ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΡΩΣΙΔΑ (ΤΣΕΧΕΛΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ) |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 17:59 | |||
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΡΩΣΙΔΑ
ΤΣΕΧΕΛΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΟ : Τατιάνα Στεφάνοβα
ΣΚΗΝΙΚΟ : Αίθουσα αναμονής αεροδρομίου. Φωτεινός πίνακας ανακοινώσεων αναχώρησης. Ακούγονται αναγγελίες πτήσεων στα ρώσικα και στα αγγλικά καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Τρεις καρέκλες μπλε ενωμένες. Κάθεται η Τατιάνα Στεφάνοβα με τσάντα κι ένα πήλινο δοχείο.
Η Τατιάνα Στεφάνοβα κοιτάζει το ρολόι της. Σηκώνεται κι ετοιμάζεται να φύγει. Ακούγεται στα ρώσικα, στα αγγλικά και στα ελληνικά αναγγελία καθυστέρησης της πτήσης SU295 από Μόσχα για Αθήνα με την Aeroflot Russian Airlines.
Ob’’yavlenie zaderzhki vyleta ryeiisa SU295 Aeroflot ROSSII AIRLINES iz Moskvy v Afiny Announcement delayed departure of flight SU295 AEROFLOT RUSSIAN AIRLINES from Moscow to Athens Αναγγελία καθυστέρησης αναχώρησης πτήσης SU295 της AEROFLOT RUSSIAN AIRLINES από Μόσχα για Αθήνα
Η Τατιάνα αφήνει τα πράγματά της και ξανακάθεται
ΤΑΤΙΑΝΑ ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ: Τατιάνα Στεφάνοβα. 33 χρόνων. Ήρθα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1999. Ζέστη! Πολύ ζέστη. Ήταν μεσημέρι όταν σταμάτησε το λεωφορείο. Κατέβηκα κι έκανα το σταυρό μου που έφτασα. Στη Μόσχα δεν είχα κάπου να δουλέψω. Είπε η μαμά μου “ Τατιάνα, πας αλλού, κάπου ωραία, φτιάξεις ζωή σου ” και είπα θέλω μια χώρα με ζέστη να μου κάνει καλό και στην ανάσα - έχω κάτι σαν άσθμα και η ζέστη βοηθάει - και είπε η μαμά “ Ελλάδα ” και να ‘μαι. Είχα βγάλει την αισθητική, μια σχολή στη Ρωσία, γιατί μ’ αρέσει να είναι ωραία τα νύχια, το πρόσωπο, το δέρμα. Κάτι ρούβλια είχα μαζί μου – μη φανταστείς λεφτά. Πήγα στο προξενείο να δω πού μπορούν να μου πουν να δουλέψω. Με ρώτησαν τι ξέρω και είπα μασάζ και περιποίηση δέρματος, νύχια και τέτοια και αυτοί νομίζαν εννοώ ξέρεις… Όταν λέω μασάζ, μασάζ. Όχι … μασάζ. Γνώρισα εκεί μία άλλη Ρωσίδα, Όλγα τη λέγαν, που είχε έρθει κάτι… για ν’ ανανεώσει την παραμονή. Μιλάω καλά ελληνικά, έτσι; Είπα θα μάθω να μιλάω σαν Ελληνίδα. Ελληνάδα που έλεγα και στην αρχή και γελούσαν. Η Όλγα με πήρε σπίτι της για λίγες μέρες. Η Όλγα ήταν βίζιτα. Όχι για πέταμα. Πολυτελείας. Της έφτιαχνα τα μαλλιά και όλο το αυτό (δείχνει το πρόσωπό της) – τη βιτρίνα – και της άρεσε. Μου είπε “ Μείνε όσο θες, εγώ όλο έξω είμαι ”. Δε δούλευε σπίτι. “ Α, όλα κι όλα ”, έλεγε “ Σπίτι πρέπει είναι καθαρό. Ντουλειά έξω”. Είχε κι ένα πρόγραμμα στο τηλέφωνο για δωρεάν διεθνείς κλήσεις με 10 ΕΥΡΩ το μήνα. Κάθε μέρα ήθελα να παίρνω τη μάνα μου αλλά ΟΧΙ. Δεν ήθελα υποψιαστεί. Δεν ήθελα ΝΑ υποψιαστεί. Ακόμα κάνω κάτι λάθη πού και πού. Πάντως μιλάω καλά ελληνικά. Άνοιγα το παράθυρο ν’ ακούγεται θόρυβος απ’ το δρόμο και έλεγα στη μάνα μου πως παίρνω από καρτοτηλέφωνο, πως βρήκα δουλειά και τέτοια, να μην ανησυχεί.
