Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ (ΤΣΩΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ) |
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 18:04 | |||
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΣΩΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΤΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ, πατέρας του ΕΛΕΝΑ ΦΩΤΙΟΥ, αδερφή του ΝΑΝΤΙΑ, πρώην σύζυγός του και οπτασία. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, δικηγόρος του πατέρα του.
Πράξη Πρώτη
(Ένα τροχόσπιτο σε μια παραλία έξω απ’ την Αθήνα. Ένα μικρό κουζινάκι με νεροχύτη, πάγκο, τραπέζι, καρέκλα και μια κουκέτα με κομοδίνο. Το πρωινό ανοιξιάτικο φως τρυπάει ύπουλα το τζάμι απ’ το τροχόσπιτο και λούζει τα πρόσωπα του Αντώνη και της Νάντιας, οι οποίοι είναι ξαπλωμένοι στην κουκέτα. Η Νάντια είναι φανταστικό πρόσωπο, οπτασία και εμμονή του Αντώνη. Τα δύο πρόσωπα ενοχλούνται απ’ το φως και ξυπνάνε. Έξω απ’ το παράθυρο – που βρίσκεται πάνω απ’ τον νεροχύτη – φαίνεται μια παραλία περιστοιχισμένη απο καλαμιές και ακούγεται ο ήχος του κύματος. Ο Αντώνης σηκώνεται αμέσως απ’ το κρεβάτι, ενώ η Νάντια τεντώνεται νωχελικά). ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν το πιστεύω πως είσαι ακόμα εδώ... (Κατευθύνεται στο κουζινάκι κι ετοιμάζει έναν κρύο καφέ). ΝΑΝΤΙΑ – Γιατί; Τι περίμενες δηλαδή; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν ξέρω. Απλά, είναι φορές που όλο αυτό μου φαίνεται σαν ψέμα. Πως δεν υπάρχεις πραγματικά, πως είσαι στη φαντασία μου. Και τότε φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Αυτό είναι όλο. ΝΑΝΤΙΑ – Το ψέμα γίνεται αλήθεια όταν το πιστέψεις μωρό μου... Και έχει την δύναμη να σε κάνει τόσο χαρούμενο, να σ’ απαλλάξει απ’ ολα όσα σε βαραίνουν... (Ο Αντώνης αφήνει τον καφέ στον πάγκο και χτενίζεται μπροστά απο έναν μικρό καθρέπτη στον τοίχο σιγοσφυρίζοντας έναν ρυθμό). ΑΝΤΩΝΗΣ (μονολογώντας) – Μπορεί. Ίσως. Μα, για να πιστέψεις σημαίνει πως το θέλεις, έτσι δεν είναι; Πως το χρειάζεσαι. (Χτυπάει το κινητό που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι. Ο Αντώνης αργεί να το σηκώσει και η Νάντια δείχνει εκνευρισμένη. Κουκουλώνεται με τα σκεπάσματα. Τελικώς, ο Αντώνης το σηκώνει). ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι; (Η φωνή του δείχνει ενόχληση και είναι κοφτή. Απότομη). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – (Ακούγεται μόνο η φωνή του μέσα απ’ το τηλέφωνο. Ψυχρή) Ο κύριος Φωτίου; ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι. Ποιός είναι; (Ρουφάει τον καφέ με το καλαμάκι. Κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο διερευνητικά) ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Νικολούδης λέγομαι. Είμαι δικηγόρος και τηλεφωνώ εκ μέρους του πατέρα σας του κ. Δημήτρη Φωτίου. Δεν πιστεύω να παίρνω σε ακατάλληλη ώρα; (Ο Αντώνης δεν μιλά. Δείχνει σαστισμένος. Ακουμπά πάνω στο τραπέζι τον καφέ και κάθεται σε μια καρέκλα. Περνά τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά του). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Είναι πατέρας σας, σωστά; Δεν έχω κάνει κάποιο λάθος... Εννοώ..., ο κ. Δημήτρης Φωτίου. ΑΝΤΩΝΗΣ – (Δείχνει να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του) Όχι, όχι. Δεν κάνετε λάθος. Πατέρας μου είναι. (Εκείνη την ώρα η Νάντια πετάγεται μισή απ’ τα σκεπάσματα και κάνει νόημα με την παλάμη της στον Αντώνη σαν να τον ρωτάει ‘Τι συμβαίνει;’. Εκείνος γνέφει αδιάφορα για να την καθησυχάσει). ΑΝΤΩΝΗΣ – Λοιπόν; Ακούω. Τι έχετε να μου πείτε; ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Το ξέρω πως εκπλήσεστε μα είναι επιθυμία του να επικοινωνήσω μαζί σας για ένα θέμα το οποίο αφορά περισσότερο εσάς παρά εκείνον. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν καταλαβαίνω. (Η Νάντια σηκώνεται απ’ το κρεβάτι μισόγυμνη και πίνει απ’ τον καφέ του Αντώνη κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο. Ο ήλιος την ενοχλεί και στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη μια ασαφής γκριμάτσα που εκφράζει δυσαρέσκεια, μα και ικανοποίηση. Το δεξί πόδι είναι λυγισμένο και ακουμπά στην εσωτερική μεριά απ’ το γόνατο του άλλου). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Θα καταλάβετε όταν σας εξηγήσω. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική πληροφορία που θέλω να σας αποκαλύψω. (Ο Αντώνης γελά ειρωνικά). ΑΝΤΩΝΗΣ – Εξαιρετικά σημαντική πληροφορία; Πφφ! Έχω να δω τον πατέρα μου πολλά χρόνια και δεν μπορώ να διανοηθώ πως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της δικής μου ζωής και της ύπαρξής του. Δεν με ενδιαφέρει καμία πληροφορία που αφορά εκείνον. Για μένα, αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός, κύριε». (Η φωνή απ’ το τηλέφωνο μαλακώνει) ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Απ’ τη μεριά σας ίσως έχετε δίκιο. Αν και δεν είμαι αυτός που θα το κρίνει. Δεν με αφορά άλλωστε. Είμαι απλώς ένας εντολοδόχος και είναι υποχρέωσή μου να σας μεταβιβάσω όσα ο κ. Φωτίου μου εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό και σας παρακαλώ να μ’ ακούσετε προσεκτικά. Ύστερα, μπορείτε να πράξετε όπως ορίζει η συνείδησή σας. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ακούω. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Θα προτιμούσα να τα λέγαμε απο κοντά. Κάποια πράγματα δεν λέγονται απ’ το τηλέφωνο. Το γραφείο μου βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό... ΑΝΤΩΝΗΣ (διακόπτει τον δικηγόρο) – Δεν σκοπεύω να κατέβω Αθήνα σύντομα, ούτε και δέχομαι επισκέψεις. Ό, τι έχετε να μου πείτε να το κάνετε τώρα, γιατί δεν νομίζω να σας δωθεί δεύτερη ευκαιρία. (Η Νάντια συνεχίζει να πίνει απ’ τον καφέ του, να τεντώνεται νωχελικά και να ακουμπά πάνω στον πάγκο προκλητικά). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Όπως νομίζετε. Όπως σας είπα, δεν αφορά τον πατέρα σας αλλά εσάς. Και αυτό διότι ο κ. Φωτίου θέλει να σας ανακοινώσω ένα πολύ σημαντικό γεγονός, ή, για να είμαι πιο ακριβής, ένα πολύ σημαντικό δεδομένο. ΑΝΤΩΝΗΣ – Και γιατί δεν μου το λέει ο ίδιος; ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Απ’ όσα μου είπε, φοβάται πως δεν θα τον ακούσετε. ΑΝΤΩΝΗΣ(ειρωνικά πάλι) – Γιατί άραγε; ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Τέλοσπαντων. Κύριε Φωτίου, θέλει να σας ανακοινώσω πως έχετε μια αδερφή. ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι; (Γέλια). Κύριε Νικολούδη δεν έχω καμία αδερφή και είμαι σίγουρος γι’ αυτό. (Η Νάντια γυρνάει έκπληκτη προς το μέρος του. Τον πλησιάζει και ψυθιρίζει μπροστά στο πρόσωπό του) ΝΑΝΤΙΑ – Μ-ι-α α-δ-ε-ρ-φ-ή; Ε-σ-ύ; (τον δείχνει με το δάχτυλό της. Ο Αντώνης την παραμερίζει κι αρχίζει να περπατά πέρα δώθε). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Κι όμως. Αφήστε με να... ΑΝΤΩΝΗΣ (τον διακόπτει άλλη μια φορά) – Ακούστε να δείτε, αν αυτό είναι ένα ακόμα απ’ τα παιχνίδια που ο πατέρας μου αρέσκεται να διοργανώνει, να του πείτε πως πέρασε πια ο καιρός που οι άνθρωποι γελούσαν με κάτι τέτοια. Ούτε και πρόκειται να τον συναντήσω με πρόσχημα κάτι το τόσο γελοία σκηνοθετημένο. Έχω πια τη ζωή μου και δεν σκοπεύω ν’ αναθεωρήσω την άποψή μου για εκείνον. Για μένα είναι νεκρός. Δεν υπάρχει, καταλαβαίνετε; Τελεία και παύλα. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ –. Ξέρω πως γίνομαι αδιάκριτος, καταλαβαίνω και την έκπληξή σας, μα μη βιάζεστε να πάρετε βιαστικές αποφάσεις. Και σας διαβεβαιώ πως ο πατέρας σας είναι απολύτως ειλικρινής αυτή τη φορά. Μην επηρεάζεστε απ’ τη σχέση που μέχρι τώρα είχατε. Θέλω να πω πως..., όλοι μας κάνουμε λάθη. Ίσως ο κύριος Φωτίου να έκανε μερικά παραπάνω. Ναι, σίγουρα. Βλέπετε, ήταν νέος και τα νιάτα είναι κακός σύμβουλος ορισμένες φορές, δεν νομίζετε; Αυτό δεν σημαίνει πως είναι άνθρωπος δίχως συναισθήματα, ή πως δεν θα έφτανε κάποια στιγμή στη ζωή του ν’ αναγνωρίσει αυτά, τα λάθη και να τα διορθώσει. Όχι, όχι, όχι. Δεν είναι έτσι. Εξάλλου, ποιός έχει το αλάθητο κι εκ τούτου, το δικαίωμα να κρίνει; Θα σας συνιστούσα να του δώσετε μια δεύτερη ευκαιρία. ΑΝΤΩΝΗΣ (θυμωμένα) – Μια δεύτερη ευκαιρία; Μα είστε τρελός; Ξέρετε τι μου ζητάτε; (πιο μαλακά τώρα) Ακούστε κύριε Νικολούδη, αν ζητάτε εκ μέρος του πατέρα μου κάποιο είδος συγχωροχάρτι, μια άφεση αμαρτιών για όλα όσα έκανε σε μένα και στη μητέρα μου, είστε και οι δύο πολύ γελασμένοι. Ιδίως αυτός. Το θέμα έχει λήξει για μένα και τα πράγματα έχουν ως εξής. Ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε πριν δεκαεννιά χρόνια, εγώ ήμουν γύρω στα δεκαπέντε τότε. Για την ακρίβεια, εξαφανίστηκε απο προσώπου γης δίχως καμιά εξήγηση κι εμφανίστηκε ύστερα απο σχεδόν δέκα χρόνια στην κηδεία της μητέρας μου προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μόνο που – δεν το ξέρει βέβαια, ούτε και θέλει να το πιστέψει – εγώ ποτέ δεν χρειάστηκα κάποιου είδους εξήγηση, όλα τα ‘γιατί’ που με βασάνιζαν εξαφανίστηκαν μαζί με τον θάνατο εκείνης, μαζί με την πίκρα που κουβάλησε στωικά μαζί της στον άλλο κόσμο. Ναι. Κι αν θέλει τώρα να εξιλεωθεί είναι πια τόσο αργά που του αξίζει να τελειώσει τη ζωή του πικραμένος. Είναι κάτι το οποίο καθόλου δεν επιδιώκω, μα δεν έχω κιόλας την παραμικρή διάθεση να του ελαφρύνω τη καρδιά. Ο μόνος λόγος που μιλάμε ακόμα στο τηλέφωνο είναι ο ισχυρισμός σας για κάποια κοπέλα που υποτίθεται πως είναι αδερφή μου. Κι αυτό, σας πληροφορώ, απο καθαρή περιέργεια, τίποτα παραπάνω. