Σχετικά άρθρα
ΔΑΙΜΟΝΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 04 Ιανουάριος 2011 21:58 |
Δαίμονες του Λαρς Νορέν Τι σημαίνει «Το Εγώ μου είσαι Εσύ;»
Το έργο Οι «Δαίμονες» είναι ένα θεατρικό έργο που θυμίζει αμυδρά την καθαρότητα και την παράνοια της Στριμπεργκικής δραματουργίας και ταυτόχρονα την ψυχωτική εμμονικότητα και την υπονομευμένη επαναστατικότητα των ιψενικών ηρώων. Όμως ταυτόχρονα φέρει το νοσηρό και ελκυστικό πνεύμα της Μπεργκμανικής ακμής έτσι τουλάχιστον όπως το έχουμε κοινωνήσει στην Ελλάδα μέσα από τις κορυφαίες ταινίες του Σουηδού κινηματογραφιστή. Και παράλληλα αναβιώνει θεατρικές μνήμες από το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπη αλλά και από το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Ουίλλιαμς. Ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα ένα μοναδικό δείγμα διαυγούς γραφής που κινείται στα όρια του δράματος δωματίου, του ψυχογραφήματος και του θρίλερ. Οι ήρωες δεν συγκρούονται ο ένας με τον άλλο, χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο για να έρθουν σε ρήξη με τους δαίμονες μέσα τους, δαίμονες που αφυπνίζει η νύχτα, ο θάνατος και το αλκοόλ για να μετατρέψουν τον οικείο χώρο σε πεδίο μάχης και τους οικογενειακούς δεσμούς σε δεσμά αιχμαλωσίας ψυχικής, συναισθηματικής, σαρκικής… Από το δελτίο τύπου αντιγράφω: Φρανκ και Καταρίνα: Τριάντα και κάτι, εννιά χρόνια γάμου. Φαινομενικά το τέλειο ζευγάρι. Άτεκνοι. Τόμας και Γκένα: Οι γείτονες. Οι από κάτω. Τριάντα και κάτι, δώδεκα χρόνια γάμου, οι ιδανικοί γονείς. Ζουν και αναπνέουν για τα παιδιά τους. Απόψε οι τέσσερις τους θα συνυπάρξουν, το βράδυ πριν τον ενταφιασμό της μητέρας του Φρανκ. Μέσα από μια σειρά από αμοιβαίους εξευτελισμούς, σπαρακτικές εξομολογήσεις, σεξουαλικές προκλήσεις και λεκτικές (ή μη) επιθέσεις, θα πρέπει να παλέψουν με τους δαίμονές τους. Πως όμως ξορκίζει κάποιος τον ίδιο του τον εαυτό; Η Καταρίνα πριν...ντυθεί. Η Καταρίνα με ένα λευκό μπουρνούζι, περιφέρεται καπνίζοντας και κλαίγοντας στο ανάστατο σαλόνι ενός διαμερίσματος που ενώ έχει χαρακτηριστικά στοιχεία μεγαλοαστικού λόμπυ εικονογραφεί ταυτόχρονα το ατακτοποίητο τοπίο του ψυχισμού της. Ο Φρανκ, ψυχαναγκαστικός και εμμονικός, εισβάλλει στον κοινό τους χώρο επιχειρώντας μια πρώτη ανατροπή που έχει να κάνει με την τακτοποίηση του χώρου αλλά σύντομα διαπιστώνουμε πως η κάθε του κίνηση έχει σαν αντικατόπτρισμα κι αφετηρία την αντίστοιχη μη-κίνηση της γυναίκας του. Ετοιμάζεται για τον ενταφιασμό της στάχτης της μητέρας του και περιμένει τον αδελφό του με την γυναίκα του οι οποίοι πρόκειται να συμμετέχουν στη σεμνή τελετή. Ετοιμάζεται να φορέσει καφέ παπούτσια αντί για μαύρα ενώ ταυτόχρονα είναι εμφανές πως ο διαταραγμένος ψυχισμός του τον ωθεί σε ακραίους κι ανυπόστατους χαρακτηρισμούς, σε κινήσεις νευρωτικές και ανεξέλεγκτες. Η διαρκής ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι ξεκινάει από ασήμαντες αφορμές αλλά έχει τις ρίζες της σε μια βαθιά ρήξη που υποκινείται από την ίδια την συλλογική εμπειρία τους, ως ενήλικων όντων. Ο Φρανκ φλερτάρει με το διαζύγιο καθώς η γυναίκα του αποτελεί γι’ αυτόν το θετικό κι αρνητικό υποκατάστατο της μητέρας του, ο γάμος του έχει καταλήξει μια σχέση από την οποία απεγνωσμένα θέλει να απαγκιστρωθεί και ταυτόχρονα μια συνθήκη προστασίας από την οποία είναι άρρηκτα εξαρτημένος. Η Καταρίνα αναζητάει ένα πρότυπο άντρα ο οποίος θα έχει την γενναιότητα να αποκαλύψει την αδυναμία του, όχι με στόχο να τον εξουσιάσει αλλά επιδιώκοντας μια βαθύτερη συναισθηματική επικοινωνία. Φλερτάρει με κοφτερά, σπασμένα γυαλιά στο μπάνιο, ελπίζοντας σε μια αιματηρή σύρραξη με τον εαυτό της, σε μια οδυνηρή αποκάλυψη του πληγωμένου ψυχισμού της. Η Καταρίνα φοράει το μαύρο φόρεμα Οι συγγενείς δεν έρχονται και οι δύο σύζυγοι επιχειρώντας να γεμίσουν τη βραδιά με κάτι λιγότερο οδυνηρό από την μοναξιά που αναπαράγουν διαρκώς οι λεκτικοί τους διαξιφισμοί, καλούν το ζευγάρι των γειτόνων τους οι οποίοι δέχονται μετά χαράς να τους επισκεφθούν. Ο μικρός γιος τους έχει κοκίτη κι έτσι βάζουν κοντά του την συσκευή του τηλεφώνου για να μπορούν να ελέγχουν τον ύπνο του. Πίνουν κι είναι φανερό πως ο Φρανκ γίνεται όλο και πιο βίαιος. Οι συζητήσεις με το ζευγάρι του κάτω ορόφου περιστρέφονται αρχικά γύρω από τα παιδιά, η Γκένα είναι πιθανώς έγκυος, υποφέρει από εμετούς, τα στήθη της είναι γεμάτα γάλα. Οι εξομολογήσεις αρχίζουν να διευρύνουν τις ρωγμές, αδειάζοντας τις φράσεις από προσχήματα κι αποκαλύπτοντας τα πτώματα στα πεδία μάχης του ψυχισμού όλων τους. Ο Τόμας έχει κουραστεί να περιστρέφεται διαρκώς γύρω από την οικογένειά τους και τις ανάγκες της, λαχταράει να ερωτευτεί μέσα σ’ ένα πλαίσιο ελευθερίας. Η Γκένα μισεί το ίδιο της το σώμα που έχει μετατραπεί σε μηχανή αναπαραγωγής και έρχεται αντιμέτωπη με την ανεπάρκειά της, με την έλλειψη ελκυστικών ενδιαφερόντων. Με ακατάλυτα δεσμά είναι δεσμευμένοι κι οι γείτονες, χωρίς ούτε και εκείνοι να έχουν αντλήσει ο ένας από τον άλλο το ποθούμενο, χωρίς απάγκιο αλλά κι εκείνοι, από ανάγκη. Ο Φρανκ ρίχνει στη γυναίκα του το νερό από το βάζο σε μια από τις ανεξέλεγκτες επιθετικές του εξορμήσεις. Η Καταρίνα φοράει το κόκκινο φόρεμα Η γυναίκα αυτοτραυματίζεται. Γεμίζει αίματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Περνάει στην επίθεση. Ακυρώνει το σύζυγό της μέσα από ένα παρελθόντα έρωτα. Έναν πραγματικό έρωτα. Εκείνος διατείνεται πως όταν την πηδάει, πηδάει ένα πτώμα. Έχουμε ήδη διακρίνει την σεξουαλική του ανεπάρκεια. Η Καταρίνα πάει να αλλάξει, ο Τόμας επιστρέφει, ο Φρανκ του την πέφτει. Ένα γυάλινο βάζο, ένα εύθραυστο γυάλινο βάζο γίνεται η μπάλα που την πετάνε ο ένας στον άλλο φλερτάροντας με το απολύτως απαγορευμένο. Η ανάμεσά τους έλξη, η έλξη η αναπόφευκτη του ομοίου προς το όμοιο, ισορροπεί στην κόψη, ο ανδρισμός τους έρχεται να αντιστραφεί μέσα από μια τρομακτική αναμέτρηση με τις ανάγκες τους. Ο Τόμας χτυπάει τον Φρανκ. Το μεθύσι γίνεται ακόμα πιο ανεξέλεγκτο. Ο Φρανκ φλερτάρει την Γκένα, η Καταρίνα, τον Τόμας που μεταξύ άλλων, έχει χάσει και τα γυαλιά του. Η Γκένα θέλει να επιστρέψουν σπίτι. Επικαλείται τα παιδιά. Το κολασμένο κλίμα ανάμεσά τους γίνεται κύμα οργής που τους τυλίγει. Σαν τα πιόνια, σ’ ένα παιχνίδι του οποίου αδυνατούν να