ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Αισχύλου Ορέστεια, μια διαδρομή
Το είχα απωθημένο. Να δω τούτη την παράσταση για την οποία είχα διαβάσει , είχα ακούσει τόσα εγκώμια και, όταν το αποφάσιζα, κάτι πήγαινε ανάποδα και την έχανα. Ώσπου βρέθηκα στο γοητευτικό θέατρο «Τ» της οδού Φλέμινγκ. Εκεί η έκπληξη , εκεί ο καταραμένος οίκος των Ατρειδών σε συσκευασία δώρου από τον Στάθη Μαυρόπουλο και τους συνεργάτες του, εκεί η αύρα του Αισχύλου, εκεί ένα ιδιότυπο λούνα παρκ, εκεί κι ένα ευφρόσυνο θέατρο δρόμου, εκεί κι ο Μπέκετ με τις καινοτομίες του. Καταρχάς, να γράψω ό, τι είπε ο εμπνευστής της ιδέας: «πήραμε, ρε παιδάκι μου, τα τρία έργα που έγραψε ο Αισχύλος, ο αρχαίος . Τον Αγαμέμνονα, αυτόν που τον σκότωσε η γυναίκα του όταν γύρισε από την Τροία. Τις Χοηφόρες, όπου έρχεται ο γιός του ο Ορέστης και σκοτώνει τη μάνα του για να εκδικηθεί και τις Ευμενίδες. Αυτές τον δικάζουνε μετά και, σαν τέρατα που είναι, τον κυνηγάνε, όμως στο τέλος αθωώνεται από τη θεά Αθηνά. Τα αναλύουμε όλα και δίνουμε στους θεατές να καταλάβουν το έργο την εποχή που παιζόταν, διανύοντας από το κάθισμά τους μια απόλυτα διασκεδαστική διαδρομή, μέσα από 500 επιλεγμένους στίχους του Αγαμέμνονα, των Χοηφόρων και των Ευμενίδων, φιλτραρισμένους από την πολυετή έρευνα σχολιαστών, φιλολόγων και δραματολόγων. Τους κάνουμε δε διάφορα – καθόλου αδιάφορα - να γελάσουν, για να τους έρθει πιο εύκολο.» Κατά δεύτερον, όλο το πακέτο της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια» , πράγματι αναλύεται στη σκηνή, μ’ έναν εξαιρετικά ευφάνταστο τρόπο, ώστε το παιδί μαθαίνει κι ο ενήλικας ξαναγίνεται παιδί, διασκεδάζει απενοχοποιημένα, διδάσκεται , επειδή «γηράσκει αεί διδασκόμενος» και γελά με την ψυχή του ελεύθερη . Ευμέγεθες κατόρθωμα. Είδαμε μια παράσταση έτσι όπως την παρακολουθούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Σαν παραμύθι με προεκτάσεις τους υπαινιγμούς για τη ζέουσα κατάσταση στους βασιλικούς οίκους, δηλαδή ένα κουβάρι ανωμαλίας, εγκληματικότητας, παραβατικότητας , ανηθικότητας, οπορτουνισμού, φαυλότητας, φιλονικιών , μοιχειών και άλλων πολλών και τραγικών και τα εξοστρακίσαμε όλα όπως εκείνοι με σάτιρα, γέλιο και κρυφτό πίσω από ένα ψεύτικο καθωσπρεπισμό, που επιτρέπει στον θεατή να υποδυθεί τον άμωμο πολίτη απέναντι στους υποκριτές. Ο Στάθης Μαυρόπουλος, ιδιαιτέρως ευφυής, έστησε ένα έξοχο γαϊτανάκι από θέατρο δρόμου, αφηγηματικό θέατρο, ερμηνεία των ουσιωδέστερων αποσπασμάτων της τριλογίας του Αισχύλου, με σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο, με ατμόσφαιρα και ευρήματα Μπεκετικά (απολαυστικός ο «από μηχανής θεός» του Σάββα του φωτιστή), άνετα αυτοσαρκαζόμενος και εύστοχα σαρκάζοντας το μοντέρνο και μεταμοντέρνο θέατρο, όμως, περιθωριοποιώντας εντελώς το βέκιο. Επομένως, αναζωογόνησε τη μορφή μιας συμβατικής παράστασης με τις εναλλακτικές σκηνοθετικές οδηγίες του. Παράλληλα , συμπεριέλαβε το κοινό στο πεδίο της καλλιτεχνικής δράσης και έκφρασης, πολύ μακριά από το τετριμμένο διαδραστικό είδος του stand up comedy. Με διαρκείς εναλλαγές σε ρόλους και ύφος, τρεις υποκριτές – σχολιαστές περάσανε, άλλοτε με δραματικό και άλλοτε με απρόσμενα κωμικό τρόπο, μπροστά απ’ τα μάτια του σύγχρονου θεατή, όλη την πλοκή , το «γιατί» και το «διότι» της τριλογίας, η οποία το 458 π. Χ. κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Μεγάλα Διονύσια. Εξαιρετικοί και οι τρεις ηθοποιοί : Στάθης Μαυρόπουλος, Διονύσης Καραθανάσης και Ιωάννα Λαμνή, επαληθεύουν τη χημεία μεταξύ τους με την καταπληκτική τους ένωση , κερδίζουν ασυζητητί το κοινό από την είσοδο στην αίθουσα μέχρι την αναγκαστική τους έξοδο, καθώς μετά τον χαιρετισμό οι θεατές δεν κουνήθηκαν από τη θέσης τους για αρκετή ώρα, έως ότου το πήρανε απόφαση ότι τελείωσε το πανηγύρι. Όντως, επρόκειτο για ένα πανηγύρι χαράς κι ένα μάθημα ευανάγνωστο με εξασφαλισμένη την αφομοίωσή του από το σχέδιο προετοιμασίας του. Αφαιρετικό, άκρως λειτουργικό το σκηνικό της Μαρίας Καβαλιώτη, ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Διονύση Καραθανάση . Άξια πολλών επαίνων η συλλογική δουλειά.
Διάρκεια παράστασης: 80’ |