Σχετικά άρθρα
ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΖΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 14 Φεβρουάριος 2011 09:18 | |||
Ελένη Μποζά Η σκηνοθέτης του «Σόλο ντουέτο» στο «Θέατρο Κεφαλληνίας» και μέλος της σκηνοθετικής ομάδας της παράστασης «Έξοδος» στο «Συνεργείο», σε μια συζήτηση για το θέατρο και την ουσιώδη συγγένειά του με τη ζωή.
Μπορεί το κοινό έστω και για ένα δευτερόλεπτο κι επειδή έχει συγκινηθεί βαθιά, να σκεφτεί; Έστω κι ένα δευτερόλεπτο διαύγειας αρκεί. Αυτό είναι το θέατρο και γι’ αυτό είναι πολιτική πράξη. Ποια είναι τα όρια στην επέμβαση που μπορεί να δεχτεί ένα κείμενο από το σκηνοθέτη; Μια δραματουργία είναι ισχυρή από μόνη της. Δεν μπορείς να την αλλοιώσεις για να την φέρεις στα επίπεδά σου. Δεν είναι αυτή η δουλειά του σκηνοθέτη. Η δουλειά του βασίζεται πάντοτε πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο κείμενο που ανήκει σε μία συγκεκριμένη παράδοση η οποία δημιουργεί συγκεκριμένη φόρμα, με συγκεκριμένη αναπνοή. Το ίδιο το κείμενο μετά σου δίνει τα όρια και από κει έπειτα σε απελευθερώνει. Η λειτουργία μεθόδου και παιδείας περνάει μέσα απ’ αυτή τη γνώση. Του ποια είναι τα όρια μέσα απ’ τα οποία μπορείς μετά να αφήσεις την φαντασία σου ελεύθερη. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι βάσεις κοροϊδευόμαστε όλοι και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για τίποτα. Η λειτουργία μεθόδου και παιδείας περνάει μέσα από αυτή τη γνώση. Ακόμα και μέσα απ’ την συνθήκη της δυτικής κοινωνίας όπου η μονάδα κυβερνάει τους πάντες, ξεπερνώντας κάθε όριο, σε μια εποχή που επιτίθεται ο άνθρωπος σε άνθρωπο για λόγους επιβίωσης κι αφήνοντας ανεξέλεγκτη την σκοτεινή πλευρά του, που έχει χαθεί η έννοια της ουτοπίας και της πίστης και που εκείνο που αποδομείται είναι η έννοια της ελευθερίας, βλέπουμε εντούτοις πως η ανθρώπινη φαντασία είναι κάτι που δεν μπορεί να ελεγχτεί. Δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς αυτό. Για να μπορέσει όμως να γειωθεί πρέπει να ξεκινάει από την λειτουργία του κειμένου. Εκεί δεν μπορείς να κοροϊδέψεις ούτε τον εαυτό σου ούτε κανέναν άλλο. Ένα πράγμα που έχει ενδιαφέρον και που πολλοί την πατάνε στη χώρα μας είναι η λειτουργία της Αγγλοσαξωνικής δραματουργίας. Η οποία βασίζεται στους κώδικες της ίδιας της Αγγλικής κοινωνίας. Υπάρχουν τάξεις, υπάρχουν όρια, σε οποιαδήποτε τάξη κι αν ανήκεις, τα όρια του τι μπορείς να πεις και τι όχι. Ακόμα και εκείνοι που ανήκουν στην εργατική τάξη πίνουν τρελά αλλά στον άλλο δεν θα τα πούνε. Δεν είμαστε κολλητοί. Η αποκάλυψη λοιπόν περνάει μέσα από την έκφραση της στιγμής που εκρήγνυται ένα σύστημα.