Περνούσαν οι μέρες κι από δουλειά τίποτα. Έκλαιγα ένα βράδυ κι έβηχα. Πάντα βήχω αν αγχωθώ. Από δουλειά τίποτα, τα λεφτά μου τελειώναν, η μάνα μου πίσω, ντρεπόμουν και την Όλγα… Μπαίνει μέσα , στην κουζίνα ήμουν, σκούπιζα τη μύτη μου με μια χαρτοπετσέτα, μάτια κατακόκκινα… “ Τι κλαις; ”, μου λέει. Εγώ “ Τίποτα ”. “Καλά χαζή είμαι;”, μου λέει. Κι εγώ μια να κλαίω, μια να λέω, μια να βήχω και μια να παίρνω ανάσα και πάλι να κλαίω. “ Κοίτα να δεις ”, μου λέει “… είσαι όμορφη κι άμα βαφτείς θα γίνεις ακόμα καλύτερη ”. “ Άσε μας, μωρέ Όλγα ”, της λέω “ την ομορφιά θα κοιτάξουμε τώρα; ”. “ Ναι ”, μου λέει “Με ό,τι έχεις θα πολεμήσεις ή αλλιώς σου κάνω τα εισιτήρια να γυρίσεις πίσω ”. “Δηλαδή”, της κάνω. “ Ό,τι κάνω κι εγώ θα κάνεις ”, μου λέει. “ Αποκλείεται ”, της λέω. “Βρε, βλάκα, βόλτα θα βγούμε για ποτό. Θα ρωτήσω τον πελάτη αν έχει κάποιον φίλο να γίνουμε τέσσερεις”. “Μόνο ποτό, Όλγα”, της είπα κι έτσι έγινε. Το άλλο βράδυ κιόλας. «Το γοργόν και χάρη έχει». Το άκουσες αυτό; Σου είπα, μιλάω καλά ελληνικά. Ντύνομαι, στολίζομαι απ’ της Όλγας τα φορέματα. Η Όλγα μόνη της μου είπε “πάρε ό,τι θες”. Ένα κόκκινο μου άρεσε, γυαλιστερό με κάτι ψηλά πέδιλα και μακριά σκουλαρίκια με στρας. “Εσύ είσαι καλύτερη κι από μένα”, μου είπε η Όλγα “θα μας φας τη δουλειά”.
“Τι δουλειά βρήκες κορίτσι μου;”, με ρώτησε η μανούλα μου. “Καθαρίζω κάτι σκάλες και κρατάω ένα παιδάκι”, είπα. “Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή”, είπε και η ντροπή η δική μου είχε βαρέσει κόκκινα.
Καλά ο “πελάτης”, το ‘μαθα κι αυτό. Στην αρχή έλεγα “ο κύριος” και με διόρθωνε η Όλγα. “Ο πελάτης, χρυσό μου. ΄΄Κύριος΄΄ μόνο όταν είναι μπροστά” . Ο πελάτης λοιπόν ψηλός, όμορφος, καλοντυμένος, με μια Chrysler cabrio. “Δε μπορεί αυτός να βρει γυναίκα και πληρώνει για συνοδό; ”, ρώτησα την Όλγα. “Μαλάκες”, μου είπε “Νομίζουν πως επειδή έχουν λεφτά, τ’ αγοράζουν όλα. Την εξουσία τους δείχνουν και τη δύναμή τους”. Εκείνο το βράδυ, το πρώτο βράδυ, μ’ έκαναν να αισθανθώ σαν αξεσουάρ τους για να το δείχνουν μες στα μαγαζιά που μπαινοβγαίναμε. Κόσμος! Όλοι να σε κοιτάνε και κάτι να λένε στον πελάτη – οι και καλά φίλοι του– και μετά να γυρίζουν όλοι μαζί τα κεφάλια και να γελούν, να ξεκαρδίζονται. Αν είχε από πάνω λεζάντα νομίζω θα ρωτούσαν “Πόσο πάει το κιλό, ρε μαλάκα;”. Η Όλγα όλο μου έλεγε “χαμογέλα” αλλά ξεχνιόμουν. Μου παρήγγειλαν ένα ψάρι που το είχαν βάλει πάνω σε ένα πράσινο φύλλο. Ανοίξαν ένα κρασί – πολύ ακριβό μου είπε η Όλγα – κοιτούσαν οι άλλοι από γύρω. “Οι μαλάκες με τις πουτάνες” , σκέφτηκα θα λένε. Δε μου κατέβαινε μπουκιά. Επέμεινε η Όλγα κι έφαγα το μισό για χάρη της. Αμάσητο πήγε στο στομάχι. Τη μάνα μου