ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΣΙΔΩΡΑΣ (ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΣ) |
![]() |
![]() |
Πέμπτη, 21 Ιούλιος 2011 20:02 | |||
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΣΙΔΩΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Η Ισιδώρα Χόφμαν είναι μια πολύ σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου, που παρά τα χρόνια της συνεχίζει ν’ αποπνέει αρχοντιά. Στην πρώτη πράξη, ένας δημοσιογράφος της παίρνει συνέντευξη, με αφορμή το τελευταίο της έργο, που είναι και το κύκνειο άσμα της. Όταν ο δημοσιογράφος αναφέρεται σε πολύ λεπτά προσωπικά ζητήματα, η Ισιδώρα Χόφμαν συγχύζεται και αρνείται ν’ απαντήσει, αλλά στο τέλος τα πνεύματα ηρεμούν.
Στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης, η Ισιδώρα Χόφμαν έχει ένα όραμα. Την ώρα που κοιμάται, μπαίνει στο δωμάτιό της, η Μπερνάρντα Άλμπα, η ηρωίδα που πάντα απέφευγε να υποδυθεί. Στην αρχή σαστίζει, αλλά στη συνέχεια ξεγυμνώνει την ψυχή της, αποκαλύπτεται και ξεπερνάει τους φόβους της. Η Μπερνάρντα το μόνο που της ζητάει είναι να την ερμηνεύσει στο θέατρο, αντί της κοντέσας Βαλέραινας που επρόκειτο να παίξει.
Στη δεύτερη και τελευταία σκηνή, ένας άλλος δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από την Ισιδώρα Χόφμαν. Αυτή, στην αρχή μπερδεύεται, αλλά τελικά αντιλαμβάνεται πως όλα ήταν αποκυήματα της φαντασίας της. Στο τέλος του έργου, Η Ισιδώρα Χόφμαν αρχίζει να μιλάει για τον τελευταίο ρόλο της ζωής της, την «Μπερνάρντα Άλμπα».
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α (ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ) ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β (ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ
Βρισκόμαστε στο σαλόνι του σπιτιού της Ισιδώρας Χόφμαν. Η Ισιδώρα Χόφμαν είναι μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα, εντυπωσιακή που αποπνέει αρχοντιά. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το μπαστούνι της. Το σαλόνι είναι κλασικό με παλιά έπιπλα. Στο κέντρο βρίσκεται ένα μικρό τραπεζάκι με κεντητό τραπεζομάντιλο. Η Ισιδώρα Χόφμαν κάθεται στον καναπέ και διαβάζει ένα βιβλίο. Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι και σηκώνεται από τον καναπέ για να πάει ν’ ανοίξει. Αντικρίζει έναν ψιλόλιγνο νεαρό άντρα που κρατάει κάτι χαρτιά κι ένα μικρό μηχάνημα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Έκπληκτη) Γεια σας. Τι θα θέλατε παρακαλώ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Συγγνώμη κυρία Χόφμαν. (Κατεβάζει το κεφάλι του) Είμαι ο Ευγένιος Θωμόπουλος.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με απορία) Ευγένιος Θωμόπουλος;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Μάλιστα. Είμαι δημοσιογράφος από την εφημερίδα «Θεατρικά και άλλα». Ήρθα για τη συνέντευξη.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Κατάλαβα. Με συγχωρείτε αλλά είμαι λίγο κουρασμένη. Έχω χάσει το μυαλό μου πια. Ξεκούτιανα. Ου γαρ έρχεται μόνον...
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Τη διακόπτει) Το γήρας; ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Μικρή παύση) Ακριβώς κύριε Θωμόπουλε. Το γήρας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Περνάει μέσα) Μα δεν πρέπει να το λέτε εσείς αυτό. Είστε ακόμα πολύ νέα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Χαμογελώντας) Μη με κάνετε να γελάσω. Είναι ωραίες και κολακευτικές οι φιλοφρονήσεις αρκεί να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Εσείς (δυνατά) είστε πολύ νέος κύριε Θωμόπουλε, όχι εγώ. Αλήθεια πόσο χρονών είστε; Εικοσιπέντε; Τριάντα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τριανταπέντε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Μειδιά) Σας ζηλεύω κύριε Θωμόπουλε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Με ζηλεύετε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ναι. Και ξέρετε γιατί;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Όχι.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Έχετε όλη τη ζωή μπροστά σας. (Ακουμπάει τον ώμο του) Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Να εκπληρώσετε όλα τα όνειρά σας, όλους τους κρυφούς σας πόθους ή τουλάχιστον να προσπαθήσετε γι’ αυτό. Ξέρετε πόσο σημαντικό είναι να προσπαθείς στη ζωή; Να προσπαθείς γιατί έχεις βάλει κάποιους στόχους. (Μικρή παύση) Είσαι μόνος σου στην έρημο που λέγεται ζωή κι έχεις τα αστέρια του ουρανού οδηγό. Αλήθεια, ξέρετε τι έλεγε ο Ζαν-Πωλ Ρίχτερ; ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Με την άγνοια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του) Ποιός;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Δεν σας αδικώ που δεν τον γνωρίζετε. Είπαμε, είστε πολύ νέος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Ενοχλημένος) Θα με κάνετε να νιώσω τύψεις που είμαι νέος κυρία Χόφμαν;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Όχι, υπερηφάνεια και μόνο. Ο Ζαν-Πωλ Ρίχτερ ήταν ένας μεγάλος γερμανός συγγραφέας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Λίγο περιφρονητικά) Και τι είπε αυτός ο κύριος Ρίχτερ;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: «Τα γηρατειά είναι δυσάρεστα, όχι γιατί δεν έχουν απολαύσεις, αλλά γιατί δεν έχουν ελπίδες». (Παύση)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Εγώ πάντως δεν έχω παράπονο κυρία Χόφμαν. Ό,τι ήθελα στη ζωή μου το έχω επιτύχει. Ακόμα και το παιδικό μου όνειρο να γίνω δημοσιογράφος πραγματοποίησα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Έντρομη) Όχι, μη το λέτε αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Ποιό πράγμα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τα όνειρα δεν τελειώνουν. Αλίμονο αν τέλειωναν, θα ήμασταν νεκροί. (Πιάνει το μέτωπό της) Φανταστείτε να σβήναν τα αστέρια του ουρανού. Η νύχτα θα έμοιαζε φτωχότερη κι ίσως να μην ξημέρωνε ποτέ πια. Ακόμα κι εγώ έχω όνειρα. (Χαμογελάει) Μη σας φαίνεται περίεργο. Σε κάτι ελπίζω κι εγώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Ωραία όλα αυτά κυρία Χόφμαν, αλλά νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να τα πείτε στη συνέντευξη που θα μου παραχωρήσετε. Τι λέτε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Έχετε απόλυτο δίκιο. Πάλι παρασύρθηκα. (Δείχνει προς τον καναπέ) Σας παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι. Καθίστε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Κάθεται στον καναπέ) Ευχαριστώ.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Πηγαίνει προς το μπαρ) Θέλετε να σας βάλω κάτι να πιείτε; Ουίσκι, κονιάκ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Μην ενοχλήστε. Δε θέλω να πιω. Εξάλλου, ποτέ δεν πίνω εν ώρα εργασίας. Είναι αρχή μου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Καλά κάνετε. Αλλά εγώ θα πιω. (Ανοίγει ένα μπουκάλι λικέρ και βάζει στο ποτήρι) Λίγο λικέρ με γεύση φράουλα. Το ποτό ευφραίνει την καρδιά και την ψυχή. Απελευθερώνει τη σκέψη σου, καταλύει τις άμυνές σου. Πίνω συχνά για να βγαίνω που και που απ’ το κελί μου. (Μικρή παύση) Αλήθεια τι είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Voice Recorder.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με απορία) Voice τι;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Voice Recorder. Μηχάνημα εγγραφής φωνής.