Σχετικά άρθρα
ΕΛΕΝΗ ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής | |||
Τρίτη, 02 Απρίλιος 2019 16:52 | |||
Ελένη Ουζουνίδου Από το Κ.Θ.Β.Ε στη μεγάλη αγκαλιά του κοινού Τη γνώρισα στην Καβάλα, από τις συμμετοχές της στις παραγωγές του ΔΗΠΕΘΕ μας. Την αγάπησε όλη η χώρα ως «Σταματία το γένος Αργυροπούλου», ηρωίδα του Κώστα Σωτηρίου που της χάρισε το πρώτο της βραβείο ερμηνείας από το κοινό. Από κει κι έπειτα το άστρο της λάμπει, φωτίζει ρόλους και θέατρα κι είναι περιζήτητη, είναι δημοφιλής, είναι αξιαγάπητη, επειδή είναι ταπεινή και σεμνή. Γυναίκα δυναμική μεν, δίχως έπαρση, βεντετισμό, εγωπάθεια, υπεροψία, δε. Αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος , με αρετές και γνώσεις, με χαμόγελο και θετική ενέργεια . Ένα ευμέγεθες πολύπλευρο ταλέντο. Που γεννήθηκε μ’ αυτό ασφαλώς αλλά και που το καλλιέργησε όπως έπρεπε μέσα από σχολές και μέσα από το ίδιο το θέατρο. Είμαι υπερήφανος που τη γνώρισα κι είναι φίλη μου. «Κοντοχωριανοί» άλλωστε, κουβαλάμε τα ίδια επαρχιώτικα σουσούμια και κείνη διένυσε έναν δρόμο που δεν ήταν πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα, έκανε όμως το όνειρό της πραγματικότητα. Έγινε μια εξαιρετική ηθοποιός, της οποίας τη σπουδαιότητα αναγνωρίζουν συνάδερφοί της, δάσκαλοί της και, κυρίως, το κοινό. Η καθημερινότητά της είναι φορτωμένη με υποχρεώσεις, ωστόσο, κατάφερα να κουβεντιάσω τηλεφωνικά μαζί της. Είπαμε πολλά και παραθέτω εδώ τα πιο σημαντικά, για να μάθετε όσα δεν ξέρατε για τη σπουδαία ηθοποιό. « Έχω καλή μνήμη και θυμάμαι καθαρά τα πάντα από την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Ήταν ονειρεμένα τα παιδικά μου χρόνια, υπήρχε όλη αυτή η αθωότητα της δεκαετίας του '70 και του '80. Κομοτηνή, Θράκη, πίσω απ’ το βουνό, λίγο μακριά από το κέντρο, αρκετά μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Τότε οι αποστάσεις ήταν τεράστιες, γιατί δεν είχε δημιουργηθεί η Εγνατία, ήταν ένα εξάωρο ταξίδι. Πηγαίναμε όμως αρκετά συχνά σε Καβάλα, Αλεξανδρούπολη και Ξάνθη. Και οι δυο γονείς μου είναι δάσκαλοι. Στα νιάτα τους διορίζονταν στα μειονοτικά σχολεία. Τότε δεν υπήρχαν νταντάδες, οι γιαγιάδες ήταν μεγάλης ηλικίας κι έτσι, μην έχοντας να μας αφήσουν κάπου, μας έπαιρναν μαζί τους, εμένα και τον αδερφό μου. Γνώριζα πομακάκια, μουσουλμανάκια, κάναμε φυσικά παρέα, οι γονείς μου είχαν σχέσεις με μουσουλμάνους συναδέλφους, ανταλλάσσαμε επισκέψεις. Η συνύπαρξη με άτομα διαφορετικής θρησκείας ήταν για εμάς μια φυσική κατάσταση. Ούτως ή άλλως, είναι πολυπολιτισμική η Κομοτηνή. Έχει Εβραίους, Αρμένιους, Μουσουλμάνους, Βούλγαρους, Ρώσους, απ' όλα. Γεννήθηκα μέσα σ’ έναν κόσμο εξ’ ορισμού πολύχρωμο, πολύ νωρίς κατάλαβα ότι δεν έχουμε όλοι την ίδια θρησκεία, το ίδιο χρώμα. Αυτό για μένα είναι η κανονικότητα. Από κει και πέρα ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα, τα υπαρξιακά ερωτήματα... Έφυγα στα 18 μου για τη Θεσσαλονίκη. Το πανεπιστήμιο είχε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που με κέρδισε. Μου έλεγαν όλοι να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή. Είχα κάποιες αμφιβολίες, επειδή ήμουν ένα εύσωμο κορίτσι και πίστευα ότι ήθελαν τις ψηλές και τις ευθυτενείς. Φοβόμουν ότι δε θα τα καταφέρω. Στον δεύτερο κύκλο ήταν παρών και ο Βασίλης Παπαβασιλείου, διευθυντής τότε του ΚΘΒΕ. Έμαθα εκ των υστέρων ότι η επιτροπή ήταν έτοιμη να με κόψει επειδή ήμουν «παχουλοκομψή» κι ο Παπαβασιλείου χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και είπε «όχι, όταν μπαίνουν τέτοιοι καρποί στο θέατρο, δεν μπορείτε να μην αφήνετε να ωριμάσει η γλύκα τους ». Δεν έλαβα ποτέ αρνητικά σχόλια, ούτε λαμβάνω, ίσα-ίσα το αγάπησα πολύ αυτό το σώμα που μπορεί να κάνει πολλά πράγματα και είχα ευκαιρίες για μεγάλη γκάμα ρόλων. Ευτυχώς, που δεν μ’ έκανε ο Θεός ενζενί ή αστραφτερά όμορφη. Δε θα είχα τη ζωή που έχω τώρα και, κυρίως, αυτήν την καλλιτεχνική