Σχετικά άρθρα
"Bob theatre 2009" Οι συνεντεύξεις |
Τρίτη, 26 Μάιος 2009 18:00 | |
Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας Πως βλέπεις την εξέλιξη των νεανικών ομάδων, ένα χρόνο μετά; Η χρονιά που τελειώνει τώρα ήταν καταστροφική για τις νέες ομάδες. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη έπληξαν όλα τα θέατρα και έκοψαν τη χρονιά στη μέση εμποδίζοντας τις νέες παραστάσεις να ανθίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να μην έχουμε φέτος τόσες νεανικές παραστάσεις που να ξεχωρίζουν, όσες τις περασμένες χρονιές. Υπάρχουν ανταγωνισμοί στο χώρο των νεανικών ομάδων; Μέσα από το Bob Theatre Festival βλέπω ότι είμαστε μια μεγάλη οικογένεια. Προσεγγίζουμε τις ομάδες που μας ενδιαφέρουν και μας αρέσουν ανοιχτά και φιλικά και μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάτι αρνητικό. Με τι κριτήρια διαλέχτηκαν οι ομάδες που συμμετείχαν στο φεστιβάλ; Όπως είπα και πριν, το νεανικό θέατρο είναι μια οικογένεια. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας είτε από παραστάσεις, είτε από σχολές, είτε από σεμινάρια. Φέτος όμως, που θέλαμε να διευρύνουμε το φεστιβάλ, καταγράψαμε ό,τι ομάδα έπαιζε την Άνοιξη και πήγαμε και είδαμε τις παραστάσεις. Εντελώς ειλικρινά, καλέσαμε στο φεστιβάλ αυτές που μας ταιριάζανε και αυτές που μας άρεσαν. Τι είναι για τους ΑbOvo η ουσία της θεατρικής δημιουργίας; Μια παράσταση πρέπει να έχει κατ’ αρχάς αιτία. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει ένα σημαντικό ερώτημα το οποίο να «καίει» τους συντελεστές της. Αν υπάρχει αυτή η αιτία, τότε όλα θα μπουν στο δρόμο που πρέπει ώστε να την υπηρετήσουν: η όρεξη, η δουλειά, η απόλαυση κατά την εκτέλεση της παράστασης και, τέλος, οι θεατές. Εξακολουθείτε να κάνετε θέατρο μόνο για την ψυχή σας ή έχουν υπάρξει και κάποιες οικονομικές απολαβές; Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας και αυτό παραλίγο να το ξεχάσουμε φέτος. Με το που το ξεχάσαμε, είδαμε και τις οικονομικές μας απολαβές να μειώνονται. Ευτυχώς όμως θυμηθήκαμε το στόχο μας και επανήλθαμε. Αμέσως είδαμε και τις απολαβές να επανέρχονται. Αντικειμενικά όμως, μια μικρή ομάδα όπως εμείς, παρόλο που επιχορηγούμαστε εδώ και τέσσερα χρόνια, δε μπορεί να έχει απαιτήσεις οικονομικές. Ελπίζω να μπορέσουμε μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να εξελιχθούμε και να γίνουμε ένας αυτάρκης θεατρικός φορέας που θα έχει την δυνατότητα να ανταμείβει επαρκώς τα μέλη του. Διαθέτει κάποια τραγικότητα το κωμικό; Η κωμωδία είναι ένα το μέσο, το περιτύλιγμα του νοήματος της παράστασης. Κάνεις το θεατή να γελάσει, να ανοιχτεί, να σε εμπιστευτεί και, εκεί που δεν το περιμένει, γλιστράς μέσα στο μυαλό του και το μήνυμα του έργου. Το «αστείο» όμως πρέπει να έχει και ένα αντίβαρο, αλλιώς είναι απλώς ένα ανέκδοτο. Και το αντίβαρο αυτό συνήθως είναι τραγικό. Κοσμοσυρροή και φέτος στην «Κόλαση». Γιατί οι νεαροί θεατές έλκονται τόσο από την ανατροπή ενός θρησκευτικού παραλογισμού; Ο Χριστός μάλλον ήταν ένας άνθρωπος που κατείχε τη γνώση και, με τις καλύτερες προθέσεις, προσπάθησε να τη διδάξει. Αλλά, γενιά με γενιά, αιώνα με αιώνα, τα λόγια του αλλοιώθηκαν, η γνώση έγινε δόγμα και η αλήθεια κρύφτηκε κάτω από τόνους σκουπίδια. Σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων στην Ελλάδα έχει μεγαλώσει με μια θολή εικόνα του Χριστιανισμού από την οποία ξεχωρίζουν μόνο η αυτοθυσία, ο αλτρουισμός και η γενικότερη δαιμονοποίηση των παθών, άνευ διακρίσεων. Πιστεύω πως με την παράστασή μας «Εκεί, εκεί στην Κόλαση» ξεθάβουμε αυτές τις αραχνιασμένες «αρχές» και τις φέρνουμε στο φως, στο οποίο τελικά δεν αντέχουν και πολύ. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ γοητευτική και απελευθερωτική και μοιάζει με μια μικρή ενηληκίωση, πράγμα που την κάνει να αρέσει πολύ σε εμάς τους νέους της Ελλάδας που ακόμα και στα 30 μας δεν έχουμε ενηλικιωθεί τελείως. Το θέατρο είναι Λόγος. Υπάρχει όμως κι ο λόγος της σιωπής. Όπως στον «Πλανήτη». Πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος τις επικοινωνίας δεν είναι λεκτικό. Όντως μέσα από εκφράσεις και κινήσεις φτιάξαμε την παράσταση «Ο Πλανήτης» και καταφέραμε να πούμε μια αρκετά σύνθετη ιστορία χωρίς λόγια. Όμως είναι γεγονός πως η μη λεκτική επικοινωνία είναι μοιραία πιο αόριστη από την λεκτική και αρκετοί θεατές δεν αισθάνονται άνετα σε αυτήν την αοριστία. Εμείς θα ξανακάνουμε τέτοιες παραστάσεις και ελπίζω πως θα βελτιωθούμε. Μίλησέ μου για τη νέα σας δουλειά. Γιατί Μαμά Ελλάδα 2; Τι συνέβη στο 1; Το Μαμά Ελλάδα ξεκίνησε τον Οκτώβριο με την πρόθεση να γίνει ένα θεατρικό σίριαλ με 5 επεισόδια. Από τις πρώτες εβδομάδες όμως είδαμε ότι η παράσταση δεν λειτουργούσε. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μικροαλλαγές στη δομή της, κρατώντας το ίδιο υλικό και στις 5 Δεκεμβρίου παρουσιάσαμε τη βελτιωμένη (και κατά μισή ώρα μικρότερη) μορφή της. Την επόμενη μέρα η Αθήνα άρχισε να καίγεται και εμείς , εν μέσω επεισοδίων, διαπιστώναμε τελικά ότι το πρόβλημα της παράστασής μας δεν ήταν τελικά η δομή της, αλλά το ίδιο της το περιεχόμενο. Ήταν μια παράσταση χωρίς αιτία. Διπλά προβληματισμένοι λοιπόν σκεφτήκαμε ότι ως πολίτες πρέπει να κάνουμε κάτι για όλα αυτά που συμβαίνουν. Ωραίες οι πορείες, αλλά εμείς έχουμε βήμα, έχουμε κοινό και έχουμε και μια παράσταση που το θέμα της είναι η Ελλάδα. Έτσι αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια καθαρά πολιτική παράσταση μέσα από την οποία θα μας δίνονταν η ευκαιρία να εκφράσουμε τη θέση μας απέναντι στα γεγονότα. Χρησιμοποιώντας αρκετούς έτοιμους χαρακτήρες από το «Μαμά Ελλάδα», φτιάξαμε τελικά ένα καινούργιο, ολοκληρωμένο έργο, με βαθύ, κατά τη γνώμη μας, πολιτικό μήνυμα. Το ονομάσαμε Μαμά Ελλάδα 2 γιατί βασίζεται πάνω στο πρώτο, έστω και αν η φιλοσοφία του είναι τελείως διαφορετική. Το «Μαμά Ελλάδα 2» έκανε πρεμιέρα στις 7 Φεβρουαρίου και μέσα σε λιγότερες από 50 παραστάσεις ξεπέρασε τους 3.000 θεατές, αλλά και τους μέσους όρους του αριθμού των θεατών της «Κόλασης». Αυτή η παράσταση μας έδωσε χαρά. Γιατί μας θύμισε πόσο σημαντικό είναι να βγαίνεις στη σκηνή και να υπερασπίζεσαι κάτι που σε «καίει». Ποια η διαφορά ανάμεσα στους φορείς της εξουσίας σήμερα και κατά τον Χρυσού Αιώνα αν σκεφτούμε μάλιστα πως ο Φειδίας έκλεψε το χρυσάφι που του δώσανε οι Αθηναίοι για τον Παρθενώνα; Η «Μαμά Ελλάδα 2» γεννήθηκε όπως είπαμε το Δεκέμβρη και μέσα από τα γεγονότα που μας συγκλόνισαν. Βλέπαμε μια Αθήνα να καίγεται και τον Έλληνα να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα ψάχνοντας να βρει κάποιον να φταίει ώστε να αποθηκεύσει γρήγορα – γρήγορα το γεγονός στα βάθη της μνήμης του και να συνεχίσει - χωρίς αλλαγές - τη ζωή του. Η παράσταση δείχνει, πάντα με αστείο τρόπο, ότι όλοι κινούμαστε σε έναν κύκλο και πως πίσω από ότι βρίζουμε, βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι. Φυσικά και οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» δεν την βγάζουν καθαρή! Έρχονται αντιμέτωποι στην παράσταση με τους παπάδες και την νεολαία, σε μια τηλεοπτική αναμέτρηση για το «σε ποιον ανήκει η Ελλάδα». Εκεί θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους επώδυνα πολιτικά λάθη και θα λειτουργήσουν στρουθοκαμηλικά, όπως το συνηθίζει κάθε φορέας εξουσίας όταν απογυμνώνεται από τις άμυνες του. Ποια η σχέση σου με το διαδίκτυο; Θα θέλατε να γίνετε θέμα στο Φόρουμ μας; Έχουμε ένα site, το www.abovo.gr το οποίο μάλιστα αυτές τις μέρες του φεστιβάλ ξεπερνάει τα 2.000 pageloads καθημερινά. Επίσης, είδαμε φέτος ότι μέσω του facebook μπορεί να γίνει πολύ λειτουργική επικοινωνία για ομάδες σαν την δικιά μας. Πιστεύω πολύ στo internet και θα θέλαμε πολύ να γίνουμε θέμα στο forum σας. Ένα μήνυμα για τους χρήστες του Επί Σκηνής; Εκ μέρους του νεανικού θεάτρου (στο βαθμό που το εκπροσωπώ) καλώ τους χρήστες του «Επί Σκηνής» να ψάξουν τις νέες ομάδες και να μη φοβηθούν να δουν τις παραστάσεις τους. Πιστεύω δε πως το «Επί Σκηνής» μπορεί να βοηθήσει, βλέποντας πρώτο τις παραστάσεις και δίνοντας συμβουλές. Το θέατρο για μένα είναι "Συνάντηση" Μίλησέ μου για το "Ρέκβιεμ" ή αλλιώς "Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά πρέπει να υπάρχει κάποιο νόημα" του Φερνάντο Ρενχίφο. Παλιά συμφοιτήτρια μου απ’ τη θεατρολογία, η μεταφράστρια του έργου, η Μαρία Χατζηεμανουήλ, μου έδωσε να διαβάσω διαφορα ισπανικά έργα που είχε πρόσφατα τότε μεταφράσει . Με το που διάβασα τις πρώτες ατάκες, «φεύγω πτώμα απ’ τη δουλειά. Δεν ξέρω για ποιόν δουλεύω. Κανείς δεν ξέρει για ποιόν δουλεύει …» κατάλαβα ότι όχι μόνο με ενδιαφέρει, αλλά κι ότι μου μιλάει άμεσα και απλά, σα να τα έλεγα εγώ αυτά τα πράγματα. Μ’ αυτόν τον απλό και άμεσο λόγο, οι ήρωες του έργου αποκαλύπτουν μέσα από τις εκμυστηρεύσεις όλα όσα σκεφτόμαστε και αδυνατούμε πολλές φορές να διαχειριστούμε στον καθημερινό μας βίο. Αισθάνθηκα ότι δεν αναλώνεται καθόλου σε «εξυπνάδες» και εγκεφαλικά τεχνάσματα αλλά μας αποκαλύπτει την θλιβερή μεν αλλά απλή αλήθεια . Όταν το παρουσίασα με τους ίδιους συντελεστές σε μορφή αναλογίου στο πλαίσιο του φόρουμ δραματουργίας του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, έγινε κι εκεί άμεσα φανερό από την