σκεφτόμουν. «Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή». Στο σπίτι έκανα εμετό. “Θα συνηθίσεις”, είπε η Όλγα. Τι να συνηθίσεις; Την άλλη μέρα πήρα τη μάνα μου τηλέφωνο να την ακούσω. “Τατιάνα, πρέπει να χειρουργηθώ στην καρδιά. Βουλώσαν τρεις αρτηρίες ”, μου είπε και μ’ έπιασε μαύρη κατάθλιψη. “Βρες τα λεφτά , μου είπε ο γιατρός κι έλα να σε χειρουργήσω γρήγορα γιατί η ζωή σου κινδυνεύει. Μπορείς να βρεις εσύ εκεί, κορίτσι μου; Εδώ ποιος να μου δώσει;”. Το τι θα στοίχιζε δε θέλεις να το ξέρεις. Κλείνω το τηλέφωνο και ντριν ο πελάτης απ’ το ραντεβού – μόνο ποτό που ήταν. Με πήρε για να βγούμε. Η Όλγα του το ‘χε δώσει το νούμερο. “ Όλο το βράδυ ”, μου είπε και κατάλαβα. “Θα σου τηλεφωνήσω εγώ”, του είπα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κλείνω το τηλέφωνο. Βγαίνω απ’ το σπίτι. Πού να πάω; Περπατάω. Βλέπω μια γυναίκα σε ένα parking σε ένα super market. “Συγγνώμη”, της λέω “Να έρθω στο σπίτι σας να σας καθαρίζω;”. “Βρε, κορίτσι μου”, μου λέει, “δε μένω εδώ. Είμαι μακριά απ’ τη Θεσσαλονίκη”. “Θα ‘ρχομαι κάθε μέρα με το λεωφορείο”, της λέω. “Θα καθαρίζω και μετά θα γυρνάω στη Θεσσαλονίκη”. “Δε γίνεται”, μου λέει “μένω μακριά” . “Αχ, σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ πάρα πολύ. Δουλειά θέλω”. “Μου φαίνεσαι καλό κορίτσι αλλά δε μπορώ να σε βοηθήσω” και μπαίνει στ’ αυτοκίνητο. Εγώ ξανά “Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ”. Να της χτυπάω το τζάμι “Σας παρακαλώ… δουλειά θέλω… δε θέλω να γίνω πόρνη”. Κατέβασε το τζάμι και μου είπε “Πήγαινε στην εκκλησία. Αυτοί θα σε βοηθήσουν”. Πήγα αμέσως. Βρήκα έναν παπά. Μου έδωσε ένα απ’ αυτά τα ψωμάκια. “Ευχαριστώ”, του λέω και του φιλάω το χέρι. “Θέλω δουλειά. βοηθήστε με, σας παρακαλώ”. “Υπομονή, τέκνο μου. Ο Θεός είναι μεγάλος”. Αυτά μου είπε ο άνθρωπος του Θεού. Ένα ψωμάκι – ξέρεις – κι ο Θεός είναι μεγάλος. Με πιάσανε τα κλάματα κι ο βήχας πάλι. Φτάνει είπα το κλάμα. Όσες σκάλες και να καθαρίσω δε βγαίνει. Θα μαζέψω τα λεφτά για την εγχείρηση και τέλος. Παίρνω τηλέφωνο τον πελάτη και βγήκαμε. Όλο το βράδυ, όπως είχε πει. Κατάλαβες! “Πότε θα σε ξαναδώ;”, με ρώτησε. “Όποτε θες”, του είπα. 10 φορές έκανα μπάνιο εκείνο το βράδυ. Παντού μου μύριζε η κολόνια του. Δεν έφευγε η αηδία από πάνω μου. “Θα συνηθίσεις”! Τι να συνηθίσω; Έναν το ρώτησα “Να ‘ρχομαι να σου σκουπίζω το σπίτι, να στο καθαρίζω, να στο συγυρίζω;”. Ξελιγώθηκε να γελάει. “Θα κάθεσαι να στον ρίχνω κιόλας;”, με ειρωνεύτηκε. Γέλασα κι εγώ, τάχα πως έκανα πλάκα. Τέλος πάντων. Η δουλειά πήγαινε καλά. Παίρνω τη μάνα μου, “Μαμά”, της λέω “τα λεφτά τα βρήκα αλλά εγώ δε μπορώ να ‘ρθω. Λείπουν οι άνθρωποι που τους κρατάω το παιδί κι αν φύγω θα