Σχετικά άρθρα
ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μιχάλης Ταμπούκας |
Τετάρτη, 12 Δεκέμβριος 2012 20:07 |
Ορφέας στον Άδη του Τεννεσσή Ουΐλλιαμς Βασική αρχή στη ζωγραφική –κατ’ αναλογία αντίστοιχα με κάθε τέχνη– είναι ότι κανένα χρώμα δεν είναι μονοδιάστατο ως το ένα και το αυτό, αλλά συντίθεται από άλλα που οι διαβαθμίσεις τους διαμορφώνουν την εντύπωση του επικρατούντος χρώματος στην ένταση των φωτοσκιάσεών του. Όπως επίσης εννοείται ότι και το σκίτσο χρειάζεται εμπεριστατωμένη (επι)γνώση της ζωγραφικής. Στο Δελτίο Τύπου της παράστασης δίνεται έμφαση στο «πολιτικό στοιχείο» του Ουΐλλιαμς στην προσέγγιση του έργου. Για την ακρίβεια, τονίζεται ότι «λέγεται πως ο Τεννεσή Ουΐλλιαμς δεν ήταν πολιτικός συγγραφέας» και πως «το έργο αυτό αποδεικνύει πως αυτό δεν ισχύει». Όπως και σε κάθε συγγραφέα του διαμετρήματός του, εξυπακούεται ότι το όποιο πολιτικό (ανθρώπινο, κοινωνικό κ.ο.κ.) επίπεδο ενυπάρχει στον Ουΐλλιαμς σε ποικίλες εκφάνσεις πολύπτυχης αμεσότητας αναλόγως της εκάστοτε μυθοπλασίας του. Κανένα έργο δεν χρειάζεται να αποδείξει απολύτως τίποτα για τον συγγραφέα του με τον όποιο περιοριστικό τρόπο που θα επιμέριζε τη σύνθεση των ποιοτήτων του, παρά μόνο εάν το αναδείκνυε αξιοποιώντας γόνιμα την πληρότητα της παλέτας στην (αντι)στικτική ενορχήστρωση των αποχρώσεών της σε βάθος –και εύρος– πεδίου. Αναφορικά λοιπόν με κάθε προσδοκία συνύφανσης θεατρικών ποιοτήτων κατόπιν της προαναφερθείσης επισήμανσης, παρακολουθώντας την παράσταση δεν μπορεί κανείς να αποφύγει παρά να αισθανθεί ως ενδιαφερόμενος αγοραστής κυνηγετικής καραμπίνας που ανοίγοντας το περιτύλιγμα του αναμενόμενου προϊόντος, αντ’ αυτού ανακαλύπτει ένα παιδιάστικο μονόσφαιρο πλαστικό αποκριάτικο πιστόλι κι αυτό με αδυναμία πυροδότησης του καψουλιού. Η φόρμα της παράστασης μοιάζει να υπονομεύει αμήχανα και άτσαλα το περιεχόμενό της χωρίς δυνατότητα υποστήριξης ή έστω τουλάχιστον μιας στοιχειώδους τεκμηρίωσής της σε μία αίσθηση συνοχής των στοιχείων που υποτίθεται ότι τη συνθέτουν αντί για την (αντι)αισθητική ενός τραγέλαφου αχαρακτήριστου, ήτοι χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ήθος. Η τέχνη είναι α+ήθης πέραν του καλού και του κακού στον αντίποδα της όποιας στενά εννοούμενης «ηθικολογίας» και σαφώς όχι αήθης. Από την πρώτη του έννοια στην αρχαιότητα ως «τόπος, κατοικία», το ήθος έφτασε εύλογα να σημαίνει «τρόπος, νοοτροπία». Για την α+ήθη λοιπόν λειτουργία που συνιστά την τέχνη χρειάζεται το ήθος που τη διαμορφώνει και την καθορίζει και δη στο θέατρο, που είναι η τέχνη της κάθε μοναδικής και ανεπανάληπτης στιγμής όπως αυτή εκφράζεται μέσω του εδώ και τώρα δρώντος ποιητή του ήθους της, δηλ. του ηθοποιού. Το μέτρο είναι η λεπτή (κ)όψη της (υπο)στάσης του λόγου πάνω, πέρα και μέσα από το ανείπωτο. Το απλό δεν έχει σχέση με το απλοϊκό, όπως και το λαϊκό με το λαϊκίστικο και άλλο πόσο το μέτρο με το μέτριο. Άλλο το να παίζει κανείς παριστάνοντας ή μιμούμενος τον ερασιτέχνη και άλλο το να ισχυρίζεται ότι παίζει –σχεδόν ούτε καν– ως ερασιτέχνης. Η παράσταση ξεκινάει με έναν πιανίστα (Άγγελος Τριανταφύλλου, που επιμελήθηκε και τη μουσική της), ο οποίος μάλλον κατά τ’ άλλα δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο. Οι δε «πινελιές διασκευής» του κειμένου με αλλαγές «αποστασιοποίησης» (άλλος ένας όρος πλήρως παρανοημένος και εντελώς παραφθαρμένος), εξασθενούν συρρικνώνοντας όχι μόνο το λόγο του Ουΐλλιαμς αλλά και κάθε δυναμική ως πιθανό ενδεχόμενο που θα αναδείκνυε αξιοποιώντας το επικαλούμενο(;) ζητούμενο, όπως π.