: Για να δεις την πραγματικότητα ρε Κουΐν, να μη σκοντάφτεις. Δεν μπορώ να σέρνω έναν άχρηστο άνθρωπο μαζί μου. ΚΟΥΪΝ: Και ποια είναι η πραγματικότητα Σου; ΣΟΥ: Εεεε! Ξανά τα ίδια…Μπορείς, άμα θες να παίζεις, να βάζεις μόνο τον εξομοιωτή. Δε χρειάζεται να βάζεις και την κάσκα. ΚΟΥΪΝ: Μα άμα βάζεις μόνο τον εξομοιωτή να παίζει Σου, βλέπουν κι οι άλλοι. ΣΟΥ: Και ποιο είναι το κακό ρε Κουΐν; ΚΟΥΪΝ: Δε θέλω Σου να βλέπουν οι άλλοι, ό,τι βλέπω κι εγώ. Ούτε θέλω να βλέπω αυτά που βλέπουν κι οι άλλοι. ΣΟΥ: Κουΐν, νομίζω ότι κοντεύεις να τρελαθείς. ΚΟΥΪΝ: Τότε γιατί δε μ’ αφήνεις; ΣΟΥ: Γιατί είσαι αδερφός μου. ΚΟΥΪΝ: Αααα! Τότε θα μ’ ανεχτείς! ΣΟΥ: Ε! Αυτό κάνω Κουΐν! Σε ανέχομαι! Κανείς άλλος δε θα καθότανε μαζί σου! ΚΟΥΪΝ: Έλα τώρα! Πρόσεξε εδώ πέρα μη σκοντάψουμε και σκοτωθούμε! Άσε τα πολλά τα λόγια! ΣΟΥ: Ξέρεις Κουΐν, ανησυχώ για σένα! Γιατί είσαι ο αδερφός μου. Έχεις κολλήσει σε πράγματα που δεν υπάρχουν. ΚΟΥΪΝ: Χουχουχου! ΣΟΥ: Κουΐν ζεις με τα φαντάσματα. Δεν είναι νορμάλ αυτό. Έχεις γίνει ένα με τους ήρωές σου τους ψεύτικους. Τους χάρτινους. ΚΟΥΪΝ: Μα δεν είναι χάρτινοι! ΣΟΥ: Ουφ! ΚΟΥΪΝ: Η Λάρα Κροφτ; Ψεύτικη: Οι ήρωές μου είναι αληθινοί! ΣΟΥ: Κουΐν, δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα! ΚΟΥΪΝ: Από τη στιγμή που ζω μαζί τους, υπάρχουν όσο υπάρχω κι εγώ. ΣΟΥ: Εεε! Παλαβομάρες! Και να σου πω και κάτι Κουΐν; Πιστεύω ότι όλ’ αυτά είναι δικαιολογίες! Όσα λες για τους ήρωές σου! ΚΟΥΪΝ: Δικαιολογίες; ΣΟΥ: Το πραγματικό σου κόλλημα είναι η μαμά, ΚΟΥΪΝ: Σε παρακαλώ σταμάτα! Δε θέλω να μου μιλάς γι’ αυτό! ΣΟΥ: Όχι σταμάτα! Όσο ήταν δικιά σου μαμά, ήταν και δικιά μου. Αυτή πάει πέθανε πια. Δεν μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω με τίποτα. ΚΟΥΪΝ: Σε παρακαλώ Σου! ΣΟΥ: Ναι!.... Για να μπορείς να της επαναφέρεις όσο συχνά θέλεις, γι’ αυτό προσποιείσαι ότι έχεις κολλήσει με τους ψεύτικους ήρωές σου! Όλα τα κάνεις γι’ αυτό. Για να ‘χεις μιά δικαιολογία για το αληθινό σου κόλλημα. ΚΟΥΪΝ: Σου σταμάτα! Σταμάτα! Με νευριάζεις! ΣΟΥ: Σταματώ…σταματώ…Νομίζεις δεν έχω καταλάβει γιατί βάζεις την κάσκα; Δεν είναι που δε θέλεις να δούμε τους ήρωές σου. Είναι που δε θέλεις να δούμε την εικόνα της μητέρας μας. Που την επαναφέρεις ξανά και ξανά. Και ξανά και ξανά. ΚΟΥΪΝ: Σταμάτα είπα! ΣΟΥ: Δώσε μου την κάσκα να τη φορέσω! ΚΟΥΪΝ: Όχι! Να πας να πάρεις δική σου κάσκα! ΣΟΥ: Είσαι αλλοπαρμένος Κουΐν! Και μήπως…να σου πω και κάτι άλλο; Το ξέρω ότι έχεις και το μικροτσίπ του φόβου. ΚΟΥΪΝ: Σου, σταμάτα! ΣΟΥ: Χε! Σταμάτα! Σ’ έχω παραφυλάξει! Σ’ έχω δει! Να το βάζεις κρυφά στον εξομοιωτή σου και να παίζεις. Τη βρίσκεις με το φόβο! ΚΟΥΪΝ: Σου, σταμάτα! Αυτά είναι ανοησίες! Δεν υπάρχει αυτό το μικροτσίπ και το ξέρεις καλά! ΣΟΥ: Ξέρω ότι υπάρχει. Και ξέρω πως το έχεις. Τουλάχιστο σ’ αυτά είσαι ειδικός. Και ξέρω πως τη βρίσκεις μ’ αυτό και πως όλη μέρα, παίζεις με το φόβο κι έχεις κρυφτεί μες το φόβο. Είσαι ο άρχοντας του φόβου, φοβάσαι, αυτό είναι όλο! Και τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις; Κάποια μέρα όλα θα κάνουν ένα μπαμ, μπαμ, μπαμ και τέρμα, αυτό θα ‘ναι… ΚΟΥΪΝ: Δεν ξέρεις τι λες! Αν θέλεις συνέχισε να μ’ οδηγείς, αν δε θέλεις σήκω φύγε. Μόνο σταμάτα να μου μιλάς έτσι! ΣΟΥ: Καλά, πφ! Καημένε! Πάντως μερικά πράγματα πρέπει να τα πάρεις απόφαση. Και στα λέω, όσο κι αν θυμώνεις. Η μαμά δε ζει πια! Δεν έχει κανένα νόημα να προσποιείσαι ότι ζει. ΚΟΥΪΝ: Κι όμως ζει… ΣΟΥ: Καλά, καλά…
ΣΚΗΝΗ 6η
Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη στο πάρκο, δίπλα στον πεσμένο στο έδαφος άγνωστο. Η Σου κι ο Κουΐν. Τρεις ακαθόριστες φιγούρες που προέρχονται από τον εξομοιωτή. Ένας αξιωματικός της αστυνομίας και δυο αστυφύλακες.
ΛΟΡΗ: Και τώρα τι κάνουμε; ΤΖΟΡΤΖ: Σκάσε Λόρη, σκέφτομαι. Σάντι λέγε! ΛΟΡΗ: Τώρα τι κάνουμε; ΤΖΟΡΤΖ: Λόρη, πήγαινε και τα λέμε μετά. Άσε μας. Σπάσε!
Η Λόρη φεύγει.
ΤΖΟΡΤΖ: Λέγε Σάντι ΣΑΝΤΙ: Τι να πω…Τι να πω…πρέπει να…πρέπει να βρούμε…πρέπει να…πρέπει να ξεφορτωθούμε. Να σκεφτώ. Να σκεφτώ.
Απ’ το βάθος του δρόμου, έρχονται ο Κουΐν κι η Σου. ΤΖΟΡΤΖ: Σάντι!
Ο Τζορτζ δείχνει στη Σάντι, τον Κουΐν και τη Σου που πλησιάζουν.
ΤΖΟΡΤΖ: Κάτι πρέπει να κάνουμε!
Το πρόσωπο της Σάντι φωτίζεται σα να βρήκε κάτι. Γυρίζει προς τον Τζορτζ.
ΣΑΝΤΙ: Περίμενε!
Η Σάντι πηγαίνει στους εξομοιωτές. Τους βάζει να παίζουν.
ΣΑΝΤΙ: Τζορτζ, να είσαι φυσικός. Σαν να μη τρέχει τίποτε.
Οι εξομοιωτές παίζουν. Τρεις ακαθόριστες φιγούρες μπλέκονται μεταξύ τους. Η Σάντι πάει κάπως παράμερα και σχηματίζει ένα αριθμό στο κινητό της τηλέφωνο. Μιλάει σιγά. Οι φιγούρες κινούνται γύρω απ’ τον πεσμένο άγνωστο.
ΣΑΝΤΙ: Ναι, Αστυνομία! Ναι, ναι, στο πάρκο. Ελάτε!
