Σχετικά άρθρα
Η ΣΤΡΙΓΓΛΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΡΝΑΚΙ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 14 Σεπτέμβριος 2010 09:16 |
Η Στρίγγλα που έγινε αρνάκι του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Το έργο Ο περιφρονημένος πρόλογος... Η πολυπαιγμένη αυτή κωμωδία του Σαίξπηρ, με τίτλο «The taming of the shrew» ήτοι «Το ημέρωμα της στρίγγλας», πρωτοπαίχτηκε το 1592 ή το 1593 και είναι καθ’ ολοκληρίαν θέατρο μέσα στο θέατρο, μια παράσταση από θεατρίνους στον πύργο ενός λόρδου η οποία παίζεται όχι για τον ίδιο τον λόρδο αλλά για έναν μεθύστακα γανωτή, τον Χριστόφορο Λέρα, τον οποίο ο λόρδος κι οι υπηρέτες του, ντύνουν με πλούσια ενδυμασία ενώ κοιμάται, για να τον πείσουν όταν με το καλό ξυπνήσει, πως είναι αριστοκράτης, πράγμα το οποίο και πετυχαίνουν ως ένα βαθμό, προς μεγάλη τους διασκέδαση. Κάποιοι περιφερόμενοι ηθοποιοί που περνούν από κει, μπαίνουν στο παιχνίδι κι η παράσταση ξεκινάει. Οι δύο κωμικές σκηνές που εξιστορούν την φάρσα του ευγενούς στον άξεστο γανωτή, είναι η εισαγωγή, ο πρόλογος του έργου και συνήθως οι σκηνοθέτες τις αφαιρούν. Κι όμως αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κλειδί για την προσέγγιση της ουσίας του έργου. Πρώτον επισημαίνουν το γεγονός πως ότι συμβαίνει δεν είναι παρά μία παράσταση θεάτρου στην οποία κανείς δεν είναι ο εαυτός του. Πρόκειται για ηθοποιούς που φοράνε μάσκες και κοστούμια για να υποδυθούν ρόλους όπως ακριβώς και στα σαλόνια της εποχής οι ευγενείς και οι υπηρέτες τους φορούσαν τα ανάλογα «κοστούμια» και «μάσκες» και υποδύονταν τους δικούς τους ρόλους για να γίνουν αρεστοί κι αποδεκτοί ώστε να αποκτήσουν κύρος, ισχυρές φιλίες και χρυσάφι. Και δεύτερον γιατί ο καημένος μεθύστακας που γίνεται το αντικείμενο της φάρσας του λόρδου αποκαλύπτει, υποκύπτοντας στο παράλογο της παραδοχής πως έγινε ευγενής απλά αλλάζοντας ρούχα, την αιτία της ύπαρξης και τον τρόπο λειτουργίας της «μάσκας» ή του «κοστουμιού» που φορούσαν όλοι όσοι θα ήθελαν να φανούν ανώτεροι του εαυτού τους. Άλλωστε ακόμα και μέσα στην ψυχή αυτού του ταλαίπωρου γανωτή κατοικεί εν τέλει η επιθυμία να είναι κάποιος άλλος του οποίου τον ρόλο ευχαρίστως θα έπαιζε δια βίου αν είχε το κατάλληλο «κοστούμι». Ένα έργο που πολλοί αγάπησαν αλλά λίγοι κατάλαβαν. Και είναι σημαντικός αυτός ο πρόλογος γιατί το ημέρωμα της στρίγγλας δεν είναι απλά μια ερωτική περιπέτεια ανάμεσα σε μια ανυπότακτη γυναίκα και τον άντρα που αναλαμβάνει να την υποτάξει. Η ιστορία αυτή την οποία ο Σαίξπηρ δανείστηκε από τον Αριόστο και το έργο του, του 1509, «I Suppositi» ο οποίος επίσης με την σειρά του είχε εμπνευστεί από ανάλογες ιστορίες των Πλαύτου Τερέντιου και Μαίνανδρου, είναι ένα πρόσχημα για να κτίσει ο ιδιοφυής συγγραφέας μια ελεγεία για την υποκρισία. Μπροστά σ’ ένα ψεύτικο λόρδο, ηθοποιοί υποδύονται στα ψέματα τους ήρωες μια