Σχετικά άρθρα
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΛΩΖΑΝΗ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ) |
Τετάρτη, 21 Ιούλιος 2010 19:32 | |||
Ξενοδοχείο Λωζάνη Απόστολος Θηβαίος
(Μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα. Γύρω της ερείπια, οικοδομικά υλικά. Πράγματα παλιά χωρίς καμιά χρησιμότητα. Πίσω της η πόρτα του σπιτιού. Ορθάνοιχτη. Το εσωτερικό δεν φαίνεται. Το πρόσωπό της είναι κουρασμένο, τα μαλλιά της ανακατωμένα. Η εμφάνισή της μαρτυρά έναν ταραγμένο άνθρωπο. Φορά ένα μαύρο φουστάνι. Είναι καλοκαίρι και ακούγονται οι φωνές των παιδιών καθώς παίζουν στους γύρω δρόμους. Στα πόδια της έχει ένα σάκο με παλιά πράγματα. Αργά ανασύρει κάθε ένα από αυτά και τα περιεργάζεται. Μοιάζει απόκοσμη. Τα πόδια της γυμνά. Κάθε τόσο την προσοχή της αποσπούν τα πουλιά που όλο πετάνε στη λουλουδιασμένη αυλή. Η γυναίκα μιλά. Καμιά ανθρώπινη παρουσία δεν βρίσκεται γύρω της. Απευθύνεται στον ετοιμόρροπο εαυτό της.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: (κοιτά τα πουλιά που φτεροκοπούν στην αυλή. Με τις κινήσεις της μοιάζει να ακολουθεί το πέταγμά τους.) Παλιά γνώριζα όλα τα είδη των πουλιών. Τα αναγνώριζα από τις ράχες και τους ήχους που γεννούν. Εκείνα πετούσαν τριγύρω και ο κόσμος χαλούσε. Καμιά φορά κάποιο έγερνε στο χώμα να γυρέψει λίγη τροφή. (σκύβει και με το χέρι της αγγίζει λίγο από το χώμα της αυλής.) Κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα χνάρια των πουλιών. Εκείνα αφήνουν ίχνη μονάχα στον ουρανό. Το χώμα…(αφήνει το χώμα να τρέξει ανάμεσα στα δάχτυλά της.) Το χώμα προορίζεται για τα ανθρώπινα. (τακτοποιεί πρόχειρα τα μαλλιά της που όλο σαλεύουν στο απογευματινό αέρα της πόλης. Κοιτάζει γύρω.) Τι μεγάλη που ήταν η αυλή! Ετούτη δεν είναι τίποτα! Υπήρχαν λεμονιές που γένναγαν άσπρα λουλούδια και ένα διάφανο άρωμα. Καλοκαιρινό. Θυμάμαι έτριβα στις χούφτες μου τα πράσινα, τρυφερά φύλλα. Εκείνα γέμιζαν τα ακροδάχτυλα με ένα άρωμα. Σαν από γη και σαν από καλοκαίρι. (φέρνει τα χέρια της στο πρόσωπο.) Και ένα πηγάδι! Ποτέ δεν πλησίαζα σιμά στο πηγάδι. Ο πατέρας είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο. Από φόβο θαρρώ. Όταν κανείς δεν έχει μείνει μόνος και δεν έχει δοκιμάσει τον πανικό της μοναξιάς…(σκύβει το κεφάλι.) Εκείνος δεν ξέρει. Δεν φαντάζεται πως μες στα πηγάδια υπάρχει ένα χάος από τίποτα και από νύχτα. Γύριζα το σίδερο μες στα χέρια και ανέσυρα νερό από τις υπόγειες κοίτες. Και έπειτα έτρεχα με μια χούφτα δροσιά στα χέρια και αναζητούσα τη μάνα να της δείξω τα χέρια που κρατούσαν τη ζωή. Και ήταν εκείνες οι αυλακώσεις στα άκρα, μικρά μονοπάτια να κρύβεται το