Ο Κουΐν κι η Σου έχουν πλησιάσει πια. ΣΟΥ: Γεια σας παιδιά, τι κάνετε; ΣΑΝΤΙ: Γεια σας παιδιά, τι γίνεται Κουΐν; ΚΟΥΙΝ: Ποιος είναι; ΣΑΝΤΙ: Εγώ είμαι, η Σάντι. ΚΟΥΙΝ: Ποια, η Κυριακή; Οι εξομοιωτές σας κάνουν τόση φασαρία! Κλείστε τους! ΣΑΝΤΙ: Έλα βρε Κουΐν! Τι σε πειράζει; Παίζουμε ένα παιχνίδι. ΚΟΥΙΝ: Παιχνίδι; ΣΑΝΤΙ: Κάτι σαν παιχνίδι. Είναι καινούργιο. Να! Πάρε εικόνα κι εσύ να δεις!
Ο Κουΐν πατάει κάποια πλήκτρα στην κάσκα του.
ΚΟΥΙΝ: Ακατανόητο μου φαίνεται. Και πώς παίζεται; ΣΟΥ: Έλα ρε Κουΐν, πάμε να φύγουμε! ΚΟΥΙΝ: Όχι, περίμενε! Περίμενε Σου! ΣΟΥ: Αμάν! Όπου δει παιχνίδι, θέλει να παίξει κι αυτός. Σε καλό να μας βγει. ΣΑΝΤΙ: Να, πάρε! Μ’ αυτό παίζεται.
Η Σάντι δίνει στον Κουΐν ένα μπαστούνι.
ΣΑΝΤΙ: Να! Παίρνεις πόντους μ’ αυτό. Όταν χτυπάς τις φιγούρες. Έχεις καλή λήψη; Θ’ ανοίγεις χώρο μέσα απ’ τ’ αερικά…
Ο Κουΐν κουνάει το μπαστούνι στον αέρα.
ΚΟΥΙΝ: Πώς; Έτσι; ΣΑΝΤΙ: Ναι έτσι. Έτσι… ΣΟΥ: Πρόσεχε βρε Κουΐν!
Ο Κουΐν συνεχίζει να χτυπάει τον αέρα με το μπαστούνι. Η Σάντι κάνει νόημα στον Τζορτζ. Ο Τζορτζ φεύγει. Ακούγονται σειρήνες από περιπολικά. Οι φιγούρες των εξομοιωτών σβήνουν, εξαφανίζονται. Η Σάντι παίρνει τους εξομοιωτές και φεύγει τρέχοντας κι αυτή. Μένει ο Κουΐν πάνω απ’ τον πεσμένο άγνωστο, κρατώντας το μπαστούνι και κουνώντάς το πέρα-δώθε. Εμφανίζονται ένας αξιωματικός και ένας αστυφύλακας. Η Σου κοιτάζει απορημένη.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Τι συμβαίνει εδώ; ΚΟΥΙΝ: Αυτό ήταν! Τους έφαγα! Τους έφαγα!
Ο αξιωματικός απευθύνεται στον αστυφύλακα.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Πιάστον! ΣΟΥ: Μα… ΑΞΙΩΜΑΤ: Πιάστον!
ΣΚΗΝΗ 7η
Στο γραφείο του αξιωματικού της Αστυνομίας. Ο Κουΐν χωρίς την κάσκα του. Κρατάει το πρόσωπό του, το κρύβει με τα δυο του χέρια. Ο αξιωματικός που τον συνέλαβε, τον ανακρίνει.
ΚΟΥΙΝ: Σας παρακαλώ! Όχι! Μη μου το κάνετε αυτό! Μη με τυφλώνετε! ΑΞΙΩΜΑΤ: Μην κάνεις το βλαμμένο! Μην κάνεις το χαζό! Πες μου τι ακριβώς έγινε! ΚΟΥΙΝ: Πού, δεν καταλαβαίνω. ΑΞΙΩΜΑΤ: Εσύ χτύπησες αυτόν τον άνθρωπο; ΚΟΥΙΝ: Βέβαια! Βέβαια! Ήταν αερικά! Χτυπούσα! Χτυπούσα! ΑΞΙΩΜΑΤ: Γιατί τον χτύπησες; ΚΟΥΙΝ: Άλλαζα λέβελ. Λέβελ του. ΑΞΙΩΜΑΤ: Νομίζεις ότι μπορείς να με δουλέψεις νεαρέ μου; ΚΟΥΙΝ: Μα επιτέλους! Καταλάβετε τι σας λέω! Είναι απλά ένα παιχνίδι. Ίσως να είναι πιο απγκρέιντ, μα ήταν παιχνίδι, τίποτε περισσότερο. ΑΞΙΩΜΑΤ: Νεαρέ μου, χτύπησες έναν άνθρωπο. Και δεν ξέρουμε ακόμα αν θα συνέλθει. Μπορεί και να πεθάνει. Το καταλαβαίνεις; Θα τιμωρηθείς πολύ αυστηρά γι’ αυτό. Μα μας κοροϊδεύεις λοιπόν! Πες μας γιατί το έκανες! ΚΟΥΙΝ: Ήταν ο Έιμπ κι η Λάρα Κροφτ. Χτυπούσαν το δράκο του Σιάν. Με καταλαβαίνετε, δε με καταλαβαίνετε; Και μετά άλλαξα λέβελ. Και ήρθαν τα παιδιά. Και κατέβηκα απ’ το έλκηθρο. Στα παγωμένα βουνά του Θιβέτ. Μου ‘δειξαν ένα απγκρέιντ. Κι έπρεπε να κάνω χώρο μέσα απ’ τις φιγούρες. Και…Αυτό έκανα. Συγχώνευσα…Έκανα ένα τζόιν του εξομοιωτή τους με το δικό μου πόουρταμπλ… ΑΞΙΩΜΑΤ: Εεεε! Είσαι ανυπόφορος νεαρέ μου! ΚΟΥΙΝ: Δώστε μου την κάσκα μου! Σας παρακαλώ, δεν μπορώ, με τυφλώνει αυτό το φως! ΑΞΙΩΜΑΤ: Αν σ’ αφήσω χωρίς φαγητό και νερό, ίσως μπορέσεις να θυμηθείς περισσότερα. Είσαι αδιόρθωτος. Δε σ’ αντέχω άλλο.
Ο αξιωματικός βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Αφήνει τον Κουΐν μόνο του.
ΚΟΥΙΝ: Γιατί μου το κάνετε αυτό; Ήταν απλώς μια αναβάθμιση. Τίποτε περισσότερο. Είχα το φορητό μου, την κάσκα μου. Το ένωσα με τους άλλους, το ένωσα με τους σταθερούς, με τους εξομοιωτές. Τίποτε άλλο. Ήταν μόνο ένα παιχνίδι. Σαν ένα παιχνίδι. Εκεί που έχω μάθει να ζω. Όλα όσα κάνω είναι ένα παιχνίδι. Που τώρα έχασα. Κι ούτε καταλαβαίνω τι γυρεύουν από μένα. Καλά όλα τ’ άλλα. Αλλά να μου πάρουν την κάσκα μου! Αυτό είναι που δεν μπορώ ν’ αντέξω με τίποτε. Τι πρέπει να κάνω για να μου δώσουν πίσω την κάσκα μου; Αχ! Σου, γιατί έφυγες κι εσύ; Πόσο μόνος νιώθω τώρα!
ΣΚΗΝΗ 8η
Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη στο πάρκο. Κάθονται σ’ ένα Παγκάκι. Η Λόρη είναι σκυμμένη στα πόδια της και κλαίει.