Και που είναι το σημείο τομής και της δραματουργίας. Η κρίσιμη και οριακή φάση. Ακριβώς... Δεν μπορείς να μην δεις από πού προέρχεται η δομή μιας δραματουργίας, από ποια κοινωνία και πως πρέπει να την αντιμετωπίσεις εσύ. Είναι υπόγεια και υποχθόνια πράγματα τα οποία κάποια στιγμή θα βγουν στην επιφάνεια. Ας πούμε αυτό που είναι η «Γερμανική φόρμα», οι ωραίες παραστάσεις από το Βερολίνο... Μιλάμε για την δομή μιας κοινωνίας που βρέθηκε αντιμέτωπη με την απόλυτη ενοχή. Η φόρμα της αναπνοής έχει βγει από αυτό το ακραίο αίσθημα. Επίσης από εκεί προέρχεται και η γραμμή που έχει να κάνει με το Μπρεχτικό θέατρο της αποστασιοποίησης. Όλα έχουν σχέση με την μεταπολεμική κοινωνία στη Γερμανία και τα προβλήματά της. Δεν μπορείς αυτό, να έρθεις να το φορέσεις στην Ελληνική συνθήκη. Ούτε την γραμμή της Ρώσικης παράδοσης που έχει γεννήσει την επιστήμη του θεάτρου, ούτε αυτήν μπορείς να την λειτουργήσεις εξωτερικά, εκτός δραματουργίας, εκτός ορίων. Οφείλεις να σέβεσαι πάντα την γραμμή της εντοπιότητας. Την βασική γραμμή Μπερλίνσκι. Από την εντοπιότητα φτάνουμε στην παγκοσμιότητα γιατί θέλουμε να πούμε κάτι αληθινό γι’ αυτό που συμβαίνει εδώ. Χρησιμοποιούμε διάφορες τεχνικές και κώδικες αλλά το σημαντικό είναι να ξεκινάμε από αυτό που συμβαίνει σ’ αυτήν την άσφαλτο, σ’ αυτό τον μολυσμένο αέρα και πως εμείς θα γεννήσουμε κάτι από δω που να έχει νόημα να πάει στο εξωτερικό. Γιατί δεν πηγαίνουν ελληνικές παραστάσεις στο εξωτερικό; Είμαστε εσωστρεφείς και δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τον καθρέφτη μας, την κριτική ματιά των άλλων και το τι είναι εν τέλει αυτό που κάνουμε. Εμείς λειτουργούμε μιμητικά κι όχι μέσα από τον κώδικα της εντοπιότητας. Ποια είναι λοιπόν η διαφορά ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και στον διεθνισμό; Η διαφορά ανάμεσα στο να επιχειρείς να επιβάλλεις σε όλους τους λαούς τον ίδιο κώδικα συμπεριφοράς και του να έρχεσαι σε επαφή με τους άλλους λαούς μέσα από τις ομοιότητες αλλά και με την γνώση των διαφορών σας, διαφορών της πραγματικότητας, της αντίδρασης από το κοινωνικό σύνολο, της ιστορίας... Από κει πηγάζουν και οι κώδικες ακόμα και της τεχνικής.
Διότι ένα κομμάτι της θεατρικής πράξης αφορά τον συναισθηματικό πλούτο των ηρώων αλλά κι ένα μεγάλο κομμάτι αφορά αυτή την τεχνική. Στο οποίο και πάσχουμε πολύ. Δεν μπορούμε να πάρουμε αναπνοή. Θέλει να το ψάξει κανείς από την αρχή. Από το πώς αναπνέουμε σ’ αυτήν την πόλη. Νομίζω ότι πρέπει πραγματικά να αρχίσουμε να ερευνούμε πάνω σ’ αυτό. Φυσικά αφού έχουμε καθυστερήσει, δεν θα έχουμε άμεσα αποτελέσματα. Όταν δεν μπορείς να είσαι στην ώρα σου, η αναπνοή σου κόβεται. Το ξέρουμε αυτό από την καθημερινή εμπειρία μας στην πόλη μας.