νερό και να χάνεται, ίσαμε να φτάσω στο μικρό κουζινάκι που είχε…(χαμηλώνει το πρόσωπό της.) Ήταν άγια γυναίκα εκείνη η μάνα. Μέρα νύχτα μες στο χαμηλό δωμάτιο. Εκεί θυμόταν που αγαπήθηκε, που δόθηκε, που λερώθηκε από τον καιρό. Και έπειτα το πρώτο παιδί με τα γαλανά μάτια και ο πατέρας που όλο το φώναζε θάλασσα και εκείνο τρόμαζε από τα χάδια του γέρου και ύστερα αποζητούσε το άγγιγμα της μάνας, να έρθει να το γαληνέψει. Και η μάνα ερχόταν. Και χάιδευε στους ώμους το παιδί που έπαυε να κλαίει και χαλούσε τον κόσμο στα γέλια με ένα χαμόγελο καθαρό. Ναι ετούτο θυμάμαι! Που ήταν ένα χαμόγελο, σαν από φως. Η μάνα…(την προσοχή της κερδίζει ένα παλιό ρολόι. Μιλά κοιτώντας το παλιό αντικείμενο.) Ξεχώριζε το πρόσωπό της πίσω από το παράθυρο με το θολό τζάμι που είχε τόσες βροχές και τόσο κρίματα σε μια λεία επιφάνεια. Κάρφωνε η μάνα στα μαλλιά ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και ύστερα χανόταν πάλι πίσω από τους τοίχους της αυλής. Αχ, κοίτα τα πουλιά! Τι πολλά που γίνηκαν και έχει ακόμα η μέρα δρόμο για να τραβήξει και εκείνα πηδούν από κλαδί σε κλαδί, γιατί κάθε σταμάτημα είναι και ένα σπίτι, Ελένη. (αγγίζει το ρολόι, χωρίς να ενδιαφέρεται για την περίτεχνη κατασκευή του.) Μετά φάνηκαν οι στρατιώτες. Με τον αυστηρό βηματισμό τους και τα όπλα, Ελένη. Έγειρε η μάνα…(το βλέμμα της στο κενό.) Η μάνα πέθανε στην αυλή. Κάποιος φάνηκε. Δεν θέλω να θυμάμαι που τη σκέπασαν με ένα κατακόκκινο πανωφόρι και το αυτοκίνητο χάθηκε πέρα στους μεγάλους δρόμους. (κοιτά το ρολόι που κρατά στα χέρια.) Ξοδεύτηκε ο καιρός, Ελένη. Τα σώματα που ξέρουμε τέλειωσαν. Σε μια κάμαρη, σε ένα άδειο σπίτι με μια μεγάλη πόρτα…(σιωπά. Έπειτα μιλά με μια δυνατή φωνή.) Είναι πατρίδες εκείνα τα σπίτια που έχουν ακόμα κάτι από ανθρώπους και κάτι από ελπίδα! Κάποιοι πήραν τη μάνα! Λέρωσαν το καλό της το φουστάνι που ήταν από μια ολομέταξη ποπλίνα. Πάντα μαύρο. Και ο πατέρας…(τινάζει το φόρεμά της από το χώμα που άγγιζε πριν) Ο πατέρας ταξίδευε με ένα βαπόρι που όλοι το έλεγαν φορτηγό γιατί ήταν μεγάλο που το είχα δει σε μια παλιά φωτογραφία και ήταν και από σίδερο και σκούριαζε με κάτι αλλόκοτους θορύβους. Όλα τελειώνουν με κραυγές! Ήρθε και μας πήρε μια μακρινή θεία. Και έγραψε στον πατέρα να μην γυρίσει πάλι πίσω γιατί πέθανε η γυναίκα που αγαπούσε και το σπίτι πουλήθηκε σε μια εταιρεία…(παίρνει το ύφος ενός ανθρώπου που πασχίζει να θυμηθεί.) Να δεις πώς ήταν το όνομα εκείνης της φίρμας…Ήταν μια λέξη εγγλέζικη. Σαν μια σύντομη ανάσα. Και εγώ τώρα γέρασα μωρέ και δεν θυμάμαι τις παράξενες λέξεις, τις εγγλέζικες. (κάθε τόσο φτιάχνει τα μαλλιά της που είναι γκρίζα και