Σχετικά άρθρα
ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ (ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΗΝΟΣ) |
Κυριακή, 14 Οκτώβριος 2012 15:53 | |||
ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΠΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ Αλήθεια, ποια η φύση ενός μονολόγου ; Να ένα ερώτημα, που βασάνιζε πολλές νύχτες μου. Την επικράτεια του νου μου διαφιλονικούσαν πολλοί αυτοκράτορες : ο καθορισμός, λόγου χάρη, του υποκειμένου (το πρόσωπο ενός ήρωα του έργου, που γίνεται προσωπείο ενός άλλου…), ή η θραυσματικότητα ως (a priori ;) φύση του μονολόγου, η οποία, έχω εδραία πια την πεποίθηση, πως συνιστά, οπωσδήποτε, μια μορφή του ΟΛΟΥ… Οι «ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» είναι ένα έργο συνδυαστικών, αλληλλοπεριχωρούμενων μονολόγων, που παρουσιάζουν μια πολυμερισμένη ενοείδεια. Αισθανόμουν, στην πορεία συγγραφής του έργου, πως σήκωνα κάτοπτρα στο ίδιο Γεγονός… Ο πυρήνας του έργου, μέσα στην πολυφωνία και πολυηχία του, είναι μονοθεματικός, κάτι σαν επωδός ή ισοκράτημα. Η πολυφωνία και το ενιαίο, αυτής της θεατρικής φούγκας, στηρίζονται πολυεπίπεδα : κινησιολογικά, σκηνογραφικά κ.λ.π. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ενιαίο και την πολυδιάσπαση του χώρου, τη μοναξιά (εσωτερική ή μη), που εκδηλώνεται και μέσω της κρυφής επικοινωνίας των προσώπων !…ή άλλοτε με την ίδια τη δομή του μονολόγου στις «ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ», που εκπτύσσεται πάμπολλες φορές διαλογικά (εσωτερικά ή μη)… Ταυτόχρονα, αισθανόμουν, άλλες φορές, να με τρυπούν, καρφωμένα στην πλάτη μου, τα βλέμματα των τριών παππούδων μου, που έκαναν θεατρικά διαχρονικό τον 5ο π.Χ. αιώνα. Ετσι, προέκυψαν, λόγου χάρη, τα ερωτήματα-αναζητήσεις που αποτελούν υλικό στις «ΝΥΧΤΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» όπως : μεταπίπτουν οι τραγικοί ήρωες – σε μια σύγχρονη εκδοχή του παλαιού παραδείγματος – σε τραγικό Χορό ; Μια σύγχρονη φούγκα τέτοιου τύπου, συνιστά εξελιγμένη εκδοχή των αρχαίων τραγικών μονολόγων, υπό τη δυναμική πια ενός ενιαίου έργου με σπονδυλωτή (μονολογική) φύση ; Πώς ζει ο ποιητικός Λόγος στο σύγχρονο θέατρο (κάθε είδους) ; - καθώς ακράδαντα πιστεύω, πως η φύση του θεατρικού λόγου είναι ποιητική, εγγενώς ποιητική. Ποια η φύση ενός σύγχρονου χορικού, που δεν παύει να αντικρίζει, με στοργή και επαναστατικότητα, τις αρχαίες καταβολές του ; Και μάλιστα, ακόμη πιο περιοριστικά : η φύση ενός χορικού στο συγκεκριμένο έργο συνδυαστικών μονολόγων ; Περιορίζομαι ενδεικτικά σ΄αυτά… Στα πλαίσια αυτού του υπαινικτικού προλογικού σημειώματος, θέλω μόνο, τελειώνοντας, να αναφέρω και τα εξής: Η φύση η ίδια του έργου, ως έργου, αντιστικτικού, πολυφωνικού, απαιτούσε εξαρχής τη χρήση πολυμορφικών τρίχρωμων οδηγιών, που θα εξυπηρετούσαν την οικονομία του. Πέραν αυτού, η παράδοση των μικρογραφιών στα παλαιότερα κείμενα, όπως και η σύγχρονη τάση εικαστικής συμβολής σε ποιητικά έργα, δεν μπορούσαν να με αφήσουν αδιάφορο, ως προς την αναζήτηση ενός πιο σύνθετου τρόπου παρουσίασης του θεατρικού λόγου, που θα βρίσκει λειτουργικό αρωγό, στη σισύφεια προσπάθεια της ΕΚΦΡΑΣΗΣ, όσες από τις τέχνες μπορούν να διακονήσουν αυτήν την αναζήτηση. Πέρα απ΄ αυτό όμως, υπάρχει κι ένας κρυφός συμβολισμός, μέσω του χρώματος, που παράλληλα δεν περιορίζεται – θα ΄ταν ασφυκτικό θαρρώ – στην αρτιότερη απεικόνιση των καλλιτεχνικών προθέσεων του δημιουργού, αλλά συνιστά οντολογική θέση, οντολογική θεώρηση, μια ερμηνεία κοντολογής του ΕΙΝΑΙ, και μέσω της γραφής ή του χρώματος. Όμως, πέρα και πάνω απ΄ αυτά, καθώς οφείλουμε ν’ αφουγκραζόμαστε τα σκιρτήματα της Τέχνης, θα κλείσω με μια φράση του έργου : «…ο μήνας Αύγουστος, όταν πλέκεται αραχνοϋφαντη στο σώμα μας η θλίψη κι ύστερα εξοντώνεται, απ΄ την απόλυτη υπόσχεση του φεγγαριού».
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΞΕΝΙΑ: Γύρω στα σαράντα, με νομικές σπουδές, διευθύντρια συντακτικής ομάδας ειδήσεων ιδιωτικού καναλιού, από αστικό περιβάλλον (πατέρας δικηγόρος). ΠΑΝΔΩΡΑ: Γύρω στα τριάντα, με σπουδές Ασσυριολογίας στη Γερμανία, ερευνήτρια ανατολικών πολιτισμών, από μεσοαστικό περιβάλλον (πατέρας δάσκαλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης). ΠΕΤΡΟΣ : Γύρω στα πενήντα, επιχειρηματίας, με γυμνασιακές σπουδές, από την επαρχία (πατέρας αγρότης). ΑΝΔΡΕΑΣ : Γιος του Πέτρου, εικοσιπεντάρης φοιτητής ιατρικής, βουβό πρόσωπο. ΜΑΡΙΑ : Γύρω στα σαράντα, με σπουδές γλωσσολογίας στο Παρίσι, διευθύντρια εκδοτικού οίκου, από αριστερό περιβάλλον (πατέρας εξόριστος στην εποχή της Χούντας). ΑΓΓΕΛΟΣ- ΠΟΙΗΤΗΣ : Συνοδός της μικρής κόρης [Βαστά πάντοτε στο χέρι ένα ομοίωμα υδραίικου τριίστιου πολεμικού πλοίου. Εχει μακριά, πυρόξανθα μαλλιά σαν του Διονύσου και φορά ένα άσπρο, κάπως ανοιχτό στο στήθος, πουκάμισο τύπου Μπάυρον και παντελόνι τζιν. Είναι πάντα ανυπόδητος.] ΜΙΚΡΗ ΚΟΡΗ ( *, anima) : Κοριτσάκι γύρω στα δέκα, λεπτό με μακριά κυματιστά μαλλιά, βουβό πρόσωπο. Φορά ένα απέριττο λευκό και κοντό, με ελαφρές πτυχώσεις, χιτώνιο. Στον καρπό του χεριού, φορά μια μακριά μωβ κορδέλα. Είναι πάντα ανυπόδητο. [ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΕΝ ΑΝΤΙΔΡΑ ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΟΡΗΣ, ΠΟΥ ΤΕΛΕΙ ΑΟΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ] * Χρησιμοποιώ τον αραβικό όρο για την απόδοση του λατινικού anima, που είναι και ο κυρίαρχα χρησιμοποιούμενος όρος στην ψυχολογία, τόσο για τον πολυεπίπεδο νοηματικό του πλούτο, όσο και γιατί αποδίδει αρτιότερα τα σκιρτήματα που επιβάλλει η Τέχνη μέσα μου. Ακρως σχηματικά θα έλεγα, πως η μικρή Κόρη ενσαρκώνει τις ασυνείδητες, υποσυνείδητες και συνειδητές ψυχικές αντιδράσεις των προσώπων του έργου.
Η σκηνογραφία του έργου συνίσταται σ΄ ένα σπίτι με τρία δωμάτια κι έναν κήπο. Το κάθε δωμάτιο, όπως κι ο κήπος φυσικά, ανήκει σε διαφορετικό πρόσωπο, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση, ότι πρόκειται για τέσσερα διαφορετικά σπίτια, απ΄ τα οποία εμείς βλέπουμε ένα μόνο τους δωμάτιο. Ωστόσο, το ενιαίο του σπιτιού σκηνογραφικά, συμβάλλει παράλληλα στην εντύπωση, πως όλα τα πρόσωπα κατοικούν στον ίδιο, ενιαίο χώρο, χωρίς ουδεμία διαφοροποίηση ή δυνατότητα διαφυγής (το σπίτι του κόσμου). Στ’ αριστερά της σκηνής, δεσπόζει το καθιστικό της Ξένιας, που η μεγάλη μπαλκονόπορτά του βλέπει σε κήπο (όχι στον κήπο που βρίσκεται στο άλλο άκρο της σκηνής και συνιστά θεμελιώδη χώρο αναπτύξεως του έργου). Στο χώρο του καθιστικού, υπάρχει ένα φωτιστικό δαπέδου, ένα κλασσικό λευκό σαλόνι, ένα τρόλλευ μπαρ, ένα μικρό τραπέζι σαλονιού, όπου υπάρχει μια γόνδολα με μουσική, που πάνω της χορεύει μια μπαλαρίνα. Ακόμη υπάρχει ένα ασύρματο τηλέφωνο (για να διευκολύνονται οι κινήσεις της στο χώρο), μια συσκευή τηλεομοιοτυπίας (fax) κι ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο. Το δεύτερο, παρακείμενο στο καθιστικό, δωμάτιο είναι εκείνο της Πανδώρας. Είναι το υπνοδωμάτιό της και βρίσκεται σε υπερυψωμένο επίπεδο απ΄ όλα τα άλλα δωμάτια, δίνοντας έτσι την αίσθηση, πως έχουμε ένα διώροφο σπίτι. Υπάρχει μια σκάλα, που οδηγεί στο δωμάτιο αυτό. Η βάση της σκάλας αυτής βρίσκεται κοντά στο επόμενο δωμάτιο (το δωμάτιο του Πέτρου). Κάτω ακριβώς από το χώρο του υπνοδωματίου, υπάρχει ένας διάδρομος που επικοινωνεί με το καθιστικό της Ξένιας και το γραφείο του Πέτρου και στο κέντρο του διαδρόμου μια κρυφή πόρτα, που χρησιμεύει για τις ξαφνικές εισόδους και εξόδους των προσώπων. Στο χώρο του υπνοδωματίου διακρίνουμε ένα κρεβάτι, μια μικρή βιβλιοθήκη, ένα κομοδίνο (πάνω του βρίσκονται 3-4 βιβλία), ένα στερεοφωνικό’ στο πάτωμα υπάρχουν μαξιλάρες, ενώ ως διάκοσμο του δωματίου βλέπουμε κυκλαδίτικα ειδώλια και μια θαλασσογραφία που κρέμεται πάνω από το κρεβάτι. Το τρίτο δωμάτιο, παρακείμενο σ΄ εκείνο της Πανδώρας, είναι το γραφείο του Πέτρου. Πλην του γραφείου του και της πολυθρόνας διευθυντού , υπάρχουν ακόμη δύο πολυθρόνες κι ένα μικρό, στρογγυλό τραπεζάκι μέσης. Στον τοίχο βλέπουμε να υπάρχει ένα διάγραμμα ανάπτυξης (γράφημα). Πάνω στο γραφείο βλέπουμε μια φωτογραφία, που είναι στραμμένη προς αυτόν, έτσι ώστε να μην διακρίνουμε το πρόσωπο που εικονίζεται σ΄ αυτήν, μια λευκή λήκυθο και διάφορα είδη γραφείου (πένες, χαρτιά, στυλό, κ.λ.π.) και έναν υπολογιστή. Τέλος, στα δεξιά της σκηνής, δίπλα στο γραφείο του Πέτρου, υπάρχει ο κήπος της Μαρίας. Ο χώρος του κήπου, δίνει την αίσθηση ότι είναι ο κήπος του σπιτιού της, όμως ουσιαστικά πρόκειται για κήπο όλου του σπιτιού (και των τεσσάρων προσώπων). Εκεί διακρίνουμε τριανταφυλλιές, γαρδένιες, γιασεμιά, λουίζες, κυκλάμινα κ.λ.π. Ωστόσο, μερικά από τα φυτά αυτά πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκονται ψηλά, σε ζαρντινιέρες, στο ύψος περίπου των ώμων της. Πάνω από το υπνοδωμάτιο της Πανδώρας κυρίως, (και σε επικοινωνία μ΄ αυτό), υπάρχει ένα άλλο πιο υψωμένο επίπεδο, που απεικονίζει το θόλο του έναστρου ουρανού. Το επίπεδο αυτό, μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος όλου του σπιτιού. Στο επίπεδο αυτό, καθώς και στους χώρους των άλλων προσώπων, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει μια μικρή πόρτα-καταπακτή, που θα χρησιμεύει για τις αιφνίδιες ή όχι, εμφανίσεις και εξαφανίσεις του Αγγελου-Ποιητή και της μικρής Κόρης, αλλά και των άλλων προσώπων. Για να γίνονται ευδιάκριτοι οι επιμέρους χώροι, καθώς τα τρία δωμάτια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να δίνεται η αίσθηση κλουβιών με τρεις τοίχους, πρέπει να υπάρχουν «πόρτες» μεταξύ των δωματίων (εκείνων που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο), που θα ξεφεύγουν όμως από τη συμβατική έννοια του όρου. Δηλαδή, θα παρέχεται η ρεαλιστική εικόνα μιας διαχωριστικής πόρτας με τη χρήση, αντί γι΄ αυτή, φωτισμού που θα δίνει μια τέτοια αίσθηση ή εναλλακτικά, ανθοστηλών ή της ίδιας της διάταξης των επίπλων, ενός κίονα ή κάτι άλλου. Παράλληλα, στα δωμάτια υπάρχουν τοίχοι, μόνο όπου η οικονομία του έργου το απαιτεί (πίνακες, γραφήματα κ.λ.π). Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, πως ο χώρος που καταλαμβάνει το σπίτι, μέχρι και το προσκήνιο ακόμη, πρέπει οπωσδήποτε να δίνει σκηνογραφικά την αίσθηση αγκαλιάς, του κοίλου ενός αρχαίου θεάτρου ή του τρούλου μιας εκκλησίας…
ΞΕΝΙΑ
(Ο μονόλογος ανοίγει με μουσική. Στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας εμφανίζεται ο Αγγελος-Ποιητής, ενώ από τη δεξιά κουίντα εισέρχεται η μικρή Κόρη. Επικρατεί πλήρης συσκότιση με μοναδικό φωτισμό το φως που πέφτει στα πρόσωπα των δύο. Προς το παρόν δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα επί σκηνής. Ο Αγγελος-Ποιητής κατεβαίνει με αργές κινήσεις από τη σκάλα και απαγγέλοντας το ποίημα ΧΑΡΑ ΑΜΦΙΚΥΡΤΗ, συναντιέται με τη μικρή Κόρη, τη χαϊδεύει στα μαλλιά και την παίρνει από το χέρι.