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Είναι πολύ μικρό. Και κάνετε τη δουλειά σας με αυτό το μηχάνημα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Η τεχνολογία προχωράει κυρία Χόφμαν. Τα πάντα εξελίσσονται. Λοιπόν, τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Αφήνει το μπαστούνι της, κάθεται στον καναπέ κι ακουμπάει το ποτήρι της πάνω σ’ ένα σουβέρ) Ασφαλώς.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Ενεργοποιεί το μηχάνημα εγγραφής φωνής κι ανοίγει τις σημειώσεις του για να δει τις ερωτήσεις) Θα ήθελα να ξεκινήσω με μία προσωπική ερώτηση. Χρόνια τώρα αναρωτιόμουν, το επώνυμό σας είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ή έχετε γερμανικές ρίζες;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Γελώντας) Είναι γελοίο. Έχω διαβάσει τόσα δημοσιεύματα. Όλοι νομίζουν πως είναι κάποιο καπρίτσιο, μια καλλιτεχνική ιδιοτροπία. Όχι, ούτε παράξενη είμαι ούτε έχω γερμανικές καταβολές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τότε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Είναι το επώνυμο του συζύγου μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Σαστίζει) Με συγχωρείτε, αλλά διορθώστε με αν κάνω λάθος. Βρανάς δε λεγόταν ο σύζυγός σας;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ο δεύτερος ναι. Ο πρώτος όμως;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Άναυδος) Έχετε ξαναπαντρευτεί;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πριν πάρα πολλά χρόνια. Δεκαέξι χρονών ήμουνα θαρρώ. (Πίνει λίγο λικέρ) Δεν ήταν έρωτας, δυστυχώς. Συνοικέσιο. Συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια ξέρετε. Οι γονείς μου ανησυχούσαν για το μέλλον μου. Ήμουν ατίθασο κορίτσι βλέπετε. Επαναστάτρια, φεμινίστρια. Μια εν δυνάμει Σιμόν ντε Μποβουάρ. Πίστευα πως η γυναίκα πρέπει να μοχθήσει για να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, την ισότητά της. Οι γονείς μου από την άλλη, θεωρούσαν πως ο μόνος προορισμός της γυναίκας ήταν ο γάμος. Έτσι, μου προξένεψαν το γιο ενός διπλωμάτη. (Μικρή παύση) Όμορφο παλικάρι, δε λέω. Μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Απλά, εγώ ήμουν νέα, πολύ νέα. Δεν ήμουν έτοιμη για καμιά είδους δέσμευση. Οι γονείς μου αδυνατούσαν να το καταλάβουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Την διακόπτει) Τελικά παντρευτήκατε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Μετά από πολλές πιέσεις των δικών μου κι επειδή δεν ήθελα να τους στεναχωρήσω νυμφεύθηκα τον Όθωνα Χόφμαν. Σαν το βασιλιά. Μόνο που εγώ δεν ήμουν Αμαλία. (Μειδιά) Δεν ήμουν η κατάλληλη σύζυγος γι’ αυτόν τον άνθρωπο κι ούτε ποτέ θα γινόμουν. Το ήξερα καλά. Πάρα πολύ καλά. Μια μέρα του ανακοίνωσα ότι θα δώσω εξετάσεις για το Εθνικό κι ότι θέλω να χωρίσουμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τι σας απάντησε; Στεναχωρήθηκε; Νευρίασε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήταν πάρα πολύ ήρεμος. Σαν να το περίμενε από καιρό. Φυσική κατάληξη ενός τέτοιου γάμου. Ευτυχώς που δεν είχαμε κάνει και παιδιά. Μου φέρθηκε με απαράμιλλη ευγένεια. Δε ζήτησε τίποτα, παρά μόνο να κάνω κάτι για να τον θυμάμαι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τι πράγμα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήθελε να κρατήσω το επώνυμό του ως ανάμνηση ενός αποτυχημένου γάμου, μιας σχέσης που δεν είχε αρχή και μέση, παρά μόνο τέλος. (Μικρή παύση) Δεν μπορούσα να του χαλάσω χατίρι. Ήταν πολύ λίγο αυτό που ζητούσε, μπροστά σε αυτό που μου προσέφερε, την ελευθερία μου. Ως εκ τούτου, από Ισιδώρα Μωυσιάδου έγινα Ισιδώρα Χόφμαν, (με στόμφο) η μεγάλη θεατρίνα. Ακόμη και σήμερα τον αποκαλώ «Καλλιτεχνικό νονό» μου. Του οφείλω πολλά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Και δώσατε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ναι. Διευθυντής τότε ήταν ο Δημήτρης Ροντήρης, ένας σπουδαίος σκηνοθέτης και δάσκαλος. (Κοιτάει λίγο προς τα πάνω) Έτρεμα όταν πήγα να δώσω εξετάσεις. Το ήθελα πολύ, αλλά είχα τρομερό άγχος. Ήταν μια μικρή επανάσταση για μένα και μια αποτυχία θα με καταρράκωνε. Εμφανίστηκα στη σκηνή κι ούτε που κοίταξα τους εξεταστές. Άρχισα αμέσως να παίζω. Είχα διαλέξει έναν μονόλογο της Σαβίνας από το «Με τα δόντια» του Θόρντον Ουάιλντερ. (Αλλάζει τη φωνή της και ερμηνεύει για λίγο τη Σαβίνα) «Ωχ, ωχ, ωχ! Έξι η ώρα κι ο κύριος ακόμα να φανεί. Να δώσει ο Θεός να μην τούτυχε τίποτα σοβαρό καθώς περνούσε το ποτάμι». Πριν προλάβω να τελειώσω το μονόλογο, με διέκοψαν και μου είπαν ένα ξερό «ευχαριστούμε». Ήμουν πεπεισμένη ότι είχα κοπεί. Τρεις μέρες έκλαιγα. Ήμουν απαρηγόρητη. Η μητέρα μου βρήκε αφορμή να με κατσαδιάσει και να με κατακρίνει για τις επιλογές μου. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα δεν πήγα να τα δω. Δεν είχα το κουράγιο. Είχε πάει, όμως, η μητέρα μου κρυφά από όλους. (Μικρή παύση) Κατά βάθος ένιωθε τύψεις κι ανησυχούσε για μένα. Την ώρα που ήρθε σπίτι για να μου ανακοινώσει το αποτέλεσμα δεν θα την ξεχάσω.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Με αγωνία) Τι ακριβώς έγινε τότε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήταν απομεσήμερο κι έκανε αφόρητη ζέστη. (Ανοίγοντας τα χέρια της) Ανοίγει ξαφνικά η πόρτα. Αντικρίζω τη μητέρα μου. Δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Έμοιαζε μεθυσμένη, όχι από πιοτό, αλλά από χαρά. Έτρεξε προς το μέρος μου, μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της και μου είπε: «Παιδί μου ξέρεις τι είσαι; Μια μεγάλη ηθοποιός κι εγώ πάντα θα είμαι δίπλα σου, στα εύκολα και στα δύσκολα. Πέρασες τις εξετάσεις». Όποτε θυμάμαι αυτή τη σκηνή δακρύζω, ίσως από νοσταλγία. (Χαμηλώνει το κεφάλι της)) Μακάρι να είχα ένα κουτί και να μπορούσα να φυλάξω τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Κάτι σαν το κουτί της Πανδώρας;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Όχι, το κουτί της Ισιδώρας. (Παύση. Δακρύζει) Με συγχωρείτε. (Σκουπίζει το πρόσωπό της με ένα μαντήλι που βγάζει από την τσέπη της)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Νιώθετε καλά; Θέλετε, μήπως, να διακόψουμε τη συνέντευξη και να συνεχίσουμε κάποια άλλη στιγμή; Ειλικρινά, δεν υπάρχει πρόβλημα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Μην ανησυχείτε για μένα κύριε Θωμόπουλε. Είμαι πάρα πολύ καλά. Παρακαλώ, συνεχίστε τις ερωτήσεις σας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Ωραία. Θυμάστε τον πρώτο σας ρόλο ως ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου πλέον;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ασφαλώς και τον θυμάμαι. (Δυνατά) Πώς είναι δυνατόν να τον ξεχάσω; «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Σήμερα φαντάζει παρωχημένο, αλλά για την εποχή του ήταν πολύ προοδευτικό. (Με στόμφο) «Έλα, νύχτα γλυκιά, έλα πονόψυχη μαυροματούσα νύχτα δώσ’ μου το Ρωμαίο. Κι όταν πεθάνει, πάρε τον και σκόρπισε το κορμί του σε μύρια μικρά αστέρια, και θα κάνει την όψη του ουρανού τόσο όμορφη, που ο κόσμος θα ερωτευτεί τη νύχτα, και κανένας δε θα λατρεύει πια του ήλιου τη λάμψη». Τι όμορφα λόγια, πραγματική ποίηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Έκπληκτος) Θυμόσαστε το μονόλογο της Ιουλιέτας απ’ έξω!