επιτυχημένη απήχηση του στο κοινό, πως κι οι θεατές είχαν την ίδια αποψη για το έργο. Τι αντιπροσωπεύουν οι τρεις άντρες που έρχονται αντιμέτωποι με την δίχως νόημα καθημερινότητά τους και τι αντιτάσσουν στην «πλήξη» της ρουτίνας; Και οι τρείς βουλιάζουν και ρουφιούνται συχνά απο την καθημερινότητα και τη σκληρότητα της ζωής, αν και επιφανειακά φέρουν ο καθένασ τον δικό του «κόσμο». Ο πρώτος, που παίζεται απο τον Αντώνη Ντουράκη, πλήττεται από τη ρουτίνα της δουλειάς, από την επανάληψη καθημερινά των ίδιων και των ίδιων διαδρομών, σαν ένας σύγχρονος Σύσιφος που μάταια αναζητεί την «λύση» στην περιφρόνηση της μοίρας του. Ο δεύτερος, που παίζεται απο τον Χρήστο Θεοδωρίδη, αναζητά τη διαφυγή στις αναμνήσεις , ενώ έντονα προσπαθει να καμωθεί πως «όλα πάνε καλά». Και ο τρίτος που τον υποδύεται ο Κωστής Κουτσολέλος αναζητά το νόημα στον έρωτα, τον οποίο όμως αδυνατεί να αισθανθεί ολοκληρωτικά. Πάντως για μένα και οι τρεις μοιάζουν να είναι ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικές στιγμές στη ζωή του. Στη ρουτίνα δεν αντιττάσουν τίποτα γιατί δεν μπορούν να την υπερβούν . Το μόνο που κάνουν είναι να αποδέχονται την αδυναμία τους και να συνεχίζουν .Το να αναγνωρίσει κανείς στον εαυτό του ότι παρόλα τα δύσκολα είναι ακόμη εδώ, είναι ίσως η μοναδική ρεαλιστική ελπίδα που μας επιτρέπεται και που μπορεί να μας ησυχάσει. Ποιο είναι το «νόημα» που τελικά δικαιώνει την «αθώα» ή «ένοχη» ύπαρξή τους; Το ότι μιλάνε για την ασχήμια τησ ζωής τους και άρα και της δικής μας. Την αποδέχονται. Δεν είναι καθόλου απλό ΚΑΙ ΛΊΓΟ αυτό. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του αδικημένος . Ζει καθημερινά την έλλειψη .Αυτό τον αθωώνει. Πως επεξεργάζεστε το υλικό σας στις πρόβες και πως επιχειρείτε το άνοιγμα της επικοινωνίας με το κοινό; Πως γίνεται το θεατρικό συμβάν «τρόπος» και «τόπος» συνάντησης των ανθρώπων; Υπάρχουν σαφώς τεχνικές και κάποια κλειδιά για να συμβεί αυτό . Για παράδειγμα «η ερώτηση» , ο εαυτός ή καλύτερα ο κόσμος που φέρει ο κάθε ηθοποιός … Αλλα νομίζω ότι το βασικότερο είναι πως δεν μπορώ να δω το θέατρο ως τίποτε άλλο παρά μόνο ως Συνάντηση . Γιαυτό το λόγο κάνω θέατρο και όχι σινεμά.. Ίσως αν οι συναντήσεις μου με τους φίλους μου με κάλυπταν να μην καταπιανόμουν με το θέατρο. Μίλησέ μου για την ως τώρα εμπειρία σου μέσα από διαφορετικές παραστάσεις σε διαφορετικούς χώρους και με διαφορετική σύσταση κοινού. Οσες φορές η συνάντηση δεν έχει επιτύχει η ευθύνη είναι δική μας. Δική μου και των ηθοποιών. Πιστεύω, μπορεί να κάνω και λάθος, πως όσο κι αν αντιστέκεται ένα κάποιο είδος κοινού υπάρχει πάντα τρόπος να το πλησιάσεις κι αυτό. Βέβαια δεν έχω βρεί ακόμα αυτόν τον τρόπο. Ο χώρος πάντως παίζει τεράστιο ρόλο γιατι υποσυνείδητα επιβάλει κλίμα και συμπεριφορές. Γιαυτό το λόγο αποφεύγω τις ιταλικές σκηνές. Νομίζω ότι από κατασκευής τους είναι προορισμένες για «θέαμα» και όχι για «συνάντηση». Σαφέστατα δεν υποτιμώ καθόλου το «θέαμα», απλώς δεν είναι τελικά ο δικός μου τρόπος. Σε μία παράσταση που παίζεται μέσα στον κόσμο πιο εύκολα θα συμμετέχει ο θεατής, θα πει «κι εγώ». Βέβαια αυτό το «εύκολο» δεν θα ήθελα να είναι πάντα το ζητούμενο. Το 100% τέλειο κορίτσι για σένα πως προέκυψε από διήγημα, περφόρμανς; Πάλι με το που διάβασα το κείμενο είπα «αυτό το πράγμα θέλω να το μοιραστώ με όλους». Όλοι, ακόμη και αυτοί που δεν το παραδέχονται, έχουν αναρωτηθεί για το αν υπάρχει το τέλειο ταίρι μας. Το θέτρο «Επί Κολωνώ» μου έδωσε την ευκαιρία να το κάνω προσφέροντας τον χώρο του δωρεάν. Πως ανταποκρίθηκε το κοινό; Έχουν ειπωθεί από τους θεατές τα πάντα, ότι μπορεί να ακούσει κανείς σε μία συζήτηση για το θέμα. Και σχεδόν πάντα στο τέλος υπάρχουν δάκρυα.Αυτή η παράσταση είναι πιο κοντά στην αφήγηση μιάς ιστορίας. Πως σου φάνηκε φέτος το Bob theatre festival; Πολύ καλή οργάνωση, γιορτινό κλίμα και βέβαια ένα αξιόπιστο βήμα για τις νέες ομάδες. Θα το περιμένω και του χρόνου. Πως τα βγάζετε πέρα οικονομικά; Προσωπικά δεν ζω από το θέατρο .Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός. Θα μπώ τώρα στη διαδικασία αίτησης επιχορήγησης κι αυτό βέβαι όχι για να ζήσω αλλά για να μας δοθεί η δυνατότητα σαν ομάδα να εξελίξουμε τη δουλειά μας. Μέχρι στιγμής όλοι εργαζόμαστε και κάπου αλλού. Επόμενοι στόχοι, σχέδια, όνειρα; Πως βλέπεις την εξέλιξη της δουλειάς σου; Μέχρι στιγμής οι δουλειές μου είναι άμεσες, απλές και ειλικρινείς. Θα ήθελα να γίνουν και ποιητικές, γυμνές, φυσικές. Δύσκολο. Θέλει πολλή δουλειά και εμπειρία. Δεν έχω ιδέα αν θα τα καταφέρω. Αν μπορούσες να αλλάξεις κάποια πράγματα στην θεατρική πραγματικότητα της χώρας μας, ποια θα ήταν αυτά; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσπαθήσω να δημιουργώ όλο και πιο «πραγματικές» παραστάσεις. Ας γίνει όμως επιτέλους αυτή η Ακαδημία Θεάτρου. Εγώ θα πήγαινα. Να μάθω… Ποια η σχέση σου με το διαδίκτυο; Το αντιμετωπίζω λίγο σαν εγκυκλοπαίδεια των πάντων . Σημαντικών και μη. Εχω βρεί αρκετές φορές απίθανο υλικό για τη δουλειά μου. Στείλε ένα μήνυμα στους χρήστες του «Επί Σκηνής. You can't always get what you want Επιχειρώντας μέσα απ’ τα «μικρά» να αντιμετωπίσεις τα «μεγάλα» Πως ξεκίνησε το Νο 44; Ο Στάθης ο Λιβαθηνός ήθελε μεταξύ άλλων να δημιουργήσει και μια ενότητα τριών παραστάσεων στο Μεταξουργείο. Μου έγινε το αίτημα με γενικό θέμα «βιογραφίες». Επειδή κι οι τρεις που συμμετείχαν στράφηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση, το πρότζεκτ περιορίστηκε σε βιογραφίες ανθρώπων του περιθωρίου. Τότε και με έναν τέτοιο στόχο, είχα την γνωριμία με αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος διανύει τον έβδομο χρόνο στη φυλακή κι αποφυλακίζεται τον Ιούνιο. Επέλεξα τους ηθοποιούς μου χωρίς να ξέρω ακόμα τη μορφή της παράστασης. Πήραμε τα πρώτα γράμματα του ανθρώπου αυτού ενώ τον είχα ήδη συναντήσει μια φορά. Είχαμε σύνολο γύρω στα οκτώ γράμματα κι άλλες δύο συναντήσεις. Μία μέρα της πενθήμερης άδειά του τον κρατήσαμε ώρες , τον πυροβολούσαμε με ερωτήσεις κι ο άνθρωπος ήταν πολύ δεκτικός να απαντήσει στα πάντα. Από τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι Φεβρουάριο που ανεβήκαμε συλλέγαμε συνεχώς πληροφορίες και διαμορφώσαμε έτσι την τελική μορφή της παράστασης. Ο Σαρακατσάνης που είχε δει δουλειές μου, μου πρότεινε να συμμετέχω μ’ αυτό το έργο στο Bob theatre festival και δέχτηκα με χαρά γιατί εκτιμώ πολύ τη δουλειά των AbOvo και πιστεύω στις δυναμικές αυτού του φεστιβάλ με συμμετοχές, από νέους ταλαντούχους δημιουργούς και ομάδες. Εσύ ήσουν ο βασικός υπεύθυνος και για το κείμενο της παράστασης το οποίο βασίζεται σε μαρτυρίες ενός φυλακισμένου και αποτελείται από τρεις ενότητες. Την σκηνή της επιστροφής του ήρωα στο σπίτι από τη φυλακή όπου και συναντάει την πρώην φίλη του και τον αδελφό του και δύο μονολόγους οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή του στη φυλακή και στο πως κατέληξε εκεί. Όλο το έργο εξελίσσεται στη διάρκεια της ημέρας που αυτός ο ήρωας βγαίνει από την φυλακή. Είναι πια ελεύθερος αλλά δεν το νοιώθει ακόμα, δεν μπορεί να το νοιώσει. Μαθαίνει ή μάλλον επαληθεύει ότι η κοπέλα του δεν είναι πια μαζί του. Έρχεται να τον δει ο αδελφός του, ο οποίος συγκρούεται με την πρώην κοπέλα του. Ο ήρωας τους απομονώνει από τη σκέψη του, κλείνοντάς τους σε ένα κουτί της φαντασίας του και ταξιδεύει μέσα από την εμπειρία του. Έτσι, εκεί που ήταν εγκλωβισμένος συναισθηματικά και ψυχικά, μέσα από αυτή την διαδικασία ενδοσκόπησης, συνειδητοποιεί ότι έχει ξαναπάρει πίσω την ελευθερία του. Τώρα είναι πιο ώριμος, ξέρει τι να κάνει με την ελευθερία του, πώς να διαχειριστεί αυτό που ξανακέρδισε και τον εαυτό του. Μέσα από την παρένθεση της εσωτερικής του σκέψης, μαθαίνουμε και την ιστορία του. Μέσα από μια δεύτερη παρένθεση που προηγείται, διηγείται τις εμπειρίες του από τη φυλακή και την ουσία της τιμωρίας, να ονειρεύεσαι αυτά που δεν μπορείς να αγγίξεις. Δεν πρόκειται για ένα θεατρικό έργο αυτόνομο. Θα έλεγα πως είναι ένα θεατρικό έργο-γεγονός-παράσταση. Μίλησέ μου για την προηγούμενη δουλειά σου, τους «Δανειστές» του Αουγκούστ Στρίμπεργκ. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έκανα τους «Δανειστές» επειδή ήταν μια δοκιμασία σε ένα πολύ διαφορετικό είδος. Έπαιξαν οι Θάνος Αλεξίου, Άγις Εμμανουήλ και Αθηνά Αλεξοπούλου. Και γω κι οι ηθοποιοί μου βγήκαμε απείρως πιο δυνατοί απ’ αυτή την εμπειρία. Ήταν ένα κλασσικό κείμενο και σε τέτοιες περιπτώσεις σε χτυπάνε από παντού. Άλλοι σχολιάζουν την σκηνοθεσία, δεν το βρίσκουν όσο μοντέρνο θα θέλανε να είναι από μια νέα ομάδα, άλλοι την μικρή ηλικία των ηθοποιών. Παίζεται από ηλικίες άνω των πενήντα συνήθως. Εμείς το παίξαμε με ηλικίες τριάντα, τριάντα-πέντε, εκεί. Η αλήθεια είναι πως αν σκεφτείς ότι μιλάμε για το 1988, οι ηλικίες σίγουρα θα ήταν μικρότερες όταν γράφτηκε γιατί τότε οι άνθρωποι πραγματεύονταν ζητήματα τέτοια στα τριάντα τους. Στα πενήντα ήταν γέροι ή ακόμα και πέθαιναν. Τέλος πάντων αυτό δεν έχει σημασία για μένα, το θέμα είναι να βγει η ουσία του πράγματος. Δηλαδή ακολούθησες μια κλασσική γραμμή στην σκηνοθεσία των «Δανειστών»; Δεν ήταν ακριβώς κλασσική με την έννοια ότι δεν κρατήσαμε το ενδυματολογικό και σκηνογραφικό