χαρά αμφίκυρτη σελάνα που εκπυρσοκροτείς σε σεντόνια θερινά εμφανίσου στο βλέμμα σου τίναξε τον χαλινό μιας μοίρας συνηθισμένης κι αναδύσου αμφίγλαυκη
Εκείνη αρχίζει έπειτα να κάνει χορευτικές κινήσεις μπαλλέτου, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η απαγγελία με δυναμισμό. Το φως δυναμώνει και τελικά εμφανίζονται τα υπόλοιπα πρόσωπα στους οικείους χώρους. Η μουσική συνεχίζεται και η μικρή Κόρη εισέρχεται στο σαλόνι της Ξένιας όπου τη χαϊδεύει, την πειράζει κάνοντάς της αστείους μορφασμούς και γαργαλώντας την. Τέλος, κάθεται ασάλευτη απέναντί της στον καναπέ, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Επειτα, σηκώνεται αργά και δίνοντας το χέρι της στον Αγγελο-Ποιητή, που την περιμένει απ΄ έξω, εγκαταλείπουν μαζί τη σκηνή). [ Καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου, κανένα από τα τέσσερα πρόσωπα δεν αντιδρά στις χειρονομίες της μικρής Κόρης. Η τελευταία, σε αντίθεση με την πρακτική της να αγγίζει τα πρόσωπα του έργου, δεν αγγίζει ΠΟΤΕ την Πανδώρα. Επίσης, όταν δεν υπάρχουν σαφείς σκηνοθετικές οδηγίες, οι ηθοποιοί έχουν τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάζουν, με κινήσεις ή εκφράσεις προσώπου, με την προϋπόθεση, πως καθένας τους θα ανταποκρίνεται, με βάση τα ιδιώματα του χαρακτήρα που υποδύεται, στα ερεθίσματα που θα δέχεται από τις απαντητικές ή υπαινικτικές φράσεις κάθε μονολόγου, στα δικά του προβλήματα. Τέλος, οι ηθοποιοί παραμένουν επί σκηνής, καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου… ]
(Η Ξένια φορά ένα μπλε υφασμάτινο παντελόνι, λεπτή, με άσπρα σχέδια γραβάτα, ιδίου χρώματος και λευκό πουκάμισο. Τη βλέπουμε μέσα σ’ έναν παροξυσμό κινητικότητας να διαβάζει ανάκατα εφημερίδες, κάνοντας μορφασμούς επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας, προβληματισμού, παίρνοντας ιδέες που της φαίνονται ταιριαστές στο image της και υπογραμμίζοντάς τες με μαρκαδόρο, βάφοντας τα νύχια της, φτιάχνοντας τα μαλλιά της, συντάσσοντας το κεντρικό δελτίο ειδήσεων και απαντώντας προφορικά στη συνέντευξη που της έχει ζητηθεί από περιοδικό lifestyle μεγάλης κυκλοφορίας, χρησιμοποιώντας δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο. Την ακούμε να διαβάζει ακατάληπτα γρήγορα τις εφημερίδες. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, κινούνται κατά βούληση στους χώρους τους, σε αρμονία με τις συντεταγμένες των μονολόγων τους)
(Με επιδοκιμασία) : Το ’χει πιάσει αυτός το νόημα. Αμ έτσι βέβαια. Κινήσεις έξυπνες, που στοχεύουν ολόισα στην επιτυχία. (Με αποδοκιμασία) : Τι κουραστικός ! Απορώ πως βρίσκει ακόμη δουλειά. Κολλημένος στην εικόνα που πρόβαλλε εδώ και…εφτά χρόνια. Αηδία…! (Με προβληματισμό) : Εϊ, εδώ κάτι τρέχει. Μμμ (υπογραμμίζει). Αυτά κολλάνε θαυμάσια στο στυλ μου. Ω, σίγουρα. Μα βέβαια. Θα δημιουργήσει οπωσδήποτε αίσθηση, αν λανσάρω τούτη δω τη λέξη σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. Αναμφίβολα έχει βάρος. Τι ωραία λέξη: εγκύστωση ! (Μ’ ένα αίσθημα χαλαρής αμφιβολίας, ανάμικτης μ’ ένα αίσθημα ήπιου δέους). Θα ’χει αρνητική σημασία βέβαια… (Λαμβάνει την πρώτη τηλεομοιοτυπία (fax) απ’ τη συντακτική ομάδα ειδήσεων του καναλιού). Αυτοί οι άνθρωποι είναι εκτός πραγματικότητας. Μα το Θεό, δεν ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους. Κι έχω την εντύπωση πως δεν θα μάθουν ποτέ. Άκουσον, άκουσον. Η είδηση των γενεθλίων της Βασιλομήτορος μετά την είδηση για την κοινωνική αναταραχή στη Βολιβία και τη νομοθεσία για τις (σε κάπως χλευαστικό για τους συντάκτες τόνο) σ υ ν τ ά ξ ε ι ς !!! Αμ όχι κύριοι, όχι. Έτσι θα το τινάξουμε στον αέρα το μαγαζί . Ο,τι φαίνεται και λάμπει είναι η βιτρίνα του μαγαζιού και μόνο. Κι ο κόσμος επιβεβαιώνει, αν η βιτρίνα αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. (Τονισμένο) Στη μία και μοναδική πραγματικότητα. [Η Πανδώρα στρέφεται με κατάπληξη και τρόμο]
Αυτό ξέρω εγώ. Και στο κάτω- κάτω, ποιος σας είπε πως έχουν μεγαλύτερη πολιτική σπουδαιότητα οι ειδήσεις αυτές από την πρώτη; Σκέφτηκε κανείς σας ποτέ τι αντίκτυπο έχει το γεγονός αυτό στο κοινωνικό σώμα της Αγγλίας; Η ενότητα, η συνοχή που δημιουργείται σ’ ένα λαό ; Γιατί παρακαλώ αυτά σε δεύτερη μοίρα; Αλλά άσχετο μ’ αυτά, μου λέτε παρακαλώ πώς θα κρατηθεί, αγαπητοί μου ηλίθιοι, η τηλεθέαση χωρίς χρυσοποίκιλτες άμαξες, φρουρούς και πλήθος που επευφημεί; Ετσι τα θαλασσώσατε και τις προάλλες με το γάμο του Μακλήρ’ του πιο ακριβοπληρωμένου ποδοσφαιριστή της εποχής μας, που τον βάλατε πέμπτο στη σειρά των ειδήσεων. Απίστευτο !… Φαίνεται, πως δεν μάθατε ποτέ πως δημοσιογράφος σημαίνει να καταγράφεις την πραγματικότητα. Κι αυτή είναι η πραγματικότητα. (Τονισμένο) Η μόνη πραγματικότητα.
(Στέλνοντας την τηλεομοιοτυπία (fax) με την παραπάνω άποψη στη συντακτική ομάδα, συντάσσει βουβά την είδηση λέγοντας μόνο) Λοιπόν η είδηση θα διαμορφωθεί ως εξής …
(Μικρή παύση)
(Παίρνει το ερωτηματολόγιο της συνέντευξης στα χέρια της) Ουφ! Πρέπει να τελειώσω και μ’ αυτήν τη ρημάδα τη συνέντευξη. Έπεσαν όλα μαζί. Μα τι στο διάβολο πιέζονται κι αυτοί τόσο; Τι τους έπιασε; Τους εξήγησα χίλιες φορές, πόσο αγχωμένη είμαι αυτόν τον καιρό. Δεν καταλαβαίνουν λοιπόν, ότι μέσα σε τέτοια πίεση μπορεί να μην προσέξω, να μην αποφύγω τις κακοτοπιές, να χαλάσω άθελά μου την εικόνα μου στον κόσμο; Ε, σύντροφοι. Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο. Αν γλιστρήσω, γλιστράτε… Τελοσπάντων Ξένια, δείξε νηφαλιότητα, βρες την αυτοκυριαρχία σου και προώθησε αποτελεσματικά το image σου. [Η Πανδώρα αφήνει ένα ειρωνικό γέλιο. Ο Πέτρος, σαν να βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο, επιδοκιμάζει με κινήσεις του κεφαλιού ]
Λοιπόν, τι έχουμε εδώ; Α, ναι. (Διαβάζει εκφώνως την ερώτηση του περιοδικού.) «Πώς περνάτε τη μέρα σας;» (Απαντάει προφορικά μαγνητοφωνώντας την απάντησή της. Πατάει το κουμπί μαγνητοφώνησης). Λοιπόν, απολαμβάνω κάθε στιγμή της ζωής μου. Χαίρομαι να ζω και να απολαμβάνω ηδονικά αυτά που μου προσφέρει η ζωή. Ευτυχώς, έχω ένα επάγγελμα που συνεχώς με γεμίζει με συγκινήσεις. Νιώθεις, ανά πάσα στιγμή, ότι ακολουθείς την αλλαγή. Δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, στάσιμο, ίδιο. Ζω τη ζωή σαν ένα…
(κλείνει για μια στιγμή το μαγνητόφωνο και προσπαθεί να θυμηθεί τη λέξη που διάβασε κάπου) Αχ, πώς το είχε γράψει μωρέ εκείνος, γαμώ το ... πόσο μου άρεσε εκείνη η λέξη .. Ήμουν ίδια εγώ.
(Ελάχιστη παύση)
Α ναι, ναι. Αυτό είναι. (Πατώντας ξανά το κουμπί μαγνητοφώνησης, συνεχίζει από κει που είχε μείνει) έκπαγλο, γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις ταξίδι . Βρίσκεσαι συνεχώς στα πράγματα. Δεν υπάρχει ούτε μόριο παθητικότητας. Τα γεγονότα, δηλαδή η ζωή η ίδια, σου επιβάλλουν ένα δρόμο σταθερό που ακολουθείς’ έτσι η λέξη πλήξη, δεν μπορεί ποτέ να συμπεριλαμβάνεται στο ατομικό σου λεξιλόγιο. (Μικρή παύση) Σηκώνομαι πάντα (τονισμένο) στις 7.00. Διαβάζω τις εφημερίδες στις 7.30 (τονισμένο). Λίγο αργότερα, κάνω τα απαραίτητα επαγγελματικά τηλεφωνήματα, αφού όμως έχω αποχαιρετήσει λίγο πριν το παιδί μου για το σχολείο… Όπως βλέπετε, μητέρα, εργαζόμενη, γυναίκα…. Φυσικά, όλα τούτα γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς. Σχεδόν δεν προλαβαίνω ν’ ανασάνω. Η ευθύνη της θέσης μου υπαγορεύει τέτοιους ρυθμούς. Αλλωστε, αυτοί οι ρυθμοί είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας μου σ’ όλα. [Η Μαρία στρέφεται και την κοιτάζει με οίκτο ] Λίγο μετά παίρνω μια γεύση από τις εξελίξεις’ πληροφορούμαι [Η Πανδώρα καγχάζει ] δηλαδή, για το τι συμβαίνει και συνεχίζω τη μέρα μου. Ξεκινώ κατά τις 10.00 για το γραφείο και επιστρέφω, μετά από μια κουραστική και δημιουργική μέρα, αργά το βράδυ. Φυσικά όλα αυτά στις νορμάλ ημέρες. Σε έκτακτες περιπτώσεις, τα πάντα (με υπερβολική έμφαση δίνοντας το αίσθημα μιας υπέρτατης σπουδαιότητας) αλλάζουν και μπορεί να παραμείνω στα studios ή στην εφημερίδα απ’ το πρωί ως το βράδυ.
(Κλείνει το μαγνητόφωνο και με έκδηλο εκνευρισμό από τις αλλεπάλληλες τηλεομοιοτυπίες, παίρνει στα χέρια της τη δεύτερη) Μα αυτοί είναι εντελώς γελοίοι. Τι στο διάβολο τους πληρώνουμε; Ξέχασαν να με ενημερώσουν για το ατύχημα του γιού της Πολυξένης του Big Brother. Απίστευτο ! …. Μα καλά βλαμμένοι, πώς θα κρατήσουμε τον κόσμο; Σ’ ανταγωνιστική εποχή ζούμε. Θα μας φάνε ζωντανούς. Χρειάζεται διάκριση κύριοι, δ ι ά κ ρ ι σ η (εμφατικά). Άκου λέει… Εδώ η σειρά αλλάζει ασφαλώς. Τα γενέθλια της Βασιλομήτορος οφείλουν να παραχωρήσουν ευγενικά τη θέση τους σε τούτη την είδηση. Να μια πρώτης τάξεως ευκαιρίας να δούμε στην πράξη, παρακαλώ, το βασιλικό savoir vivre ! Πρέπει να προηγείται τούτη ΄δω η είδηση. (Συντάσσει την είδηση) Λοιπόν, η αριστερή πίσω βοηθητική ρόδα στο ποδηλατάκι του γιου της Πολυξένης του Big Brother στράβωσε, με αποτέλεσμα το παιδί να φοβηθεί, να χάσει την ισορροπία του και να πέσει, χτυπώντας το γονατάκι του. Οι γονείς του, με μεγάλη αγωνία, το μετέφεραν για κάθε ενδεχόμενο στο νοσοκομείο. (Περιφρονητικά) Να μην ξεχάσω και την υποσημείωση για τα κοθόνια: Να έχουμε ζωντανή σύνδεση και δηλώσεις από τους ίδιους. Αυτό είναι, κύριοι (με αίσθημα αυταρέσκειας, ικανοποίησης). Αλλά πού να σας περάσει απ’ το ξερό σας κεφαλάκι, πώς να αντιληφθείτε, με τι μυαλό βλάκες μου, πως η φύση του ανταγωνισμού είναι να σε ωθεί σε μια ασταμάτητη γυμναστική των ικανοτήτων σου, [Εμφανίζεται η μικρή Κόρη κάνοντάς της μορφασμούς’ της βγάζει τη γλώσσα, τραβώντας με έναν αστείο μορφασμό τ’ αυτιά, βγάζει κοροϊδευτικούς ήχους και την γαργαλάει ] σε μια ασταμάτητη βελτίωση και επιθυμία ν’ ανταποκριθείς στις απαιτήσεις της πραγματικότητας , που σου ζητά να ’χεις πάντα την επιθυμητή απ’ όλους ποιότητα. [Η Πανδώρα κλείνει τ’ αυτιά της. Ο Πέτρος επιδοκιμάζει χειροκροτώντας ] Όχι τη δική σου μίζερη κρίση. Εδώ είναι το κόλπο. [ Η μικρή Κόρη χάνεται απογοητευμένη και κουνώντας κοροϊδευτικά το κεφάλι ] Να, βρε ανεγκέφαλοι ποια είναι η πολυσυζητημένη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα : από τα ίδια τα πράγματα και όχι απ’ τη στενή, μίζερη κρίση σας. (Χτυπάει το ασύρματο τηλέφωνο, έτσι έχει τη δυνατότητα να μπορεί να κινείται ελεύθερα στο χώρο. Η φωνή της ακούγεται σε πιο προσωπικό τόνο, χωρίς όμως να χάνει στο βάθος, την ένταση του κλίματος που είχε τις προηγούμενες στιγμές. Έχει την αίσθηση της «αυτοκυριαρχίας», της ατομικότητάς της, χωρίς να διαφαίνεται πουθενά η οποιαδήποτε συνειδησιακή ρωγμή, πως δεν πιστεύει ακράδαντα, ότι όσα λέει και κάνει, συνιστούν μια φυσική, ορθή στάση. Αυτό είναι και το γενικό μοτίβο της Ξένιας σ’ ολόκληρο το μονόλογό της)
Έλα Φώτη. (Παύση) Καλά, καλά. Εσύ; (Παύση) Μαντεύω τους λόγους. (Παύση) Έχεις δίκιο, αγάπη μου. (Παύση) Όχι, με αδικείς. (Παύση) Εντάξει, το καταλαβαίνω αυτό. Το είχαμε κανονίσει εδώ και καιρό αυτό το διήμερο. Όμως πρέπει να δείξεις κατανόηση. (Παύση) Ορισμένες φορές γίνεσαι ολωσδιόλου ακατανόητος. Επιτέλους, αυτή είναι η δουλειά μου. (Παύση) Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν κάτι δεδομένο και γνωστό εξ’ αρχής. Νομίζω πως οφείλεις να δείξεις ένα ελάχιστο δείγμα σεβασμού. (Παύση) Στο κάτω-κάτω, δεν θα χαθεί τίποτα αν το αναβάλλουμε λίγο. Προέχουν ένα σωρό πράγματα τώρα. (Παύση) (Τονισμένο κάπως σκληρά ως δικαιολόγηση του εαυτού της και της αλήθειας-γνησιότητάς της) Ξέρεις πολύ καλά πόσο όμορφα πέρασα, πόσο μου άρεσαν, πόσο με χαλάρωσαν τα στενοσόκακα με τα καλντερίμια στο νησί. (Παύση)
[Εμφανίζεται ο Αγγελος-Ποιητής με τη μικρή Κόρη να παίζουν το «γύρω-γύρω όλοι…» ] Ω Φώτη (νοσταλγικά σε αναπόληση, με μια υποβλητικότητα και ζεστασιά αγκαθερή σαν τύψη, από τη συνάντηση με τον εαυτό της) μη με βασανίζεις άλλο. Το ξέρεις πως ζούσα τρυφερά την κάθε στιγμή. Ένιωθα να ξαναγίνομαι παιδί. Λησμονούσα γλυκά τα πάντα. Η θάλασσα μου μιλούσε στη μητρική μου γλώσσα. Άγγιζε μέσα μου την αλφαβήτα αισθήσεων κρυμμένων, που σαν σαλιγκάρια έβγαιναν στο φως του ήλιου και τον κυνηγούσαν. [ Η μικρή Κόρη στο σημείο αυτό, εισέρχεται στο χώρο της και τη χαϊδεύει τρυφερά ] Τα ρίγη της θάλασσας, ο οργασμός του κυματισμού της, στέγνωνε τη ροή της καθημερινότητάς μου και τρικύμιζε μεθυστικά τις φλέβες μου, που χρύσιζαν σαν ψάρια στο φως του ήλιου. Ένιωθα μια παράξενη, μαγική επαφή με το σώμα (τονισμένο πολύ υποβλητικά, με γνήσιο αίσθημα) μου.