με διώξουν. Μπορείς μόνη σου;”. Ψέματα! Πού να ξαναβρώ τη ΄΄δουλειά δεν είναι ντροπή΄΄ αν πάω στη Ρωσία; Θεέ μου, λέω! Αυτά τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό. Εκεί που τελειώνει το ένα, μη βαρεθείς – «βαρεθείς», πλάκα δεν έχει; - απ’ το ένα , πάρε να ‘χεις το επόμενο. Μάζεψα λεφτά, “Δανείστηκα, μανούλα μου”, της είπα και της τα ‘στειλα. Αν ήξερε, Παναγία μου, θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να πάρει αυτά τα λεφτά απ’ αυτή τη δουλειά. Αχ, μανούλα μου “η δουλειά δεν είναι ντροπή”…
Το 15αύγουστο είχα βρει σπίτι να μένω μόνη μου. Ένα μικρό στην Άνω Πόλη. Όταν δε δούλευα – δουλειά! – τέλος πάντων. Όταν δε δούλευα, έβλεπα την πόλη τη νύχτα από ψηλά. Τι όμορφη είναι, έλεγα. Να ‘ρχότανε η μάνα μου, να μέναμε μαζί. Εδώ που έχει ζέστη τουλάχιστον. Έβλεπα απ’ το παράθυρο τα φώτα της πόλης και δε μου κόλλαγε ύπνος. Το κινητό ανοιχτό μην και τύχει δουλειά. Πλάκα έχει, ε; Εμείς και οι γιατροί. Σήμερα είμαι υπηρεσία απ’ το τηλέφωνο, δε λένε;
Δε μπορώ να πω πως συνήθισα, που μου είχε πει η Όλγα αλλά τουλάχιστον δεν έκανα εμετό. Ένα χάπι για το στομάχι κι ένα για να μη ζαλίζεσαι στο λεωφορείο – εμετοστόπ το λένε – και φανταζόμουν πως θα πάω ταξίδι και πως θα έχει στροφές και το χρειαζόμουν το χάπι. Πριν βγω απ’ το σπίτι έκανα το σταυρό μου. Ξέρω, δεν ταιριάζει αλλά τον έκανα. Χαμογελούσα, έμπαινα στ’ αμάξι και ήμουν ο πιο καλός οδηγός διασκέδασης στην πόλη και στα ακριβά ξενοδοχεία. Προσπαθούσα να βρω στον καθένα κάτι να μ’ αρέσει για να δουλέψω. Τον πρώτο καιρό – τότε που μάζευα λεφτά για την εγχείρηση – ήμουν στο δωμάτιο με έναν που δε μ’ άρεσε καθόλου. Πριν καλά καλά ξεκινήσουμε με πιάνει ένας βήχας τρελός κι απ’ το ζόρι μου έκανα εμετό πάνω του. Με παράτησε κι έφυγε. “Πολύ ευαίσθητη είσαι ”, μου είπε η Όλγα “Σιγά τι κάνεις”. Τι να της πω; Μετά τη δουλειά, ο κύριος… ο πελάτης… ό,τι είναι τέλος πάντων, έφευγε. Εγώ έμενα όλο το βράδυ, να φάω το πρωινό τσάμπα. Μ’ έφτανε για όλη την ημέρα. Κρατούσα όσα περισσότερα λεφτά μπορούσα για να τα στέλνω στη μάνα μου. Πόσο θα ήθελα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, να τη βάλω να τραγουδήσει – έχει πολύ ωραία φωνή η μάνα μου – να της ψωνίσω ρούχα και παπούτσια, να μου φτιάξει πιροσκί με πατάτες. Πολύ την είχα αποθυμήσει. Τουλάχιστον τώρα την έχω μαζί μου.
Η Όλγα παντρεύτηκε τον άλλο χρόνο. “Άντε, μωρή Ρωσίδα”, της λέω, “Κάνε κανένα παιδί να στο κοιτάω, να σου κάνω και τις δουλειές του σπιτιού και να ξεφύγω απ’ τα τηλεφωνήματα”. Τι μου είπε, ρε φίλε; Τι γύρισε και μου είπε; “Σε πουτάνα θα δώσω το παιδί μου;”. Ακούς; (γελάει)Άμα θες, πες τίποτα. Γέλασα, μη νομίζεις. Μετά που έφυγα με πιάσανε τα κλάματα.
