Σχετικά άρθρα
Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Παρασκευή, 18 Μάρτιος 2016 07:04 |
Η όπερα της πεντάρας των Μπέρτολτ Μπρεχτ - Κουρτ Βάιλ Στο βικτωριανό Λονδίνο εξελίσσεται η δράση αυτής της αντι-όπερας με τα τρία φινάλε αλλά στην προπολεμική Γερμανία τις παραμονές του μεγάλου οικονομικού κραχ, στοχεύει. Η οποία έτσι όπως εμφανίζεται σ’ αυτό το λιμπρέτο θα πρέπει να παρουσίαζε και τότε (31 Αυγούστου 1928 ανέβηκε το έργο) την ίδια ακριβώς εικόνα που παρουσιάζει και σήμερα με εμφανέστερο το ξεπούλημα των εκπροσώπων του κράτους σ’ ένα πανίσχυρο αλλά κι ελεγχόμενο, εγκληματικό παρακράτος. Κάτι το οποίο φαίνεται πως οι Γερμανοί έχουν το ταλέντο όχι μόνο να το αναδημιουργούν αλλά και να το κρύβουν επιμελώς από τον υπόλοιπο κόσμο δίνοντας προς τα έξω την καλολουστραρισμένη εικόνα μιας χώρας ηθικής και με άψογη εσωτερική οργάνωση. Το έργο είναι διασκευή της «Όπερας του Ζητιάνου» του 1728 που έγραψε ο Τζων Γκαίυ, με επικέντρωση ωστόσο στην εκδοχή της από τον Μπρεχτ, στην απόλυτη διαφθορά της αστικής τάξης η οποία μέσα από την θορυβώδη πτώση της θα υποθάλψει την άνοδο του ναζισμού με τα γνωστά θλιβερά επακόλουθα. Η φθορά κι η σαπίλα κυριαρχούν σ’ αυτή την κοινωνία, μια κοινωνία που θυμίζει εκφυλισμένο τσίρκο ανθρώπων με τους άνεργους να έχουν απολέσει κάθε αξιοπρέπεια και να μετατρέπονται σε εκπαιδευμένους ζητιάνους, υπάκουους σ’ ένα αφεντικό που είχε την φαεινή ιδέα να κερδοσκοπήσει, εκμεταλλευόμενο την συμπόνια των άλλων. Μια συμπόνια επικίνδυνη η οποία δεν στοχεύει στην υγιή υποστήριξη του πάσχοντος αλλά στην κατάσβεση των ενοχών του εφησυχασμένου αστού, μέσα από την ελεημοσύνη. Η εξουσία εκπορεύεται από τους ληστές και τους μαχαιροβγάλτες οι οποίοι την έχουν εξαγοράσει, η πορνεία εισβάλλει από τους κακόφημους δρόμους στις γαμήλιες κρεβατοκάμαρες αλώνοντας κάθε αγνό αίσθημα, οι ήρωες του έργου ξεπουλάνε στο όνομα του κέρδους ακόμα και τα πολυτιμότερα κομμάτια της ύπαρξής τους και το οικονομοπολιτικό σύστημα βυθίζεται σε μια διαβρωτική, ανεξέλεγκτη, κρίση η οποία παρασέρνει στο πέρασμά της ακόμα και εκείνους που την δημιούργησαν. Το σαρκαστικό, κοφτερό βλέμμα του Μπρεχτ μας αποκαλύπτει τα ζοφερά τοπία της εποχής του αλλά και της δικής μας, ξεγυμνωμένα από κάθε ωραιοποίηση και τα πρόσωπα διαβρωμένα ως το κόκκαλο, τους θλιβερούς κλόουν, απομιμήσεις ανθρώπων με δαιμονικές προεκτάσεις. Το εφιαλτικό αυτό μπρεχτικό σύμπαν μοιάζει σαν είδωλο του σύγχρονου κόσμου μας στο κάτοπτρο της ιστορικής εξέλιξης κι αν όντως κάτι τέτοιο συμβαίνει είναι σαφές πως οδηγούμαστε σ’ έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και στην εξάπλωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων τα οποία στο όνομα μιας εξυγίανσης, θα αιματοκυλίσουν και πάλι, την καθόλου αθώα, ανθρωπότητα. Ο Χουβαρδάς έστησε μια καλοκουρδισμένη παράσταση, βασισμένος σ’ ένα αξιόλογο επιτελείο ηθοποιών και μια (όπως την χαρακτήρισε) γενναιόδωρη παραγωγή, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της αποστασιοποίησης μέσα από κάμερες και οθόνες καθώς και μέσα από ένα μάτι κυρίαρχο στο σκηνικό (τον αόρατο υπεράρχοντα;) που αναπαρήγαγε παρακολουθώντας τες άγρυπνα, τόσο τις «επί σκηνής» δράσεις όσο και κάποιες κινήσεις του κοινού. Η αισθητική των κουστουμιών και του μακιγιάζ αποδίδει την κλοουνερί αίσθηση της μπρεχτικής όπερας, το σύγχρονο τεχνολογικό τοπίο του σκηνικού (ενός χώρου μαζικής εργασίας) επιχειρεί την συμβολική αναγωγή σε μια σύγχρονη «επιχείρηση», η κινησιολογία είναι προσεγμένη, με τους ηθοποιούς να συμπυκνώνονται σε ενιαία σύνολα και να διασκορπίζονται με απόλυτο συντονισμό κι οι χορογραφίες έξυπνα προσαρμοσμένες στις δυνατότητες τους και με μια ενδιαφέρουσα αντιστικτική δυναμική. Ο Λούλης είχε ενδιαφέρον στο ρόλο του Μακχήθ, απέδωσε τον κυνισμό, τον δυναμισμό, το χιούμορ και το ακατανίκητο στιλ του ήρωα που έχει παιχτεί μοναδικά από κορυφαίους ηθοποιούς. Για την Κοντογεώργη θα