(Παύση)
[ Χάνονται ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη ] (Επανέρχεται στον αρχικό, κάπως μετριασμένα σκληρό, τόνο της) Λοιπόν, μη μου λες εμένα για χαμένες στιγμές, ευκαιρίες που δεν επιστρέφουν, αναζήτηση προσωπικής ζωής… Ξέρεις καλά, πως κυνηγώ με πάθος τη χαρά της ζωής.
(Κοιτάζοντας τις τηλεομοιοτυπίες, που διαδέχονται η μια την άλλη, και ρίχνοντας λοξές ματιές στο ερωτηματολόγιο της συνέντευξης και στις φωτογραφίες της που πρέπει να στείλει στο περιοδικό, με μια ελεγχόμενη συνειδησιακή τύψη και έναν ελαφρύ εκνευρισμό, παντρεμένο με μια έντονη εργασιακή υπερδιέγερση λέει) Με συγχωρείς. Θα μπορούσες να με πάρεις σε πέντε λεπτά; Έχω ένα fax που πρέπει να απαντήσω αμέσως. (Το διαβάζει βιαστικά) Ε μα βέβαια, χρειάζεται εικόνα. Τι στο διάβολο; Στην εποχή της παντοδυναμίας της ζούμε. Δεν υπάρχει πραγματικότητα δίχως εικόνα. Εστω και μπαγιάτικη. Να γεμίζει όλη την οθόνη. Εικόνα και πάλι εικόνα. Άλλωστε, αυτή είναι η ουσία του ηλεκτρονικού τύπου. Κι αφού δεν έχουμε φρέσκια θα προβάλλουμε ό,τι υπάρχει. Σημασία έχει να δημιουργείται κλίμα. Και η εικόνα μαζί με τις δηλώσεις το δημιουργούν. Και μια κι ο πόλεμος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, οι τηλεθεατές μας θα πληροφορούνται τα τεκταινόμενα, καθηλωμένοι από τις εικόνες του περασμένου πολέμου. Ξανά και ξανά, χίλιες φορές. Στο κάτω-κάτω, πόλεμος είναι, πόλεμος θα γίνει, κάτι πολεμικό πρέπει να δείχνουμε για να εντάσσεται ο τηλεθεατής στο κλίμα, να βιώνει αυτά που του λέμε. Βάλτε δοκιμές όπλων, εκείνο το τάνκ που καταστρέφεται από τον πύραυλο ή το τοιχίο που το διαπερνά η βόμβα με πυρηνική κεφαλή από απεμπλουτισμένο ουράνιο’ οτιδήποτε σέβεται τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί ένα κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Φαίνεται πως δεν μαθαίνετε απ΄ τις γκάφες σας. Το ίδιο δεν κάναμε και χτες με την πυρκαγιά στην Κέρκυρα; Δεν είχαμε άμεση εικόνα. Ε, και ; Προβάλλαμε μια περσινή, μπαγιάτικη πυρκαγιά. Τι είναι μια απλή είδηση «έπιασε φωτιά»; Αυτό είναι ανακοίνωση. Μόνο η εικόνα την κάνει είδηση. Ευτυχώς, ανεγκέφαλοι συνεργάτες μου, η φωτιά είναι κάτι που δεν αλλάζει ποτέ.
(Κοιτά για μια στιγμή το τηλέφωνο και στρέφει το βλέμμα στο ερωτηματολόγιο της συνέντευξης). Ουφ, λοιπόν η δεύτερη ερώτηση. (Εκφώνως) «Ποιο νομίζετε είναι το μυστικό της επιτυχίας σας και ποιο ρόλο πιστεύετε πως έχει παίξει η προσωπική σας εικόνα; (Πατάει το κουμπί μαγνητοφώνησης) Το μυστικό της επιτυχίας είναι δουλειά και μόνο δουλειά. Με υπευθυνότητα, εγκυρότητα. Δεν μπορείς πια να κοροϊδέψεις κανέναν. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Ο κόσμος διαθέτει κρίση, δεν είναι ανόητος. Καταλαβαίνει τα πάντα και σε απορρίπτει. Για να κρατηθείς πρέπει να ’χεις σαν όπλο την αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό του κόσμου, που θα πηγάζει από την εντιμότητα και την αλήθεια της δουλειά σου. Κάθε φθηνός εντυπωσιασμός, κάθε πρόσκαιρη επιτυχία, οτιδήποτε δεν βασίζεται στη διασταύρωση πληροφοριών, στη βάσανο των πηγών, στη καθαρή αντικειμενική έκθεση των γεγονότων, είναι καταδικασμένο. Δεν περνάνε πια τα τρυκ και οι προχειρότητες. Πιστεύω, πως αυτά βλέπει ο κόσμος και προτιμά σαφώς το δελτίο μας. Τώρα, σχετικά με το image ή το lifestyle, το θέμα είναι δύσκολο και κατά τη γνώμη μου παρεξηγημένο. Η γνώμη μου είναι, πως το image στηρίζει την εργασία που κάνουμε, μας κάνει να αποφεύγουμε πολλές κακοτοπιές. Διορθώνει τις γκάφες μας’ εννοώ πως κάνει τον κόσμο να μας τα συγχωρεί όλα. Γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη από λάμψη. Ένα πρότυπο, τελοσπάντων, που να ακυρώνει την ασχήμια και την αδυναμία που υπάρχει γύρω μας, που θα του παρέχει ασφάλεια, μια αίσθηση σταθερότητας. Έτσι η ζωή γίνεται λιγότερο σκληρή. Έτσι βλέπω εγώ τη λειτουργία του image ή lifestyle και το θεωρώ αναγκαίο στη δουλειά μας. Πιστεύω δηλαδή ακράδαντα, πως η είδηση οφείλει να απορρέει κι από την προσεγμένη και καλαίσθητη καρφίτσα, που βρίσκεται πάνω στο γιακά του σακακιού μου.
(Χτυπάει και πάλι το τηλέφωνο, το σηκώνει) Έλα, συγνώμη για πριν. Βλέπεις πώς έχω μπλέξει. Ευθύνες, ευθύνες, άπειρες ευθύνες. (Παύση) Κάνεις λάθος στις εκτιμήσεις σου. (Παύση) (Με αυξανόμενο εκνευρισμό) Τι; Η ευθύνη στον εαυτό μου; (Παύση) Πώς; Η μοναδική επιβαλλόμενη ευθύνη; (Παύση) Ε, όχι κι έτσι, όχι κι έτσι. Μεγαλοποιείς απελπιστικά τα πράγματα. (Με δυσφορία) Άκου εκεί. Η μόνη μου αφόρητη και αναπολόγητη καταδίκη… Τι μεγαλοστομία Θεέ μου! Τραβάς υπερβολικά τα πράγματα, γίνεσαι κουραστικός. Η αγάπη μου για σένα είναι δεδομένη. (Παύση) Όχι, δεν το αμέλησα, δεν το ξέχασα. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν προτεραιότητες που πιέζουν ασφυκτικά. (Παύση) Ναι, το επαγγελματικό ραντεβού είναι σημαντικό, δεν αναβάλλεται. Και η προετοιμασία για τη δύσκολη εβδομάδα που έρχεται είναι αναγκαία. Τα Σαββατοκύριακα δε χάνονται, μας περιμένουν. (Παύση) [ Η Μαρία κάνει μια κίνηση σαν να θέλει να βγει από το χώρο της και να τρέξει στη Ξένια ] Ναι, μας περιμένουν, όσο χρειαστεί, μέχρι την άλλη ζωή. Μη με σταυρώνεις κι εσύ… (Παύση) Κάνεις λάθος, έχεις παρανοήσει τα πράγματα. Η ζωή μου δεν είναι και (τονισμένο) η επαγγελματική μου πορεία. Είναι (τονισμένο) αυτή. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου κάπου αλλού ή να κάνει κάτι άλλο. Ακολούθησα μια σταθερή πορεία στη ζωή μου. Ποτέ δεν αμφέβαλλα για τις επιλογές μου. Και να’ σαι βέβαιος πως κατάφερα να τις εκμεταλλευθώ όσο καλύτερα γινόταν. Κι αυτή ήταν η επιλογή μου. Δεν έχω τόπο αλλού. Βρήκα έδαφος που μπορώ να έχω πλήρη κυριαρχία πάνω του. (Παύση) (Με εσωτερική κούραση και σε χαμηλό τόνο) Όχι Φώτη, δεν απωθώ τις προσκλήσεις της ζωής. Απλά πιστεύω πως μπορούν να περιμένουν’ σε αντίθεση με την υποχρέωση να φανώ συνεπής στις επιλογές μου, που δεν περιμένουν ποτέ. (Παύση) Ακου, πρέπει να κλείσω τώρα. Εχω ήδη καθυστερήσει. Συγνώμη αν σου χάλασα το πρόγραμμα. Όμως… Τελοσπάντων, τηλεφώνησέ μου αν θέλεις το βράδυ. Γεια. (Μικρή συσκότιση. Μουσική, η οποία ακούγεται και κατά τις αρχικές στιγμές του μονολόγου της Πανδώρας)
ΠΑΝΔΩΡΑ (Ανάβουν, σιγά-σιγά, εντονότερα τα φώτα στο χώρο του υπνοδωματίου της Πανδώρας. Τη βλέπουμε να κινείται, - ενώ η μουσική από την Ξένια δεν έχει τελειώσει ακόμη - μέσα σε εμφανή εσωτερική αναστάτωση κι εκνευρισμό, εξαιτίας του οικογενειακού της περίγυρου. Επειτα από μερικές στιγμές, η προηγούμενη μουσική σταματά. H Πανδώρα πηγαινοέρχεται στο χώρο, στριφογυρίζει, ανάβει αλλεπάλληλα τσιγάρα, αλλάζει μουσική συνεχώς στο CD player. Ακούγονται μικρά αποσπάσματα από τα εξής τραγούδια : Angie (Stones), Summertime (Joplin), Soldier of Fortune (Deep Purple) και κάπως περισσότερο το Nothing else matters (Metallica). Τελεί σε μια κατάσταση ελεγχόμενης, ήρεμης, θα ΄λεγε κανείς, παράκρουσης, κάνοντας στάσεις περισυλλογής, μ΄ ένα απλανές, αλλά γεμάτο πάθος κι ένταση βλέμμα. Με τα πρώτα κουδουνίσματα του τηλεφώνου τελειώνει και η μουσική. Φορά τζιν παντελόνι και κοντή, κολλητή κοντομάνικη μπλούζα μωβ χρώματος )
Εμπρός (Ξεφυσά κι αφήνει έναν αναστεναγμό) Ναι. Το κατάλαβα. Ε, δεν ήταν δύσκολο να το φανταστώ. (Παύση) Ολα αυτά είναι γνωστά. Αυτή η ….. «μουσική» συνοδεύει τις ώρες μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν κάτι καινούργιο, κάτι που να κλονίσει (περιγελαστικά, χωρίς μομφή) με την τετράγωνη λογική της πραγματικότητας – αχ ποιας πραγματικότητας Θεέ μου, μα είναι πολλές – [Η Ξένια στρέφει το κεφάλι της με κατάπληξη. Ο Πέτρος κοιτά κάπως θυμωμένα και κουνά με απόρριψη το κεφάλι. Η Μαρία, με μειδίαμα όλο νόημα, την κοιτά ] τις ανεμοδαρμένες αποφάσεις μου … (Παύση) Ω πατέρα, πατέρα, στο ’πα χίλιες φορές. Δεν θα τον αποδεχτώ’ οριστικά (τονισμένο) (Παύση) Ξέρω, ξέρω, μα ναι ξέρω πως νοιάζεσαι για μένα. Δεν είπα ποτέ το αντίθετο. (Παύση) Επιτέλους, μπες για μια φορά στον κόπο να με καταλάβεις. (Παύση) Όχι, κάνεις λάθος. Δεν έχει καμιά σχέση η απόφασή μου να σπουδάσω Ασσυριολογία με τον διορισμό μου. (Παύση) Ναι, ξέρω, οι αντιρρήσεις σου ήταν γνωστές απ’ την αρχή.
(Με οδυνώμενη απογοήτευση) Ωστόσο, πατέρα, αλήθεια σου λέω, δεν κατάφεραν ποτέ δυστυχώς να με κεράσουν κάτι άλλο από πλήξη. [Ο Ανδρέας αφήνει ένα πνιχτό γέλιο.] Η αγάπη μου για την Ασσυριολογία είχε να κάνει μόνο με προσωπικές ανάγκες, αναζητήσεις αν θέλεις – φυσικά ακατανόητες, άχρηστες, γελοίες για σένα, έτσι δεν είναι ; [Ο Ανδρέας αφήνει ένα ακόμη πνιχτό γέλιο] (Παύση) (Με ένταση) Εδώ είναι το πρόβλημα. Μετράς διαφορετικά τη χρησιμότητα, την απώλεια, το κέρδος… (Παύση) Ε, όχι (οργισμένα). Ακατανόητο ίσως, αλλά οι επιλογές μου δε συχνάζουν ούτε στις τράπεζες, ούτε στους πάγκους των μικροπωλητών. (Σε ήρεμο τόνο) Αδυνατούσες πάντοτε να καταλάβεις, πώς μπορεί κανείς να κάνει κάτι έτσι (τονισμένο), χωρίς σκοπιμότητα και υπολογισμό… [Η Ξένια κι ο Πέτρος την κοιτούν εξοργισμένοι]
(Σχεδόν υποβλητικά) Όλη η διαφορά μας πατέρα βρίσκεται σ’ αυτό: ότι το καλοκαίρι υπάρχει έτσι, δίχως να το ζητήσει κανείς, άσχετα τελείως από το … αντιηλιακό και την ηλιοθεραπεία (με ειρωνεία στα όρια του χλευασμού.) (Σε εξομολογητικό τόνο ως ανέλπιδη, ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας) Ετσι και η Ασσυριολογία πατέρα. Ήταν κάτι άσχετο απ’ τις πρόσκαιρες επιταγές της … «πραγματικότητας», απ’ τις ανάγκες και τις προτεραιότητες που ’χουν επιβληθεί στη ζωή και μου ζητούν να μεταμφιεστώ και να βαπτισθώ γνήσιο τέκνο τους. Δεν την αγκάλιασα, πατέρα, για να καλοκαθίσω απαραίτητα σ’ ακαδημαϊκή έδρα, ούτε για ν’ αγοράσω το νέο μοντέλο της BMW, ούτε για ν’ αφιονίσω τα τρωκτικά των ανασφαλειών και των φόβων μου στις φωταψίες μιας μεζονέτας. Αισθανόμουν απλά, ότι υποστήριζε έναν αγώνα πυγμαχίας που ’χα ανοίξει από χρόνια, ότι η ζωή μου φωτιζόταν, πως αποκτούσα ένα καταφύγιο, κάτι σαν μικρά τουβλάκια συναρμολογούμενα στο χάος. Υπερβολικό; Γελοίο; Παράλογο; Βρίσκεις; Η ζωή μου πάντως, χρωματιζόταν απ’ τα στενοσόκακα της Βαβέλ και τα αγάλματα του Ταμούζ. Ξέρεις πατέρα, δεν μιλώ για μια προτίμηση’ γι’ αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «μου αρέσει….». (Επιβλητικά, ιερατικά) Εγώ όταν επιλέγω, συνδειπνώ με τις φλέβες μου [Ξεφεύγει ένα ειρωνικό γέλιο από την Ξένια] , σ΄ ένα μεθυστικό συμπόσιο και μάλιστα με την αίσθηση πως δεν μου ανήκουν ολότελα, [Το ποτιστήρι πέφτει απ’ τα χέρια της Μαρίας, που στρέφεται κοιτώντας ασάλευτη την Πανδώρα] πως μου είναι κάπως ξένες, πως δειπνώ ερήμην τους με κύριο πιάτο τις ίδιες….
