ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΥΤΖΙΔΗΣ Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Μαριαλένα Κωτσάκη   
Πέμπτη, 04 Μάρτιος 2010 09:05

Ο Γιώργος Καπουτζίδης μιλάει στο «Επί Σκηνής» για την πορεία του στο θέατρο, το «Παρα-πέντε», τις πηγές της έμπνευσής του, τα συναισθήματα, τους φόβους του και τα μελλοντικά του σχέδια.

«Δυστυχώς το αυτονόητο συνήθως πρέπει να επεξηγηθεί»

 

Η τελευταία παράσταση για το «Από μακριά» στο Μικρό Παλλάς αλλά η πρώτη δική μου συνέντευξη με τον Γιώργο Καπουτζίδη. Κάπου ανάμεσα σε κούτες, βαλίτσες και ένα σκηνικό έτοιμο να ξηλωθεί με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, ανοίγουμε μια πολύ ευχάριστη κουβέντα, όπως ευχάριστος πάντα και γεμάτος χιούμορ είναι και ο Γιώργος. Μιλώντας για τον ρατσισμό, την ευτυχία, και για αυτά που τελικά αξίζουν στην ζωή, γνωριζόμαστε ακόμα καλύτερα και γοητεύομαι ακόμα περισσότερο από το πνεύμα, την ζωντάνια και την ψυχική ομορφιά του νεαρού ηθοποιού, σεναριογράφου και συγγραφέα. Ο Γιώργος μου διηγείται την διαδρομή από τις Σέρρες απ’ όπου κατάγεται, στην Αθήνα και την πορεία του από το «Παρά πέντε» στο «Από μακριά»... Και ασφαλώς έπεται και συνέχεια.

 kapoutzidis1

Πότε αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;

Όταν ήμουν δεκατριών χρόνων έγραψα, σκηνοθέτησα και έπαιξα σε ένα σκετς  στο σχολείο. Νομίζω ότι αφορμή για να το κάνω ήταν μια απονομή των Όσκαρ που είχα δει στην τηλεόραση κι είχα εντυπωσιαστεί. Είπα τότε ότι αυτή είναι μια πολύ ωραία δουλειά γιατί σε υποδέχονται σ’ ένα πολύ ωραίο μέρος, φοράς τα καλά σου και κάποιοι άλλοι άνθρωποι σε χειροκροτούν και στο τέλος σου δίνουν και βραβείο! Μέχρι εκείνη τη στιγμή το μεγαλύτερο όνειρο μου ήταν να γίνω πρωταθλητής στο στίβο αλλά τότε δεν υπήρχε καμία προοπτική και καμία υποδομή για να κάνεις στίβο στην Ελλάδα πόσο μάλλον σε μια επαρχιακή πόλη στις Σέρρες, απ’ όπου κατάγομαι. Έτσι όταν πήγαινα να παίξω με τα άλλα παιδιά, το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν το τρέξιμο και η σκυταλοδρομία.

Μετά, στα δεκαοκτώ μου, αν και ήξερα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, δίστασα να το κάνω. Αλλά όταν είσαι καλός μαθητής στην επαρχία, αναγκάζεσαι να πας σε πανεπιστήμιο. Έτσι κι εγώ μπήκα στην Νομική Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι πως όταν συμπλήρωνα το μηχανογραφικό μου ήξερα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός και το’ χα πει και στην μαμά μου. Εκείνη δεν αντέδρασε αλλά δεν χάρηκε και ιδιαίτερα. Τελικά όμως μου έκανε καλό γιατί θα’ ταν πολύ μεγάλο βήμα να κατέβω κατευθείαν στην Αθήνα και να πάω σε δραματική σχολή.

