Σχετικά άρθρα
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Παρασκευή, 05 Απρίλιος 2013 17:40 |
Αγαμέμνων Του Γιάννη Ρίτσου «…Η προσπάθεια μου – όσο μικρή κι ασήμαντη – είναι να ξαναβρεί η ποίηση τον αληθινό της χώρο και τον αληθινό προορισμό της – χώρο πλατύ, κοινό πλατύ και όχι χώρο κλειστού δωματίου, όχι χώρο μοναξιάς. Προορισμός να εγγίζει την ψυχή, να την ξυπνάει, να την τραντάζει με αισθήματα και με προβλήματα, να τη διδάσκει και να τη μεταπλάθει στο καλύτερο ...» Γιάννης Ρίτσος Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Βάγια το δραματικό ποίημα «Αγαμέμνων» του Γιάννη Ρίτσου, παρουσιάζεται από τις 22 Μαρτίου στο Studio Όρα , στη Θεσσαλονίκη.
Το κείμενο «….Όλοι μας ίσοι. Άοπλοι δηλαδή…» (Αγαμέμνων). Όταν επιλέξουμε να παρακολουθήσουμε ένα θεατρικό έργο με κυρίαρχο στοιχείο τον ποιητικό του λόγο, (για άλλους μια μόδα, ένα μοντέλο, ένα κίνημα, το αρχαιότερο είδος θεάτρου ή ένα «ξέφτισμα» στην πορεία του - πάντως σίγουρα μια διαφορετική διακειμενική σύνθεση με την δική της ξεχωριστή διαδρομή-), πρέπει να υπηρετήσουμε κι εμείς πιστά την επιλογή μας και να το αντιμετωπίζουμε ακριβώς σαν μια θεατρική πράξη όπου όλα είναι βασισμένα πάνω στον λόγο. Όχι ως ένα απομονωμένο λυρικό στοιχείο αλλά ως αναπόσπαστο συστατικό που ορίζει και καθορίζει τα νήματα. Ο «Αγαμέμνων» είναι ένα αριστουργηματικό ποίημα με λαμπρό ποιητικό ύφος υπό τη μορφή του δραματικού μονολόγου που όσο περισσότερο το σκαλίζεις, τόσο περισσότερο το κατανοείς και σε εντυπωσιάζει. Η σύνθεση του διήρκησε 4 χρόνια και κατέληξε σε μια αποδόμηση του γνωστού μύθου των Ατρειδών με σχεδόν ακέραια τη μυθολογική του διάσταση, αλλά με την σύγχρονη ματιά της «ψυχής» πάνω σε μεμονωμένα περιστατικά που φωτίζουν -και ερμηνεύουν- τον «άνθρωπο Αγαμέμνονα» (όπως και την ψυχοσύνθεση του οποιοδήποτε νικητή τροπαιούχου). Μέσα από αναδρομές ο Αγαμέμνων ξετυλίγει αργά από τη μια, τα αφηγηματικά γεγονότα του χτες, κι από την άλλη, την δική του συναισθηματική κατάσταση καθώς φτάνει στο «να πως» και «γιατί» κατέληξα εδώ που τώρα βρίσκομαι. Μετά από έναν απολογισμό ζωής οδηγείται στο τελικό στάδιο, αυτό, της επώδυνης αυτογνωσίας. «…Κι έτσι θα καταλάβαιναν το πόσο ισχυρός. ..