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Γνωρίζω ολόκληρο το έργο, ακόμα και τα σημεία στίξης. Είναι από τα αγαπημένα μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Σημείωσε επιτυχία το έργο;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Απρόσμενη επιτυχία μπορώ να πω. Οι κριτικοί έγραψαν κολακευτικά σχόλια. Επαίνεσαν τη δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη, τα αριστοτεχνικά σκηνικά και φυσικά τις ερμηνείες. Ποτέ δε διάβασα τις εφημερίδες, δε μ’ ενδιέφερε. Το μόνο που ήθελα ήταν να παίζω, να υποδύομαι διαφορετικούς ρόλους και το κοινό κάτω να με χειροκροτεί.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Και πώς ενημερωνόσασταν για τις κριτικές;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Η μητέρα μου αγόραζε όλες τις εφημερίδες και συγκέντρωνε κάθε δημοσίευμα που με αφορούσε. Ακόμη και τις αρνητικές κριτικές. Μου τις ανέφερε μόνο και μόνο για να βελτιώνομαι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Έκτοτε, ερμηνεύσατε πάρα πολλούς ρόλους ελλήνων και ξένων θεατρικών συγγραφέων. Ποιός ρόλος σας δυσκόλεψε πιο πολύ και γιατί;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Για να σκεφτώ λίγο. (Μικρή παύση) Κάθε ρόλος έχει τις ιδιαιτερότητές του και θέλει ειδική αντιμετώπιση από τον ηθοποιό. Πάντα έβρισκα τρόπο να προσεγγίσω το ρόλο μου. (Μικρή παύση) Εκτός από μια φορά. Ήταν το έργο «Λεωφορείον ο πόθος».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Απότομα) Μπλανς Ντιμπουά.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ακριβώς. Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτή τη γυναίκα. Η Μπλανς είναι μια εύθραυστη κι ευάλωτη ηρωίδα. Χαρακτηριστικά που δεν είχα εντοπίσει μέχρι τότε στον εαυτό μου. Έπρεπε να ψάξω βαθιά μέσα μου, στα μύχια της ψυχής μου. Να καταλάβω την ύπαρξή μου. Πίστευα ότι δε θα κατάφερνα ποτέ να παίξω την Μπλανς. Αρχικά αρνήθηκα το ρόλο. Πέρασα πολλές μέρες κλεισμένη στο σπίτι μου, εγώ αντιμέτωπη με το ρόλο μου. (Μικρή παύση) Μετά από λίγο καιρό επικοινώνησα με το σκηνοθέτη και του ανακοίνωσα πως ήμουν έτοιμη να παίξω στο έργο. Σημείωσε τεράστια επιτυχία κι είχα κερδίσει ακόμη μια μάχη στη ζωή μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Η καριέρα σας απαρτίζεται από πολλούς δραματικούς ρόλους. Είστε αδιαμφισβήτητα μια μοναδική δραματική ηθοποιός. Έχετε σκεφτεί ποτέ να ερμηνεύσετε έναν κωμικό ρόλο;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με θυμωμένο ύφος) Κύριε Θωμόπουλε, η δημοσιογραφική σας έρευνα είναι ελλιπής οφείλω να ομολογήσω. Πριν τριάντα περίπου χρόνια είχα τη χαρά να υποδυθώ το μοναδικό κωμικό ρόλο στην καριέρα μου, τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη. Η Λυσιστράτη μου μοιάζει πάρα πολύ, γι’ αυτό και δέχτηκα να παίξω αυτό το ρόλο. Είναι μια γυναίκα επαναστάτρια, ανεξάρτητη που επιθυμεί την ειρήνη όχι για προσωπικούς λόγους, αλλά για το συμφέρον ολόκληρου του ελληνικού κόσμου. Με λίγα λόγια είναι γυναίκα πρότυπο που σου προκαλεί το ενδιαφέρον να ασχοληθείς μαζί της. Είμαι περήφανη γι’ αυτό το ρόλο. Είναι ένα από τα καλλιτεχνικά μου παράσημα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Εκτός από το θέατρο, στη ζωή σας σημαντικό ρόλο έπαιξε και η οικογένειά σας. Σε τι ηλικία ξαναπαντρευτήκατε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τριάντα χρονών. Αυτή τη φόρα ήθελα να ερωτευτώ, να είναι συνειδητή επιλογή ο γάμος. Ξέρετε τι είχε πει ο Λέων Τολστόι για το γάμο;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Όχι. ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: «Αυτό που μετράει στο να κάνεις ένα ευτυχισμένο γάμο είναι όχι το πόσο όμοιος είσαι, αλλά το πώς αντιμετωπίζεις την ανομοιότητα».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Σοφά λόγια από σοφούς ανθρώπους. (Μικρή παύση) Εσείς κι ο κύριος Βρανάς διαφέρατε πολύ;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Εκ πρώτης όψεως ήμασταν εντελώς διαφορετικοί. Εξωτερικά, αλλά και ως χαρακτήρες. Υπήρχε, όμως, και κάτι κοινό που μας ένωνε. Ήμασταν κι οι δύο πολύ φιλόδοξοι, είχαμε στόχους και όνειρα. Εγώ ήμουν η καλλιτεχνική, η ευαίσθητη πλευρά της σχέσης. Αυτός ήταν το πρακτικό μυαλό. Δίδασκε μαθηματικά σε ένα δημόσιο λύκειο. Λάτρευε τα παιδιά. Είχε έναν δικό του τρόπο να επικοινωνεί μαζί τους. Τον θαύμαζα γι’ αυτήν την ικανότητά του. Εγώ, αντίθετα, δεν τα πήγαινα καλά με τα παιδιά. Ήμουν αυταρχική κι εγωίστρια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Παρ' όλ' αυτά αποκτήσετε πέντε παιδιά. Κορίτσια όλα αν δεν απατώμαι.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με ελαφρύ αναστεναγμό) Σωστά. Ο Βύρων ήθελε να κάνουμε παιδιά, πολλά παιδιά. Πίστευε ότι τα παιδιά είναι η χαρά της ζωής και θεωρούσε ανάπηρο το γάμο χωρίς αυτά. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο ρόλος της μητέρας ήταν ο πιο δύσκολος της ζωής μου και όχι της Μπλανς Ντιμπουά. Για να μάθω το ρόλο της Μπλανς μου πήρε μέρες, για να γίνω καλή μάνα μου πήρε χρόνια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Αυτός είναι και ο πιο σημαντικός ρόλος στη ζωή μιας γυναίκας, ακόμη και μιας μεγάλης ηθοποιού όπως είστε εσείς κυρία Χόφμαν.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Σημαντικός, αλλά δύσκολος. Τελικά, πιστεύω πως πέτυχα ως μητέρα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Με σοβαρό ύφος) Παρά τις φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κακομεταχειριζόσασταν τα παιδιά σας μετά το θάνατο του συζύγου σας.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Νευριασμένη) Σας παρακαλώ κύριε Θωμόπουλε. Θεωρώ προσβλητική την ερώτησή σας κι αρνούμαι να απαντήσω.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Με συγχωρείτε, αλλά με παρεξηγήσατε. Δεν ήταν πρόθεσή μου να σας προσβάλω. Γνωρίζετε, όμως, ότι κυκλοφόρησαν πολλά δημοσιεύματα...