Πάντως δουλειά με την αισθητική ή με κάτι άλλο, αλλά δουλειά… δουλειά , όχι αυτό το πράμα… δεν έβρισκα με τίποτα. Όταν άκουγαν αισθητική, μασάζ κλπ όλοι πίστευαν … καταλαβαίνεις. Τα τηλεφωνήματα πάλι απτόητα. Μ’ αρέσει αυτή η λέξη. «Απτόητα»! Ντριν και ντριν όλο το 24ωρο. Όχι μόνο νύχτα. Και εφτά η ώρα το πρωί! Όποτε του σηκωνόταν του καθενός. Άλλο δεν έχουν στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι, λέω;
Είχε έρθει χειμώνας πάλι και το σπίτι είχε κρύο. Δε μ’ ένοιαζε. Μου θύμιζε και λίγο Ρωσία. Το κρύο δεν το ήθελα γι’ αυτό και διάλεξα την Ελλάδα και τώρα… Είχα πάρει ένα σομπάκι ηλεκτρικό για τα βράδια που δε δούλευα. Μου έφτανε. Ξήραινε την ατμόσφαιρα στο σπίτι και δεν έβηχα. Με ρώτησε ο άντρας της Όλγας “Πώς αντέχεις χωρίς θέρμανση;” και του είπα “Δεν έχω ανάγκη εγώ. Ρωσίδα είμαι.”. Γέλασε. Του φάνηκε αστείο. Είχα καταλάβει πώς σκεφτόταν ο κόσμος. Μπορεί κι εσύ (δείχνει κάποιον στο κοινό) να θες να γελάσεις. Καν’ το. Δε με νοιάζει. Ας είχε ό,τι γνώμη ήθελε ο καθένας. Μόνο να με λυπούνται δε θέλω. “Πώς αντέχεις χωρίς θέρμανση;”. Έτσι. Αντέχω. Είμαι παγοκολόνα εγώ.
Τον άλλο χρόνο η Όλγα χώρισε. Είχε πάρει την ελληνική υπηκοότητα και μια αυτή, πώς τη λένε που στη δίνει ο άντρας σου άμα χωρίσεις για να ζεις; Τροφή; Κάτι τέτοιο. Μιλάω καλά ελληνικά αλλά αυτά δεν τα ξέρω. Είχα ζηλέψει στην αρχή που παντρεύτηκε η Όλγα. Ο άντρας της καλός άνθρωπος. Πολύ καλός. Είναι μια φράση στα ελληνικά : «Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές». Έτσι ακριβώς. Η Όλγα είχε πολύ καλή τύχη αλλά δεν τον αγαπούσε τον άνθρωπο. Μετά που χώρισε, χάρηκα. Πειράζει που χάρηκα; Πήρε την τροφή – πώς το λένε αυτό – και μετά πάλι δουλειά, ξέρεις αυτά με τα τηλέφωνα κι έξω και ξενοδοχεία κλπ. Κανένα δεν είναι να ζηλεύεις.
Βρε, όλοι να σε βλέπουν κάπως σ’ αυτήν τη χώρα! “Από πού είσαι;”, ρωτούσαν. “Από Ρωσία”, έλεγα. “Α, ωραία”, απαντούσαν με χαμόγελο κι έβλεπες τι σκέφτονταν. Οι άντρες μόλις ακούγαν “Ρωσία” πετάγονταν τα μάτια τους έξω και κάναν φφφφφφφφ!! Οι γυναίκες σε κοιτούσαν… άσ’ το καλύτερα. Εντάξει, ρατσισμός. Αυτό να το καταλάβω. “Ρωσίδα ίσον πουτάνα”, τι είναι; Ρατσισμός; Όχι, πες μου. Αν πας εσύ έξω; (δείχνει κάποιον απ’ το κοινό) Εσύ. Εσύ, που με κοιτάς και πεις “Είμαι από Ελλάδα” και σε κοιτούν σαν τον Αλβανό τι θα σκεφτείς; Πώς θα αισθάνεσαι; “Σαν το Αλβανό”, είπα, ε; Σαν τα μούτρα σας με κάνατε. Γιατί, τι έχουν οι Αλβανοί, τι έχουν οι Ρώσοι, τι έχουν οι Έλληνες; Άνθρωποι. Εκεί ήταν οι γονείς μου, εκεί γεννήθηκα. Γνώρισέ με πρώτα! “Ρωσίδα ίσον πουτάνα”! Κι άντε εγώ πουτάνα. Εσύ που πας μαζί μου, τι είσαι; Όχι, απάντησέ το μου αυτό. Θα περιμένω όσο χρειαστεί.