πολλά.) Θα ήθελα να είχα ένα τσιγάρο τώρα! Αχ πώς θα ήθελα να τραβήξω μια και έπειτα να φτιάξω ουρανό και δαχτυλίδια που θα χαλάσουνε έτσι καθώς φυσά ο βοριάς στην πόλη. Αν ποτέ κάποιος φανεί, τίποτα άλλο δεν θα του πω. Θα σφίξω το χέρι του, όπως έκαμε ο πατέρας όταν υποδεχόταν κάποιο σπουδαίο πρόσωπο και ύστερα θα του ζητήσω ένα τσιγάρο. Και αν δεν καπνίζει ποτέ, τι σόι άνθρωπος θα είναι εκείνος! Θα γυρίσω το πρόσωπό μου να χαθεί από την αυλή μου, να λησμονήσει τα λουλούδια και τα πουλιά! (σχεδόν τρέμει. Προσπαθεί να ηρεμήσει και έπειτα με ήσυχη φωνή μιλά.) Χρόνια περιμένω να ανοίξει η αυλόπορτα. Να σαλέψουν τα χάλκινα φύλλα που έχει σμιλέψει ο τεχνίτης πάνω στο σίδερο να δείξει πως πρόκειται για ένα σπουδαίο σπίτι. Χρόνια περιμένω να φανεί κάποιος που δεν θα τρομάξει τα πουλιά. Θα έχει λέει ένα κομμάτι ουρανό φορτωμένο στα χέρια, δεμένο μες σε μια βυσσινιά κορδέλα, σαν και εκείνες που δένουν τα κουτιά με τα γλυκίσματα κάθε που φτάνει η Πασχαλιά και…(ένα θόρυβος ξαφνικός ανακόπτει την ομιλία της. Τα πουλιά σκορπάνε.) Κάθε δειλινό , ένα ίδιο δειλινό. Οι φωνές από τα γύρω σπίτια, οι άδειες λέξεις που γίνονται σφαίρες και έπειτα χτυπούν το κουράγιο μες στα δόντια, θαρρείς και είναι ένα θηρίο που πρόκειται να μας κατασπαράξει. Πόσο το αγαπώ το χρώμα το βυσσινί! Μα και εσείς θα το αγαπούσατε πολύ! Ναι! Θα το αγαπούσατε αν βλέπατε τα φορέματα και τους ταφτάδες εκείνης της συγχωρεμένης της θειας. Κάθε απόγευμα ντυνόταν, κράταγε κομψά το χέρι του ανδρός της και κατηφόριζε με ένα στακάτο βήμα προς τα καφωδεία του λιμανιού. (στα χέρια της κρατά ένα λούτρινο παιχνίδι.) Πάει πέρασε ο καιρός που υπήρχαν τα παιδιά. (μοιάζει θλιμμένη.) Κάθε απόγευμα οι φωνές από τα παιδιά ακούγονται πιο απόμακρες. Σαν το σινιάλο των καλοκαιρινών πλοίων καθώς εγκαταλείπουν κάποιο βράδυ τη μελαγχολική αταραξία του λιμανιού. Δεν απέκτησε η γυναίκα εκείνη ποτέ ένα παιδί. Να το αφήνει τις Κυριακές να σχηματίζει τον κόσμο μες στα τρυφερά του χέρια. Και έτσι μίσησε και εμένα που μεγάλωνα και γινόμουν μια γυναίκα μισή. Το πρόσωπό της είχε μια σκληρή έκφραση. Κάτι από θυμό είχε. Τώρα ξέρω. Είναι στο ριζικό του θηλυκού να δώσει γέννα. Αλλιώς το κορμί στοιχειώνεται από ένα νεκρό παιδί με σαβανωμένα μάτια. (γελά δυνατά. Ξαφνικά σταματά. Μοιάζει οργισμένη.) Ποια άλλη χαρά μένει από εκείνο το θάμα που ξεριζώνει τα σωθικά! Τα φέρνει όλα πιο κοντά στην καρδιά! Τα παιδιά! Σωπάστε όλοι να ακουστούν τα παιδιά! (γελά.) Μια φορά μεγάλωσα και έγινα ένα όμορφο κορίτσι. Με πήρε εκείνη με τη χλωμάδα του χειμώνα στους σκοπούς και με τράβηξε κάτω στο κέντρο, στα ύποπτα μαγαζιά με τους γυμνούς