ΛΟΡΗ: Τι κάνουμε τώρα; Αχ! Θεέ μου, τι κάνουμε; ΣΑΝΤΙ: Σταμάτα λοιπόν! ΛΟΡΗ: Ναι! Με τις εξυπνάδες σου! ΣΑΝΤΙ: Τι ήθελες; Να σας άφηνα εκεί; Να σας βρει η Αστυνομία; ΛΟΡΗ: Να πούμε την αλήθεια! ΣΑΝΤΙ: Ε! Είσαι πιο ηλίθια απ’ ό,τι νόμιζα! ΛΟΡΗ: Μα το φιλαράκι μας… ΣΑΝΤΙ: Ποιος είναι φιλαράκι μας μωρέ! ΛΟΡΗ: Ο Κουΐν σκύλα! Αυτός! ΣΑΝΤΙ: Σκάσε! Εμένα κανείς δεν είναι φίλος μου! ΛΟΡΗ: Τι θα κάνουμε τώρα; ΣΑΝΤΙ: Τίποτα δε θα κάνουμε! ΛΟΡΗ: Τίποτα; ΣΑΝΤΙ: Τίποτα χαζή! ΤΖΟΡΤΖ: Κι αν μιλήσουν Σάντι; ΣΑΝΤΙ: Τι; ΤΖΟΡΤΖ: Αν μας προδώσουν; Η Σου κι ο Κουΐν; Αν μας καταγγείλουν στην Αστυνομία; ΣΑΝΤΙ: Κατ’ αρχάς ο Κουΐν δεν πιάνεται. Η μαρτυρία του δεν πιάνεται. Γιατί είναι ηλίθιος και συνεχώς σε παραλήρημα. Αυτός θα ‘χει ομολογήσει κιόλας. ΤΖΟΡΤΖ: Κι η Σου; ΣΑΝΤΙ: Τι η Σου; ΤΖΟΡΤΖ: Αν μιλήσει η Σου; ΣΑΝΤΙ: Είμαστε τρεις κι είναι μόνη της. Δεν πιάνεται. Κι είναι…Είναι κι αδερφός της! ΤΖΟΡΤΖ: Ω! Ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Τι θες ρε Γιώργο; ΤΖΟΡΤΖ: Όλα τα βρίσκεις εύκολα! ΣΑΝΤΙ: Μα τι θες να σου πω; Δεν μπορώ να τα σκέφτομαι κι όλα! Έκανα εκείνο που μου φάνηκε καλύτερο εκείνη τη στιγμή. Για να γλυτώσουμε! Δεν προλάβαινα να τα σκεφτώ όλα. ΤΖΟΡΤΖ: Πάντως η Λόρη ίσως και να ‘χει δίκιο. Δεν έπρεπε να φερθούμε έτσι στο φιλαράκι μας… ΣΑΝΤΙ: Γιώργο!! ΤΖΟΡΤΖ: Τι ρε Κυριακή; Ψέματα είναι; ΣΑΝΤΙ: Ναι, Κυριακή! Σκατά! Μην είσαι χαζός! ΤΖΟΡΤΖ: Χαζός δεν ξέρω, πάντως κάναμε πουστιά! ΣΑΝΤΙ: Σήκω πήγαινε λοιπόν να τα πεις όλα! ΤΖΟΡΤΖ: Μα τον Τουτάτη, έτσι μου ‘ρχεται να κάνω! ΣΑΝΤΙ: Έλα αγόρι μου, λογικέψου! ΤΖΟΡΤΖ: Δεν είναι όλα θέμα λογικής ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Έλα μωράκι μου, έλα και θα σου κάτσω. Με την πρώτη ευκαιρία θα στο δώσω το μουνάκι μου! ΤΖΟΡΤΖ: Βρήκες την ώρα ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Εσύ δε μου λες ότι το λαχταράς κι ότι θέλεις να με πάρεις; ΤΖΟΡΤΖ: Ναι, αλλά τι σχέση έχει τωρα; ΣΑΝΤΙ: Όλα έχουν να κάνουν. Τώρα πάνω στο φόβο, η έξαψη, η καύλα, είναι πιο μεγάλη από ποτέ. Θα σε κάνω μωρό μου να φύγεις τελείως, χωρίς χάπια, χωρίς μουσική, χωρίς τσιπάκια! ΤΖΟΡΤΖ: Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Σάντι! Έλα μωρό μου! Αφήσου στην καλή σου τη Σάντι! Έλα στην καλή σου την πουτάνα! Να σε ξεσκίσει!
Η Σάντι ορμάει στον Τζορτζ, που προσπαθεί να την αποφύγει. Στο τέλος όμως υποκύπτει στα χάδια της και της ορμάει κι αυτός.
ΣΚΗΝΗ 9η
Τα δυο κορίτσια, η Σάντι κι η Λόρη, γερμένα στο παγκάκι, κοιμούνται. Ο Τζορτζ όρθιος. Έχει αρχίσει να χαράζει.
ΤΖΟΡΤΖ: Όμορφο φως του πρωινού! Όμορφη αμυγδαλιά! Για πόσο; Παιδιά που ‘μαστε κι εμείς! Δεν προλάβαμε να χαρούμε τα παιχνίδια κι αρχίσαμε το γαμήσι! Πώς έγιναν όλα έτσι! Δεν κατάλαβα το χρόνο που πέρασε! Το χρόνο! Κι όλ’ αυτά που έγιναν…Τόσο μα τόσο γρήγορα! Μα όσο γρήγορο κι αν είναι το κακό, επωάζεται σα το φίδι. Χρόνια το κουβαλάγαμε σ’ αυτές τις ερημιές! Το κακό! Δεν ξέρω. Ίσως και να ‘ναι βλακείες. Μα το ‘να έφερε το άλλο έτσι κι αλλιώς. Και μέχρι το τέλος θα πάω, γιατί μέχρι το τέλος δεν μπορώ πια να κάνω πίσω.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ 1η
Στο γραφείο του αξιωματικού της Αστυνομίας. Η Σου, ο αξιωματικός, ο Κουΐν. Ένας αστυφύλακας.
ΣΟΥ: Σας παρακαλώ κύριε αξιωματικέ! Δεν καταλαβαίνετε; Πρόκειται για παρεξήγηση. ΑΞΙΩΜΑΤ: Μα δεσποινίς μου, τι παρεξήγηση; Αυτά που μου λέτε είναι ακατανόητα. Μου λέτε ότι καθόσασταν με κάτι παιδιά κι ότι παίζατε κι ότι ξαφνικά…Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να μου πείτε! ΣΟΥ: Μα σας λέω ότι ο αδερφός μου δεν είναι τόσο καλά. Δεν το βλέπετε; Είναι όλη μέρα αφιερωμένος στον κόσμο του. Το μόνο που ασχολείται είναι να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αυτοί όλοι που σας αναφέρει, είναι ήρωες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, δεν είναι υπαρκτές προσωπικότητες. Δεν είναι υπαρκτοί άνθρωποι. ΑΞΙΩΜΑΤ: Ναι, αλλά ο άνθρωπος που χτύπησε είναι υπαρκτός. ΣΟΥ: Να πάμε να τον βρούμε. Να δείτε ότι… ΑΞΙΩΜΑΤ: Ο αδερφός σας χτύπησε έναν άνθρωπο δεσποινίς μου! ΣΟΥ: Δεν με καταλαβαίνετε πάλι! Ο αδερφός μου, έχει ένα κόλλημα. Φοράει την κάσκα του και μιλάει με την εικόνα της μητέρας μας, που έχει πεθάνει. Πολλά απ’ αυτά που λέει είναι οράματα, δεν είναι πραγματικότητες. ΑΞΙΩΜΑΤ: Εγώ ξέρω δεσποινίς μου, ότι ο αδελφός σας χτύπησε έναν άνθρωπο. Ο αδελφός σας ομολόγησε αυτή του την πράξη. ΣΟΥ: Μα δεν ομολόγησε. Αχ! Σας παρακαλώ. Προσπαθήστε να με καταλάβετε. Ήταν κάποια άλλα παιδιά. ΑΞΙΩΜΑΤ: Τι άλλα παιδιά μου λέτε; ΣΟΥ: Μα μπορείτε να ρωτήσετε και τον ίδιο τον άνθρωπο! ΑΞΙΩΜΑΤ: Εσένα περιμέναμε! Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Αν συνέλθει δεσποινίς μου! Αν συνέλθει παιδί μου… Μέχρι τότε όμως, ο αδελφός σου θα μείνει εδώ, μαζί μας. ΣΟΥ: Θα δείτε τι θα σας πει, θα δείτε τι θα σας πει! Δεν ήταν ο αδερφός μου! ΑΞΙΩΜΑΤ: Ωραία! Αυτή τη στιγμή όμως δεν μπορεί να μας το πει. Αν μας το πει κι εκείνος, όταν μπορέσει να μιλήσει, αν μπορέσει να μιλήσει, θα δούμε. ΣΟΥ: Αχ! κι εγώ τι θα κάνω ως τότε; ΑΞΙΩΜΑΤ: Θα πας σπίτι σου κια θα περιμένεις. ΣΟΥ: Σας παρακαλώ, αφήστε με λιγάκι να του μιλκήσω! Σας παρακαλώ! ΑΞΙΩΜΑΤ: Καλύτερα να πας σπίτι σου παιδί μου! ΣΟΥ: Σας παρακαλώ! ΑΞΙΩΜΑΤ: Έστω! Για λίγο!
Ο αξιωματικός σηκώνει το τηλέφωνο.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Φέρτε τον κρατούμενο μέσα.
Ένας αστυφύλακας, φέρνει τον Κουΐν στο γραφείο. Ο αξιωματικός απευθύνεται στον αστυφύλακα.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Εντάξει, άφησέ τον.
Ο αξιωματικός απευθύνεται στη Σου.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Ορίστε! Σύντομα! ΣΟΥ: Αδερφούλη μου! Κουϊνάκο μου! ΚΟΥΙΝ: Ναι; ΣΟΥ: Κουΐν, εγώ είμαι! Η Σου! ΚΟΥΙΝ: Η Σου; ΣΟΥ: Κουΐν, τι έπαθες αδερφούλη; Τι του κάνατε; ΑΞΙΩΜΑΤ: Σας παρακαλώ δεσποινίς μου! Προσέξτε τα λόγια σας! ΣΟΥ: Κουΐν, δε με αναγνωρίζεις; Είμαι η αδερφή σου, η Σου! ΚΟΥΙΝ: Θέλω την κάσκα μου! Πού είναι ο κόσμος μου; ΣΟΥ: Αδερφέ μου, πες τους ότι δεν έχεις κάνει τίποτε. Να σ’ αφήσουν ελεύθερο! Πες τους ότι ήταν ένα παιχνίδι! Κάτι σαν παιχνίδι που παίζαμε... ΚΟΥΙΝ: Θέλω μόνο την κάσκα μου! Μου πήραν τον κόσμο μου! Έχω χαθεί στις πόλεις των ανθρώπων! Τις ανυπόφορες! Ποιος θα μου δώσει το χέρι του να βαδίσω ο ανήμπορος, τώρα που έχασα το φως μου; ΣΟΥ: Αχ! Αδερφέ μου! Αχ! Κουΐν! Τι έπαθες; Πώς να σε βοηθήσω; ΚΟΥΙΝ: Καλή μου μικρή, πες τους να μου επιστρέψουν την κάσκα που μου πήραν. Αυτό είναι αρκετό. ΣΟΥ: Αχ!! ΑΞΙΩΜΑΤ: Φτάνει!