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Καλώς. Παραδέχομαι πως το λάθος είναι δικό μου. Δεν έπρεπε να μπω ανάμεσα στα συναισθήματα που τρέφετε για τον πατέρα σας. Συγχωρήστε με για την αδιακρισία, σας υπόσχομαι να μπω κατευθείαν στο θέμα και ύστερα αποφασίζετε εσείς τι θα πράξετε. (Μέσα απ’ το τηλέφωνο ακούγεται ένας ήχος σαν να ψάχνει κάποια χαρτιά. Ο Αντώνης κάθεται στο κρεβάτι ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατα. Η Νάντια κάθεται δίπλα του και προσπαθεί να του πάρει το τηλέφωνο) ΝΑΝΤΙΑ – (Σιγά αλλά επιτακτικά) Δωσ’ το μου! Θέλω ν’ ακούσω! (Ο Αντώνης σπρώχνει το χέρι της και ξανασηκώνεται. Της κάνει νόημα να σωπάσει. Εκείνη, τον αγριοκοιτάζει). ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Λοιπόν. Ο πατέρας σας, τα τελευταία είκοσι χρόνια, διατηρούσε οικογένεια στο εξωτερικό, στη Βενεζουέλα συγκεκριμένα. Συνεπώς, έχει αποκτήσει μια κόρη, την Έλενα, που είναι δεκαεννιά χρονών σήμερα και η οποία φέτος ξεκίνησε τις σπουδές της στο πολυτεχνείο του Καράκας. Δυστυχώς, πρόσφατα απεβίωσε η μητέρα της κι απο τότε μένει με μια θεία της, εφόσον, ο πατέρας σας έχει πια οριστικά μετακομίσει στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. (Μικρή σιωπή) ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Φέτος πήρε την απόφαση λοιπόν να τον επισκεφτεί. Είναι μια ευκαιρία άλλωστε να γνωρίσει και την δεύτερη πατρίδα της, την Ελλάδα. (Προσθέτει με κάποιο νόημα) Αν και δεν είναι και η καταλληλότερη εποχή για κάτι τέτοιο... ΑΝΤΩΝΗΣ – Λοιπόν; Και που κολλάω εγώ σ’ αυτήν την ιστορία; (Η Νάντια αρχίζει να ντύνεται) ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Ο κ. Φωτίου θέλει να γνωριστείτε με την αδερφή σας. Η Έλενα φτάνει σε μια βδομάδα στην Αθήνα και θέλει να σας πως πως καλό θα ήταν να είστε εσείς αυτός που θα την περιμένει στο αεροδρόμιο. Ο πατέρας σας είναι λίγο άρρωστος – μη βάλει ο νους σας κάτι σοβαρό – και δεν μπορεί να κατέβει για να την υποδεχτεί. Δυστυχώς, ή ευτυχώς, δεν υπάρχει κάποιος άλλος συγγενής ή φίλος εκτός απο εσάς. ΑΝΤΩΝΗΣ (γελά δυνατά) – Συγγενής; Αν είναι ποτέ δυνατόν! Το θράσος αυτού του ανθρώπου δεν έχει όρια! Περιμένει να δω αυτήν την κοπέλα σαν συγγενή μου; ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Γιατί όχι; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν υπάρχει περίπτωση κ.Νικολούδη να συμβεί αυτό ποτέ! Δεν θέλω καμία σχέση μαζί του. Ούτε με την κόρη του! ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Όπως νομίζετε. Εγώ πάντως έκανα το καθήκον μου. Η Έλενα φτάνει στο Ελευθέριος Βενιζέλος το επόμενο Σάββατο στις τρεις το μεσημέρι με την πτήση 711 απο Λονδίνο. ΑΝΤΩΝΗΣ – Καλά, καλά... ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Και ο πατέρας σας βρίσκεται στο χωριό, έχει χτίσει καινούριο σπίτι εκεί, λίγο πιο πάνω απ’ το παλιό, ξέρετε. Δεν νομίζω πως υπάρχει η διεύθυνση, εξάλλου, όλοι στο χωριό γνωρίζουν... (Η Νάντια χτενίζεται μπροστά στον καθρέπτη. Ο Αντώνης στέκεται πίσω της) ΑΝΤΩΝΗΣ – Αντίο κ.Νικολούδη... Είπαμε αρκετά. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ (με πατρικό τόνο) – Μισό λεπτό. (καθαρίζει τον λαιμό του) Κύριε Φωτίου, καλό θα ήταν ν’ αφήνατε πίσω σας το παρελθόν. Ξέρω πως μετά το διαζύγιο εγκαταλείψατε τη δουλειά και το σπίτι σας και τώρα μένετε μόνος. Σ’ ένα τροχόσπιτο έχω ακούσει..., σε μια παραλία... ΑΝΤΩΝΗΣ – Ε, λοιπόν; ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Ίσως είστε απογοητευμένος απ’ ολ’ αυτά που συμβαίνουν στη κοινωνία μας, ίσως σας πείραξε η συμπεριφορά της πρώην συζύγου σας κι έχετε απομονωθεί, ίσως... ΑΝΤΩΝΗΣ (τον διακόπτει) – Αφήστε τη Νάντια έξω απ’ αυτό. Ό, τι είχατε να μου πείτε το είπατε, αντίο! ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ – Δεν έχετε κάποιον άλλον στον κόσμο και μπορεί... (Ο Αντώνης κλείνει το τηλέφωνο και το πετά πάνω στο κρεβάτι) ΝΑΝΤΙΑ (ακόμα μπροστά στον καθρέπτη) – Ποιός ήταν; ΑΝΤΩΝΗΣ (δήθεν αδιάφορα) – Ο δικηγόρος του πατέρα μου. Έχω μια αδερφή λέει που έρχεται απ’ το εξωτερικό την άλλη βδομάδα και θέλει να την γνωρίσω. Να μαζευτούμε όλοι μαζί και τέτοια. (Παύση) Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. ΝΑΝΤΙΑ – Μια αδερφή; (Κουνά το κεφάλι προβληματισμένη) Σίγουρα κάτι ετοιμάζει, τον ξέρεις τον πατέρα σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μμμ, ναι σίγουρα... ΝΑΝΤΙΑ (Γυρνά προς το μέρος του) – Και τι δουλειά έχω εγώ μ’ ολ’ αυτά; Τι σου έλεγε για μένα; ΑΝΤΩΝΗΣ – Τίποτα, τίποτα... ΝΑΝΤΙΑ (νευριασμένη) – Ποιός του έδωσε το δικαίωμα ν’ ασχολείται μαζί μας στο κάτω κάτω; ΑΝΤΩΝΗΣ (απολογητικά) – Μωρό μου, μη κάνεις έτσι. Σου είπα, δεν μου μίλησε για σένα. Μη κάνεις έτσι. ΝΑΝΤΙΑ – Μη κάνω έτσι;! Μη κάνω έτσι;! Προσπαθεί να σου βάλει λόγια για μένα! Προσπαθεί να μπει ανάμεσά μας! Κι αυτό είναι σίγουρα άλλο ένα κόλπο του πατέρα σου για να μας χωρίσει! (κοιτάει αλλού) Το ξέρω πως ποτέ του δεν με συμπάθησε, ούτε αυτός, ούτε η μάνα σου! Θεωρούν πως εγώ φταίω για ό, τι άσχημο σου έχει συμβεί. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν καταλαβαίνω τι λες. Ο πατέρας μου δεν σ’ έχει καν γνωρίσει. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω... ΝΑΝΤΙΑ – Σου απαγορεύω να την συναντήσεις, κατάλαβες; Αδερφή σου, ξεαδερφή σου, σου το απαγορεύω! ΑΝΤΩΝΗΣ – Ούτως ή άλλως, δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Ακόμα κι αν την δω... ΝΑΝΤΙΑ – Α, ώστε το σκέφτεσαι δηλαδή. Σκέφτεσαι να υποδεχτείς την αδερφούλα σου με ανοιχτές αγκαλιές, έτσι δεν είναι; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν είπα κάτι τέτοιο. ΝΑΝΤΙΑ – Το εννοούσες όμως. Δεν μπορείς να με ξεγελάσεις εμένα Αντώνη, σε ξέρω πολύ καλά. (αγανακτησμένη χτυπά τα χέρια στους μηρούς) Ω, εσείς οι άντρες! Είστε τόσο απλοϊκοί και χοντροκομμένοι. Είστε τόσο, μα τόσο... (ψάχνει την κατάλληλη λέξη) ηλίθιοι! Τόσο ηλίθιοι! (Ο Αντώνης ακουμπά τα χέρια του στην κουζίνα και κοιτά απ’ το παράθυρο την παραλία) ΝΑΝΤΙΑ (τον πλησιάζει) – Μ’ ακούς; Είστε ηλίθιοι! Είστε όλοι ηλίθιοι! (Μικρή παύση) Ακούς; Αρκεί ένα τόσο μικρό ψέμα για να τρέξετε πίσω απ’ τη καθεμία. Μια τόση δα ελπίδα για να σέρνεστε πίσω απ’ τα φουστάνια της κάθε τσούλας. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μα τι λες; Δεν την ξέρω καν την κοπέλα, δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Μπορεί..., μπορεί να είναι κάποιο αστείο του πατέρα μου, μπορεί... ΝΑΝΤΙΑ(πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του) – Είσαι ηλίθιος μόνο και μόνο που άφησες εκείνον τον δικηγόρο να σου μιλήσει. Έπαιξες το παιχνίδι του πατέρα σου. (χτυπά το κεφάλι με το δάχτυλό της) Δεν σου κόβει καθόλου. Κουτορνίθι... ΑΝΤΩΝΗΣ – Πρόσεχε τι λες γιατί... ΝΑΝΤΙΑ – Γιατί τι; Θα με διώξεις; (ειρωνικά) Θα μου πεις να φύγω; (Ρίχνει το κεφάλι πίσω και ξεσπά σε τρανταχτά γέλια. Ο Αντώνης της πιάνει τους καρπούς και τη τραντάζει, εκείνη όμως δεν μπορεί να σταματήσει να γελά. Το πρόσωπό του είναι οργισμένο) ΑΝΤΩΝΗΣ – Σκάσε! Βούλωσέ το! ΝΑΝΤΙΑ – Έλα, διώξε με! Σε προκαλώ. Διώξε με, αν μπορείς! Δώσε μου τα παπούτσια στο χέρι! Πέταξέ με έξω με τις κλωτσιές αν είσαι άντρας! (Κοιτά ειρωνικά τον χώρο γύρω της) Έξω απ’ τη σπιταρόνα σου! ΑΝΤΩΝΗΣ – Σκάσε σου είπα! Σταμάτα που να σε πάρει! (Την αφήνει και κάθεται στο κρεβάτι καλύπτοντας το πρόσωπο με τα χέρια του. Η Νάντια σταυρώνει τα δικά της μπροστά απ’ το στήθος και του γυρνά τη πλάτη) ΝΑΝΤΙΑ – Το ήξερα πως δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις. Είσαι δειλός. Δεν μπορείς χωρίς εμένα. Μπροστά στους άλλους το παίζεις καμπόσος, μα εγώ σε ξέρω καλά. Είσαι ένα τίποτα. (τον δείχνει) Κοίτα, κοίτα, κοίτα χάλια. Άνεργος, μόνος κι αξιοθρήνητος. (ξεσπά σε γέλια) Κακομοίρη..., δεν έχεις ούτε αυτοκίνητο για να την πάρεις απ’ το αεροδρόμιο... ΑΝΤΩΝΗΣ(θλιμμένος και κοιτώντας το πάτωμα) – Δεν υπάρχεις γαμώτο, δεν υπάρχεις... Είσαι ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση... ΝΑΝΤΙΑ (με μένος) – Δεν μπορείς χωρίς εμένα! Παρ’ το χαμπάρι! ΑΝΤΩΝΗΣ (δίχως να την κοιτά) – Δεν χρειάζεται να σε διώξω, έχεις ήδη φύγει μόνη σου. Πάει καιρός που δεν είμαστε πια μαζί... Ο γάμος μας διαλύθηκε πριν δύο χρόνια. ΝΑΝΤΙΑ – Ανοησίες! Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Εγώ είμαι εδώ και τίποτα δεν μπορεί να με βγάλει απ’ τη ζωή σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι, όχι, όχι. Είσαι μόνο στο μυαλό μου. Στη φαντασία μου. (Η Νάντια γελάει) ΝΑΝΤΙΑ – Ηλίθιε... ΑΝΤΩΝΗΣ (μονολογώντας) – Όχι, όχι. Δεν υπάρχεις στ’ αλήθεια. Μ’ εγκατέλειψες πριν δύο χρόνια κι έφυγες μ’ εκείνον τον... τον... (Σηκώνεται απότομα και την αρπάζει απ’ τo μπράτσο. Την σπρώχνει έξω απο τη σκηνή. Παρότι πονά, εκείνη συνεχίζει να γελά και να τον βρίζει) ΝΑΝΤΙΑ – Ηλίθιε... Νομίζεις πως μπορείς να υπάρξεις χωρίς εμένα; Θα τρελαθείς χωρίς εμένα, στο λέω, θα τρελαθείς! (Την πετά έξω απ’ τη πόρτα του τροχόσπιτου. Μένει μόνος στη σκηνή. Το γέλιο της ακούγεται ακόμα). ΑΝΤΩΝΗΣ (μιλώντας ήρεμα, σαν να μιλά στον εαυτό του) – Μπορώ, μπορώ, μπορώ. Δεν υπάρχεις πια για μένα, για μένα είσαι νεκρή. Κι εσύ και ο πατέρας μου. Νεκροί, νεκροί, νεκροί... Εδώ και πολύ καιρό πιά. Νεκροί... (Ο Αντώνης κάθεται στο κρεβάτι. Ανοίγει το κομοδίνο και βγάζει ένα μπουκαλάκι με χάπια. Ρίχνει δύο στην παλάμη και τα καταπίνει. Η πόρτα ανοίγει και η Νάντια στέκεται κάτω απ’ τη κάσα) ΝΑΝΤΙΑ – Αυτά τα χάπια θα σε τρελάνουν. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν σου πέφτει λόγος. Εξάλλου, μου τα έχει γράψει ο γιατρός. (Τον πλησιάζει και του χαϊδεύει τα μαλλιά τρυφερά) ΝΑΝΤΙΑ – Είσαι παιδί ακόμα. Ένα μεγάλο και αθώο παιδί. ΑΝΤΩΝΗΣ(τραβιέται μακριά της) – Σου είπα να φύγεις. ΝΑΝΤΙΑ – Έλα, μη κάνεις έτσι... Εγώ θέλω μόνο το καλό σου... ΑΝΤΩΝΗΣ – Δρόμο είπα! ΝΑΝΤΙΑ(αλλάζει πάλι ύφος. Δεικτικό) – Το ξέρω πως θα πας να τους δεις. Γι’ αυτό δεν με θες μέσα στα πόδια σου. Θα τρέξεις απο πίσω τους σαν σκυλάκι, ε; Θα τους παρακαλέσεις για λίγη αγάπη, για λίγη προσοχή. Για να σου πετάξουν λίγα ψίχουλα επιβεβαίωσης. Ποιούς; Μια τσούλα που ισχυρίζεται πως είναι αδερφή σου και ένας πατέρας που ποτέ του δεν έδινε δεκάρα για σένα. Δεκάρα τσακιστή! Ναι, αυτή είναι η αλήθεια και απορώ που δεν το βλέπεις. Κι ολ’ αυτά γιατί; Για να σε περιγελάσουν στο τέλος, για να σε παρατήσουν μόνο σου. Ω, πόσο αδύναμος είσαι μωρό μου! Πόσο ανόητος! ΑΝΤΩΝΗΣ – Πάψε! ΝΑΝΤΙΑ – Και πόσο εύκολα ξεχνάς! Πραγματικά, ξέρεις, η αχαριστία δεν είναι απλά ένα ελάττωμα, όχι, όχι. Η αχαριστία είναι έγκλημα! Το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσες να διαπράξεις. ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι εννοείς; ΝΑΝΤΙΑ – Ξέχασες μου φαίνεται τη μητέρα σου και πως πέθανε. Τα ξέχασες όλα. Τον πόνο της, πόσο υπέφερε ολ’ αυτά τα χρόνια εξαιτίας του. (Ο Αντώνης σκύβει το κεφάλι. Σιωπά) ΝΑΝΤΙΑ – Ξέχασες το πρόσωπό της, τις ρυτίδες της, τα ξέχασες όλα. Ξέχασες την φτώχια σας, το φτηνό πλαστικό τραπεζομάντηλο με τα λουλούδια που ήταν κομμένο απο χίλιες δυο μεριές, τις τρύπιες φούστες της. Τους εξευτελισμούς που ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται για να σε μεγαλώσει. Ναι, και ποιός φταίει για ολα τα δεινά σας. Ο πατέρας σου φταίει και το ξέρεις. Ο Δημήτρης Φωτίου. Εκείνος φταίει που πέθανε μόνη κι έρημη. Μαραζωμένη. Ενώ αυτός τσιλιμπούρδιζε σε κάθε λιμάνι που έπιανε βάζοντας τα λεφτά του στο μπούστο της κάθε πουτάνας. Γι’ αυτό σου λέω, είναι σαν να τη σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια κι εσύ επαναλαμβάνεις αυτό το έγκλημα ξεχνώντας. ΑΝΤΩΝΗΣ – Το ξέρω, μα... ΝΑΝΤΙΑ(του πιάνει το πρόσωπο) – Της έδωσες μια υπόσχεση, το ξέχασες; ΑΝΤΩΝΗΣ (τραβιέται μακριά της) – Και που το ξέρεις εσύ; ΝΑΝΤΙΑ (γελάει και ύστερα κολλά πάνω του προκλητικά) – Εμείς οι δυό είμαστε ένα, έτσι δεν είναι; Εξάλλου, εγώ θέλω μόνο το καλό σου και για να είσαι καλά δεν πρέπει να ξεχνάς τα πράγματα που έχεις να κάνεις. Πρέπει να τελειώνεις μ’ αυτά μια και καλή. Και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να συναντήσεις τον πατέρα σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μα, εσύ τόση ώρα έλεγες πως δεν πρέπει να τρέξω πίσω τους. ΝΑΝΤΙΑ – Και είχα δίκιο. Αν είναι να τους συναντήσεις κοίταξε αυτό να γίνει κάτω απ’ τους δικούς σου όρους. Όχι όπως θέλει εκείνος. Τώρα ήρθε η σειρά σου Αντώνη. Αυτή είναι η ευκαιρία που περίμενες τόσο καιρό. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. ΝΑΝΤΙΑ – Απλά θυμήσου την υπόσχεση που είχες δώσει στη μητέρα σου, απλά αυτό κι όλα τ’ άλλα θα ’ρθουν απο μόνα τους... (Ο Αντώνης πάει στο παράθυρο και κοιτά έξω. Η Νάντια τον αγκαλιάζει απο πίσω) ΑΝΤΩΝΗΣ – Είναι φορές που ξεχνάω, που νομίζω πως όλα θα πάνε καλά. Πως αυτή η πληγή θα γιάνει απο μόνη της. Να, κοιτώ πέρα την παραλία, τον αφρό απ’ το κύμα που σκάει πάνω στα βότσαλα και πιστεύω πως για κάποιες, έστω ελάχιστες στιγμές, ο πόνος έχει φύγει. Γυρνά όμως πιο δυνατός, σαν τον αέρα που σαρώνει τις καλαμιές. Να, δες εκεί. Δίπλα στο καρνάγιο... Δες τον πως τις λυγίζει. ΝΑΝΤΙΑ – Σσς! Ξέρω μικρέ μου, ξέρω... Ξέρω πολύ καλά... (Γυρνά και την φιλά παθιασμένα. Οδηγούνται στο κρεβάτι και τα φώτα σβήνουν. Φωτίζεται μόνο το παράθυρο απ’ το τροχόσπιτο)
Πράξη Δεύτερη (Βρισκόμαστε στο σπίτι του Δημήτρη Φωτίου, στην επαρχία. Βαριά διακόσμηση με ακριβά έπιπλα, σαλόνι, τραπεζαρία, τζάκι αναμμένο, ένα πιάνο και στον εξώστη παράθυρα κατά μήκος κι ένα ντιβάνι. Έξω βρέχει. Μπουμπουνητά κι αστραπές γεμίζουν το δωμάτιο. Η Έλενα κοιτά έξω απ’ το παράθυρο στο ισόγειο και ο Δημήτρης Φωτίου είναι στον εξώστη, επίσης κοιτώντας έξω απο ένα παράθυρο. Έχει σταυρωμένα τα χέρια πίσω απ’ τη μέση. Η Έλενα βλέπει τον επισκέπτη να έρχεται πριν ακόμα αυτός φτάσει μπροστά στη πόρτα του σπιτιού, τον βλέπει να κάνει βόλτες στον δρόμο απ’ έξω και ανεβαίνει γρήγορα στον πρώτο όροφο(εξώστης). Στέκεται στο πλατύσκαλο. Ο πατέρας της δεν γυρίζει προς το μέρος της). ΕΛΕΝΑ(διστακτικά) – Πατέρα; Εγώ είμαι... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Πέρνα μέσα. ΕΛΕΝΑ – Κάποιος είναι στη πόρτα μας. Κάθεται εκεί έξω μέσα στη βροχή και δεν χτυπά το κουδούνι, απλά πηγαινοέρχεται. Περπατά πάνω κάτω τον δρόμο, μες στις λάσπες. (σταυρώνει τα χέρια στο στήθος σαν να κρυώνει) Δεν ξέρω..., φοβήθηκα και ήρθα να στο πω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Το ξέρω, τον είδα να έρχεται. (Γυρνά προς το μέρος της) Δεν εκπλήσσομαι. Να σου πω την αλήθεια τον περίμενα πιο νωρίς, πίστευα πως δεν θ’ άφηνε στιγμή να πάει χαμένη. (Μικρή παύση) Μα και τώρα, καλά είναι... ΕΛΕΝΑ – Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω. (Το βλέμμα της προς το παράθυρο) Ποιος είναι; Γιατί δεν χτυπά το κουδούνι; ΔΗΜΗΤΡΗΣ (με παιχνιδιάρικη διάθεση) – Ποιος είναι; Πραγματικά, δεν ξέρεις; Θα έπρεπε να το είχες ήδη υποθέσει. ΕΛΕΝΑ – Λοιπόν; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ο αδερφός σου είναι Έλενα. Ο αδερφός σου, ο Αντώνης; ΕΛΕΝΑ (έκπληκτη) – Ο Αντώνης; Και γιατί κάθεται έξω, μέσα στη βροχή; Γιατί δεν χτυπάει; ΔΗΜΗΤΡΗΣ (χαϊδεύει το μούσι του) – Για πολλούς και διάφορους λόγους αγάπη μου. Για πολλούς και διάφορους λόγους... (Πιάνει το κεφάλι της και την φιλά στοργικά στο μέτωπο) Έλα τώρα, ας μην τον αφήνουμε να περιμένει άλλο, μες στη βροχή, θ’ αρρωστήσει. Πήγαινε να του ανοίξεις, φώναξέ τον να ’ρθει μέσα. Δωσ’ του στεγνά ρούχα και πες του να με περιμένει στο σαλόνι. Να κάτσει κοντά στο τζάκι, να ζεσταθεί. (Χαρούμενη, η Έλενα κατεβαίνει τα σκαλιά και ανοίγει την πόρτα. Φωνάζει). ΕΛΕΝΑ – Αντώνη! Αντώνη! (κάνει νόημα με το χέρι) Έλα μέσα! (Ο Αντώνης μπαίνει στην σκηνή βρεγμένος και ταλαιπωρημένος. Κουβαλά έναν μικρό σάκο. Στέκονται ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο) ΑΝΤΩΝΗΣ – Εσύ πρέπει να είσαι... ΕΛΕΝΑ – Ναι, εγώ είμαι η Έλενα. Η αδερφή σου! (Πέφτει στην αγκαλιά του. Ο Αντώνης δείχνει έκπληκτος) ΕΛΕΝΑ – Ω, πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω! Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα! (Ο Αντώνης στέκεται αμήχανος. Εκείνη, σαν να ξυπνά, του παίρνει τον σάκο απ’ τα χέρια και κλείνει την πόρτα) ΕΛΕΝΑ – Γιατί δεν χτύπησες το κουδούνι; Τέλοσπαντων, πρέπει να φορέσεις στεγνά ρούχα, είσαι μούσκεμα και θα κρυώσεις. Θα δω αν υπάρχει κάτι του πατέρα... ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι, όχι, όχι. (Παίρνει τον σάκο απ’ τα χέρια της και τον ανοίγει) Να, έχω εδώ μια αλλαξιά... ΕΛΕΝΑ – Ω, μα είναι κι αυτά βρεγμένα, δεν νομίζω πως... ΑΝΤΩΝΗΣ – Είναι εντάξει, πραγματικά, είναι εντάξει... (Η Έλενα του αρπάζει τα ρούχα και τον σάκο απ’ τα χέρια) ΕΛΕΝΑ(Με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις) – Θα σου φέρω καθαρά και στεγνά ρούχα. Εδώ θα νιώθεις σαν το σπίτι σου. Περίμενε κοντά στο τζάκι. (Η Έλενα ανεβαίνει στον πρώτο όροφο (εξώστη) για να πάρει ρούχα και ο Αντώνης γδύνεται μπροστά στο τζάκι) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Βαλ’ του κάτι να πιει για να ζεσταθεί και κατεβαίνω. (Η Έλενα κουνά το κεφάλι καταφατικά, παίρνει τα ρούχα στα χέρια της και κατεβαίνει τις σκάλες) ΕΛΕΝΑ – Έλα... (Τα αφήνει στον καναπέ και παίρνει μαζί της τα βρεγμένα. Τα αφήνει έξω απ’ τη σκηνή κι επιστρέφει. Ο Αντώνης έχει ντυθεί) ΑΝΤΩΝΗΣ – Που είναι αυτός; ΕΛΕΝΑ – Ο πατέρας ξεκουράζεται, θα κατέβει όπου να ’ναι. Κάτσε όπου σε βολεύει να τον περιμένεις. Θα πιείς κάτι; Έναν καφέ, ένα τσάι, ένα ποτό; (κάθονται στον καναπέ) ΑΝΤΩΝΗΣ – Ένα ποτό θα ήταν ό, τι πρέπει τώρα. Το έχω πραγματικά ανάγκη. ΕΛΕΝΑ – Έχω ουίσκι και... ΑΝΤΩΝΗΣ – Το ουίσκι είναι εντάξει. Είναι εντάξει. (Η Έλενα σηκώνεται για να βάλει το ουίσκι. Το βάδισμά της είναι θηλυκό και προκλητικό. Ο Αντώνης κοιτά τα πόδια της κι αποστρέφει το βλέμμα) ΑΝΤΩΝΗΣ (σφυρά όλο θαυμασμό και κοιτά γύρω του) – Ωραίο σπίτι! (Εκείνη δείχνει να διαφωνεί. Αφήνει το ποτήρι με το ποτό μπροστά του. Πίνει κι εκείνη. Στον εξώστη, ο Δημήτρης Φωτίου κοιτά συνεχώς έξω απ’ το παράθυρο) ΕΛΕΝΑ – Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως με τρομάζει λίγο. Μου θυμίζει κάτι παλιά θρίλερ με τον Κρίστοφερ Λη να παίζει τον Δράκουλα. Είναι, είναι σαν να μένεις σ’ ένα σκηνικό απο ταινία του Χίτσκοκ. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν έχεις κι άδικο. Φαίνεται πως είναι χτισμένο για μοναχικούς ανθρώπους, για ανθρώπους που χρειάζονται την απομόνωσή τους για να επιβιώσουν. Που ζουν στο παρελθον. ΕΛΕΝΑ (τον κοιτά εξεταστικά) – Σαν εσένα και τον πατέρα... ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι; ΕΛΕΝΑ – Μοιάζετε ξέρεις. Δεν περίμενα τέτοια ομοιότητα. Ακόμα και οι εκφράσεις που παίρνει το πρόσωπό σου μοιάζουν μ’ εκείνου. ΑΝΤΩΝΗΣ (δείχνει νευρικός) – Έτσι λένε όλοι, μα εγώ δεν βλέπω αυτή την περίφημη ομοιότητα. Δεν ξέρω..., μάλλον κάνεις λάθος κι εσύ. ΕΛΕΝΑ – Ίσως. (πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό του) Εγώ; Εγώ, του μοιάζω καθόλου; ΑΝΤΩΝΗΣ (αδιάφορα) – Δεν θα το ’λεγα. Μάλλον έμοιασες στη μητέρα σου. Πήρες απο εκείνη. ΕΛΕΝΑ (απογοητευμένη, τραβιέται μακριά του) – Μάλλον... Εσένα, η μητέρα σου; ΑΝΤΩΝΗΣ – Πέθανε πριν δέκα χρόνια. ΕΛΕΝΑ – Λυπάμαι, δεν το ήξερα. Δεν είχε αναφέρει τίποτα ο πατέρας ολ’ αυτά τα χρόνια. Ήταν λες και δεν υπήρξατε ποτέ. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ίσως να ’ναι κι έτσι... ΕΛΕΝΑ (σαν να μην άκουσε) – Μόνο πρόσφατα έμαθα πως έχω έναν αδερφό στην Ελλάδα. Δεν μπορείς να φανταστείς την χαρά μου! Απο τότε που πέθανε η μητέρα νιώθω πολύ μόνη... Πάνε τρία χρόνια τώρα. Κι ο πατέρας αποφάσισε να φύγει, δεν άντεχε πια εκείνο το μέρος. Μάλλον του θύμιζε εκείνη... ΑΝΤΩΝΗΣ – Μμμ, έτσι είναι αυτός. Προτιμά να ξεχνά παρά να θυμάται... (Παύση. Ακούγεται η βροχή και τα μπουμπουνητά) ΑΝΤΩΝΗΣ – Τελοσπάντων... Και δεν μου λες; Που έμαθες να μιλάς έτσι τα ελληνικά. ΕΛΕΝΑ – Ω, ο πατέρας ήταν πολύ αυστηρός όσων αφορά τις ελληνικές μου ρίζες. Παράλληλα με το σχολείο, πλήρωνε και Έλληνα δάσκαλο για το σπίτι. Εξάλλου, ήμουν αναγκασμένη να μιλώ μόνο ελληνικά μέσα στο σπίτι. Ξέρεις δα πια είναι η φιλοσοφία του. ‘Νεκρό είναι αυτό που αφήνουμε να πεθάνει’. ΑΝΤΩΝΗΣ – Α, μπα; Έτσι λέει; (Επαναλαμβάνει με στόμφο) Νεκρό είναι αυτό που αφήνουμε να πεθάνει! Μάλιστα... Σοφή κουβέντα, δεν λέω... (Η Έλενα σηκώνεται και πάει μέχρι το παράθυρο με το ποτήρι στο χέρι) ΕΛΕΝΑ (μονολογώντας) – Τι σημασία έχει τώρα πια... (Απευθυνόμενη στον Αντώνη τώρα) Αυτή η βροχή με κάνει να νιώθω φυλακισμένη. Ξεκίνησε απ’ την ημέρα που ήρθα και δεν λέει να σταματήσει. Είναι λες και θέλει να με κρατήσει μέσα σ’ αυτό το σπίτι. ΑΝΤΩΝΗΣ – Είναι που σκέφτεσαι πολύ αυτές τις παλιές ταινίες του Χίτσκοκ, τίποτα περισσότερο. ΕΛΕΝΑ – Σαν να έχει κάποιο σκοπό... ΑΝΤΩΝΗΣ – Σκοπό; Τι σκοπό μπορεί να έχει ένα φυσικό φαινόμενο; (Τότε, κατεβαίνει ο Δημήτρης Φωτίου απ’ τον πρώτο όροφο, καλοντυμένος κι επιβλητικός. Οι δύο νέοι τον κοιτούν σιωπηλοί. Ο Αντώνης αφήνει το ποτό του και σηκώνεται. Ο Δημήτρης τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει σφιχτά. Ο Αντώνης δεν αντιδρά, στέκεται με τα χέρια χαλαρά, σαν πάνινη κούκλα. Ο Δημήτρης πιάνει τα μάγουλα του γιού του με τις παλάμες) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Άργησες. Σε περίμενα νωρίτερα. (Τον αφήνει και δείχνει προς τη μεριά της Έλενας) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Η αδερφή σου σε περίμενε στο αεροδρόμιο, μα δεν εμφανίστηκες. ΑΝΤΩΝΗΣ (απότομα) – Είχα δουλειές. Και δεν άργησα καθόλου στο κάτω κάτω, το αντίθετο μάλιστα. Κανονικά δεν θα έπρεπε βρίσκομαι καν εδώ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ (δεικτικά) – Και τότε, γιατί ήρθες; ΑΝΤΩΝΗΣ (κοιτώντας μια τον πατέρα του και μια την αδερφή του) – Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου, αλλά είναι πια αργά για να κάνω πίσω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μμμ, ναι, μάλλον είναι. (Γλυκά τώρα) Σημασία έχει πως είσαι εδώ, αυτό αρκεί. (Δείχνει τον καναπέ) Έλα, κάτσε να τα πούμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια... (Αυτός κάθεται σε μια πολυθρόνα και κάνει νόημα στην Έλενα να του σερβίρει ένα ουίσκι. Αυτή το κάνει και κάθεται δίπλα του) ΑΝΤΩΝΗΣ – Γιατί έβαλες εκείνον τον δικηγόρο να μου τηλεφωνήσει; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ο Νικολούδης είναι φίλος απο παλιά. Αξιόπιστος φίλος και με λέγειν, γι’ αυτό τον εμπιστεύτηκα να σου μιλήσει. Μπορώ να πω πως – εκ του αποτελέσματος – πέτυχε στην αποστολή που του είχα αναθέσει. Δεν νομίζεις; ΑΝΤΩΝΗΣ – Άλλο ρωτάω. Γιατί δεν με πήρες εσύ τηλέφωνο; Γιατί έβαλες κάποιον άλλον; (Ο Δημήτρης δείχνει έκπληκτος. Ανοίγει τα χέρια διάπλατα). ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ρωτάς γιατί; Μα, όσες φορές προσπάθησα μου έκλεινες το τηλέφωνο στα μούτρα, το ξέχασες; Όλες μου οι προσπάθειες έπεφταν πάνω στον τοίχο της άρνησής σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ωραία, ωραία... Και αυτή τη φορά έβαλες σαν δόλωμα τη δύσμοιρη την κοπέλα, έτσι δεν είναι; Σκέφτηκες πως δεν θα μπορούσα ν’ αντισταθώ στη πιθανότητα πως έχω μια αδερφή και το εκμεταλλεύτηκες, ε; ΕΛΕΝΑ – Αντώνη, όχι. Εγώ... ΔΗΜΗΤΡΗΣ (την διακόπτει ακουμπώντας το χέρι στο πόδι της) – Είναι λογικό να είσαι δύσπιστος, αλλά δεν είναι έτσι. Απλά, ήθελα να βρεθούμε όλοι μαζί, τόσο κακό είναι; ΑΝΤΩΝΗΣ (γελώντας ειρωνικά) – Όλοι μαζί;! Πως μπορείς να το λες αυτό; Και η μαμά; Πες μου, που είναι η μαμά; Θα έρθει κι αυτή; Να την περιμένουμε; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Σε παρακαλώ Αντώνη, μην το κάνεις αυτό. Δεν έχει κανένα νόημα πια, δεν το καταλαβαίνεις; ΑΝΤΩΝΗΣ – Σωστά. Απολύτως κανένα νόημα. Ναι, ναι, το καταλαβαίνω, μην ανησυχεις. Το καταλαβαίνω... (Ο Αντώνης κοιτά το ταβάνι σαν να κάνει έκκληση στον Θεό. Ο Δημήτρης και η Έλενα κρατιούνται απ’ το χέρι). ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν ξέρω γιατί ήρθα, πραγματικά δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί έβαλα τον εαυτό μου σ’ αυτή την δοκιμασία χωρίς κανέναν λόγο. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Γιατί κυλά μέσα σου το ίδιο αίμα με μένα, το ίδιο αίμα με την αδερφή σου απο δω. Γιατί κατάλαβες και συ, όπως και γω τώρα πια, πως η οικογένεια είναι το σημαντικότερο πράγμα για έναν άνθρωπο. Γι’ αυτό. ΑΝΤΩΝΗΣ (ειρωνικά) – Πφφ! Σε παρακαλώ! Άσε το κύρηγμα σε μένα. Ειδικά εσύ, είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που δικαιούται να μιλά για οικογένεια. Γι’ αυτό σου λέω, ασ’ το, δεν σου πάει αυτό το μελοδραματικό ύφος, μου προκαλείς αηδία. Η αλήθεια είναι πως ο μόνος λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ είναι η αδερφή μου. (Κοιτά και τους δύο καχύποπτα) Αν είναι έτσι τα πράγματα όπως μου τα λέτε... ΕΛΕΝΑ – Αντώνη, μην αμφιβάλλεις, σε παρακαλώ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Αυτό είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω και το οποίο μ’ ευχαριστεί ιδιαίτερα. Άλλωστε, αυτός ηταν ο σκοπός μου, να σας φέρω σ’ επαφή. ΑΝΤΩΝΗΣ – Όπως και να ’χει... (Η Έλενα σηκώνεται) ΕΛΕΝΑ – Πρέπει να ετοιμάσω το δωμάτιό σου. Σίγουρα θα είσαι κουρασμένος. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μμμ, ναι, πήγαινε... (Η Έλενα ανεβαίνει στον πρώτο όροφο και στρώνει το κρεβάτι). ΑΝΤΩΝΗΣ – Και δεν μου λες. Γιατί γύρισες; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Γιατί γύρισα στη πατρίδα μου; Μα, φυσικά, για να πεθάνω στον τόπο που γεννήθηκα και που αγαπάω, γιατί άλλο; Αρκετά πια με την ξενιτιά. Νομίζεις πως είναι εύκολο να ζεις μακριά απ’ την πατρίδα σου; Ειδικά όταν μεγαλώνεις, γίνεται όλο και δυσκολότερο. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ο φόβος του θανάτου, ε; (Δείχνει γύρω του) Και δεν μου λες, που βρήκες τόσα λεφτά; Ξέρεις, τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά έξω. Βέβαια, εδώ που είσαι κλεισμένος (ψάχνει γύρω του), χωρίς τηλεόραση..., δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει και πολλά... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Δόξα τω Θεώ, η δουλειά πήγε καλά τα τελευταία χρόνια στη Βενεζουέλα. Μαζί μ’ έναν πατριώτη ναυτικό, είχαμε αγοράσει τα δικά μας φορτηγά για να ξεφορτώνουμε πλοία στο λιμάνι. Μεταφορές και τέτοια, ξέρεις... Δόξα τω Θεώ. (Μικρή παύση) Ήταν μια ιδέα που είχαμε όταν ακόμη ταξιδεύαμε και τελικά πέτυχε. (Σηκώνεται και βηματίζει με το ποτό στο χέρι) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Όσο για την κατάσταση στην Ελλάδα...(σηκώνει τους ώμους), είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αφήσαμε το σάπιο κομμάτι της κοινωνίας να επικρατήσει πάνω στο υγιές, να το καταπιέσει. Και τώρα, βάλαμε κάποιους να καθαρίσουν τα σκατά. Κάποιους που τους αρέσει να κυλιούνται σ’ αυτά. ΑΝΤΩΝΗΣ – Η δικτατορία του ευτελούς... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Κάπως έτσι. ΑΝΤΩΝΗΣ – Και η πολιτικοί τι κάνουν; Αντί να καθαρίσουν τη σαπίλα πετούν όλο το φρούτο. Ισοπεδώνουν τα πάντα. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ναι. Αν και εδώ στο χωριό τα πράγματα έχουν παραμείνει τα ίδια. Πάντως, εγώ αγόρασα αυτό το παλιό αρχοντικό απο κάποιους κληρονόμους που μένουν στην Αθήνα σ’ εξευτελιστική τιμή. Για ένα κομμάτι ψωμί..., χρειάζονταν τα μετρητά βλέπεις. Αυτή τη περίοδο, όταν έχεις χρήμα στο χέρι μπορείς να κάνεις τα πάντα. ΑΝΤΩΝΗΣ (σηκώνεται κι αυτός) – Ένας μικρός Θεός δηλαδή. Ο θείος απ’ την Αμερική. Με τον παρά μου και... ΔΗΜΗΤΡΗΣ (τον διακόπτει) – Ναι, ναι... Ασ’ τα αυτά όμως τώρα. Πες μου για σένα, για τον γάμο σου, για τη ζωή σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ο Νικολούδης μου έδωσε να καταλάβω πως γνωρίζεις τα πάντα και απ’ το ύφος του μου φάνηκε σίγουρος πως με θεωρεί μια μεγάλη αποτυχία. Όπως κι εσύ προφανώς... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Όχι, όχι, κάνεις λάθος. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να τα βρεις με κάποιον άνθρωπο. Είναι σαν να κατηγορώ τον εαυτό μου, ποτέ δεν θα το έκανα αυτό. ΑΝΤΩΝΗΣ – Φυσικά και δεν θα το έκανες. Όπως και να ’χει, δεν έχω να ζηλέψω τίποτα κι απο κανέναν, κάνω αυτό που θέλω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Και τι είναι ακριβώς αυτό; ΑΝΤΩΝΗΣ – Ξέρω τι σκέφτεσαι. Μένεις σ’ ένα τροχόσπιτο, δεν έχεις μια στη τσέπη, δουλεύεις πέντε μεροκάματα τον μήνα όπου κάτσει, είσαι μόνος... Εγώ όμως σε πληροφορώ πως είμαι καλά. Πραγματικά, ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Δεν αμφιβάλλω. (Η Έλενα κατεβαίνει απ’ τον πρώτο όροφο) ΕΛΕΝΑ – Το κρεβάτι είναι έτοιμο. Όποτε θες να ξαπλώσεις... ΑΝΤΩΝΗΣ – Μμμ, ευχαριστώ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ (αφήνει το ποτό και πάει προς την πόρτα) – Πρέπει να κόψω ξύλα για το τζάκι. Η Έλενα θα φροντίσει για ό, τι χρειάζεσαι. (Της κάνει νόημα κι εκείνη κουνά καταφατικά το κεφάλι. Ο Δημήτρης βγαίνει απ’ την σκηνή). ΕΛΕΝΑ – Να σου ετοιμάσω κάτι για να βάλεις στο στόμα σου; Πρέπει να είσαι νηστικός. Έχει... ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι, όχι. Είμαι μια χαρά. (Η Έλενα πάει προς το παράθυρο) ΕΛΕΝΑ – Επιτέλους, σταμάτησε η βροχή. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι, για πόσο όμως; Δεν βλέπω να καλυτερεύει ο καιρός τις επόμενες μέρες. Μάλλον είναι προσωρινό. ΕΛΕΝΑ – Πάντα να χαίρεσαι για τις μικρές στιγμές. Δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσουν... (Γυρνάει προς το μέρος του χαρούμενη) Έλα, πάμε μια βόλτα. ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι, όχι, δεν νομίζω πως... ΕΛΕΝΑ (τον τραβά απ’ το χέρι) – Έλα! Είναι κρίμα να πάει χαμένος αυτός ο χρόνος που έχουμε. Σε λίγο θα ξαναρχίσει η βροχή. (Ο Αντώνης τραβιέται μακριά της απότομα) ΑΝΤΩΝΗΣ – Σου είπα, δεν έχω όρεξη για βόλτες... ΕΛΕΝΑ (δίχως να χάνει το κέφι της) – Δεν σου αρέσει η εξοχή, ε; Είσαι άνθρωπος της πόλης. Μμμ, και γω, να σου πω την αλήθεια, νιώθω λίγο έξω απ’ τα νερά μου εδώ, νιώθω..., πως να το πω... Να, στην πόλη, ανάμεσα στον κόσμο, τότε νιώθω ζωντανή. Βέβαια, ο πατέρας λέει πως όταν μεγαλώσω θα προτιμώ την ησυχία της επαρχίας. (Το σκέφτεται για λίγο) Αν και μου φαίνεται λίγο δύσκολο... Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβω γιατί του αρέσει να ζει εδώ, τι τον τραβά σ’ αυτό το μέρος. ΑΝΤΩΝΗΣ – Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα έχει κάνει στη ζωή του. Είναι ένα άλυτο μυστήριο για μένα, ένας γρίφος. ΕΛΕΝΑ – Τον μισείς, έτσι δεν είναι; Τον μισείς που σας εγκατέλειψε. (Τον κοιτά πονηρά) Ίσως μισείς κι εμένα. ΑΝΤΩΝΗΣ – Έτσι θα ’πρεπε, ναι, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Είναι ανώφελο να μισείς κάποιον που δεν έχεις καμιά δύναμη πάνω του, καμιά επιρροή. Ούτε κάποιον που δεν ξέρεις ποιος πραγματικά είναι. Δεν μπορώ να μισήσω κάτι άψυχο, ένα προσωπείο. Ούτε και σένα. Εσύ είσαι μια ξένη. ΕΛΕΝΑ (πειραγμένη, του γυρνά τη πλάτη και σταυρώνει τα χέρια) – Μια ξένη, ε; Μια άγνωστη! Μμμ, ωραία! (Γυρνά ξανά προς αυτόν) Πάντως, να ξέρεις πως δεν είναι έτσι τα πράγματα και δεν μπορώ να καταλάβω πως τα λες αυτά. (Δίνει έμφαση) Και καλά, άσε με εμένα, μπορεί να είμαι μια ξένη για σένα; Μα, είσαι γιος του, δεν καταλαβαίνεις; Πως μπορεις να λες πως δεν τον γνωρίζεις; Πως δεν υπάρχει τίποτα πια ανάμεσά σας; Η σχέση σας δεν είναι νεκρή. Εγώ τον ξέρω καλά και ξέρω πως νοιάζεται για σένα. Γι’ αυτό και σε κάλεσε εδώ. ΑΝΤΩΝΗΣ (αδιάφορα) – Θα το έχω υπόψη μου... (Η Έλενα πάει προς το παράθυρο δείχνοντας στενοχωρημένη. Ο Αντώνης την πλησιάζει) ΑΝΤΩΝΗΣ – Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε πληγώσω. Απλά, έχουν γίνει όλα τόσο ξαφνικά. (Η Έλενα απομακρύνεται απο κοντά του) ΕΛΕΝΑ – Ω, μην ανησυχείς. Είμαι μια χαρά... Απλά, δεν είχα φανταστεί έτσι την πρώτη μας συνάντηση... (Ο Αντώνης δείχνει μετανιωμένος. Εκείνη παίρνει στα χέρια της ένα αγαλματίδιο που βρίσκεται πάνω απ’ το τζάκι) ΕΛΕΝΑ – Έρως και Ψυχή..., του Αντόνιο Κανόβα. Σπουδαίο γλυπτό, δεν νομίζεις; Απόλυτα αισθησιακό... Θα ήθελα κάποια στιγμή να πάω στο Λούβρο για να το δω, είναι τ’ όνειρό μου. Ν’ αντικρίσω τον ερωτικό εναγκαλισμό ενός μύθου, ενός θεού και μιας βασανισμένης ύπαρξης. (Γυρνά προς το μέρος του) Μη μου πεις πως δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον αρχαίο μύθο του Έρωτα και της Ψυχής. Η πιο συγκλονιστική ιστορία αγάπης που έχει γραφτεί ποτέ! Κανένα εμπόδιο δεν αποδείχτηκε αρκετά δυνατό να νικήσει αυτόν τον έρωτα, κανένας θεός, κανένα μυθικό τέρας και κανένας άνθρωπος. Και η πιο δυνατή απ’ τους δύο ήταν εκείνη, η Ψυχή. Δεν λύγισε ποτέ... (Κοιτά με πάθος το γλυπτό) Έμειναν αθάνατοι, ν’ αγαπιούνται αιώνια... ΑΝΤΩΝΗΣ (μειδιάζοντας) – Ναι, σίγουρα... Μόνο που τότε πίστευαν ακόμα στους μύθους. Δεν υπάρχει κάτι πιο σύντομο απ’ το αιώνιο, ούτε κάτι πιο νεκρό απ’ το αθάνατο... (Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο ο Δημήτρης Φωτίου κουβαλώντας ξύλα. Τ’ αφήνει δίπλα στο τζάκι. Στο στόμα έχει ένα μικρό κλαράκι. Η Έλενα τοποθετεί το αγαλματίδιο πίσω στη θέση του βιαστικά) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Σίγουρα αυτός είναι ο πιο περίεργος Μάης που έχω συναντήσει στη ζωή μου! (Αστειευόμενος τώρα) Εκτός βέβαια απ’ τον Μάη του ’68. Εκείνη ήταν πραγματική άνοιξη, στα σίγουρα! Ένα ξέσπασμα και μια γέννηση. (Σκυθρωπά) Τι τα θες... Οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί τότε... Δεν τους είχε νικήσει ακόμα ο φόβος. ΕΛΕΝΑ – Ο φόβος; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ναι. Ο φόβος που γεννά η έλλειψη ιδεολογίας. Ο φόβος του να μην υπάρχει στόχος. Ο φόβος της αποτυχίας που δημιούργησε αυτό το κοινωνικό μοντέλο. ΑΝΤΏΝΗΣ – Που εκείνη η γενιά επέβαλε... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Που εκείνη η γενιά θέλησε να καταργήσει. Άλλο που δεν τα κατάφερε γιατί... (Η Έλενα κάθεται και τους κοιτά με ενδιαφέρον) ΑΝΤΩΝΗΣ – Τα τέκνα της επανάστασης γέμισαν τις επιχειρήσεις του κεφαλαίου και τα κομματικά γραφεία. Όπως έγινε κι εδώ με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Γλυκάθηκαν κι αυτοί απ’ το χρήμα, επαναπαύτηκαν στην ιδέα οτι κάποτε ήταν αγωνιστές και έφτιαξαν έναν κόσμο βετεράνων που επιδιώκει απλά την καλοπέραση. Κάτι σαν ανταμοιβή δηλαδή. Και αρνούνταν να δεχτούν οποιαδήποτε κριτική. (Με έμφαση) Ναι! Αυτή η άρνηση μοιάζει με την ανημποριά! Με προσκόλληση σ’ ένα παρελθόν που επιζητούσε ηρωικές πράξεις. Όμως το παρόν φοβάται τους ήρωες, δεν τους θέλει. Το παρόν ζητά απλώς λογικούς ανθρώπους. ΔΗΜΗΤΡΗΣ (φωνάζοντας) – Να κάνουν τι αυτοί οι άνθρωποι;! Μου λες τι στο διάολο να κάνουν με την κωλολογική τους;! Στο λέω, αυτοί οι τύποι κοιτάνε να σώσουν μόνο το τομάρι τους! ΑΝΤΩΝΗΣ – Σωστά. Είναι άλλωστε καιρός το ατομικό να επιβληθεί στο συλλογικό και μοντέλο, αυτό που απέτυχε παταγωδώς. Η συλλογικότητα είναι μια μεγάλη αυταπάτη του ανθρώπου και όσο πιο σύντομα το καταλάβει τόσο καλύτερο. Ένα καλύτερο μέλλον σίγουρα περνά μέσα απ’ την προσωπική φιλοδοξία και βελτίωση. (Ο Δημήτρης πετά στο τζάκι ξύλα και σκύβει για να τα ανάψει. Κουνά το κεφάλι χαμογελώντας) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Απ’ οτι βλέπω, δεν χωράνε πια ιδέες στα κεφάλια των νέων. Χωράνε μόνο νούμερα και λέξεις. ΑΝΤΩΝΗΣ – Χωράνε όνειρα! Ζωντανά όνειρα! Προσωπικά! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο αυτά τα όνειρα θα καταρρεύσουν, δεν μπορούν να σταθούν απο μόνα τους. (Γυρίζει προς τον Αντώνη με νεύρα) Καλά, γιατί δεν καταλαβαίνεις γαμώτο! Θα μας οδηγήσουν σ’ έναν κόσμο οπου... ΑΝΤΩΝΗΣ (τον διακόπτει κουρασμένος) – Ωχ! Άρχισε πάλι το κύρηγμα... (Ειρωνικά) Ο σοφός που άργησε μια μέρα! Πφφ! ΕΛΕΝΑ (επικριτικά) – Αντώνη! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ασ’ τον, ασ’ τον... Πάντα έτσι ήταν. Απο μικρός δεν άκουγε κανέναν. Πίστευε πως ξέρει τα πάντα. ΕΛΕΝΑ – Μμμ, ναι. Η αλήθεια είναι πως κάνει σαν μικρό παιδί. ΑΝΤΏΝΗΣ (τους αγριοκοιτάζει) – Κουράστηκα. Θα πάω επάνω να ξαπλώσω λιγάκι. (Ο Αντώνης πάει προς την σκάλα. Τον προλαβαίνει ο Δημήτρης) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ίσως δεν κάναμε καλή αρχή... ΑΝΤΩΝΗΣ – Δε βαριέσαι... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Με συγχωρείς. ΑΝΤΩΝΗΣ – Για ποιο πράγμα; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Είμαι αποφασισμένος να κάνω μια καινούρια αρχή. Δεν θέλω να επαναλάβω τα ίδια λάθη. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν καταλαβαίνω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Δεν έπρεπε να υψώσω τη φωνή μου. Δεν υπάρχει λόγος να τσακωνόμαστε για την πολιτική. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κουβεντιάσουμε. ΑΝΤΩΝΗΣ (γελώντας ειρωνικά) – Ευτυχώς, Θεέ μου! Για μια στιγμή νόμισα πως θα έπεφτες στα πόδια μου να ζητήσεις συγγνώμη για όλα όσα σου χρεώνω τόσα χρόνια! Πίστεψέ με, όσο κι αν το έχω σκεφτεί, δεν θα άντεχα μια τόσο αμήχανη σκηνή. Τόσο εξευτελισμό! Τέτοια ντροπιαστική και ψεύτικη συμπεριφορά! Ναι, μια εξομολόγηση εκ βαθέων θα έμοιαζε με την μετάνοια του ετοιμοθάνατου μπροστά στον επικείμενο φόβο της κολάσεως. (Κοιτά το ταβάνι) Χριστέ μου! Δεν θα το άντεχα! (Ο Δημήτρης σηκώνει τους ώμους και κάθεται σκεφτικός στον καναπέ. Η Έλενα περνά το χέρι της γύρω του στοργικά) ΕΛΕΝΑ (στον Αντώνη) – Πήγαινε να ξεκουραστείς. Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα... ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι. Αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι και καλύτερη υποχρεωτικά... (Ο Αντώνης ανεβαίνει τις σκάλες και τα φώτα σβήνουν αφήνοντας την Έλενα με τα χέρια γύρω απ’ τους ώμους του Δημήτρη Φωτίου).