Πόσο ανήμπορος ήμουν….». Διατηρείται ο διάλογος με το παρελθοντικό «χτες» και συνεχίζεται στα μονοπάτια του «σήμερα» και του «αύριο». Ο Αγαμέμνων επιστρέφει στο παλάτι του στο Άργος εξουθενωμένος σωματικά και ψυχικά, αποξενωμένος από όλους. Από την οικογένεια του, από τα παιδιά του, από την γυναίκα του και το θλιβερότερο, αποξενωμένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ήρωας Αγαμέμνων για τον Ρίτσο δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, άνθρωπος κοινός, εγκλωβισμένος στον ιστό που ο ίδιος προσεχτικά τόσα χρόνια ύφαινε. Ξεχωριστό αλλά και καταλυτικό «κεφάλαιο» αποτελεί η σχέση μεταξύ των δύο συζύγων Αγαμέμνονα-Κλυταιμνήστρας. Μια σχέση πολύ ανθρώπινη, με τρυφερότητα κι ερωτισμό (…θα’ θελα να διατηρήσω ανέπαφο, για χάρη δική μου- όχι δική σου, το ερωτικό παράστημά σου έξω από το χρόνο, σαν άγαλμα υπέροχο που κάπως συντηρεί και της δικής μου νεότητας το θάμβος και τη δόξα..»). Όμως και μια σχέση με έλλειψη επικοινωνίας και αποξένωση («…τι σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη μετριέται και μετράει…»). Και τέλος, μια σχέση σιωπής («…τα σιωπηρά μας γνήσια δέκα χρόνια…») ώσπου τελικά αυτή να παγιωθεί και να γίνει οριστική. («…σαν να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου..»). Ο Αγαμέμνων, ζητά από την αρχή του έργου να του ετοιμάσουν ένα πολύ ζεστό λουτρό (« Ετοίμασέ μου ένα ζεστό λουτρό, πολύ ζεστό…»). Στο ποίημα, το αίτημα αυτό, ανάγεται σε φραστικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τόσο, ώστε εύκολα να καταλαβαίνουμε πως ο ήρωας αποζητά την «κάθαρση». Η φθορά όμως έχει επέλθει. Και το χειρότερο, το γνωρίζει («Έως και την ώρα του θανάτου μου γνωρίζω»). Όταν τελικά πάει προς το λουτρό, έχει συνειδητοποιήσει πως βαδίζει το δρόμο της μοίρας («Και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα»). Δε θα βγει ποτέ από εκεί. Στο τέλος του έργου, η Κλυταιμνήστρα τοποθετεί στη θέση της, την κουλούρα λέγοντας «Λάχεσις». Στην καρέκλα του, βρίσκεται ο εραστής της Κλυταιμνήστρας, ο πανέμορφος Αίγισθος. Η μόνη λέξη που εκφέρει και στην ουσία ή μόνη φορά που πραγματικά κάνει μια ενέργεια πέραν από όλες τις απαραίτητες κινήσεις του καλλωπισμού, της αυταρέσκειας, της σιωπηλής δυσαρέσκειας που την χαρακτήριζαν ( Λάχεσις, η μια από τις τρεις μοίρες που με το μαγικό ραβδί της όριζε τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου). Ο μεγάλος αυτός ποιητής, χρησιμοποιώντας το παλιό συνθέτει κάτι νέο για να πει μέσω μιας γόνιμης συνένωσης ποιητικού και δραματικού στοιχείου. Μιας βαθύτερης συμμαχίας της πραγματικής ζωής και του ποιητικού δράματος. Άλλωστε ποιός είναι ο μύθος των Ατρειδών; Μια καταραμένη οικογένεια που σέρνεται από γενιά σε γενιά προς την φθορά και την καταστροφή και όλοι «νοσούν» ενώ τα προβλήματα του οίκου, μετατρέπονται σε προβλήματα της πόλης.