Ο αξιωματικός απευθύνεται στον αστυφύλακα.
ΑΞΙΩΜΑΤ: Πάρτον μέσα!
ΣΟΥ: Σας παρακαλώ... ΑΞΙΩΜΑΤ: Αρκετά! Πηγαίνετε! ΣΟΥ: Σας παρακαλώ...Ο αδερφός μου είναι αθώος... ΑΞΙΩΜΑΤ: Σας παρακαλώ εγώ! Εδώ, καλά-καλά, δεν ξέρουμε αν είναι αδερφός σας! Δε σας αναγνωρίζει! Σε κάθε περίπτωση, αν όπως λέτε είναι αθώος, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε να συνέλθει ο άνθρωπος που χτυπήθηκε. Πηγαίνετε!
ΣΚΗΝΗ 2η
Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη, σ’ ένα δωμάτιο εφηβικό, αναστατωμένο. Ένα κρεβάτι, ένας καναπές, μια πολυθρόνα. Ο καθένας κάθεται κάπου. Οι εξομοιωτές πεταμένοι σε μια γωνιά. Ο άγνωστος.
ΛΟΡΗ: Είδατε τι πάθαμε με τις μαλακίες σας; Όλο κάνετε τους έξυπνους και να τώρα! Με μπλέξατε και μένα! ΤΖΟΡΤΖ: Σκάσε Λόρη! ΛΟΡΗ: Όχι δε σκάω! Σκάσε, σκάσε Λόρη, αλλά τη Λόρη μπλέξατε! Για να δούμε τώρα, πώς θα ξεμπλέξουμε! ΣΑΝΤΙ: Αφού ξεμπλέξαμε. ΛΟΡΗ: Ναι! Και φορτώσαμε στον ταλαίπωρο τον Κουΐν κάτι που δεν έκανε. ΣΑΝΤΙ: Μην είσδαι χαζή! Αυτός είναι ηλίθιος! Αγκαούγκας! Θα τον αφήσουν ελεύθερο στο τέλος. Θα καταλάβουν ότι είναι ηλίθιος. ΤΖΟΡΤΖ: Σάντι! Μη μιλάς έτσι για το φιλαράκι μου! ΣΑΝΤΙ: Άσε μας κι εσύ ρε Τζορτζ! Εντάξει, δε μιλάω! ΤΖΟΡΤΖ: Λοιπόν! Και τώρα τι κάνουμε; ΣΑΝΤΙ: Σαν τι να κάνουμε; Πίνουμε τον μπάφο μας… Θες να μου ρίξεις ένα ξεβιδωματάκι; ΛΟΡΗ: Κοίτα τη μαστούρω όλη μέρα! ΣΑΝΤΙ: Σκάσε μωρή! Ζηλεύεις που σου πήρα τον άντρα! Στο χαρίζω! ΤΖΟΡΤΖ: Κορίτσια σταματήστε! Ας ηρεμήσουμε! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με ηρεμία. ΣΑΝΤΙ: Καλά, τι να κάνουμε; Δεν παθαίνουμε και τίποτα! Εντάξει εμείς, την έχουμε καθαρίσει! ΤΖΟΡΤΖ: Κι αν μιλήσει ο άγνωστος; ΣΑΝΤΙ: Ο άγνωστος; Μ’ αυτός πέθανε! ΤΖΟΡΤΖ: Τον ξέχασες τον άγνωστο Σάντι, ε;;;; πού το ξέρεις πως πέθανε; ΣΑΝΤΙ: Να μιλήσει να πει τι; ΤΖΟΡΤΖ: [ειρωνικά] Να πάει στην Αστυνομία και να πει ότι ήμασταν εμείς; ΣΑΝΤΙ: Και πού μας ξέρει ρε Τζορτζ; ΤΖΟΡΤΖ: Θα μας βρούνε ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Θα μας βρούνε; Πέθανε ρε Τζορτζ αυτός! Πάει, ψόφησε! Εκεί ήμασταν όλοι! ΤΖΟΡΤΖ: Δεν είναι σίγουρο πως πέθανε ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Έχεις κολλήσει τελείως. Και πού μας ξέρει ρε Τζορτζ; Κι έτσι να ‘ναι, πού μας ξέρει; ΤΖΟΡΤΖ: Θα μας βρούνε! ΣΑΝΤΙ: Πώς θα μας βρούνε; ΤΖΟΡΤΖ: Θα πάει, θα πει στον Κουΐν, ο Κουΐν θα πει για μας. ΣΑΝΤΙ: Δεν πρόκειται βρε να πιστέψουν τον Κουΐν. ΤΖΟΡΤΖ: Μα είναι κι η Σου ρε Σάντι. ΣΑΝΤΙ: Μμμμ! Κάτι θα σκεφτώ ρε Τζορτζ. Άσε με τώρα, γιατί ταξιδεύω, τριπάρω, δεν έχω όρεξη τώρα… ΛΟΡΗ: Να! Ταξιδεύεις, ε; ΣΑΝΤΙ: Σκάσε κι εσύ, μωρή χαμούρα! ΛΟΡΗ: Εσύ να σκάσεις! ΣΑΝΤΙ: Ω! Τα φυτά ξύπνησαν και ποτίστηκαν μόνα τους! Ρε Τζορτζ, ρίχτης έναν, να σε πάρω μάτι! Και να τη δέρνεις κι από πάνω, να ‘χει πιο πολύ χάζι! ΤΖΟΡΤΖ: Δεν έχω κέφι ρε Σάνα βάλουμε λίγη τσόντα να δούμε στον κριέιτορ; ΤΖΟΡΤΖ: Α! μπα! Δεν κάνω κέφι ρε Σάντι.
Ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα.
ΛΟΡΗ: Ωχ! ΤΖΟΡΤΖ: Σάντι!! Τι τρέχει; ΣΑΝΤΙ: Δεν ξέρω. Να δούμε ποιος είναι. Δεν πρέπει; ΤΖΟΡΤΖ: Ναι; Ποιος είναι;
Καμιά απάντηση. Ο Τζορτζ ανοίγει την πόρτα. Μπάινει μέσα ο άγνωστος.
ΤΖΟΡΤΖ: Τι θέλετε; Ποιος είστε;
Ο άγνωστος δεν απαντά.
ΤΖΟΡΤΖ: Κύριος! Τι τρέχει; ΣΑΝΤΙ: Ε! Δεν ακούς που σου μιλάει; Ποιος είσαι;
Ο άγνωστος δεν απαντά. Έχει τα χέρια στις τσέπες. Σιγή για Λίγο.
ΑΓΝΩΣΤ: Έρχομαι απ’ την Αστυνομία. ΣΑΝΤΙ: Ε, και; ΑΓΝΩΣΤ: Τους είπα ότι δεν έφταιγε σε τίποτε ο μικρός. ΣΑΝΤΙ: Δεν καταλαβαίνουμε τι λες! ΑΓΝΩΣΤ: Δεν τους είπαμ όμως ποιος έφταιγε. Μου είπαν όταν θυμηθώ, όταν θα είμαι πιο σίγουρος, να ξαναπεράσω. ΤΖΟΡΤΖ: Και τι μας νοιάζει; ΑΓΝΩΣΤ: Καλά...Τότε φεύγω. ΤΖΟΡΤΖ: Στο καλό! Και να μας γράφεις! ΣΑΝΤΙ: Περίμενε! Τι θέλεις από μας; ΑΓΝΩΣΤ: Σκέφτομαι αν πρέπει να σας καταγγείλω. ΣΑΝΤΙ: Κάνε ό,τι θέλεις! ΑΓΝΩΣΤ: Είστε σίγουροι; ΣΑΝΤΙ: Πες μας, τι θέλεις από μας; ΑΓΝΩΣΤ: Τίποτε σπουδαίο! Για να μη σας καταγγείλω, για να μην πάτε φυλακή, θα παίξετε ένα παιχνίδι. ΣΑΝΤΙ: Παιχνίδι; ΑΓΝΩΣΤ: Θα παίξετε ένα παιχνίδι. ΣΑΝΤΙ; Παιχνίδι; Τι παιχνίδι; Δεν παίζουμε τίποτε! ΑΓΝΩΣΤ: Για ν αμη σας καταγγείλω στην Ασυνομία, θα παίξετε ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι, είναι απλώς ένα παιχνίδι.