χ. η επί σκηνής «voice off» προσθήκη με περιγραφές των όσων βλέπουμε ακριβώς εκείνη τη στιγμή (…) που «λειτουργούν» έως και σαν να χειραγωγούν υποτιμητικά τη νοημοσύνη του θεατή. Το ίδιο ισχύει στη συνέχεια σε συνάφεια και –από κάθε άποψη– συνέπεια με τη χρήση της μουσικής (που συχνά η έντασή της καπελώνει το λόγο περαιτέρω επιβαρυντικά) και της ηχητικής μπάντας. Όλα μαζί επαυξάνουν μία «ατμόσφαιρα» ενός «συναισθηματισμού» ως απροσδιόριστο ή/και αντιφατικό παράδοξο σε αντί(παρα)θεση με ό,τι «σκοτεινό» και «ποιητικό» στοιχείο του έργου επικαλείται η «νέα» (προ)οπτική της σκην(οθετ)ικής του πραγμάτωσης, καθώς στην πραγματικότητα αφήνει μόνο την ξερή γεύση μόλις μίας επιπόλαιης «ανάγνωσής» του σε μορφή «κλασικού (κα)κομικογραφημένου» από αναγνώστη που η σχέση του με το λόγο ξεκινάει από τα φωτορομάντσα και μετά βίας φτάνει σε «Βίπερ Νόρα», ενώ η επαφή του με την εικόνα περιορίζεται φευγαλέα σε κάποιο απρόσεχτο ξεφύλλισμα περιοδικών τύπου «Βαβέλ». Όπως σε κάθε περίπτωση, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με ό,τι διαθέτουν σ’ αυτό το πλαίσιο αναπαράστασης του καταπιεστικού βάρους υπό το ζυγό ενός ανάλγητου κοινωνικού και οικογενειακού περιγύρου που ισοπεδώνει ανάγκες απαξιώνοντας αμετροεπώς κάθε ίχνος στοιχειώδους σεβασμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Λυδία Φωτοπούλου φωτίζει υπέροχα τη Λέηντυ, πικραμένη, γοητευτική, βίαια στερημένη και ερωτική στις διακυμάνσεις και διαστάσεις των αποχρώσεών της. Εύφορη Ντόλυ και Δεσποινίς Πόρτερ η Θέμις Μπαζάκα και επίσης εξαίσια η Μισέλ Βάλλεϋ ως Βη. Και οι τρεις τους παίζουνε Ουΐλλιαμς με υποδειγματικό μέτρο μεγέθους. Με εξαίρεση στιγμών εφάμιλλων πρότερων αξιόλογων ερμηνειών της, η Γιούλικα Σκαφιδά εδώ μοιάζει σχεδόν εγκλωβισμένη στο (προ)σχήμα της Κάρολ. Η «παραπομπή» της έτσι κι αλλιώς αδύναμης ερμηνευτικά Μπιούλα (Άλκηστις Πουλοπούλου) στη Μέριλυν Μονρόε, μοιάζει επιεικώς ως «θεατρικό χωρατό» με αίσθηση χιούμορ που αποβαίνει ως άγουστη φάρσα εις βάρος της ηθοποιού. Ως Τζέημπ ο Μηνάς Χατζησάββας είναι θεσπέσιος. Βλέποντας κανείς ετούτον τον σπουδαίο καλλιτέχνη της υπόκρισης να διανθίζει με καίριο χιούμορ ένα τραυματισμένο λιοντάρι που κρατάει τους βρυχηθμούς του με καταλυτική λιτότητα αριστοτεχνικής ευαισθησίας, αν μη τι άλλο εύχεται να τον δει και ως Βασιλιά Ληρ. Θαυμάσιος Τάλμποτ ο Γιώργος Κοτανίδης με φινετσάτο κυνισμό προύχοντα εντόπιας εξουσίας. Με αβίαστη ήρεμη δύναμη, ευφυΐα και παλμό, ο Νίκος Αλεξίου είναι εξαιρετικός στην απαιτητική γκάμα των ρόλων του. Εμφανισιακά ως Βαλ, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου παραπέμπει σε Αμερικανό ζεν–πρεμιέ. Πλην όμως η συμμετοχή του στην παράσταση δεν διαφέρει από οιουδήποτε υποψήφιου εισαγωγικών εξετάσεων σε δραματική σχολή, ασυντόνιστα μονόχορδου από σοβαρή έλλειψη επάρκειας στις πτυχές της εμπειρίας ή της αίσθησης ενός (έστω ερασιτέχνη) ηθοποιού. Μια χαμένη ευκαιρία για μία ενδιαφέρουσα παράσταση.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας Σκηνοθεσία: Barbara Weber Σκηνικά: Michel Schaltenbrand Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος Δραματουργική Συνεργασία: Armin Kerber Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Καρακούλη Βοηθός σκηνοθέτη: Ξένια Θεμελή
Παίζουν:
Ντογκ, Ντέηβιντ Κατρήρ Νίκος Αλεξίου Βη Τάλμποτ Μισέλ Βάλλεϋ Σερίφης Τάλμποτ Γιώργος Κοτανίδης Βαλ Ξαβιέ Ανδρέας Κωνσταντίνου Ντόλυ, Δεσποινίς Πόρτερ Θέμις Μπαζάκα Μπιούλα Άλκηστις Πουλοπούλου Κάρολ Κατρήρ Γιούλικα Σκαφιδά Πήγουη Άγγελος Τριανταφύλλου Λέηντυ Τόρανς Λυδία Φωτοπούλου Τζέημπ Τόρανς Μηνάς Χατζησάββας
Σημείωση: Οι παραστάσεις του έργου το οποίο παίχτηκε στο Εθνικό θέατρο, έχουνε ολοκληρωθεί. |
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 12 Δεκέμβριος 2012 20:16 |