Εσωτερικό του Maurice Maeterlinck
Ο Βέλγος νομπελίστας Maurice Maeterlinck έλεγε πως «χρέος του δραματικού ποιητή είναι να κάνει απτό το Άγνωστο, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται, στην πραγματική, την καθημερινή ζωή». Αυτό ακριβώς το Άγνωστο ταυτίζεται και συμβολίζεται από τον Θάνατο στο μονόπρακτό του Εσωτερικό, γραμμένο το 1894. Αρχικά το δημοσίευσε ως ένα από τα τρία του «μικρά δράματα για μαριονέττες» ίσως για να καταδείξει ότι όπως η μαριονέττα – υποκατάστατο του ηθοποιού ή του χαρακτήρα – κινείται παθητικά από κάποιον άλλο, έτσι κι ο άνθρωπος είναι υπαρξιακά ανίσχυρος μπροστά στο αναπόδραστο, στο πεπρωμένο που καθορίζει την ύπαρξή του. Η όποια δράση του ανθρώπου είναι κατ’ επίφασιν, καθώς αυτός παραμένει σε μια μόνιμη κατάσταση πλήρους απάθειας και παθητικότητας μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσει συνείδηση του Θανάτου. Η υπόθεση είναι απλή στη σύλληψή της. Ένα κορίτσι που άφησε το πρωί την οικογένειά της για να επισκεφτεί την γιαγιά της βρίσκει τον θάνατο από πνιγμό, ενώ διασχίζει το ποτάμι. Οι γονείς και η αδερφή της, που δεν την περιμένουν να γυρίσει σύντομα, περνούν ένα ήσυχο βράδυ στον καλά προφυλαγμένο χώρο του «εσωτερικού» του σπιτιού τους. Ταυτόχρονα ένας γέρος, ένας ξένος και μια νέα έχουν προπορευτεί και φτάνουν στο σπίτι για να τους ενημερώσουν, πριν ένα πλήθος χωρικών φέρει στο σπίτι τη νεκρή. Συζητούν στον κήπο, μπροστά από τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού, σχολιάζουν τις κινήσεις των προσώπων πίσω από αυτά και το πόσο θα αλλάξουν την φαινομενικά ήρεμη ζωή τους, όταν τους μεταφέρουν την είδηση του θανάτου. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη ρέει σαν ένας χείμαρρος λέξεων που η ορμητικότητά της σταματά μόνο με το τέλος της παράστασης, χάρη στη δραματουργική επεξεργασία της από την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου. Παρόλο που η τελευταία αφαίρεσε δύο πρόσωπα, το έργο του Μαίτερλινκ δεν αλλοιώθηκε ούτε ως προς το ύφος του, ούτε ως προς τον χαρακτήρα των ηρώων – άλλωστε μεταφέρθηκαν κάποια από τα «κομμένα λόγια» στους βασικούς χαρακτήρες– και δεν δημιουργήθηκαν νοηματικά χάσματα. Κατάφερε δηλαδή να δημιουργήσει ένα νέο κείμενο, που ανταποκρίνεται απόλυτα στις ανάγκες του σύγχρονου ανεβάσματος και ταυτόχρονα διατηρεί όλες τις αρετές του πρωτοτύπου. Η σκηνοθετική ματιά της Σοφίας Μαραθάκη δεν είναι μονάχα ενδιαφέρουσα, αλλά και με τις αισθητικές της επιλογές κατάφερε να μεταφέρει με ακρίβεια αυτό που ήθελε να περάσει από γραφής ο Μαίτερλινκ. Σε όλη τη σκηνοθεσία της αναμειγνύει τη σκιά και το φως, αλλά χωρίς να αντιτίθεται το ένα στο άλλο. Το ένα υπάρχει χάρη στο άλλο, ό,τι ακριβώς δηλαδή ισχύει για τη ζωή και το θάνατο, το γνωστό και το άγνωστο. Παίζοντας με το φως ταυτόχρονα κατάφερε να ορίσει με πανέξυπνο τρόπο τον σκηνικό χώρο της δράσης, αλλά και τον δραματικό χρόνο, στην προσπάθειά της να καταδείξει αυτήν ακριβώς την συνύπαρξη των αντιθετικών ζευγών μέσα στον ίδιο χωροχρόνο. Χώρος και χρόνος διαστέλλονται και συστέλλονται κατά τη διάρκεια της παράστασης, ανάλογα με το τι θέλει να τονίσει η σκηνοθέτις κάθε φορά.
Το δράμα χωρίζεται στα βουβά πρόσωπα του σπιτιού (βουβά θύματα του πεπρωμένου) και στα ομιλούντα πρόσωπα του κήπου. Τα βουβά πρόσωπα, ο Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, η Φωτεινή Παπαχριστοπούλου και η Εύα Νικηφόρου κατάφεραν με το στυλιζαρισμένο παίξιμό τους – σαν πραγματικές μαριονέττες – να υποβάλλουν την όποια δράση και την αργή αφύπνιση του χαρακτήρα τους απέναντι στο μοιραίο και να αποκτήσουν μια πραγματική υπόσταση, ισοδύναμη με τα ομιλούντα πρόσωπα. Τα ομιλούντα πρόσωπα ο Σωτήρης Τσακομίδης, ο Νέστωρ Κοψιδάς και η Αλεξάνδρα Ντεληθέου σταμάτησαν να λειτουργούν ως ηθοποιοί και μεταμορφώθηκαν σε μύστες ενός θεάτρου νοητικού και εσωτερικού. Και μπορεί στο έργο να παρατηρούν τις σκέψεις, τις κινήσεις των προσώπων μέσα στο σπίτι και την ουσία που ενδέχεται να υπάρχει εκεί μέσα, όμως κατάφεραν με αριστουργηματικό τρόπο να μεταδώσουν στους θεατές ότι το «εσωτερικό» που παρακολουθούν είναι το «εσωτερικό του καθενός». Τα σκηνικά της εικαστικού Εύας Μαραθάκη λειτούργησαν απόλυτα στην υποβλητική ατμόσφαιρα που ήθελε να πετύχει η σκηνοθέτις, μοιάζοντας με μια εγκατάσταση (installation) σε κάποιον χώρο μοντέρνας τέχνης. Τα κοστούμια της παράστασης δια χειρός της βραβευμένης Ιωάννας Τσάμη συνετέλεσαν επίσης με τον δικό τους τρόπο στο συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα, ενώ ο σχεδιασμός των φώτων από τον Σάκη Μπιρμπίλη πέτυχε να μεταδώσει όλο αυτό το «φιλοσοφικό» παιχνίδι του έργου και να γίνει ένα με την μουσική του Βασίλη Τζαβάρα και την επιμέλεια της κίνησης από την Βρησηίδα Σολωμού.
Διανομή: Στον κήπο: Ο γέρος: Σωτήρης Τσακομίδης Ο ξένος: Νέστωρ Κοψιδάς Μαρία: Αλεξάνδρα Ντεληθέου Μέσα στο σπίτι: Ο πατέρας: Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου Η μητέρα: Φωτεινή Παπαχριστοπούλου Η κόρη: Εύα Νικηφόρου Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης Δραματουργία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη Σκηνικά: Εύα Μαραθάκη Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης Επιμέλεια κίνησης: Βρησηίδα (Βίση) Σολωμού Μουσική: Βασίλης Τζαβάρας Θέατρο του Νέου Κόσμου Αντισθένους 7 και Θαρύπου e-mail:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
Τηλ. 210 9212900, fax: 210 9212901 Website: www.theatroneoukosmou.gr
|