έλεγα πως έχει μια θαυμάσια φωνή, καλά δουλεμένη και με γκάμα αλλά ως ηθοποιός είναι εντελώς ανώριμη για ένα ρόλο τέτοιων απαιτήσεων. Αξιόλογη η προσπάθεια του Καραθάνου ως Μπράουν αλλά κάπως συγκεχυμένη η φόρμα του ρόλου ενώ ως αφηγητής είχε κάποιες καλές στιγμές. Πολύ εκφραστική και θεατρική η φωνή της Καραμπέτη, ανέδειξε το τραγουδιστικό σόλο της. Η ορχήστρα πειθαρχημένη και αποδοτική αλλά η διεύθυνση δεν κατάφερε να συντονίσει απολύτως τους ηθοποιούς με την δύσκολη ρυθμολογία του Βάιλ, στα λυρικά μέρη. Αυτό όμως που έκανε αυτή την καλοκουρδισμένη παράσταση να δείχνει άψυχη και μάλλον υποτονική ήταν η απόλυτη έλλειψη της σκοτεινής ατμόσφαιρας του μπρεχτικού καμπαρέ, οι σκοτεινές ριπές των βλεμμάτων, οι ξεδιάντροπες, προκλητικές στάσεις των στρεβλωμένων σωμάτων, η «βρώμικη» αισθητική που υπονομεύει την εικαστική καλλιέπεια, η σπαρακτική βαθύτητα των ερμηνειών μέσα από μια εξεζητημένη θεατρικότητα, η σκιά κι η απειλή πίσω από τις εφιαλτικές «μάσκες» των προσώπων, αυτός ο βαθύς σαρκασμός που διαποτίζει τις καρικατούρες προσθέτοντάς τους βάθος και αποχρώσεις. Επίσης για την καλύτερη απόδοση του συγκεκριμένου έργου με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις, το κάστινγκ δεν είναι απαραίτητο να απαρτίζεται από ηχηρά ονόματα αλλά οι ηθοποιοί θα πρέπει να έχουν εξαιρετικά φωνητικά, κινησιολογικά και ερμηνευτικά προσόντα και στοιχειώδεις μουσικές γνώσεις για να συγχρονιστούν με την ορχήστρα, να αποδώσουν τα τραγούδια τα οποία παρουσιάζουν κάποιες ιδιάζουσες δυσκολίες που δεν καλύπτονται εύκολα με ερμηνευτικά τερτίπια, να απογειώσουν τις χορογραφίες και να κατακτήσουν το εξαιρετικά δύσκολο στιλ υποκριτικής που υποβάλλει το έργο. Μια μετρημένη παράσταση με υψηλές προσδοκίες και ένα συμπαθητικό αποτέλεσμα που δεν τα κατάφερε να κάνει ούτε την ανατροπή ούτε την έκπληξη. Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Ενορχηστρωτική επιμέλεια – διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου Δημιουργία βίντεο: Δημοσθένης Γρίβας Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μπώκος Φωνητική Διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου Κινησιολογική Επιμέλεια: Αμάλια Μπέννετ Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς Α'Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσσα Τριανταφύλλη Β' ΒοηθοίΣκηνοθέτη: Αλέξανδρος Βαμβούκος, Ιωάννα Μπιτούνη Α’ Βοηθός σκηνογράφου: Θάλεια Μέλισσα Β’ Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Σπάνια Βοηθός ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρρή
Μακχήθ: Χρήστος Λούλης Κυρία Πίτσαμ: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Κύριος Πίτσαμ: Άγγελος Παπαδημητρίου Τζέννυ: Λυδία Φωτοπούλου Αφηγητής, Αστυνόμος Μπράουν: Νίκος Καραθάνος Πόλλυ: Νάντια Κοντογεώργη Λούσυ: Κίκα Γεωργίου Αντίνοος Αλμπάνης , Μιχάλης Αφολαγιάν, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ελίζα Γεροντάκη, Έφη Γούση, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Βασίλης Κουκαλάνι, Ελένη Μπούκλη, Βασίλης Μυλωνάς, Νέστορας Κοψιδάς, Μαρία Νίκα, Γιώργος Τζαβάρας Πιάνο: Θοδωρής Κοτεπάνος Κρουστά: Μαρίνος Τρανουδάκης Κοντραμπάσο: Χάρης Μέρμυγκας Μπαντονεόν: Κώστας Ράπτης Σαξόφωνο alto – κλαρινέτο: Σπύρος Νίκας Φαγκότο: Βασίλης Πριόβολος Κιθάρες – μπάντζο: Αλέξανδρος Παπαρίζος Τρομπέτα: Διονύσης Αγαλιανός Τρομπέτα: Τάσος Βιτσεντζάτος Τρομπόνι: Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος Σαξόφωνο σοπράνο: Δημήτρης Χουντής Σαξόφωνο τενόρο – φλάουτο: Τάσος Φωτίου Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή 19:30 Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 20:30 Διάρκεια Παράστασης: 150’ (με διάλειμμα) Κατάλληλο για παιδιά άνω των 15 ετών Θέατρο Παλλάς Βουκουρεστίου 5 (Στάση μετρό Σύνταγμα) Εισιτήρια: Από 8 ως 34 ευρώ Κρατήσεις – αγορά εισιτηρίων: Στο τηλέφωνο 211 1000 365 & www.ticket365.gr
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 18 Μάρτιος 2016 07:16 |