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τον διακόπτει αμέσως) Ασφαλώς και το γνωρίζω. Όταν έχασα το Βύρωνα ένιωσα να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Γκρεμίστηκε ένα ολόκληρο σύμπαν. Οι δημοσιογράφοι εκμεταλλεύτηκαν αυτό το γεγονός κι άρχισαν να γράφουν λιβελλογραφήματα εναντίον μου. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια, γι’ αυτό δεν προχώρησα σε αγωγές και μηνύσεις. Ευτυχώς, αυτή η περίοδος έχει φύγει ανεπιστρεπτί. (Παύση)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Φέτος παίζετε σε ένα από τα πιο γνωστά έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας».
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Χαίρομαι πάρα πολύ που έχω την ευκαιρία να παίξω σε αυτό το σπουδαίο έργο, καθ’ ότι ήταν όνειρο ζωής.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Μιλήστε μας λίγο για το έργο.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Η κοντέσα Βαλέραινα γιάτρευε αφιλοκερδώς τον καταρράκτη χρησιμοποιώντας ένα γιατρικό, τη συνταγή του οποίου κρατούσαν ως μυστικό οι γυναίκες της οικογένειας. Ο οικονομικός ξεπεσμός του αρχοντικού της κοντέσας Βαλέραινας, οδήγησε την οικογένεια στην εσχάτη ένδεια. Η κοντέσα Βαλέραινα δεν μπορούσε πια να φτιάξει το γιατρικό της. Παρόλ’ αυτά, η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να δεχθεί ούτε αμοιβή ούτε και δώρα από τους ασθενείς της. (Μικρή παύση) Ο Πέτρος Κυριακίδης, ο σκηνοθέτης του έργου, είναι νέος στο χώρο του θεάτρου και πιστεύω πως θα δώσει καινούρια πνοή στο κλασικό έργο του Ξενόπουλου. Νιώθω σιγουριά, διότι με πλαισιώνει ένα λαμπρό επιτελείο συνεργατών. Ευελπιστώ ότι η ανταπόκριση του κοινού θα είναι ανάλογη της προσπάθειας που έχουμε καταβάλει όλους αυτούς τους μήνες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Σας το εύχομαι κυρία Χόφμαν. Βέβαια, η επιτυχία είναι σίγουρη, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα με τις θεατρικές παραστάσεις που συμμετέχετε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με χαμόγελο) Ευχαριστώ πολύ κύριε Θωμόπουλε. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Αληθεύει ότι με «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας» αποχωρείτε από το θεατρικό σανίδι;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Δεν ξέρω πώς το μάθετε, αλλά είναι αλήθεια. Δουλεύω από πολύ μικρή κι έχω πλέον κουραστεί. Το θέατρο είναι η ζωή μου, το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να πάρω μια τέτοια απόφαση. Ήρθε, όμως, η ώρα να κάνω την αυτοκριτική μου. Έχω δώσει πολλά στον κόσμο που με αγαπάει όλα αυτά τα χρόνια και δεν έχω να δώσω πιότερο. Η πηγή έμπνευσης, ενέργειας και δημιουργίας έχει στερέψει, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται. Θέλω να είμαι έντιμη απέναντι στον εαυτό μου και κυρίως απέναντι στους θεατές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Κι όταν τελειώσουν οι παραστάσεις στο φετινό έργο που παίζετε τι σκοπεύετε να κάνετε; Αντέχετε τη μοναξιά;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με σιγουριά) Μα δε θα είμαι μόνη. Θα μου κρατούν συντροφιά οι ηρωίδες μου. Η Ιουλιέτα, η πρώτη απ’ όλες, η Αγαύη, η Τρισεύγενη του Παλαμά, η Νόρα του Ίψεν, η Γέρμα του Λόρκα, η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, η Οφηλία από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, μια πραγματική ηρωίδα, η Αντιγόνη, η Λαίδη Μάκμπεθ, η εγκληματούσα Μήδεια, η αγαπημένη μου Έντα Γκάμπλερ, η Μπανς Ντιμπουά, η Εκάβη, η Κλυταιμνήστρα που ενέπνευσε τον Αισχύλο, η Λυσιστράτη και φυσικά η κοντέσα Βαλέραινα, το κύκνειο άσμα μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Είμαι σίγουρος πως με όλους αυτούς τους ρόλους ποτέ δε θα νιώσετε μόνη. (Μικρή παύση) Μία τελευταία ερώτηση. Υπάρχει κάποιος ρόλος που φοβηθήκατε να ερμηνεύσετε; Μια ηρωίδα που αποδείχτηκε πιο δυνατή από εσάς; ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Κομπιάζοντας) Δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σας. Τι θέλετε να πείτε κύριε Θωμόπουλε;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Δε νομίζω ότι ρώτησα κάτι περίεργο ή δυσνόητο. Όλα αυτά τα χρόνια στο θέατρο έχετε ερμηνεύσει τα πάντα, ή μάλλον σχεδόν τα πάντα. Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος ρόλος που δεν προλάβατε να ερμηνεύσετε, ένας διακαής πόθος που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.; Είναι πολύ φυσιολογικό, όλοι οι ηθοποιοί έχουν έναν τέτοιο ρόλο.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Ενοχλημένη) Είστε πολύ πιεστικός κύριε Θωμόπουλε. Έχετε υπερβεί τα εσκαμμένα. Σας ανακαλώ στην τάξη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Δε νομίζω ότι ξεπέρασα τα όρια της ευπρέπειας. (Δυνατά) Σας ρώτησα κάτι κι αρνείστε να απαντήσετε. (Πιάνει τους ώμους της) Μην υπεκφεύγετε κυρία Χόφμαν.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Απομακρύνει τα χέρια του) Νομίζω πως εδώ τελειώσαμε κύριε Θωμόπουλε με τη συνέντευξη. Μπορείτε να πηγαίνετε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Φωνάζοντας) Θα τελειώσουμε όταν το πω εγώ. Απαντήστε κυρία Χόφμαν, ποιός είναι ο ρόλος που σας βασανίζει τόσα χρόνια. Ποιά είναι η ηρωίδα που δεν θα σας κάνει συντροφιά τώρα που θα μείνετε μόνη σας;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Δυνατά) Κανένας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τι εννοείτε; ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Νιώθω πλήρης, κύριε Θωμόπουλε και μην σας εκπλήσσει αυτό. Όποιον ρόλο θέλησα στη ζωή μου τον έχω ερμηνεύσει. Ακόμη και κωμικό όπως σας προανέφερα. Δεν ξέρω αν είχατε σκεφτεί κάτι όταν μου θέσατε τη συγκεκριμένη ερώτηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Τίποτα συγκεκριμένο. Απλή δημοσιογραφική περιέργεια.