Ναι, γιατί κάθε πόλη έχει τον δικό της τρόπο να σου κόβει την ανάσα. Αλλού οι δρόμοι είναι τόσο μεγάλοι που τρέχεις για να προλάβεις, αλλού υπάρχουν συνέχεια τρομοκρατικές ενέργειες, αλλού αντιμετωπίζεις διαρκώς απρόοπτα. Στην Γερμανία για παράδειγμα, όταν οι δρόμοι κλείνουν απ’ το χιόνι έχουμε μια ανατροπή. Εμείς πάλι για να διανύσουμε μια απόσταση μέσα στην πόλη μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε το απρόοπτο. Τα πάντα μπορούν να συμβούν στο ενδιάμεσο. Άρα πρέπει να ξεκινήσουμε από το να γνωρίζουμε πραγματικά σε ποια κοινωνία ζούμε. Από το να αποδεχτούμε ποια είναι πραγματικά αυτή η κοινωνία, πως φτάσαμε ως εδώ, με ποιους όρους και να δούμε τι θα κάνουμε παρακάτω. Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε όλα αυτά έξω από τη δουλειά μας. Γιατί τότε αναιρείται κι η βασική λειτουργία του θεάτρου που είναι να έρθει το κοινό να δει τις παραστάσεις μας. Για να σηκωθεί ό άλλος από τον καναπέ του, να πάει να σκάσει είκοσι ευρώ και να συμμετέχει σε μια λειτουργία που είναι στην ουσία «κάθαρσις», θα πρέπει να έχει κάποιο λόγο. Να είναι γεγονός αυτό που θα δει. Αν δεν είναι, γιατί να σηκωθείς από τον καναπέ σου; Να αναμετρηθεί ο ίδιος με τη ζωή του, να συγκινηθεί, να μπορεί βλέποντας κάτι από απόσταση να έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του και να μπορέσει έστω και τελικά να σκεφτεί μήπως και θα έπρεπε να έχει αλλάξει κάτι, μήπως και θα μπορούσε να αλλάξει κάτι τώρα.
Ας μην αλλάξουμε τα πάντα, ας μην διαλύσουμε το σύμπαν. Ας αλλάξουμε κάτι...Ένα μικρό πράγμα να αλλάξει, πολλά θα ακολουθήσουν... Αλλά θα πρέπει να μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Να δούμε επιτέλους πότε αντιδράσαμε, αν αντιδράσαμε σωστά ή λάθος, πόσο αντέξαμε το τίμημα...
Εδώ, δεν έχουμε κάνει τελικά και πολλά πράγματα... Εδώ, δεν έχουμε αποδεχτεί οι ίδιοι την ιστορία μας. Έχουμε περάσει έναν εμφύλιο, κάτι που σημαίνει πως στην δύσκολη στιγμή θα πούμε «ο άλλος φταίει»... Και η ιστορία δεν είναι έτσι. Δεν μπορούμε να λέμε «φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι». Ο καθένας μας πως έζησε μέχρι τώρα; Μπορούμε να αναφερόμαστε στο μεγαλεπήβολο και σπουδαίο αρχαίο παρελθόν μας αλλά στην ουσία ζούμε με τους κώδικες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που μας οδήγησε με αεριτζίδικο τρόπο ανά πάσα στιγμή να προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Ήρθε και η λειτουργία του μετακαπιταλισμού και έχουμε χάσει κάθε συνείδηση. Κι επειδή το θέατρο είναι η αποτύπωση του συμπτώματος αυτών των πραγμάτων, κάποια στιγμή θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε σοβαρά κι να κινηθούμε βήμα-βήμα. Αν δεν κάνουμε τα αριστουργήματα των αιώνων δεν πειράζει... Να δούμε τι συμβαίνει κι που είμαστε, πρέπει. Κι αν δεν το καταφέρει η δικιά μας γενιά, θα το καταφέρει η επόμενη.