υπόσταση που με ευχαριστεί πολύ. Δεν είμαι απ’ τους ηθοποιούς που ονειρεύονται ρόλους αλλά κείμενα, ωραία κείμενα και καλές συνεργασίες» . Τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής της καριέρας ήταν στο ΚΘΒΕ. Δούλεψε με τον Ρήγα, τον Μαστοράκη, τον Χατζάκη. Χτίστηκαν καλές γνωριμίες και συνέχισε τη συνεργασία μαζί τους και στην Αθήνα. Την περίοδο εκείνη στο Κρατικό υπήρχε μόνο μια κεντρική σκηνή, οπότε οι ευκαιρίες εύρεσης εργασίας, για ηθοποιούς της γενιάς της, ήταν ελάχιστες. Η Ελένη μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα το 2003, λίγο πριν από την Ολυμπιάδα, στα είκοσι οκτώ της. Μπήκε στο Εθνικό. Ερμήνευσε σημαντικούς ρόλους εκεί. Έκανε, στη συνέχεια, μερικές πετυχημένες παρατάσεις στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και κατόπιν «έδεσε» με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε με την «Σταματία το γένος Αργυροπούλου» του Κώστα Σωτηρίου, που «δοξάστηκε» σ’ όλη τη χώρα . Το περασμένο καλοκαίρι περιόδευσε στα μεγάλα Φεστιβάλ με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, ενώ τον χειμώνα του 2018 απογείωσε τον «Αρίστο» του Θωμά Κοροβίνη, ερμηνεία που της χάρισε το δεύτερό της βραβείο κοινού. Στην ερώτησή μου : τι σημαίνει για κείνη «βραβείο» κοινού απάντησε: «η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν μου ανακοινώθηκαν οι βραβεύσεις ! Η σεζόν που διανύουμε είναι αρκετά δύσκολη για μένα ... συμμετέχω σε τρεις παραστάσεις και σε μια τηλεοπτική σειρά, όποτε το βραβείο αυτό μου έδωσε, πραγματικά , δύναμη να συνεχίσω να υπηρετώ την τέχνη μου μ’ όλη μου την ψυχή !» Εδώ και χρόνια μένει στα Πετράλωνα. «Τρελαίνομαι για το ιστορικό κέντρο, λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, όχι όμως για το Κολωνάκι. Με πνίγει, μου φαίνεται κλειστοφοβικό, σα να μη βλέπω πολύ τον ήλιο. Λόγω της επαρχίας, θέλω να βλέπω ορίζοντα. Εδώ, αν νιώσω μια δυσφορία, στα δέκα λεπτά είμαι πάνω στον λόφο και χαζεύω όλη την Αθήνα».
Παραδέχεται ότι την εξοργίζει η αγένεια. Χαρακτηριστικά επισημαίνει: «Χρησιμοποιώ τον ηλεκτρικό, το μετρό, εξανίσταμαι όταν οι άνθρωποι ορμάνε στις πόρτες, λες και δεν υπάρχει επιβάτης άλλος εκτός από τον εαυτό τους. Παραδέχεται, επίσης, πως δεν αισθάνεται ότι στη συγκεκριμένη τέχνη που υπηρετεί με ζέση, κάνει ψυχοθεραπεία. Γελάει όταν ακούει το τσιτάτο «στο θέατρο γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, λύνω τα προβλήματά μου». «Ίσως», λέει, «να ισχύει για τους ερασιτέχνες ηθοποιούς αυτό, όχι για τους επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες εκφράζουν, οι ερασιτέχνες εκφράζονται. Όμως μέσω της τέχνης αυτής, πιστεύω ότι γινόμαστε ερευνητές της ανθρώπινης ύπαρξης. Θες δε θες διαβάζεις, μορφώνεσαι, μελετάς σε βάθος, ακούς μια μουσική για να σε εμπνεύσει, βλέπεις έναν πίνακα, ανατρέχεις στους κλασικούς». Η Ελένη Ουζουνίδου έπαιξε τον χειμώνα του 2017 στο «Για μια ανάσα» της Ζίνις Χάρις , σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή κι έκλεψε τις εντυπώσεις. Το περασμένο καλοκαίρι ήταν στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Την επόμενη σεζόν επέστρεψε με τον «Αρίστο», παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, στο Θέατρο Νέου Κόσμου. Κέρδισε ένα ακόμη βραβείο κοινού για τη συγκεκριμένη ερμηνεία , ενώ συνέχισε με την «Ψιλικατζού» της Κωνσταντίνας Δελημήτρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Φέτος, εκτός από την «Ψιλικατζού» παίζει και στο έργο «Στα μάτια» του Πάμπλο Μεσιές, που σκηνοθετεί ο Παντελής Δεντάκης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Από τον προσεχή Μάιο θα συμπρωταγωνιστήσει με τον Δημήτρη Μανδρινό στο «Αποτύπωμα» του Φίλιπ Ρίντλεϊ, στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Η χαρισματική Ελένη Ουζουνίδου είναι το ίδιο απολαυστική και στην τηλεόραση , όπου μετά τη «Ραχούλα» πρωταγωνιστεί στο σίριαλ «Πέτα τη Φριτέζα».
|