ιστορίας στην οποία όλοι υποκρίνονται συνειδητά ή και ασυνείδητα εκτός από την Κατερίνα και τον κυνικό Πετρούκιο. Άλλοτε οι ήρωες μεταμφιέζονται για να ξεγελάσουν τους ομοίους τους, να χειριστούν τους ισχυρούς, να κρύψουν τις προθέσεις τους και να υπονομεύσουν τους αντιπάλους τους κι άλλοτε πάλι, όταν συνομιλούν σε κοινωνική συναναστροφή, είτε από ευπρέπεια είτε στοχεύοντας σε κάποιο κέρδος, δεν αφήνουν να βγουν από το στόμα τους και πολλές ειλικρινείς φράσεις. Αντιθέτως η δυναμική Κατερίνα, πανέξυπνη, ετοιμόλογη και διαρκώς οργισμένη από την ψευτιά που την περιβάλλει, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, ενίοτε μάλιστα μέσα από την υστερία της παρθενίας και σε τόνους υπερβολικά υψηλούς, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει μεταξύ άλλων να μείνει ανύπανδρη. Ο αδίστακτος Πετρούκιο, δεν κρύβει ούτε για μία στιγμή πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η προίκα της μέλλουσας συζύγου του και καταφέρνει να την σύρει στην εκκλησία με βιαιότητα που θα εξόργιζε τον πατέρα της αν δεν είχε σαν μοναδικό του στόχο να την ξεφορτωθεί ώστε πάρει σειρά κι η νεώτερη η Μπιάνκα η οποία αποτελεί υπόδειγμα γλυκιάς κι υποταγμένης γυναίκας με αποτέλεσμα να περιβάλλεται από πλήθη επίδοξων γαμπρών. Η Κατερίνα λίγο από τον φόβο της απειλής να μείνει γεροντοκόρη σε μια εποχή πολύ δύσκολη για τέτοιους πειραματισμούς, λίγο επειδή νοιώθει πως εμποδίζει την αποκατάσταση της αδελφής της και γίνεται βάρος στον πατέρα της, του οποίου την αγάπη αμφισβητεί, λίγο γιατί το αντρικό άγγιγμα ξυπνάει πόθους στο παρθενικό κορμί της δέχεται να παντρευτεί αυτόν τον αγροίκο ελπίζοντας πως στην πορεία θα τον έχει του χεριού της. Αλλά ο Πετρούκιο αποδεικνύεται σκληρό καρύδι. Την απομακρύνει από τον προστατευτικό οικογενειακό της περίγυρο και την υποβάλλει στα μαρτύρια της πείνας, του διαρκούς εκνευρισμού και της αϋπνίας μέχρις ότου εκείνη να αναγκαστεί να υποταχθεί απόλυτα στην εξουσία του. Για να προσδώσει στην όλη κατάσταση μια επιπλέον χαριτωμένη νότα υποκρίνεται πως όλα γίνονται από υπερβολική επιθυμία να της προσφέρει την τέλεια φιλοξενία. Χαρακτηριστικές της διαπαιδαγώγησης που υφίσταται, είναι οι σκηνές στις οποίες αναγκάζεται να παραδεχτεί πως ο ήλιος είναι φεγγάρι και πως ο γέρος περαστικός Βικέντιος είναι μια δροσερή κοπέλα. Στην σκηνή του φινάλε όπου οι άντρες βάζουν στοιχήματα για την υπακοή των γυναικών τους, η κοφτερή πένα του συγγραφέα γίνεται πλέον αποκαλυπτική. Οι υποκρίτριες Μπιάνκα και χήρα, μετά το γάμο χάνουν όλη την προθυμία να δείξουν στον αφέντη σύζυγο, υποταγή ενώ η εξ ίσου υποκρίτρια πια Κατερίνα δίνει ένα ρεσιτάλ πρόθυμης υπακοής που μέσα από τις ρωγμές της υπερβολής, αφήνει να διαρρεύσει ο σαρκασμός. Στην προτελευταία ατάκα του έργου, ο μονίμως ειρωνικός κι αδίστακτος σύζυγος παραδέχεται πως αυτός εισέπραξε το στοίχημα αλλά το κέρδισε η γυναίκα