λαμπτήρες που τους γνωρίζουν τόσο καλά οι εργάτες των οικοδομών και οι οδοιπόροι. Καθίσαμε σε ένα καφενείο. Είχε το όνομα ενός βουνού. (προσπαθεί να θυμηθεί.) Πίνδος! Να! Έτσι το έλεγαν εκείνο τον καφενέ. Και είχε μέσα άντρες με κατάμαυρα κοστούμια που έπιναν τα τσιγάρα και άλλους που στάθηκαν και ύστερα χάθηκαν στην πόλη, φορτωμένοι καλάθια και μια αγωνία που λέκιαζε τα ασπρόρουχά τους. Με άφησε εκεί. Δεν μπορώ να πω. Μου έδωσε και δυο κατοστάρικα και ένα κομμάτι ψωμί σε ένα λευκό χαρτί με το μονόγραμμα ενός νησιού. Και έπειτα χάθηκε και εγώ γύρεψα να βρω κάπου να κοιμηθώ και να μιλήσω. (δένει σφιχτά το σάκο με τα πράγματα. ) Γέμισε ο τόπος παλιοπράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο άχρηστο από τις μνήμες. Μαζεύονται, βλασταίνουν σιωπηρά και έπειτα κάποιος θα φανεί, εκείνες θα χυθούν, τα πρόσωπα σπάνε, γυρεύεις να λυτρωθείς. (τινάζει το φουστάνι της από τη σκόνη.) Κάθε απόγευμα οι ίδιες τελετές. Καθισμένες οι στιγμές ξεφτισμένες. Τα παλαιικά πράγματα. Ένα κάδρο. Το πρόσωπο ενός παλιού συγγενή. Κανέναν δεν θυμάμαι. Ένα μαχαίρι γυρεύω κάθε νύχτα. Είναι ένα μαχαίρι με μια κοκάλινη λαβή και μια λάμα γερή, σαν άσπαστη. Με ένα ασημένιο χρώμα που λάμπει πολύ. Μα δεν υπάρχει πουθενά. Καμιά φορά, να, συλλογιέμαι πως έστρεψα το ατσάλι στο στήθος. Εκείνο τρύπωσε μέσα μου, ρίζωσε. Και έχω τώρα ένα μεγάλο, γερό μαχαίρι πλάι στις καρδιές και είναι πια κόκκινο, όπως η λέξη αίμα και η λέξη πίκρα. Εσύ μωρέ δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τι είναι να ζεις σε μια παλιά αυλή και να θυμάσαι που πάντα πεινούσες και οι μέρες, γεννημένες αγωνίες στο προσκέφαλό σου. Εσύ δεν ξέρεις που περνάς πέρα από τον παλιό μαντρότοιχο και δίπλα σου μια ακραία σιωπή και μια βαθιά λύπη. (ανασηκώνεται από τη θέση της και περπατά με τα γυμνά της πόδια στο χώμα.) Υπάρχουν πληγές που είναι τρομακτικές. Για να νιώσεις ζωντανός πρέπει να τις σκαλίσεις και εκείνες να δώσουν πάλι τροφή στις αισθήσεις που δεν θα σε γελάσουν και έτσι θα ξέρεις πως ακόμα μπορείς και μαρτυράς τους σπασμένους λαιμούς των λουλουδιών, τα πουλιά μπορείς και μαρτυράς που τραβούν κατά το νότο και οι φωλιές…(γελά. Τυλίγει τα χέρια της γύρω από το σώμα, σαν να κρυώνει.) Όταν είπα θα ζήσω, τράβηξα προς μια ανώνυμη απόσταση. Ίδια σπίτια, ίδια πρόσωπα, με στάχτη στα μαλλιά, στις σημασίες. Τρύπωσα σε ένα καλύβι. Με μια χάρτινη σκεπή, κάτασπρη. Όταν ζύγωνα στο σπίτι τα βράδια έμοιαζε να είναι ο δρόμος μια παραλία και το σπίτι ένα όστρακο. Ξέρεις, από εκείνα που λένε μυστικά και τα παιδιά τα ξεθάβουν τα καλοκαιριάτικα πρωινά, τάχα για να ακούσουν τα μυστικά που φέρνει ο καιρός. Πήγα