 

Πώς αποφασίζεις να πας σε δραματική σχολή;

Όσο ήμουν στην Νομική, ο συγκάτοικος μου πήγαινε στην θεατρική ομάδα του Φυσικού τμήματος του Πανεπιστημίου. Εκείνος με παρακίνησε να πάω κι εγώ. Όταν διάβασα το κομμάτι μου οι υπόλοιποι χειροκρότησαν και τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς και πόσο ευτυχισμένος νιώθεις... Γιατί και στη σχολή χαιρόμουν που πέρναγα τα μαθήματα αλλά δεν ήταν το ίδιο. Μετά κάποιο παιδί από την ομάδα ήταν ταυτόχρονα και στην θεατρική ομάδα του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν και η καλύτερη ερασιτεχνική ομάδα και με πρότεινε εκεί ώστε να πάω να με δουν. Σκηνοθέτης και ιδρυτής της ομάδας ήταν ο Γιώργος Ιορδανίδης με μεγάλη καριέρα και στην Θεσσαλονίκη αφού ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αλλά και στην Αλεξάνδρεια απ’ όπου καταγόταν. Ήταν αυτός που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω το θέατρο. Όταν πήγα λοιπόν είχαν ξεκινήσει να κάνουν πρόβες στο «Λάθος» του Καμύ. Το παιδί που θα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε κάποια άλλη δουλειά και ήθελε να γίνει διπλή διανομή αλλά ο σκηνοθέτης δεν ήθελε να ξεκινήσει πρόβες με ένα καινούριο, ουρανοκατέβατο παιδί. Έτσι πήγαινα για μια εβδομάδα στην πρόβα και δεν με σήκωνε ποτέ. Κάποια στιγμή μου ζητάει να παίξω κι εγώ.  Εν τω μεταξύ είχα μάθει τα λόγια.  Τότε με σταματάει και μου λέει ότι του αρέσω κι έτσι ξεκινήσαμε πρόβες κανονικά. Ούτε εγώ δεν περίμενα και δεν ήλπιζα σε τόσα πολλά. Θυμάμαι πως στην πρώτη παράσταση είχα πει στους γονείς μου να ‘ρθουν να με δουν κι ενώ δεν είχα καθόλου άγχος άκουσα κάποια στιγμή τον πατέρα μου να βήχει και έπαθα πανικό. Στην άλλη παράσταση που δεν ήταν οι γονείς μου ήμουν καλύτερος. Μετά άφησα την Νομική, κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στην δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Αμέσως μόλις μπήκα στην τάξη ένιωσα ότι εκεί άνηκα.

 

Από ένστικτο;

Ναι, έχω ένα περίεργο αίσθημα που με προειδοποιεί πάντα για το τι θα συμβεί. Δηλαδή όταν φεύγω από ένα χώρο προαισθάνομαι αν θα ξαναγυρίσω ή όχι, εκεί. Κι όσες φορές έχω πει πως δεν θα ξαναπάω κάπου, δεν έχω επιστρέψει.

 

Σήμερα που είναι η τελευταία παράσταση εδώ πώς νιώθεις;

Νιώθω ότι θα ξανάρθω είτε για να παίξω ο ίδιος είτε για να δω τους φίλους μου. Δεν αισθάνομαι ότι αποχαιρετάω κάτι.

 kapoutzidis3

Μίλησε μου για τον Ρόι που υποδύεσαι;

Ο Ρόι είναι ένας πολύ ωραίος χαρακτήρας και ένας πολύ αστείος ρόλος και πραγματικά ευχαριστώ τον Θοδωρή Αθερίδη γι’ αυτό το δώρο που μου έκανε. Ο Ρόι περικλείει όλη την παιδικότητα που μπορεί να’ χει ένας άνθρωπος, και δεν τον αντιμετώπισα ποτέ διαφορετικά. Κάθε φορά που επεμβαίνει σπάει τον ρυθμό και την ατμόσφαιρα της παράστασης. Παρόλο που σίγουρα στενοχωριέται με αυτό που συμβαίνει στην Λαμπρινή, την γυναίκα του, ποτέ δεν προσπάθησα να του δώσω μια πιο δραματική διάσταση. Είναι πραγματικά διασκεδαστικός. Και για μένα και ευτυχώς και για τον κόσμο, είναι σαν παιχνίδι.