του. Η οποία έχει επιτυχώς περάσει από μία παρατεταμένη εφηβεία στην ενηλικίωση, παραδίδοντας την ατίθαση ειλικρίνειά της σαν τρόπαιο στην αναγκαστική κοινωνικοποίηση και τους υποκριτικούς της κώδικες. Ερμηνείες που ανέδειξαν τις κρυμμένες πτυχές του έργου Τον ρόλο αυτό είχε υποδειγματικά ερμηνεύσει η Νίκη Τριανταφυλλίδη αποδίδοντας με ευκρίνεια και μαεστρία την μετουσίωση της ειλικρινούς και ευφυούς ηρωίδας σε μαριονέττα του συζύγου της χωρίς όμως ποτέ να χάνεται το σπίρτο του πνεύματός της, κρυμμένο πια κάτω από το λούστρο της υποκρισίας. Εξαίρετη επίσης ήταν η αγγλίδα Josie Lawrence στην παράσταση του Barbican Theatre σε σκηνοθεσία Gale Edwards η οποία δικαίωσε την οργή της Κατερίνας αναδεικνύοντας το πνεύμα της και την ελευθεροστομία της μέσα από μια δυναμική, εκθαμβωτική είσοδο στις πρώτες σκηνές ενώ στο μονόλογο του φινάλε όρισε την υποταγή μέσα από την προβοκάτσια, υπονομεύοντάς την διαρκώς με μισοκρυμμένη ειρωνεία. Το φαρσικό στοιχείο Σαν θεατρίνοι που παίζουν τους θεατρίνους και με νωπή ακόμα την κληρονομιά των ηθοποιών της Commedia dell arte που ήταν ταυτόχρονα ζογκλέρ, παλιάτσοι και μάγοι του αυτοσχεδιασμού και της μιμικής, οι ήρωες σ’ αυτό το έργο περνάνε από την υπερβολή και τη φάρσα στις κωμικές συρράξεις και στις αστείες αντιπαραθέσεις, με κορυφαίο τον Πετρούκιο ο οποίος εμφανίζεται στο γάμο του ντυμένος μασκαράς. Η μελαγχολία της απώλειας σε αντιπαράθεση με την κωμικότητα της υποκρισίας Το έργο, γεμάτο υπαινιγμούς που τόσο λατρεύει ο συγγραφέας του, αν και κωμωδία και μάλιστα ξεκαρδιστική, διαπνέεται από μια μελαγχολία καθώς μας δίνει την εικόνα ενός κόσμου παγιδευμένου στην Ελισαβετιανή ηθική, παραδομένου στην ψευτιά και προσηλωμένου στην λάμψη του κέρδους με την αγάπη πνιγμένη στα βρόχια οικονομικών διακανονισμών και συμφεροντολογικών στόχων, ενός κόσμου τόσο συγγενούς με τον δικό μας... Κανείς στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να αγαπήσει... Ακόμα κι η υποτιθέμενη αγνή Μπιάνκα που μοιάζει τρελά ερωτευμένη με τον Λουκέντιο της, δεν θα χρειαστεί παρά ελάχιστο χρονικό διάστημα για να αποκαλύψει ξεδιάντροπα την αδιαφορία της γι’ αυτόν. Η χήρα που έχει παρακαλέσει τον Ορτένσιο να την παντρευτεί και έχει δειχτεί σ’ αυτόν η πιο αφοσιωμένη γυναίκα, μόλις περνούν οι βέρες γίνεται σφήκα με φαρμακερό κεντρί κι ο Πετρούκιο δεν κάνει καν τον κόπο να κατανοήσει σε βάθος τα αίτια της συσσωρευμένης οργής της Κατερίνας, αφού του αρκεί που τσέπωσε την προίκα, έχει μια υποταγμένη γυναίκα σπίτι του και μια μόνιμη σύντροφο στο κρεβάτι του. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στο νιόπαντρο ζευγάρι, όταν εκείνη με πρόσχημα την ντροπή αρνείται να τον φιλήσει κι εκείνος κλέβει το φιλί της με έναν από τους προσφιλείς του εκβιασμούς, απειλώντας την να την σύρει και πάλι από το γλέντι που ετοιμάζει ο πατέρας της, στο εφιαλτικό του σπίτι.
