ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑ) |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 17:11 | |||
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Αλεξάνδρα, νέα γυναίκα, 30 – 35 χρόνων, αρχαιολόγος. Υποδύεται και την Κασσάνδρα της Τροίας. Στέργιος Αργυρίου, γύρω στα 40 – 45, προγραμματιστής υπολογιστών, σύζυγος της Αλεξάνδρας. Υποδύεται και τον Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης. Αλέξης Λάζος, γύρω στα 30, διευθυντής κατασκευαστικής εταιρίας. Υποδύεται και τον Οθρυονέα, αγαπημένο της Κασσάνδρας. Παύλος, νέος αρχαιολόγος, συνάδελφος της Αλεξάνδρας. Εισαγγελέας Κωστόπουλος, υποδύεται και τον Αγαμέμνονα. Χορός γυναικών και ανδρών της Τροίας (μπορεί να αποδοθεί off από ένα δύο πρόσωπα ) Χορός Επτά Ελικωνιάδων νυμφών, συνοδεία του Απόλλωνα (μπορεί να αποδοθεί από ένα δύο πρόσωπα εκτός σκηνής επίσης) Απόλλων
Το έργο διαδραματίζεται σε ρεαλιστικό και μυθολογικό επίπεδο εναλλάξ
ΣΗΜ 1.: Καμία σκηνή δεν απαιτεί πάνω από τρία πρόσωπα ταυτόχρονα. ΣΗΜ.2: Η πρώτη σκηνή με τη «μικρή» Αλεξάνδρα στο παράθυρο μπορεί να παραλειφθεί και ν’ αρχίσει κατευθείαν μ’ εκείνη μεγάλη).
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ 1
(Παιδική ρομαντική κρεβατοκάμαρα, παλιότερης εποχής. Μία έφηβη γύρω στα 13, κοιμάται ήσυχα στο κρεβάτι της. Ακούγεται μια βαθειά ανδρική φωνή).
ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΩΝΗ: Κασσάνδρα … Κασσάνδρα … (Η μικρή ανασηκώνεται, στέκει ακίνητη για μερικά δευτερόλεπτα) ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΩΝΗ (σα να κλαίει): Κασσάνδρα … Μ’ αγαπάς;
(Σαν υπνωτισμένη προχωρά προς το παράθυρο. Φως φεγγαριού που όλο και πλησιάζει. Ατμόσφαιρα ονειρική. Η μικρή ακουμπά στοχαστικά το μέτωπό της στο τζάμι. Η σκηνή σκοτεινιάζει. Μπαίνει μουσική με πιάνο. Σιγά – σιγά, το δωμάτιο ξαναφωτίζεται. Βλέπουμε στην ίδια στάση μια νέα γυναίκα 30 – 35 χρόνων (το κοριτσάκι που έχει μεγαλώσει). Το δωμάτιο κρατά γενικά το παλιό στυλ, αλλά έχει μετατραπεί σε συζυγική κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει ο Στέργιος με δυο φλιτζάνια τσάι).
ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Γάλα ή λεμόνι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (αφηρημένη, πάντα στο παράθυρο): Τι; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Έφερα τσάι. Τι είναι; Τι βλέπεις εκεί; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ε..; Α.. τσάι .. (πάει προς το μέρος του) Τίποτα .. Έτσι, χάζευα… ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Λοιπόν … γάλα ή λεμόνι; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Λίγο λεμόνι. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (ακουμπάει το φλυτζάνι μπροστά της): Πρόσεχε … Καίει ακόμα … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι είναι; Γιασεμί; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Σαν φραγκοστάφυλλο μου φαίνεται. (Η Αλεξάνδρα πίνει αργά. Ο Στέργιος την κοιτά έντονα). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι κοιτάς; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τους μαύρους κύκλους στα μάτια σου. Γιατί δεν παίρνεις μια άδεια; Μια βδομάδα έστω.. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Αστειεύεσαι; Τώρα στη φούρια; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ποιο τώρα; Ποια φούρια; Αυτό λες συνέχεια. Θ’ αρρωστήσεις, το ξέρεις; Τη δικαιούσαι που να πάρει … Δυο χρόνια έχεις να κάνεις διακοπές. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θα δω … ίσως αργότερα. Πάντως για τώρα αποκλείεται. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Η τοποθεσία είναι σίγουρη; Θέλω να πω .. Τόσο καιρό που ψάχνετε, κάτι δε θάχε φανεί; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως η θέση είναι σωστή. Πρέπει να υπάρχει αρχαίο κτίσμα. (πίνει) Εγώ επιμένω πως είναι γιασεμί. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Στο παράθυρο τι κοιτούσες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τίποτα.. Τι να κοιτάω μέσ’ στη νύχτα .. Σκεφτόμουν. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τις ανασκαφές; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ναι …. Έγινε κάτι σήμερα. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δηλαδή; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (αφήνει κουρασμένα το φλυτζάνι): Θα τα πούμε το πρωί . Νιώθω πολύ κουρασμένη. Πάρτο σε παρακαλώ. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι είναι αυτό τώρα; Πες μου.. Ανησυχώ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Στέργιε! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Εντάξει … εντάξει … Άμα σε πιάσει το πείσμα … (παίρνει τα φλυτζάνια, τα ακουμπά σε ένα ράφι.) … Τέσσερις πήγε. Βρυκόλακες γίναμε εδώ μέσα.. (Ξαπλώνουν. Ο Στέργιος σβήνει το πορτατίφ και κοιμάται. Η Αλεξάνδρα ανασηκώνεται λίγο και μένει με τα μάτια ανοιχτά. Ημίφως. Σιγά – σιγά η σκηνή σκοτεινιάζει και ξαναφωτίζεται από με βαθύ μπλε της νύχτας).
Σκηνή 2 (Τροία. Προχωρημένη νύχτα έξω απ’ το παλάτι του Πριάμου. Η σκηνή άδεια.)
ΦΩΝΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Κασσάνδρα … Κασσάνδρα…
(Μέσα απ’ το παλάτι βγαίνει η Κασσάνδρα (Αλεξάνδρα). Με αέρινο λευκό ρούχο, μακριά λυτά μαλλιά. Κοιτά με κούραση πάνω και γύρω της).
ΦΩΝΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Κασσάνδρα … ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: (κουρασμένα αλλά με θυμό) Τι είσαι επιτέλους εσύ που κλέβεις κάθε βράδυ τον ύπνο μου;… Τι είσαι που μαραίνεις από χρόνο σε χρόνο το μυαλό μου;… Αν δεν είμαι εγώ που παραμιλάω, αν δεν έχω ολότελα τρελαθεί κι υπάρχεις στ’ αλήθεια κάπου …, χαμήλωσε να σ’ αγγίξω απόψε... (Κοιτά επάνω τα αστέρια) Άστρα μου εσείς, που μαραίνεστε τη μέρα σαν την πριγκίπισσά σας… Άστράκια μου.. βλέπετε κάτι στα φωταγωγημένα ερέβη σας; Τίποτα … Τίποτα … … Κανείς… (Ακούγονται ψίθυροι μέσα στο σκοτάδι) Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Η βασιλοπούλα… Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάλι μόνη της.. μέσα στη νύχτα σα στοιχειό! Α ΑΝΔΡΑΣ: Κασσάνδρα η αλλοπαρμένη! Β ΑΝΔΡΑΣ: Κασσάνδρα η τρελή! (Βγαίνουν αργά μέσα απ’ το σκοτάδι κάποιες φιγούρες, κάνουν κύκλο γύρω της ψιθυρίζοντας πάλι) Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Η βασιλοπούλα… Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Σα στοιχειό… Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη της μιλάει.. Γ ΓΥΝΑΙΚΑ: Κασσάνδρα η αλλοπαρμένη.. Γ ΑΝΔΡΑΣ: Η τρελλή … Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Κασσάνδρα… Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Η βασιλοπούλα… Α ΑΝΔΡΑΣ: Μόνη της … ΌΛΟΙ ΜΑΖΙ: Σα στοιχειό μιλάει στη νύχτα!
Σκοτάδι
ΣΚΗΝΗ 3 (Απόγευμα. Ο Στέργιος κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού, διαβάζοντας εφημερίδα. Πίνει ένα ποτό. Απαλή μουσική. Χτυπάει το τηλέφωνο).
ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Λέγετε!… Έλα αγάπη μου… Πού είσαι; Πού; Ακόμα; .. Τι πράγμα; Για ξαναπές το! Είναι σίγουρο; .. Εντάξει … εντάξει… Ναι, περιμένω. Μην αργήσεις. (Κλείνει το τηλέφωνο και μένει λίγο σκεπτικός. Βάζει πάλι ποτό και ξαναβουλιάζει στην πολυθρόνα του). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Η ορχήστρα έπαιξε την εισαγωγή. Μπήκαμε στην πρώτη πράξη. (Πετάγεται και ξαναπάει στο τηλέφωνο. Παίρνει έναν αριθμό) ΣΤΕΡΓΙΟΣ (στο τηλέφωνο): Εξελίξεις. … (Απ’ έξω ακούγεται η φωνή της Αλεξάνδρας) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Στέργιε!! ΣΤΕΡΓΙΟΣ (στο τηλέφωνο): Σε κλείνω. Προχωράμε κανονικά. Act one! (Κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο. Η Αλεξάνδρα μπαίνει και ορμά πάνω του χαρούμενη). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Άπιστε Θωμά!! Τι έχεις να πεις τώρα; (τον φιλά πεταχτά εδώ κι εκεί) Για πες … για πες … Ε; ε; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι να πω; «Αληθώς ανέστη»!! Συγχαρητήρια! Τα θερμά μου συγχαρητήρια!! Πραγματικά. Είμαι πολύ συγκινημένος αγάπη μου. .. Τολμώ να πω συγκλονισμένος! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν το πιστεύω..! Δεν το πιστεύω ακόμα..! Με νιώθεις; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Όσο δεν φαντάζεσαι. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Εκεί που όλοι είχαμε απογοητευτεί, έρχεται μπροστά μου ο Παύλος και με κοιτάει χωρίς να λέει τίποτα. Τα μάτια του μόνο … Νάβλεπες τα μάτια του!!. Κατάλαβα αμέσως! Δε μπορούσε κι εκείνος να αρθρώσει λέξη απ’ τη συγκίνηση. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τελικά τι είναι; Ναός; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Όλα δείχνουν προς τα εκεί. Και κατά πάσα πιθανότητα του Απόλλωνα. Στέργιε… Καταλαβαίνεις τι σημαίνει για μένα αυτό; Οι υπολογισμοί μου.. οι μελέτες μου … ήταν όλα σωστά. Α! ! Θα τους τσακίσω τώρα! Δεν ξέρεις πόσο πάλεψα με το υπουργείο για να εγκρίνει τη χρηματοδότηση. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Για σένα; Νόμιζα πως ένας ναός του 5ου αιώνα είναι υπόθεση όλης της ανθρωπότητας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν εννοούσα .. Φυσικά και είναι. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τότε ποιους θα τσακίσεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (μόνη της): Θα τους συντρίψω… ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Εξακολουθώ να πιστεύω πως χρειάζεσαι άδεια. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Άκου .. Θυμάσαι τι σου είπα χθες; Πως έγινε κάτι; Χτες το πρωί έγινε κάτι που μ’ αναστάτωσε. Θυμάσαι; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Θυμάμαι, αλλά ομολογώ ότι δεν έδωσα και μεγάλη βάση. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Στέργιε, μ’ αγαπάς; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Έχει στ’ αλήθεια σημασία για σένα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (τον κοιτάει τρυφερά): Σ’ έχω παραμελήσει λίγο …Το ξέρω. Είναι αλήθεια, σ’ έχω παραμελήσει. Όλο αυτό το τελευταίο διάστημα βλεπόμαστε τόσο λίγο … Μιλάμε τόσο λίγο … ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Μου έχεις λείψει Αλεξάνδρα.. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Το ξέρω .. Κι εμένα … (Ο Στέργιος κάνει ένα μορφασμό) Όχι σε παρακαλώ, μη κάνεις έτσι. Μου λείπεις πραγματικά. Αλλά δε γινόταν αλλιώς … Έπειτα νόμιζα … θέλω να πω .. έδειχνες να μην ενδιαφέρεσαι κι εσύ … ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Φυσικά ενδιαφέρομαι… Δεν είμαι κάφρος (την πλησιάζει τρυφερά) Αλλά δεν είμαι και Απόλλωνας… έ..; Δεν είμαι καν ο Παύλος! Ο Παύλος … που έπαθε αφωνία απ’ τη συγκίνηση…!! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (επιθετικά): Γιατί κάθε φορά ξαναγυρίζεις στον Παύλο; ΣΤΕΡΓΙΟΣ (ήρεμα αλλά κοφτά): Γιατί ήσασταν ζευγάρι θησαυρέ μου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Πότε; Πριν εκατό χρόνια. Δεν σε ήξερα καν. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Λύσσαξες να τον πάρεις στην αποστολή όμως. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί ειδικά σήμερα; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι κάνω; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Να σου πω λοιπόν αφού δεν ξέρεις. Γιατί ζηλεύεις! Τρελαίνεσαι απ’ τη ζήλια σου κάθε φορά που κάτι κινείται στη ζωή μου. Θέλεις το ακίνδυνο μαλάκιο που γνώρισες, την φοιτητριούλα της αρχαιολογίας που δεν έβλεπε μπροστά της απ’ την καψούρα, για να την επιδεικνύεις στο σόι σου και στους ματσωμένους φίλους σου. Μια αόρατη γυναίκα θέλεις. Αυτό και τίποτα άλλο! Όπως όλοι σας. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αγάπη μου σύνελθε, δεν ξέρεις τι λες. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Με πνίγεις, το καταλαβαίνεις;;; Μου πνίγεις τη ζωή, την ψυχή!! Με στραγγαλίζεις!! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αλεξάνδρα! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Παράτα με! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Όχι κυρία μου. Δεν θα σε παρατήσω. Δε θα σου κάνω το χατίρι. Αφού θες ανοιχτά χαρτιά, άκου και τα δικά σου. Με κάνεις να νιώθω ανύπαρκτος, ξοφλημένος, ένα τίποτα και μισό, όταν επί μήνες ξεροσταλιάζω να σε περιμένω. Τρώω μόνος μου, κοιμάμαι μόνος μου, μιλάω μόνος μου! Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί τρέμω μήπως εξελιχθείς σε παγκόσμια προσωπικότητα! Εγώ έγινα αόρατος κυρά μου, όχι εσύ!! Αόρατος και μαλάκας από πάνω!! (πιο ήρεμα) Αλήθεια σε στραγγαλίζω; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Βάλε μου σε παρακαλώ ένα ποτό. Και σταμάτα να φωνάζεις. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Α, ναι.. ξέχασα. Εσένα σ’ αρέσουν οι ήρεμοι άντρες. (Η Αλεξάνδρα σηκώνεται αμίλητη, βάζει μόνη της ποτό και ακουμπά στο περβάζι του παραθύρου. Λίγα δευτερόλεπτα παύσης). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Που να με πάρει…! Γιατί τσακωνόμαστε, μου λες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (αφηρημένη): Τι σημασία έχει; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι είπες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τίποτα. Πεινάς; ΣΤΕΡΓΙΟΣ (αφήνει το ποτό του, σηκώνεται): Δεν ξέρω… Θ’ αποφασίσω στο δρόμο.. Βγαίνω να πάρω λίγο αέρα. Να φέρω τίποτα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Όχι. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (φοράει το μπουφάν του, κάνει να φύγει. Ξαναγυρίζει λίγο παιχνιδιάρικα, τρυφερά) Παγωτό; (μισοαγκαλιάζονται) Σοκολάτα με σιρόπι βύσσινο; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: (κι αυτή πιο τρυφερά) Καϊμάκι. Χωρίς σιρόπι. (Ο Στέργιος της δίνει ένα πεταχτό φιλί και βγαίνει. Η Αλεξάνδρα παραμένει σιωπηλή πάνω στο περβάζι και φτιάχνει σχήματα στο τζάμι με το δάχτυλο. Χτυπάει το τηλέφωνο. Η Αλεξάνδρα το σηκώνει). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Παρακαλώ… Ναι, ναι περιμένω, ευχαριστώ … Παύλο.. (Η σκηνή σκοτεινιάζει και ακούγονται οι ψίθυροι του χορού απ’ τη σκηνή της Τροίας). Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Η βασιλοπούλα … Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη της.. Α ΑΝΤΡΑΣ: Στο σκοτάδι… ΌΛΟΙ ΜΑΖΙ: Σα στοιχειό!!
Σκοτάδι Τέλος τέταρτης σκηνής
ΣΚΗΝΗ 5 (Το σκηνικό έξω απ’ το παλάτι της Τροίας με τον ονειρικό φωτισμό του. Η Κασσάνδρα είναι πεσμένη στη μέση του χορού των γυναικών και των αντρών που έχουν κάνει κύκλο γύρω της και σαν την περιεργάζονται). Α ΑΝΤΡΑΣ: Απόκαμε! Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Δε βγαίνει ανάσα από μέσα της… Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι ούτε τα βλέφαρα σαλεύει.. Γ ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι χλωμή σαν κέρινη.. Β ΑΝΤΡΑΣ: Σαν πεθαμένη μοιάζει… ΌΛΟΙ ΜΑΖΙ: Σαν πεθαμένη! ΦΩΝΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Κασσάνδρα… (Ο χορός δεν ακούει τη φωνή) ΦΩΝΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Κασσάνδρα… (Η Κασσάνδρα ανασηκώνεται αργά, ενώ ο χορός παραμερίζει φοβισμένος) Α ΑΝΤΡΑΣ: Κοιτάξτε! Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Η βασιλοπούλα! Β ΓΥΝΑΙΚΑ: Το αίμα ξαναγύρισε στις φλέβες της! Β ΑΝΤΡΑΣ: Αλλόκοτα πράγματα … Δαιμονικά! Γ ΓΥΝΑΙΚΑ: Κοιτάξτε την … σαν αερικό! Α ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι βλέπει μέσ’ στη νύχτα; (Αποσύρονται αργά, φοβισμένοι, στο βάθος της σκηνής. Χάνονται. Η Κασσάνδρα στέκει στη μέση της σκηνής κοιτώντας σαν υπνωτισμένη μπροστά της). ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Γιατί μιλάς αφού μιλάς χωρίς πρόσωπο; Γιατί ανεβαίνεις στη ψυχή μου και την μαστιγώνεις να τρέξει; Γιατί ανάβεις τα όνειρα και τα πετάς τόσα χρόνια στα σεντόνια μου; Παλεύω με κάτι που δεν ξέρω αν είν’ αρρώστια και κανείς δεν υπάρχει που να μην παίρνει την πάλη μου για τρέλα.. … Η μοναξιά μακραίνει τα μαλλιά της πάνω στους ώμους μου κι οι άνθρωποι με καίνε σαν πληγές… Να ξεχάσω … Και να ξεχαστώ …. Να κρυφτώ πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα στις κάμαρες των ευνούχων… πίσω απ’ τις ουρές των παγονιών που ράβουν οι αυλικοί τις βεντάλιες τους … μες’ στις φιέστες των υπουργικών πορνείων… Να χαθώ στα μεθύσια τους από δηλητήριο… στα φιλιά χωρίς πρόσωπο .. Να ταϊσω μαζί τους στα γουρούνια την ψυχή μου … … Μόνο να ξεχάσω … Έτσι που νάμαι τρελή με μια τρέλα που δεν θα ενοχλεί… Μια τρέλα ασφαλή… αποδεκτή... Ποιος θα με κατηγορήσει τότε; Ποιος θα με πει τρελή αν η τρέλα μου μοιάζει στη κοπριά τους; (Ξεσπά κοιτώντας προς τα πάνω) Ξέρω πως υπάρχεις!!! Σε μυρίζω… Σε νιώθω … Πάνω μου… γύρω μου …. Μέσα μου … Με κοιτάς.. Με χτυπάς, με ματώνεις, με γδέρνεις … χάνεσαι! ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; ΤΙ ΕΙΣΑΙ;;;
(Απ’ τα αριστερά της σκηνής ξετυλίγεται μια πυκνή γαλαζοπράσινη ομίχλη. Η Κασσάνδρα μένει παγωμένη, κοιτώντας).