Είχα βγει δυο φορές με έναν πολύ λεφτά, το Γιώργο τον… Α! Δε σου λέω το όνομα μην τον ξέρεις και βρει κανένα μπελά ο άνθρωπος. “Έλα να μείνουμε μαζί”, μου κάνει. “Τι εννοείς μαζί;”, ρωτάω εγώ. “Μαζί και βλέπουμε”. “Γιώργο”, του λέω, “εγώ ξέρεις τι δουλειά κάνω” και με κόβει “Ξέρω, ξέρω. Τα σκέφτηκα όλα. Δε με νοιάζει τίποτα. Θέλω εσένα. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου”. Εγώ δεν ήμουν. Του λέω “Θα έρθω για δοκιμή. Μια βδομάδα και θα δούμε”. Πριν τελειώσει η εβδομάδα πνιγόμουν. Ένα σπίτι… γήπεδο. Τέσσερεις καναπέδες σε σαλόνι έχεις δει ποτέ; Καθάριζα και δεν τελείωνε. Την πρώτη μέρα με ρώτησε τι έκανα και του είπα “Καθάριζα”. “Γιατί, αγάπη μου; ”, μου λέει. “Έρχεται καθαρίστρια για το σπίτι”. Την άλλη μέρα μαγείρεψα. “Μη μαγειρεύεις, αγάπη μου. Θα τρώμε έξω”. Εγώ τι θα κάνω όλη μέρα μου λες; Όσο έλειπε στη δουλειά, αγχωνόμουν πότε θα γυρίσει. Όταν ερχόταν… Παναγία μου! “Αγάπη μου” κι “Αγάπη μου” μου ανακάτωνε τα άντερα. Από πού να φύγω; Με παίρναν και τηλέφωνο για δουλειά κι έκανα την άρρωστη. Τέλος πάντων, την τέταρτη μέρα του λέω “Εγώ θα φύγω” και τον πιάνουν κάτι νεύρα! “Εγώ, ο μαλάκας, φταίω που σε μάζεψα. Τι βρήκα ν’ αγαπήσω πάλι;” Το “πάλι” μου έκανε λίγο τις τύψεις μου. “Τέτοιες είστε όλες. Ρωσίδες, Ελληνίδες, πουτάνες όλες.” Α! Λέω, εδώ δεν έχω παράπονο. Και οι Ελληνίδες πουτάνες. Α, ρε Όλγα που σου χρειάζεται, είπα από μέσα μου. Να σου βάλει το στεφάνι, να σου πάρει την τροφή – αυτό , ξέρεις – και τσίριζε εσύ όσο θες. Δεν έπρεπε να είχα πάει. Εγώ έφταιγα. Αφού το βλέπεις – Δεν … - Τι πας;
Είχε στο Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας «Οδυσσέας» μαθήματα για να μιλάς καλά ελληνικά. Εκεί πήγα κι έμαθα. Στο Μακεδονικό Ινστιτούτο Εργασίας ήταν τα μαθήματα. “Τι να τα κάνεις τα ελληνικά;”, έλεγε η Όλγα. “Ξέρεις ό,τι σου χρειάζεται”. Εγώ όμως ήθελα να μάθω να μιλάω καλά. Και να γράφω. Πήγα εκεί στα μαθήματα κι έμαθα καλά. Διάβαζα πολλά βιβλία – με το λεξικό μαζί – αλλά διάβαζα κι έμαθα καλά. Δύο ώρες την ημέρα ελληνικά. Και στη Ρωσία ήμουν καλή μαθήτρια στο σχολείο. Η δουλειά, δουλειά και το διάβασμα, διάβασμα. Στο μάθημα πήγαινα πάντοτε 5 λεπτά καθυστερημένη και καθόμουν μόνη μου και μακριά απ’ τους άλλους. Φαντάζεσαι να με ρωτούσε κάποιος τι δουλειά κάνω;