 

Τι σου αρέσει πιο πολύ στο έργο «Από μακριά»;

Μου αρέσει που ο Θοδωρής άφησε την φαντασία του ελεύθερη χωρίς να αυτολογοκρίνεται. Αλλά μου αρέσει επίσης και που παίζω σ’ ένα έργο τόσο ξεχωριστό και ασυνήθιστο. Δεν μ’ αρέσουν τα συνηθισμένα κείμενα, ούτε οι συνηθισμένοι άνθρωποι γενικότερα ως άνθρωπος είμαι εχθρός του συνηθισμένου. Ο Θοδωρής σ’ αυτό το έργο κάνει μια υπέρβαση, δεν ακολουθεί καθόλου τα στερεότυπα... Γι’ αυτό νομίζω ότι σε κάποιους αρέσει πάρα πολύ ενώ άλλοι δεν μπορούν να ενταχθούν καθόλου στο κλίμα του έργου.

 

Μίλησε μου για τους συντελεστές της παράστασης;

Είμαστε μια πολύ ωραία ομάδα. Αν και με διαφορετικές καταβολές, δέσαμε πολύ. Είμαστε μια παρέα κι αυτό είναι πολύ βασικό για να υποστηριχθεί και το συγκεκριμένο έργο που θέλει μια τρέλα και πάνω στην σκηνή και πίσω από αυτήν. Κάποιους από αυτούς τους νιώθω οικογένεια μου και κάποιους άλλους χάρηκα πολύ που τους γνώρισα. Νοιώθω υπέροχα συναισθήματα για όλους.

 kapoutzidis4

Μίλησε μου για την παράσταση «Ρεντ» που διασκεύασες και παίζεται στο θέατρο Χώρα…

Το «Ρεντ» είναι ένα έργο του Jonathan Larson. Ο συγγραφέας, ενώ σπούδαζε στο κολλέγιο με υποτροφία, αποφάσισε ν’ αφήσει την άνετη ζωή του και να πάει στην Νέα Υόρκη,  να ζει μέσα σε μια τρώγλη, να δουλεύει ως σερβιτόρος για να πετύχει το όνειρο του. Ονειρευόταν να καταφέρει να γράψει ένα διαφορετικό μιούζικαλ το οποίο θα κάνει τους ανθρώπους της γενιάς του να πάνε στο θέατρο. Εγώ αισθάνομαι δέος, θαυμάζω τους ανθρώπους που αποφασίζουν να τινάξουν την ζωή τους στον αέρα για να ακολουθήσουν το όνειρο τους. Είναι ένα επαναστατικό έργο γιατί ο συγγραφέας αποφάσισε να ακούσει μόνο την καρδιά του και ίσως γι’ αυτό έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία. Το έργο διαδραματίζεται σε μια φτωχή συνοικία της Νέας Υόρκης σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Οι πρωταγωνιστές του είναι καλλιτέχνες, μποέμ, που κάποιοι είναι άστεγοι, κάποιοι έχουν AIDS, που τότε θέριζε πολύ κόσμο στην Αμερική, κάποιοι είναι χρήστες ναρκωτικών. Όλα αυτά όμως δεν τα κάνει για να σοκάρει, απλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν η παρέα του... Ένα πλούσιο και καλομαθημένο παιδί βρέθηκε να κάνει παρέα με αυτά τα άτομα. Η πλοκή αφορά μια κλασσική ιστορία αγάπης ανάμεσα στην Μίμη και στον Ρότζερ και είναι βασισμένη στην όπερα «La boheme» του Puccini. Όλο το έργο είναι τοποθετημένο σ’ ένα πολύ γκρίζο σκηνικό αλλά ενώ φλερτάρει συνεχώς με τον θάνατο, τελικά είναι πολύ αισιόδοξο. Χαίρομαι πολύ που συμμετείχα σ’ αυτήν την δουλειά και νιώθω ότι έκανα πολύ λίγα γιατί το πιο αξιοθαύμαστο το κάνουν τα παιδιά κάθε βράδυ. Είναι όλοι τους πολύ ταλαντούχοι και τραγουδάνε υπέροχα αυτά τα τραγούδια που είναι πολύ ιδιαίτερα. Τόσο το έργο όσο και η μουσική του, έχουν αποσπάσει πολλά βραβεία.