Πράξη Τρίτη (Ο Αντώνης είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πρώτου ορόφου ενώ απ’ έξω ακούγεται η καταιγίδα. Δεν έχει ξημερώσει για τα καλά. Στην σκηνή μπαίνει η Νάντια και τον πλησιάζει. Δείχνει αναστατωμένη). ΝΑΝΤΙΑ – Σήκω! Έλα, σήκω σου λέω! Έχουμε δουλειά να κάνουμε! ΑΝΤΩΝΗΣ (σηκώνεται μέχρι τη μέση) – Τι θες εσύ εδώ; ΝΑΝΤΙΑ – Τι θέλω εγώ εδώ; Ξέχασες πως πάω όπου πας; (Τον τραβά) Έλα, σήκω! Έχεις δώσει μια υπόσχεση! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε! Πρέπει να μιλήσουμε! ΑΝΤΩΝΗΣ (καθιστός πια) – Σ’ ακούω, αν και δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Έχω καταλάβει τι σε απασχολεί. ΝΑΝΤΙΑ – Ε, βέβαια! Όταν κυκλοφορεί μια ομορφούλα μέσα στο σπίτι, είσαι σίγουρος πως θα με πειράξει. (Γελάει) Τι αφελής που είσαι; Νομίζεις πως πραγματικά ζηλεύω την Έλενα; ΑΝΤΩΝΗΣ – Ω, δεν το νομίζω, είμαι σίγουρος! Αρκεί να κοιτάξω την έκφραση του προσώπου σου και καταλαβαίνω τα πάντα. Έχεις σκυλιάσει, παραδέξου το. ΝΑΝΤΙΑ – Πραγματικά, δεν καταλαβαίνεις το παραμικρό. Εγώ το μόνο που προσπαθώ να κάνω είναι να σε προστατέψω. Στο λέω, αυτοί οι δύο κάτι ετοιμάζουν κι εσύ είσαι έτοιμος να πέσεις στην παγίδα τους. (Ο Αντώνης κουνά το χέρι του απαξιωτικά) ΝΑΝΤΙΑ (ειρωνικά) – Ακούς εκεί Έρως και Ψυχή! Πφφ! Μαλακίες! Και συ είσαι τόσο χαζός που αρχίζεις να τσιμπάς το δόλωμα. Είσαι ικανός να την ερωτευτείς. Να, βλέπω πως σου τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτήν. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μα τι λες τώρα; Η κοπέλα είναι αδερφή μου! ΝΑΝΤΙΑ – Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; Γιατί δηλαδή; Επειδή το λένε εκείνοι; Τους έχεις εμπιστοσύνη; Εγώ πιστεύω πως προσπαθούν να σε ξελογιάσουν. ΑΝΤΩΝΗΣ – Για ποιόν λόγο; Τι έχουν να κερδίσουν; ΝΑΝΤΙΑ (σκεφτική) – Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ακόμα... (Ο Αντώνης παίρνει δύο χάπια απο ένα μπουκαλάκι και τα καταπίνει πριν προλάβει η Νάντια ν’ αντιδράσει) ΝΑΝΤΙΑ – Δεν βάζεις μυαλό με τίποτα. Όσο πας και χειροτερεύεις μου φαίνεται... ΑΝΤΩΝΗΣ – Ώχου! ΝΑΝΤΙΑ – Πραγματικά, απορώ. Θα μπορέσεις να πάρεις τις αποφάσεις που πρέπει; ΑΝΤΩΝΗΣ – Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι μια χαρά. (Εντωμεταξύ, στο ισόγειο μπαίνει η Έλενα και κάθεται μπροστά απ’ το πιάνο. Ακούγεται η μελωδία απ’ το Just a Perfect Day του Lou Reed. Ο Αντώνης και η Νάντια ξαφνιάζονται και αφουγκράζονται με προσοχή. Ο Αντώνης πάει προς τις σκάλες) ΝΑΝΤΙΑ (φοβισμένη) – Όχι, μην πας! Είναι σίγουρα παγίδα! ΑΝΤΩΝΗΣ – Αηδίες! Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. ΝΑΝΤΙΑ – Μην πας σου λέω! Θα έκανε τα πάντα για να σε ξελογιάσει! ΑΝΤΩΝΗΣ – Άσε με ήσυχο επιτέλους! (Ο Αντώνης την παραμερίζει και κατεβαίνει τις σκάλες προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Τον ακολουθεί η Νάντια και στέκονται λίγο πριν το τελευταίο σκαλοπάτι. Κοιτούν την Έλενα να παίζει στο πιάνο. Εκείνη, έχει τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ριγμένο πίσω με τα μαλλιά λυτά και δείχνει εντελώς απορροφημένη. Δεν τους έχει δει. Η μουσική κατακλύζει την σκηνή και με την ώρα συνεπαίρνει την Νάντια. Αρχίζει να χορεύει και σιγά σιγά καταλαμβάνεται απο ερωτικό παροξυσμό. Ο χορός της είναι αισθησιακός, απλώνεται σε όλη τη σκηνή, γυροφέρνει το πιάνο, ανεβαίνει πάνω του, σέρνεται και ξανασηκώνεται, αγγίζει τα μαλλιά της Έλενας, την προκαλεί. Εκείνη, δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το παραμικρό, ενώ ο Αντώνης δαγκώνεται και κοιτά εκστασιασμένος. Ξαφνικά, η Έλενα σταματά να παίζει και ξεσπά σε κλάματα ρίχνοντας το κεφάλι πάνω στο πιάνο. Η Νάντια τρέχει και εξαφανίζεται απ’ την σκηνή. Ο Αντώνης πλησιάζει την Έλενα κι εκείνη πέφτει στην αγκαλιά του με λυγμούς). ΑΝΤΩΝΗΣ – Έι! Τι συμβαίνει; Τι έπαθες; (Η Έλενα δεν του απαντά, συνεχίζει να κλαίει με λυγμούς) ΑΝΤΩΝΗΣ – Έι! Γιατί κλαις; Σταμάτα..., έλα... (Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Εκείνη, προσπαθεί να συγκρατηθεί, μα ξαναξεσπά σε κλάματα) ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι συμβαίνει; Έλα ηρέμησε και πες μου τι έγινε. ΕΛΕΝΑ (τραβιέται απ’ την αγκαλιά του) – Τίποτα, τίποτα... Θα μου περάσει. (Σκουπίζει τα δάκρυά της με την ανάστροφη). ΑΝΤΩΝΗΣ (οργισμένος) – Σε πείραξε εκείνος; Αν σε πείραξε, πες το μου, μην τον καλύπτεις. Ξέρω τι κάθαρμα είναι. ΕΛΕΝΑ (μέσα σε αναφιλητά) – Όχι, όχι δεν με πείραξε. Ο πατέρας ήταν πάντοτε καλός μαζί μου Αντώνη. ΑΝΤΩΝΗΣ – Τότε; ΕΛΕΝΑ – Να, τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει πάρα πολύ, δεν τον αναγνωρίζω. Είναι λες και έχει μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο, πραγματικά. Είχα τρία χρόνια να τον δω και ποτέ δεν πίστευα πως θα τον έβρισκα τόσο αλλαγμένο μέσα σ’ αυτό το διάστημα. Είναι απίστευτο. Πραγματικά, σου λέω, δεν τον καταλαβαίνω πια. Δεν τον καταλαβαίνω καθόλου! ΑΝΤΩΝΗΣ – Εμένα μου φαίνεται το ίδιο αδιάφορος και υπερφίαλος όπως πάντα. Λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα απο τότε που ζούσε στο σπίτι μας. Ούτε μια μέρα... ΕΛΕΝΑ – Αδιάφορος και υπερφίαλος; Όχι, όχι, ποτέ δεν τον είδα έτσι, το αντίθετο μάλιστα, το αντίθετο. (Ο Αντώνης σηκώνει τους ώμους) ΑΝΤΩΝΗΣ – Ίσως δεν τον ξέρεις αρκετά καλά. Ίσως έχει καταφέρει να σε κοροϊδέψει. Άλλωστε, πάντοτε είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Σου έχει πουλήσει έναν εαυτό που ίδιος έχει πλάσει και συ τον έχεις αγοράσει γιατί είναι πατέρας σου, γι’ αυτό και μόνο. Τώρα όμως που η απόσταση σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα πιο αντικειμενικά, τώρα που έχεις αρχίσει να ωριμάζεις, τώρα βλέπεις την αλήθεια και αυτό σε τρομάζει. (Ο Αντώνης πιάνει την Έλενα απ’ το πηγούνι και σηκώνει το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Τα μάτια της είναι υγρά και ικετευτικά). ΑΝΤΩΝΗΣ – Αλήθεια, σε καταλαβαίνω. Έχω νιώσει κι εγώ αυτό το πριν απο πολλά χρόνια, το συναίσθημα να καταλαμβάνεται η ζωή σου απο κάτι το οποίο κάποτε είχε αξία για σένα, μα τώρα είναι εντελώς νεκρό. Ναι, πίστεψέ με, ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να καίγεσαι απο φόβο κι απελπισία, ν’ ακρωτηριάζεσαι απ’ αυτήν την συνειδητοποίηση. Άνοιξαν μέσα μου πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ. Τουλάχιστον όχι όσο ζει εκείνος... ΕΛΕΝΑ (με πικρό χαμόγελο) – Κάνεις λάθος. Ω, πόσο λάθος κάνεις! Ο πατέρας δεν είναι ο άνθρωπος που έχεις στο μυαλό σου. Τουλάχιστον όχι για μένα. Απλά τον βρίσκω αλλαγμένο και μη με ρωτήσεις τι εννοώ μ’ αυτό. (Του γυρνά τη πλάτη) Σε παρακαλώ..., προσπάθησε να καταλάβεις... (Περνάνε μερικές στιγμές που κανείς απ’ τους δύο δεν μιλά. Ξαφνικά, η Έλενα ξεσπά). ΕΛΕΝΑ – Ξέρεις πως είναι να μην έχεις σώμα για να νιώσεις; Ξέρεις τι σημαίνει να έχουν ξεριζώσει κάθε αίσθημα πάνω απ’ το κορμί σου; Να το έχουν πετάξει στα σκουπίδια σαν κάτι το άχρηστο; Ξέρεις πόσο σκληρό είναι να ζητάς μόνο αγάπη απ’ αυτόν τον άνθρωπο που σου στέρησε τη μεγαλύτερη απόλαυση σ’ αυτή τη ζωή; Να είσαι εξαρτημένος απ’ αυτόν; Απ’ αυτόν που σε μετέτρεψε σ’ ένα τέρας ανίκανο να βιώσει τον αληθινό έρωτα; (Με οργή) Σ’ ένα άδειο κουφάρι που δεν ξέρει τι σημαίνει ηδονή! (Ο Αντώνης έχει μείνει ασάλευτος. Η Έλενα δείχνει να ηρεμεί). ΕΛΕΝΑ – Είμαι σίγουρη πως δεν ξέρεις. Πως δεν έχεις ιδέα. Και θα σου πω εγώ γιατί δεν ξέρεις. Γιατί δεν βλέπεις πως αυτό που είναι εκείνος είσαι κι εσύ. Όπως είμαι κι εγώ. Ο ίδιος πυρήνας ενός υλικού που απολαμβάνει αυτό που είναι, ό, τι κι αν είναι. Το θέμα μαζί σου είναι πως δεν το έχεις δεχτεί, πως αρνείσαι να δεις κατάματα την αλήθεια. ΑΝΤΩΝΗΣ (ειρωνικά) – Σε παρακαλώ... Όχι κι εσύ... Ακούγεσαι σαν εκείνον. ΕΛΕΝΑ – Βλέπεις αυτές τις πληγές, αυτές που λες οτι σου έχει ανοίξει, και τις μισείς, δεν τις αγαπάς, δεν τις επουλώνεις. Τις ξύνεις με μανία, τυρρανιέσαι, τις πολεμάς και σε πονάνε περισσότερο απ’ όσο αν δεχόσουν αδιαμαρτύρητα πως έτσι είναι τα πράγματα, πως δεν μπορείς χωρίς αυτόν. Πως τον αγαπάς και έχεις ανάγκη την δική του αγάπη. Πως σου είναι απαραίτητος. ΑΝΤΩΝΗΣ – Χα! Άλλο πάλι και τούτο! Ας γελάσω! (Η Έλενα παίρνει στα χέρια της το αγαλματίδιο του Έρωτα και της Ψυχής) ΕΛΕΝΑ – Ξέρεις τι είπε ο Έρωτας στην Ψυχή όταν εκείνη αποκάλυψε την ταυτότητά του παρά τη θέλησή του; (Με στόμφο) ‘Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου;’ Και ύστερα... ΑΝΤΩΝΗΣ (με νεύρα) – Δεν μ’ ενδιαφέρει! Σταμάτα πια μ’ αυτήν την ανόητη ιστορία! Δεν βγάζουν κανένα νόημα αυτές..., αυτές οι μαλακίες! ΕΛΕΝΑ (ήρεμη) – Το ξέρεις πως έχω δίκιο, γι’ αυτό νευριάζεις. Έτσι δεν είναι; ΑΝΤΩΝΗΣ – Θεέ μου... ΕΛΕΝΑ – Το ξέρεις πως είναι αδύνατον να ξεφύγεις απ’ αυτόν. Το νιώθεις και συ όπως το νιώθω και γω. ΑΝΤΩΝΗΣ – Είσαι τρελή, το ξέρεις; Είσαι εντελώς τρελή... (Εκείνη τη στιγμή ακούγονται λυσσασμένα γαυγίσματα και αλυσίδες να χτυπάνε σε σίδερο). ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι στο διάολο! (Κοιτάει απ’ το παράθυρο) ΕΛΕΝΑ – Ο Έλβις είναι. Μάλλον κάτι άκουσε. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ο Έλβις; ΕΛΕΝΑ – Το κυνηγόσκυλο του πατέρα. Απο χτες είχε ν’ ακουστεί, γι’ αυτό δεν τον πήρες χαμπάρι. Είναι εκεί έξω, δεμένος σ’ εκείνη τη μουριά. Στη πίσω αυλή. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν ήξερα πως ο πατέρας κυνηγά. ΕΛΕΝΑ – Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις. (Ο Αντώνης μένει σιωπηλός. Η Έλενα κάθεται στο καθιστικό) ΕΛΕΝΑ – Ανεβαίνει στο βουνό μια φορά την εβδομάδα και ποτέ δεν κατεβαίνει με άδεια χέρια. Τουλάχιστον, έτσι λένε όλοι στο χωριό. Πως κανείς δεν τον φτάνει στο σημάδι. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μμμ... Και δεν μου λες; ΕΛΕΝΑ – Έλα. ΑΝΤΩΝΗΣ – Και που φυλά τα όπλα; ΕΛΕΝΑ – Κάτω, στο υπόγειο. Έχει φτιάξει έναν ειδικό χώρο για να τα βάζει. Ο πατέρας έχει αδυναμία στα όπλα. Έχει μια μεγάλη συλλογή απ’ αυτά. Μερικά τα ’χει φέρει απ’ τη Βενεζουέλα, άλλα τα ’χει αγοράσει εδώ. Όπως και να ’χει, το κυνήγι είναι κάτι που τον γεμίζει. ΑΝΤΩΝΗΣ – Καινούριες συνήθειες βλέπω... (Ο Έλβις συνεχίζει το γάβγισμα) ΑΝΤΩΝΗΣ – Κάτι συμβαίνει εκεί έξω. ΕΛΕΝΑ – Μπα, μάλλον μυρίστηκε τον πατέρα απ’ τον δρόμο ακόμα. Είχε κατέβει στο χωριό για ν’ αγοράσει προμήθειες. (Με ύφος τώρα) Για να υποδεχτεί τον κανακάρη του... (Ο Αντώνης δεν απαντά. Της γυρνά τη πλάτη) ΕΛΕΝΑ – Θα τον περιμένω έξω, κάτω απ’ το υπόστεγο της εξώπορτας. Ίσως χρειάζεται βοήθεια με τα πράγματα. ΑΝΤΩΝΗΣ (κουνά καταφατικά το κεφάλι) – Εντάξει. (Η Έλενα βγαίνει απ’ τη σκηνή και μπαίνει αμέσως η Νάντια. Δείχνει ενθουσιασμένη). ΝΑΝΤΙΑ – Αυτή είναι η ευκαιρία που ζητούσαμε! Μην την αφήσεις να πάει χαμένη! ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς. ΝΑΝΤΙΑ – Για τι πράγμα μιλάω; Μα, για τα όπλα ηλίθιε! Για τα όπλα! (Τον σπρώχνει) Πήγαινε να δεις! ΑΝΤΩΝΗΣ – Σταμάτα ν’ ανακατεύεσαι στη ζωή μου! ΝΑΝΤΙΑ – Έχεις δώσει μια υπόσχεση, μην το ξεχνάς. Έχεις δώσει μια υπόσχεση στη μητέρα σου. Πάνω απ’ το νεκρικό της κρεβάτι! ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν ξέρω αν... ΝΑΝΤΙΑ (στα μούτα του) – Δειλέ! Πήγαινε σου λέω! (Τον σπρώχνει) Πήγαινε! ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι! Φύγε! (Η Νάντια σταματά κι αφουγκράζεται) ΝΑΝΤΙΑ – Γαμώτο! Έρχονται. ΑΝΤΩΝΗΣ – Φύγε! ΝΑΝΤΙΑ – Δειλέ! (Βγαίνει τρέχοντας απ’ τη σκηνή. Μπαίνει ο Δημήτρης Φωτίου με την Νάντια. Είναι βρεγμένοι και κρατούν σακούλες με ψώνια. Τις αφήνουν κάτω) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Αυτή η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Έχει γεμίσει ο δρόμος λασπουριά. (Τινάζει τις γαλότσες του) Παραλίγο να κολλήσει τ’ αμάξι... ΕΛΕΝΑ – Πάω ν’ αλλάξω. Θα σου ετοιμάσω και μια αλλαξιά στεγνά ρούχα. (Η Έλενα φεύγει απ’ τη σκηνή. Ο Δημήτρης κουνά το κεφάλι καταφατικά. Βγάζει το αδιάβροχό του. Μέσα απ’ το μπουφάν έχει μια εφημερίδα. Την πετά πάνω στον καναπέ) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Για σένα την πήρα. Αν θες να διαβάσεις... ΑΝΤΩΝΗΣ – Μμμ... (κάθεται στον καναπέ και ανοίγει την εφημερίδα). Δικοί τους είναι κι αυτοί... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ποιοί; ΑΝΤΩΝΗΣ – Οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι, όλοι τους. Ένα μάτσο απατεώνες. (Ο Δημήτρης αρχίζει να βγάζει τα βρεγμένα ρούχα). ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Εφόσον το ξέρεις δεν θεωρείται απάτη. Είναι συνενοχή. ΑΝΤΩΝΗΣ – Όχι αν δεν έχεις άλλη επιλογή. Τότε είναι εξαναγκασμός. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Απλά αρνείσαι ν’ αναλάβεις τις ευθύνες που σου αναλογούν. Που αναλογούν σε όλους μας. ΑΝΤΩΝΗΣ – Αυτό είναι δικό σου προτέρημα. Όπως και η επιλεκτική μνήμη. Ή η αμνησία... ΕΛΕΝΑ – Ορίστε. (Η Έλενα φέρνει ρούχα και τα φοράει ο Δημήτρης) ΔΗΜΉΤΡΗΣ – Θα έρθεις μαζί μου αύριο; ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι είναι αύριο; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Αν έχει καλυτερέψει λίγο ο καιρός θ’ ανέβω στο βουνό για κυνήγι. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μαζί με τον Έλβις υποθέτω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Α, βλέπω γνωριστήκατε κιόλας. ΕΛΕΝΑ – Χάλασε τον κόσμο όταν άκουσε το αυτοκίνητο να πλησιάζει. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ναι, ναι. Καλό σκυλί. Έξυπνο και πιστό. (Μικρή παύση) Λοιπόν; Τι λες; Θα έρθεις; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν νομίζω πως μου ταιριάζουν αυτά τα σπορ. Ούτε και σε θυμάμαι να κυνηγάς ποτέ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Αλλάζουν οι άνθρωποι με τον καιρό. ΑΝΤΩΝΗΣ – Συνήθειες μόνο... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Όπως και να ’χει, αν μείνεις εδώ θα σου ζητήσω μια χάρη. Να προσέχεις όσο μπορείς την αδερφή σου. ΕΛΕΝΑ (τον πιάνει απ’ το μπράτσο) – Πατέρα, δεν χρειάζεται να... ΔΗΜΗΤΡΗΣ (της κλείνει το στόμα με το δάχτυλο) – Σσς..., ξέρω τι του λέω αγάπη μου, ξέρω... (Στρέφεται προς τον Αντώνη) Η μοναξιά μπορεί να γίνει ανυπόφορη καμιά φορά, δεν νομίζεις; ΑΝΤΩΝΗΣ (σηκώνει τους ώμους) – Ό, τι πεις... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Εξάλλου, θα γυρίσω την ίδια μέρα. Μέχρι να πέσει ο ήλιος θα είμαι πίσω. ΑΝΤΩΝΗΣ – Εντάξει, εντάξει. (Πάει προς την πόρτα) Θα πάω μια μικρή βόλτα. ΕΛΕΝΑ – Μέσα στη βροχή; ΑΝΤΩΝΗΣ – Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. ΕΛΕΝΑ – Ετοιμαζόμουν να στρώσω τραπέζι. (Ο Αντώνης ανοίγει την πόρτα) ΑΝΤΩΝΗΣ – Φάτε χωρίς εμένα. Μου κόπηκε η όρεξη. (Ο Αντώνης βγαίνει απ’ την σκηνή, ο Δημήτρης κάθεται στον καναπέ ανοίγοντας την εφημερίδα) ΕΛΕΝΑ – Δεν ξέρω τι τον έπιασε. Δεν νομίζεις πως η συμπεριφορά του είναι λίγο περίεργη; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μπα, έτσι ήταν πάντα... ΕΛΕΝΑ – Καμιά φορά το πάντα πρέπει ν’ αναφέρεται στο παρελθόν... (Ο Δημήτρης αφήνει την εφημερίδα και καλεί την Έλενα κοντά του. Της πιάνει το χέρι) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. ΕΛΕΝΑ – Τι; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ό, τι κι αν συμβεί, και εννοώ οτιδήποτε, εσύ θα παραμείνεις κοντά του. Μου το υπόσχεσαι; ΕΛΕΝΑ – Τι μπορεί να συμβεί δηλαδή; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Γενικά μιλάω; Απλά θέλω να μου το υποσχεθείς. Πως δεν θα τον αφήσεις μόνο του. Δεν του κάνει καλό η μοναξιά. ΕΛΕΝΑ – Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά... Όλα θα πάνε καλά... (Πατέρας και κόρη αγκαλιάζονται και τα φώτα σβήνουν στη σκηνή).
Πράξη Τέταρτη (Ο Αντώνης είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πρώτου ορόφου ενώ ο Δημήτρης και η Έλενα κουβεντιάζουν στο ισόγειο. Ο Δημήτρης ντύνεται για το κυνήγι και έχει αφημένο ένα τουφέκι παράμερα. Η βροχή δεν λέει να σταματήσει). ΕΛΕΝΑ(φωνάζοντας) – Δεν γίνεται να τελειώσει έτσι! Δεν το καταλαβαίνεις πως σε χρειάζομαι; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Σσς! Σώπα! Θα μας ακούσει ο αδερφός σου! (Ο Αντώνης ξυπνά απ’ τις φωνές και κατεβαίνει τις σκάλες. Στέκεται στη μέση και κρυφακούει). ΕΛΕΝΑ – Δεν με νοιάζει! Δεν με νοιάζει τίποτα πια! ΔΗΜΗΤΡΗΣ (δένοντας τ’ άρβυλά του) – Έχω μετανιώσει για όλ’ αυτά. Γι’ αυτό έφυγα έτσι απ’ τη Βενεζουέλα, γιατί δεν άντεχα άλλο. Αυτή η ιστορία έπρεπε κάποτε να τελειώσει, δεν μπορούσα να κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλό μου. Είτε το πιστεύεις, είτε όχι, είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος τώρα. Τελείως διαφορετικός! ΕΛΕΝΑ (ακουμπώντας πάνω του και κλαψουρίζοντας) – Σε χρειάζομαι, δεν το καταλαβαίνεις; Σε έχω ανάγκη! Τον άνθρωπο που ήσουν, όχι αυτόν που προσποιήσαι πως είσαι. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Δεν προσποιούμαι τίποτα. (Πιάνει το κεφάλι της με τα χέρια του και την φιλά στο μέτωπο. Μετά, τραβιέται μακριά της) ΕΛΕΝΑ(τρέχει πίσω του) – Σε παρακαλώ! (Την απωθεί τρυφερά) Σε παρακαλώ! Εμένα μου άρεσε όπως ήσουν κάποτε. Αυτός ο καινούριος άνθρωπος που συνέχεια εσύ επικαλείσαι, αυτός είναι κάποιος εντελώς ξένος σε μένα. Μια φάρσα! Μια φιγούρα φτιαγμένη απ’ την δική σου ανάγκη να εξιλεωθείς για κάτι που δεν πρέπει να ντρέπεσαι! Για κάτι υπέροχο! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Κάποτε έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό. ΕΛΕΝΑ(φωνάζει με πείσμα) – Όχι! ΔΗΜΗΤΡΗΣ(της κλείνει το στόμα) – Σσς! ΕΛΕΝΑ(πιο σιγά τώρα) – Όχι! Δεν γίνεται να μ’ απαρνηθείς τώρα! Εσύ μ’ έκανες αυτό που είμαι και δεν μπορείς να μου φέρεσαι λες και είμαι κανά τέρας. Εσύ μ’ έμαθες πως το σώμα μου σου ανήκει και τώρα λες πως δεν το θες. Πως ό, τι έγινε ήταν απλά λάθος. Χα! Έτσι απλά, ε; ΔΗΜΗΤΡΗΣ(στωικά) – Έλενα... ΕΛΕΝΑ – Ναι, έτσι είναι. Εσύ μ’ έμαθες ν’ απαρνιέμαι τη δική μου ευχαρίστηση, μ’ έμαθες να σε υπηρετώ με αντάλλαγμα λίγα ψίχουλα αγάπης και τώρα..., τώρα τι; Ήταν όλα ένα ψέμα; Ένα παιχνίδι; Ένα λάθος που δεν πρέπει να επαναληφθεί; Δηλαδή, τόσα χρόνια υποκρινόσουν; ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Έχω κάνει κακό σε πολλούς ανθρώπους, μα περισσότερο απ’ όλους σε σένα και τον Αντώνη. Μα ώς εδώ, δεν πάει παραπέρα, δεν υπάρχει άλλος χρόνος ούτε άλλος χώρος για κάτι πέρα απ’ την μετάνοιά μου. Εδώ και τώρα λοιπόν! Όλα τελειώνουν εδώ και τώρα! (Η Έλενα τον κοιτά συντετριμμένη) ΕΛΕΝΑ – Δεν καταλαβαίνω πατέρα... Υποτίθεται πως θα είμασταν μαζί για πάντα... Για πάντα! Το καταλαβαίνεις; (Ο Δημήτρης παίρνει την καραμπίνα που είναι ακουμπισμένη στον τοίχο) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Πρέπει να φύγω τώρα. Δεν υπάρχει λόγος να είσαι έτσι. Σε λίγο θα ξυπνήσει ο Αντώνης και... (Εντομεταξύ, ο Αντώνης έχει ανέβει τις σκάλες έως πάνω και κάνει θόρυβο επίτηδες για να τον ακούσουν) ΕΛΕΝΑ(απευθυνόμενη στον Δημήτρη) – Όχι! Δεν μπορείς να φύγεις τώρα! (Μπαίνει μπροστά και του κλείνει την πόρτα). ΔΗΜΗΤΡΗΣ (προσπαθεί να την παραμερίσει) – Πρέπει να φύγω. ΕΛΕΝΑ – Σε παρακαλώ... (Ο Αντώνης κατεβαίνει την σκάλα. Ο Δημήτρης και η Έλενα απομακρύνονται μεταξύ τους αμήχανα) ΑΝΤΩΝΗΣ – Μπα, μπα, μπα... Δεν ήξερα πως φεύγουν για κυνήγι μεσημεριάτικα; (κοιτά το ρολόι του) Τι ώρα είναι αυτή; Νόμιζα πως θα ξεκινούσες χαράματα. (κουνά το κεφάλι) Αποκλείεται να προλάβεις να ’σαι πίσω μέχρι να πέσει ο ήλιος. Θα σε βρει η νύχτα στο βουνό. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μην ανησυχείς, ξέρω καλά τα μονοπάτια. Δεν θα ’ναι και η πρώτη φορά. ΑΝΤΩΝΗΣ – Παρ’ ολ’ αυτά, εμένα μου φαίνεται αρκετά επικίνδυνο. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Εξάλλου, έχω και τον Έλβις να με οδηγεί. ΑΝΤΩΝΗΣ – Κι αυτή η βροχή δεν λέει να σταματήσει. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μμμ, ναι. Έχω πάρει το αδιάβροχο μαζί μου. ΕΛΕΝΑ(γυρνώντας την πλάτη και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος όλο πείσμα) – Ασ’ τον να φύγει. Δεν τον βλέπεις που βιάζεται να μείνει μόνος του; Δεν κρατιέται... ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι, το έχει αυτό το ελάττωμα. Η αλήθεια να λέγεται... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Τι εννοείς; Ω, ελάτε τώρα και οι δυό σας! Θα δείτε, το βράδυ θα γυρίσω με κάτι τρυγόνια έτοιμα για ψήσιμο. Θα τα βάλουμε στο τζάκι και θα γίνουν μούρλια. Άλλο πράγμα! Κι άμα είναι πολύ αργά, ε, κι αύριο μέρα είναι. ΑΝΤΩΝΗΣ(αλλάζει ύφος) – Δεν έχεις να πας πουθενά! (Πλησιάζει και του παίρνει το τουφέκι απ’ τα χέρια) Κάτσε κάτω! Πρέπει να μιλήσουμε! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Είναι ήδη αργά. Δεν θα προλάβω... (Ο Αντώνης στρέφει την καραμπίνα προς το μέρος του) ΑΝΤΩΝΗΣ(φωνάζοντας) – Κάτσε κάτω είπα! (Η Έλενα τον πλησιάζει αναστατωμένη και του πιάνει τα χέρια) ΕΛΕΝΑ – Αντώνη! Τι έπαθες; Κατέβασε κάτω το όπλο, θα γίνει κανά ατύχημα. ΑΝΤΩΝΗΣ(φεύγει απο κοντά της) – Και συ! Κάτω και οι δυό σας! Στον καναπέ, γρήγορα! (Ο Δημήτρης πιάνει την Έλενα απ’ τους ώμους και κάθονται στον καναπέ. Αυτή έχει κουβαριαστεί πάνω του. Στη σκηνή μπαίνει η Νάντια. Δείχνει ενθουσιασμένη) ΝΑΝΤΙΑ – Επιτέλους! (Ο Δημήτρης και η Έλενα δεν την βλέπουν. Είναι ορατή μόνο στον Αντώνη. Στέκεται ακριβώς πίσω του). Καιρός ήταν! Κάνε τους να πληρώσουν για όσα σου έκαναν! Τιμώρησέ τους! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Μας άκουσες, έτσι δεν είναι; Κρυφάκουγες απ’ το δωμάτιό σου. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν χρειάστηκε να κρυφακούσω, φωνάζατε αρκετά δυνατά. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ίσως παρεξήγησες κάποια πράγματα... ΑΝΤΩΝΗΣ – Σκασμός! (Η Έλενα βάζει τα κλάματα) ΕΛΕΝΑ – Ω, πατέρα, μην το αρνείσαι ακόμα και τώρα, μην το αρνείσαι... Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι... ΝΑΝΤΙΑ – Την ακούς την τσούλα; Την ακούς; Σκότωσέ τους σου λέω! Σκότωσέ τους να ησυχάσουμε πια! ΑΝΤΩΝΗΣ(γυρνά πίσω, προς το μέρος της) – Βούλωσέ το κι εσύ. Βουλώστε το όλοι σας! ΔΗΜΗΤΡΗΣ(όλο απορία) – Σε ποιόν μιλάς; ΑΝΤΩΝΗΣ(σαν να μην τον άκουσε) – Ξέρεις, όταν πέθανε η μητέρα, για την ακρίβεια λίγο πριν πεθάνει, της είχα δώσει μια υπόσχεση. Μπορεί να μην την εξέφρασα μεγαλοφώνως, μπορεί να την κράτησα για τον εαυτό μου, αλλά πως να το κάνουμε, μια υπόσχεση είναι μια υπόσχεση και πρέπει να τηρήσω τον λόγο μου. ΝΑΝΤΙΑ – Μπράβο Αντώνη! ΑΝΤΩΝΗΣ – Αν και, πρέπει να ομολογήσω πως είχα αρχίσει ν’ αμφιβάλλω για το αν είμαι ικανός να την πραγματοποιήσω, ή ακόμα κι αν αξίζει τον κόπο. Για να σου πω την αλήθεια, δεν σκόπευα να κάνω το παραμικρό. Αυτά που άκουσα όμως πριν απο λίγο δεν μου αφήνουν καμιά αμφιβολία. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ωραία. Άσε όμως την αδερφή σου έξω απ’ αυτό. Δεν σου φταίει σε τίποτα. Εγώ, εγώ είμαι αυτός που πρέπει να πληρώσει. Αυτή είναι αθώα. ΕΛΕΝΑ – Θέλω να μείνω μαζί σου... ΝΑΝΤΙΑ – Χα! Ας γελάσω! Η οσία παρθένα! (Γυρνά προς τον Αντώνη) Μην τους ακούς, προσπαθούν να σε ξεγελάσουν. Καν’ το! Καν’ το τώρα, πριν σε τουμπάρουν. ΑΝΤΩΝΗΣ – Καμιά φορά η αθωότητα είναι πιο επικίνδυνη απ’ την ενοχή. Είναι παρά φύση. Κάθε τι το ιδεατό είναι παρά φύση. Είναι η ανοησία μεταμορφωμένη σε αρετή. ΔΗΜΗΤΡΗΣ(στωικά) – Έλα, κατέβασε την καραμπίνα τώρα. Δεν την χρειάζεσαι ακόμα. ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν είσαι σε θέση να με διατάζεις. Πέρασαν πια αυτές οι μέρες... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Δεν σε διατάζω. Όχι, όχι. Απλά, πιστεύω πως υπάρχει ακόμα ένα στάδιο πριν το τέλος, μια σκηνή που πρέπει να τη ζήσουμε. Σίγουρα, δεν θα με πυροβολήσεις δίχως να με ρωτήσεις κάποια πράγματα, δίχως να πάρεις το μερίδιο της εξιλέωσης που σου ανήκει. Δίχως να γλιτώσεις απ’ τα φαντάσματα που σε κυνηγούν και να πάρεις τις απαντήσεις που περίμενες ολ’ αυτά τα χρόνια. ΝΑΝΤΙΑ – Μην τον ακούς! Ριχ’ του επιτέλους! ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν περιμένω καμιά απάντηση. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ω, δεν το νομίζω! Το αντίθετο μάλιστα, μην ξεγελάς τον εαυτό σου. Ξέρουμε και οι δυο την αλήθεια. Φαινόταν στα μάτια σου, στη φωνή σου, στον τρόπο που περπατούσες κι έτρωγες, φαινόταν παντού. Απ’ την αρχή, ίσως και πρωτύτερα, δεν ήταν η εκδίκηση το μόνο πράγμα που σε απασχολούσε, αυτό που πραγματικά ήθελες ήταν απαντήσεις. Λύσεις για ολ’ αυτά που σε βασανίζουν. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ανοησίες. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Έτσι λες ε; Και γιατί δεν έχεις πατήσει ακόμα τη σκανδάλη; ΑΝΤΩΝΗΣ – Μη βιάζεσαι, θα γίνει κι αυτό; (Ο Δημήτρης σηκώνεται και βάζει ένα ποτό) ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Να βιάζομαι; (γελάει) Μα αυτό είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο, καλύτερο κι απ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου. Το τέλειο φινάλε, δεν νομίζεις; Τραγικά υπέροχο. Βλέπεις, δεν μπορώ να ζήσω άλλο πια μ’ όλες αυτές τις τύψεις να με κυνηγούν. ΝΑΝΤΙΑ – Μην τον ακούς. Δεν το βλέπεις πως προσπαθεί να σε ξεγελάσει; ΑΝΤΩΝΗΣ – Τύψεις; Εσύ; (Γελά) Είδες τι κάνει ένα όπλο όταν σε σημαδεύει. Σε κάνει άλλον άνθρωπο. ΔΗΜΗΤΡΗΣ (κάθεται ξανά δίπλα στην Έλενα) – Αν θες το πιστεύεις, αν δεν θες, πάλι καλά... Εξάλλου, δεν σου ζητώ οίκτο. (Κοιτά και τα δυό του παιδιά) Είναι καιρός να φερθώ σαν πραγματικός πατέρας και να σας γλιτώσω απ’ αυτό το μαρτύριο, απ’ το μαρτύριο του να είστε παιδιά μου. Και αφού μου είναι τόσο δύσκολο να υπάρξω διαφορετικά στο μυαλό και στις αναμνήσεις σας, αν και θέλησα να κάνω μια καινούρια αρχή εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, αφού σε κάθε φυγή κουβαλώ και ένα κομμάτι του εαυτού μου που πονά και μάχεται εις μάτην, τότε είναι καλύτερα να φύγω μια και καλή. Δες το σαν κάποιο είδους λύτρωσης για την αμαρτωλή ψυχή μου. Το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για σένα, αλλά και για την Έλενα. Όσο ζω δεν πρόκειται να βρείτε ησυχία, κανένας απ’ τους δυό σας, τώρα πια το ξέρω. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μας άφησες όταν σε είχαμε ανάγκη που να σε πάρει ο διάολος! Άφησες εκείνη να πεθάνει, να της φάει ο πόνος τα σωθικά και συ γλεντούσες με την κάθε πουτάνα που έβρισκες στον δρόμο σου! Κι όμως, κι όμως, αυτή ποτέ δεν σε κατηγόρησε μπροστά μου, ποτέ! Μέχρι που έκλεισε τα μάτια μπορούσα να σε δω μέσα τους. ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Και γω την αγαπούσα. Απλά ήμουν νέος και... (Σκύβει το κεφάλι) Ποτέ δεν την ξέχασα... Ήταν όμως πολύ αργά για να γυρίσω πίσω. Μερικά πράγματα δεν διορθώνονται... ΑΝΤΩΝΗΣ (τον σημαδεύει) – Βαρέθηκα να σ’ ακούω. Τέρμα πια τα ψέματα! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Ναι, έχεις δίκιο! Κάν’ το για να λυτρωθείς. Δεν μπορεί κάτι που είναι πια νεκρό να κυριεύει τη ζωή σου. Ξερίζωσέ το! Πέτα το μακριά! Πάτα την σκανδάλη! ΝΑΝΤΙΑ – Ναι, ναι! Πάτα την! (Η Έλενα σηκώνεται απότομα απ’ τον καναπέ και ουρλιάζει) ΕΛΕΝΑ – Σταματήστε! Σταματήστε πια και οι δυό σας! Το μόνο που σας νοιάζει είναι ο εαυτός σας! Ο κωλοεγωισμός σας! Δεν ενδιαφέρεστε για τίποτ’ άλλο! (Ορμάει πάνω στον Αντώνη) ΑΝΤΩΝΗΣ – Τι στο διάολο;! ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Έλενα! (Η Έλενα αρπάζει το όπλο απ’ τα χέρια του Αντώνη, ο οποίος την κοιτά άναυδος. Εκείνη, ανοίγει τη πόρτα και το αφήνει έξω) ΝΑΝΤΙΑ(έκπληκτη) – Δεν το πιστεύω! Άφησες να σου πάρει το όπλο... ΕΛΕΝΑ – Λοιπόν; Νομίζω πως τώρα μπορούμε να μιλήσουμε λιγάκι πιο ήρεμα, έτσι δεν είναι; (Η Νάντια πλησιάζει τον Αντώνη) ΝΑΝΤΙΑ – Άντε λοιπόν! Βγες έξω και ξαναπάρτο! Άντε ντε! Τι το σκέφτεσαι; (Ο Αντώνης κάθεται στον καναπέ και σκεπάζει το κεφάλι με τα χέρια του. Η Έλενα και ο Δημήτρης είναι σιωπηλοί) ΝΑΝΤΙΑ – Ω! Είσαι αξιολύπητος! Πραγματικά αξιολύπητος! Ποτέ δεν πίστευα πως θα έφτανα στο σημείο να σ’ αφήσω για δεύτερη φορά, αλλά να! Ποτέ μη λες ποτέ. Αν και, εδώ που τα λέμε, έπρεπε να το περιμένω. Όλη σου τη ζωή ήσουν ένας αποτυχημένος. Ένας..., ένας... (Κουνά το κεφάλι απογοητευμένη και φεύγει απ’ τη σκηνή. Εκείνη τη στιγμή ο Αντώνης παίρνει βαθιά ανάσα, όπως η πρώτη ανάσα ενός πνιγμένου. Σηκώνεται και πάει ως το παράθυρο. Κοιτά έξω σιωπηλός. Η Έλενα τον πλησιάζει απο πίσω και τον αγκαλιάζει. Ακουμπά το κεφάλι της στην πλάτη του). ΕΛΕΝΑ – Μάλλον δεν μας έμειναν και πολλά να πούμε, έτσι δεν είναι; ΑΝΤΩΝΗΣ – Δεν υπάρχει χώρος πια για άλλα λόγια. (Γυρνά και της κρατά το κεφάλι) Το πήρα απόφαση. Αυτό το μέρος δεν με σηκώνει. Θα φύγω αύριο το πρωί. ΔΗΜΗΤΡΗΣ(σηκώνεται όλο κέφι) – Α, ούτε να το σκέφτεσαι! Αύριο θα φάμε το κυνήγι! Τσάμπα θ’ ανέβω σήμερα το βουνό; ΕΛΕΝΑ – Πατέρα, σε παρακαλώ... Μη πιέζεις τις καταστάσεις... ΔΗΜΗΤΡΗΣ – Καλά, καλά..., παραδίνομαι... (Ο Δημήτρης σηκώνει τα χέρια ψηλά και βγαίνει απ’ τη σκηνή) ΕΛΕΝΑ – Έφυγε. ΑΝΤΩΝΗΣ – Ναι, έφυγε. ΕΛΕΝΑ – Πάντα όμως γυρνάει. ΑΝΤΩΝΗΣ – Αυτή τη φορά, ίσως... ΕΛΕΝΑ – Ναι, και τότε θα είναι όλα διαφορετικά. Ξαναγεννημένα. Σαν να είναι η πρώτη μέρα μιας καινούριας ζωής. Για όλους μας. ΑΝΤΩΝΗΣ – Μια νέα ζωή προϋποθέτει καινούρια μυαλά. Σβησμένες αναμνήσεις. ΕΛΕΝΑ – Προϋποθέτει αγάπη Αντώνη. Μόνο αυτό. Αγάπη. (Η Έλενα κάθεται στο πιάνο και παίζει το Perfect Day του Loy Reed. Ο Αντώνης πάει ξανά προς το παράθυρο) ΑΝΤΩΝΗΣ – Κι αυτός ο καιρός..., δεν λέει να φτιάξει με τίποτα... ΕΛΕΝΑ – Αυτή η βροχή θα μας ξεπλύνει. Και ύστερα θα έρθουν καλύτερες μέρες. (Ο Αντώνης βάζει την παλάμη πάνω στο τζάμι του παραθύρου και επαναλαμβάνει). ΑΝΤΩΝΗΣ – Nαι. Καλύτερες μέρες... (Η μουσική συνεχίζει να παίζει και τα φώτα σβήνουν σιγά σιγά. Πέφτει η αυλαία).
|