Η παράσταση Ο Αθερίδης σκηνοθέτησε μια ευφάνταστη διασκευή του έργου, μια μουσική, ερωτική κωμωδία στην οποία πολλοί μονόλογοι και διάλογοι είχαν αντικατασταθεί με τραγούδια και έστησε την σχέση του ζευγαριού σαν μια χαριτωμένη αντιπαράθεση που διευθετείται εν τέλει εξ αιτίας του φλογερού έρωτα τον οποίο έχει νοιώσει η νεαρή στρίγγλα για τον θηριοδαμαστή της. Στοιχεία φάρσας εμπλουτίζουν την δράση μαζί με κωμικές ατάκες από την τηλεοπτική και διαφημιστική σοδειά των τελευταίων χρόνων οι οποίες φαίνεται να θηρεύουν επιτυχώς το γέλιο του κοινού σε πολλά θεατρικά είδη από την επιθεώρηση, την τηλεοπτική και θεατρική σάτιρα και την σύγχρονη ελληνική κωμωδία ως τον Αριστοφάνη και τον Σαίξπηρ. Ως χαρακτηριστική σαιξπηρική ατάκα θηρεύω το περίφημο «Να φύγετε, να πάτε αλλού» το οποίο μπορείτε να εκλάβετε «As you like it» για να μην απολέσω κι εγώ την ελισαβετιανή μου «ευπρέπεια» ανιχνεύοντας την συγγένειά του με το υπαινικτικό και αιχμηρό χιούμορ του συγγραφέα... Οι ηθοποιοί απέδωσαν τους ρόλους τους με μπρίο και κινησιολογική άνεση ενώ τα τραγούδια κι η μουσική εναρμονίζονταν ευχάριστα με το πνεύμα του έργου και τα κουστούμια ισορρόπησαν ανάμεσα στο γκόθικ, το ρομάντικ και το ντίσκο με αξιοθαύμαστη ευελιξία. Μετάφραση: Μαριαλένα Κωτσάκη Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αθερίδης Σκηνικά- Κοστούμια: Μανώλης Παντελιδάκης Χορογραφίες: Μαρία Μανιώτη Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας Ενορχήστρωση - Μουσική Διδασκαλία: Αλέξιος Πρίφτης Στίχοι: Βίκυ Βολιώτη και στο τραγούδι «Μπριν, μπρον, μπραν» Θοδωρής Αθερίδης Βοηθός Σκηνοθέτης: Γιώργος Σκληρός Βοηθός Ενδυματολόγος: Σεμίραμις Μοσχοβάκη Παίζουν: Θοδωρής Αθερίδης Σμαράγδα Καρύδη Νάστια Βραχάτη Νίκη Γαβριηλίδου Στέλιος Γούτης Μιχάλης Ιατρόπουλος Χρύσανθος Καγιάς Τηλέμαχος Κρεβάικας Ανδρέας Κωνσταντινίδης Πατρίκιος Κωστής Χρήστος Πλαΐνης, Δημήτρης Τσέλιος Ηλίας Τσιάρας Σόλωνας Τσούνης.
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 06 Δεκέμβριος 2014 09:53 |