Όμως τουλάχιστον ας δώσουμε κάποια εφόδια σ’ αυτήν την επόμενη γενιά... Ας γίνουμε τουλάχιστον το σκαλοπατάκι. Μια ολόκληρη γενιά έφυγε στο Παρίσι με απόφαση και της δεξιάς και της αριστεράς και μια παρέα αστών που έκαναν πράγματα στην τέχνη, δεν μας έδωσαν την συνέχεια, δεν υπάρχει το σκαλοπάτι για τους επόμενους. Δεν είναι ανάγκη να γραφτεί ότι εμείς δημιουργήσαμε το αριστούργημα και πήραμε τα διεθνή βραβεία. Δεν χρειάζεται τίποτα απ’ όλα αυτά. Χρειάζεται σκληρή δουλειά για να κτίσουμε ένα σκαλοπατάκι.
Να γίνει ίσως το πάτημα ώστε κάποιος να δημιουργήσει στη χώρα μας το επόμενο αριστούργημα. Ακριβώς. Κάποια άλλη στιγμή...
Μπορεί και να μην το χρειαζόμαστε αυτό το αριστούργημα. Το σκηνικό συμβάν αν το λειτουργήσουμε σοβαρά θα αλλάξει κάτι σ’ εκείνον που θα πληρώσει για να έρθει να το δει. Κι αυτό ίσως έχει κάποιο νόημα. Αν υπάρχει δουλειά από πίσω... Χωρίς εξυπνακισμούς. Δεν χρειάζεται ο εντυπωσιασμός. Να κουκουλώνουμε συνέχεια τα πράγματα. Μια ολόκληρη κοινωνία κυνηγάει τον εντυπωσιασμό. Αλλά δεν χρειαζόμαστε μια Φεράρι στο κέντρο της Αθήνας. Ας επικεντρωθούμε επιτέλους στο επί της ουσίας... Όπως βλέπεις είμαι πολύ θυμωμένη.
Μ’ αρέσει αυτό γιατί κι εγώ είμαι πολύ θυμωμένη...Και με τον εαυτό μου είμαι θυμωμένη. Και με τη χώρα μου... Μια χώρα όπου δεν υπάρχουν θεσμοί... Οι θεσμοί χρησιμοποιούνται για να γίνει μια επανάληψη των ιδίων λαθών. Αν μια ολόκληρη κοινωνία δεν φροντίσει να μάθει τους θεσμούς και να τους απαιτήσει, δεν έχουμε μέλλον. Κάτι που είναι η αρχή της δημοκρατίας, την οποία ποτέ δεν ζήσαμε σε αυτή τη χώρα, έστω κι αν μας έπειθαν πάντα πως υπάρχει. Καμία αναφορά δεν υπάρχει στα βιβλία της ιστορίας αλλά και πουθενά αλλού για το τι έγινε, τι μας έφταιξε και πως τελικά παραμένουμε ένα οικονομικό προτεκτοράτο. Και ξαφνικά θέλουμε να κάνουμε και τέχνη. Ε! δεν γίνονται αυτά τα πράγματα... Έπρεπε να έχουμε κατέβει όλοι στο δρόμο ακόμα και τώρα και να έχουμε απαιτήσει θεσμούς.
Τους οποίους θεσμούς όμως θα πρέπει να έχουμε και την συνείδηση ότι δεν μπορούμε να τους χρησιμοποιούμε, όπως κάθε φορά μας βολεύει... Οι θεσμοί δεν μπορούν να είναι η αφορμή για να κάνουμε κάθε φορά αυτό που θέλουμε εμείς. Και να μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο Καστοριάδης ότι η χώρα μας γέννησε ταυτόχρονα την δημοκρατία και το θέατρο. Κάνουμε ότι έχουμε σχέση με όλα αυτά και το μόνο που έχουμε τελικά είναι η λειτουργία της γλώσσας μας.