ΑΠΟΛΛΩΝ (μόνο φωνή): Τα κορίτσια στη Δήλο με περιμένουν να παίξουμε… Οι πατούσες τους κιτρινίζουν απ’ τα χαμομήλια κι ο ήλιος τις γδύνει ολότελα.. Κρύβονται με τα μαλλιά τους που γυαλίζουν σαν τα μάτια σου... Μα για σένα δε θα πάω απόψε…. … Κασσάνδρα… μ’ αγαπάς; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: (ξέπνοα) Ποιος είσαι;.. ΑΠΟΛΛΩΝ (φωνή):.. Έτσι όπως στέκεις στο σκοτάδι μοιάζεις μ’ αμυγδαλιά.. Το δέντρο τραβά τον κεραυνό.. Τον σέρνει με τα κλαδιά του έξω απ’ το πελώριο διαμαντένιο κάστρο του .. αστραφτερό κι ολόγυμνο … Δεν έχει τίποτα δικό του ο κεραυνός… έξω από κείνο που σκοτώνει…. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Σκότωσέ με τότε. Κάψε με διαμάντια τα μάτια μου. Μα δείξε μου το πρόσωπό σου. ΑΠΟΛΛΩΝ (φωνή): Δεν έχω πρόσωπο… Δεν έχω πια πρόσωπο …(Αρχίζει να χάνεται στις σκέψεις του) …. Στην αρχή ψιθύρισα το όνομά της .. «Δάφνη… Δάφνη» Ήταν μισόγυμνη, γονατισμένη στο ποτάμι.. Πάλευε να πιάσει ένα φεγγάρι απ’ την ουρά. Ένα φεγγάρι γλιστερό σαν χέλι… που όλο ξέφευγε … ξέφευγε … γελούσε… αγρίευε.. ξέφευγε … Κι εκείνη βουτούσε με τα κόκκινα μαλλιά της όλο βαθύτερα … Και το φεγγάρι ξεμάκραινε … Σ’ ένα τίναγμα το αρπάζει…. Το ρούχο της σκίζεται ολότελα… οι ανεμώνες βάφουν το στήθος της … Νιώθω να σπάνε όλα μου τα αγάλματα … «Δάφνη!!!» Γύρισε καταπάνω μου ένα κατάμαυρο βλέμμα. Κι έπειτα, απόμεινε να κοιτά το ξεκαρδισμένο φεγγάρι που χανόταν στα νερά… «Φύγε», ψιθύρισε. «Φύγε εσύ που φωτίζεις όλα αυτά που θέλω να ξεχάσω. Φύγε εσύ που διαλύεις τα μισόφωτα.. Εσύ ο δολοφόνος των φεγγαριών…» Κι έπειτα έγνεψε στο δάσος. Κι εκείνο έστειλε μια μεγάλη πράσινη άμαξα και την πήρε. Έμεινα ολομόναχος κοιτάζοντας …. Το πρόσωπό μου μου είχε φέρει μόνο δυστυχία. Από τότε, μια μέρα είναι λίγο πιο μεγάλη απ’ τις άλλες. Είναι η μέρα που ξεχάστηκα σ’ ένα ποτάμι για έναν έρωτα … Για ένα παραμύθι με γυμνά κορίτσια και βουλιαγμένα φεγγάρια…. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Ό,τι και νάσαι πάρε με μακριά απ’ τον κόσμο … Πήγαινέ με σ’ ένα απ’ τα παραμύθια σου .. Σ’ ένα μαύρο παραμύθι.. Με δράκους και φίδια φαρμακερά. Μόνο πάρε με από δω … ΑΠΟΛΛΩΝ (φωνή): Οι δρόμοι φωτίστηκαν! Για γιορτή ή για πένθος; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Για πόλεμο! Γι’ άλλους γιορτή, γι’ άλλους πένθος. Πάρε με.. πάρε με μακριά απ’ τα μαχαίρια τους… ΑΠΟΛΛΩΝ: (φωνή) Κι αν είμαι κι εγώ ένα μαχαίρι από φως;.. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Πέφτω πάνω σου! Μόνο φανέρωσε ποιος είσαι!! (Η ομίχλη μεγαλώνει, πυκνώνει και φωτίζεται πιο πολύ) ΑΠΟΛΛΩΝ (φωνή): Είμαι αυτός που φωτίζει μεσάνυχτα τις πέτρες στα δαχτυλίδια σου. (Απ’ την ομίχλη εμφανίζεται ο χορός των επτά νυμφών)
ΧΟΡΙΚΟ ΕΛΙΚΩΝΙΑΔΩΝ: Μακρύ γιορντάνι εννιάπηχο πλεγμένο κεχριμπάρι και χρυσό ήταν το τάμα της Λητώς στις αργυρές ομίχλες. Εκεί που η καρδιά του Δία χτυπώντας ορίζει τον ρυθμό των άστρων. Κι η Ίρις, πιο ελαφριά από σκιά φέρνει ολύμπιο μήνυμα να γεννηθεί το φως.
Α ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Κάποτε ήμουν ατμός. Στ’ αδράχτι σου πήρα μορφή πιο δυνατή απ’ τον θάνατο. Β ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Κάποτε ήμουν μια βουή. Μ’ έκανες ψίθυρο ερωτικό στο νυφοσέντονο του κόσμου ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Φοίβε! Φοίβε! Άτεγκτε άγγελε! Ψυχή των θαυμάτων που βλέπω! Δίσκε μαγικέ του κόσμου! Σε βλέπω στη δάφνη και στ’ αηδόνι, Στην πέτρα και στο ροσμαρίνι Στο μετάξι των παιδιών και στο βελούδο του γέροντα Όλα υπάρχουν μέσα από σένα Όλα είσαι εσύ Νυμφηγέτη Απόλλωνα! ΑΠΟΛΛΩΝ (φωνή): Είμαι το παιδί που δεν μπορεί να γεράσει…!
ΧΟΡΙΚΟ ΕΛΙΚΩΝΙΑΔΩΝ: Μ’ ασπίδα στο στήθος μου το ασημένιο φεγγάρι Ανοίγω δρόμο στο σκοτάδι Ν’ ανταμώσω με την Πούλια σου Κασσάνδρα Φτιάχνω γεφύρι πάνω στον άνεμο Σαν άλογα τα λόγια μου να τρέξουν «αγάπη… αγάπη μου» φωνάζοντας.
(Εμφανίζεται μέσα απ’ την ομίχλη ο Φοίβος Απόλλων με περίλαμπρη στολή, χρυσό στεφάνι και χρυσή μάσκα)
ΑΠΟΛΛΩΝ: Εγώ ο Φοίβος προστάζω το τέλος της αγωνίας Καταργώ τα σύνορα ανάμεσά μας Κάνω την καρδιά σου λύρα επτάχορδη Όπου θα παίζονται οι ρυθμοί του αύριο πριν απ’ το αύριο. Εγώ ο Φοίβος παραβαίνω τον χρόνο Κι ανατέλλω για σένα καταμεσίς της νύχτας! ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: … σαν άλογα τα λόγια μου να τρέξουν «αγάπη… αγάπη μου» φωνάζοντας.. ΑΠΟΛΛΩΝ: Τώρα, μες’ απ’ τα στήθη μου λύνονται οι γλυκύτεροι άνεμοι, να ταξιδέψουν μονάχα εσένα! Α ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Προσκυνώ τον ιερό σου Υμέναιο Φοίβε Της θεοφίλητης Λητώς το άνθος! ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Φοίβε! Φοίβε! Άτεγκτε άγγελε! Ψυχή των θαυμάτων που βλέπω! Δίσκε μαγικέ του κόσμου! Σε βλέπω στη δάφνη και στο αηδόνι Στην πέτρα και στο ροσμαρίνι Στο μετάξι του παιδιού, στο βελούδο του γέροντα Όλα υπάρχουν μέσα από σένα! Όλα είσαι εσύ! Νυμφηγέτη Απόλλωνα!
ΧΟΡΙΚΟ ΕΛΙΚΩΝΙΑΔΩΝ: Ελικώνα! Πάθος του μυστικόδετου ουρανού Έρωτα της λόγιας δάφνης Με των νυμφών διάφανο το βλέμμα μες’ στα πυκνά σου έλατα! Ελικώνα! Πέτρα μαγική! Πέτρα των θαυμάτων! Μ’ ένα σκήπτρο απ’ άστρα, τη μεγάλη σημαίνεις γιορτή των πνευμάτων. Πάναγνος εσύ ανατέλλεις απ’ του Κιθαιρώνα τα ανίερα όνειρα Με το θάνατο πάνω στα μαλλιά, νικημένο απ’ του Φοίβου τα αναστάσιμα τραγούδια. Ελικώνα! Νυμφοφόρε και Φοιβοσκεπή! Πρίγκιπα σεπτέ της Βοιωτίας! Πέτρα μαγική! Πέτρα των θαυμάτων! Μ’ ένα σκήπτρο απ’ άστρα Τη μεγάλη σημαίνεις γιορτή των πνευμάτων ΣΤΑΣΙΜΟ: Στην αντοχή αυτών που ονειρεύονται μ’ ορθάνοιχτα μάτια Στον άραφο χιτώνα των βροχών και των ανέμων Στον μέγιστο ναό των προαισθήσεων Στη μοναξιά του Φοίβου Στη μοναξιά της Κασσάνδρας Ορκίζομαι! ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Στη μοναξιά του Φοίβου.. στη μοναξιά της Κασσάνδρας… Ορκίζομαι! ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Στο όνομα του φωτός! (Η Κασσάνδρα «μεταλαμβάνει» το νερό της πηγής Αγανίππης)
ΧΟΡΙΚΟ:Άγιο νερό του Ελικώνα εσύ πηγή Αγανίππη τα κατάμονα μάτια τα κατάμονα αισθήματα ελεείς!
ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Αυτό είναι το δάκρυ μου Κασσάνδρα. Το πιο παλιό, το πιο ακριβό, το πιο πικρό μου. Τώρα δε μένει άλλο. Περνώντας μαζί μες’ απ’ τα κρύα σύννεφα, πάνω στ’ αστέρι που έρχεται, να γεννηθούμε απ’ την αρχή.
(Σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
(Το σαλόνι του σπιτιού Αλεξάνδρας – Στέργιου, συνέχεια απ’ την προηγούμενη σκηνή τους. Η Αλεξάνδρα κλείνει το τηλέφωνο με εμφανή χαρά και σχεδόν έκσταση. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Στέργιος κρατώντας το παγωτό. Τον κοιτάει με μάτια που λάμπουν).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Μόλις με πήρε ο Παύλος. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (αφήνει λίγο αμήχανα το παγωτό στο τραπέζι) Λοιπόν; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Είναι ναός του Απόλλωνα. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (σχεδόν συγκινημένος): Είναι σίγουρο; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Βρήκαν χαραγμένο το όνομά του. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (συγκρατημένα): Συγχαρητήρια αγάπη μου. (Αλλάζοντας ύφος,) Μήπως άλλαξες γνώμη; Τελικά πήρα σοκολάτα με σιρόπι.
(Σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Σκηνή μεταξύ Οδυσσέα – Οθρυονέα. Στέκονται όρθιοι ο ένας σε απόσταση από τον άλλο και φωτίζονται από δύο δέσμες κόκκινου φωτός. Ο Οδυσσέας έχει τη μορφή του Στέργιου και ο Οθρυονέας τη μορφή του Αλέξη).