πλαίσιο της εποχής. Το σκηνικό ήταν ένα τρίγωνο στο έδαφος με κάποια στοιχεία πάνω του κι οι ηθοποιοί ήταν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης στη σκηνή με κάποια συνθήκη πάντα ενώ ο διάλογος γινόταν μεταξύ των δύο κάθε φορά, αφού παίζουν μόνο δύο χαρακτήρες σε κάθε σκηνή, σε τρεις συνδυασμούς. Ήταν μια λιτή, θα έλεγα με κάθε επιφύλαξη, μοντέρνα άποψη του πράγματος, χωρίς να φτάνει στα άκρα από καινοτομίες. Το παιχνίδι παιζόταν καθαρά στο πως θα συμβεί η επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς στη σκηνή εκείνη τη στιγμή κι όταν αυτό πετύχαινε είχαμε μια πολύ ωραία παράσταση. Ε! εντάξει ήταν εύκολο να χτυπηθεί από παντού αυτό, και από κριτικούς κι από κάποιο κόσμο. Αυτό που αντιλήφθηκα ήταν πολύ αντιφατικές απόψεις. Σε άλλους άρεσε πάρα πολύ, και σε άλλους καθόλου. Ξέρεις, θέατρο είναι, δεν μπορείς να αρέσεις σε όλους, θα ήταν και ανησυχητικό… Μετά από μια σειρά παραστάσεων στο χώρο, μπορείς τώρα να προσδιορίσεις ποιο είναι το κοινό σου; Δεν έχω καταλάβει αν είναι οι νεώτεροι από μένα, αν είναι μεγάλοι άνθρωποι… Έχω δει θεατές απ’ όλες τις ηλικίες στις παραστάσεις μου κι έχει τύχει να τους αρέσει αυτό που είδανε και να μην τους αρέσει επίσης… Δεν ξέρω ακόμα αλλά νομίζω πως υπάρχουν κάποιοι που έχουν σταμπάρει το όνομά μου και παρακολουθούν τις παραστάσεις μου. Οικονομικά πως αντιπαρέρχεσαι; Μπορείς να ζήσεις από τις σκηνοθεσίες σου; Δεν μπορείς να περιμένεις από τις παραστάσεις. Τα εισοδήματα από τις σκηνοθεσίες δεν είναι σταθερά, ούτε και αρκετά. Ζω κάνοντας μαθήματα υποκριτικής. Τώρα διδάσκω σ’ ένα πολιτιστικό κέντρο στην Κηφισιά. Η διδασκαλία είναι κάτι με το οποίο έχω τριφτεί εδώ και έξι επτά χρόνια και έχω μια συγκεκριμένη μέθοδο που δουλεύω με τους ηθοποιούς. Είναι κάτι που μου αρέσει και μου προσφέρει κάποια σταθερά έσοδα, … Έχω και την ομάδα μου στη Νέα Αρτάκη όπου πληρώνομαι από το Δήμο σταθερά και με την οποία συνεχίζω. Θα ανεβάσουμε φέτος το καλοκαίρι Μολιέρο, το «Γιατρό με το στανιό». Το χειμώνα θα ολοκληρώσουμε την παράσταση που ξεκινήσαμε να δουλεύουμε φέτος πάνω στους «Δέκα μικρούς νέγρους» της Αγκάθα Κρίστι. Όλα αυτά για μένα είναι σπουδή, να δουλεύω δηλαδή πάνω σε έργα που δεν θα ανέβαζα ποτέ σε κάποιο θέατρο στην Αθήνα. Δεν έχεις σκεφτεί να δημιουργήσεις μια δική σου ομάδα; Δεν μου είναι πολύ εύκολο να κινώ καταστάσεις και να δημιουργήσω ομάδα η οποία θα μπει στο χώρο με δική της παραγωγή, ρισκάροντας χρήματα. Σε ότι έχω κάνει μέχρι στιγμής είμαι μέρος μιας παραγωγής υπάρχουσας. Και νομίζω πως έτσι θάπρεπε να είναι τα πράγματα για να μπορεί ο καθένας να κάνει σωστά τη δουλειά του στον τομέα του. Παιδιά που εκτιμώ τα βλέπω να τρέχουν για να στήσουν την παραγωγή τους, κάτι που τους τρώει δυστυχώς πολύ ενέργεια την οποία θα έπρεπε να διοχετεύουν στη δουλειά τους, που επί της ουσίας είναι η θεατρική δημιουργία. Στη θεατρική δημιουργία λοιπόν ποιος είναι ο δικός σου δρόμος; Ο δρόμος, ο ένας από τους κυριότερους που θα ‘θελα να ακολουθήσω είναι αυτός που άνοιξε η παράσταση «πέναλντι» και συνεχίστηκε και φέτος με το Νο44. Χωρίς φυσικά να υποτιμώ καμμία από τις άλλες μου δουλειές… Σ΄αυτό το δρόμο δούλεψα και το «Επείγον», μια παράσταση με τους μαθητές μου στην Αρτάκη, όπου είχαμε δημιουργήσει μια ταβέρνα και παίζανε εικοσιπέντε άτομα. Βρήκαμε αυτή τη συνθήκη και αρχίσαμε να κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, πολλούς αυτοσχεδιασμούς ανά δύο, ανά τρεις, και μετά το βλέπαμε, συζητάγαμε πάνω σ΄ αυτό, εξελίσσοντας τους χαρακτήρες. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να κρατάμε σημειώσεις, γυρίσαμε βίντεο… Κάποια στιγμιότυπα είχανε ήδη δημιουργηθεί και μείνανε ως κομμάτια και σε κάποια άλλα έγραψα το κείμενο πάνω στις σημειώσεις. Όταν έδωσα πια τα κείμενα στα παιδιά, τα έπαιξαν αμέσως. Ήξεραν ακριβώς την κατάσταση. Είχαν, μέσα από τη διαδικασία, καταλάβει πως προήλθε. Ήταν τα δικά τους λόγια αλλά τοποθετημένα πλέον σε κανόνες. Κάπως έτσι συνέβη και με το Νο 44 βέβαια. Δεν είναι ακριβώς ντιβάιστ, τα κείμενα φιλτράρονται πολύ από μένα. Είναι μια μικτή διαδικασία όπου υπάρχει μια βασική ιδέα, δουλεύεται με αυτοσχεδιασμούς, κάποιες σκηνές προκύπτουν από αυτούς, κάποια τα γράφω εγώ πάνω στους αυτοσχεδιασμούς. Είναι κουραστική και δύσκολη διαδικασία που δεν μπορεί να γίνεται συνέχεια αλλά μου επιτρέπει να μελετώ και να ψάχνομαι πάνω σ’ ένα θέμα που αφορά την τελείως σημερινή Ελληνική πραγματικότητα. Μ’ αυτή την πρόταση που μου έκανε ο Λιβαθηνός, βρήκα το δρόμο για να ασχοληθώ και πάλι με το αγαπημένο μου θέμα, με τους διπλανούς μας