(Χλευαστικά) Και να ’σαι βέβαιος. Εδώ η λέξη προτίμηση παθαίνει αποπληξία. (Μυσταγωγικά) Εδώ αγγελοκρούεται η ζωή… (Παύση) Ε, όχι. Δεν είναι, δεν ήταν χαμένος χρόνος. Θα γινόταν, αν υπέκυπτα στην εμμονή και το πείσμα σου, ακριβώς όπως το ’πες: χαμένος (τονισμένο και κάπως πληγωμένα) (Παύση) Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως αναλαμβάνω πλήρως όλες τις ευθύνες. (Υποβλητικά) Και κείνη ίσως, την αποτρόπαιη, του αποχαιρετισμού… [Η Μαρία αγκαλιάζει τα γιασεμιά με συγκίνηση]
(Κάνει μορφασμούς από τα λεγόμενα του πατέρα της στο τηλέφωνο, περιμένει και ξεσπά) Λοιπόν, για τελευταία φορά σου λέω πως εκτιμώ ίσως, τελοσπάντων αντιλαμβάνομαι τις προσπάθειες να με μεταπείσεις, μα μέχρις εδώ. Στο λέω ρητά, αν και δεν ελπίζω δυστυχώς να καταλάβεις, μα για μένα ο διορισμός (τονισμένο) είναι όπως και να το κάνουμε ορισμός (τονισμένο), που υποχθόνια στρατωνίζει τον πόθο για να καταλήξει περιορισμός (έντονα). Για τελευταία φορά σου λέω πως δεν θα καταστρέψω, δεν θα ασελγήσω στη ζωή μου, για το σκουπιδαριό, για το νεφέλωμα, για κείνο το διαβολικό τέχνασμα μιας φωλιάς που δολοφονεί και συμβαίνει να ακούει στο όνομα ασφάλεια (τονισμένο). [Ο Πέτρος κάνει μια απειλητική κίνηση προς το μέρος της σαν να θέλει να τη χτυπήσει] Καληνύχτα (Κατεβάζει τ’ ακουστικό). (Μουσική υπόκρουση ροκ. Η Πανδώρα πέφτει στις μαξιλάρες. Ανάβει ένα τσιγάρο. Στο επίπεδο πάνω από το υπνοδωμάτιο της Πανδώρας έχουμε φόντο έναστρου ουρανού. Μέσα του διακρίνονται ολοκάθαρα οι μορφές του Αγγελου-Ποιητή και της μικρής Κόρης. Κάνουν κινήσεις σαν να κολυμπούν. Τον ουρανό διασχίζει ένα καραβάκι. Οι δυό τους κάνουν νεύματα πρόσκλησης στην Πανδώρα).
Όλα άρχισαν τότε. Εκείνα τα καλοκαιριάτικα βράδια με τ’ αστέρια, όταν η αθωότητα, γαντζωμένη στα μαλλιά ενός κοριτσιού, ρουφά μ’ ανιδιοτέλεια τον κόσμο. Τα γιασεμιά στην αυλή, δέναν σκοινιά γύρω στο κορμί μου και αποπλανούσαν τις αισθήσεις μου. Μια μαγνητική αλφαβήτα σχηματιζόταν απ’ άστρο σ’ άστρο στον ουρανό και με φωνήεντα μπεκρήδες, γεμάτα αρμύρα, μου μιλούσε, με καλούσε σε μιαν αλητεία, που μου αφαιρούσε κάθε ρούχο και μ’ ήθελε ολόγυμνη να καθρεφτίζω τη σελήνη.
(Μ’ ένα μείγμα κατανόησης και υποτίμησης που συνοδεύουν ένα λεπτό αίσθημα ζήλιας) Παραδίπλα τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα και ειρηνικά….
Μιλώ απλά για ένα καραβάκι, που οργώνει την οθόνη του ουρανού, συναρμολογούμενο πάντα από κάθε ίνα της ύπαρξής σου και όχι, και που στον πρωραίον ιστό ανεμίζει μια τεράστια κόκκινη πρόσκληση όπου γράφεις μαγεμένος τ’ όνομά σου.
(Ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη παραμένουν μέχρι αυτό το σημείο. Επειτα εξαφανίζονται. Χάνουμε και τη θέα του έναστρου ουρανού) Αυτό είναι. (Χτυπά μ’ ένα είδος ενθουσιαστικού θυμού το πάτωμα κι ανασηκώνεται) Έπεσες στην παγίδα. Δεν ξεφεύγεις ποτέ. (Χαμογελώντας) Αλυσοδεμένος και ελεύθερος στα χέρια μιας ηλεκτρικής μαγείας λύνεις κάβους για ένα ταξίδι,
(κατεβαίνει σιγά-σιγά τη σκάλα και περνά στο διάδρομο κάτω απ΄ το υπνοδωμάτιό της) ένα παιχνίδι (τονισμένο) μεθυστικό, όλο σφρίγος, εφηβική αφιλοκέρδεια και αφέλεια’ μα παράλληλα σκοτεινό, σαρκοβόρο κι εγκληματικό. (Παύση που να μαρτυρά αυξανόμενη ένταση) (Στο προσκήνιο) Δεν το επέλεξα (ουρλιάζοντας με ύψιστη τραγικότητα). Επιλέγουμε τη γοητεία; Πουλήθηκα στα όνειρά μου. Είχα μια πρόσκληση στο χέρι που μ’ έκαιγε και η φωτιά της φώτιζε όλη μου τη ζωή και την τρικύμιζε. Με ανάγκαζε, με δική μου αυτοκτονική, βουτηγμένη μες στη βακχεία, συνέργεια να περνώ πάντα (τονισμένο) δίπλα από το κοινό αίσθημα. Όχι, όχι. Δεν μιλώ για ανδρεία, ηρωισμό, γενναιότητα που υψώνει το ανάστημά της, έγκυος στα τρίδυμα μιας αυτοδικαίωσης, που απαιτεί ηγεμονικά τις σπονδές των άλλων. Για κείνη την τρύπα, απ’ όπου ξεμυτίζει αρρωστημένη, γεμάτη μίσος και κλειστά λαγόνια η στέρηση. [Ο Πέτρος σαν να κρύβεται από κάποιο κίνδυνο, χώνεται στα χαρτιά του και γράφει] (Με φωνή ραγισμένη, σπασμένη) Εννοώ εκείνο το σύνορο με τη ζωή που ζούσαν οι άλλοι γύρω μου (Υποβλητικά) Πλησίαζα με σώμα γυμνό, έτοιμο να λουστεί ανέμελα σ’ έναν πίνακα του Σαγκάλ, αλίμονο, έναν βωμό αρχαίου ναού, που χαράζοντας γύρω μια πορφυρή γραμμή, με τοποθετούσε σ’ ένα ορατό μόνο από μένα, χρωματιστό, γεμάτο ήχους περιθώριο, που λυμαινόταν τους καημούς και τις χαρές των άλλων’ των άλλων, που η κρυφή μας διαμάχη ήταν τόσο λυσσαλέα, ώστε ένιωθα πως εγώ η ίδια, εγώ, εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια έκοβα τις σάρκες μου για να ζήσω (τονισμένο). Μόνο που σ’ αυτό το περιθώριο, ο κήπος του παραδείσου ποτιζόταν κι απ’ τους αναστεναγμούς των πόθων της κόλασης. [Το ποτιστήρι ξαναπέφτει απ’ τα χέρια της Μαρίας. Δεν στρέφεται προς το μέρος της αυτή τη φορά] (Μικρή παύση) Παράδερνα στις πιο εξοντωτικές αντιθέσεις. Άλλοτε λυπόμουν εκείνους, τόσο αναίτια και ανόητα ζουληγμένους σε μια ζωή συρτή (σε τόνο που προδίδει πόνο ανάμικτο με οργή και συμπόνια). Άλλοτε εμένα, όταν αντίκριζα στον καθρέφτη ένα παράξενο, αλλοπρόσαλλο, φλογισμένο δαιμονικό, που αξιοθρήνητα δεν είχε τόπο να σταθεί κι ας βρισκόταν παντού. (Περνά έξω από τους χώρους της Ξένιας και του Πέτρου) Σύντροφος κανείς (σε θαρραλέα απόγνωση), ένα χέρι να μοιραστείς πόνους, μοναξιά, αγάπες, ταξίδια, κίνδυνο, άγνοια, αμφιβολία, γνώση, αίσθηση (όλα με ειδικό χρωματισμό). Τίποτα, τίποτα. Το γέλιο, η χαρά τους αντηχούσαν μέσα μου ξερά, σα γδούπος από σώμα νεκρό που πέφτει. Η λύπη τους, τα σχέδιά τους, οι μικρούλικες, τοσοδούλικες μεγαλοφιλοδοξίες τους [Η Ξένια όλο υπεροπτική ενεργητικότητα, ασχολείται επιδεικτικά με τις τηλεομοιοτυπίες και τις εφημερίδες] που μόνο ασφυξία, αηδία ή και κάποτε οργισμένη συμπόνια μου προξενούσαν, έπεφταν σα σταγόνες βροχής πάνω στην ανοιχτή ομπρέλα της μανιασμένης μου αγριότητας να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω (σε χαμηλό, αποφασιστικό, υποχθόνιο τόνο). Όσο περισσότερο αφηνόμουν στη σαγήνη και τον τρόμο του ταξιδιού, όσο περισσότερο πολύχρωμα πεδία χρωμάτιζαν καταιγιστικά την επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς μου, τόσο η μοναξιά και η κόρη της η εναντίωση βάθαιναν, σκλήραιναν μέσα μου.
(Ανεβαίνει στο δωμάτιό της και ξαπλώνει στο κρεβάτι) Ωστόσο, ο προδότης δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Κι αν μάλιστα αφεθούμε στα χέρια του, έχει τη δύναμη να μας πλαστογραφεί δια βίου. Ώρες, ώρες ήταν βασανιστική η αίσθηση, πως δεν είχα στέγη ούτε μες στ’ όνειρό μου. Επιθυμούσα να δραπετεύσω’ όμως ποια η ζωή μου μετά; (Τινάζεται απ’ το κρεβάτι) Η γοητεία φυλακίζει. (Ξαφνικό άναμμα του προβολέα σε λευκότατο φως, που φωτίζει τη μικρή Κόρη που κάθεται αμίλητη στα σκαλιά της Πανδώρας, κρατά με τα δυο χέρια το προσωπάκι της και κοιτάζει ολόισια τους θεατές. Εχουμε και πάλι το φόντο του έναστρου ουρανού). Θα ζούσα εγώ ή κάποιος άλλος που θα του δάνειζα το σώμα μου για να παίξει το ρόλο του; Είδα κάποτε τον κόσμο έτσι’ και το βλέμμα αυτό είναι πια η προίκα μου. Γίνεται πότε κανείς ν’ αντικρύσει από άλλο παράθυρο το ουράνιο τόξο χωρίς να ξεφορτώσει στην παρακάτω στάση τον εαυτό του και ο ίδιος να…. Ιδού η προίκα. Χα, χα (σκληρά). Κατάρα ή ευλογία ; Εδώ η πηγή του πόνου και της νεότητας.
(Το λευκό φως σβήνει σιγά-σιγά μαζί με το φόντο του έναστρου ουρανού και η μικρή Κόρη χάνεται από τα μάτια μας) (Μικρή παύση. Μουσική. Η Πανδώρα βγαίνει από το υπνοδωμάτιο και κάθεται στη σκάλα όπως ακριβώς προηγουμένως η μικρή Κόρη. Μικρή παύση. Έπειτα κατεβάζοντας τα χέρια από το πρόσωπο ξεκινά πάλι το μονόλογό της). Ωστόσο, ποτέ δε μου βγήκε απ’ το μυαλό η ιδέα, πως οι φωνές που ακούμε τα καλοκαιριάτικα βράδια μας εμπαίζουν. Ίσως πάλι να παθαίνουμε ένα είδος στιγμιαίας βαρηκοϊας, λόγω ελλείψεως κατάλληλων οργάνων, εθισμένων στις ξένες γλώσσες, που έχουν τη δύναμη να μας μαγνητίζουν. Και πώς μπορεί να ξέρει ποτέ κανείς; Βρήκα ποτέ τον εαυτό μου; (Ξαπλώνει στη σκάλα) Κάποτε αναγκάζεσαι να παίρνεις αποφάσεις και να κάνεις επιλογές σπρωγμένος από το χρόνο’ άλλοτε, γιατί καλείσαι να ρίξεις μια πέτρα στο κενό, στην άβυσσο, έτσι, από μια ανάγκη σταθερότητας ή και δικαίωσης ακόμα - ως ελεύθερος σκοπευτής- της ύπαρξής σου. (Κουλουριάζεται) Άλλος σύμμαχος σε τούτη τη ζαριά δεν υπάρχει, απ’ την ειλικρίνεια και την ασωτία. Εννοώ, να ξοδεύεσαι αφιλοκερδώς, ολόκληρος, και μάλιστα πατώντας πάνω στο χαλί της ανασφάλειας, της αμφιβολίας, της απιστίας στο ίδιο σου το όνειρο.
(Ο Αγγελος-Ποιητής στέκεται μόνος και ασάλευτος στην αριστερή πλευρά της σκηνής, μ’ ένα αιμάτινο φως να πέφτει πάνω του) (Εκείνη σηκώνεται και προχωρά στο προσκήνιο) Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς πόση ασφάλεια ή αποτελεσματικότητα χωράει η ελευθερία; Αλήθεια, πόση ελευθερία κρύβει η ελευθερία; Θαρρώ πως κόβουμε εισιτήριο χωρίς επιστροφή και ίσως αυτό να’ ναι το πιο τραγικό. (Ο Αγγελος-Ποιητής χάνεται) Αγάπη ασφαλής δεν υπάρχει.
[Η Μαρία στρέφεται προς το μέρος της]
Μα, στο διάβολο, πώς μπορεί ποτέ κανείς να’ ναι σίγουρος, ότι ο δρόμος της επιλογής του τον οδηγεί στην επιλογή του; Πώς μπορεί να πιστεύει, πως όταν εκμεταλλεύεται ένα πράγμα, αυτό συμβαίνει στ’ αλήθεια, και πως το πράγμα το ίδιο δεν τον εκμεταλλεύεται χλευαστικά; [Ο Πέτρος χτυπά αγανακτισμένος με δύναμη τα χέρια στο γραφείο. Η Ξένια κοιτά έντρομη] Μια πετρελαιοπηγή την εκμεταλλευόμαστε ή μας εκμεταλλεύεται; Το ίδιο και η υψηλή τηλεθέαση : την εκμεταλλευόμαστε ή μας πλαστογραφεί; Και οι ολλανδικές τουλίπες μας καλλιεργούν ή τις καλλιεργούμε; Αχ, ποιο το αντίτιμο στ’ αλήθεια για τις ζαριές μας;
(Τονισμένο με τραγικότητα μέσα σε ιδιαίτερο κλίμα, που συνοδεύεται από μουσική και δημιουργεί ένα γενικό κλίμα μαγείας) ΜΑΣ ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΑΣ;
Ιδού η απορία. That’s the question. Απορία; Χα, χα (σαρκαστικά). Εδώ μιλώ για αίματα, σφυγμούς και σάρκες, τρικυμίες’ την ψυχή μας ολόκληρη, τις ψυχές μας, τις ψυχές μας… (υποβλητικά και με ερωτική τρυφερότητα) Απορία; Χα (σκληρά). Λέξη φθηνή για να ζωγραφίσει τον ανθρώπινο παλμό. Στην αγκαλιά της εγκλωβισμένη, σαν σε κλειστά πέταλα λουλουδιού, δεν κατάφερα ακόμη να προσδιορίσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Κινούνται, αλλάζουν. Ποια είμαι; Τι σημαίνει εγώ; Εγώ είναι η φωτιά που με καίει; Ο δρόμος που ακολούθησα για να ζήσω αυτή τη φωτιά; Κι οι άλλοι δρόμοι που άφησα πίσω; Που έχασα; Που παραγνώρισα ίσως; Αυτοί δεν είναι εγώ; Έχασα τον εαυτό μου για να τον βρω κάποτε; Πού; Πώς; Κι αν η ζαριά τούτη είναι ολωσδιόλου αφύσικη, ναι, ναι, αφύσικη ή τεχνητή;
(Η μικρή Κόρη διασχίζει τη σκηνή παίζοντας κουτσό) Πόση Πανδώρα, απλή, ανθρώπινη, άδολη, απομένει μετά το χάραγμα στο μέτωπο της ρότας για τη Γη του Πυρός ; (Τραγικά) Σε ποια χοάνη καταλήγει η ζωή; Λειψοί θα φύγουμε, ανάπηροι, κοασμούς πόθων θα αρθρώνει πάντα η φωνή μας κι ο πόθος του απόλυτου θα σκουντουφλά στο γλαύκωμα του χαδιού μας στον ήλιο. Venceremos. Todos. Venceremos.