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τώρα που ικανοποίησα την περιέργειά σας πιστεύω ότι τελειώσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Με συγκατάβαση) Έχετε δίκιο. Πέρασε η ώρα. Πρέπει να περάσω κι από την εφημερίδα. Συγγνώμη αν σας έφερα σε δύσκολη θέση. (Σηκώνεται από τον καναπέ και κατευθύνεται προς την πόρτα)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Καταλαβαίνω. Νεανικός παρορμητισμός. Είναι από τα λίγα μειονεκτήματα της ηλικίας σας. Δεν πειράζει, ας ήμουν κι εγώ νέα κι ας ήμουν παρορμητική, ακόμη κι αυθάδης. (Σηκώνεται από τον καναπέ και κατευθύνεται προς την πόρτα)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: (Αποστρέφει το βλέμμα του) Ντρέπομαι. Σας ευχαριστώ που μου δώσατε αυτήν την συνέντευξη και κυρίως που με ανεχτήκατε. Θαυμάζω την ιώβειο υπομονή σας.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Δεν χρειάζεται να απολογείστε κύριε Θωμόπουλε. Ακούγεται λίγο τρελό, αλλά ευχαριστήθηκα τη συνέντευξη. Μίλησα για πράγματα που δεν έχω μιλήσει ποτέ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Όπως ο πρώτος σας γάμος.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ακριβώς, βγάλατε και είδηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Για μένα αυτό είναι δημοσιογραφική επιτυχία.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Για μένα, πάλι, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Που το μοιραστήκατε μαζί μου. Σας ευχαριστώ και πάλι. (Σφίγγει το χέρι της) Σας εύχομαι καλή επιτυχία στην καινούρια παράσταση που ανεβάζετε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Θα σας περιμένω στην πρεμιέρα κύριε Θωμόπουλε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Θα βρίσκομαι εκεί. Γεια σας και συγγνώμη αν σας ταλαιπώρησα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήταν χαρά μου. Να πάτε στο καλό. Σας εύχομαι κι εσείς κάποτε να φτάσετε στα χρόνια μου και να μην μετανιώσετε για κάτι που δεν κάνατε. (Με λυγμό στη φωνή) Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Να το θυμάστε.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Α: Θα κρατώ ως φυλαχτό την ευχή σας ή καλύτερα τη συμβουλή σας. Γεια σας. (Κλείνει την πόρτα)
Τέλος πρώτης πράξης ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ
Βρισκόμαστε στην κρεβατοκάμαρα της Ισιδώρας Χόφμαν. Είναι πολύ αργά το βράδυ. Η Ισιδώρα κοιμάται σε ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι, το λεγόμενο και καριόλα. Η πόρτα και τα παράθυρα είναι κλειστά. Ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος, σαν τρίξιμο πόρτας. Η Ισιδώρα ξυπνάει και πετάγεται πάνω τρομαγμένη.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τρομαγμένη) Ποιός είναι; Τι θέλετε τέτοια ώρα; (Μικρή παύση) Γιατί δεν απαντάτε; Νομίζετε ότι φοβάμαι; Δε φοβάμαι καθόλου. (Η Ισιδώρα βλέπει μια σκιά να κινείται) Σταματήστε ακριβώς εκεί που είστε. (Σηκώνεται από το κρεβάτι και ανάβει το φως που βρίσκεται ακριβώς δίπλα της. ) Ποιά είσαι εσύ;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Δίπλα στην πόρτα στέκεται μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Έχει αρχοντικό παράστημα και κρατάει ένα μπαστούνι) Ακόμη δε με αναγνώρισες;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Σαστισμένη) Να σε αναγνωρίσω; Δεν καταλαβαίνω τι λες. (Κατευθύνεται προς την πόρτα)
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Καημένη μου Ισιδώρα. Κατανοώ πλήρως τι περνάς. Έλα σιμά μου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Διστακτικά) Πώς μπήκες εδώ μέσα; Φύγε τώρα γιατί θα φωνάξω την αστυνομία. (Δυνατά) Μ’ ακούς; Την αστυνομία!
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Γελάει) Την αστυνομία; Είσαι τόσο αφελής; Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα, αφού μόνο εσύ με βλέπεις. Ποιόν θα τους πεις να συλλάβουν; Ένα φάντασμα; Μια οπτασία; (Γελάει)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ωραία. Τότε πες μου ποιά είσαι και τι θέλεις.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Με απορία) Ακόμα δεν κατάλαβες ποιά είμαι;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Όχι κι η υπομονή μου εξαντλείται. (Ψάχνει το μπαστούνι της)
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Δείχνει το μπαστούνι της) Μήπως ψάχνεις αυτό;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με θυμό) Ναι. Πού το βρήκες; Το πήρες τώρα που μπήκες;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Όχι, εγώ δεν κλέβω. Στο είχα δανείσει εδώ και πολλά χρόνια ή για να είμαι ακριβής το είχες οικειοποιηθεί. Όπως ακριβώς έκανες και με τη ζωή μου. Τώρα ήρθα για να το πάρω πίσω.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Δώστο μου. Δεν μπορώ να σταθώ χωρίς αυτό. Σε παρακαλώ πολύ. (Κάνει κίνηση για να πάρει το μπαστούνι)
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Όχι Ισιδώρα. Δεν το χρειάζεσαι. Όχι πια.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Μη μιλάς αινιγματικά. Πες μου ξεκάθαρα ποιά είσαι. Δεν αντέχω άλλο το παιχνίδι σου. Είμαι μεγάλη γυναίκα. Δε μ’ αρέσουν τα παιχνίδια.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Είμαι αυτή που απέφευγες χρόνια τώρα. Αυτή που φοβόσουν να αντιμετωπίσεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τραυλίζοντας) Είσαι η...
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Αφήνει το μπαστούνι της και πιάνει τα χέρια της Ισιδώρας) Έχω όνομα. Πες το επιτέλους.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Χαμηλόφωνα και συλλαβιστά) Μπερ-νά...
