Η μητέρα του σκύλου Από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι σε δραματουργική επεξεργασία του Σταύρου Τσακίρη
Σε έναν σκηνικό χώρο που διάσπαρτα περιέχει όλα τα τοπία της αφήγησης, η Ραραού διηγείται μια ιστορία. Είναι η δική της ιστορία έτσι όπως συνέβη και ταυτόχρονα έτσι όπως θα μπορούσε να συμβεί, είναι η ιστορία ενός σκύλου απογυμνωμένου από κάθε θέλγητρο και λάμψη που ακολουθεί τη μάνα-μοίρα του σε μια πορεία μόχθου ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα και τις μικρές, καθημερινές τραγωδίες αλλά κι η ιστορία μιας λαμπρής πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου που φωτίζει με το άστρο της, τις εσχατιές της χώρας. Η ηρωίδα δεν είναι ιδιαίτερα ευφυής, δεν έχει απόλυτη συνείδηση των γεγονότων, αντιλαμβάνεται με προθυμία, μόνο το μυθικό κομμάτι μιας ζωής που δεν έζησε, ακολουθεί τη μητέρα της ακόμα κι όταν εκείνη δεν είναι παρά σιωπηλή σάρκα χωρίς αντίκρισμα ψυχής, απογυμνωμένη από την δημόσια κατακραυγή. Η ηρωίδα, η Ραραού, μεγαλωμένη μέσα στην κατοχή, εγκαταλελειμμένη από τον πατέρα, με μια μάνα αγράμματη να κοιμάται με τον Ιταλό κατακτητή για να εξασφαλίσει την επιβίωση, αντιλαμβάνεται τη ζωή μέσα από το αθώρητο θαύμα της. Η μητέρα κουρεύεται και ξεφτιλίζεται για την «προδοσία» της όταν έρχεται η απελευθέρωση αλλά σε μια επιστολή της, δια χειρός της κόρης της, ευχαριστεί τον Ιταλό εραστή της επειδή ήταν πρόθυμος να της προσφέρει όλα όσα της στέρησε ο εξαφανισμένος άντρας της. Η ζωή συνεχίζεται στην μεταπολεμική Αθήνα μέσα σε μια τρύπα που κατάφερε να τους εξασφαλίσει ο βουλευτής-προστάτης τους. Από την τρύπα αυτή θα ξετρυπώσει ένας ανάπηρος ζητιάνος, ένας επίδοξος βιαστής της μητέρας, μια τρομακτική φιγούρα δίχως πόδια και δίχως ψυχή που άπληστα αναζητάει όλα όσα ο ακρωτηριασμός του έχει αρπάξει. Η Ραραού-σκύλος, ζητιανεύει μαζί του και στην πορεία σκορπίζεται στους επτά ανέμους κάνοντας περιοδείες ως κομπάρσος και πιστεύοντας ότι είναι μια σπουδαία σταρ μέσα από ένα παράδοξο αλαζονικό παραλήρημα. Η σύνταξη και πάλι από τον προστάτη-βουλευτή θα οδηγήσει τη μάνα και τον «σκύλο» της σ’ ένα διαμέρισμα στην πόλη μαζί με την πλειοψηφία τότε του Ελληνικού λαού που έπαθε κρίση αστυφιλίας κι εγκατέλειψε την Ελληνική επαρχία ορίζοντας έτσι το μέλλον μιας χώρας χωρίς αγροτικό πληθυσμό, καταδικασμένης να οδηγηθεί σε παρακμή και κρίση. Θραύσματα περιστατικών και περιπλανήσεων φέρνουν την ηρωίδα αντιμέτωπη με τις σκοτεινές προεκτάσεις των βασανιστικών της προσδοκιών που πραγματοποιούν μέσα από το φαντασιακό της πλέγμα μια παράλληλη ζωή σαν σκιά της πραγματικής, για να μαλακώνει τις πτώσεις και να διευθετεί τις διαψεύσεις. Ο πατέρας έρχεται να την επισκεφτεί, ένας λιποτάκτης, δίγαμος, ψεύδορκος, βολεμένος σε ξένο σπιτικό. Εκείνη τον διώχνει, δεν τον χρειάζεται κανείς πια εδώ, είναι παρείσακτος και μπορεί εξ αιτίας του να χάσουν και την σύνταξη. Χωρίς πατέρα, καλύτερα. Σταδιακά η αφήγηση ξεφεύγει από το ρεαλιστικό πλαίσιο, αγγίζει τον σουρεαλισμό, οι μικρές σκηνικές δράσεις ξετυλίγονται σαν ονειρικά ξεσπάσματα, η ηρωίδα γίνεται μια φιγούρα-σύμβολο, ένα πλάσμα δίχως ταυτότητα που αντικαθιστά τη σιωπή με πυροτεχνήματα ενώ τα πάντα γύρω του και μέσα του καταρρέουν, ανώδυνα, ταπεινά, σχεδόν αθόρυβα. Η μάχη για την επιβίωση ορίζει διαχρονικά την πορεία της ηρωίδας χωρίς ωστόσο να αφαιρεί κάτι από την ποικιλόχρωμη ιδιαιτερότητα της.