ΟΘΡΥΟΝΕΑΣ.: Δεν την ξέρεις. Δεν την έχεις δει ποτέ. Πως είσαι σίγουρος πως θα πιάσει το κόλπο; ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Ξέρω ό,τι είναι απαραίτητο. Ξέρω πως είναι μόνη. Αυτό αρκεί. ΟΘΡ.: Δεν είναι μόνη. Έχει την τρέλα της. ΟΔ.: Η τρέλα της είναι η μοναξιά της. Έχε μου εμπιστοσύνη. ΟΘΡ.: Δεν την ξέρεις. ΟΔ.: Ξέρω τη φύση. Η φύση έχει τον τελευταίο λόγο. Μια στερημένη γυναίκα είναι ικανή για κάθε προδοσία. ΟΘΡ.: Κι αν με καταλάβει; ΟΔ.: Δεν θα σε καταλάβει. Θα πάρεις τη μορφή της. Θα της μοιάσεις. Θα γίνεις η Κασσάνδρα. ΟΘΡ.: Κι εσύ; Τι όφελος θάχεις Οδυσσέα; Πως έγινες ο πορθητής της Τροίας; Αυτό ζητάς; Δόξα; ΟΔ.: Όχι δα! Αυτή την αφήνω για τους στρατηγούς μας. Θα διασκεδάσω αφάνταστα χαζεύοντάς τους να μπαίνουν στην πόλη κορδωτοί σα παγώνια, κομπάζοντας για τους σκοτωμούς κι ύστερα να θυσιάζουν στους θεούς για τη νίκη που τάχα τους χάρισαν. ΟΘΡ.: Τότε τι είναι; Το χρήμα; Το πλιάτσικο; ΟΔ.: Καημένε Οθρυονέα… (χτυπάει το κεφάλι του) Αυτό το κλειδί μου ανοίγει όποια πόρτα θέλω. Δεν έχω ανάγκη από πλιάτσικο εγώ. Δεν είμαι άρπαγας. Τα πράγματα μου προσφέρονται από μόνα τους. Ο θρίαμβος του μυαλού!! Αυτό με νοιάζει. Μου αρκεί να είμαι ο κατασκευαστής της νίκης. Δε θέλω μερίδιο απ’ αυτήν. Δεν μπαίνω εγώ στην ουρά για το συσσίτιο των νικητών. Διάλεξα να μπω στη Τροία απ’ την πύλη που λέγεται Κασσάνδρα, γιατί θαρρείς; Γιατί είναι ο μόνος μου άξιος αντίπαλος. ΟΘΡ: Εσένα; Αντίπαλός σου εσένα μια μισότρελη γυναίκα; ΟΔ.: Είσαι πολύ νέος ακόμα …Και πολύ αφελής … Δεν ξέρεις τι επικίνδυνο πράγμα είναι η στερεότητα των ονείρων… Μια μισότρελη γυναίκα … Ναι.. Απ’ όλο το στρατό της Τροίας, μόνο η Κασσάνδρα με φοβίζει… (Τον κοιτάει σκεπτικός) Εσύ όμως…; ΟΘΡ.: Εγώ, τι;; ΟΔ.: Σ’ αγαπάει από παλιά. Και συ το ίδιο. Γιατί δέχτηκες να γίνεις το εκτελεστικό μου όργανο; ΟΘΡ.: Δεν είμαι όργανο κανενός. Το κάνω για την πατρίδα. ΟΔ.: Το κάνεις για το κέρδος. Εσύ… που μιλάς για πλιάτσικο σε μένα. .. Αρκετά όμως. Η ώρα περνάει και με τα λόγια δεν κάνουμε τίποτα …. Είσαι έτοιμος; ΟΘΡ.: Φεύγω αμέσως. ΟΔ.: Έχε γεια λοιπόν. Σ’ ακολουθώ κατά πόδας και περιμένω το σινιάλο. Ένας μεγάλος δαυλός που θα φανεί πάνω απ’ τα τείχη. Φίλησέ μου τη μικρή μάγισσα. ΟΘΡ.: Σε χαιρετώ Οδυσσέα. ΟΔ.: Καλό δρόμο. Και μη γυρίσεις, αν δεν λαμπαδιάσει όλη η Τροία σαν τις φτερούγες του Ίκαρου. (Σκοτάδι. Ακούγονται ψίθυροι των Ελικιωνιάδων νυμφών) ΨΙΘΥΡΟΙ: Προδοσία … προδοσία …
Τέλος πρώτης σκηνής
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (Σκηνή στο σκοτάδι. Οι ψίθυροι μεγαλώνουν)
ΨΙΘΥΡΟΙ: Προδοσία … προδοσία … Προδοσία!! (Σιγά – σιγά απ’ τα αριστερά φαίνεται ένα ονειρικό γαλάζιο φως και κάτι σαν ομίχλη, ενώ ακούγεται η φωνή του Απόλλωνα) ΦΩΝΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑ: Έκοψα συλλαβές απ’ το γιασεμί κι έφτιαξα τους αθώους Πήρα την πιο λευκή ώρα της θάλασσας κι έφτιαξα την αγάπη Μάζεψα μουσικές απ’ τον αέρα κι έδωσα σώμα στα όνειρα Πήρα απ’ την καρδιά μου το άπειρο κι άνοιξα θύρα στη συνείδηση Από κει γλιστράει τώρα η προδοσία, σαν εραστής το χάραμα.
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Το βράδυ της ίδιας μέρας. Η Αλεξάνδρα κάθεται στο τραπεζάκι και κάτι σημειώνει. Ο Στέργιος διαβάζει ένα βιβλίο στην πολυθρόνα, έχει δίπλα του το μπωλ και σιγοτρώει το παγωτό του. Χτυπάει το κουδούνι. Η Αλεξάνδρα σηκώνεται, ανοίγει. Ακούγεται να μιλάει απ’ την πόρτα με κάποιον άνδρα). ΦΩΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ: Εσείς; ΦΩΝΗ ΑΝΔΡΑ: Μπορώ να περάσω; Μόνο για λίγα λεπτά. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ποιος είναι αγάπη μου; (Η Αλεξάνδρα μπαίνει στο σαλόνι. Την ακολουθεί ένας κομψός, ευχάριστος, συμπαθητικός άνδρας γύρω στα 40, με ευγενικό χαμόγελο). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (κάπως αμήχανα): Στέργιε να σου συστήσω… ΑΛΕΞΗΣ (δίνοντας το χέρι στον απορημένο Στέργιο): Αλέξης Λάζος, χαίρω πολύ. Ο κύριος Αργυρίου υποθέτω. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (δίνοντας κι αυτός το χέρι του): Ναι.. είμαι ο σύζυγος της Αλεξάνδρας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Καθίστε. Στέργιε, ο κύριος Λάζος είναι διευθυντής της ERGOTEC. Ξέρεις… της κατασκευαστικής εταιρίας. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι λέτε; Της γνωστής ERGOTEC; ΑΛΕΞΗΣ: Ακριβώς. Όπως τόπατε. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Διευθυντής ενός κολοσσού δηλαδή. ΑΛΕΞΗΣ: Ε, μη τα παραλέμε. Ένα τμήμα διευθύνω. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ενδιαφέρον! Πολύ ενδιαφέρον! ΑΛΕΞΗΣ: Ναι, ομολογώ αρκετά. Οι κατασκευές είναι πάλι σε άνθηση. Εσείς κύριε Αργυρίου.. έχετε κάποια σχέση; Δηλαδή εννοώ .. δείχνετε … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ο Στέργιος είναι προγραμματιστής. ΑΛΕΞΗΣ: Α! Η τεχνολογία αρωγός της αρχαιολογίας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (αμήχανα): Κάπως έτσι. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Θα πάρετε κάτι; Ένα ποτό.. ένα παγωτό. Έχουμε θαυμάσιο καϊμάκι. ΑΛΕΞΗΣ: Τίποτα, τίποτα, ευχαριστώ. Εξάλλου δε θα μείνω. Και για να είμαι ειλικρινής, η επίσκεψή μου είναι μάλλον … δηλαδή το θεώρησα καθήκον μου.. η Αλεξάνδρα μπορεί να σας εξηγήσει. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (με έκπληξη): Η Αλεξάνδρα;; ΑΛΕΞΗΣ: Α.. συγνώμη.. δεν θάστε ενήμερος. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γνωριζόμαστε με τον κύριο Λάζο. Ήρθε μερικές φορές στις ανασκαφές. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Εραστής του Απόλλωνα κι εσείς; ΑΛΕΞΗΣ: Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Αν και θάλεγα … ήταν εντελώς συμπτωματικό. Περνούσα τυχαία, είδα τις εργασίες, σταμάτησα και αντάλλαξα μερικές κουβέντες με την Αλεξάνδρα. Αυτό είναι όλο. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δεν καταλαβαίνω. Εσείς αναφέρατε τη λέξη «καθήκον». ΑΛΕΞΗΣ: Ναι, πράγματι. Έκανα κάτι απαράδεκτο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Άσε Στέργιε, θα σου εξηγήσω εγώ αργότερα. Άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία πια. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (κάπως ενοχλημένος, σηκώνεται): Εμένα θα με συγχωρήσετε κύριε Λάζο. Υποθέτω πως ό,τι έχετε να πείτε, αφορά τη γυναίκα μου. Πρέπει να τελειώσω κάτι στον υπολογιστή. Ελπίζω να σας ξαναδώ. ΑΛΕΞΗΣ: Μα δεν είναι ανάγκη να φύγετε. Δεν έχουμε μυστικά. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δεν είπα ότι έχετε μυστικά! Καληνύχτα σας κύριε Λάζο. (Ο Στέργιος βγαίνει με εμφανή ενόχληση. Ο Αλέξης κοιτά αμήχανα την Αλεξάνδρα. Εκείνη βάζει ένα ποτό και του το δίνει. Μετά βάζει κι ένα ποτό για κείνη). ΑΛΕΞΗΣ: Έκανα γκάφα, έ; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ομολογώ ότι αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενα. Να εμφανιστείς βράδυ στο σπίτι μου. (Ο Αλέξης κοιτά στενοχωρημένος κατά κει που βγήκε ο Στέργιος). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Μην ανησυχείς. Ο Στέργιος συνηθίζει να γίνεται υπερβολικός, αλλά δεν είναι ηλίθιος. Μόνο που βλέπει παντού ανταγωνιστές. (γελάει) Καμιά φορά δεν είναι και τόσο κακό αυτό.. Συχνά με κάνει να νιώθω σαν τοπ μόντελ….. Γιατί ήρθες Αλέξη; Νόμιζα πως τελειώσαμε. ΑΛΕΞΗΣ: Δεν είπες τίποτα στον Στέργιο απ’ ό,τι κατάλαβα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν πρόλαβα. Ξεκίνησα να του λέω αλλά κάτι έγινε εν τω μεταξύ.. ΑΛΕΞΗΣ: Καλύτερα. Σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Είναι πολύ σοβαρό για να μείνει μεταξύ μας. Δεν νομίζεις; Στο κάτω κάτω άντρας μου είναι. ΑΛΕΞΗΣ: Το καταλαβαίνω. Αλλά … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Να αποκρύψω τα ευρήματα, να βγάλω έναν ναό του 5ου αιώνα πέτρες και χαλάσματα για να μπορέσει η ERGOTEC να χρησιμοποιήσει τον χώρο για ανέγερση εργοστασίου!!