ανθρώπους που έχουν τα προβλήματά τους, που τρώγονται, που συγκρούονται, που έχουν όνειρα. Αλλά βέβαια όχι σ’ ένα πλαίσιο μικροαστικού κουτσομπολιού πάνω στα μικροπροβλήματα μας αλλά επιχειρώντας κάθε φορά μέσα από τα μικρά να ανιχνεύσεις και να αντιμετωπίσεις μεγάλα θέματα. Έχεις κάποιο πρότυπο σε σχέση μ’ αυτή την μεθοδολογία, αυτό τον δρόμο; Θαυμάζω τον Μάικ Λη, τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη. Νομίζω ότι θα ήθελα συνειδητά να κάνω σε σχέση με τα ελληνικά δρώμενα κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει εκείνος αντλώντας από την δική του, την Βρετανική πραγματικότητα. Και ακολουθώντας τον τρόπο που δουλεύει αυτός, δημιουργώντας χαρακτήρες και φτιάχνοντας ιστορίες μέσα από τις συγκρούσεις, ξεκινώντας από το καθημερινό για να θίξεις το μεγάλο θέμα. Θα ήθελα και γω ανάλογα να χρησιμοποιήσω το ρεαλισμό που είναι μάλλον το καλύτερο πράγμα που ξέρω να κάνω. Τον θαυμάζω αυτό τον καλλιτέχνη και με εμπνέουν πολύ όλα του τα έργα. Τέτοιου τύπου συνδυασμοί, Ελληνική πραγματικότητα και μεγάλα θέματα… Αυτός είναι ο δρόμος που θα ήθελα να ακολουθήσω. Και περιλαμβάνει αρκετά και το κομμάτι της συγγραφής του έργου. Δεν αποκλείω τίποτε άλλο, και μιούζικαλ θα ήθελα να κάνω, μα κυρίως με ενδιαφέρει αυτό. Να το κάνω όσο γίνεται πιο συχνά. Βλέπεις είναι και δύσκολο να σου εμπιστευτούν τέτοιες δουλειές, δεν ποντάρουν σε τέτοιες δουλειές. Ποια είναι η ουσία της τεχνικής που δουλεύεις με τους ηθοποιούς σου; Μιλούν γρήγορα αλλά καθαρά και με φυσικότητα. Είναι πολύ αληθινοί στη σκηνή. Το θέμα είναι να συμβαίνει το ουσιώδες μεταξύ τους, να μην χάνουν τον παλμό, τη ροή, να είναι συγκεντρωμένοι και να διεκδικούν τη δράση τους. Ξέρουν καλά, ηθοποιοί είναι, ότι στο θέατρο πρέπει να ακούγονται αλλιώς δεν αφορά κανέναν. Ξέρουν ότι πρέπει να ανοίξουν. Είναι το τελευταίο μέρος της δουλειάς μου αυτό, το να το ανοίξω τους ηθοποιούς και να περάσει το κείμενο στην πλατεία, στο κοινό. Όλο το θέμα είναι να καταλάβουν καλά τι συμβαίνει ανάμεσά τους. Ακόμα κι όταν διακόπτονται, γιατί είναι συνηθισμένο στα έργα μου να διακόπτονται, να προσπαθούν να βρουν το στόχο τους μέσα από όλα αυτά τα εμπόδια. Διακόπτεσαι αλλά δεν διακόπτεται κι η ζωή σου. Πάνω σ’ αυτό δουλεύουμε πολύ. Μέσα από τις επαναλήψεις συντονίζονται έτσι ώστε να ελέγχουν τα σημεία στα οποία διακόπτονται και το πώς θα ξαναμπούν. Είναι θέμα επαναλήψεων, ρυθμού… Να κατανοήσεις την ουσία του πράγματος και να προχωρήσεις μέσα από τις διακοπές. Γι’ αυτό είναι και επικίνδυνο, γι’ αυτό μπορεί να χάσουμε και παραστάσεις. Μπορεί να χαθεί όλο αυτό το κομμάτι συντονισμού τους και να το ψάχνουν την ώρα της παράστασης. Αυτό με προβλημάτισε πάρα πολύ φέτος, η αστάθεια των παραστάσεών μου. Προσπαθώ να βρω τρόπους ώστε σ’ αυτό το πολύ ρευστό σύστημα, όπου μόνο την ουσία ξέρεις και διεκδικείς, να υπάρξει μια συνέπεια, να σταθεροποιηθεί το επίπεδό του. Η απόδραση : ένα σύμπαν σιωπηλό και λαλίστατο Πως νοιώθεις ερμηνεύοντας ένα ρόλο χωρίς την παρουσία λόγου. Πως μετατρέπεις την κίνηση σε λόγο; Νιώθω να ενεργοποιείται το σώμα μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια καθώς η απουσία λόγου οξύνει τις υπόλοιπες αισθήσεις. Μπαίνω σ’ ένα διαφορετικό σύμπαν που πολλές φορές αισθάνομαι ότι είναι λαλίστατο. Η κίνηση, η έκφραση μετατρέπεται σε λόγο όταν είσαι ανοιχτός σε κάθε ερέθισμα και ανταποκρίνεσαι στην κάθε στιγμή της "διήγησης" με ειλικρίνεια και αγνότητα. Οφείλεις να είσαι παρών με όλες τις δυνάμεις σου καθώς πολλά μέρη είναι αρκετά απαιτητικά όχι μόνο ως προς την έκφραση αλλά και ως προς την εκτέλεση. Για να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα, έχει εφευρεθεί μια ιδιαίτερη τεχνική, αυτή των κινησιολογικών ψευδαισθήσεων. Με λίγα λόγια μπαίνω στην ιστορία και έχοντας τον λόγο στο κεφάλι μου, αφήνω εκείνην να με ταξιδέψει. Προσωπικά, η απουσία λόγου πολλές φορές μου δίνει μεγαλύτερη συγκέντρωση. Πως σου φάνηκε φέτος το Bob theatre festival; Μου φάνηκε σαφώς πιο οργανωμένο και με μεγαλύτερη ανταπόκριση. Η Απόδραση τι ανταπόκριση είχε στο κοινό του φεστιβάλ; Η Απόδραση, από τα λεγόμενα των θεατών και στο Βοb theatre, εντυπωσίασε, αιφνιδίασε και έκανε πολλούς ανθρώπους να γελάσουν και να θέλουν να παρακολουθήσουν αυτήν την διαφορετική και ξεχωριστή παράσταση ξανά και ξανά. Σαν να αποκτάει οπαδούς. Υπάρχουν άνθρωποι που την έχουν δει πάνω και από τρεις φορές κι ελπίζω να μας ακολουθήσουν, όπως και αυτοί που δεν την έχουν δει ακόμα καμία, στην νέα θεατρική μας στέγη, το θέατρο του Νέου Κόσμου από τον επόμενο Οκτώβρη. Πως ονειρεύεσαι το θεατρικό