(Ανεβαίνει στο δωμάτιό της, όπου παραμένει μέχρι το τέλος του μονολόγου. Μουσική υπόκρουση) Και χαμηλώνει η νύχτα που βαφτίστηκε σιωπή. Κυκλώνει τα βήματά μας. Γυρνά ο τροχός του Ιξίονα. Χαράζεται στο πρόσωπό σου ένας άνεμος που δεν ξέρεις τι να τον κάνεις. Κάτι σαν το αδικαίωτο, το άδηλο του τέλους κάθε ταξιδιού, κάθε πόνου… Τα πάντα επιτρέπονται (τονισμένο). Όμως εσύ Πανδώρα, Πανδώρα, κοριτσάκι του ήλιου, ζυμάρι στα χέρια των δέντρων, που απ’ τα μαλλιά σου μέθυσε κάποτε ν΄ αγκιστρωθεί ο Θεός, πληρώνεις (τονισμένο) τους δρόμους σου. Όλους τους δρόμους (τονισμένο). Ακόμη και κείνους που δεν περπάτησες ποτέ. Και κείνους, τους άλλους, που ούτε καν υποψιάστηκες. Η άγνοια, καθώς φαίνεται, κατέχει εξ αδιαιρέτου το σπίτι του κόσμου με τη σιωπή. Μας χλευάζει (κραυγάζοντας) η φύση. Στήνουμε αυτί στο καρδιοχτύπι των πραγμάτων και το σκοτάδι της κρίσης μας, η αλμύρα του πόθου μας, ο γκρεμός της χαράς μας, η αργοβάδιστη σύνεση -στολίδια μαζί και σπαθιά, έτοιμα να βυθιστούν άσπλαχνα στη σκοτεινή μας ρίζα- μας τυλίγουν σ’ ένα σύννεφο ύπνου, απ’ όπου δεν ξυπνούμε ποτέ. Παραδέρνουμε θαλασσοπνιγμένοι ανάμεσα στ’ όνειρο και στ’ όνειρο… Κι αλίμονο, αλίμονο δεν το υποψιαζόμαστε όταν έρχεται η στιγμή, η στιγμή…. Γιατί το μετά δεν είναι ποτέ το ίδιο. Χλεύη των Θεών. (Παύση) Pues, Venceremos. Και συ Πανδώρα, Πανδώρα, κοριτσάκι των άστρων, με το νου καμμένο απ’ τη φωτιά μιας πρόσκλησης, που ’χες τη φρόνηση ή την αφροσύνη να δεχτείς, επιμένεις ν’ ακολουθάς δρόμους και να ριζώνεις τη ζωή σου στην ύλη ενός τέτοιου σύννεφου… που κι αν κάποτε – πράγμα παράδοξο – καταφέρει να συγκρατήσει το βάρος σου και να σ’ αγκαλιάσει, αντικρύζεις στον καθρέφτη του τα σύννεφα εκείνα που άφησες, ίδια κουφάρια του δικού σου κορμιού !!, να σε κοιτούν σαν αγάλματα που βασιλεύουν στο μέλλον κι έχασαν τη μοναρχία τους στο παρελθόν. (Με ένταση και με σαρκασμό) Μας εκδικείται άραγε η ζωή που δεν επιλέγουμε; (Υποβλητικά) Κι η άλλη, που επιλέγουμε, μήπως δεν κάνει το ίδιο; Μα κι εμείς, οι θεϊκοί ναυαγοί, μήπως δεν είμαστε (τονισμένο επιβλητικά) πέρα απ’ τις επιλογές μας; Venceremos Ατέλειωτοι κύκλοι, άκλειστοι, ατελείς όλη μας η ζωή. Μια κίνηση από μισοτελειωμένα, μισοερωτευμένα σημεία, που συνεχώς στρατεύονται νέα στην παρέλαση της φρίκης και της μέθης. Κι ολόγυρα πάντοτε σιωπή. Απόλυτη, σκληρή, αράγιστη που σε πετά βρέφος στο δρόμο και σ’ εγκαταλείπει για πάντα κρεμασμένο στο γιατί (με έμφαση) και το αν (με έμφαση) μέχρι να πέσει η νύχτα. Ζήσαμε άραγε ποτέ; Ζήσαμε; (ουρλιάζοντας με τραγικότητα) Καληνύχτα, Καληνύχτα… Ο ήλιος ανατέλλει….
( Η μικρή Κόρη εισέρχεται από δεξιά και στροβιλίζεται στη σκηνή σχηματίζοντας αλλεπάλληλους κύκλους και σπείρες από το σημείο του μονολόγου «Και χαμηλώνει η νύχτα…». Χορεύει με ελεύθερες κινήσεις σαν να ακούει ροκ μουσική. ΔΕΝ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΔΩΡΑ ΠΟΤΕ. Επειτα κάνει κούνια με τον Αγγελο-Ποιητή να τη σπρώχνει, {Η κούνια ίσως να πέφτει από πάνω}, ενώ με συνοδεία μουσικής ο τελευταίος απαγγέλλει το ποίημα ΔΙΑΘΛΑΣΗ ΥΠΝΟΥ, αφού όμως έχει τελειώσει ο μονόλογος της Πανδώρας).
Διάθλαση ύπνου Στην πλεύση σώματος Ακυρώνοντας μυστικά Την επικράτεια του πεύκου Σε ροή Άπεφθου ονείρου Ποταμηδόν
ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΟΥ
ΠΕΤΡΟΣ (Η μουσική του τέλους της Πανδώρας, ακούγεται για λίγο και στην εισαγωγή του μονολόγου του Πέτρου. Επειτα, καθώς αυτή σβήνει σταδιακά, ακούμε μουσική πιάνου. Ο Πέτρος βρίσκεται στο χώρο του γραφείου. Φορά ένα γκρι, μεταξωτό κοστούμι, με μια κάπως μοντέρνα γραβάτα. Επίσης, φορά μυωπικά γυαλιά, με τετράγωνο χρυσό σκελετό. Βηματίζει αργά στο χώρο, περιφερόμενος γύρω από το γραφείο και απ΄ το γιο του, που κάθεται στην πολυθρόνα. Ανάβει ένα τσιγάρο και σταματώντας για λίγο στο διάγραμμα ανάπτυξης, με γυρισμένη την πλάτη λέει):
Ανδρέα, γνωρίζεις πάρα πολύ καλά πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος μου. Και δεν σου κρύβω, πως πραγματικά είμαι αρκετά εκνευρισμένος, όταν βλέπω να σπαταλιέται για πράγματα που είναι (με συγκρατημένη αγανάκτηση) όπως και να το κάνουνε αυτονόητα, βρε αδερφέ. Όμως, άς είναι.
(Μικρή παύση)
(Στρέφεται προς το μέρος του) Ο λόγος που επέμενα να ΄ρθεις εδώ να τα πούμε, είναι ότι πιστεύω πια, πως η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, έχει φθάσει στο απροχώρητο. Μισόλογα, παράπονα, φωνές… Εχει δημιουργηθεί ένα πολύ δυσάρεστο κλίμα. Μέσα στις τόσες υποχρεώσεις μου, στις δουλειές που τρέχουν, στις άπειρες ευθύνες μου, πρέπει καθημερινά να ζω την κόλαση απ΄ τα υστερικά – αν και απόλυτα δικαιολογημένα εδώ που τα λέμε – παράπονα της μητέρας και της αδελφής σου, που δεν σταματούν να τα εκφράζουν σε κάθε ευκαιρία, αδιαφορώντας εντελώς για τις αντοχές μου.
(Μικρή παύση. Κάθεται στο γραφείο).
Εξάλλου, νομίζω πως οι δυο μας, μακριά από γυναίκες, που το μόνο που καταφέρνουν πάντοτε είναι να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα, θα μιλήσουμε καθαρά και λογικά, χωρίς περιστροφές, σαν άνδρες.
(Ο Ανδρέας κάνει μια κίνηση σαν να ήθελε να μιλήσει) (Σε έντονο τόνο) Μη βιάζεσαι’ και σε παρακαλώ άσε τους μορφασμούς. (Μικρή παύση) (Σε ήπιο τόνο) Σε κάλεσα λοιπόν εδώ, για να σου ανακοινώσω τις οριστικές (τονισμένο) αποφάσεις μου. Θα ΄θελα να μ΄ακούσεις δίχως να με διακόψεις. Σε παρακαλώ να προσπαθήσεις να με καταλάβεις και να μη φανείς, γι άλλη μια φορά, πεισματάρης και ξεροκέφαλος.
[Η Πανδώρα κουνά το κεφάλι ειρωνικά ]
Η επιθυμία σου, που τόσο έντονα εκφράζεις πολλές φορές, να διατηρήσει η οικογένεια ένα χώρο άχρηστο, που μόνο οικονομικό βάρος μας προξενεί, είναι εντελώς παράλογη και ακατανόητη, για να μην πω εξωφρενική. (Με κατανόηση που υποβάλλει) Είμαι βέβαιος, πως κατά βάθος το αντιλαμβάνεσαι κι εσύ αυτό. Όμως η αντιδραστικότητά σου δεν σ΄αφήνει να φερθείς λογικά’ φυσιολογικά θα ΄λεγα καλύτερα.
(Ο Ανδρέας κάνει μια κίνηση να σηκωθεί).
(Με αρκετή ένταση) Σού΄πα να περιμένεις να μ’ ακούσεις. Κράτα τη δυσφορία σου γι’ αργότερα. (Σηκώνεται και βηματίζει στο χώρο) Λοιπόν, το σπίτι αυτό πια, ούτε ως τόπος αναψυχής μπορεί ουσιαστικά να μας προσφέρει τίποτε και θέλω να πιστεύω, πως ούτε και ως δικό σου καταφύγιο για στιγμές … άσκοπης ονειροπόλησης, έχεις την απαίτηση να το δεχθεί η οικογένεια, δεδομένων των εξαιρετικά δύσκολων καιρών που περνούμε.
(Μικρή παύση)
Απ΄ την άλλη, θέλω να πιστεύω, πως δεν έχεις την αξίωση να μας επιβάλλεις τη γνώμη σου ή να ελπίζεις πως μπορεί ν’ αλλάξει λογική η οικογένεια, να χαράξει άλλη πορεία, όταν πολύ καλά γνωρίζεις, πως αυτή ακριβώς η λογική [Η Ξένια σκυμμένη στα χαρτιά της χειροκροτεί ] μας έκανε να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε.
(Ο Ανδρέας ξεφυσά και δείχνει νευρικότητα)
(Εντονα) Ε, μάθε λοιπόν πως η δυσφορία σου μ’ αφήνει παντελώς αδιάφορο και σταμάτα επιτέλους να γίνεσαι κουραστικός. (Σε ήπιο πάλι τόνο, μ΄ένα ίχνος υπαινιγμού) Τ΄ ότι φάνηκα ανεκτικός μέχρι τώρα, δεν θα πρέπει να το θεωρήσεις αδυναμία μου ή έλλειψη πυγμής. Ηταν απλώς μια μικρή παραχώρηση, που σκοπό είχε να σου δώσει χρόνο να δεις καθαρά τα πράγματα και που τώρα πια πρέπει να πάρει τέλος.
(Ο Ανδρέας σηκώνεται, κάνει λίγα βήματα στο χώρο, και σταματά αδιάφορος και με μια περιπαιχτική κάπως διάθεση μπροστά στο διάγραμμα ανάπτυξης)
Σου επαναλαμβάνω Ανδρέα πως έχω πάρει πια τις οριστικές (τονισμένο) αποφάσεις μου, έχω κάνει τις επιλογές (τονισμένο) μου [Η Πανδώρα καγχάζει σατανικά ] κι αλήθεια σου λέω, απορώ με τον εαυτό μου που άργησα τόσο πολύ. Ολιγώρησα, αφήνοντας το χρόνο να περνά χωρίς κέρδος, χωρίς ωφέλεια.
(Ο Ανδρέας προχωρά και στηρίζεται στη πλάτη της πολυθρόνας)
(Με ειρωνεία ανάμικτη με ένταση) Με κατηγορείς για σκληρότητα, αναλγησία… Απλά, δεν κατάφερες ποτέ φαίνεται, να βρεις μια χρυσή τομή στη ζωή, που θα σου επιτρέπει να εκμεταλλεύεσαι την πραγματικότητα.
[Η Πανδώρα στρέφεται και τον κοιτά σαν άγαλμα. Η Ξένια κουνά το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Η Μαρία, μ΄ένα αίσθημα οίκτου, κοιτά προς τους θεατές.]
Σου λέω λοιπόν, πως ώρες-ώρες, εγώ ο … «ανάλγητος» , κατηγορώ σκληρά τον εαυτό μου, που ενδίδει τόσο παθητικά, χωρίς την παραμικρή αντίσταση, και παρασύρεται από γυναικείους συναισθηματισμούς. Γιατί έτσι βλέπω τη στάση σου.
(Μικρή παύση, κάθεται και πάλι στο γραφείο)
(Εισέρχεται η μικρή Κόρη. Τον πλησιάζει και του ανακατεύει τα μαλλιά, του λύνει τη γραβάτα, κάνει μιμητικά τις ίδιες μ΄ αυτόν κινήσεις κοροϊδεύοντάς τον, κάθεται πάνω στο γραφείο κουνώντας τα πόδια της και τρώγοντας γαριδάκια, απ΄ τα οποία πετά τρία-τέσσερα στο γραφείο και πάνω του. Ο λόγος του Πέτρου κυλά ανεμπόδιστα και φυσικά, χωρίς αυτός να δείχνει την παραμικρή ενόχληση ή να αντιδρά στις κινήσεις της μικρής Κόρης )
(Με ένταση) Απορώ πώς δεν βλέπεις το αυτονόητο ; Πώς ; Είναι αδιανόητο να μένει άχρηστο κι ανεκμετάλλευτο ένα σπίτι που μαζί με το κτήμα στοιχίζει τριάντα εκατομμύρια. Αδιανόητο ! Οι γέροι πια έφυγαν. Η ζωή μου, η ζωή μας, έχει πάρει ένα συγκεκριμένο δρόμο – δεν το βλέπεις ; - , ένα δρόμο που δεν περνά πια απ΄τα μέρη εκείνα.
[Η Πανδώρα και η Μαρία κάνουν ταυτόχρονα μια κίνηση προς το μέρος του σαν να θέλουν να τρέξουν προς αυτόν ]
Η ζωή που έφτιαξα ανήκει ολοκληρωτικά εδώ (τονισμένο). Δεν βλέπω τι σημασία, τι σκοπό, μπορεί να ΄χει μια σχέση μ΄ ένα μακρινό, περασμένο και λησμονημένο εκεί (τονισμένο). Στο κάτω-κάτω, είναι ένα σπίτι παλιό, ερειπωμένο, άχρηστο . Ποιος λογικός άνθρωπος θα τ΄ άφηνε ανεκμετάλλευτο και δεν θα βελτίωνε τις συνθήκες της ζωής του; (Ειρωνικά) Η ευκαιρία που παρουσιάζεται μ’ αυτούς τους … ρομαντικούς Γερμανούς αγοραστές, που πετάνε τριάντα εκατομμύρια για ν΄ ακούν τιτιβίσματα και να παριστάνουν σ΄ αυτό το ερείπιο της Καρδαμύλης τους Ροβινσώνες , είναι μοναδική.
