Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Η αγάπη άργησε μια μέρα της Λιλής Ζωγράφου Σε μια αχανή αίθουσα, στο Ράδιο - Σίτυ, όπου συνήθως συναθροίζονται εκατοντάδες άνθρωποι για να ψυχαγωγηθούν με θεάματα μαζικής διασκέδασης, επέλεξε η παραγωγή να φέρει το εμβληματικό έργο της μοναδικής Λιλής Ζωγράφου στη Θεσσαλονίκη και μόνο για δυο μέρες. Μια εξόχως ατμοσφαιρική παράσταση, της οποίας η αξία θα αναδεικνυόταν στο έπακρον σε μικρότερο χώρο, τέτοιον που να επιτρέπει τη θεατρική τέχνη να μετουσιωθεί σε μυσταγωγία, με τους μύστες και τους θεατές να συμπορεύονται αντάμα σε ιστορικά μονοπάτια, σε ψυχικές διαδρομές ηρώων, στις συναισθηματικές μεταπτώσεις- αποστάγματα συμπεριφορών- παντελώς αγνώστων στη ρεαλιστική, στεγνή εποχή που ζούμε- σε επιλεγμένες ταυτίσεις θεατών με στάσεις ζωής, που γλαφυρά αποτύπωσε η ανατρεπτική, στοχαστική κι αντισυμβατική πένα της συγγραφέως στο συγκεκριμένο αριστούργημά της. Ωστόσο, ο νεαρός σκηνοθέτης ΄Ενκε Φεζολλάρι κατάφερε να διασκευάσει το λογοτέχνημα σε μια άκρως ενδιαφέρουσα δραματουργία και να σκηνοθετήσει μια θεατρική παράσταση, έμπλεη σκηνοθετικών ευρημάτων και δομημένη ευφάνταστα μα αρχιτεκτονικά. Αυτός ο άνθρωπος, γεννημένος στην Αλβανία, ήρθε στην Ελλάδα, έγινε ένας από μας, βούτηξε στα βαθιά νερά της παράδοσής μας, τεμάχισε το έργο λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, κατανόησε πλήρως τις ιδιαιτερότητες της εποχής και κείνες μιας μικρής κοινωνίας που δεν απέχει απ’ αυτές που συντηρεί η χώρα του κι έπλασε χαρακτήρες πολυδιάστατους, έτσι όπως τους γέννησε και διαμόρφωσε η ελληνική επαρχία απ’ όπου τους δανείστηκε η Λιλή Ζωγράφου κι έχτισε τον κόσμο της, ως ένα αντικατόπτρισμα του δικού μας. Ο Φεζολλάρι εμπνευσμένος κι από την ανάλογη ατμόσφαιρα που αποπνέει το εμβληματικό «Σπίτι της Μπερνάρντα ΄Αλμπα» του Λόρκα, έστησε κλειστοφοβικά το σκηνικό κέντρο (άλλοτε αρχοντικό, άλλοτε χωριό, άλλοτε μοναστήρι) αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα με κυρίαρχο εκεί ένα οστεοφυλάκιο με καντήλια αναμμένα, έντυσε στα μαύρα τις ηρωίδες του κι «έπαιξε» με την υποκριτική, τη μουσική, τα φώτα, αφού προηγουμένως μοίρασε ρόλους εύστοχα. Πολύ εύστοχα. Το έργο Την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε κάποιο χωριό της Κρήτης, ζει ένα ευκατάστατο ζευγάρι και οι πέντε κόρες τους. Τρεις γιοι συμπληρώνουν την οκτάδα παιδιών, αλλά είναι ωσεί παρόντες. Ο Ιταλός στρατιώτης Αντονίνο κρύβεται στο υπόγειο του αρχοντικού των Φτενούδων με τη βοήθεια της κόρης- Πηνελόπης, που λόγω της βιολογικής ιδιαιτερότητας της, αποτελεί το μαύρο πρόβατο για τους δικούς της. Εκεί η Ερατώ, που είναι η αδυναμία της μάνας και η προστατευόμενη της, ερωτεύεται με πάθος τον Ιταλό και μένει έγκυος στο παιδί του. Εκείνος δεν το μαθαίνει και αναχωρεί για την πατρίδα του. Η μάνα, θέλοντας ν’ αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή , αποφασίζει να υποκριθεί πως το παιδί που θα γεννήσει η Ερατώ είναι δικό της. Σαν μεγάλωσε το νόθο, η Αμαλία, της ζητεί να αρνηθεί τα γονικά δικαιώματά της. Πράγμα που γίνεται. Όταν η μητέρα και ο πατέρας των αδερφάδων πεθαίνουν, τα ηνία της οικογένειας αναλαμβάνει η αυταρχική μεγαλοκοπέλα κι ανύπαντρη Ασπασία. Η Ερατώ φεύγει από το σπίτι για να γλιτώσει, αλλά αυτό την οδηγεί μεθοδευμένα στα χέρια του Τάγαρη, ενός δικηγόρου που την παντρεύεται και την κακομεταχειρίζεται. Όταν γυρνά στο σπίτι μετά από καιρό και μην αντέχοντας την σκληρότητα της αδερφής της και τον ξεπεσμό ολόκληρης της οικογένειας, αυτοκτονεί. Την επόμενη μέρα ο Αντονίνο επιστρέφει στην Ελλάδα αναζητώντας το χαμένο του έρωτα. Η Αγάπη αργεί μόνο μια μέρα αλλά όταν φτάνει, η Ερατώ δεν υπάρχει! Η παράσταση Ο άκρατος αυταρχισμός, το ψέμα, η υποκρισία, η στέρηση αγάπης και σεβασμού, η βία κι η συμβολή τους στη διαμόρφωση διαταραγμένων προσωπικοτήτων, ο πόνος, η απόγνωση, η λαχτάρα για ζωή, η στενομυαλιά και τα στεγανά της μονομερούς κατήχησης σε πατροπαράδοτους, συντηρητικούς κώδικες και, τέλος, ο θάνατος παρελαύνουν στη σκηνή μαγικά, καθηλωτικά, με ρυθμούς κινηματογραφικούς, με τεχνική εκπληκτική κι αξιοθαύμαστη υποκριτική δεινότητα . Η Λιλή Ζωγράφου μάς μιλά πλέον θεατρικά και μέσα από εξαιρετικά ευφυείς σκηνές, για την «αγία ελληνική οικογένεια» του περασμένου αιώνα, ίσως και για μερικές του σήμερα. «Κωσταλέξι» φανερώθηκε ένα. Πόσα , άραγε, τα κρυμμένα; Ζωές ευνουχισμένες απ’ τα «πρέπει» και τ’ αρχηγικά «θέλω»! Ο Φεζολλάρι υπαινικτικά μεν, ξεκάθαρα δε, μας προέτρεψε: «ανοίξτε τα μάτια, τεντώστε τ’ αυτιά σας. Κάποιοι επαναστατούν με αιτίες, κάποιοι υιοθετούν τον αυταρχισμό και κάποιοι άλλοι θυματοποιούνται. Κάποιοι ξοδεύουν τη ζωή τους στην «τιμή και την υπόληψη» που καθορίζει η υποκριτική κοινωνία σας. Όλα αυτά, αγαπητοί μου θεατές, με μια λέξη είναι βία» ! Παλιότερα δέσποζε στην οικογένεια ο πατέρας - αφέντης. Σήμερα τι; Ίσως ο φόβος του να είσαι ελεύθερος ή αληθινός. Το νόθο παιδί της φαμίλιας, το «μπαστάρδι» της αδερφής Ερατώς, η Αμαλία, ξεστομίζει σε κάποια στιγμή: «Δεν έχω πίστη, δεν έχω Θεό. Πώς να έχω Θεό αφού δεν έχω αγάπη; Πού να μείνει ο Θεός; Θέλει σπίτι και αυτό είναι η αγάπη». Όλα εξελίσσονται στο πατρικό της οικογένειας Φτενούδου και μεταφέρονται σταδιακά στο μοναστήρι, στο δικηγορικό γραφείο, στο αστυνομικό τμήμα, στον δρόμο, στην αυλή, με ταχύτατους ρυθμούς κι ευρηματικές αλλαγές επί σκηνής. Ο σκηνογράφος Γιώργος Λυντζέρης έχει φιλοτεχνήσει το σπίτι χωρίς έπιπλα και βαριά στολίδια. Το σκηνικό που δεσπόζει στο κέντρο απ’ την αρχή ως το τέλος είναι ένα οστεοφυλάκιο των νεκρών της οικογένειας. Λειτουργεί ποικιλότροπα και κάποτε λύνεται , απλώνεται σ’ όλη τη σκηνή, μετατρέπεται μπρεχτικά σε τόπους και χώρους δράσης, ενώ εύρημα είναι η ανάθεση ανδρικών χαρακτήρων όπου έπρεπε στις γυναίκες ηθοποιούς, χωρίς να ενοχλεί η παρενδυσία. Τα κοστούμια των ηθοποιών (Γιώργος Λυντζέρης) δείχνουν τον συντηρητισμό και το αέναο πένθος της οικογενείας Φτενούδου. Μάλιστα, στην εντυπωσιακή έναρξη είδαμε τις γυναίκες να σκίζουν αλαφιασμένες το ναύλο «κουκούλι» τους και να ξεπετάγονται αντί για πολύχρωμες πεταλούδες, μαυροντυμένες παρθένες μ’ ένα συμβολικό κόκκινο τελείωμα στο εσωτερικό του φορέματος, μην αντέχοντας να παραδώσουν ακέραιο το μαύρο σκοτάδι του σταδίου προνύμφης, στον ασφυκτικό κόσμο που βρέθηκαν. Οι ερμηνείες Επτά εξαιρετικές ηθοποιοί. Ορθά ανομοιογενής θίασος αλλά άκρως ενδιαφέρων. H Αιμιλία Υψηλάντη είναι η μητέρα της πολύτεκνης οικογένειας και μας έδειξε με κραυγές και ψιθύρους ότι «μάνα» σημαίνει αυτομάτως πως αναλαμβάνεις και όλο τον ακαταλόγιστο παραλογισμό που συνεπάγεται αυτή σου η ιδιότητα: γλυκιά, σκληρή, τρυφερή, τερατώδης ή μειλίχια, προστατευτική ή αδιάφορη, ένα είδος «άβατου», μία φύσει και θέσει τραγική φιγούρα, για την οποία όλος ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο παιδί. Έξοχη η σκηνή της «ανάληψής» της στους ουρανούς. Ποίηση και φαντασία. Πραγματική έκσταση! Η Αθηνά Τσιλύρα ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο κινήθηκε ολόκληρη η ιστορία. Μια βλοσυρή, κακότροπη γεροντοκόρη, μια δεσποτική μα καταπιεσμένη γυναίκα με απωθημένα και καημούς που ξέβραζε βίαια τη μιζέρια και την κακομοιριά της στις άλλες της αδερφές με αντίτιμο μια πρόσκαιρη εκτόνωση και ικανοποίηση του «εγώ» της. Παράλληλα, ενδύθηκε και τον ανδρικό ρόλο του οπορτουνιστή δικηγόρου με πειθώ και «αρσενική» στιβαρότητα. Σπουδαία ερμηνεία. Οι άλλοι ρόλοι υπηρετήθηκαν με πάθος και ωριμότητα, με τις ισορροπίες που ήθελε το κείμενο κι ο σκηνοθέτη,ς από τις κυρίες Μαρία Καρακίτσου, Βασιλική Διαλυνά, Δάφνη Λιονάκη, Ιωάννα Λέκκα και Μαρία Νεφέλη Δούκα. Επρόκειτο για μια παράσταση ξεχωριστή, συγκινητική, που διατήρησε τον ρεαλισμό και ποιητικό λυρισμό του βιβλίου. Εικαστικά, ερμηνευτικά, δραματουργικά, μύριζε λαχτάρα για ζωή και πόνο, αυτόν που οι άνθρωποι προκαλούν ηθελημένα και κείνον που οι απρόβλεπτοι παράγοντες της ζωής προξενούν στην οποιαδήποτε εποχή, στις οποιεσδήποτε συνθήκες και σε ανθρώπους κάθε φύλου και κάθε ηλικίας. Η «Αγάπη άργησε μια μέρα» έχει επιστρέψει στην Αθήνα όπου και θα παιχτεί σε επανάληψη για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Διασκευή-Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι Φωτογραφίες: Πάνος Μαζαράκης Θέατρο Αργώ Ελευσινίων 15 Μεταξουργείο (Μετρό Μεταξουργείο) Τηλέφωνο: 210 5201684 Ημέρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 19:30, Πέμπτη στις 21:00, Παρασκευή στις 20.00, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00. Διάρκεια: 2 ώρες με διάλειμμα Εισιτήρια: 17 €,15 €,12 €,10 € |