ΣΚΗΝΗ 3η
Στο γραφείο του αξιωματικού της Αστυνομίας. Η Σου, ο αξιω- Ματικός, ο Κουΐν.
ΣΟΥ: Σας το ‘πα ότι ο αδερφός μου είναι αθώος! ΑΞΙΩΜ.: Καλά δεσποινίς μου! Εντάξει! Μπορείτε να τον πάρετε και να φύγετε! Και να μη γυρνάτε έτσι, σαν τους τρελούς μες τα πάρκα, μικρά παιδιά! ΣΟΥ: Σας το ‘πα ότι ο αδερφός μου είναι αθώος. Δε σας το ‘πα; Και γιατί χρειαζόταν να τον ταλαιπωρήσετε Έτσι; ΑΞΙΩΜ: Και πώς θέλατε να ξέρουμε δεσποινίς μου, αφού τον Βρήκαμε μ’ ένα παλούκι πάνω απ’ το χτυπημένο άνθρωπο; ΣΟΥ: Ο αδερφός μου, ποτέ δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο! ΑΞΙΩΜ: Είστε τυχεροί που συνηλθε ο άνθρωπος! Ο αδερφός σας θα μπορούσε να κάνει ο,τιδήποτε...Και να τον προσέχεις! Τσακιστείτε φύγετε από δω τώρα!
Η Σου κι ο Κουΐν απομακρύνονται.
ΑΞΙΩΜ: Ε! Και πού είσαι;
Ο αξιωματικός πετάει την κάσκα του Κουΐν στα πόδια της Σου.
ΑΞΙΩΜ: Πάρε κι αυτό! Και θες μια συμβουλή; Μη του το δώσεις! Ο αδερφός σου είναι πιο πολύ ηλίθιος, παρά αθώος! ΣΟΥ: Μμμμμ!
Ο αξιωματικός κάθεται στο γραφείο του. Σκύβει στα χαρτιά Του. Η Σου αγκαλιάζει τον Κουΐν. Τα δυο παιδιά απομακρύνο- νται ξανά. Κάθονται κάτω. Αγκαλιάζονται. Η Σου κρατά τον Κουΐν προστατευτικά.
ΣΟΥ: Αδερφούλη μου! Αγαπημένε μου αδερφούλη! Τι ήταν αυτό που κοντέψαμε να πάθουμε! Τι θα γινόμουν αδερφούλη μου χωρίς εσένα; ΚΟΥΪΝ: Θα τους εκδικηθώ! Θα τους εκδικηθώ! ΣΟΥ: Καλέ μου αδερφέ! Θα σ’ έχανα αδερφούλη μου! ΚΟΥΪΝ: Θα τους εκδικηθώ! Σίγουρα! ΣΟΥ: Αυτά τα χαζά! Τα ηλίθια παιδιά! Δεν ξέρουν ούτε τι κάνουν, ούτε τι θέλουν! Δεν έχουν τρόπους καθόλου, καθόλου! Κι ό,τι θέλεις πια αδερφούλη μου! Χατίρι δε θα σου χαλάσω! Να! Πάρε και την κάσκα σου αν θέλεις! Φόρεσέ την! ΚΟΥΪΝ: Δε θέλω πια την κάσκα! Θέλω να εκδικηθώ! Και το μυαλό μου πρέπει να είναι καθαρό! Το κακό θέλει φρέσκο μυαλό!
ΣΚΗΝΗ 4η
Ο Τζορτζ. Η Σάντι κι Λόρη σ’ ένα δωμάτιο.
ΤΖΟΡΤΖ: Και τώρα τι κάνουμε; ΛΟΡΗ: Τι θα κάνουμε τώρα; ΣΑΝΤΙ: Ας κόψει το λαιμό του! Ας τον αφήσουμε! Τι μπορεί να μας κάνει; ΤΖΟΡΤΖ: Ε, ναι! Ας τον αφήσουμε... ΛΟΡΗ: Δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε. ΤΖΟΡΤΖ: Δεν είναι κι έτσι...Εγώ πάντως έχω ψιλοφρικάρει... ΣΑΝΤΙ: Έλα καημένε, γιατί; Τι μπορεί να μας κάνει; ΤΖΟΡΤΖ: Τι μπορεί να μας κάνει ρε Σάντι; Θα πάει στην Αστυνομία. Τι άλλο θές να μας κάνει; ΣΑΝΤΙ: Και τι θα πει; ΤΖΟΡΤΖ: Κάνεις τη χαζή; Θα πει ότι τον χτυπήσαμε. ΣΑΝΤΙ: Και πώς θ’ αποδείξει ότι ήμασταν εμείς; ΤΖΟΡΤΖ: Α, ρε Σάντι! Εμάς θα πιστέψουν ή αυτόν; Δεν καταλαβαίνεις ότι θα μας φωνάξουν στην Αστυνομία και θα μάθουν την αλήθεια; ΣΑΝΤΙ: Εγώ νομίζω ότι δεν έχουμε κανένα κίνδυνο. ΤΖΟΡΤΖ: Σάντι! Σάντι! Λες βλακείες! Εγώ νομίζω ότι πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι του! Δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτε. ΣΑΝΤΙ: Δε μπορώ ρε Τζορτζ! Είστε τα φιλαράκια μου! Εγώ δεν μπορώ να σας φερθώ άσχημα! ΤΖΟΡΤΖ: Μα δε θα φερθείς άσχημα στα φιλαράκια σου, καημένη! Θα φερθείς στις εικόνες τους! Δεν άκουσες τι μας ζήτησε; Θα φτιάξουμε τις εικόνες μας στους εξομοιωτές κι έπειτα, ο καθένας μας θα φέρεται όσο πιο άσχημα μπορέι στην εικόνα του άλλου. ΣΑΝΤΙ: Το ίδιο κάνει Τζορτ! ΤΖΟΡΤΖ: Έλα ρε Σάντι! Οι εικόνες είναι εικόνες! Τι φόβο έχεις από μια εικόνα; ΣΑΝΤΙ: Δεν ξέρω! Φαντάζεσαι; Να σε βρίζω, να σε χαστουκίζω; Δεν μπορώ Τζορτζ! ΤΖΟΡΤΖ: Μα δε θα το κάνεις σε μένα! Εμένα δε με πειράζει, σου δίνω το ελεύθερο! Γιατί κι εγώ θα κάνω το ίδιο, στη δικιά σου εικόνα. Θα βγάλω τ’ απωθημένα μου! ΛΟΡΗ: Τι ακριβώς θα κάνουμε; ΣΑΝΤΙ: Καλά! Εσένα, θα σου εξηγήσουμε μετά! ΛΟΡΗ: Εγώ θα φύγω! ΣΑΝΤΙ: Χα! Αυτή είναι η ευκαιρία σου! ΤΖΟΡΤΖ: Να! δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! Θα βάλουμε τους εξομοιωτές να παίζουν την εικόνα του καθενός μας. Θα είναι ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι. Θα έχει φαν, έι λοτ οφ φαν! Τι λες Σάντι; ΣΑΝΤΙ: Δεν ξέρω Τζορτζ, εγώ φοβάμαι! ΤΖΟΡΤΖ: Μα πρόκειται απλώς για ομοιώματα. Ένα ομοίωμα δεν είναι πραγματικότητα. Είναι μια εικόνα. Μια τρισδιάστατη εικόνα. ΣΑΝΤΙ: Που μπορεί όμως να παράγει πραγματικότητα. ΤΖΟΡΤΖ: Μμμμ... ΣΑΝΤΙ: Και πώς φέρεται κανείς σ’ ένα ομοίωμα; ΤΖΟΡΤΖ: Ένα ομοίωμα είναι κάτι σα φάντασμα. ΣΑΝΤΙ: Θα μπορεί κι εκείνο ν’ αντιδράσει όμως; Θα μπορεί να πει κάτι; ΤΖΟΡΤΖ: Θα το προγραμματίσουμε να κάνει τις βασικές κινήσεις. Να έχει τις βασικές αντιδράσεις. Εξάλλου σημασία έχει η δικιά μας συμπεριφορά. Πρέπει μα είναι όσο χειρότερη γίνεται. Αυτό μας τόνισε κι άγνωστος.από μας εξαρτάται. Ας μη μας φοβίζει Σάντι μια εικόνα! Τι μπορεί να μας κάνει άραγε μια εικόνα; ΣΑΝΤΙ: Αλήθεια! Τι μπορεί να μας κάνει μια εικόνα;
Η Λόρη φεύγει.
ΤΖΟΡΤΖ: Γεια σου Λόρη. ΣΑΝΤΙ: Γεια. Αυτή δεν έχει ευθύνη. Ίσως… Οι ηλίθιοι ποτέ δεν πληρώνουν.
ΣΚΗΝΗ 5η
Άδειος χώρος. Ο άγνωστος. Ο Κουΐν.
