Σχετικά άρθρα
ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΣΧΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||||||||||
Σάββατο, 02 Οκτώβριος 2010 16:18 | |||||||||||
Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ
Φέτος είναι η επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννηση του Άντον Τσέχωφ και το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ανέβασε το τελευταίο από τα θεατρικά του έργα, τον «Βυσσινόκηπο» στην αυθεντική γλώσσα στην οποία το έγραψε ο συγγραφέας. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη παραγωγή με την επίβλεψη του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Oleg Tabakov, σε σκηνοθεσία του πολυβραβευμένου και καταξιωμένου εδώ και 30 χρόνια Adolf Shapiro, με πρωταγωνιστές τους Renata Litvinova (διακεκριμένη καλλιτέχνης της Ρωσίας ως παραγωγός, σκηνοθέτιδα, σεναριογράφος και ηθοποιός), Sergey Dreiden (βραβευμένος και φημισμένος ηθοποιός της Ρωσίας), Andrey Smolyakov, Nikolay Chindyaykin, Evdokiya Germanova κι ένα καστ 25 ηθοποιών. Η παράσταση όμως που είδαμε χτες πρώτη Οκτωβρίου, στο χαώδες αλλά καλά οργανωμένο Θέατρο Badminton, ήταν το λιγότερο απογοητευτική. Σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον, αφαιρετικό σκηνικό με μερικές καρέκλες μόνο να σηματοδοτούν τις δράσεις και μεγάλες κουρτίνες να μετακινούνται προσδιορίζοντας τις ψυχικές μεταπτώσεις των ηρώων αλλά και τις χωροχρονικές αλλαγές της δράσης, οι ήρωες του Τσέχωφ θα μπορούσαν ίσως να μας προσφέρουν ένα ρεσιτάλ λιτής και μεστής υποκριτικής με την συμβολή και των επιβλητικών φωτισμών. Αντί γι’ αυτό εμφανίστηκαν κινησιολογικά αμήχανοι, ερμηνευτικά επίπεδοι και υφολογικά απροσδιόριστοι. Η σκηνοθεσία φλέρταρε ανεπιτυχώς με την μπρεχτική αποστασιοποίηση, στις πλάτες ενός έργου που μάλλον δεν ενδείκνυται για τέτοιου είδους πειραματισμούς. Η επαφή με την ζωτική δύναμη του έργου έχει χαθεί μαζί με την συγκίνηση, ο σαρκασμός και το χιούμορ εξαφανίστηκαν από τις ερμηνείες κι η στανισλαφσκινή αληθοφάνεια θα ξεχάστηκε ίσως στα παρασκήνια. Η γοητευτική, ψηλόλιγνη πρωταγωνίστρια με σπουδές σεναριογράφου και ποικίλες δραστηριότητες στο ενεργητικό της, στο θεατρικό της αυτό ντεμπούτο, πλάσαρε την ναρκισσιστική εικόνα της μοιραίας σταρ του μεσοπολέμου χωρίς ωστόσο να μπορεί να στηρίξει με κανένα τρόπο την ουσία του ρόλου της. Η φωνή της παρέμεινε ως το τέλος στον ίδιο τόνο, κάτι που αντί να ενισχύει την ονειροπόλα και μελαγχολική φύση της Λιουμπόβ, τσάκιζε τα νεύρα των θεατών. Η υποβλητική σκηνή όπου η ηρωίδα ατενίζει τις βυσσινιές απ’ το παράθυρο του παιδικού δωματίου στον μονόλογό της, της πρώτης πράξης, βασίστηκε κυρίως στον εξαιρετικό φωτισμό. Ο Σμολιάκοβ στο ρόλο του Λοπάχιν είχε καλές στιγμές αλλά δεν υποστήριξε τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα και δεν απέδωσε ευκρινώς τον εσωτερικό διχασμό του ενώ ο σημαντικότατος μονόλογός του λίγο πριν από το τέλος της τρίτης πράξης που αναδεικνύει την γκάμα των αντιφατικών συναισθημάτων του ήρωα και την συγκίνησή του, ερμηνεύτηκε υποτονικά. Η ταλαντούχα και πολυβραβευμένη Γκερμάνοβα που υποδύονταν την Σαρλόττα έδωσε ένα κωμικό ρεσιτάλ το οποίο όμως έμοιαζε να ανήκει σε άλλο έργο και σε άλλη παράσταση. Ο ρόλος-κλειδί