Σχετικά άρθρα
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΓΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Πέμπτη, 07 Απρίλιος 2011 08:23 |
Ανώνυμη Αγία Θεατρική διασκευή από την Μαριάννα Κάλμπαρη , του διηγήματος «Μια κοινότατη ιστορία» του Γιάννη Ρίτσου Το έργο Οι χαρακτήρες Ο Μανωλιός που συγγενεύει με τον άξεστο, εκρηκτικό Κοβάλσκι από το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Ουίλλιαμς ή τον φιλόδοξο κι αδίστακτο υπηρέτη της «Δεσποινίδος Τζούλιας» του Στρίμπεργκ, κινείται ταυτόχρονα μέσα από την αλαζονεία του αλλά και μέσα από μια εσωτερική, χρόνια ταπείνωση που δεν του επιτρέπει να εκφράσει τρυφερά αισθήματα απέναντι στη γυναίκα του αφέντη, του οποίου τη θέση, φιλοδοξεί να πάρει. Ο στιβαρός, επιθετικός άντρας ξέρει πως μπαίνοντας στο αρχοντικό δεν γίνεσαι και άρχοντας, γνωρίζει πως τον πόθο του ανεπιφύλακτα μπορεί να τον διευθετήσει μόνο με την οικεία στις συνήθειές του, υπηρέτρια, οργίζεται όταν συνειδητοποιεί πως παρά την σαρκική εξουσία που ασκεί στην νεαρή αρχόντισσα δεν μπορεί να κατακτήσει την ψυχή και το πνεύμα της γιατί δεν διαθέτει τα ανάλογα προσόντα. Ένας γόνος δικός του και της Ευδοκίας θα ήταν εκείνος που πραγματικά θα κατακτούσε τον μεγάλο οίκο αλλά η γυναίκα του δεν μένει έγκυος σε αντίθεση με την υπηρέτρια, την οποία καταφέρνει να γονιμοποιήσει αμέσως. Μοιάζει σαν να αρνείται το σώμα της να κυοφορήσει το δικό του χυδαίο σπέρμα. Η συμπλεγματική του οργή κορυφώνεται όταν η γυναίκα του αρνείται να του παίξει πιάνο. Στην ουσία την εγκαταλείπει για να της καταφέρει το ισχυρότερο χτύπημα, να την υποβάλλει στο μαρτύριο της βαθιά ταπεινωτικής και επίπονης απουσίας του. Και όντως τα καταφέρνει να την εξοντώσει αφού δεν είναι εφικτό να την καθυποτάξει. Όμως όταν μαθαίνει τον θάνατό της τότε αποκαλύπτεται όλο το κρυμμένο συναισθηματικό του φορτίο αφού ο χαμός της τον βυθίζει σε απελπισία και βαθύ πένθος. Ο Μανωλιός δεν αγάπησε μόνο το λευκό σαν το γάλα της κατσίκας, δέρμα της Ευδοκίας και την υψηλή καταγωγή της αλλά και την ίδια την εύθραυστη και ταυτόχρονα ερωτική φύση της η οποία παρέμενε γι’ αυτόν ακατάκτητη, αφού οι κόσμοι τους τέμνονταν μεν στην ευθεία του κοινού τους πόθου αλλά δεν ταυτίζονταν. Φέρθηκε αδίστακτα από ταξικό μίσος κι όχι εξ αιτίας κάποιας αποστροφής προς την «ιδανική» γυναίκα, που από μικρό παιδί ονειρεύονταν. Η Ευδοκία δεν είναι απλά μια γυναίκα-έρμαιο των σαρκικών της παθών. Γι’ αυτήν την παράξενη παιδούλα που τάιζε τα ποντίκια κι έφερνε στο κρεβάτι της κούκλους-αραπάκια, ενώ αρνιόταν να παντρευτεί κάποιον της τάξης της κι απέφευγε να βγει έξω από τους τοίχους του πατρικού της σπιτιού, αυτό που αντιπροσωπεύει ο Μανωλιός είναι ο έξω κόσμος που πάλλεται, που σφύζει από ζωή, που απολαμβάνει, στραγγίζει την ηδονή, που μέσα από την επικινδυνότητά του γίνεται αφόρητα ελκυστικός κι ακαταμάχητος. Αν η γυναίκα αυτή ήταν απλά ένα έρμαιο της σεξουαλικότητάς της, θα είχε αντικαταστήσει πολύ εύκολα τον Μανωλιό με έναν άλλο εξ ίσου εύρωστο κι όμορφο άντρα. Όμως το πάθος της γι’ αυτόν είναι περίπλοκο, υπερβαίνει τις απαιτήσεις