ΑΓΝΩΣ: Ήρθε λοιπόν η ώρα! Δεν μπορούν τώρα να κάνουν πισω! Κανείς από μας δεν μπορεί να κάνει πίσω απ’ αυτά που οφείλει να κάνει. Να φορέσω τις τρελές πλερέζες; Να πάρω τα ξεκούρδιστα βιολιά; Τις απροσάρμοστες ορχήστρες. Και να ορμήξω στη μέση της πλατείας. Να σερβίρω ρακιά. Και όνειρα. Και ν’ ακούσω τις νεράιδες να παίζουν. Ανάμεσα απ’ τον ήχο των νερών. Στην πατρίδα. Ανάμεσα απ’ τον ήχο των τρελών. Τα μαγεμένα φλάουτα περιμένουν αυτήν την ώρα. Τίποτα πιο λίγο, τίποτα πιο πολύ. Κανείς δεν μπορεί να πάρει εκδίκηση, αν κάτι δεν ολοκληρώσει τον κύκλο του. Κανείς δεν μπορεί να πληρώσει για κάποιον άλλον. Πάρε την κούπα σου, πιές το κρασί, τρελέ του βασιλιά. Άνοιξε την πόρτα τη μικρή, να μπούνε οι βάρβαροι. Έπαιξες, έπαιξες και νόμισες ότι μπορείς να ξεφύγεις. Ήρθε τώρα η ώρα. Να καταλάβεις κάτι. Μικρέ τσαλαπετεινέ, πρέπει να τραγουδήσεις... ΚΟΥΪΝ: Να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις τις αύλακες του εγκεφάλου! Να βλέπεις το φως που είναι μαύρο. Για μένα το φως είναι μαύρο. Δεν υπάρχουν πια τύψεις. Κι όυτε ξέρει κανείς πώς φτάσαμε ως εδώ. Γιατί τα πράγματα δεν έγιναν αλλιώς! Κι όταν καλή μου αδερφή Σου, με ρωτάς, ποια είναι η πραγματικότητα, μου ‘ρχεται να γελάσω. Εσύ, εσύ, μπορέις με σιγουριά να πεις τι είναι αληθινό; Και τι δεν είναι; Αυτά που βλέπουμε, αυτά που νιώθουμε, αυτά που γευόμαστε. Έτσι Σου, ε; έτσι δεν είναι; Μα το ίδιο είναι κι αν ξεχαστείς. Μέσα στα ομοιώματα, μέσα στις εικόνες, μες στις τρισδιάστατες απεικονίσεις. Το ίδιο δεν είναι; Τ’ αποτέλεσμα δε μετράει; Το πώς αισθάνεσαι, αυτό δεν είναι όλο κι όλο; Κι όλο μου λες για τη μητέρα. Να μην την επαναφέρω. Λες κι η μητέρα υπάρχει λιγότερο ή περισσότερο απ’ τη δικιά μου επαναφορά. Αυτός είναι ο κόσμος που έμαθα. Αυτό ξέρω να ζω. Κι αν τώρα κάνω ένα διάλειμμα για να πάρω πίσω το αίμα μου, ξέρω καλά πως στις εικόνες μου θα ξαναγυρίσω. Προς το παρόν όμως, αυτοί οι αλήτες πρέπει να τιμωρηθούν. Ας είναι καλά το τσιπάκι του φόβου. Ξέρω πώς θα τους τιμωρήσω. ΑΓΝΩΣ: Δεν είναι θέμα κύκλων. Δεν είναι θέμα εποχών. Κάθε τόσο πρέπειν να έρχομαι. Έρχομαι για να τους θυμίζω, έρχομαι για να τους φορτώνω με αναμνήσεις, έρχομαι γιατί δε γίνεται αλλιώς! Λένε ότι όλο με περιμένουν, μόνο με περιμένουν κι ότι δεν έρχομαι στην πραγματικότητα. Μα δεν είναι αλήθεια! Πάντα έρχομαι. Ακόμα κι όταν με περιμένουν, πολλές φορές έχω έρθει κι έχω φύγει και δε μ’ έχουν πάρει χαμπάρι. Ίσως είναι μια τομή μέσα στο χρόνο. Πρέπει όλοι να θυμούνται. Ο αγώνας μου είναι ένας διαρκής αγώνας απέναντι σε όσους ξεχνάνε. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι ν’ αποδέχεσαι ότι πρέπει να θυμάσαι. Ποιος είμαι άραγε; ΚΟΥΪΝ: Δε με νοιάζει τίποτ’ άλλο παρά μόνο η εκδίκηση! Τίποτ’ άλλο δεν έχει νόημα στη ζωή μου! Δε μ’ ενδιαφέρει τι θα συμβεί έπειτα, μ’ ενδιαφέρει να τιμωρηθούν! Μόνο μέσα απ’ την εκδίκηση θα ελευθερωθεί το πνεύμα μου! Και θα γαληνέψει. Μετά θα ‘χω ολοκληρώσει το έργο μου. Θα είμαι ο τιμωρός! Ο νικητής! Θα γυρανάω από εικόνα σε εικόνα σαν το πουλί, θα τσιμπάω εντυπώσεις. Ίσως και να ‘πρεπε πιο νωρίς να ‘χα βγάλει την κάσκα μου. Να δω πιο καθαρά το έργο μου! Κι είμαι σχεδόν σίγουρος πως άπειρες φορές, θα μου δοθεί η ευκαιρία, το καθήκον καλύτερα, να τιμωρήσω το κακό, με κακό! Ναι! Ένας εξαγνισμός! Αυτό ίσως είναι. Μήπως είμαι ένας ιππότης αλλοτινών εποχών;
ΣΚΗΝΗ 6η
Ο Τζορτζ, το ομοίωμα της Σάντι που προέρχεται απ’ τον εξομοιωτή, η Σάντι. Τα δυο παιδιά έχουν καταντήσει σα ζώα. Σέρνονται στο έδαφος με τα τέσσερα. Κλαίνε. Βγάζουν ακατανόητους βρυχηθμούς. Παράμερα ο άγνωστος.
Ο Τζορτζ τραγουδιστά.
ΤΖΟΡΤΖ: Και νααααα! Θάνατος! Είναι ο θάααανααατος! Σάααντι!
Το ομοίωμα της Σάντι κάνει σαν ξεκούρδιστο.
ΣΑΝΤΙ: Γιατί με βασανίζεις; Γιατί με βασανίιιιζεις; Γιατί με βασανίζεις; ΤΖΟΡΤΖ: Χα! Χα! Χα! Χα! Χα! Χα! Χα! Χα! Γιου! Χα! Χα! Χα! Χα! Χα! Γιου! Χα! Χα! Χα! Χα! ΑΓΝΩΣ: Και καθώς τα παιδιά θα βασανίζουν τα ομοιώματά τους, θα έρθει στιγμή, που το κακό θα γυρεύει όλο και περισσότερο κακό. Γιατί το κακό τρέφεται μόνο με το κακό. Το κακό θέλει όλο και πιο πολύ κακό. Και θα ‘ρθει στιγμή που και τα ομοιώματα θα βασανίζουν τα ομοιώματα. Και τα ομοιώματα θα βασανίοζυν τους ανθρώπους. Και οι εικόνες θα βασανίζονται, βασανίζοντας τις άλλες εικόνες. Τίποτα δε θα μπορεί να συνεχιστεί παρά μόνο με τον πόνο. Και τίποτε δε θα μπορεί ν’ απαλύνει τον πόνο. ΤΖΟΡΤΖ: Γκιίιι! Πιού! Πιού! Σσσσς! Οι εικονικές μου σφαίρες μου σε βρίσκουν Σάντι! Ωωωωω!
Λάμψεις βγαίνουν απ’ τους εξομοιωτές. Ακούγονται ουρλιαχτά. Τα παιδιά σέρνονται στο έδαφος. Ταραχή. Κρότοι. Ατμόσφαιρα εφιαλτική.
ΑΓΝΩΣ: Κι ο τρόμος, γίνεται τρόμος. Όσο πιο κακός γίνεται κανείς, τόσο πιο πολύ τον κυριεύει ο τρόμος. Ο τρόμος του κακού. Μέχρι τα παιδιά να καταλάβουν, ότι όσο πιο άσχημα θα φέρονται στον άλλον, τόσο το κακό θα θέλει περισσότερο κακό για να θεριέψει. Και θα ‘ναι μια ιστορίς δίχως τέλος. Κανείς δε θα ξέρει από πού άρχισε, κανείς δε θα ξέρει πού πηγαίνει. Χωρίς διάλειμμα, χωρίς σκοπό, χωρίς τίποτε. Και θα φτάσουν ώσπου να τρώνε τα περιττώματά τους και τις σάρκες τους. ΣΑΝΤΙ: Έλα λοιπόν! Έλα να πασαλειφτώ! Θέλω να πασαλειφτώ με σκατά. Έλα! Κοίτα πώς έχω τον ύφος του τρελού! Κοίτα! Ποτέ άλλοτε δε θα μπορέσω να φύγω, αν όχι τώρα!
Ακούγονται ταμπούρλα, σε σε ζούγκλα.