Ένα πρωί γυρνούσα σπίτι απ’ τη δουλειά, είχα φάει καλό πρωινό να με πιάσει για όλη μέρα. Βλέπω τον ταχυδρόμο – έριχνε τους λογαριασμούς της Δ.Ε.Η. Ψάχνω, βρίσκω ένα γράμμα απ’ τη Ρωσία. Μου το ‘χε στείλει ο Αλεξέι – ο Αλεξέι είναι ξάδερφός μου, δίπλα δίπλα το σπίτι της μάνας μου και της δικής του. Ανοίγω το γράμμα. Το ‘χω κρατήσει (βγάζει απ’ την τσάντα της το γράμμα και το διαβάζει). «Τατιάνα, η μαμά σου ετοιμαζόταν να ‘ρθει να σε βρει και να σου κάνει έκπληξη. “Τώρα που έγινε καλά η καρδιά μου”, είπε “Θα πάω να δω το παιδί μου”. Δεν πρόλαβε, η κακομοίρα. Πέθανε. Δε σε πήρα τηλέφωνο γιατί δε θα προλάβαινες να ‘ρθεις». Θα προλάβαινα, ρε Αλεξέι. Θα προλάβαινα (παύση). «Η ταφή ήταν ακριβή και γι’ αυτό την κάψαμε». Δηλ., ρε παιδιά, εμένα ούτε που να με ρωτήσουν, ούτε που να μου πουν κάτι. Η μάνα μου πέθανε! Κάτι, κάτι! Βρες το τηλέφωνό μου. Πες το μου κι αν δεν προλάβω, δικός μου λογαριασμός. Πήγα. Την είχαν σ’ ένα βάζο… καθόλου δε μ’ άρεσε. Της πήρα αυτό (δείχνει το πήλινο δοχείο) και ήρθα να την πάρω μαζί μου στην Ελλάδα. Εκεί που έχει ζέστη και θα της άρεσε. Παραλίγο να μη μ’ αφήσουν γιατί η στάχτη λέει μπορεί να είναι άνθρακας και να είμαι τρομοκράτης. (σταυροκοπιέται) Έλεος! Στη Ρωσία δεν είδα κανέναν. Δεν είπα τίποτα σε κανένα. Ούτε στον Αλεξέι. Μου έστειλε γράμμα να μου πει πως πέθανε η μάνα μου; Χειρότερο! Την κάψανε… Δεν ήθελα να ξέρει κανείς πως πήγα στη Μόσχα. Την κάψανε! Αν πεθάνει εσένα η μάνα σου, (δείχνει κάποιον στο κοινό), άσε να την κάψουνε κι έλα να μου πεις. Μη με κοιτάς (παύση). Καλύτερα. Αν την είχαν θαμμένη, πώς θα την είχα μαζί μου; Δεν την πονάει και η καρδιά της. Την εγχείρισε. Εγώ της έστειλα τα λεφτά. Ας είναι.
Είχα αρρώστησα πάλι κι έβηχα πολύ. Δε μ’ έφτανε η ανάσα και πήγα στο νοσοκομείο, στο «Παπανικολάου» και μ’ εξέτασε ένας γιατρός μικρός. “Πρέπει να πάρεις αντιβίωση και εισπνε-ό-μενα ”, μου είπε. Ύστερα ήρθε ένας πιο μεγάλος γιατρός και λέει “Τι έχουμε εδώ;”. Ο μικρός του εξήγησε και μετά ο άλλος του είπε “Δείξε της πώς να το παίρνει γιατί μπορεί να μην ξέρει από ρούφηγμα. Χα, χα, χα.”. Γελούσαν και οι δύο με το πολύ έξυπνο αστείο. Εγώ τους κοιτούσα και χαμογελούσα. Φεύγοντας είπα κι ευχαριστώ. “Ρωσίδα ίσον πουτάνα”. Στο είπα. Εδώ όλοι είναι κάτι κακό εκτός κι αν είσαι Έλληνας. Που φωνάζουν ο ένας τον άλλον «μαλάκα», κάτι θα ξέρουν. Μου είχε πει ο γιατρός ο μικρός να προσέχω τα κρύα και να είμαι στη ζέστη και πως κάτι είχα με τα πνευμόνια σαν άσθμα αλλά όχι άσθμα και πως δεν πρέπει να ζω σε περιοχή με μόλυνση για να μην πάθω άσθμα άσθμα. “Καλά”, είπα. Κανονίζεις καμιά φορά χωρίς τον ξενοδόχο. Στο λέω εγώ που ξέρω από ξενοδοχεία.