( Η μικρή Κόρη του φορά και πάλι τη γραβάτα, με τρόπο αστείο σαν να θέλει να τον πνίξει, αφήνει ένα σκανταλιάρικο γέλιο και κατόπιν χάνεται ) (Σηκώνεται πάλι απ΄ το γραφείο και πιάνει φιλικά τον ώμο του Ανδρέα) Επαναλαμβάνεις συνεχώς πως δε σε καταλαβαίνω. Πως δεν προσπάθησα ποτέ να δω τις πραγματικές σου ανάγκες. Μα βρε Ανδρέα, βρε Ανδρέα, να καταλάβω τι; Τι μπορεί κανείς να καταλάβει από αχαρακτήριστες ανοησίες τύπου: «να κρατήσουμε τις μνήμες των παιδικών μας χρόνων, τα καλοκαιριάτικα βράδια με τα παιχνίδια μας στην αυλή, το μαγαζάκι που στήναμε μ΄ ένα σεντόνι και τέσσερα καλάμια» ή την τωρινή σου ανάγκη να απομονώνεσαι εκεί κάτω, στο πουθενά, και να χαλαρώνεις , άκουσον-άκουσον, κάνοντας παρέα με ξυπόλυτους κουτοχωριάτες ;
(Τον σηκώνει, τον πιάνει από τους ώμους και καθώς βρίσκονται αντικρυστά, λέει σε ήπιο τόνο μ ΄ένα είδος πατρικής στοργής)
Ανδρέα, κατάλαβέ με, δες επιτέλους κατάματα για μια φορά τη ζωή. Θέλεις κίνδυνο, ζωντάνια…Εμπρός λοιπόν, εδώ σε θέλω…να δούμε τι αξίζεις. (Μεθυσμένος από τον ίδιο τον εαυτό του και γεμάτος πατρικό ενδιαφέρον για το γιο του με μια αίσθηση μοναδικής γνώσης λέει) Τα χρήματα αυτά θα γεννήσουν. Κατάλαβέ το. Ελα να συνεργαστούμε. Ν΄ αναλάβεις πρωτοβουλίες. Να δείξεις τις δυνατότητές σου…που ξέρω πως είναι πολλές. Να με βοηθήσεις, να με ξεκουράσεις λίγο. Να με κάνεις να νιώσω περήφανος για σένα. Ακου, άκου. Mου σφύριξαν πως στο χρηματιστήριο παίζουν επτά μεγάλης αποδοτικότητας μετοχές σ΄ ένα Μπλου Τσιπ, που οι αποδόσεις του μπορεί και να ξεπεράσουν το limit up και των επτά μεμονωμένα. Καταλαβαίνεις πως ανοίγεται μπροστά μου ένα πεδίο έντονης δραστηριότητας κι όπως ξέρεις είμαι μόνος. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Ελα να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Μη φοβάσαι. Μπορεί αυτά να σου ακούγονται κινέζικα, μα θα σου εξηγήσω κάθε λεπτομέρεια. Θα σταθώ από πάνω σου σε κάθε βήμα. Θα αναλύουμε και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες κι ένα μυαλό σαν το δικό σου, μπορεί να κάνει θαύματα. (Συνεπαρμένος) Εδώ νιώθεις τι σημαίνει ζωή, ένταση, σκοπός… Να ξέρεις πότε να ποντάρεις, πώς, τι ελιγμούς να κάνεις. Εδώ σε θέλω. Αντε λοιπόν, άντε να σε δω. Νομίζεις πως με τις γλυκανάλατες θεωρητικές σου αρλούμπες φτιάχνεται ο κόσμος ; Σε γελάσανε. Χαμογελάς ; Ειρωνεύεσαι ; (Κινούμενος στο χώρο) Φαίνεται, δεν εννοείς να καταλάβεις πως ο κόσμος πάει μπροστά. Θες να στέκομαι γαντζωμένος από εικόνες άχρηστες, μιας ζωής που πέθανε.
( Η μικρή Κόρη βγαίνει από τη δεξιά κουίντα, μένει ασάλευτη στη δεξιά πλευρά της σκηνής και κλείνει τ΄ αυτιά της )
Σε γελάσανε μικρέ μου. Η πρόοδος η ίδια δεν το επιτρέπει. Η ποιότητα της ζωής που όλοι επιθυμούμε το απαγορεύει. Εγώ Ανδρέα, είμαι ρεαλιστής . Βλέπω καθαρά τα πράγματα, όπως είναι. Στη ζωή μου έκανα πάντα υπολογισμένα βήματα και κατακτούσα τους στόχους μου. Γι’ αυτό έφτασα εδώ που είμαι. Η επιτυχία μου εγγυάται για την ορθότητα των επιλογών μου.
[Η Πανδώρα απογοητευμένη, σηκώνει τα χέρια και τ΄ αφήνει να πέσουν βαριά ]
(Mικρή παύση)
(Με εκνευρισμό) Επιτέλους, δε μπορώ να καταλάβω τι αξία στο κάτω-κάτω μπορεί να ’χει η Μνήμη ενός νεκρού σπιτιού. ( Η μικρή Κόρη εξαφανίζεται ) Τι σημαίνει η διατήρησή του.
( Κάθεται και πάλι στο γραφείο ) ( Σε ηπιότερο τόνο, με κάποια απογοήτευση ) Ξέρεις, αναρωτιέμαι συχνά αν έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δυο. Εχω την εντύπωση, πως οι δρόμοι μας δεν θα συναντηθούν ποτέ. Ενδιαφέρεσαι για πράγματα που, αναμφίβολα, είναι καλό υλικό για…παιδικά παραμύθια, ενώ η ζωή τα προσπερνά με την αδιαφορία που τους αξίζει. Αληθινά, νιώθω συχνά τύψεις μήπως δεν έκανα ό,τι έπρεπε, μήπως δεν έδωσα σημασία σε κάτι, που μπορούσε να σε κάνει να δεις ρεαλιστικά τα πράγματα. Παραδέχομαι, πως δεν είχαμε πολλές ευκαιρίες να τα πούμε. Όμως, πρέπει να ομολογήσεις ότι σου στάθηκα πάντοτε. Φοίτησες στα καλύτερα σχολεία, είχες τους καλύτερους δασκάλους, την ασφάλεια ενός άνετου σπιτιού, χωρίς ποτέ να νιώσεις την παραμικρή στέρηση για οτιδήποτε… Πιστεύω, πως η παρουσία μου στη ζωή σου ήταν πάντοτε θετική, αν αναλογιστεί κανείς σε τι δραστηριότητες και υποχρεώσεις ήμουν μπλεγμένος. Αυτή τη φορά, όμως, νιώθω πως είναι χρέος μου να κρατήσω αυτή τη στάση, να σταθώ ανυποχώρητος.
(Ο Ανδρέας κάνει μια κίνηση να φύγει)
(Σε έντονο τόνο) Ούτε βήμα.
(Ο Ανδρέας μένει ακίνητος για λίγο και μετά γυρνά πάλι στη θέση του) Σου μιλάει ο πατέρας σου και μάθε πως του οφείλεις σεβασμό.
(Μικρή παύση)
(Ειρωνικά) Το ξέρω αυτό σου το ύφος. Το βλέπω μια ολόκληρη ζωή. Επαναλαμβάνεσαι βαρετά… «επαναστάτη» μου. (Ξεσπώντας) Ποιος νομίζεις πως είσαι; Με ποιο δικαίωμα τολμάς να με κρίνεις;
(Παύση)
(Περιφέρεται νευρικά στο χώρο) Μετανιώνω φρικτά που κάποτε σου μίλησα πιο ανοιχτά, που σου ξεγύμνωσα την καρδιά μου. Με κάθε ευκαιρία, ξυπνάς μπροστά μου μια στιγμή αδυναμίας, που την υψώνεις σα λάβαρο και τη στρέφεις κριτή όλης μου της ζωής.
(Εισέρχονται στο προσκήνιο ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη και παίζουν κυνηγητό και κρυφτό )
(Σε υποβλητικό τόνο) Ταξίδευα συνεχώς τότε, είχα να σε δω μήνες. Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Σαββάτου, η ευδιαθεσία μου ήταν πολύ μεγάλη μετά το λούνα-παρκ και το ταβερνάκι. Οι αλλεπάλληλες ερωτήσεις σου με νάρκωναν. Ενιωθα ότι γινόσουν διαρρήκτης στις σκέψεις, στα συναισθήματά μου και σαν μεθυσμένος αφηνόμουν να με παρασύρεις παντού. Και συ, φυσικά, το εκμεταλλεύτηκες.
(Ο Ανδρέας κάνει πάλι μια κίνηση να φύγει)
Γύρνα αμέσως πίσω. Αυτή τη φορά θα με ακούσεις ως το τέλος. Θα μ’ ακούσεις, εσύ, ο αδέκαστος κριτής, ο αλάνθαστος, που ποτέ δεν έκανες ένα βήμα για να με καταλάβεις πραγματικά, αλλά έχωνες τις έτοιμες ιδεούλες σου ανάμεσά μας. Και με καταδίκαζες.
(Κάθεται βαριά στο γραφείο ) Καταλάβαινα πως ζητούσες επίμονα κάτι, έσκαβες μέσα μου, προσπαθούσες να κρατηθείς από μια μου λέξη για να δικαιολογήσεις την παρουσία μου στην οικογένεια, κοντά σου, να βρεις κάτι που ν’ αξίζει στη σχέση μας, να πάρεις θάρρος για τη ζωή, να ξεχάσεις – ήταν φανερό, ολοφάνερο – την αηδία και την απέχθεια που’ νιωθες για μένα. Κι από τότε, μου προβάλλεις εκείνες τις στιγμές συνεχώς. Λες και σηκώνεις έναν καθρέφτη, που μ’ αναγκάζει να κοιταχτώ καταπρόσωπο. Κάνεις όμως λάθος. Εκείνες οι στιγμές δεν διέφεραν σε τίποτε από χιλιάδες άλλες.
(Ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη σταματούν το παιχνίδι κι αποχωρούν, μ΄ έναν κάπως τελετουργικό βηματισμό, ο ένας απ΄ την αριστερή κουίντα κι η άλλη από τη δεξιά )
(Με ένταση, σηκώνεται και πάλι) Κι από πού ως πού, νομίζεις πως έχεις την εξουσία να τις ξεχωρίζεις ; Να τις αποτιμάς ; Να τις ακυρώνεις ; Να τις δικαιώνεις ; Ε ; Μίλα λοιπόν, μίλα. Πες κάτι. Κατάπιες τώρα τη γλώσσα σου ; Ελα δικαστή, βγάλε την ετυμηγορία σου…
(Ο Ανδρέας παραμένει ασάλευτος και βουβός να τον κοιτά, χωρίς όμως να διαφαίνεται πουθενά η παραμικρή αλλαγή στη στάση ή στις απόψεις του γι’ αυτόν)
Από πού αγόρασες το προνόμιο να εκπροσωπείς την αλήθεια, δε μου λες; Και τι είναι αλήθεια ; Και πες μου, πόση απομένει στις τρύπιες κάλτσες ενός εφήβου, που φιλά για πρώτη φορά το κορίτσι του ; (Ειρωνικά) Ιδού, ο ιδιοκτήτης της ευαισθησίας ! (Ξεσπώντας) Θες κόντρα ; Ε; Θες κόντρα ; Ε, λοιπόν ναι. Ναι , χίλιες φορές ναι. Και μάθε πως η ευαισθησία και η Μνήμη δεν είναι μονάχα δικό σου προνόμιο. (Ξανακάθεται στο γραφείο)
(Εμφανίζεται η μικρή Κόρη στο χώρο του γραφείου. Πλησιάζει τον Πέτρο και του φτιάχνει με στοργή τα μαλλιά, τη γραβάτα και το γιακά του σακακιού )
(Σε ήρεμη αναπόληση, παντρεμένη με στιβαρότητα) Εκεί μέσα πέρασα τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής μου. Θυμάμαι τη γιαγιά, που μ’ έπαιρνε στην πλάτη της, ζαλωμένη τη στάμνα, όταν πήγαινε να φέρει νερό. Κι εγώ, σκαρφαλωμένος εκεί πάνω, να διασχίζω γεμάτος απορία, όλα τα μαγευτικά μονοπάτια της φύσης, μέχρι την πηγή με το κρύο νερό. Θάμνοι χάιδευαν τα παιδικά μου ποδαράκια, άπλωνα το χέρι κι άγγιζα τα φύλλα της ελιάς, μύριζα το χόρτο, άκουγα παράξενες και σκοτεινές ιστορίες για περασμένες αγάπες, για ηρωικά κατορθώματα, για επικίνδυνες και μαγευτικές περιπέτειες. Κι όταν στο τέλος πήδαγα απ’ την πλάτη της –αφού πρώτα την είχα ζαλίσει με μια ομοβροντία από γιατί, και οι απαντήσεις λάθος, σωστές, παράξενες, άσχετο’ διέστελναν την κόρη του ματιού μου από τον θαυμασμό και την έκπληξη – κι έβαζα το χέρι στην ήρεμη, αλλά κρύα πηγή, κάτι μέσα μου σκιρτούσε χαρούμενα, λέγοντάς μου πως η ζωή είναι ένα ταξίδι μαγικό, πως τα πράγματα μιλούν, εξαπολύουν τα μυστικά τους στο πεντάγραμμο της ψυχής μας κι εμείς βρισκόμαστε μονομιάς πολίτες στην επικράτεια μιας άλλης διάρκειας…
(Η μικρή Κόρη αποχωρεί, δίνοντάς του ένα πατρικό φιλί στο κεφάλι)
Όμως φτάνει. Μέχρις εδώ. Αρκετά. Κάθε συζήτηση είναι περιττή. Αδιαφορώ για κάθε σου αντίδραση. Το σπίτι θα πουληθεί. Να μη με λένε Πέτρο αν δεν το κάνω. Θα πουληθεί. Εσύ έχεις κολλήσει στο παρελθόν. Όμως αυτά πια πέρασαν. Ο χρόνος δε γυρνά πίσω. Εξ΄ άλλου, τι σημασία θα΄ χε κάτι τέτοιο; Θα΄ταν εντελώς άχρηστο. Τα πράγματα υπάρχουν για να μας δίνουν τη χαρά που μπορούμε να αποσπάσουμε απ΄ αυτά την κάθε στιγμή. Μετά τελειώνουν. Τελειώνουν. Κανένα τώρα δεν μπορεί, δεν πρέπει, να΄ χει σχέση μ΄ ένα τελειωμένο και προπαντός αποστραγγισμένο τότε.
[ Η Μαρία στρέφεται, τον κοιτάζει και κάνει μια κίνηση σαν να θέλει να τρέξει προς το μέρος του ]
Η Μνήμη εμποδίζει την ανέφελη χαρά της στιγμής.
(Μουσική. Το φως χαμηλώνει σιγά-σιγά. Ο Πέτρος κι ο Ανδρέας παραμένουν ασάλευτοι στο χώρο του γραφείου. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται στο επίπεδο πάνω απ΄ το υπνοδωμάτιο της Πανδώρας, στο θόλο του έναστρου ουρανού, να κολυμπά και να κάνει πιρουέτες. Ο Αγγελος-Ποιητής προβάλλει απ΄ τ΄ αριστερά της σκηνής, κρατώντας, μαζί με το καραβάκι, που δεν εγκαταλείπει ποτέ, ένα αναμμένο λυχνάρι. Περιφέρεται, σχηματίζοντας ελλειπτικούς μαιάνδρους που καταλήγουν σε λαβύρινθο, στο χώρο σαν να αναζητεί κάτι. Ταυτόχρονα απαγγέλει, συνοδεία μουσικής, το ποίημα Ο ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ.)
Ñ Αθώα τις χειρίδες του χρόνου Θα ευνουχίσει Ως διαρρήκτης του οίκου των Πενθελιδών Η ενοχή Που γενέθλιο γαλούχησε τόπο Στην αρμύρα του βλέμματος
ΜΑΡΙΑ (Βρίσκεται στο χώρο του κήπου, όπου τη βλέπουμε να φορά ένα φαρδύ λινό άσπρο παντελόνι κι ένα λευκό πουκάμισο, δεμένο στη μέση, με τα μανίκια γυρισμένα. Εχει πιασμένα τα μαλλιά της. Στον κήπο υπάρχει ένα ποτιστήρι. Οι κινήσεις της είναι ήρεμες, κάπως αργές, με μια αριστοκρατικότητα. Τη βλέπουμε να ποτίζει και να περιποιείται τα λουλούδια. Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη ρεαλιστική ενέργεια των ηρώων του έργου, από το ποτιστήρι δεν βλέπουμε να πέφτει νερό. Ακούγεται για λίγο η μουσική του τέλους του μονολόγου του Πέτρου κι ύστερα παιδική μουσική, με απότομες παρεμβολές ηχητικής έντασης από συμφωνική μουσική)
( Παύση. Μέσα σε σιωπή ποτίζει τα λουλούδια, με μια τρυφερή διάθεση, που να δηλώνει όμως στιβαρότητα, και μια παράλληλη «λήθη» του τραύματος. Υστερα λέει ) Καλημέρα στα παιδιά μου, Καλημέρα στα μικρούλια μου…. Αδερφάκια της χαράς μου, Αδερφάκια της μοναξιάς μου, Χαδάκια της θλίψης μου... Καλημέρα. Δροσιά ερωτοτροπεί το στοματάκι σας’ (Σε στοχαστική ανάμνηση) Ποιος ξέρει, νά’ ναι η γλυκόπικρη εκείνη της τελευταίας μέρας ; Γεύση φωτιάς και νερού στα χείλη’ για πάντα (τονισμένο). Αχ, καρδούλες μου, συνήθειο το’ χει ο ήλιος καθώς φαίνεται να καίει και να φωτίζει…. Και η σκιά’ συνήθειο καθώς φαίνεται το’ χει να δροσίζει και να παγώνει (η τελευταία λέξη με οδύνη ). ΄Ετσι κι εκείνος. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια - ο μήνας Αύγουστος, όταν πλέκεται αραχνοϋφαντη στο σώμα μας η θλίψη κι ύστερα εξοντώνεται, απ΄ την απόλυτη υπόσχεση του φεγγαριού – σφράγισε με τα χείλη του τα δικά μου - ακούς εσύ μικρό τριανταφυλλάκι ; Νιώθεις ; - για να βραχεί ο χωρισμός, να δροσιστεί η Σαχάρα του’ κι ύστερα, καίγοντας την ζωή μου σαν ήλιος Ιουλίου – τι ειρωνεία ! -, πρόφερε το σ’ αγαπώ, σ’ αγάπησα (με οδύνη πού προδίδει ταυτόχρονα ελαφρύ σαρκασμό) , Αντίο. [Η Πανδώρα στρέφεται έντρομη προς το μέρος της ]
Ε, γαρδενάκι εσύ της μέθης, ακούς ; Ακούς ; Έφυγε για πάντα (τονισμένο). Γιασεμάκι εσύ της πρόσκλησης ; Γιασεμάκι της γητειάς … Τον γνώρισα σ’ ένα γραφείο. Στα πρώτα χρόνια του εκδοτικού οίκου. Τότε, που η διεύθυνσή του ήταν μια πίστη (τονισμένο) σ’ ένα όνειρο, όνειρο με δόντια τίγρης όπως πάντα, που μ’ απαιτούσε ολόκληρη. Και να, τη μέρα εκείνη, ξεστράτισε στην πόρτα μου ένα δεύτερο όνειρο ! (Με αυτοσαρκασμό) Καθώς φαίνεται, ο πληθωρισμός στα όνειρα είναι το πρώτο βέβαιο σημάδι του αποδεκατισμού τους.