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Συνέχισε. Πες ολόκληρο το όνομα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Μπερνάρντα Άλμπα. (Βγάζει αναστεναγμό ανακούφισης)
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπράβο Ισιδώρα. Το είπες. Ναι αυτή είμαι. Ο ρόλος της ζωής σου, ολοζώντανη εδώ μπροστά σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με διστακτικό ύφος) Πώς είναι δυνατόν; Είσαι πρόσωπο πραγματικό, φανταστικό; ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Είμαι ό,τι θέλεις εσύ. Εξάλλου, το μυαλό σου με κάλεσε. Τελικά, φαίνεται, το πήρες απόφαση.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τι να πάρω απόφαση; Άρχισες πάλι να μιλάς αινιγματικά.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Να με αντιμετωπίσεις Ισιδώρα. Αλήθεια, γιατί με φοβάσαι;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Δε σε φοβάμαι.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Την διακόπτει) Κι όμως με φοβάσαι. Θυμάσαι την πρώτη φορά που με γνώρισες;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Την πρώτη φορά;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Ναι. Αν δεν κάνω λάθος, μόλις είχε πεθάνει ο δεύτερος σύζυγός σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήταν πολλά χρόνια πριν. Είχα επιστρέψει από την κηδεία του Βύρωνα. Οι κόρες μου ήταν πολύ μικρές όταν βίωσαν αυτήν την απώλεια. Γυρίζοντας σπίτι, ο θυρωρός μου έδωσα έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Απ’ έξω έγραφε: «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Τίποτε άλλο. Τον άνοιξα βιαστικά και μέσα βρήκα όλο το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μαζί με ένα σημείωμα: «Διάβασέ το. Είμαι σίγουρος ότι θα σ’ αρέσει. Θέλω πολύ να συνεργαστούμε. Γαβριήλ Καλογιάννης».
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Ο σκηνοθέτης του έργου; ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ακριβώς. Είχε σημειωμένο και το τηλέφωνό του.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Το διάβασες το έργο;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Αν και ήμουν πάρα πολύ στεναχωρημένη και συγκλονισμένη από το χαμό του συζύγου μου, μέσα σε ένα απόγευμα το διάβασα ολόκληρο. Ήταν…
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Την διακόπτει) Συνταρακτικό;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ναι. Μ’ αρέσει πολύ ο Λόρκα. Ιδιαίτερα ο «Ματωμένος Γάμος». Το θεωρώ εξαιρετικό. Και, φυσικά, η «Γέρμα», ένας από τους ρόλους της ζωής μου. Αλλά, ποτέ δεν είχα την τύχη να παίξω την Μπερνάρντα Άλμπα ή έστω να την παρακολουθήσω στο θέατρο. Όταν το διάβασα το έργο ταυτίστηκα μαζί σου Μπερνάρντα. Κατάλαβα τι σκέφτεσαι, πώς ενεργείς. Σχεδόν σε συμπόνεσα, γιατί…
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Την διακόπτει) Γιατί κατά βάθος μου μοιάζεις. Είμαστε ίδιες. (Δυνατά) Έτσι δεν είναι Ισιδώρα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Κάνει ένα βήμα πίσω) Στην αρχή δεν ήταν έτσι. Όσο ζούσε ο Βύρων, ήμουν η τέλεια γυναίκα, μητέρα και σύζυγος. Όλοι με θαύμαζαν, με ζήλευαν που είχα φτιάξει αυτήν την τέλεια οικογένεια. Σε γενικές γραμμές μπορεί να ήταν έτσι. Τον αγαπούσα τον άντρα μου. Με βοήθησε πολύ ψυχολογικά. Γι’ αυτό κι εγώ του χάρισα τις κόρες μου, αν και δεν ήμουν έτοιμη να γίνω μάνα. (Μικρή παύση) Ίσως, ποτέ να μην ήμουνα κατάλληλη για μάνα. Μάνα…λίγα γράμματα, αλλά πολλές ευθύνες. Είναι βαρύ το φορτίο της μητρότητας. Άλλοι το βλέπουν ως ευλογία, εγώ, πάλι, το έβλεπα σαν κατάρα. Δεν γέννησα παιδιά, γέννησα πέντε δήμιους που καρατόμησαν τα όνειρά μου, τις ελπίδες μου.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Απότομα) Τις φιλοδοξίες σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ακόμη κι αυτές. Ο Βύρωνας μου φέρθηκε πολύ όμορφα, δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω. Μεγάλωνα τις κόρες του με αρχές, χωρίς να τους στερήσω τίποτα. Μου αρκούσε να τον βλέπω να χαμογελάει, αυτή ήταν η ανταμοιβή μου. (Αναστενάζοντας) Όταν έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων…
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Την διακόπτει) Όλα άλλαξαν.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Είχα απομείνει μόνη μου με τους δήμιους στο ίδιο σπίτι.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Σκληρά λόγια.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Σκληρά, αλλά αληθινά. Ο μόνος άνθρωπος που είχα αγαπήσει πραγματικά στη ζωή μου είχε φύγει. Δεν είχα κανένα στήριγμα. Άρχισα να φέρομαι τυραννικά στις κόρες μου. Τους είχα επιβάλει εγκλεισμό μέσα στο σπίτι. Όλος ο κόσμος νόμιζε ότι ήμουν υπερπροστατευτική. Αυτήν την εικόνα ήθελα να περάσω προς τα έξω. Η χήρα μητέρα που θέλει να προστατέψει τα παιδιά της από την απειλητική κοινωνία. Είχα αρχίσει να μετατρέπομαι σε τέρας σαν εσένα Μπερνάρντα.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Με αυστηρό ύφος) Εγώ δεν ήμουν τέρας Ισιδώρα. Ήμουν το σύμβολο της καταπιεστικής και συντηρητικής κοινωνίας που διακρίνει τους ανθρώπους ανάλογα με την τάξη που ανήκουν. Ο Λόρκα ήθελε να τονίσει την καταπίεση της γυναίκας την περίοδο που έγραψε το έργο. Το πραγματικό τέρας ήταν η ίδια η κοινωνία όπου μεγάλωσα εγώ, εσύ, τα παιδιά μας, όλοι μας.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Εγώ, όμως, μεταλλάχτηκα σε μοχθηρή γυναίκα. Είχα μετατραπεί από θύμα σε θύτη, από δεσμώτη σε δήμιο. Μέρα με τη μέρα τα πράγματα χειροτέρευαν. Άρχισαν κι οι εφημερίδες να ασχολούνται. Ήμουν το αγαπημένο θέμα των κίτρινων φυλλάδων.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Έπρεπε να το περιμένεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Το τελειωτικό χτύπημα μου το έδωσε η μικρή μου κόρη, η Ελλάδα.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Έκπληκτη) Ελλάδα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ναι. (Χαμογελώντας) Δεν είναι σπάνιο όνομα; Είναι αλήθεια ότι είχα μια ιδιοτροπία. Ήθελα όλα τα ονόματα των παιδιών μου να έχουν μέσα το «ελ». Ελλάδα, Ελένη, Ελπίδα, Έλλη και Μελίνα, η μεγάλη μου κόρη. Αυτή η συλλαβή έχει μια μυσταγωγία, μια παράξενη μαγεία. Σκέψου ότι οι πιο όμορφες λέξεις έχουν μέσα τους το «ελ», σέλας, μέλι, δέλεαρ. Ακόμη και ο πιο εύηχος συνδυασμός λέξεων στα αγγλικά, το «cellar door» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, περιέχει το «ελ». Δεν είναι εντυπωσιακό Μπερνάρντα;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Πράγματι, αλλά δε μου είπες. Τι έκανε η μικρή σου κόρη;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήταν η πρώτη που επαναστάτησε στον απολυταρχικό τρόπο συμπεριφοράς μου. Αρνιόταν να δεχτεί αυτά που της έλεγα. Έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, χωρίς να την νοιάζουν οι συνέπειες.