Μέσα στην καρδιά της κρίσης παρακολουθώντας αυτή την παράσταση δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τις συγγένειες των ηρώων της με μας, τις αδιαφανείς αλλά και εύθραυστες σκιές των νέων σκοτεινών καιρών που φαντασιωνόμαστε αφελείς και γελασμένοι ότι έχουμε «πατέρα», ότι έχουμε χώρα, ότι έχουμε μέλλον και κυρίως ότι ξέρουμε την ιστορία μας. Ακολουθώντας με σκυλίσιο πείσμα μια βουβή σκιά η οποία δεν είναι πια σε θέση ούτε να μας θρέψει αλλά ούτε και να μας παρηγορήσει. Η ηρωίδα πεθαίνει, παραδόξως παρθένα, ανέραστη, στεγνή κι όμως μ’ ένα τρόπο ηλιόλουστη κι απελευθερωμένη καθώς η ασήμαντη ύπαρξή της γεννάει μέσα από τις απλοϊκές εκφάνσεις της μια ακατανίκητη τρυφερότητα, μια εσωστρεφή συγκίνηση και μια αντιφατική γοητεία σαν αυτή των τρελών, που ξεφεύγοντας από τον κλοιό του χρόνου μετατρέπουν το δευτερόλεπτο σε αιωνιότητα και το χάσμα σε γέφυρα… Η Ραραού είναι μια κομπάρσα της ζωής και ταυτόχρονα η λαμπερή πρωταγωνίστρια των ερειπίων, η αρχόντισσα των ρακένδυτων κι η ντίβα των καταφρονεμένων.
Ο Τσακίρης δημιούργησε μια εξαιρετικά έντεχνη δραματουργική φόρμα μέσα από την οποία αναδύθηκαν οι μορφές των ηρώων με κυρίαρχη αυτήν της Ραραούς ερμηνευμένης εξαίσια από την Δήμητρα Χατούπη η οποία διαχειρίστηκε τον ιδιόμορφο χαρακτήρα αριστοτεχνικά αποδίδοντας και τις πιο λεπτές αποχρώσεις του. Η γραμμή της σκηνοθεσίας άφησε ανέγγιχτο το λόγο για να αξιοποιηθεί μέσα από εξάρσεις και σιωπές, λειτουργώντας υπό όρους κονσέρτου και προσδίδοντας στις σκηνικές δράσεις την υφή μουσικών μοτίβων. Το χιούμορ συνταιριάστηκε με τον σαρκασμό κι η νεορεαλιστική φόρμα έσπασε μέσα από μια εκρηκτική υπερρεαλιστική μετάλλαξη. Για άλλη μια φορά οι δυνατότητες του μαγικού αυτού θεάτρου αξιοποιήθηκαν δημιουργώντας μαζί με την ερμηνεία και την κίνηση των ηθοποιών, τα νοσταλγικά μουσικά θραύσματα, τα κοστούμια και τους φωτισμούς, μικρά σκηνικά θαύματα υψηλής αισθητικής και εικαστικής τελειότητας. Μη χάσετε αυτή την παράσταση.
Το μυθιστόρημα Πρωτοκυκλοφόρησε το 1990. Μέχρι σήμερα έχει κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις και έχει μεταφρασθεί και κυκλοφορήσει σε περισσότερες από τριάντα χώρες. Υπερβαίνοντας τα σύνορα εθνικότητας και θρησκείας, όπως όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς και μακριά από ηθικολογίες και ωφελιμισμούς, που είναι πέρα από το χώρο της αισθητικής, ο Μάτεσις προτείνει με τα μυθιστορήματά του την «έξοδο από την πραγματικότητα που του επιβάλλουν οι άλλοι». Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Σταύρος Τσακίρης Σκηνικά - Κοστούμια: Άγγελος Αγγελή Δραματολόγος: Δήμητρα Πετροπούλου Βοηθός Σκηνοθέτη: Έφη Ρευματά Παίζουν: ΡΑΡΑΟΥ: Δήμητρα Χατούπη Νίκος Γιαλελής, Γιάννης Δρίτσας, Χρήστος Ευθυμίου, Ηλίας Ζερβός, Στεφανία Κριεζή, Μαριλίτα Λαμπροπούλου , Τζίνη Παπαδοπούλου, Έφη Ρευματά, Μαριαλένα Ροζάκη Διάρκεια: 150΄ Σύγχρονο Θέατρο - Εταιρεία Θεάτρου Ευμολπιδών 45 Γκάζι Σταθμός μετρό: Κεραμεικός Τηλέφωνο: 2103425410
Πέμπτη και Κυριακή 19.30 Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 Εισιτήρια: 20, 15, 10 ευρώ
|