[Ο Πέτρος καγχάζει με ύφος νικητή ]
Μπήκε στο γραφείο με μια διστακτικότητα, σχεδόν συστολή. Όμως στο βάθος το’βλεπα, ήταν φανερό, ολότελα περήφανος, σχεδόν ακατάδεχτος, με μια έπαρση για κάτι ιδιαίτερο που τον ξεχώριζε και μιαν αδιαφορία για οποιαδήποτε έκβαση… Η πρώτη του ποιητική συλλογή… Τα μάτια του τά ’λεγαν όλα. Κατάλαβα αμέσως, πως τον ήξερα πριν γεννηθεί ακόμη ο χρόνος. Τρελό, μα ολωσδιόλου φυσικό θαρρώ: συνάντησα την Μαρία, εμένα την ίδια, στο πρόσωπό του. Ανέτειλε η ομορφιά ή αυτό που σ’ άλλη γλώσσα θα λέγεται νομίζω δίχτυ (τονισμένο).
[Η Πανδώρα στρέφεται και πάλι κουνώντας με νόημα το κεφάλι]
Η ομορφιά …Φουσκωμένο πανί ιστιοφόρου… που καταποντίζεται. Τ’ ακούς Λουϊζα της νοσταλγίας; Ακούς ; Κι εγώ τώρα εδώ. Μόνη. Σ’ αυτόν τον κήπο, στην ευφορία μιας Εδέμ πού… αγκαλιάζει την κόλαση. Εγώ, ακριμάτιστη, αθώα, που ξέρω πια πώς ο Θεός με πρόδωσε, Αυτός αμάρτησε… (Τραγικά με αυξανόμενη ένταση) Πότισε τα, άλλαξε το χώμα, κόψε τα κοτσάνια, λες και κάτι στο τέλος θα περισώσεις, λες κι ο μαρασμός τους, η προδοσία θ’ αποφευχθεί, λες και τούτη η γενναία αγάπη θα’ χει στο τέλος κάποιο αντίκρισμα… Ίσως να καταντά βλακώδες τελικά. Μια βολική, κι απ’ την πολλή χρήση ξεθωριασμένη, πορνική (τονισμένο) συνήθεια. Έτσι για να κερδίζουμε μια νάρκωση, - τ΄ακούς τριανταφυλλάκι ; -, να ζούμε μια θολή ηρεμία στιγμών παρηγοριάς, να ξεγελιόμαστε από την αυταπάτη της ομορφιάς… Τώρα όμως, το’μαθα το παιχνίδι. Τώρα τους μοχλούς τους κινώ εγώ. Χα, χα ! (με κάποια σκληρότητα). Τώρα είστε στην εξουσία μου. Τ’ ακούτε μικρά χαριτωμένα τέρατα; Υποχθόνιοι τύποι, γεμάτοι φως και ομορφιά… Δανείζω το σώμα μου στα χάδια σας, - καλά να πάθετε κυκλαμινάκια της στοργής – στα χάδια σας, που τα ρυθμίζω εγώ. Στην επιθυμητή δοσολογία. Με κλέβει η ομορφιά σας, όσο εγώ της το επιτρέπω. Τα πάντα είναι αρμονικά. Με τη δική μου αρμονία. Αποφασίζω πότε θα φύγω, πότε θα με καλημερίσετε, πότε θα σας χάσω, ναι, ναι, πότε θα σας χάσω. Ακόμη κι η απώλεια δουλεύει για μένα. Ολόκληρο σενάριο. Τ΄ ακούω καθαρά, - μη μου κρύβεσαι, σ΄ ακούω πασχαλίτσα της χαράς - : «ξέρεις μανούλα, πρέπει να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι”. Μα βέβαια, καρδούλα μου, βέβαια. Το ξέρω. Για μένα το κάνεις. Θέλεις να σε δω του χρόνου, πιο ωραία, πιο δυνατή… Παλιόπαιδα, τώρα πια δεν είστε ο κόσμος μου. Εγώ είμαι ο κόσμος σας. Ανοίγεις τα πεταλάκια σου’ μα βέβαια, αγκαλίτσα στη Μαρία. Τα κλείνεις’ την αποκοιμίζεις τρυφερά. Φυλλορροείς’ μα βέβαια, της φτιάχνεις φόρεμα, τη στολίζεις…
(Αφήνει το ποτιστήρι και τα κοιτάζει από μικρή απόσταση) Ετσι είναι βλαστάρια της Αλήτισσας. Απαιτητικοί τύποι, όπως όλοι οι εραστές όταν τους πιστεύουμε. Πήρατε το μερτικό σας για σήμερα… (Υποχθόνια) Υπάρχουν όμως ερωμένες, που ξέφυγαν το δίχτυ της πίστης κι ελάχιστα συναλλάσονται με … απαιτήσεις. (Φεύγει απ΄το χώρο του κήπου και μπαίνοντας ξεκουράζεται για λίγο στο γραφείο του Πέτρου, που πια είναι όμως δικό της γραφείο, όπως και όλο το σπίτι, περιεργαζόμενη τη λευκή λήκυθο και κοιτάζοντας τη φωτογραφία του αγαπημένου της).
[Ο Πέτρος, έχει μεταφερθεί στο χώρο του κήπου, όπου αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα την ανοικειότητά του, την έκπληξη (κάτι σαν ρωγμή στη λογική του) και τη συγκρατημένη, αφανέρωτη και στον ίδιο σχεδόν, αγωνία του. Κοιτά εχθρικά και περιφρονητικά τα λουλούδια, κάνοντας ταυτόχρονα κινήσεις λες και βρίσκεται σε φυλακή, απ΄ την οποία ζητά να δραπετεύσει. Οι κινήσεις αυτές, στους φανταστικούς τοίχους της φυλακής του, είναι στην αρχή νευρικές. Κάθε κίνηση καταλήγει σ’ ένα τρυφερό χάδι στους τοίχους, για να ξαναρχίσει και πάλι με την ίδια εναγώνια βιαιότητα απ’ την αρχή. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται ξαφνικά και του φορά τελετουργικά ένα ψάθινο καπέλο κηπουρού, δίνοντάς του ταυτόχρονα και το ποτιστήρι. Εκείνος το κοιτά για μια στιγμή αμήχανος, έπειτα το πετά και κάνει μάταιες και απεγνωσμένες προσπάθειες να βγάλει το καπέλο. Ο γιος του Ανδρέας, παραμένει στο χώρο του γραφείου σαν να μην υπάρχει, καρφωμένος κι ασάλευτος στην πολυθρόνα. Η μικρή Κόρη παραμένει για λίγο, κοιτάζοντας τις απέλπιδες προσπάθειες του Πέτρου να βγάλει το καπέλο και εξαφανίζεται αμέσως μετά. Μετά από λίγο, ο Πέτρος συνηθίζει το καπέλο και κινείται στο χώρο μ’ αυτό. Θα το βγάλει μόνο στο τέλος του μονολόγου, όταν θα βγει από το χώρο του κήπου ].
(Χαϊδεύει τρυφερά και με συγκρατημένη οδύνη το γραφείο) Ησουν μάρτυρας, μικρό μου στήριγμα, ορφανεμένο μου. Απλωνε πάνω σου τα όνειρά μας κι εγώ περνώντας τα χέρια μου γύρω στο λαιμό του, καταλάβαινα γιατί είχα γεννηθεί… (Μικρή παύση) Βιαζόταν να εκδώσει τη συλλογή του. Του πρόβαλλα επίτηδες δυσκολίες κι αντιρρήσεις. Ετσι θα΄ χα την ευκαιρία, σε αλλεπάλληλες συναντήσεις, να τον ψυχογραφήσω και να τον κατακτήσω. Απέτυχα και στα δυο. Μα το κατάλαβα πολύ αργότερα… Πρόσκληση σε δείπνο. Το πρώτο μας ραντεβού. Θυμάμαι τα χέρια του στο ποτήρι. Πρόδιδαν ευγένεια, αθωότητα και κίνδυνο… Μέσα σ΄ απόλυτη ειλικρίνεια. Τα χέρια του… Μνήμη που ταξιδεύει ακόμη… Θα ταξιδεύει για πάντα’ και θα ριζώνει στο τώρα, στο κάθε τώρα, για να το πονά, να το καταστρέφει, να το θανατώνει… Μα και τι περίεργο, να το μεθά, να το δικαιώνει, να το γεμίζει με φως. Εζησα τότε’ κι αυτό είναι τόσο αρκετό, ώστε να ζω – και μες στην απουσία – και τώρα. Αγγιξα για μια φορά τη ζωή, έτσι που το ρεύμα της, ηλεκτροδοτεί ακόμη την αυτοεκτίμηση και την περηφάνια μου. Το τότε, κι ας χάθηκε, δεν πνίγηκε στο τώρα.
(Σε τραγικό ξέσπασμα, γυροφέρνει μες στο γραφείο και σπάει με μανία τη λευκή λήκυθο) Όμως πώς τόλμησες ανόητη να πιστέψεις σε μια πραγματικότητα αμετάβλητη; Πότε μας χαρίστηκε η ζωή χωρίς τραύμα; Με ποια εξουσία εξοστράκισες απ΄ την ψυχή σου την άφιξη της προδοσίας; Ησουν πάντα μια καλοβολεμένη ηλίθια. Μικρές δόσεις πραγματικότητας, για να τις αντέχεις και να νιώθεις «αληθινή», και πολλά, εκατομμύρια ψέματα, για να νανουρίζεις τον κίνδυνο, να ναρκώνεις το φόβο και να ζεις ασφαλής στις κατακτήσεις σου. Η εκλεκτή. Στην αγκαλιά του. Ένα αιώνιο βασίλειο.
(Αποκαμωμένη από την ένταση, περνά στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και πέφτει βαριά στο κρεβάτι.
[Η Πανδώρα περνά στο χώρο του Πέτρου, όπου τη βλέπουμε να κάνει κινήσεις σαν να κρυώνει από πολικό ψύχος, που αποδίδεται με φωτισμούς. Είναι τρομαγμένη κι έκπληκτη. Περιεργάζεται το χώρο και ύστερα κάνει τις ίδιες με τον Πέτρο, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), απεγνωσμένες κινήσεις να ξεφύγει, λες και βρίσκεται σε φυλακή. Αρπάζει ένα μαύρο μακρύ ρούχο (ράσο), το οποίο υπάρχει, χωρίς να φαίνεται καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου, σε μια γωνιά του γραφείου. Μοιάζει σαν να ακολουθεί το ίδιο της το ξόδι, δείχνοντας πως εισέρχεται σε χώρα θανάτου. Παριστάνει τη νεκρή και κάνει παράλληλα μιμητικές κινήσεις και εκφράσεις μανιάτικου μοιρολογιού]
Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Απλώνει το χέρι στο κομοδίνο και παίρνει την πρώτη ποιητική του συλλογή. Ξεφυλλίζοντάς την, την ακούμε να μιλά ακατάληπτα στην αρχή κι έπειτα να λέει υποβλητικά χαϊδεύοντας το κρεβάτι και μιλώντας του)
Φιλοξένησες, μικρό μας καράβι, την ανάσα δυο πόθων που λεηλατούσε το μέλλον και κατέληξε παγωμένος ρόγχος θανάτου… (Σταματά στην πρώτη σελίδα με την αφιέρωσή του σ΄ αυτήν) (Σαρκαστικά) Στη Μαρία…Ένα ποίημα ολότελα δικό μου : «Πράσινος Νόστος»…
(Αφήνει βαριά να πέσει το βιβλίο από το χέρι της στο κρεβάτι)
( Ο φωτισμός αλλάζει. Η μικρή Κόρη, με χορευτικές κινήσεις μπαλέτου, βγαίνει από δεξιά, τριγυρνά στο χώρο και στο υπνοδωμάτιό της, της χαϊδεύει τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια και ξεγλιστρά πάλι σα φίδι, με χορευτικές κινήσεις, στους άλλους χώρους. Ο Αγγελος-Ποιητής απαγγέλει, συνοδεία μουσικής, το ποίημα «Πράσινος Νόστος» :
Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης Γλαυκή του ύπνου κίνηση, βοή υγρή της στάσης Θροϊζει στην απόσταση το φύλλωμα του στήθους
Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του Χαράζεται ο θάνατος απ΄ τ΄ αναφιλητό του Και τρικυμίζει τ’ όνειρο θάλασσα αποσταμένη
Πράσινος νόστος δέσμιος στα κύματα της κόμης Πράσινος νόστος δέσμιος στην κόψη του παλμού του
με σταθερά κι αργά βήματα στο προσκήνιο και κάνοντας στάσεις, που σχηματίζουν κύκλους οι οποίοι μεταβάλλονται σε σπείρες, σε κάθε επιμέρους χώρο του σπιτιού, καταλήγει στον κήπο όπου προφέρει τα τελευταία λόγια θωπεύοντας τα λουλούδια. Η μουσική, τη στιγμή εκείνη, εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση)
(Όταν η μουσική τελειώσει και αφού έχουν αποχωρήσει ο Αγγελος-Ποιητής και η μικρή Κόρη, ακούμε τη Μαρία σε ήρεμο τόνο να λέει:) (Ανακάθεται στο κρεβάτι) Εφτά χρόνια μαζί. Εφτά ολόκληρα χρόνια. Ο εκδοτικός μου οίκος είχε πια στέρεες βάσεις. Εκείνος είχε καταφέρει να τον υπολογίζουν στο ποιητικό δυναμικό του τόπου. Τα πάντα έδειχναν πως είχαμε αποικήσει στη χώρα των ονείρων μας. Κι εγώ είχα μια δεύτερη, σπουδαιότερη αποικία απ΄ την πρώτη. Είχα εκείνον. (Φεύγει απ΄ το κρεβάτι και κάθεται στο πάτωμα) Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως έκοβα ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Η αποικία αυτή θα γινόταν η πατρίδα μου, η μοναδική μου πατρίδα, για πάντα (τονισμένο). (Ξαπλώνει στις μαξιλάρες) Αργότερα έμαθα πως η αγκαλιά μιας πατρίδας, κάθε πατρίδας, υπόγειας, ανήλιαγης και μικρής’ φωτεινής, καταπράσινης και βαθύκολπης, μπορεί να γίνει κλοιός, φίδι γύρω απ΄ το κορμί σου και να σε πνίξει. Να σου χαράξει μαεστρικά τις φλέβες, στραγγίζοντας τη ζωή μέσα σου… [ Η Πανδώρα την κοιτά με τρόμο ]
(Ξεσπώντας και πετώντας την ποιητική συλλογή) Κάθαρμα, κάθαρμα… (Χλευάζοντας) Η ποιητική του συλλογή …! Χαρίζοντας ένα αυτόγραφο πάνω στην καταραμένη τούτη συλλογή, γνώρισε εκείνην. Γνώρισε τη δολοφόνο μου. (Κατεβαίνει από τη σκάλα στο προσκήνιο)
Που της άρεσε, χα, χα, χα (με σκληρότητα), όπως σ΄ εμένα ο «Πράσινος Νόστος», τα Βρανδεμβούργεια του Μπάχ, η Τζοκόντα του Χατζιδάκι, η Linz του Μότσαρτ. Μου έκλεβε εμένα την ίδια. Εκείνη… εμένα ! Και μ΄ έκλεβε μαζί του ! Ξέσκιζαν μαζί την αθωότητά μου. Από τώρα πια, το φως προικιζόταν με κάτι πονηρό, σκοτεινό. Η θάλασσα καιροφυλακτούσε να με καταπιεί. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν πια’ σίγουρα κορόιδευαν ορχηστρικά τη ζωή μου … Τηλεφώνημα στο γραφείο : «Ελα, Μαράκι. Ο Απόστολος είμαι. Τι γίνεται ; Πώς πάει ; Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο ;» Δώδεκα χρόνια φίλος. Καθάρματα. Ξέρω πια, ξέρω. Σίγουρα, όλο αυτό το ενδιαφέρον για να κρατήσω την επιταγή μέχρι την Τρίτη…
(Ανεβαίνει τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο, αγκαλιάζει το κρεβάτι, διπλώνεται απ΄ τον πόνο, στριφογυρνά πάνω του, τραβά κι ανακατώνει τα σεντόνια και τέλος τα ρίχνει κάτω) (Σε παραλήρημα) Σφυριά στους κροτάφους μου, γκρέμιζαν τις επάλξεις του νου μου. Σεισμός. (Σε απόγνωση και βαθύ παράπονο) Κρεβατάκι, πώς άντεξες ν΄ ακούς τα κρυφά τους τηλεφωνήματα, τις εκμυστηρεύσεις, τους πόθους ; Συνεργός, συνένοχος…Αγκάλιαζες το κορμί μου για ν΄ αποκοιμίσεις την ψυχή μου και μετά, μεθυσμένο από λαγνεία, εσύ, εσύ, τους προσκαλούσες να με διαγράψουν πάνω σου… (Υποβλητικά) Τρέλα. Όλα. Ραγισμένα όρια. Μάτια που πυροβολούν το κενό. (Μικρή παύση)
(Με συνοδεία εφιαλτικής μουσικής, σαν να υποκρίνεται η ίδια το δήμιο του εαυτού της) Το γέλιο της ζωής μαστίγωνε ανελέητα τα όνειρά μου. Εμπαιγμός ;
(Από την πόρτα-καταπακτή που υπάρχει στο υπνοδωμάτιο, εισέρχεται με δαιμονική μορφή ο Αγγελος-Ποιητής, μέσα σε εφιαλτικούς φωτισμούς)
(Η Μαρία δείχνει σαν να βιώνει εσωτερικά αυτό που εμείς βλέπουμε) (Ο Αγγελος-Ποιητής γελά ανατριχιαστικά) (Σατανικά) Χα, χα, χα. (Η Μαρία κλείνει τ’ αυτιά της) (Ο Αγγελος-Ποιητής με φωνή σαν να βγαίνει από μεγάλο βάθος)
Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες… Αγκιστρώθηκες στο ανύπαρκτο και τώρα ξεσκεπάστηκαν τα πάντα. Ανόητη, πίστεψες, πίστεψες…(με το ίδιο βάθος φωνής) (Σατανικά, μ’ ένα ανατριχιαστικό γέλιο) Χα, χα, χα. Τα πάντα έχουν δυο όψεις, ανόητη. Για να πονούν. Πώς αλλιώς δεν θα πλήτταμε; (Η δαιμονική μορφή εξαφανίζεται)
(Η Μαρία αποκαμωμένη ξεκολλά τα χέρια απ΄ τα αυτιά λέγοντας) Στο ράλλυ της ζωής, η φόρμουλα ένα του πόνου καταργεί το χώρο και το χρόνο. Διαγράφει μόνο κύκλους και τ΄αγκαλιάζει όλα, όλα, όλα…(τραγικά και με απόγνωση). (Σε ήρεμο τόνο και με συμπόνια) Δυστυχώς, η δόλια η χαρά, αναπηδά με ελλειπτικά περιγράμματα. Θα΄ ναι για πάντα μετανάστης. Ξένος. (Κραυγάζοντας) Με πρόδωσε… Συσκότιση μέλλοντος. Και στο παρόν τίποτα πια ίδιο. Τα πάντα εγκλωβίστηκαν στην επικράτεια του παρελθόντος τους. Οσμίζομαι γύρω τους την απουσία μου και τη δική σου. Πώς κατάφερες να συσκοτίσεις τα πρόσωπά μας; Πώς άντεξες ; Πού στάθηκες ; Πώς γίνεται τα χέρια μου , τα χείλη μου , ν΄ αγγίζουν και να φιλούν άλλη ; Ανυπότακτο εσύ, εγώ, εσύ…κάνεις του κεφαλιού σου ; Επιτέλους τα νήματα που΄δεσαν τις ζωές μας δεν συγκράτησαν τίποτε ; Κοροϊδία όλες μας οι πράξεις. (Τραγικά) Ω, αν εσύ, εσύ, εσύ, μέθυσες σ΄ άλλο σώμα , αν ταξίδεψες γι΄ άλλο λιμάνι, αν αποίκησες σ΄ άλλο τόπο , τότε εγώ, εγώ, δεν είμαι (με υπέρτατη ένταση) πια. Δεν με λένε Μαρία. Ναυτία όλη μου η ύπαρξη. Εδαφος δεν υπάρχει να ριζώσει τίποτα. Ραγισμένα, έκπληκτα μάτια κοιτούν τα χέρια μας και κρυώνουν. (Αποφασιστικά) Καληνύχτα τότε σε όλα. Δίχως ξημέρωμα.