… Τα λέω για να τα ξανακούσεις. Ν’ ακούσεις καλά και να συνειδητοποιήσεις την πρόταση που μου κάνατε. ΑΛΕΞΗΣ: Σσς! Πιο σιγά.. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν μας ακούει. Άλλωστε θα το πω. ΑΛΕΞΗΣ: Δεν θα πεις τίποτα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γιατί, θα σε φοβηθώ; Ή μήπως θα μεγαλώσεις το ποσό; ΑΛΕΞΗΣ: Αλήθεια, αυτό δεν το σκέφθηκα. Μήπως ήταν λίγα τα λεφτά; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γίνεσαι αλήτης! ΑΛΕΞΗΣ: Τότε γιατί με έβαλες στο σπίτι σου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Λέγε τι θες να τελειώνουμε. Εκτός κι αν ξανάρθες για τα ίδια. Οπότε … ΑΛΕΞΗΣ (την κοιτάει τρυφερά. Η Αλεξάνδρα γυρίζει το πρόσωπο): Βάλε μου σε παρακαλώ άλλο ένα ουίσκι. (Η Αλεξάνδρα του βάζει με σκυμμένο κεφάλι. Ο Αλέξης πιάνει απλά το πρόσωπό της και την αναγκάζει να τον κοιτάξει). ΑΛΕΞΗΣ: Νομίζεις πως γι’ αυτό ρίσκαρα να έρθω βράδυ σπίτι σου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει. ΑΛΕΞΗΣ: Είσαι σίγουρη; (Κοιτιούνται έντονα) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Καλύτερα να φύγεις Αλέξη. Να τελειώσει εδώ. ΑΛΕΞΗΣ: Ναι, καλύτερα να φύγω. Αλλά για άλλο λόγο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (ταραγμένη): Φύγε σε παρακαλώ. ΑΛΕΞΗΣ: Το είχες καταλάβει απ’ την αρχή … Το είχες καταλάβει πως δεν ερχόμουνα μόνο για το εργοστάσιο. Πως στην ουσία το είχα χεσμένο το εργοστάσιο.. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Πως φαντάστηκες ότι θα δεχόμουνα να συζητήσω και μόνο κάτι τέτοιο; ΑΛΕΞΗΣ: Άλλο σε ρώτησα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τελειώσαμε Αλέξη. ΑΛΕΞΗΣ: Αλεξάνδρα… ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Σε παρακαλώ … μπορεί να μπει ο Στέργιος.. ΑΛΕΞΗΣ: Είσαι ευτυχισμένη; Πες μου ότι είσαι και θα εξαφανιστώ σ’ ένα λεπτό. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τρελάθηκες; (κοιτάζει ανήσυχη την πόρτα) Και με ποιο δικαίωμα…; ΑΛΕΞΗΣ: Είσαι;; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γιατί σ’ άφησα να μπεις; Γιατί; Τόξερα απ’ τη στιγμή που σε συνάντησα πως είσαι μπελάς. ΑΛΕΞΗΣ: Ποια στιγμή; Ποια απ’ όλες; Όταν κάναμε έρωτα; Όταν μιλούσαμε για τον Σείριο; Όταν διαβάζαμε Ρεμπώ; Πότε ακριβώς; Μπορείς να μου πεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: (ειρωνικά) Με τον Ρεμπώ έγινες διευθυντής της ERGOTEC; ΑΛΕΞΗΣ: Στο διάολο η ERGOTEC. Και στο κάτω κάτω, όταν στο πρότεινα δεν είχατε βρει τίποτα ακόμα. Το ξέρω. Ξέρω τι είπα. Δεν παριστάνω τον έντιμο. Βαδίζω με τους νόμους της ζούγκλας για να μπορέσω να απαλλαγώ απ’ αυτήν. Ένα εκατομμύριο δολάρια θα ήταν η προμήθειά μου. Κι ύστερα θα τους πέταγα στα μούτρα μια ωραία παραίτηση, θα σ’ έπαιρνα και θα φεύγαμε. Θα φεύγαμε γαμώτο!! (Πιο ήρεμα) Δεν σε πίεσα να το κάνεις. Κι αν ήξερα ότι θα τόπαιρνες τόσο βαριά …. Που να με πάρει!! Σ’ αγαπώ, δεν το καταλαβαίνεις;; Ήθελα να πιαστώ από κάπου. Νάχω τη δύναμη να σε τραβήξω, να σου δώσω τα πάντα. Γι αυτό σύρθηκα έτσι. Γι’ αυτό έγινα ανθρωπάκι. Εντάξει; Ικανοποιημένη τώρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Μου τσακίζεις την ψυχή…. Με διαλύεις. ΑΛΕΞΗΣ: Δεν ξέρω τι κάνω πια Αλεξάνδρα. Δεν ξέρω ποιος είμαι… Δεν ξέρω ποιος είμαι μωρό μου… ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (σχεδόν τον αγκαλιάζει κλαίγοντας): Μου τσάκισες την ψυχή.. Μου τσάκισες την ψυχή … Αγάπη μου…. ΑΛΕΞΗΣ (συγκινημένος, κουρνιασμένος στην αγκαλιά της): Θυμάσαι; «Η χρυσή αυγή και η τρέμουσα βραδιά βρίσκουν στο καράβι μας στ’ ανοιχτά απέναντι απ’ την έπαυλη και τα υποστατικά της, που σχηματίζουν ένα ακρωτήριο τόσο μεγάλο όσο η Ήπειρος και η Πελοπόννησος ή το μεγάλο νησί της Ιαπωνίας ή η Αραβία..» ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: «Τα γαλάζια βράδια του καλοκαιριού, θα μπω στα μονοπάτια Κεντημένος από τα σιτάρια, να κυριεύσω το παχύ χορτάρι…» (Κοιτάζονται έντονα. Μετά φιλιούνται παθιασμένα. Ακούγεται από μέσα ένας θόρυβος. Η Αλεξάνδρα τραβιέται τρομαγμένη. Ο Αλέξης την πιάνει απ’ το μπράτσο). ΑΛΕΞΗΣ: Μια λέξη μόνο… Πως δεν τέλειωσαν όλα.. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ο Στέργιος… ΑΛΕΞΗΣ: Αλεξάνδρα… ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν ξέρω Αλέξη… δεν ξέρω. ΑΛΕΞΗΣ: Σε περιμένω αύριο βράδυ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Μη με πιέζεις … δεν ξέρω.. ΑΛΕΞΗΣ: Αύριο μόνο. Κι ύστερα κάνε ό,τι θέλεις. (την κοιτάει με λατρεία) Μου το χρωστάς. Αν δεν έρθεις, δεν ξέρω τι θα κάνω. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν … (Μπαίνει ο Στέργιος) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Α, συγνώμη. Νόμιζα πως είχατε τελειώσει. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Έλα Στέργιε. Ο κύριος Λάζος φεύγει. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δεν πιστεύω εξαιτίας μου. ΑΛΕΞΗΣ: Όχι, όχι, κάθε άλλο. Πρέπει να σηκωθώ πολύ πρωί. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δεν μένετε για ένα ελαφρύ δείπνο; ΑΛΕΞΗΣ: Κάποια άλλη φορά ίσως. Χάρηκα πολύ κύριε Αργυρίου. Και συγνώμη για την ενόχληση. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Καμία ενόχληση, μην το ξαναπείτε. Οι φίλοι της Αλεξάνδρας είναι και δικοί μου. Κι εγώ χάρηκα κύριε Λάζο. Ελπίζω να σας ξαναδούμε. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θα σας τηλεφωνήσω. (Ο Αλέξης βγαίνει) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Όψιμος θαυμαστής; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Παράτα με Στέργιε. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Πού τον γνώρισες; Στα «γαλάζια βράδια του καλοκαιριού;» ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν το πιστεύω!! Κρυφάκουγες σαν γυναικούλα! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Είναι κακό που μ’ αρέσει και μένα ο Ρεμπώ; Ήθελα νάξερα πού τους τραβάς όλους αυτούς τους ανισόρροπους. Τι είναι αυτός, μου λες; Τι δουλειά έχεις εσύ με την ERGOTEC; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Πόση ώρα ήσουν εκεί πίσω; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Καμιά ώρα. Απλώς περνούσα να πάω στη κουζίνα κι έπεσα πάνω στο ρεσιτάλ απαγγελίας σου. Ύστερα ξαναγύρισα στη δουλειά μου. Τι φαντάστηκες; Πως θα κάτσω να κατασκοπεύω τα σαλιαρίσματά σου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γίνεσαι γραφικός. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δεν μου απαντάς όμως. Τι δουλειάς έχεις εσύ με την ERGOTEC; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν είμαι υποχρεωμένη. Εξάλλου είναι επαγγελματικό απόρρητο. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Σκατά!! Επαγγελματικό απόρρητο και μαλακίες! Είσαι μια ηλίθια, αλλοπαρμένη, ανοργασμική γεροντοκόρη! Αυτό είσαι! Σαλιαρίζεις με τον πρώτο κόπανο που σου κάνει τα γλυκά μάτια, μήπως βρεις τον ιδανικό έρωτα! Είσαι ηρωίδα βιβλίου κοπέλα μου! Δεν υπάρχεις στην πραγματικότητα!! Ακούς;; Δεν υπάρχεις! Είσαι ανύπαρκτη!! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι είπες;; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Θες να το ξανακούσεις; Είσαι α ν ύ π α ρ κ τη!! (Η Αλεξάνδρα αμίλητη μαζεύει τα πράγματά της, τσάντα, τσιγάρα, κλειδιά, ατζέντα, φοράει το παλτό της και βγαίνει). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τους χαιρετισμούς μου στον Ρεμπώ!!
ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Το σκηνικό του παλατιού της Τροίας. Η σκηνή είναι άδεια. Εμφανίζεται ο Οθρυονέας – μορφή του Αλέξη. Στέκεται έξω απ’ την πόρτα του παλατιού). ΟΘΡ.: Πριγκίπισσα… (Το παλάτι μένει σκοτεινό) ΟΘΡ.: Κασσάνδρα … (Ένα σημείο στο παλάτι φωτίζεται. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η Κασσάνδρα με το άερινο λευκό νυχτικό και τα λυτά μαλλιά). ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Ποια μορφή έχεις απόψε; Ποια αλλόκοτη, επικίνδυνη μορφή; Η αλλαγμένη σου φωνή με τρομάζει … ΟΘΡ.: Κοίτα με καλά. Δεν είμαι αερικό εγώ. Δεν είμαι ένα απ’ τα φαντάσματά σου. (Η Κασσάνδρα τον πλησιάζει … Ξαφνικά τον αναγνωρίζει). ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Δεν μπορεί… Δεν είναι αλήθεια. Δεν είσαι αλήθεια. ΟΘΡ.: Τόσο ξέμαθες τον κόσμο αγάπη μου; Τι δεν είναι αλήθεια; Τα μάτια που σε κοιτούν; Τα χέρια που ανοίγονται να σ’ αγκαλιάσουν; Το σώμα που σε στερήθηκε τόσο; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: … Εσύ;… ΟΘΡ.:Με ξέχασες Κασσάνδρα; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Εσύ, από μόνος σου ξεχάστηκες. Κι από ανάσα μου που ήσουν, ξέπεσες σε ανάμνηση. ΟΘΡ.: Ο πόλεμος μάκρυνε τον δρόμο. Δεν ήταν εύκολο να φτάσω ως εδώ. ΚΑΣΣ.: Ούτε να φύγεις από δω είναι εύκολο. Η Τροία πολιορκείται. ΟΘΡ.: Δεν ήρθα για να φύγω. ΚΑΣΣ.: Δεν ξέρω αν είναι για καλό αυτό. Πως μπήκες; Πως δεν σ’ έπιασαν; Κανείς δεν μπαίνει και δεν βγαίνει πια απ’ την πόλη. ΟΘΡ.: Τους ξεγέλασα. Τους έπεισα πως θα σπείρω τον πανικό ανάμεσά στους Τρώες. Πως θα τους στρέψω ενάντια στον Πρίαμο. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (γελάει ειρωνικά): Τόσο ξεκούτιανε ο Αγαμέμνονας να πιστέψει πως είσαι εσύ ικανός να στρέψεις τους Τρώες ενάντια σε μας; ΟΘΡ.: Ενάντια σε Σας!! Σωστά… σωστά … Ξανάγινες λοιπόν κι εσύ μέλος της βασιλικής οικογένειας… Τόχα ξεχάσει. Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουνα κάτι ανάμεσα σε κορίτσι και ελάφι … ή μάλλον κάτι ανάμεσα σ’ αερικό και άνθρωπο … κάτι σαν την Άρτεμη ας πούμε…. Ήσουν λίγο θεά την τελευταία φορά… ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Γι’ αυτό έφυγες; Γι’ αυτό χάθηκες σαν τιποτένιος; ΟΘΡ.: Έφυγα για να γίνω ορατός απ’ την τρέλα και τη παραζάλη σου... ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Σ’ αγάπησα πολύ Οθρυονέα. ΟΘΡ.: Μόνο όταν έπαιζα το ρόλο που ήθελες. Τις άλλες ώρες σ’ ενοχλούσα. Σου θύμιζα ότι είσαι κι εσύ γυναίκα κι όχι ξόανο για προσκύνημα… Κι αυτό σ’ εξόργιζε. Με μισούσες τότε. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Έφυγες σαν κλέφτης! ΟΘΡ.: Έφυγα σαν διωγμένος. Αλλά εσύ δεν το κατάλαβες ποτέ. Εσύ δεν κατάλαβες ποτέ τίποτα έξω απ’ τις ανάγκες σου. Κι το συναίσθημα δεν ήταν μέσα σ’ αυτές. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Ήθελα την ευτυχία… ΟΘΡ.: Ψέμα! Ήθελες τη δόξα. Κατά βάθος χαιρόσουνα όταν ο κοσμάκης σε φώναζε αλλοπαρμένη. Τόση είναι η αλαζονεία σου. Αρνήθηκες την ευτυχία για να μην εκπέσεις σ’ ένα κόσμο φουκαράδων. Τσαλαπάτησες την αγάπη γιατί δεν έβρισκες κανένα πρακτικό όφελος σ’ αυτή. Δεν τη χρειαζόσουν. Δεν σου εξασφάλιζε το μέλλον που ονειρευόσουν. Δεν μπορείς ούτε μια στιγμή να αναπνεύσεις έξω απ’ την τάξη σου. Έξω απ’ τα συμφέροντά σου. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Τι ξέρεις εσύ από αγάπη; Τι αγαπάς εσύ και τολμάς να μιλάς για αγάπη; Εσύ που μόνο ζευγαρώνεις.. σαν σκύλος αδέσποτος. (του δρόμου). (Ο Οθρυονέας την πλησιάζει και την πιάνει απ’ τους ώμους) Τι κάνεις; Άφησέ με! (φύγει δυναμικά από δίπλα του). ΟΘΡ.: Για πόσο ακόμα;… Για πόσο ακόμα θα ξεσκίζεις σαν ύαινα τη φύση σου; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Εγώ ορίζω τη φύση μου. (πικρά) Είναι ο μόνος υπήκοος που διαθέτω. (Κοιτάζονται για λίγο σιωπηλά) ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Γιατί ξαναγύρισες; ΟΘΡ.: Για σένα. Ήθελα να σ’ εκδικηθώ. Να σε κάνω να νιώσεις τον πόνο που ένιωσα εγώ τότε εξαιτίας σου. Με ταπείνωσες.. με εξαφάνισες… Ήμουν κάτι σαν έκθεμα, κάτι χαριτωμένο αλλά απλοϊκό, στο οποίο έπρεπε να δείχνεις ανοχή και λεπτότητα γιατί ήταν ανίκανο να καταλάβει το πολύτιμο μυαλό σου. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Άλλαξα πολύ από τότε. Ένιωσα μεγάλη συντριβή. ΟΘΡ.: Έμεινες αχάιδευτη, για να μάθεις πώς γεννιέται και πεθαίνει ένα ποτάμι ή ένας αστερισμός. Για να μάθεις αν η γη είναι στρογγυλή ή τετράγωνη κι αν η ζεστή τροφή πειράζει ή όχι το στομάχι. Έμεινες αχάιδευτη κι έπλασες έναν κόσμο χωρίς σώμα, χωρίς ανάγκες.. Ένα κόσμο φάντασμα, ένα κόσμο ανύπαρκτο. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Τέλειωσες; ΟΘΡ.: Δεν υπάρχει ο κόσμος σου Κασσάνδρα. ΚΑΣΣ.: Υπάρχω εγώ. Εγώ είμαι ο κόσμος μου. Φύγε Οθρυονέα. Μεγαλώσαμε… Αλλάξαμε. Δεν αγαπιόμαστε πια. ΟΘΡ.: Ίσως … ίσως να ναι κι έτσι… Ίσως να μην αγαπιόμαστε πια. (Της απλώνει το χέρι) Θα μου σφίξεις το χέρι για αποχαιρετισμό; Μπορεί και να μη ξαναβγώ ζωντανός από δω … (Η Κασσάνδρα προχωρά προς το μέρος του. Αγκαλιάζονται. Μένουν λίγο σιωπηλοί. Η Κασσάνδρα αποσύρεται αργά, κι αρχίζει να μπαίνει στο παλάτι. Τη σταματάει η φωνή του Οθρυονέα) ΟΘΡ.: «Τα γαλάζια βράδια του καλοκαιριού, θα μπω στα μονοπάτια … Κεντημένος από τα σιτάρια, να κυριεύσω το παχύ χορτάρι…» (Η Κασσάνδρα παγώνει. Γυρίζει προς το μέρος του). ΟΘΡ.: Θυμάσαι;…. Θυμάσαι αγάπη μου;… (Η Κασσάνρδρα σαν υπνωτισμένη προχωρά προς το μέρος του. Στη σκηνή σκοτάδι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, βλέπουμε να υψώνεται ένας μεγάλος αναμμένος δαυλός απ’ το χέρι του Οθρυονέα, που κρατά αγκαλιασμένη την Κασσάνδρα). ΦΩΝΗ ΑΝΔΡΙΚΗ: Χάθηκε η Τροία!!! ΟΘΡ.: (της ψιθυρίζει στ’ αυτί) Ακούς; Χάθηκε η Τροία αγάπη μου …!
(Η Κασσάνδρα καταρρέει στα πόδια του. Ο Οθρυονέας στέκει όρθιος μπροστά της, ακίνητος, με βλέμμα απλανές, παγωμένο και τον δαυλό που φλέγεται υψωμένο. Η σκηνή σκοτεινιάζει και φωτίζεται μόνο απ’ τον αναμμένο δαυλό. Ακούγεται το χορικό των Ελικωνιάδων)
ΧΟΡΙΚΟ: Έκοψα συλλαβές απ’ το γιασεμί κι έφτιαξα τους αθώους Πήρα την πιο λευκή ώρα της θάλασσας κι έφτιαξα την αγάπη Μάζεψα μουσικές απ’ τον αέρα κι έδωσα σώμα στα όνειρα Πήρα απ’ την καρδιά μου το άπειρο κι άνοιξα θύρα στη συνείδηση Από κει γλιστράει τώρα η προδοσία, σαν εραστής το χάραμα.
(σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ (Το σαλόνι στο σπίτι της Αλεξάνδρας και του Στέργιου. Είναι σχεδόν χαράματα. Μπαίνει μέσα η Αλεξάνδρα όπως ήταν ντυμένη το βράδυ που έφυγε. Φαίνεται ξάγρυπνη, με κουρασμένο πρόσωπο. Βγάζει το παλτό της, αφήνει την τσάντα της και πάει στο τηλέφωνο).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (στο τηλέφωνο): Παύλο… Παύλο ξύπνα. Μ’ ακούς; Ναι, εγώ είμαι. Ναι… Με συγχωρείς … είναι πολύ πρωί, το ξέρω. Αλλά έπρεπε να σε προλάβω. Άκου … (παίρνει βαθιά ανάσα) … Παύλο, δώσε εντολή να σταματήσουν οι ανασκαφές. Ναι. Καλά άκουσες. Σταματάμε. Κάτι προέκυψε. Θα σου πω από κοντά. .. Για πες μου κάτι. Εκτός από μας τους δυο, ποιος άλλος ήταν προχθές; … Προχθές που είδαμε χαραγμένο το όνομα.. Α! Μόνο εσύ. Και μετά πήρες εμένα. Κατάλαβα. Ναι … κοίτα, έχω λόγους να πιστεύω ότι τελικά είναι πολύ μεταγενέστερο. ..Θα σου πω από κοντά… Θα σου εξηγήσω. Θα περάσω απ’ το σπίτι σου. Ναι.. Πουθενά, σε κανέναν… Πριν μιλήσουμε, σε κανέναν. (Κλείνει. Κάθεται εξουθενωμένη στην πολυθρόνα κι ανάβει τσιγάρο. Μπαίνει ο Στέργιος, άυπνος κι αυτός) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Πού ήσουν όλη νύχτα; (Η Αλεξάνδρα δεν απαντά. Ο Στέργιος γονατίζει πλάι της). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αγάπη μου, συγνώμη για χθες. Δεν ήξερα τι έλεγα. Πού ήσουν; Πού κοιμήθηκες; Τρελάθηκα απ’ την αγωνία … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ας τηλεφωνούσες στον εραστή μου. Εκεί ήμουν. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Έλα τώρα … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Σοβαρά. Εκεί ήμουνα. (Την κοιτάει σαν χαζός) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι λες τώρα; Ποιον εραστή και πράσινα άλογα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τον Αρθούρο Ρεμπώ! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Για νάμαι ειλικρινής νόμισα πως πήγες στον Παύλο. Γι’ αυτό δεν σε έψαξα. Αν δεν ερχόσουν και τώρα, θα πήγαινα στην αστυνομία. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θέλω διαζύγιο Στέργιε. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τρελλάθηκες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θέλω διαζύγιο. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (σαν κεραυνοβολημένος): Μα .. δεν μπορεί .. Θέλω να πω … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τέλειωσε. Δεν το βλέπεις; (σχεδόν τρυφερά) Τέλειωσε. Έχει τελειώσει από καιρό. (μικρή παύση). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Γιατί τώρα; … Τι έγινε; Τι μας συνέβη Αλεξάνδρα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ό,τι συμβαίνει πάντα. Ζούσαμε το τέλος εδώ και πολύ καιρό. … Θα φύγω με τον Αλέξη Στέργιε. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Α! μάλιστα.. Τώρα έχουμε μια λογική εξήγηση. (Επιθετικά) Πόσο καιρό παίζεται αυτό το θέατρο πίσω απ’ την πλάτη μου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν ωφελεί πια … Σε παρακαλώ… ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι μαλάκας θεέ μου… Τι μαλάκας που ήμουνα… (Χτυπάει το κουδούνι) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ποιος διάολο είναι χαράματα;… Έχουμε κι άλλους βρυκόλακες στη γειτονιά; (Η Αλεξάνδρα πάει να ανοίξει. Ξαναγυρίζει μ’ ένα μαινόμενο Παύλο) ΠΑΥΛΟΣ: Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μπορείς να μου πεις;… Καλημέρα Στέργιε. Θα τρελλάθηκες κι εσύ… ΣΤΕΡΓΙΟΣ: (με απορία) Πιθανόν, αλλά … (στην Αλεξάνδρα) Τα ξέρει κι αυτός; Του τα πρόλαβες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Περίμενε Παύλο… Δεν … Ο Στέργιος μιλάει γι’ άλλο πράγμα. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι γίνεται εδώ μέσα; Αρχίζω και τρελλαίνομαι.. Τι στο διάλο συμβαίνει; Θα μου πει κανείς; ΠΑΥΛΟΣ: Δεν το ξέρει; Δεν του τόπες; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι να μου πει γαμώτο; ΠΑΥΛΟΣ: Η Αλεξάνδρα υπέγραψε το σταμάτημα των ανασκαφών. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι έκανε λέει; ΠΑΥΛΟΣ: Αυτό που άκουσες. Από κει έρχομαι. Ένας τζιτζιφιόγκος μούφερε πρωί πρωί ένα χαρτί με τη τζίφρα της. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: (στην Αλεξάνδρα) Τρελάθηκες εντελώς εσύ; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζουν να ξοδεύονται λεφτά για χαλάσματα. ΠΑΥΛΟΣ: Χαλάσματα;; Χαλάσματα ο ναός του Απόλλωνα; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν είναι ναός. (Ο Παύλος την κοιτά έκπληκτος) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν είναι ναός Παύλο. Αυτό να θυμάσαι. Δεν είναι ναός!!! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Και δηλαδή … Τι γίνεται τώρα; ΠΑΥΛΟΣ: Διεκδικεί τον χώρο η ERGOTEC. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Η ERGOTEC;; ΠΑΥΛΟΣ: Σκοπεύουν να κάνουν εργοστάσιο επεξεργασίας … Δεν θυμάμαι τι ακριβώς … ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Γίνεται; Μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; Εκεί; ΠΑΥΛΟΣ: Αν γίνεται.. Αφού αποχαρακτηρίστηκε ο χώρος … Η ERGOTEC είναι κολοσσός. Λες να μη βρουν τρόπο; Κι όλα αυτά με τις ευλογίες της κυρίας από δω. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αλεξάνδρα… Πες μου γιατί θα μου στρίψει. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν οφείλω καμιά εξήγηση σε κανένα σας. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Α, ναι, ξέχασα. Σήμερα είναι μέρα ανακοινώσεων, όχι εξηγήσεων. ΠΑΥΛΟΣ (αμήχανα, κάτι καταλαβαίνει) Συγνώμη … Πρέπει να γυρίσω .. Αλεξάνδρα… ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θα τα πούμε αργότερα Παύλο. ΠΑΥΛΟΣ: Εντάξει … Γεια σου Στέργιε.. Συγνώμη για την πρωινή αναστάτωση.. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: ..Α μη έχεις πρόβλημα… Ήρθες δεύτερος. ΠΑΥΛΟΣ: Τι δεύτερος; Τέλος πάντων.. Γεια σας για την ώρα. (Βγαίνει) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Του τσάκισες την καρδιά του Ρωμαίου σου. Πως το άντεξες; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: As you wish my lady. (Η Αλεξάνδρα βαίνει απ’ το σαλόνι. Ο Στέργιος την παρακολουθεί με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. Μετά, βάζει ένα ποτό και μουσική) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ζούσαμε λοιπόν το τέλος από καιρό… Έτσι είναι Αλεξάνδρα. Έτσι είναι αγάπη μου… Αλλά το τέλος τίνος; Το δικό σου; Το δικό μου; Ή μήπως το τέλος του Ρεμπώ; (γελάει) Η φύση των πραγμάτων!! Η αδυσώπητη φύση! Η στερημένη φύση σου αγάπη μου, για την οποία εργάστηκα με τέτοια εξαιρετική επιμέλεια. Η στερημένη σου φύση έφερε το ποθούμενο. Ζούσαμε το τέλος! Μόνο που δεν κατάλαβες πως ήταν δικό μου κατασκεύασμα. Δεν μάντεψες τον αρχιτέκτονα θησαυρέ μου!… (Η Αλεξάνδρα μπαίνει στο σαλόνι κρατώντας μια βαλίτσα και μια καμπαρντίνα. Στέκεται όρθια μπροστά του με κάποια απορία). ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Ποτό πρωί πρωί; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αποφάσισα να γίνω αλκοολικός. Πως θ’ αντέξω την εγκατάλειψή σου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Μπορούμε να μη τα κάνουμε χειρότερα; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Έστω! Θα προσπαθήσω τελευταία στιγμή να εκπολιτιστώ κι εγώ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θα τηλεφωνήσω για τα υπόλοιπα. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Φυσικά.. φυσικά.. Όποτε θέλεις. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Γεια σου Στέργιε. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Μια στιγμή … ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Θέλεις κάτι άλλο; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ναι, κάτι τελευταίο. Μιας και σήμερα παίζουμε την «Αποκάλυψη», θέλω να συμβάλλω κι εγώ στην παράσταση. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (κουρασμένα): Στέργιε … ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δυο λεπτά υπομονή αγάπη μου. Σου έχω μια έκπληξη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι έκπληξη… Τι είναι αυτό πάλι; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Δυο μικρά, ασήμαντα λεπτά… Και το έργο μας θα στεφθεί με ένα θριαμβευτικό φινάλε!! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Σταμάτα να πίνεις γιατί αρχίζεις να μη ξέρεις τι λες. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τρία! .. Δύο!.. Ένα.. Άκου! (Χτυπάει το κουδούνι) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Περιμένεις κανέναν; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Η έκπληξη αγάπη μου!! Δεν σου είπα ότι έχω μια έκπληξη; Δεν σου υποσχέθηκα ένα θριαμβευτικό φινάλε; Για σκέψου… Τι τέλος θα ταίριαζε σε μια υπερπαραγωγή σαν την Αποκάλυψη; (Το κουδούνι ξαναχτυπά επίμονα. Ο Στέργιος κατευθύνεται ζωηρά προς τη πόρτα. Η Αλεξάνδρα κοιτά σαν χαμένη. Ο Στέργιος ξαμπαίνει μαζί με τον Αλέξη) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Ιδού!! Ο Εξολοθρευτής Άγγελος! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Αλέξη! (Ο Αλέξης την κοιτά χαμογελαστός, αμίλητος) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Αγαπητέ μου Αλέξη, προς μεγάλη μου λύπη, η λατρεμένη μου σύζυγος είναι έτοιμη να χαθεί απ’ τη ρομφαία σου. Αλλά δεν μπορώ να την κρατήσω με το ζόρι. Σου την παραδίδω λοιπόν με συντριβή και χίλιους ποταμούς δακρύων. Δικό σου, Στέργιος! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι γίνεται εδώ; Αλέξη, εσένα ρωτάω. ΑΛΕΞΗΣ: Ο ρόλος μου τελείωσε αγαπητή κυρία. Οι εξηγήσεις είναι αρμοδιότητα του συζύγου σας. ΣΤΕΡΓΙΟΣ (ανεμίζει το χαρτί με την υπογραφή της): Ένα εκατομμύριο δολάρια είναι ικανοποιητική εξήγηση. Δεν είναι αγάπη μου; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τι κρατάς εκεί; Δεν μπορεί … … Αλέξη … (Ο Αλέξης την αγνοεί. Βάζει ποτό και κάθεται). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Από πεντακόσιες χιλιάδες έκαστος. Όποιον θες διαλέγεις τώρα. Δεν θα τα χαλάσουμε. Αλέξη; ΑΛΕΞΗΣ: Κανένα πρόβλημα. Η κυρία μου είναι αρκετά συμπαθής. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Δεν μπορεί … Είναι εφιάλτης … Τέρατα!… Αλήτες!… Θα σας καταγγείλω … θα ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Έχουμε νόμιμη άδεια απ’ την υπεύθυνη αρχαιολόγο… (διαβάζει) «.. Δια τα παραπάνω, η αναγραφόμενη τοποθεσία δέον όπως αποχαρακτηρισθεί από αρχαιολογικός χώρος, παρέχουσα έτσι το νόμιμο δικαίωμα δια την περαιτέρω χρήσιν της υφ’ οιουδήποτε ενδιαφερομένου». Η βεβαιούσα, «Αλεξάνδρα Αργυρίου, υπεύθυνη ανασκαφών». … Λοιπόν; Ποιον ακριβώς θα καταγγείλεις; Τον εαυτό σου μήπως; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Εσύ..;; Είναι δυνατόν να είσαι εσύ πίσω απ’ όλα αυτά; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Πάντα με υποτιμούσες. Τουλάχιστον τώρα έχεις τον σωστό λόγο. (Η Αλεξάνδρα κοιτά τον Αλέξη που εξακολουθεί να πίνει αδιάφορος το ποτό του). ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Σου συνιστώ να μη του πεις λέξη. Είναι σκουπίδι με ταλέντο. Αυτό είναι όλο. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Τώρα καταλαβαίνω … Γι’ αυτό με εξωθούσες στα άκρα.. γι’ αυτό οι καυγάδες… γι’ αυτό όλα. Με οδηγούσες σιγά – σιγά εκεί που είχες προγραμματίσει απ’ την αρχή κι εγώ η ηλίθια νόμιζα πως υπέφερες πραγματικά. Και κάθε φορά έδινα τόπο στην οργή. Μέχρι που άρχισα να ξεσπάω, να χάνω τον εαυτό μου. Κι εσύ μυστικά χαιρόσουν. Έφτανες όλο και πιο κοντά στο σχέδιό σου… Πραγματικά Στέργιε σε είχα υποτιμήσει. Είσαι στ’ αλήθεια μια μεγαλοφυΐα!!… Γιατί τόκανες; Για τα λεφτά; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Και για τα λεφτά… Περισσότερο όμως για κάτι άλλο. Για ένα στοίχημα. Ένα στοίχημα με το Ρεμπώ. (ανάβει τσιγάρο και φυσάει τον καπνό με απόλαυση) Στάθηκα πιο έξυπνος απ’ αυτόν, δεν νομίζεις; ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (σιγά): Άρρωστε…. ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Πάντα με υποτιμούσες. Δεν έπρεπε! ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (παίρνοντας τη βαλίτσα της) Είσαι ένα περίττωμα… Είσαστε κι οι δυο ανθρώπινα περιττώματα… ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Τι σκοπεύεις να κάνεις; Τώρα είσαι και συ μπλεγμένη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (τον κοιτάει): Ή μάλλον όχι … ούτε καν ανθρώπινα. Είσαστε περιττώματα πτωμάτων. (Βγαίνει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της). ΑΛΕΞΗΣ: Διανοούμενη! Μέχρι την τελευταία στιγμή! ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Σκάσε κάθαρμα! ΑΛΕΞΗΣ: Παρακαλώ; ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Είπα σκάσε. Τέλειωσε τώρα. Βούλωστο. ΑΛΕΞΗΣ (σηκώνεται και σχεδόν απειλητικά): Μη μου ξαναμιλήσεις ποτέ έτσι γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα!! (Ο Στέργιος τον κοιτά με απορία. Ο Αλέξης, αλλαγμένος τώρα, παίρνει με φούρια το σακάκι του) Την είχα ερωτευτεί μαλάκα! (Βγαίνει, χτυπώντας πίσω του την πόρτα). (Ο Στέργιος μένει μόνος του. Βάζει ποτό και το κατεβάζει μονορούφι.) ΣΤΕΡΓΙΟΣ: Κι εγώ το ίδιο γαμημένε μπάσταρδε… Και εγώ το ίδιο! (πετάει το ποτήρι στο πάτωμα) Τι έκανα γαμώτο;;;
(Σκοτάδι) ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ (Τροία. Παλάτι, με καπνούς να ανεβαίνουν απ’ τα τείχη. Καμένα αντικείμενα εδώ κι εκεί. Στη μέση η Κασσάνδρα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Απέναντί της σιωπηλός ο Αγαμέμνονας). ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (κοιτώντας ψηλά): Στρατηγέ, τι βλέπεις στον ουρανό; ΑΓΑΜ.: Άστρα πριγκίπισσα. Ο ουρανός ξεχείλισε άστρα. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Πληγές … Ο ουρανός ξεχείλισε πληγές… (τον κοιτά) Εσύ λοιπόν διαλέχτηκες να αποκαταστήσεις την τάξη; Εσύ είσαι η νέα εποχή νικητή Αγαμέμνονα;; ΑΓΑΜ.: Έτσι όπως στέκεις μοιάζεις μ’ αμυγδαλιά… ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Μ’ όλα μου τα άνθη και μ’ όλα μου τα αγκάθια σε περιμένω βασιλιά. Μαζί, απ’ τα λιοντάρια της Μυκήνας να χαθούμε. Το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο θάναι σα μάγουλο νεκρού πάνω στο αίμα της Κασσάνδρας. Όλα τέλειωσαν. Ψυχή μου, ο Φοίβος σου χαρίζει ένα παραμύθι για τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα. Ένα παραμύθι με δράκους και φίδια και βουλιαγμένα φεγγάρια.. ΑΓΑΜ.: Ησύχασε … ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Σσς!! Σώπα.. Άκου! (Εμφανίζεται η γαλαζοπράσινη ομίχλη.. Απόλλων και συνοδεία Ελικιωνιάδων σε όλη τη λαμπρότητα. Αυτό το βλέπει μόνο η Κασσάνδρα, ενώ η Αγαμέμνων τη κοιτά με απορία)
ΧΟΡΟΣ ΕΛΙΚΩΝΙΑΔΩΝ
Φοίβε! Φοίβε! Άτεγκτε άγγελε Ψυχή των θαυμάτων που βλέπω! Δίσκε τρομερέ της ζωής! Σε βλέπω στη δάφνη και στ’ αηδόνι Στην πέτρα και στο ροσμαρίνι Στο μετάξι των παιδιών και στο βελούδο του γέροντα Όλα υπάρχουν μέσα από σένα… όλα είσαι εσύ Νυμφηγέτη απόλλωνα.
ΑΠΟΛΛΩΝ (στην Κασσάνδρα): Τα ίδια μου τα μυστικά που τόσο απλόχερα σου δόθηκαν, όσο άσκεφτα σπατάλησες, θα γίνουν θηλειά γύρω απ’ το λαιμό σου. Θα σε ξεράσει το χώμα που σε γέννησε Κασσάνδρα. Σε ξένο τόπο θα πεθάνεις κι οι καρποί σου θα σ’ ακολουθήσουν στο χαμό. Μέχρι τότε, θα λάβεις το νόμισμα που σου αξίζει. Αταραξία θεόρατη γύρω σου, κι εσύ τσακισμένη απ’ τους σεισμούς της αλήθειας.. Κι επειδή τόσο επίμονα το ζήτησες, πάρε και τη μορφή μου.. Δώρο από μένα στο γάμο σου! (Ο Απόλλωνας βγάζει τη χρυσή μάσκα. Έντρομη η Κασσάνδρα βλέπει ότι από μέσα φορά μια άλλη μάσκα με τη δική της μορφή) ΑΠΟΛΛΩΝ: Στόχα πει.. Θυμάσαι; Δεν έχω δικό μου πρόσωπο. Είμαι μια σειρά από μάσκες. Εσύ ήσουν πάντα αυτή που μιλούσες. Εσύ ήσουν ό,τι κυνηγούσες κι εσύ ό,τι εγκατέλειψες! Εσύ ήσουν η πόλη και η ευθύνη της! Η αντοχή της Τροίας, το σώμα των ονείρων της… Εσύ ήσουν το πρόσωπό μου … Εσύ ήσουν ο Νυμφηγέτης Απόλλων… κι η πέτρα…. Και το ροσμαρίνι…
ΧΟΡΙΚΟ ΕΛΙΚΩΝΙΑΔΩΝ: Μ’ ασπίδα στο στήθος μου το ασημένιο φεγγάρι Ανοίγω δρόμο μέσα στο σκοτάδι Ν’ ανταμώσω με την πούλια σου Κασσάνδρα Φτιάχνω γεφύρι πάνω στον άνεμο Σαν άλογα τα λόγια μου να τρέξουν «αγάπη … αγάπη μου» φωνάζοντας! ΑΠΟΛΛΩΝ: Κρίνο της Τροίας, λάβε του Φοίβου τον στερνό χαιρετισμό, γιατί ποτέ πια δεν θ’ ανταμωθείς μαζί του. (Ο Απόλλων και νύμφες εξαφανίζονται. Σκηνή πάλι στο μισόφωτο). ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Αγάπη … αγάπη μου φωνάζοντας … ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Κασσάνδρα… ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Τι; Α.. ναι! («Βλέπει» αυτό που πρόκειται να συμβεί) Το αίμα!… Το αίμα!… ΑΓΑΜ.: Τι είναι; Τι βλέπεις; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Τίποτα … τίποτα … (ήρεμη, με ελαφρό μειδίαμα) Πάμε ν’ αναπαυθούμε στρατηγέ. Πάμε ν’ αναπαυθούμε στην πολύχρυση Μυκήνα.
(Σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Πρωί, γύρω στις 11. Βλέπουμε ένα γραφείο σκοτεινό και λιτό. Θυμίζει κάτι από ρημαγμένη Τροία. Ο Εισαγγελέας κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εμπρός! (Μπαίνει η Αλεξάνδρα, όπως έφυγε απ’ το σπίτι, με τη βαλίτσα στο χέρι) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Καλημέρα σας. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μια στιγμή παρακαλώ. Τελειώνω. (Σημειώνει κάτι βιαστικά και την κοιτά. Έχει τη μορφή του Αγαμέμνονα). ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (της δίνει το χέρι) Εισαγγελέας Κωστόπουλος. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ: Αλεξάνδρα Αργυρίου. (Κοιτάζονται έντονα σφίγγοντας τα χέρια). Θέλω να κάνω μια καταγγελία. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ (της δείχνει μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο του) Καθίστε παρακαλώ. Σας ακούω. (Σκοτάδι)
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Ρημαγμένο παλάτι της Τροίας. Μια αίσθηση θανάτου και καμένου. Σταδιακά κάποιος αμυδρός φωτισμός που μεταλλάσει το τοπίο σε κάτι γαλήνιο, ένα είδος εξιλέωσης. Από κάπου ψηλά φαίνεται η σιλουέτα του Απόλλωνα. Σιγά σιγά φωτίζεται μόνο το πρόσωπό του με τη χρυσή μάσκα του. Ακίνητος, μουσική) ΑΠΟΛΛΩΝ: Ελπίζω στους πολύτιμους λίθους του Απείρου που πάντα θα γυρεύεις με κλάματα στα σπλάχνα μου. Ελπίζω στα φαντάσματα πάνω απ’ την Μυκήνα που θα σε κλέψουν μια νύχτα για μένα Γεννιέμαι απόψε απ’ τις στάχτες της Τρωάδας Γεννιέμαι και σου φέρνω ίσια απ’ τον ουρανό το μέγα παραμύθι Τώρα άλλο δε μένει. Περνώντας μαζί μες’ απ’ τα κρύα σύννεφα Πάνω στ’ αστέρι που έρχεται, να γεννηθούμε απ’ την αρχή. Να γεννηθούμε απ’ την αρχή Κασσάνδρα … Κασσάνδρα…. Μ’ αγαπάς;;; (Σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ
|