Είχα πάει να ανανεώσω την παραμονή μου και βλέπω μια γυναίκα να κλαίει. Μου σπάραξε την καρδιά. “Τι κλαις;”, της λέω. “Άσε με”, μου λέει, “ντε μου ανανεώνουν παραμονή και πρέπει φύγκω Ρωσία”. Την αγκάλιασα κι έκλαιγε πάνω μου. “Κοίτα”, μου λέει και βγάζει μια φωτογραφία με δύο μικρά παιδάκια. “Τα παιδιά σου;”, τη ρωτάω. “Όχι”, μου λέει “Παιντάκια που κοιτάω. Εγκώ φύγκω και αφήσω παιντάκια πίσω. Αγκαπάω αυτά παιντάκια.” “Και πού είναι αυτά τα παιδάκια;”, ρωτάω. “Πτολεμαΐντα”, μου λέει. “Πού είναι αυτό;”, της λέω. “Κοντά. Λεωφορείο, μιάμιση ώρες ”, μου λέει. “Φεύγεις σίγουρα;”, της λέω, “100%;”. “Ναι, μου λέει” και μετά μου είπε τον πόνο της και πού πάει και πώς ήρθε. Τέλος πάντων. “Οι γονείς τους”, της λέω “δε θέλουν κάποιον να κρατάει τα παιδάκια;”. “Τέλεις ντουλέψεις εκεί;”, με ρωτάει. “Ναι”, λέω κι εγώ διστακτικά αλλά ήθελα ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. “Αν δεν έχουν αντίρρηση, θα ήθελα να δουλέψω εκεί”. “Μιλάς πολύ καλά ελληνικά”, μου λέει. Τώρα γιατί δύο Ρωσίδες τα λεν στα ελληνικά, βγάλε άκρη και συμπέρασμα. Να μη στα πολυλογώ, έφυγε η κοπέλα να πάει στη Ρωσία. Στο καλό. Στην ευχή της Παναγίας. Έφυγα κι εγώ για Πτολεμαΐδα. Ξέφυγα. Θες να δεις τα παιδάκια; (βγάζει από την τσάντα της μια φωτογραφία και τη δείχνει σε κάποιον απ’ το κοινό) Να, κοίτα τη φωτογραφία. Δεν είναι πολύ όμορφα; Τ’ αγαπάω πολύ και μ’ αγαπούν κι αυτά. Κι οι γονείς τους. Καλοί άνθρωποι. Άνθρωποι!
Μου ‘χε πει ο γιατρός να μην πάω σε περιοχή με μόλυνση κι εγώ διάλεξα το χειρότερο μέρος για μόλυνση. “Στην Πτολεμαΐδα παράγεται το 70% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και η ατμόσφαιρα είναι χάλια. Είναι το χειρότερο μέρος για σένα”, είπε ο γιατρός που είχα πάει να με ξαναδεί. Καθόλου δε με πείραξε. Ποτέ . Όλα από δω ξεκινάνε (δείχνει το κεφάλι της). Εγώ εδώ αναπνέω. Εδώ. Στην πόλη με τα φουγάρα μπορώ και παίρνω ανάσα. Δόξα τω Θεώ. Κοιτάζω τα παιδάκια και κάνω το σταυρό μου που βρέθηκα εδώ. Όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, λέω “Κοιτάζω δύο παιδάκια”. Τώρα, ναι. Μπορώ να το λέω. Χαμογελάω και παίρνω καλή ανάσα. “Η δουλειά δεν είναι ντροπή”. Ναι, δεν είναι. Αν ζούσε και η μάνα μου, να ‘ρχότανε εδώ για πάντα, να μέναμε μαζί. Δεν πειράζει. Την έχω μαζί μου. (δείχνει το πήλινο δοχείο) Έχω τη στάχτη της. Την έχω εδώ (δείχνει το στήθος της). Θα πάρω μια κορνίζα να βάλω τη φωτογραφία της. Κάθε μέρα θα τη βλέπω. Θα τη δείξω και στα παιδάκια.
Τι μ’ έπιασε και στα είπα όλα αυτά;
(Ακούγεται αναγγελία αναχώρησης της πτήσης σε ρώσικα, αγγλικά κι ελληνικά.) Ob΄΄yavlenie ryeiis SU295 Aeroflot ROSSII AIRLINES iz Moskvy v Afiny. Passazhirov prosyat prinyat΄ uchastie v vyhode na posadku v D20. Announcement of the departure flight SU295 AEROFLOT RUSSIAN AIRLINES from Moscow to Athens. Passengers are requested to attend the outlet D20 for boarding. Αναγγελία αναχώρησης πτήσης SU295 της AEROFLOT RUSSIAN AIRLINES από Μόσχα για Αθήνα. Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέλθουν στην έξοδο D20 για επιβίβαση
ΤΑΤΑΝΑ ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ: Και μετά λεωφορείο για Πτολεμαΐδα . (Η Τατιάνα παίρνει τα πράματά της και φεύγει. Κοντοστέκεται και κοιτάζει προς το κοινό)
ΤΑΤΑΝΑ ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ: Τατιάνα Στεφάνοβα, 33 χρόνων. Ήρθα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1999. Τώρα αγαπάω αυτή τη χώρα. Μιλάω καλά ελληνικά. Πολύ καλά. Μένω στην Πτολεμαΐδα και κοιτάζω δύο παιδάκια. Τ’ αγαπάω πολύ. Κι αυτά εμένα. Έφερα και τη μάνα μου. Να την (δείχνει την τεφροδόχο). Την έφερα να την έχω παρέα.
Ευχαριστώ που με άκουσες. Είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον.
( Η Τατιάνα φεύγει. Τα φώτα πέφτουν. Αυλαία )
Τ Ε Λ Ο Σ
|