 

Πώς αποφάσισες να το κάνεις;

Το να γράψω θέατρο δεν είναι όνειρο μου. Αν και έχω δεχθεί προτάσεις, τις έχω αρνηθεί. Αλλά σε αυτό είπα αμέσως ναι, χωρίς καν να ξέρω περί τίνος πρόκειται. Ο Αργύρης Αγγέλου που είναι πολύ καλός φίλος μου, είχε κλείσει να’ ναι σε αυτήν την δουλειά και έβλεπε το dvd της παράστασης.  Είχε κλείσει λοιπόν όλος ο θίασος και τη διασκευή θα την έκανε η Θέμις Μαρσέλλου που είναι και η σκηνοθέτης της παράστασης. Εκείνη όμως το πρότεινε σε μένα και εγώ έτσι απλά δέχτηκα και μετά το ερωτεύτηκα.

 

Άρα πάλι με το ένστικτο αποφάσισες...

Ναι! Αλλά και γενικότερα το έργο έχει μια μεταφυσική διάσταση.  Ο Larson που παράτησε την άνετη ζωή του για να γράψει αυτό το μιούζικαλ τελικά πέθανε μια μέρα πριν την πρεμιέρα του έργου στο Broadway, από μια σπάνια ασθένεια της καρδιάς.

 

Πώς κατάφερες να το προσαρμόσεις στην ελληνική πραγματικότητα διατηρώντας ατόφια τα πρωτογενή στοιχεία του έργου;

Συμφωνήσαμε μαζί με την Θέμιδα ότι δεν θέλουμε να το προσαρμόσουμε πλήρως στην ελληνική πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα να μην είναι και ξένο στα δικά μας δεδομένα κι ο θεατής να αισθάνεται άνετα παρακολουθώντας το. Έτσι διατηρήσαμε τον χαρακτήρα και το πνεύμα της Νέας Υόρκης αλλά λειαίνοντας κάποια θέματα. Για παράδειγμα στο έργο κυριαρχεί η μουσική και τα διαλογικά μέρη είναι περιορισμένα γι’ αυτό και έχω προσθέσει κάποιες σκηνές αλλά κι αυτό με μέτρο. Γιατί η γνώμη μου είναι πως αν θες να αλλοιώσεις ένα έργο τόσο πολύ, απλά μην το ανεβάζεις. Εκτός αυτού, το έργο έχει παιχτεί σε πάνω από 40 χώρες κι οι Αμερικάνοι είναι πολύ αυστηροί στο τι διασκευή θα επιτρέψουν να γίνει.

 

Πώς γίνεται η θεματολογία του να’ ναι τόσο αναγνωρίσιμη στο κοινό;

Γιατί το κυρίως θέμα του δεν είναι ούτε τα ναρκωτικά, ούτε το AIDS, είναι η αγάπη. Γι’ αυτό και διαφωνώ με τους ανθρώπους που θεωρούν το έργο ξεπερασμένο. Αφορά την απότομη και ξαφνική αγάπη που νιώθεις όταν είσαι νέος. Κεντρίζει ιδίως τα νέα παιδιά γιατί για να σε συγκινήσει ή πρέπει να’ σαι νέος ή να θες να ξαναθυμηθείς πως ένιωθες τότε. Αφορά λοιπόν τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη, την διαφορετικότητα και τον σεβασμό στην διαφορετικότητα του άλλου.