Έχουμε το γονίδιο... Κάποιοι πριν από μας σε αυτό το χώρο έκαναν ανακαλύψεις πολύ σημαντικές για το ανθρώπινο είδος. Εμείς δεν έχουμε καμία άλλη σχέση εκτός από την λειτουργία της γλώσσας μας που όμως ούτε καν πατάμε σ’ αυτήν. Μιλάμε ελληνικά με πολύ λιγότερες λέξεις από όσες έχει αυτή η πλούσια γλώσσα.
Κι έτσι χάνουμε κι την ουσία της. Φυσικά, γιατί ο λόγος είναι πράξη. Όταν χρησιμοποιούμε μία λέξη έχει ένα συγκεκριμένο ήχο, ένα συγκεκριμένο νόημα. Που είναι το νόημα των λέξεων; Που είναι η δική μας θέση απέναντι σε όλη αυτή την χαοτική κατάσταση;
Εγώ ελπίζω να τα βολέψω. Αυτή είναι η θέση μας. Εγώ θα την βγάλω καθαρή. Ο ραγιάς. Τότε για ποιο θέατρο μπορούμε να μιλάμε; Και για ποια ταυτότητα του καλλιτέχνη; Όταν δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να έχει σήμερα δημόσιο λόγο, πως κυκλοφορούμε με την ταμπέλα του καλλιτέχνη;
Πως επιλέγει τι θα κάνει ο καλλιτέχνης; Γιατί εγώ βλέπω ως κριτήριο απ’ όσα έχω συζητήσει όλο αυτό τον καιρό την έλξη που μπορεί να προξενήσει ένα έργο στο κοινό. Όπως για παράδειγμα τις εξαιρετικά δημοφιλείς φέτος ιστορίες με «ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα»... Αυτή τη στιγμή η χώρα μας καταρρέει, χάνουμε τα πάντα, την ίδια μας την εθνική κυριαρχία και το πρόβλημα των Ελλήνων είναι πως θα τα βρουν με την γκόμενα και τον γκόμενο ή αν θα νικήσει η ομάδα τους... Δυστυχώς από τη στιγμή που ταυτόχρονα ζούμε σ’ ένα ευρύτερο κι ομογενοποιημένο περιβάλλον της μετακαπιταλιστικής εποχής που στην ουσία ο άνθρωπος είναι η εικόνα του και έχουν καταστραφεί και οι ανθρώπινες σχέσεις, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό μας σαν προϊόν, όλα όσα πουλάμε για να έρθουν να μας δουν να πρέπει να καθρεπτίζουν αυτό. Αυτό δείχνει όλο αυτό το υπόβαθρό της κοινωνίας μας και τελικά και το πώς ψηφίζουμε...Αυτό δεν μπορούμε να το αναιρέσουμε, πρέπει να το δούμε σαν γεγονός. Ταυτόχρονα ζούμε και σε μία παγκόσμια ιστορική στιγμή την οποία επίσης δεν μπορούμε να αναιρέσουμε. Θέλουμε να ξεφύγουμε από την εικόνα μας, από το να είμαστε το προϊόν μας.
Όμως όταν είσαι το προϊόν σου δεν μπορείς να είσαι καλλιτέχνης. Για να μπορέσει ο δημιουργός να δημιουργήσει πέρα από τις απαραίτητες γνώσεις πρέπει να είναι κι ο εαυτός του. Όλη η Ελλάδα βλέπει τους νεκροζώντανους σ’ αυτό το σήριαλ, στο «Νησί». Τους νεκροζώντανους στο κέντρο των Αθηνών που χτυπάνε ενέσεις χύμα μπροστά στον κόσμο κανείς δεν τους βλέπει ούτε εμείς, ούτε οι ιθύνοντες. Πρόκειται για μια βαθιά αποδοχή του ότι είμαστε όλοι νεκροζώντανοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό.
Είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες ντρέπονται για τη χώρα τους. Δεν ντράπηκαν ούτε τότε που έμειναν τετρακόσια χρόνια σκλάβοι στους Τούρκους για να ικανοποιηθούν τα τοπικά μικροσυμφέροντα. Ούτε τότε που εξόντωναν όσους προσπαθούσαν να βοηθήσουν επί της ουσίας... Από Ελληνικά χέρια δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, ο μόνος που προσπάθησε να φέρει θεσμούς σ’ αυτή τη χώρα. Όμως να μην ξεχνάμε πως αυτή η χώρα δεν πέρασε ποτέ διαφωτισμό. Με αποτέλεσμα οποιαδήποτε λειτουργία ορθολογικής σκέψης να είναι κάτι το οποίο δεν γνωρίζουμε, να λειτουργούμε με συναίσθημα μόνο κι έτσι να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον φασισμό. Ποιες είναι οι προτάσεις του στιβαρού ηγέτη; Δεν θα υπερασπιστεί ποτέ τους θεσμούς, θα δουλέψει με το συναίσθημα. Γι’ αυτό και στο θέατρο δεν μας ενδιαφέρει να καταδείξουμε τι συμβαίνει αλλά να δουλέψουμε με συναίσθημα. Το κοινό πρέπει να δει τι συμβαίνει για να μπορέσει να λειτουργήσει το «κοινό συναίσθημα». Κι αυτό είναι θέμα παιδείας. Νομίζω ότι χρειάζεται αυτός ο συνδυασμός συνειδητότητας και συναισθηματικής επάρκειας. Όταν μιλάμε, επιχειρηματολογούμε. Ακόμα κι όταν κάνουμε ερωτική εξομολόγηση. Η αναπνοή μας, μας βάζει εκ των πραγμάτων σ’ αυτή τη λειτουργία του «Ντουέντε». Γιατί ζητάμε κάτι από κάποιον άλλο. Εκείνο που βλέπει το κοινό είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Και τότε μόνο μπορεί να ταυτιστεί και να συγκινηθεί. Αλλά όταν καταλύονται όλες οι δομές, αυτό δεν μπορείς να το εγκαθιδρύσεις. Καταλύεται η ίδια η λειτουργία του θεάτρου. Το θέατρο δεν είναι μία αυτοανάφλεξη, δεν το κάνουμε μόνο για να περνάμε καλά. Γιατί εμείς που το κάνουμε περνάμε δύσκολα, δεν περνάμε καλά. Το ζήτημα είναι: Μπορεί το κοινό έστω και για ένα δευτερόλεπτο κι επειδή έχει συγκινηθεί βαθιά, να σκεφτεί; Έστω κι ένα δευτερόλεπτο διαύγειας αρκεί. Αυτό είναι το θέατρο και γι’ αυτό είναι πολιτική πράξη. Γι’ αυτό αξίζει να σηκωθείς από τον καναπέ σου, γι’ αυτό αξίζει να πληρώσεις. Γιατί έχεις την ανάγκη να σου συμβεί κάτι. Το κοινό παρακολουθεί αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας. Δεν παρακολουθεί ούτε το ταλέντο του σκηνοθέτη, ούτε το μεγαλείο του ηθοποιού. Παρακολουθεί στη σκηνή, πως δρούμε και αντιδρούμε ως άνθρωποι, παρακολουθεί αυτό που μας συμβαίνει στη ζωή. Μπορούμε να δούμε ένα ζευγάρι να τσακώνεται και να πούμε «Πόσο αγαπιούνται αυτοί οι δυο» και να δούμε ένα ζευγάρι να φιλιούνται και να νοιώσουμε πως δεν έχουν τίποτα ανάμεσά τους. Το φαινόμενο της ζωής είναι μη λεκτικό. Δεν επιδέχεται περιγραφής. Η Ελλάδα έχει λειτουργήσει πάρα πολύ με την