ορίσουν τους κανόνες, κινούνται ανεξέλεγκτα στη σκακιέρα του τυχαίου, ακολουθώντας τις επιταγές των απωθημένων τους. Υπνοβάτες που ξαφνικά ξυπνούν κι έρχονται αντιμέτωποι με τη φρίκη μέσα τους, τη μόνη που δεν μπορούν να ξορκίσουν. Ο καθένας γίνεται το ερέθισμα για τον άλλο ώστε να απενδυθεί κάθε προστατευτικού του προσχήματος και να εκτεθεί ανυπεράσπιστος στις υποσυνείδητες έξεις του. Ο Φρανκ εναποθέτει τη στοργή του στη μητρότητα, ο Τόμας προσεγγίζει την ανέγγιχτη από γέννες γυναικεία καλλονή, την άπιαστη και εύθραυστη θηλυκή φύση που κυριαρχεί στις φαντασιώσεις του. Η Καταρίνα εκθέτει τον σύζυγό της, αποκαλύπτει πως την υποχρεώνει να φέρνει στο σπίτι νεαρούς άντρες και παρακολουθεί τις σεξουαλικές τους συνευρέσεις. Η παγίδα κλείνει αργά, προστατευτικά σχεδόν, τίποτα δεν παραμένει αλώβητο στις εύθραυστες και ταυτόχρονα πύρινες υπάρξεις των ηρώων καθώς η νύχτα και το μεθύσι οδηγούν έξω από τη στάση, στην έκσταση. Τα παιδιά, τα κοιμισμένα παιδιά έχουν εγκαταλειφθεί. Η οργή γίνεται απελπισία, η θλίψη, οδύνη. Μια γέννα αναλογεί στον καθένα, το κάθε βρέφος που αναδύεται από μέσα τους είναι ένα εκτρωματικό τέρας και μαζί ένας απόκοσμος άγγελος. Η Καταρίνα φοράει το λευκό φόρεμα Θέλει να φύγει μαζί με το ζευγάρι του κάτω ορόφου, με πρόσχημα την ανάγκη της να γλυτώσει από τις επιθετικές τάσεις του ψυχωτικού συζύγου της. Εκείνος αδειάζει την τέφρα της μητέρας του πάνω της. Με έναν εξαίσιο παραληρηματικό μονόλογο αποκαλύπτει την τρομακτική ένδεια της ψυχής του. Δεν υπάρχω, λέει κι επικαλείται ξανά την μητέρα η οποία μέσα στην φαντασίωσή του είναι πλέον όχι χορηγός ζωής αλλά θανάτου, είναι επίσης όχι η νεκρή πια αλλά η Καταρίνα. Ο Φρανκ θα επιχειρήσει τη φυγή του. Η Καταρίνα θα επιχειρήσει να κάνει έρωτα με τον Τόμας, τον άντρα που ενώ είναι δυνατός, δεν κρύβει τις αδυναμίες του, δεν κρύβει το πόσο την έχει ποθήσει. Δεν ολοκληρώνουν όμως. Τι φόρεμα είναι αυτό; Την έχει ρωτήσει. Κι εκείνη απαντάει πως είναι νυφικό. Ο Φρανκ επιστρέφει με την Γκένα. Ανάμεσά τους έχει αποκατασταθεί μια παράδοξη αλλά λυτρωτική σχέση. Εκείνη του τραγουδάει. Τώρα τραγούδα μόνος σου του λέει, δίνοντάς του την ελευθερία αλλά και την ευθύνη σαν μια ευμενής μητέρα που αναδύεται μέσα από την εφιαλτική φιγούρα του δυναστευτικού της προτύπου. Κεριά ανάβουν παντού. Η νύχτα επώδυνα γεννά το τελευταίο της τέρας. Το ξημέρωμα. Γδύνονται. Εκείνη του μιλάει για την άμμο. Αν σφίξεις την χούφτα, η άμμος γλιστράει μέσα απ’ τα δάκτυλά σου, αν όμως δεν την σφίξεις, τότε την άμμο την κρατάς. Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Αποφασίζουν να παντρευτούν το φθινόπωρο. Η Γκένα αποκοιμιέται. Η Καταρίνα ζητάει από τον Φρανκ να μην την εγκαταλείψει. Σαν μέσα σ’ ένα τελετουργικό, αμοιβαία αποδεκτό τον σταυρώνει, τον καρφώνει στον τοίχο. Έχει καταλάβει πόσο τον αγαπάει... Του ζητάει να μην την εγκαταλείψει. Θα είμαι η γυναίκα σου για όλη σου τη ζωή, του λέει. Χάιδεψε με. Πρέπει να με χαϊδέψεις. Εκείνος όμως ξεγλιστράει από τα καρφιά του. Τα προβλήματά σας με το Φρανκ, πρέπει να τα λύσετε μόνοι σας, της λέει. Σαν σε ένα όνειρο, το έργο τελειώνει...