του Φιρς ερμηνεύτηκε άνευρα κι αδιάφορα ενώ η σκηνή του σπαρακτικού φινάλε του, υπονομεύτηκε μεταξύ άλλων κι από ένα πρόωρο χειροκρότημα του κοινού προς τους αποχωρούντες πρωταγωνιστές. Στατικοί κι υποτονικοί, οι ηθοποιοί στο σύνολό τους δεν κατάφεραν να αποδώσουν την ατμόσφαιρα της λιμνάζουσας παρακμής, να ενισχύσουν τη ματαιόδοξη αμεριμνησία, να υποβάλλουν την νοσταλγική σήψη ή να μεταδώσουν την φαιδρότητα της γιορτής, στις ομαδικές σκηνές. Η παρουσία της εβραϊκής ορχήστρας στις πρώτες σκηνές της τρίτης πράξης θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον αν εντάσσονταν πιο λειτουργικά στη σκηνική δράση. Η ηχοληψία που υποστηρίχτηκε από σειρά μικροφώνων στο προσκήνιο, ήταν άστοχη αφού οι ηθοποιοί ακούγονταν όταν βρίσκονταν μπροστά στα μικρόφωνα αλλά η φωνή τους σχεδόν εξαφανίζονταν όταν απομακρύνονταν από αυτά ή επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν με την πλάτη στο κοινό. Η «βιβλιοθήκη» στην οποία απευθύνει το λόγο του ο Γκάγεφ έγινε «ντουλάπα» που αποκαλύφθηκε πίσω από μία ακόμα αυλαία. Το λιτό και λειτουργικό σκηνικό της δεύτερης πράξης αποτελείται από πάγκους ξύλινους αντί για πλάκες παλιών τάφων, οι οποίοι θυμίζουν λίγο το αυτοσχέδιο θεατράκι της πρώτης πράξης του «Γλάρου». Οι κουρτίνες που άλλοτε φανέρωναν κι άλλοτε έκρυβαν την δράση και τα πρόσωπα, λειτούργησαν εξαιρετικά και όσον αφορά το αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και σε σχέση με την διαμόρφωση των χώρων. Το πρόγραμμα μας απογοήτευσε επίσης. Χωρίς αναφορά σε σοβαρές μελέτες και δοκίμια από την πλουσιότατη βιβλιογραφία, με λήμματα που ο καθένας μας μπορεί να αντλήσει από το διαδίκτυο και με μία εισαγωγή που βρίθει λαθών. Οι ιδιοκτήτες του Βυσσινόκηπου δεν είναι μικροαστοί αλλά γαιοκτήμονες και δεν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν τα δέντρα παρά μόνο πιθανώς στη φαντασία τους, αν εξαιρέσουμε βέβαια ένα ελάχιστο στιγμιότυπο της τέταρτης πράξης όπου πια το κτήμα έχει πωληθεί. Επίσης δεν έχουν πάρει καμία απολύτως απόφαση ώστε να μετανιώσουν, άλλωστε αυτή είναι κι η εγγενής αδυναμία τους, η αδράνεια κι η ανικανότητά τους να αποφασίζουν για τη ζωή και την περιουσία τους. Το σπίτι δεν είναι σπίτι αλλά κτήμα πολλών στρεμμάτων με υποστατικό και πλήθος κτισμάτων. Το έργο γράφτηκε το 1903, στην αυγή του εικοστού αιώνα κι έτσι δεν θα μπορούσε να απεικονίζει την διαρκή φθορά της καθημερινής ζωής στην Ρωσία του αιώνα αυτού αλλά μάλλον του δεύτερου μισού του δέκατου-ένατου. Επίσης όταν αντλούνται τμήματα από κείμενα άλλων κειμενογράφων καλό είναι να αναφέρονται και οι πηγές (εδώ συγκεκριμένα, έχουν αντιγραφεί αποσπάσματα από το δικό μου εισαγωγικό σημείωμα στην κριτική για την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, στο Επί Σκηνής τα οποία περιλήφθηκαν και στο δελτίο τύπου). Ο καθένας δικαιούται να αντιγράφει το δελτίο τύπου αλλά το δελτίο τύπου δεν μπορεί να αντιγράφει τον καθένα.
Σκηνοθεσία — Adolf Shapiro Βοηθοί σκηνοθέτη — Tatiana Mezhina, Olga Roslyakova
Παίζουν: Στην παράσταση συμμετέχουν και 6 μουσικοί Oι διάλογοι προβάλλονται στα ελληνικά με υπέρτιτλους
Θέατρο Badminton
|
|||||||||||
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 02 Οκτώβριος 2010 16:26 |