ηθογραφία. Με την ανεξέλεγκτη λειτουργία του συναισθήματος. Στη ζωή σφίγγουμε το σαγόνι, δεν κοιτάμε ποτέ πραγματικά τον άλλο, δεν αναπνέουμε, είμαστε σε άμυνα κι ωστόσο βρίσκουμε πάντα ένα τρόπο να επιχειρηματολογήσουμε σε σχέση με αυτά τα οποία έχουμε ανάγκη. Στο θέατρο πρέπει να αναπνέουμε, να λυνόμαστε, να βλέπουμε πραγματικά, να γειωνόμαστε πραγματικά, ώστε να μπορεί το κοινό να συγκινηθεί. Και να πάρει έστω μια μικρή απόφαση στη ζωή του ακόμα κι αν δεν την τηρήσει. Γι’ αυτό το κάνουμε το θέατρο κι όχι για να περνάμε εμείς καλά. Άλλωστε το θέατρο σ’ αυτή τη χώρα γεννήθηκε σαν πολιτική πράξη. Από την αναγέννηση και μετά βέβαια στηρίχτηκε στην λειτουργία των σαλτιμπάγκων, του τρελού του χωριού που μπορεί να πει τις μεγαλύτερες αλήθειες και είναι ο μόνος που του επιτρέπεται και μπορεί να κάνει τον άλλο να γελάσει μ’ αυτές. Όταν όμως απλώσει το χέρι και ζητήσει την αμοιβή του επειδή σε έκανε να γελάσεις ακούγοντας αυτές τις αλήθειες, τότε ευχαρίστως θα πληρώσεις. Άρα τι επιχορηγήσεις και τι πράσινα-άλογα...
Είναι υποχρέωση ενός κράτους να επιχορηγεί τον πολιτισμό. Αλλιώς πως ο καλλιτέχνης θα μπορέσει να αφοσιωθεί στην τέχνη του; Πως θα βρει χρόνο και μέσα ώστε να ερευνήσει τη δουλειά του; Μια δημοκρατία έχει την υποχρέωση να φροντίζει αυτούς οι οποίοι έχουν ανάγκη κάποιας προστασίας. Κι όχι σαν ζητιάνους, όχι αναγκάζοντάς τους να το απαιτήσουν και να γίνουν γελοίοι αλλά γιατί μόνο έτσι μια κοινωνία μπορεί να αναπνέει και να ανθίζει και να έχει κάτι να πει και να δώσει για τον εαυτό της ενώ ταυτόχρονα θα συνδιαλέγεται σωστά και με τις άλλες κοινωνίες γύρω της. Μέσα από την κοινή μας φύση, την ανθρώπινη που, πέρα από σύνορα και εποχές έχει πάντα την ίδια ανάγκη. Να αγαπήσει, να αγαπηθεί και να διαλευκάνει όσο μπορεί τα μυστήριά της. Να ξεφοβηθεί το θάνατο και να απολαύσει τη ζωή. Καθένας από το δικό του δρόμο. Γιατί καθένας από μας είναι μοναδικός. Και καλώς ή κακώς όλοι αντιμετωπίζουμε τον φόβο της φθαρτότητας και του θανάτου σαν ενός μεγίστου γεγονότος της ζωής. Γι’ αυτό έχει γεννηθεί η απόλυτη ανάγκη του έρωτα, για να μπορείς να τον αντιμετωπίσεις. Και εκεί ακριβώς έγκειται κι η δυναμική του θεάτρου. Είναι το απόλυτο ξόρκι αλλά και η απόλυτη λειτουργία του ερωτήματος ταυτόχρονα.
Το τρομακτικό και το παρηγορητικό μαζί. Μας το είχανε πει τόσα χρόνια πριν με την τραγωδία. Δες το, τρόμαξε, λυτρώσου. Ζήσε. Πάρε ανάσα και συνέχισε. Γιατί η ζωή σε πάει πάντα μπροστά. Όπως στη ζωή αναγκαζόμαστε παρά τα εμπόδια να βρούμε ένα τρόπο και να προχωρήσουμε παραπέρα το ίδιο πράγμα είναι και η τεχνική του θεάτρου. Που οι Ρώσοι το κατέγραψαν και το έκαναν τέχνη.