 

Και περνά έμμεσα και η δική σου οπτική;

Ναι, σίγουρα. Υπάρχει μια σκηνή στο έργο που την έγραψα για να συστήσω στο κοινό, έναν χαρακτήρα τον Έιντζελ που δεν είναι τόσο οικείος στην Ελλάδα όσο στην Αμερική. Είναι λοιπόν ένα αγόρι, το οποίο ντύνεται γυναικεία και σ’ αυτήν τη σκηνή καταλαβαίνουμε τι μπορεί να υπάρχει πίσω απ’ αυτό που βλέπουμε. Μέσα από την αλήθεια που λέει ότι «εγώ δεν ενοχλώ κανέναν με αυτό που κάνω, δεν έχω πειράξει κανένα άρα και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μου συμπεριφερθεί άσχημα». Και ενώ είναι τόσο απλό όλο αυτό, πρέπει να εξηγηθεί γιατί δεν είμαστε τόσο ανοιχτόμυαλοι. Υπάρχει επικίνδυνος ρατσισμός στην Ελλάδα και είναι κυρίως επικίνδυνος γιατί εκδηλώνεται κρυφά και δεν τον παραδεχόμαστε.

 kapoutzidis5

Είναι πολύ γοητευτικό να ξέρεις πως μπορείς να προβληματίσεις κάποιον μέσα από την δουλειά σου και να τον κάνεις ενδεχομένως ν’ αλλάξει συμπεριφορά….

Σίγουρα και μακάρι κάποιοι άνθρωποι να το δουν και να καταλάβουν πως πρέπει ν’ αλλάξουν στάση απέναντι στο διαφορετικό. Αυτή η σκηνή έχει πάρει πολλές φορές χειροκρότημα, αλλά εγώ έχω χαρεί ακόμα και όταν μου είπαν πως ένα αντρόγυνο σηκώθηκε και έφυγε γιατί ήρθε σε δύσκολη θέση. Βέβαια αυτοί οι άνθρωποι θα κάνουν παιδιά τα οποία πιθανώς θα αναθρέψουν με τις ίδιες ιδέες αλλά τουλάχιστον θα ξέρουν πως την γνώμη τους δεν την συμμερίζονται οι άλλοι γιατί οι υπόλοιποι χειροκρότησαν.

 

Προτιμάς να γράφεις και να παίζεις ο ίδιος ή να παίζεις σε κείμενα άλλων;

Όλα μου αρέσουν αρκεί να με εμπνέει το κείμενο και ο ρόλος. Δεν με απασχολεί καθόλου αν το’ χω γράψει εγώ κι αν θα έχω τον έλεγχο της δουλειάς. Το αστείο, το όμορφο, το συγκινητικό μπορώ να το διακρίνω. Υπάρχουν όμως κάποιες περίοδοι στη ζωή μου που το γράψιμο είναι εσωτερική μου ανάγκη και τότε θέλω να κλειστώ σπίτι μου και να γράψω.

 

Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης;

Όλα. Οι φίλοι σου, οι δικοί σου άνθρωποι, μια ιστορία που άκουσες, μια ιστορία που διάβασες, η ίδια η καθημερινότητα. Απλώς εμένα μου αρέσει ν’ αντλώ γεγονότα από την καθημερινότητα. Να την βάζω μπροστά σ’ ένα παραμορφωτικό καθρέφτη, έτσι ώστε να προκύπτει η κωμωδία. Πιστεύω περισσότερο στην φαντασία που παραμορφώνει την πραγματικότητα.

 

Ξεκινάς να γράφεις παρακινούμενος από κάτι;

Ναι, γιατί το γράψιμο είναι μεράκι, δεν μπορώ να το δω σαν δουλειά. Γενικότερα η λέξη δουλειά δεν μου αρέσει. Μακάρι να μπορέσω να μην υποταχτώ ποτέ σ’ αυτό το πρότυπο που απαιτεί να’ χουμε μια συγκεκριμένη δουλειά με συγκεκριμένα λεφτά και ωράριο. Θα προτιμούσα να ζω σε μια εποχή, όπου το μόνο που θα έπρεπε να κάνω θα ήταν να αγωνιώ για να εξασφαλίσω φαί και νερό. Το γράψιμο λοιπόν είναι μια εσωτερική ανάγκη, η βαθιά σου επιθυμία να πεις μια ιστορία και να κάνεις τους άλλους να περάσουν καλά.