ΣΑΝΤΙ: Δε θα ‘χει τέλος, δε θά ‘χει τέλος! Αυτή η δυστυχία δε θα ‘χει τέλος! Το κακό μάς σπαράλιασε σα σκυκιά του πολέμου! Ο Τζορτζ, η Σάντι κι η Λόρη κάθονται αποκαμωμένοι στο έδαφος. ΣΚΗΝΗ 7η
Άδειος χώρος. Η Σου. Ο Κουΐν. Ο άγνωστος. Η κάσκα πεσμένη στο έδαφος.
ΣΟΥ: Αδερφούλη! Δε νομίζεις ότι παρατράβηξε πολύ το αστείο; ΚΟΥΪΝ: Χμ! Μμμμ! Ακόμα δεν αρχίσαμε! Χε! ΣΟΥ: Ε! Όχι! Όχι! Δεν μπορώ να το επιτρέψω άλλο αυτό! Φτάνει πια! ΚΟΥΪΝ: Σου, σταμάτα! Μαζί μου δεν είσαι; ΣΟΥ; Ναι αδερφούλη μου, αλλά...έχεις φτάσει να γίνεσαι πολύ κακός! ΚΟΥΪΝ: Ας πρόσεχαν...! Χμ! Τους βλέπεις πώς σέρνονται σα τα σκυλιά; Στο πάτωμα! Σα τα σκυλιά! Χε! ΣΟΥ: Μα αδερφέ μου, βασανίστηκαν αρκετά! ΚΟΥΪΝ: Δε βασανίστηκαν αρκετά Σου! Εσύ δε μου ‘λεγες ν’ αντιμετωπίσω την πραγματικότητα; Να ξεφύγω απ’ τη μητέρα; Να ξεφύγω απ’ την εικόνα της; να ξεφύγω απ’ τις εικόνες μου; Έτσι δε μου ‘λεγες; ΣΟΥ: Μα αν το ‘ξερα αδερφέ μου, μπορεί και να προτιμούσα να μείνεις στις εικόνες! Αν ήξερα ότι θα συμβούν όλ’ αυτά! Άστα επιτέλους τα παιδιά! Αρκετά βασανίστηκαν! ΚΟΥΪΝ: Και στο κάτω-κάτω Σου, δε τα βασανίζω εγώ. Μόνα τους βασανίζονται. ΣΟΥ: Ε, όχι και μόνα τους ακριβώς! ΚΟΥΪΝ: Έστω! Τα βασανίζει ο ξένος! Αυτουνού την τιμωρία πληρώνουν. Παίζουν το παιχνίδι του. Εγώ απλώς... ΣΟΥ: Εσύ απλώς...: ΚΟΥΪΝ: Εγώ απλώς, τους δίνω...το τελειωτικό χτύπημα, ας πούμε. Τους δίνω το φόβο! Αυτό δε γύρευαν; Ας τον πάρουν λοιπόν να ‘χουν! ΣΟΥ; Μα κι αν γύρευαν το φόβο, τον ήθελαν κάποτε σαν παιχνίδι, όχι σα μαρτύριο, όπως είναι τώρα! ΚΟΥΪΝ: Δεν ξέρω Σου, τι να σου πω! Ο φόβος δεν έρχεται όταν θες εσύ! Ο φόβος σε διαλέγει εκείνος! ΣΟΥ: Κι όμως, θα ‘πρεπε να τους λυπηθείς. Δεν είναι σωστό! ΚΟΥΪΝ: Αποκλείεται! Ξέχνα το! Πρέπει να καταλάβεις Σου, ότι δε φταίω εγώ. Αν είναι τόσο ανόητοι κι οι τρεις και πίστεψαν, ότι μπορούν να φέρονται άσχημα χωρίς να πα΄θουν τίποτε, χωρίς το κακό να εκδικηθεί, δε φταίω εγώ... Εγώ απλώς τους βρήκα σε μια στιγμή αδυναμίας, σε μια στιγμή που η ψυχολογία τους ήταν πεσμένη και βέβαια ο φόβος, ε! γίνεται τρόμος σε τέτοιες περιπτώσεις κι αποτρελαίνει. Ο φόβος αποτρελαίνει το κακό. Γι’ αυτό δε φταίω εγώ. Ας πρόσεχαν! Δεν έχει σημασία σε ποιον φέρεσαι άσχημα. Σημασία έχει αυτό που νιώθεις εσύ ο ίδιος όταν φέρεσαι άσχημα, αυτό είναι που σε τρελαίνει. Δεν μπορούσαν λοιπόν να το καταλάβουν; Αυτοί που ζούσαν μες την πραγματικότητα; ΣΟΥ: Δεν ξέρω αδερφούλη μου αυτά που μου λες. Εγώ ξέρω ότι παρατράβηξε. Σε παρακαλώ σταμάτησέ το! Βγάλε το τσιπάκι απ’ τους εξομοιωτές τους. Πέτα αυτό το τσιπάκι του φόβου! ΚΟΥΪΝ: Ακόμα! Ακόμα Σου! Είναι νωρίς! ΣΟΥ: Χίλιες φορές να έμενες με την κάσκα σου φορεμένη! Μες στην εικονική σου πραγματικότητα βουτηγμένος! Χίλιες φορές ποτέ σου να μη ξύπναγες! ΚΟΥΪΝ: Εσύ τα λες αυτά; ΣΟΥ: Ναι αδερφέ μου! Λυπάμαι να βλέπω τα παιδιά έτσι! Και να σου πω κάτι; Ακόμα κι η μητέρα… ΚΟΥΪΝ: Άσε τη μητέρα! ΣΟΥ: Ακόμα κι η μητέρα δε θα το ‘θελε! Αυτό που κάνεις! ΚΟΥΪΝ: Σου είπα, άσε τη μητέρα! ΣΟΥ: Αν μπορούσες να μιλήσεις μαζί της, αυτό θα σου ‘λεγε. Ότι δεν είναι σωστό! ΚΟΥΪΝ: Ωχ! Σου! Με παρασκότισες! Πριν μου έλεγες με τα χίλια ζόρια, να σταματήσω τα οράματά μου και τις φαντασίες μου και να προσγειωθώ στην πραγματικότητα. Και τώρα που ζω μες στην πραγματικότητα- γιατί το κακό είναι ο αφέντης της πραγματικότητας- τώρα που ζω μες στην πραγματικότητα βουτηγμένος, μου λες ότι δεν πρέπει κι ότι μακάρι να μη ζούσα στην πραγματικότητα. Αποφάσισε λοιπόν! ΣΟΥ: Α! Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε αδερφούλη! Βλέπω ότι δεν μπορούμε καθόλου να συνεννοηθούμε!
Η Σου φεύγει. Ο Κουΐν μένει μόνος.
ΚΟΥΪΝ: Λοιπόν, έγινα κι εγώ, σαν όλους εσάς, αγαπημένη μου αδερφή! Τίποτα πια δε μας χωρίζει! Είμαστε όλοι υπηρέτες. Στο κακό! Υπηρέτες! Στην αλήθεια! Πέστε το όπως θέλετε! Στην πραγματικότητα…Και μου βόλεψε τόσο πολύ τα σχέδια…Αυτός ο άγνωστος. Για μένα, αυτός ο άγνωστος, είναι ο άγγελος της εκδίκησης. Για μένα, αυτός ο άγνωστος μ’ έκανε να δω. Μ’ έκανε τιμωρό! Ίσως γίνω κι εγώ, ένας μικρός άγγελος της εκδίκησης. Όσο κι αν λέει η αδερφή μου.
Εμφανίζεται ο άγνωστος. Απευθύνεται στον Κουΐν.
ΑΓΝΩΣ: Ίσως το ταξίδι μου να πήρε τέλος. Δεν έχω και πολλά να κάνω. Ίσως ο καθένας κοντεύει να δε. Ίσως κι εσύ μικρέ μου έπαιξες αρκετά πια. Δεν είναι ανάγκη να τραβάς τόσο πολύ το παιχνίδι. One more cup of coffee ‘fore I go to the valley below… ΚΟΥΪΝ: Όχι! Όχι ακόμα! Ακόμα πρέπει λίγο να βαδίσουμε το δρόμο του κακού. Λίγο ακόμα, κάνε μου τη χάρη! ΑΓΝΩΣ: Φτάνει ως εδώ σου είπα. Ως εδώ φτάνει! Πάρε την κάσκα σου και πήγαινε ακόμα ένα ταξίδι. Και δες! Κι αν ό,τι δεις σε λυπήσει ή σ’ ευχαριστήσει, πράξε ανάλογα! ΚΟΥΪΝ: Τώρα; Τώρα που κοντεύουμε να φτάσουμε στο τέλος; Τώρα που φτάνουμε στην έσχατη νίκη; Τώρα που κοντεύουμε να τους διαλύσουμε; ΑΓΝΩΣ: Εγώ είπα! Δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω. Κάνε το τελευταίο σου ταξίδι.