Το εμπόδιο και την αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο θα το ξεπεράσεις. Ναι. Πάω μπροστά, αντιδρώ, έχω εμπόδιο, το ξεπερνάω με όποιο τρόπο μπορώ. Ο Σαρλώ ας πούμε για να χορτάσει, μαγείρεψε τις σόλες του. Τότε κλάψαμε και γελάσαμε μαζί. Αυτήν την κωμικοτραγική ισορροπία που ζει το ανθρώπινο είδος. Γι’ αυτό ο Τσέχωφ είχε και την ιδιότητα του γιατρού.
Αλλά και την εξαιρετική ιδιότητα να είναι άνθρωπος. Αυτήν την τραγικοκωμική ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης που άλλοτε την αντιλαμβάνεσαι κι άλλοτε όχι, το ότι ισορροπείς σ’ αυτό το σκοινί. Κι ότι αυτά τα δύο, πάντα είναι μαζί.
Αν τα αποδεχτείς και τα δύο μπορείς να περπατήσεις πάνω στο σκοινί κι ας είναι τόσο λεπτό. Ναι. Όλοι είμαστε έτσι γελοίοι και σπουδαίοι μαζί. Μπορούμε να το δούμε ο ένας στον άλλο αλλά όχι στον εαυτό μας. Όμως έχουμε άλλο τρόπο για να αντιμετωπίσουμε το εμπόδιο είτε είναι εσωτερικό είτε εξωτερικό; Αυτό είναι η ίδια η ζωή. Η Ελένη Μποζά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και θέατρο στο Εργαστήρι Θεατρικού Οργανισμού Εστία του Γιάννη Ρήγα, στη Δραματική Σχολή του Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας του Γιώργου Κιμούλη, στη Δραματική Σχολή του Θεατρικού Οργανισμού Μορφές –ΕΜΠΡΟΣ. Εν συνεχεία, παρακολούθησε το τριετές Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου υπό τη διεύθυνση του Στάθη Λιβαθινού, από όπου αποφοίτησε το 2004. Επίσης, έχει παρακολουθήσει μαθήματα ελεύθερου σχεδίου, κλασικού χορού (σύστημα R.A.D.), καθώς και σεμινάρια φωνητικής με τη Μίρκα Γεμεντζάκη και την Άντζελα Μπρούσκου και μπούτο με τον Masaki Iwanna. Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: Με αφορμή το χιόνι που λιώνει: Διασκευή στις Σημειώσεις από το Υπόγειο του Φ.Μ.Ντοστογιέβσκι, Εθνικό Θέατρο - Πειραματική Σκηνή 2004-2005, Nameless: Διασκευή στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, Μ.Ν.Τ. (Εθνικό Θέατρο των Σκοπίων) 2005-2006, Μαμ του Σάκη Σερέφα, Θέατρο του Νότου, Θέατρο Αμόρε 2006, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Έντουαρντ Άλμπυ, Θέατρο Μεταξουργείο 2006-2007, Οι μικροί μελαγχολικοί του Φαμπρίς Μελκιό, Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή, Θέατρο Άλμα 2007, Οι παίκτες του Νικολάι Γκόγκολ, Εθνικό Θέατρο - Πειραματική Σκηνή, Από Μηχανής Θέατρο 2008 Δεν πληρώνω: Διασκευή στο Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω του Ντάριο Φο, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας, Μύλος 2008-2009 Indian Summer της Λούσυ Μόρις, Arctos Productions, Θέατρο Altera Pars 2009. Δίδαξε υποκριτική στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Θεμέλιο» (2006-2007). Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο «Ελευθερία Σαπουντζή».
|