 

Πώς εμπνεύστηκες τους ήρωες του «Παρά πέντε»;

Τελειώνοντας τις «Σαββατογεννημένες» είχα πει πως ήθελα να γράψω για την πιο πλούσια γυναίκα της Ελλάδος. Έτσι προέκυψε η Ντάλια. Από κει και πέρα ήθελα αυτή η παρέα να απαρτίζεται από πέντε ανθρώπους με διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στον κίνδυνο μιας και έμπλεκαν συνεχώς σε επικίνδυνες καταστάσεις. Έτσι προέκυψε η άγνοια κινδύνου που μπορεί να’ χει ένα παιδί κι αυτή εκφράζεται από την Ντάλια, η επίκληση στο θείο που εξέφραζε η Ζουμπουλία, ο φόβος μαζί με λογική που εξέφραζε ο Σπύρος, η υπεραισιοδοξία που εξέφραζε ο Φώτης και ο θυμός, η οργή, ο τσαμπουκάς που εξέφραζε η Αγγέλα.

 

Ποια αντίδραση προτιμάς εσύ;

Νομίζω πως μπροστά στον κίνδυνο χρειάζεται περισσότερο υπεραισιοδοξία, παρά λογική. Γι’ αυτό και πολλές φορές βλέπαμε να δημιουργούνται δύο ομάδες, η μία του Σπύρου και της Ζουμπουλίας και η άλλη της Ντάλιας, του Φώτη και της Αγγέλας που νομίζω είναι κι η πιο σωστή.  Όλοι οι χαρακτήρες όμως έχουν κομμάτια από ανθρώπους που γνωρίζω και κομμάτια από τον ίδιο μου τον εαυτό.

 

Οι ηθοποιοί υποδύθηκαν αυτούς τους ήρωες, όπως τους είχες φανταστεί;

Και πολύ καλύτερα μπορώ να πω κι αυτό είναι μεγάλη τύχη. Είναι αλήθεια πως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και η αρχή είναι πάντα το καλό σενάριο, η ιστορία αλλά από κει και πέρα ο τρόπος που θα την διηγηθείς είναι πολύ βασικός. Είχα λοιπόν μια ωραία ιστορία, ένα πολύ ξεχωριστό και ασυνήθιστο για τότε σενάριο, το οποίο και αγαπώ πολύ, αλλά είχα και την τύχη να δοθεί σε ανθρώπους που το διηγήθηκαν άψογα, πάνω κι από τις προσδοκίες μου. Εννοώ τους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη και φυσικά όλους τους συντελεστές. Είναι μια ομαδική δουλειά κι άρα μια ομαδική επιτυχία.

 

Έγραψες το «Παρά πέντε» χωρίς να ακολουθήσεις καθόλου τα συγκεκριμένα συστατικά της αστυνομικής κωμωδίας…

Μ’ αρέσει πολύ να μην ακολουθώ αυτό που θεωρείται σαν δεδομένο. Ήταν μια αστυνομική κωμωδία που οι πέντε ήρωες κυνηγούσαν και έπιαναν τους κακούς χωρίς ποτέ να χρησιμοποιήσουν όπλα. Επίσης, κυρίως στο δεύτερο χρόνο, εμφανίστηκε το ερωτικό στοιχείο, που πιο πολύ το έβαλα επειδή ο κόσμος το ήθελε. Συνήθως πιστεύω πως πρέπει να ακολουθείς την δική σου ιδέα και σιγά-σιγά ο κόσμος θα την αγαπήσει. Η μοναδική φορά που δεν το έκανα ήταν με την σχέση Ντάλιας- Αλέξη.

 kapoutzidis2

Και στο φινάλε άκουσες τον κόσμο;