Ο άγνωστος φεύγει. Ο Κουΐν μένει μόνος. Με κινήσεις που δείχνουν ότι δυσανασχετεί, ότι δεν του είναι καθόλου ευχάριστο, πλησιάζει την κάσκα. Την παίρνει απ’ το έδαφος, τη φοράει στο κεφάλι του. Περπατάει σαν τυφλός. Σα μια ιεροτελεστία. Οι κινήσεις του είναι αργές.
ΚΟΥΪΝ: Θα ταξιδεύω στις κοιλάδες του φόβου. Και θα ζητώ πάντα συγκατάβαση και κάποτε συγχώρεση. Καλή μου μητέρα. Δίδαξέ με τα δικαιώματά μου. Τι υπάρχει; Τι μένει; Τι περισσεύει; Δίδαξέ με πόσος χώρος μου αναλογεί. Άσε με να γίνω επιτέλους, άσε με να γίνω το κακό και να φτάσω στο τέλος. Έφυγες τόσο νωρίς και μ’ άφησες απροστάτευτο! Και τώρα πρέπει όλα να περάσουν απ’ τα χέρια μου. Να τα καταφέρω! Λυπήσου με!
Ο Κουΐν κλαίει μ’ αναφιλητά.
ΚΟΥΪΝ: Σε παρακαλώ! Πέρ’ απ’ αυτό άσε με να δω! Ω! Και το πιο δύσκολο απ’ όλα! Ναι! Να βγεις σαν απ’ το φίδι! Να βγει, σα χαλασμένη πληγή! Φύγεεεε!
Ο Κουΐν βγάζει την κάσκα του και την πετάει μακριά. Τρέμει ολόκληρος. Σκοτάδι απόλυτο.
ΚΟΥΪΝ: Μητέρα!
ΣΚΗΝΗ 8η
Σ’ έναν άδειο χώρο. Ο Κουΐν, η Σου, ο Τζορτζ, η Σάντι. Ο Κουΐν χωρίς την κάσκα του. ο Τζορτζ και η Σάντι πεσμένοι στο έδαφος, αναίσθητοι.
ΚΟΥΪΝ: Έλα λοιπόν Σου! Έλα!
Ο Κουΐν κι η Σου, σκύβουν πάνω απ’ τον Τζορτζ και τη Σάντι, που είναι ξαπλωμένοι στο έδαφος. Οι εξομοιωτές τους είναι πεταμένοι στο πάτωμα, σβηστοί.
ΚΟΥΪΝ: Έλα λοιπόν! Βοήθησέ με Σου!
Ο Κουΐν φροντίζει τ’ αναίσθητα παιδιά. Έχει βρεγμένα πανιά και τους πλένει το πρόσωπο. Μια τον έναν, μια τον άλλον. Ψάχνει το σώμα των δυο παιδιών, σα να ‘χουν πληγές. Ο Κουΐν τις φροντίζει. Τους χαϊδεύει το κεφάλι.
ΚΟΥΪΝ: Τζορτζ!
Ο Κουΐν σκουντάει τον Τζορτζ.
ΚΟΥΪΝ: Σάντι!
Η Σου βοηθάει κι αυτή.
ΣΟΥ: Κουνιούνται! ΚΟΥΪΝ: Ε! Βέβαια κουνιούνται! Χαζή είσαι; Έλα ξυπνήστε! Πέρασε η ώρα! Άντε!
Ο Τζορτζ κι η Σάντι αρχίζουν να συνέρχονται.
ΤΖΟΡΤΖ: Τι έγινε; Τι έγινε; ΣΟΥ: Τίποτα! Τίποτα! Όλα πέρασαν!
Η Σάντι ψάχνει το σώμα της, σα να θέλει να δει, αν έχει όλα της τα μέλη.
ΣΑΝΤΙ: Όλα εντάξει; ΚΟΥΪΝ: Όλα πέρασαν τώρα! ΣΑΝΤΙ: Τι έγινε; ΚΟΥΪΝ: Θέλετε να μιλήσουμε γι’ αυτό; ΤΖΟΡΤΖ: Μπα! Καλύτερα άστο!... ΚΟΥΪΝ: Να μην πούμε τίποτε; ΤΖΟΡΤΖ: Τι να πούμε; Πες ότι παίξαμε το Τομπ Ράιντερ δύο. Αυτό να πούμε! Και μας τέλειωσαν τα όπλα. ΣΑΝΤΙ; Νιώθω τόσο κουρασμένη! ΤΖΟΡΤΖ: Κι εγώ το ίδιο! ΣΑΝΤΙ; Ας δούμε κάτι παλιό να ξεκουραστούμε… ΤΖΟΡΤΖ: Α! Ναι!
Ο Τζορτζ πάει στους εξομοιωτές. Τους στήνει στους τρίποδες και τους βάζει σε λειτουργία. Τα φώτα χαμηλώνουν. Εμφανίζο- νται δύο παιδιά απ’ τα εξομοιωτές [στο video wall εν προκειμέ- νω] κι αρχίζουν να κάνουν κούνια. [Απ’ τις αυτοσχέδιες κούνιες, με σανίδα και χοντρό σχοινί, που στήνουν τα παιδιά σε κλαδιά δέντρων].
ΚΟΥΪΝ: Πάλι παλιά βάλατε; Τι είναι αυτό; ΣΑΝΤΙ: Να! Είναι ένα παλιό παιχνίδι! ΤΖΟΡΤΖ: Ναι! Το δίχως άλλο! ΚΟΥΪΝ: Α! Και πώς παίζεται; ΤΖΟΡΤΖ: Πας πέρα-δώθε… ΚΟΥΪΝ: Ααα! ΤΖΟΡΤΖ: Απλά προσέχεις να μη πέσεις… ΚΟΥΪΝ: Ναι, ε!, καλά…
Παίζει μουσική. Βαλς. [Οι στίχοι είναι του συγγραφέα. Και η μουσική επίσης και περιέχεται σε ξεχωριστό αρχείο που έχει σταλεί]
«Εκείνα τα καλοκαίρια Που μοιάζουν με πουλιά Αρέσουν προπάντων στα παιδιά…» ΣΑΝΤΙ: Τζορτζ! ΤΖΟΣΡΤΖ: Έλα! ΣΑΝΤΙ: Πάμε! ΤΖΟΡΤΖ: Πού; ΣΑΝΤΙ: Πάμε να χορέψουμε!! ΤΖΟΡΤΖ: Έλα ρε Σάντι! ΣΑΝΤΙ: Πάμε σου λέω! ΤΖΟΡΤΖ: Μα δεν ξέρω! ΣΑΝΤΙ: Δεν είναι τίποτε! ΤΖΟΡΤΖ: Ε, πώς! ΣΑΝΤΙ: Πάμε βρε!
… «Να χτίζουν πολιτείες στης άμμου το βυθό να ψάχνουν τον κρυμμένο θησαυρό»…
Η Σάντι παίρνει τον Τζορτζ απ’ το χέρι. Θέλει να τον κάνει να χορέψει μαζί της.
ΤΖΟΡΤΖ: Ε! ΣΑΝΤΙ: Έλα! Θα κάνεις ό,τι κάνω! ΤΖΟΡΤΖ: Μα δεν ξέρω! ΣΑΝΤΙ: Δεν πειράζει! Θα κουνάς τα πόδια πέρα-δώθε! ΤΖΟΡΤΖ: Τι χορός είν’ αυτός; ΣΑΝΤΙ; Παλιός. Βαλς, ταγκό, δεν ξέρω. Ε! Παιδιά! Σου, Κουΐν! Ελάτε! ΚΟΥΪΝ: Ε! Τι! Σιγά! ΣΟΥ: Έλα πάμε! ΚΟΥΪΝ: Μα δεν ξέρω! ΣΑΝΤΙ: Ελάτε, δεν πειράζει!
… «Γύρω-γύρω όλοι κι η φύση η παιδική να υπονομεύει την ντροπή»…
Η Σου τραβάει τον Κουΐν να χορέψουνε.
ΚΟΥΪΝ: Άντε τώρα! Τι; Χορός; Τι ‘ναι αυτά; ΣΟΥ: Έλα βρε! ΚΟΥΪΝ: Μα δεν ξέρω εγώ! Μια άλλη φορά! ΣΑΝΤΙ: Δεν υπάρχει άλλη φορά! Κάθε φορά! Ελάτε! Δεν πειράζει να ξέρετε! Σημασία έχει μόνο να χορεύεις! Γι απάντα να χορεύεις!
… «Κι έπειτα σαν τρέχουν στα πόδια της μαμάς ν’ αρχίζει το παιχνίδι της σιγουριάς.
Εκείνα τα καλοκαίρια δε μοιάζουν με βροχή αν ξέρει κανείς να τα χαρεί».
Τα παιδιά χορεύουν, αλλάζοντας κάθε τόσο ταίρι, μεταξύ τους. Οι εξομοιωτές συνεχίζουν να παίζουν της εικόνα με τα δυό παι- διά που κάνουν κούνια. Το βαλς συνεχίζει να παίζει κι αυτό. Δυ- ναμώνει. Όλα είναι λουσμένα σ’ ένα λαμπερό φως.
ΤΕΛΟΣ.
|