Η παράσταση Η σκηνοθετική γραμμή του Δημήτρη Βάγια ως προς ένα έργο- ποιητική σύνθεση που έχει όλα τα χρώματα του αρχαιοελληνικού μύθου (φιλοσοφία του αρχαίου έλληνα με την έννοια της μοίρας και της αυτογνωσίας, ηθική, με την έννοια των ανθρωπιστικών αξιών, και πολιτική ), χαρακτηρίζεται από μια τυφλή πιστότητα ως προς το κείμενο (καμία λεκτική παρέμβαση – αλλοίωση) γνωρίζοντας από τη μια πως το έργο του ποιητή είναι σημαντικό να μείνει αναλλοίωτο για την διατήρηση της μνήμης των προηγούμενων γενεών αλλά και από την άλλη προσπαθώντας συνειδητά να δημιουργήσει ρήξη στην σχέση του θεατή με το προηγούμενο αισχύλειο ή σοφόκλειο δράμα. Εμφανής η σκηνική οικονομία όπου οτιδήποτε χρησιμοποιείται, είναι καθοριστικό, ενώ τα λίγα σκηνικά αντικείμενα επιμελημένα στην κάθε τους λεπτομέρεια γίνονται κι αυτά «ομιλητές». Ο καθρέπτης της Κλυταιμνήστρας, η κουλούρα, το σταχτοδοχείο, το κόκκινο χαλί, προσπαθούν να καλύψουν ένα επίπεδο «πολυπρισματικό». Οφείλουμε να επισημάνουμε πως πρόκειται για μια θεατρική παράσταση που κρατά αρκετά υψηλά τα επίπεδα της ποιότητας και με καλλιτεχνική ευαισθησία συνδιαλέγεται με την πνευματικότητα της ποιητικής αυτής σύνθεσης. Ο Δημήτρης Βάγιας, στο ρόλο του Αγαμέμνονα αποδίδει με ρεαλισμό και ακρίβεια -στον λόγο και στην κίνηση- τον υπερφίαλο, αγέρωχο, στοχαστικό, τρυφερό και αδύναμο Αγαμέμνονα. Η πείρα του αλλά και η γεύση μιας μακρόχρονης μάχης με το θέατρο (μάχη από την οποία σαν άλλος Αγαμέμνων έχει βγει νικητής και τροπαιούχος), αποτελούν σπουδαία εφόδια ώστε με πολύ άνεση και φυσικότητα να διεισδύσει στον ρόλο δίνοντας την εντύπωση ότι ζει αληθινές σκηνικές εμπειρίες με όλη την αλήθεια που αυτές περικλείουν. Η Αμαλία Στρινοπούλου ως Κλυταιμνήστρα έχει να ξεπεράσει το παράδοξο ενός ρόλου αντιφατικού. Η Κλυταιμνήστρα, δεν μιλάει, απλά υπάρχει. Όμως είναι ένας εκ των πρωταγωνιστών -αν όχι στην ουσία πρωταγωνιστής- με την έννοια ότι είναι «αυτή για την οποία γίνονται τα πάντα.» Υπό αυτήν την οπτική, οι πρωταγωνιστές είναι η Κλυταιμνήστρα, η κοινωνία, οι πολιτικοί, ακόμα και το πλήθος (Ο Ρίτσος διατηρεί τον αισχύλειο και σοφόκλειο χορό αλλά τον μεταμορφώνει στο αλλάζον πλήθος που φωνάζει έξω από το παλάτι). Η Κλυταιμνήστρα (Αμαλία Στρινοπούλου) δε μιλάει. Κι όμως, «μιλάει» καθαρά και ξάστερα μέσω των κινήσεων της και κυρίως, μέσω των ματιών της. Μια εξαιρετικά προσεγμένη παρουσία χαμηλών τόνων με έντονη εκφραστικότητα του βλέμματος σε έναν πολύ επιδέξιο χειρισμό ενός ρόλου βωβού μεν μα και τόσο καταλυτικού. Μια παράσταση που συγκινεί και ηλεκτρίζει μα και ίσως δύσκολα «αναγνώσιμη» άμεσα από τον μέσο θεατή, ένα «θέατρο ιδεών» εξαιρετικά προσεγμένο που διεισδύει στον πυρήνα, στα ενδότατα του αριστουργηματικού αυτού ποιήματος. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Βάγιας Σκηνικά- Κοστούμια: Φίλλιπος Παπαγεωργίου Μουσική Επιμέλεια: Αίγλη Χαβά- Βάγια Σχεδιασμός Φωτισμών: Φίλλιπος Παπαγεωργίου Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Ζαφειριάδης Εκτέλεση Φωτισμών: Τάσος Σγουρομάλλης Παίζουν: Αγαμέμνων -- Δημήτρης Βάγιας Κλυταιμνήστρα -- Αμαλία Στρινοπούλου Αίγιστος -- Βασίλης Ισσόπουλος Φωνή Κασσάνδρας-- Άννυ Ντουμούζη Φωτογραφίες: Λευτέρης Τεκτονίδης Studio «ΟΡΑ» Αντωνίου Καμάρα 3 (έναντι Χ.Α.Ν.Θ.) Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή & Δευτέρα στις 9.15μμ Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ (κανονικό), 8 ευρώ (φοιτητικό, ομαδικό, Ο.Λ.Μ.Ε.), 5 ευρώ (ατέλειες, Ο.Α.Ε.Δ.) Πληροφορίες – Κρατήσεις: 2310232799 |