Το ίδιο κι εκεί. Προτιμούσα να μείνουν αυτοί οι δύο χωριστά γιατί με συγκινεί πολύ περισσότερο ο ανεκπλήρωτος έρωτας, αλλά η απαίτηση του κόσμου ήταν να’ ναι μαζί και το έκανα. Νομίζω πως έχει μεγαλύτερη σημασία να κάνεις τον κόσμο να σε ακολουθεί, παρά να ακολουθείς εσύ εκείνον γιατί σε πηγαίνει σε διαφορετικές κατευθύνσεις και θα χάσεις τον στόχο σου. Το φινάλε, αν και στενάχωρο, το’ χα σκεφτεί από το πρώτο επεισόδιο και θα’ ταν λάθος να το αλλάξω. Δεν είμαι σίγουρος ότι έπρεπε να δικαιολογήσω την συμπεριφορά των γιαγιάδων μέσα από ένα επικείμενο θάνατο, θα μπορούσε και να μην ήταν έτσι... Αλλά το έκανα για να γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρο το μήνυμα πως την ζωή μας πρέπει να την ζούμε μέχρι το τέλος.

 

Πες μου τι σε συγκινεί και τι σε απωθεί περισσότερο στην ανθρώπινη φύση;

Μεγάλο προτέρημα θεωρώ το να μπορείς να μπεις στην θέση του άλλου. Οφείλεις  και πρέπει να μπορείς να δεις τα πράγματα από την δική του οπτική γωνία. Έτσι οι άνθρωποι μπορούν να αγαπηθούν περισσότερο και να καταλάβουν καλύτερα ο ένας τον άλλον. Αυτό νομίζω θα ήταν και το τέλος του ρατσισμού. Ακόμα το να μπορείς να ζητήσεις και να δεχθείς συγγνώμη. Με βοήθησαν πολύ οι σπουδές μου στην Νομική στο να είμαι πιο υπομονετικός και να μην βιάζομαι να βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, να εξετάζω όλα τα ενδεχόμενα πριν καταλήξω. Μεγάλο ελάττωμα θεωρώ την ζήλια, όχι την ερωτική αλλά εκείνη που σε σπρώχνει να φθονείς τον άλλον επειδή πετυχαίνει στην ζωή του. Αν την νιώσω από κάποιον, αποκλείω αυτό τον άνθρωπο από την ζωή μου. 

 

Τι ονειρεύεσαι και τι φοβάσαι;

Τα όνειρα μου δεν τα λέω ποτέ. Έχω την αίσθηση πως είναι σαν το φιλμ. Φοβάμαι μήπως πάρουν φως και καούν. Ονειρεύομαι όμως την ευτυχία και ευτυχία είναι να ‘χεις μια καρδιά γεμάτη όμορφα πράγματα. Αλλά για να τα έχεις, πρέπει να τα έχεις χτίσει προσωπικά και επαγγελματικά. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος που μισεί. Θα ήθελα λοιπόν να μπορούσα να κάνω ωραίες δουλειές μέχρι τα βαθιά γεράματα και να’ μαι περιστοιχισμένος από ανθρώπους που μ’ αγαπούν και τους αγαπώ. Φοβάμαι την απώλεια της ελευθερίας σε οποιαδήποτε μορφή της. Ακόμα και στο σεισμό, δεν φοβάμαι το φαινόμενο αυτό καθεαυτό, αλλά τον εγκλωβισμό που μπορεί να προκύψει.

 

Η αίσθηση της φθαρτότητας με την έννοια ότι θα θες να κάνεις πράγματα και δεν θα μπορείς, σε φοβίζει;

Όχι, το έχω αποδεχθεί. Είναι μια πραγματικότητα το ότι κάθε μέρα αλλάζεις και ακριβώς επειδή γίνεται σταδιακά, έχεις το χρόνο να το συνηθίσεις και να το δεχθείς.

 

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Θα είμαστε στο Αριστοτέλειο στην Θεσσαλονίκη με το «Από μακριά» μέχρι τις 21 Μαρτίου και μετά το καλοκαίρι θέλω να κάνω διακοπές και να τις ευχαριστηθώ. Μετά έχω πολλή όρεξη να κάτσω να γράψω και σκέφτομαι μήπως αυτή τη φορά θα είναι σενάριο για κινηματογραφική ταινία.