(Περνά στο σαλόνι της Ξένιας. Συνοδευόμενη από μια τρυφερή μουσική υπόκρουση, βάζει ένα ποτό στο μπαρ, τριγυρίζει για λίγο στο χώρο και στέκεται έπειτα στο παράθυρο. Τη βλέπουμε προφίλ)
[Η Ξένια εισέρχεται στο χώρο της Πανδώρας, όπου κάνει τις ίδιες ακριβώς κινήσεις μ’ εκείνες του Πέτρου, (όπως περιγράφηκαν παραπάνω), σαν να βρίσκεται σε φυλακή. Λίγο αργότερα εμφανίζεται η μικρή Κόρη ξαφνικά. Σπρώχνει βίαια την Ξένια στο κρεβάτι, όπου της βγάζει το πουκάμισο και το παντελόνι και την αφήνει να φορά μόνο το εσώρουχό της, ένα ολόσωμο δαντελένιο κορμάκι. Επειτα εξαφανίζεται ] Πήρε τα πράγματά του απ΄ το σπίτι και τα βιβλία του. Καθένα κι ένα πυρωμένο μαχαίρι που μου ξέσκιζε τα σπλάχνα. Απέσυρε τον εαυτό του με κάθε σελίδα που περνούσε το κατώφλι της πόρτας. Κι έτσι, κομμάτι-κομμάτι, τεμάχιζε το φως όλης μου της ζωής, βυθίζοντάς την στο φαιό χρώμα της ναυτίας απ΄ όλα, όλα…
[Η μικρή Κόρη εμφανίζεται και οδηγεί την Ξένια, με απαλές κινήσεις, στο γραφείο του Πέτρου, όπου εκείνη δείχνει μιαν οικειότητα και αδιαφορία, μ΄ ένα μείγμα ανταγωνιστικότητας. Ερευνά για λίγο, σαν κατάσκοπος, το χώρο περιεργαζόμενη τα χαρτιά, το διάγραμμα ανάπτυξης, τις ακριβές πένες. Η Πανδώρα περνά στο χώρο του κήπου ]
(Παύση. Μουσική υπόκρουση. Κοιτάζοντας ίσια πέρα απ΄ το παράθυρο) Ισως ένιωσα λιμάνι την ανοιχτή, τρικυμισμένη θάλασσα… (Γυρνώντας πρόσωπο με πρόσωπο στους θεατές) Λάθος εκτίμηση ; Πίστη σ΄ αυτό το λάθος ; Ε, και ; Δικαιολογεί τον όγκο της τιμωρίας ; (Περιφέρεται στο χώρο) Στη θάλασσα που μας ρίξανε, πειραματιζόμαστε στο σκοτάδι με κωπηλάτη τον πόνο. Μου χάρισε το ταξίδι. (Ξανά προς τους θεατές) Ξεδιαντροπιά να ζητώ περισσότερα ; Λάθος μου που αφέθηκα ; Γίνεται αλλιώς ; (Διπλωμένη στον καναπέ) Αποκοιμήθηκα στο μαξιλάρι της κατάκτησης’ της δικής μου ή εκείνης που μου χάρισε ; (Ξανά προς τους θεατές με αλλεπάλληλες κινήσεις) Πώς μετριέται η αποτυχία, η προδοσία; Κι αλήθεια, ποιος πρόδωσε απ΄ τους δυο μας; Εγώ, με΄ κείνη την καταραμένη έκτρωση που του έκρυψα – έστω κι αν τό΄κανα για να μείνει απερίσπαστος στο έργο του – και βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω να ζω δίπλα του, ή εκείνος που ομολόγησε την υποταγή του στη γοητεία κι έφυγε μακριά ; (Στο προσκήνιο γονατιστή, με μανία και τραγικότητα) Τι σημαίνει επιτέλους προδοσία ; Λέξη ετοιμοπαράδοτη για σπίτι προκάτ;
(Μικρή παύση. Μουσική. Με παιδικότητα, απόκοσμη τρυφερότητα κι ένα αίσθημα γενναιότητας) Αλλόκοτο, όμως ανακαλύπτει κάποτε κανείς την αντοχή ή την αποκοτιά να ζει (τονισμένο) και πέρα από την ψυχή του’ χωρίς να την ξεκαρφιτσώνει απ΄ τον παλμό της κάθε του στιγμής.
(Περνώντας από το διάδρομο, που βρίσκεται δίπλα από το καθιστικό της Ξένιας, ανεβαίνει αργά τη σκάλα που οδηγεί στο υπνοδωμάτιο της Πανδώρας και εισέρχεται στο χώρο) Οπου και να ΄σαι, καλό σου ταξίδι, καρδούλα μου… Και πέρα μακριά, που η ανάσα μου σε χάνει…ψυχή μου Και μες στα σπλάχνα μου, που κρύβεσαι στης λαχτάρας μου το φως… Ψυχή μου…, εγώ, εσύ, εγώ… ; Καρδιά μου Καλά πανιά… Λες να υπάρχουμε και πέρα απ΄ τα όνειρά μας ; Αγάλματα, με φλέβες κόκκινες, να περιπολούν στο κενό… Ας είναι. Ανάσα μου, υγρή μου ηρεμία… Ψυχή μου, ψυχή μου…Καλοτάξιδη Γίνεται θάλασσα μονάχη; Γίνεται ;
(Με τα τελευταία αυτά λόγια, φωτίζεται έντονα η γόνδολα στο χώρο της Ξένιας και χαμηλώνει κάπως το φως στο δωμάτιο της Πανδώρας. Ακούγεται παιδική μουσική παράλληλα με εκείνη που βγαίνει από τη γόνδολα. Επειτα γίνεται μια ολιγόλεπτη συσκότιση για να ξεκινήσει το χορικό του τέλους)
(Μετά τη λέξη προκάτ και καθώς το έργο βαίνει προς εντελή κατάληξη, ο Πέτρος παραμένει στο χώρο του κήπου σαν αόρατος από την Πανδώρα. Η μικρή Κόρη εμφανίζεται στο χώρο του Πέτρου και οδηγεί από το χέρι την Ξένια στον κήπο, ενώ παράλληλα βαστά στο άλλο χέρι τα ρούχα της. Εκεί τη ντύνει και βγάζει το καπέλο του Πέτρου. Οταν, ξεπροβάλλει η Ξένια στο χώρο του κήπου, συντελείται στον ίδιο χώρο για πρώτη φορά η συνάντηση των τριών προσώπων. Τότε και μόνο δείχνουν πως γίνεται αισθητή η παρουσία του ενός στον άλλον. Κοιτάζονται αμήχανα, σαν αγάλματα, με την αίσθηση ότι αντικρύζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη συν ένα ακόμη πρόσωπο. Επειτα πλησιάζουν με μικρά, αργά αλλά σταθερά βήματα, αγκαλιάζονται μέσα σε θωπείες κι έναν αλλόκοτο συμφυρμό και τέλος απωθούν βίαια ο ένας τον άλλον. Στέκονται για μια στιγμή απολιθωμένοι κι έπειτα η Πανδώρα παραμένει στο χώρο του κήπου, η Ξένια καταφεύγει τρέχοντας στο χώρο του Πέτρου κι ο Πέτρος, οπισθοχωρώντας σαν να απειλείται από πιστόλι, περνά διαδοχικά από τους εσωτερικούς χώρους των άλλων προσώπων και καταλήγει αμήχανος, καταβεβλημένος και μ΄ ένα αίσθημα σωτηρίας στο χώρο της Ξένιας, αφού τον έχει εγκαταλείψει η Μαρία. Επειτα από τα καταληκτικά λόγια της Μαρίας, η τελευταία βγαίνει, σε μια ιερατική έξοδο σαν από κλίμακα ναού, στο προσκήνιο από το χώρο της Πανδώρας και οι υπόλοιποι από τους χώρους στους οποίους βρίσκονται. Στην έξοδο αυτή, η Πανδώρα πετά από πάνω της το μαύρο ένδυμα. Τότε επιτελείται το εξόδιο χορικό, που δίνει άλλοτε την αίσθηση ενός και μόνου χορού και άλλοτε δύο ημιχορίων. Όταν τα ημιχόρια γίνονται ευδιάκριτα με βάση τις ίδιες τις κινήσεις τους, ο Πέτρος σχηματίζει το ένα ημιχόριο με την Ξένια και η Πανδώρα με τη Μαρία το άλλο (χιαστί). Στις δύο γωνίες της σκηνής, στην αρχή του χορικού, προβάλλουν ο Αγγελος-Ποιητής (που κρατά πάντοτε το ομοίωμα καραβιού στο χέρι) και η μικρή Κόρη, βαστάζοντας αναμμένους πυρσούς στα χέρια. Μένουν μέχρι τέλους ασάλευτοι και κοιτούν καταπρόσωπο τους θεατές. Από την αρχή του χορικού επικρατεί συσκότιση στη σκηνή και ο φωτισμός συντελείται μόνο από τους αναμμένους πυρσούς τους, που συνοδεύονται όμως από αιφνίδιες λάμψεις προβολέων πάνω στα πρόσωπα των τεσσάρων. Με την τελευταία λέξη του χορικού ένα εκτυφλωτικό λευκό φως κατακλύζει τη σκηνή).
(Χορός) Μια αγκαλιά λικνίζει τις ζωές μας Μια αγκαλιά Και τις απλώνει Μια αγκαλιά Με φωτιά, με νερό, με τσεκούρι Μια αγκαλιά Περ΄ απ΄ τις όχθες που οι πόθοι μας στήνουν Μια αγκαλιά
(Η μικρή Κόρη, κοιτάζοντας ασάλευτη τους θεατές, τραγουδά το «Πουν΄ το, πουν΄ το το δαχτυλίδι… Ψάξε» - έτσι ακριβώς ελλειπτικά -, άλλοτε με τη φωνή της να ξεχωρίζει απ΄ το χορό κι άλλοτε να συμφύρεται (αρμονικά) μαζί του) (Στη αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της λέξη «Ψάξε», ο χορός επαναλαμβάνει την ίδια λέξη με υποβλητικότητα και δυναμισμό)
Ο ένας πολλοί Μα κι οι πολλοί ένας’ Ασάλευτος, ζυμαρένιος, βρέφος πρωτόπλαστο Ταξιδεύω με βήματα άλλων Πού ΄ναι λεγεώνες εγώ
Υπνος βρέφους συνοδοιπορεί Με το αίμα που γεννάνε τα χέρια μου Α… Γύμνια Α…Φωτιά Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο… (Η Μικρή Κόρη τραγουδά μόνο τη φράση «Α μπέμπα μπλομ…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Σταματά για μια στιγμή και τραγουδά μόνο τη φράση «γύρω-γύρω όλοι…» από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι) (Μεταξύ αυτών των φράσεων, ο χορός παρεμβάλλει το στίχο : «Αθωότητα που κοιμάσαι στο φόνο»)
Φώναξε Χαρά, κραύγασε Χτύπα, γκρέμισε Να συνθηκολογείς εσύ δεν έμαθες - Εσύ, βασίλισσα της Μοίρας – με γκρίζα δεκανίκια αστραφτερής δυστυχίας Χτύπα ερήμην μας Αλίευσέ με Θρυμμάτισε τα ισχνά μου σπιτάκια
(Η μικρή Κόρη τραγουδά, όπως προηγουμένως, το πούν΄ το, πούν΄το το δαχτυλίδι… Ψάξε)
(Ο Χορός μόνο) Εκεί που τρίστρατα σμίγουν Ζαριές μόνο λυτρώνουν τη μοίρα μας Κι αν χέρι τις ρίχνει αφιλόκερδο Που ασώτεψε στο ίδιο του κέρδος Τότε καλό και κακό Συνουσιάζονται Σε νυφικό κρεβάτι Που τ΄ όνομά του Γνωρίζει η Σιωπή μου
Γύμνια, Φωτιά
ΜΑΣ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ
|