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Με αγωνία) Τι έκανε;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ερωτεύτηκε τον αρραβωνιαστικό της Μελίνας και σύναψε σχέση μαζί του. Είναι αδιανόητο. Μεγάλη ντροπή για την οικογένειά μου.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Τουλάχιστον η δικιά σου κόρη δεν είχε το τραγικό τέλος που είχε η Αντέλα μου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πρόλαβα, πρόλαβα τα χειρότερα. Σταμάτησα να τις κλείνω στο σπίτι. Τους χάρισα την ελευθερία τους. Ο εχθρός δεν ήταν οι κόρες μου, αλλά εγώ. Ήμουν ο δήμιος του ίδιου μου του εαυτού. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες σταμάτησαν ν’ ασχολούνται μαζί μου. Απέκτησα πάλι μια ήρεμη ζωή.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Και το έργο;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Απορημένη) Ποιό έργο;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Όταν άνοιξες το φάκελο και διάβασες το έργο, γιατί δε δέχτηκες το ρόλο; Γιατί δεν ήθελες να με υποδυθείς. Τι φοβόσουν;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Φοβόμουν. (Μικρή παύση) Φοβόμουν ότι αυτή η παράσταση θα με αλλοτρίωνε. Αν έπαιζα αυτό το ρόλο θα πρόδιδα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ο Καλογιάννης, ο σκηνοθέτης, μου άσκησε μεγάλη πίεση, αλλά εγώ προέβαλα σθεναρά αντίσταση.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Την διακόπτει) Πόσες φορές διάβασες το έργο Ισιδώρα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Το διάβαζα κάθε νύχτα, λίγο πριν πέσω να κοιμηθώ. Είχα εθιστεί. Αυτό το έργο ήταν το όπιό μου.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Και δεν μπορούσες να απεξαρτηθείς;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τουναντίον, βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο στην εξάρτησή μου. Το πρόσωπό μου έλιωνε κι έχανα σιγά σιγά τον εαυτό μου. Οικειοποιήθηκα το χαρακτήρα σου, τη συμπεριφορά σου. Ακόμη και το μπαστούνι σου.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Σύμβολο του απολυταρχισμού.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πράγματι. Νόμιζα ότι είχα αποφύγει το ρόλο της Μπερνάρντα, αλλά στην ουσία τον υποδυόμουν επί χρόνια στην ίδια μου τη ζωή.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Τώρα γιατί αρνείσαι να παίξεις αυτό το έργο; Δεν υπάρχει λόγος.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τα χρόνια πέρασαν και το κερί έλιωσε. Δύσκολα θα μπορέσω να το ξανανάψω.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπορείς Ισιδώρα να τ’ αλλάξεις όλα. Κράτα το χέρι μου. (Σφίγγει το χέρι της) Εμπρός, λοιπόν παίξε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Τι να παίξω;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Το ρόλο σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Σπρώχνει το χέρι της) Άφησέ με. Με τρομάζεις. Θέλω να φύγεις τώρα.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Ισιδώρα μην εθελοτυφλείς. Πρέπει να παίξεις. Το ξέρεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Νευριασμένη) Όχι. Άφησε το χέρι μου σε παρακαλώ. Με πονάς.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: «Δε θέλω κλάματα τώρα…»
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Απότομα) «Να μάθετε να κοιτάτε τον Θάνατο κατάματα. Σωπάστε, σώπα είπα. Να κλάψεις όταν θα 'σαι μόνη. Θα μας σκεπάσει τώρα μια Θάλασσα μαύρη για πάντα». (Παύση)
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπράβο Ισιδώρα. Συνέχισε, συνέχισε.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με γλαφυρότητα) «Εκείνη η πιο μικρή κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα πέθανε παρθένα. Ακούσατε, τι είπα; Παρθένα! Και τώρα, σιωπή. Τ' ακούτε;»
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπράβο Ισιδώρα. Σήμερα γεννιέσαι ξανά κι εγώ θα χαθώ για πάντα, από τα μάτια σου κι από το λογισμό σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Αλήθεια το λες ή πάλι με εμπαίζεις;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Ποτέ δε σε παραπλάνησα Ισιδώρα. Θα φύγω στ’ αλήθεια, αρκεί να…(Μικρή παύση)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Αρκεί να;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Το τελευταίο έργο που θα ερμηνεύσεις στο θέατρο να είναι «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Να αποτελέσει το κύκνειο άσμα σου. Με αυτό το ρόλο να αποχαιρετίσεις τους θαυμαστές σου.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Απότομα) Αυτό αποκλείεται.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Γιατί αποκλείεται;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Σε λίγο θα κάνει πρεμιέρα το έργο «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας», όπου και πρωταγωνιστώ. Δεν μπορώ τελευταία στιγμή να αλλάξω ολόκληρο έργο. Κι ο σκηνοθέτης αποκλείεται να δεχτεί κάτι τέτοιο. Είναι τελείως τρελό αυτό που μου ζητάς. ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπορεί να ακούγεται δύσκολο, αλλά πίστεψέ με είναι πολύ εύκολο. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα παρά μόνο να το θελήσεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Άφησέ με. Είπες ότι θα φύγεις. Γιατί δε φεύγεις; Σου εξομολογήθηκα τα πάντα. Τι άλλο θέλεις;
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Μειδιά) Μα δεν εξομολογήθηκες σε μένα, στον ίδιο σου τον εαυτό αποκάλυψες τις ενδόμυχες σκέψεις σου, τις φοβίες σου. Το σύννεφο σχεδόν διαλύθηκε. Ένα μόνο μένει να κάνεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Κουράστηκα. Νομίζω πως ήμουν σαφής. Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αλλάξω την παράσταση.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Θα κάνεις ό,τι ακριβώς σου λέω. (Αρπάζει το μπαστούνι)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τρομαγμένη) Τι πας να κάνεις; Άφησέ το κάτω.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: (Σπάει στα δύο το μπαστούνι) Το βλέπεις; Ακόμα κι αυτό έχει σαπίσει. Ήρθε η ώρα. Σταμάτα να κωφεύεις.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Φωνάζοντας δυνατά) Τέρμα. Ως εδώ. Φύγε Μπερνάρντα. Σύρε το κουφάρι σου μακριά από δω. Είσαι νεκρή. Σ’ έχω σκοτώσει εδώ και χρόνια. Η σκιά σου έμεινε που δεν μπορώ να διώξω.
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ: Μπορείς. Κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου. Αύριο όλα θα είναι διαφορετικά.
Η Μπερνάρντα Άλμπα κλείνει την πόρτα σιγά σιγά και φεύγει. Η Ισιδώρα Χόφμαν πηγαίνει στο κρεβάτι της και ξαπλώνει. Σβήνει το φως και αποκοιμιέται. Δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο σιωπή.