της σάρκας, διεισδύει στα σκοτεινά τοπία του περίπλοκου ψυχισμού της και καταδυναστεύει την διπλή κι αντιφατική φύση της. Η έντονα οιδιπόδεια έφηβη που ζήλευε τις, ευτελούς καταγωγής, ερωμένες του πατέρα της, παίρνει πολύ συνειδητά τη θέση τους ικανοποιώντας έτσι το διεστραμμένο, άγριο και καταπιεσμένο κομμάτι της φύσης της, ενώ η εκλεπτυσμένη, λεπτεπίλεπτη πλευρά του εαυτού της επαναστατεί κι αρνείται να υποταχτεί στη σάρκα, παραδίδεται στις μελωδίες μιας μουσικής που υπόσχεται τα ουράνια. Ο διχασμός γεννά εν τέλει και την αγιοσύνη αλλά και την δαιμονικότητα που την καταλαμβάνουν στην πορεία. Η Τριανταφυλλιά τώρα, η τόσο αφοσιωμένη θεία και γκουβερνάντα είναι επίσης ένας μαγικός χαρακτήρας κατευθείαν παρμένος από το «εικονοστάσι» του Παπαδιαμάντη, απ’ τα «αγιολόγια» του Ντοστογιέφσκι κι από τις «αγιογραφίες» του Τσέχωφ. Πιστή, σιωπηλή, όλο απάρνηση, ανίκανη να κρίνει αρνητικά αλλά έτοιμη να δώσει τη μάχη της για την Ευδοκία, πληγωμένη μαζί κι αισιόδοξη, σπαρακτική μέσα από την άσπιλη αγάπη της είναι ίσως η πραγματική «ανώνυμη αγία» αυτής της ιστορίας. Η παράσταση Η Κάλμπαρη έπλασε μια διασκευή με σπάνιες δραματουργικές αρετές την οποία αξιοποίησε σκηνικά στο έπακρο. Ο λόγος μεταφέρεται από πρόσωπο σε πρόσωπο σαν προσευχή και σαν παραλήρημα, κυλάει ανόθευτος και γίνεται τραγούδι, σκληραίνει για να λακτίσει και μαλακώνει για να θωπεύσει. Αναπτύσσεται σε διφωνίες και ελλοχεύει πίσω από τις σιωπές άλλοτε για να σωριαστεί, άλλοτε για να σπάσει σε κρυστάλλινα, αιχμηρά κομμάτια κι άλλοτε για να κυλήσει σαν φουσκωμένο ποτάμι έξω από τις κοίτες του. Σε ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό που μεταποιεί το αρχοντικό σε εκκλησία, φως τον κεριών κι ευθύβολοι φωτισμοί δημιουργούν τα εσωτερικά τοπία, ορατά κι αόρατα στα οποία οι ήρωες μάχονται, παραιτούνται και πάσχουν. Σε μια από τις αισθαντικότερες σκηνοθεσίες της, η Κάλμπαρη, διευθύνει τους ηθοποιούς σαν μαέστρος σε ένα τελετουργικό, σκηνικό ποίημα όπου οι χρόνοι διεισδύουν ο ένας μέσα στον άλλο, το παρόν και το παρελθόν συγχέονται ενώ τα εμπνευσμένα ευρήματα, σχεδόν αόρατα κι απόλυτα ενταγμένα στις δράσεις αναδεικνύουν τις εσωτερικές δυναμικές των ρόλων και των καταστάσεων, τις συναισθηματικές εξάρσεις και τις εκστατικές διαπλοκές των σωμάτων. Η κυρία Σεϊρλή μας προσφέρει μια σπαρακτική ερμηνεία με βάθος και συναισθηματική πληρότητα. Η Βολιώτη αναδεικνύει όλες τις αποχρώσεις του ρόλου της και τις συναισθηματικές και ψυχικές του αντιφάσεις, αποδίδοντας τα κρεσέντο και τα πιανίσιμο του, με αισθαντικότητα και ερμηνευτική διαύγεια. Ο Ραντάνωφ πλάθει έναν αυθεντικό και βαθιά σωματικό ήρωα που σφύζει από πρωτόγονο ερωτισμό, ορίζοντας τις εντάσεις με μέτρο, χιούμορ και πειστικότητα. Η Γρίβα ενσαρκώνει μια στιβαρή υπηρέτρια γεμάτη χυμούς και λαγνεία, αξιοποιώντας τόσο το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, όσο και τα υποκριτικά της προσόντα.
Σοφία Σεϊρλή Κρις Ραντάνωφ Θάλεια Γρίβα
Δευτέρα-Τρίτη: 21.15 μ.μ.
Τηλέφωνο: 210 3228706 |
Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 08 Απρίλιος 2011 08:08 |