σου μέλλον; Ονειρεύομαι σημαντικές συνεργασίες με σημαντικούς ανθρώπους, με σπουδαία έργα, με ιδιαίτερους ρόλους, με ξεχωριστές παραστάσεις και κυρίως με καλές συνθήκες σε όλους τους τομείς. Ουτοπικό; Ίσως, αλλά κάπως έτσι είναι τα όνειρα. Και με λίγη τύχη μπορούν να βγουν πραγματικά. Πάντως μου το εύχομαι! Όπως και μια θέση στον χώρο της θεατρικής σκηνοθεσίας και συγγραφής. Το παράκανα; Όχι καθόλου. Μερικά όνειρα σου φέτος δείχνουν να πραγματοποιούνται αφού ερμηνεύεις τον Καραγκιόζη στην παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη «Ο Μεγαλέξανδρος κι ο καταραμένος όφις». Πως νοιώθεις παίζοντας τον πιο δημοφιλή λαϊκό ήρωα του Ελληνικού θεάτρου σκιών; Το να υποδύομαι τον ρόλο του Καραγκιόζη υπό την καθοδήγηση του Δήμου Αβδελιώδη είναι μια εμπειρία συγκλονιστική. Το να γίνεσαι αέρινος σαν την χάρτινη φιγούρα του θεάτρου σκιών, να αρθρώνεις έναν λόγο που απαιτεί μια ιδιαίτερη τεχνική, να κινείσαι και να παίζεις ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία και πάντα σε προφίλ, να χάνεσαι μέσα σε πολλαπλούς μπερντέδες και σε ζωντανές μελωδίες σε συνδυασμό με το βάρος της λαϊκής παράδοσης που κουβαλάει ο Καραγκιόζης στην καμπούρα του, αποτελούν μεγάλη πρόκληση, ευθύνη και χαρά για έναν ηθοποιό. Και κυρίως μεγάλο σχολείο. Ίσως ο πιο δύσκολος και συνάμα ο πιο απολαυστικός ρόλος της μέχρι τώρα πορείας μου. Στείλε ένα μήνυμα για τους χρήστες του Επί Σκηνής. Εύχομαι να στηρίζετε το θέατρο, όπως ήδη κάνετε και σας ευχαριστώ γι' αυτό, και από την πλευρά μου να προσπαθούμε να κάνουμε παραστάσεις που κάτι έχουν να σας πουν, να σας διασκεδάζουν και να σας ψυχαγωγούν έντιμα και ουσιαστικά. Πως προέκυψε το Σκουίκ; Νικόλας: Προέκυψε από μία ανάγνωση του αφρού των ημερών που είναι ένα μυθιστόρημα του Μπόρις Βιαν. Καθίσαμε το καλοκαίρι του 2006, το διαβάσαμε, καταλήξαμε σε μία διασκευή του, γεννήσαμε το δικό μας «ποίημα» παίρνοντας το υλικό απ’ το μυθιστόρημα και ετοιμάσαμε ένα κείμενο το οποίο, να μας συγχωρεί ο Μπόρις Βιαν, θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι πολύ συνεπές όσον αφορά την ουσία του έργου του αλλά βεβαίως και αρκετά διαφορετικό, αφού έχει μορφή θεατρική. Ακολούθησε η παράσταση Σκουίκ 1… Νικόλας: Ναι. Συναντηθήκαμε με τους συνεργάτες μας και ετοιμάσαμε την παράσταση αυτή που παίχτηκε στο Θέατρο της Άνοιξης για οκτώ βράδια. Επειδή ήταν η πρώτη φορά που αναλαμβάναμε και τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία και την δημιουργία του κειμένου, θέλαμε να έχουμε αυτές τις «προπαραστάσεις» ώστε ο κόσμος μας να μπορέσει να πει γνώμες και σχόλια για την βελτίωση και την εξέλιξη της δουλειάς. Από τις γνώμες που επιλεκτικά διαλέξαμε, σχηματίσαμε μια εικόνα για το ποιες σκηνές έπρεπε να συντομευθούν, ποιες θα μπορούσαν να απλωθούν κ.λ.π. Και προέκυψε το Σκουίκ 2, το οποίο… …τον Σεπτέμβρη του 2008, με τις επεμβάσεις, τις αλλαγές και τις βελτιώσεις ολοκληρωμένες, ανέβηκε στο Θέατρο της Άνοιξης πάλι, αυτή τη φορά για ολόκληρη τη χειμερινή σεζόν με επιτυχία, αφού δεν χάσαμε παράσταση ούτε με τα γεγονότα του Δεκέμβρη κι όποιες κριτικές γράφτηκαν ήταν θετικές, αν και η προσέλευση και η ικανοποίηση του κόσμου είναι για μας η πιο σημαντική. Πότε κρίνετε ότι ο κόσμος ανταποκρίθηκε θετικά στην παράσταση σας; Νικόλας: Μας ενδιαφέρει οι θεατές να φεύγουν προβληματισμένοι μάλλον παρά εύθυμοι, να μην μας λένε τη γνώμη τους εκείνη τη στιγμή, να το σκέφτονται και να το συζητάμε αργότερα. Να μην κάνουμε απλά τις δημόσιες σχέσεις μας στο Φουαγιέ αλλά πραγματικά να έχουν πάρει κάτι απ’ αυτό που έχουμε καταθέσει, ώστε να πάμε και εμείς και αυτοί ένα βήμα παραπέρα. Πως δουλέψατε πάνω στο κείμενο με τους ηθοποιούς σας κάνοντας απ’ ότι ξέρω πολλούς μήνες πρόβα; Νικόλας: Δουλέψαμε έξι μήνες. Πολλές αλλαγές κι ανατροπές έγιναν με το που μπήκαν οι ηθοποιοί στην πρόβα. Όπως γίνεται συνήθως, σε κάποια σημεία έδωσαν μια προοπτική που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ και μας άρεσε. Σε κάποια άλλα υπήρχε κάτι που δεν μας άρεσε. Και πως βρεθήκατε να συμμετέχετε στο Bob theatre festival; Νικόλας: Όταν στο τέλος του Φλεβάρη ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις νοιώθαμε ότι ο κύκλος του Σκουίκ είχε κλείσει. Μας έγινε όμως η πρόταση από τον Γιώργο τον Σαρακατσάνη. Είναι και φίλος, είναι και ένα πετυχημένο φεστιβάλ, συγκεντρώνει και ομάδες οι οποίες είναι ενεργές στο χώρο και δεν είχαμε κανένα λόγο να μην το τιμήσουμε με την παρουσία μας κι εμείς. Βέβαια μία παράσταση, όταν την αφήνεις σ’ αφήνει κι αυτή κι ομολογουμένως υπήρξε ένα ρίσκο αφού χρειάστηκε πολύ δουλειά και αντικαταστάσεις για μία και μοναδική παράσταση Πριν από το Σκουίκ, ποια ήταν η δράση της ομάδας «Μικρή Σκηνή; Γεωργία: Συστήσαμε την ομάδα το 2004, ξεκινώντας με μία παράσταση στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας και από τη σχολή του Γιώργου Κιμούλη από την οποία αποφοιτήσαμε. Μετά από δική του πρόταση και με δεκαοκτώ μήνες πρόβα, στην ουσία ένα στούντιο για να διδαχτούμε το πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια παράσταση, ανεβάσαμε τη Δίκη του Φραντς Κάφκα σε δική του επίσης σκηνοθεσία. Εκεί, σε μία παραγωγή εικοσιπέντε ανθρώπων, λειτουργήσαμε σαν εκτελεστικά όργανα, με αυστηρότητα, ακρίβεια. Ήταν πολύ σημαντική για μας αυτή η παράσταση αφού εκεί επιλέξαμε τον τρόπο που θα θέλαμε να δουλέψουμε στο μέλλον. 80 παραστάσεις με πολύ καλή προσέλευση και πολύ καλή αποδοχή από το κοινό. Έτσι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε. Γιατί οι νεανικές ομάδες δεν συνεργάζονται νε νέους Έλληνες συγγραφείς; Γεωργία: Η διαδικασία εύρεσης κειμένου είναι ένα θέμα για όλες τις ομάδες. Μας αρέσει να δουλεύουμε πάνω σε κείμενα που έχουν έντονο το στοιχείο του συμβολισμού και αναφέρονται σε διαχρονικές αξίες. Ποια είναι τα σχέδια σας, τώρα που αφήσατε πίσω το Σκουίκ; Νικόλας: Ακόμα δεν έχουμε καταλήξει σε κείμενο. Είναι όμως σίγουρο πως φέτος θέλουμε να ασχοληθούμε μ’ ένα κλασσικό κείμενο.Η ανάγκη μας να μιλήσουμε με λόγια τα οποία δεν ακουμπούν την καθημερινότητα της ζωής μας αλλά τον κόσμο από το ξεκίνημά του ως την διάλυσή του, μας έχουν κάνει να θέλουμε φέτος κάτι ακόμα πιο κλασσικό. Νομίζω ότι θα το παλέψουμε. Βεβαίως με όσο λιγότερο κλασσική προσέγγιση γίνεται ώστε να ακουμπάει και την δική μας αισθητική. Σίγουρα μέσα στα πλαίσια του τρόπου που δουλεύουμε και αγαπάμε, με πιο εξπρεσιονιστικούς τρόπους έκφρασης πιο συμβολικούς, πιο γκροτέσκους, λιγότερο νατουραλίστικους, με ρεαλιστικό λόγο βέβαια. Θα θέλαμε φέτος, αν είναι δυνατό, να εντάξουμε ζωντανά τη μουσική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις παραστάσεις μας. Μπορεί να μειώσουμε τον αριθμό των ηθοποιών για να έχουμε δύο μουσικούς επί σκηνής ώστε να δουλέψουμε μαζί το project. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένας ζωντανός οργανισμός ανάμεσά μας αντί να μιλάει το κασετόφωνο. Άλλη ενέργεια, άλλη ζωτικότητα, άλλη δημιουργικότητα. Μια και σκέπτεστε να κάνετε την αρχή, πως βλέπετε την συνεργασίες με άλλες ομάδες; Γεωργία: Είναι ένα βήμα στην πορεία. Τι σας φοβίζει ως αυτόνομη ομάδα με δική σας παραγωγή; Νικόλας: Εγώ έχω δύο απαντήσεις. Η μία αφορά τη μικρότητά μου ως άνθρωπο. Αισθήματα φαιδρά… Το ότι ακολουθούμε μια μοναχική πορεία, το ότι νοιώθεις συνεχώς να είσαι ένα βήμα πίσω από τα πράγματα, το ότι δεν μπορεί η δουλειά σου να αποκτήσει μεγάλη δημοσιότητα αφού χρειάζονται πολλά χρήματα για να μπεις στο παιχνίδι της διαφήμισης… Και ξαφνικά βλέπεις πως ενώ δουλεύεις χρόνια ολόκληρα στο θέατρο, αρκεί μία τηλεοπτική φωτοβολίδα για να σε κάνει να νοιώσεις πως εσύ σε σχέση με άλλους ανθρώπους της δουλειάς σου, είσαι εκατό βήματα πίσω από δημοσιότητα. Ο φόβος μου όμως ο κυριότερος σε σχέση μ’ αυτό που κάνουμε είναι αν είμαστε άξιοι των ονείρων και των φιλοδοξιών μας. Δεν είμαι σίγουρος αν είμαστε αρκετά ταλαντούχοι, ικανοί, υπομονετικοί για να αντέξουμε στις δυσκολίες της πορείας αυτής που νομίζουμε ότι μας οδηγεί στους στόχους μας. Θα συνεχίσουμε να κάνουμε κάθε χρόνο μερικά βήματα μπροστά ή θα φτάσει μια στιγμή που θα νοιώσουμε πως «ως εδώ ήταν, δεν υπάρχει κάτι να πούμε, έχουμε κουραστεί, έχουμε φοβηθεί, έχουν αλλάξει οι ανάγκες μας»… Αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος μήπως δεν μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στα όνειρά μας και στις φιλοδοξίες που έχουμε για τη Μικρή Σκηνή μας. Μιλήστε μου για τις πρακτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζετε ως νέα ομάδα Γεωργία: Η πρώτη δυσκολία που αντιμετωπίζουν όλες οι ομάδες που δεν έχουν δική τους στέγη είναι ο χώρος των προβών. Εσείς για την υποδοχή του κοινού έχετε και την Γεωργία η οποία… Νικόλας: …είναι αστέρι. Και είναι μεγάλη τύχη για μας που πίστεψε στην ομάδα μας. Δεν έχουμε λόγια να την ευχαριστήσουμε για την προσφορά της. Δώστε μου ένα μήνυμα για τους χρήστες του «Επί Σκηνής» Νικόλας: Μήνυμα δεν έχουμε, έχουμε ευχή. Αρχικά, ευχόμαστε να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στην έννοια του πολιτισμού, να υπάρξει περισσότερος κόσμος που να ασχολείται με το θέατρο, με το σινεμά, με τις τέχνες, με τα βιβλία. Και μάλιστα σε μικρότερο μέσο όρο ηλικίας.
|