Κλείνοντας... Δεν μπορεί κανείς να αγγίξει ή να αναλύσει τα δεδομένα του έργου χωρίς να κινδυνεύει να το ακυρώσει. Περιεκτικό και διαρκώς υπονομευτικό, ανατρεπτικό αλλά και ταυτόχρονα ποτισμένο από τις συμβάσεις των ηρώων, εκστατικό και οδυνηρά λυτρωτικό το κλασσικό αυτό αριστούργημα του σχεδόν άγνωστου στην Ελλάδα αλλά πολυγραφότατου Σουηδού συγγραφέα, οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά της «Ανάγκης» και μέσα από διαρκείς καταδύσεις αφήνει να κυριαρχήσει η εύγλωττη σιωπή ενός ονειρικού φάσματος που ελευθερώνει χωρίς να λυτρώνει και λυτρώνει σαρώνοντας... Η παράσταση Ο Γιαμλόγλου, σκηνοθέτης και σεναριογράφος κινηματογράφου, στην πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία, άγγιξε τον εκρηκτικό μηχανισμό που είχε στα χέρια του, με προσήλωση, ευγένεια και σκηνικό ήθος. Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του, ενσάρκωσαν υποδειγματικά τους ρόλους τους και δημιούργησαν ολοζώντανα σκηνικά συμβάντα χωρίς εκπτώσεις και χωρίς κανενός είδους εντυπωσιασμούς. Μια παράσταση-εμπειρία που κινήθηκε σε όλη τη γκάμα του έργου παρά τις αναγκαίες περικοπές στο κείμενο, και απέδωσε εν τέλει όχι μόνο την ατμόσφαιρα του ζοφερού κλίματος αλλά και την λυτρωτική ευμάρεια της εξομολόγησης μέσα από μικρά διακριτικά εναύσματα, με σκηνοθετικές κινήσεις σχεδόν αδιόρατες, απόλυτα συντονισμένες στον ψυχισμό των ηρώων και της δράσης τους.
Στην Ελλάδα οι «Δαίμονες» πρωτοπαίχτηκαν το 1996 σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και μετάφραση Γιώργου Δεπάστα.
Μετάφραση-Διασκευή: Πάνος Παπαγεωργόπουλος Σκηνοθεσία: Δημήτρης Γιαμλόγλου Σκηνικά: Έφη Ζυγούρη Κοστούμια: Σοφία Κοτσίκου, Κατερίνα Χαλιώτη, Τάσος Δήμας Μουσική: Γιάννης Πλαστήρας Φωτισμοί: Μαριάννα Κοντούλη
Παίζουν: Καταρίνα: Ερατώ Πίσση Φρανκ: Πάνος Παπαγεωργόπουλος Γκένα: Φανή Παναγιωτίδου Τόμας: Ορέστης Δικαίος Βοηθοί σκηνοθέτη: Παυλίνα Φλεβοτομά, Ξανθή Σπανού, Σταύρος Γιαννακόπουλος Οργάνωση παραγωγής: Διονυσία Σακελλαρίου Δημόσιες Σχέσεις: Ιλιάδα Κοθρά, Παυλίνα Φλεβοτομά Χειρισμός ήχου-φωτός: Γιώργος Δανέζης Δημιουργικό αφίσας: Βασίλης Βούζας Σχεδιασμός Προγράμματος: Γιώργος Αθανασίου Συνεργασία στη συγκέντρωση και μετάφραση δραματουργικού υλικού: Εύη Φίλη Ειδικά εφέ: Δημήτρης Σκιαδόπουλος Φωτογραφίες: Μάνος Γαστεράτος Μακιγιάζ: Ιωάννα Συμεωνίδη
Παραγωγή: Θίασος Κώδικας
Την έκδοση του προγράμματος που περιλαμβάνει ολόκληρο το έργο, ανέλαβε ο εκδοτικός οίκος ΟΞΥ.
Ημέρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη, έως 20 Φεβρουαρίου 2011 Ώρα: 21:00
Θέατρο του Ήλιου Φρυνίχου 10 Μετρό Ακρόπολη Τηλ: 2103231591 Τιμή εισιτηρίου: Γενική είσοδος: 15 ευρώ, Φοιτητικό: 12 ευρώ Πληροφορίες – Κρατήσεις: 6974413404, (13.00 - 18.00)
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 23 Ιανουάριος 2011 13:04 |