Τέλος πρώτης σκηνής.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ
Βρισκόμαστε στο σαλόνι του σπιτιού της Ισιδώρας Χόφμαν. Η Ισιδώρα Χόφμαν κάθεται στον καναπέ και διαβάζει ένα βιβλίο. Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι και σηκώνεται από τον καναπέ για να πάει ν’ ανοίξει. Αντικρίζει έναν ψιλόλιγνο νεαρό άντρα που κρατάει κάτι χαρτιά κι ένα μηχάνημα εγγραφής φωνής.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Χαρούμενη) Γεια σας. Ήρθατε για τη συνέντευξη;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Μάλιστα κυρία Χόφμαν. Είμαι ο…
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τον διακόπτει) Ο κύριος Θωμόπουλος. Ευγένιος Θωμόπουλος, σωστά;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Λάθος. Αραβαντινός. Σπύρος Αραβαντινός.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Με συγχωρείτε κύριε Αραβαντινέ. Είμαι μεγάλη πια και μπερδεύω τα ονόματα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Είναι απόλυτα ανθρώπινο κυρία Χόφμαν. Μη δικαιολογήστε. Ακόμη κι εγώ συχνά ξεχνάω ονόματα. (Περνάει μέσα)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Περάστε κύριε Αραβαντινέ. Καθίστε σας παρακαλώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Ευχαριστώ. Είστε τόσο ευγενική. (Κάθεται στον καναπέ και ακουμπάει τα χαρτιά του στο τραπέζι)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Θέλετε να πιείτε κάτι; (Μικρή παύση. Μειδιά) Συγγνώμη, ξέχασα. Δεν πίνεται εν ώρα εργασίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Όχι, δεν έχω τέτοια προβλήματα. Ένα ποτό θα με βοηθήσει να αποβάλω και το άγχος. Βάλτε μου λίγο λικέρ.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Με γεύση φράουλα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Γιατί όχι;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Ανοίγει το μπουκάλι και γεμίζει δύο ποτήρια με λικέρ) Γιατί έχετε άγχος κύριε Αραβαντινέ; Νιώθετε άβολα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Είναι η πρώτη μου συνέντευξη με μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα όπως εσείς. Σας θαύμαζα από μικρός και τώρα έχω την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας. Δεν είναι καταπληκτικό;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πόσο χρονών είστε;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Τριανταπέντε. Έχει σημασία αυτό;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Δίνει το ένα ποτήρι με λικέρ στο δημοσιογράφο) Είστε πολύ νέος κύριε Αραβαντινέ. Το ξέρετε;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Είναι μομφή αυτό;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Όχι, απλή παρατήρηση. (Αφήνει το ποτήρι της στο τραπέζι και κάθετε στον καναπέ)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Θέλετε να ξεκινήσουμε; Δεν έχω πολύ χρόνο. Σε λίγη ώρα πρέπει να φύγω για την εφημερίδα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Απότομα) «Θεατρικά και άλλα»;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Όχι, «Θεατρική Ηχώ».
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πάλι λάθος έκανα. (Ακουμπάει με το χέρι της το κεφάλι της) Δεν ξέρω τι να πω. Ντρέπομαι τόσο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Δε χρειάζεται να ντρέπεστε. Είπαμε, είναι ανθρώπινα αυτά.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Είστε πολύ συγκαταβατικός.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Εκτός από επαγγελματίας είμαι και άνθρωπος κυρία Χόφμαν. (Ενεργοποιεί το μηχάνημα εγγραφής φωνής)
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Voice recorder είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: (Έκπληκτος) Βλέπω είστε πλήρως ενημερωμένη για την τεχνολογία.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Προσπαθώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Θέλω να ξεκινήσω με το σήμερα. Με το νέο έργο που ανεβάζετε σε σκηνοθεσία Πέτρου Κυριακίδη.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πριν προχωρήσουμε θα ήθελα να σας εξομολογηθώ κάτι. Χθες βράδυ είχα ένα όραμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: (Εμβρόντητος) Όραμα; Τι όραμα;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Ήρθε η κόρη μου την ώρα που κοιμόμουν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Ποιά κόρη σας;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Η Μπερνάρντα Άλμπα. Ήταν παιδί μου κι αυτό, αλλά όλα αυτά τα χρόνια το είχα απαρνηθεί. Όλοι οι ρόλοι ήταν παιδιά μου. (Μικρή παύση) Μου έδειξε το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω. Μου ξεδιάλυνε κάθε ενδοιασμό και φόβο. Επρόκειτο να πρωταγωνιστήσω στο έργο «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας», όπως ήδη θα γνωρίζετε. Τώρα σκέφτομαι ν’ αλλάξω έργο και ν’ ανεβάσω «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Με αυτόν το ρόλο θα εξιλεωθώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: (Σαστισμένος) Μα τι είναι αυτά που λέτε κυρία Χόφμαν; Νιώθετε καλά;
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Πίνει λίγο λικέρ) Ναι. Γιατί ρωτάτε;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Μα το έργο που θα ανεβάσετε είναι «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Πουθενά δε διάβασα ότι είχατε πρόθεση να παίξετε στο «Μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας». Πρώτη φορά το ακούω.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Πρώτη φορά το ακούτε γιατί ολίσθησε η γλώσσα μου, ή μάλλον το μυαλό μου. Έκανα πάλι λάθος. Έχω γεράσει πια κι αρχίζω να τα χάνω.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Μην το λέτε αυτό. Δεν είστε τόσο μεγάλη.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Μη λέτε ψέματα κύριε Αραβαντινέ. Είναι αμαρτία, δεν το ξέρετε;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Εσείς, κυρία Χόφμαν, λέτε συχνά ψέματα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Κοιτάζει κάτω) Έχω πει πολλές φορές ψέματα. Στους γονείς μου, στον άντρα μου, στα παιδιά μου, στους συνεργάτες μου. Τα μεγαλύτερα ψέματα, όμως, τα είπα στον ίδιο μου τον εαυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Εγώ αποδέχομαι τα κατά συνθήκη ψεύδη. Σίγουρα, οι περιστάσεις σας ώθησαν αρκετές φορές να αποκρύψετε την αλήθεια.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Έχετε δίκιο. Ξέρετε τι είχε πει ο Σοφοκλής για το ψέμα;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Όχι.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Με στόμφο) «Το ψέμα ποτέ δεν ζει, για να γεράσει»
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Σοφά λόγια από… ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: (Τον διακόπτει) σοφούς ανθρώπους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Ακριβώς. Θέλετε να συνεχίσουμε με τη συνέντευξη; Δεν έχω πολύ χρόνο όπως σας είπα.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Με συγχωρείτε, παρασύρθηκα. (Κουνάει το χέρι της) Παρακαλώ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Β: Κυρία Χόφμαν, πείτε μας για το κύκνειο άσμα σας, «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Μιλήστε μας για το έργο.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΧΟΦΜΑΝ: Η Μπερνάρντα είναι μια δυναμική γυναίκα, αυστηρή κι αυταρχική. Μπορώ να πω ότι μου μοιάζει. Είναι, αδιαμφισβήτητα, ο ρόλος της ζωής μου. Χαίρομαι που, επιτέλους, θα τον ερμηνεύσω. Έτσι θα βρω τη γαλήνη.
Σβήνει το φως. Σιωπή.
ΤΕΛΟΣ
|