και δούλεψα και τσάκισα το σώμα στα εργοστάσια με τις διπλές βάρδιες και τον επιστάτη που γύρευε να σε αγγίξει στα απόκρυφα και όλο παρατηρούσε τα φερσίματα και τις αντοχές σου. Μα εγώ είχα στο νου μου τους στρατιώτες με τα δίκοχα που σκότωναν τα αδέσποτα, μεθυσμένοι από τα ούζα και ήταν η μορφή τους μια φριχτή προέκταση του φόβου και εκείνης της βαθιάς αποστροφής που δεν λέγεται και δεν περιγράφεται γιατί μερικά πράγματα δεν περιγράφονται μωρέ! Να είχα ένα τσιγάρο! Ένα μισαδάκι να γεμίσω τα πνεμόνια μου με κάτι βρώμικο και αόρατο. Να, κάτι σαν τον έρωτα. Την αγάπη που σε ζυγώνει σαν τον προδότη και έπειτα με ένα φιλί, δειλό σαν τις κρυφές λατρείες σου πυρπολεί τα χρόνια. Να είχα ένα τσιγάρο να δω καπνίζοντας τον ήλιο που θα πνιγεί και όλο το φως θα συρθεί κατάχαμα, ταπεινωμένο από τη νύχτα. Και έναν άνθρωπο να είχα. Να μην σφίγγομαι μονάχη και πονάνε τα χέρια από την ένταση. Είναι αλλιώτικο να σε κρατούν τα άλλα χέρια. (γυρίζει στη θέση της. Το δειλινό έχει προχωρήσει. Σε λίγο θα νυχτώσει.) Σώπασαν τα παιδιά. Και τα πουλιά. Γυρνάνε τώρα στα σπίτια που είναι βρώμικα σαν φωλιές και λένε για τα μέρη που αντίκρισαν στο πέταγμά τους. Και ήταν όλα μέρη σπουδαία γιατί όταν έχεις έναν μεγαλύτερο ορίζοντα και ένα καθαρότερο κομμάτι ουρανό να σου αναλογεί, είναι όλα ομορφότερα και ας μην έχεις δυο χέρια να σε κρατάνε να μην πονάς. Εγώ που έτρεμα το σκοτάδι τώρα αγριεύω τις νύχτες και χτυπάω τα κλειστά παράθυρα των κατοίκων. Μέσα από την αυλή με τα αγκάθινα τριαντάφυλλα αφήνω κραυγές και ουρλιαχτά και επαναλαμβάνω το αρχαίο όνομά μου να μην λησμονήσω. Την έμαθα ετούτη τη συνήθεια, τότε που πέρναγε ο αέρας μέσα από τις οπές του τοίχου και τρανταζόταν η σκεπή στις ξαφνικές ανεμικές, στις ξαφνικές βροχές. Και έτρεχε ξυπόλητη, σαν το νερό να σώσω τις φωλιές γιατί έμαθα νωρίς πως είναι να μην έχεις σπίτι και να μην υπάρχει ο βασιλικός στο περβάζι της μικρής κουζινίτσας και τα πρόσωπα που γεμίζουν το τραπέζι με τα γέλια και τα ζεστά κοιτάγματα. (αγγίζει το πρόσωπό της. Τα χέρια της τρέμουν.) Γέρασα μωρέ. Μες στις ίδιες τις γειτονιές γέρασα και ράγισα. Και μες στο σπίτι που μου άφησε εκείνη η θεια με τα φορέματα και τα ακονισμένα χέρια δεν τολμώ να μπω. Γιατί η σκεπή δεν θυμίζει το όστρακο και οι τοίχοι έχουν αυστηρές μορφές με ένα κάρβουνο τριγύρω στα μάτια και οι άνθρωποι φοβούνται πολύ και μισούν τις προσευχές. Αφήνω ανοιχτή την πόρτα. Να βγει το σκοτάδι, να ξεπλυθούν οι κάμαρες από τις θύμησες. Την αγαπάω τούτη την αυλή. Είναι που με ξυπνάνε τα πουλιά μόλις χαράξει. Και ύστερα τα παιδιά που τρέχουν και είναι οι μάντρες τέρματα να χτυπά το πεπρωμένο στα δοκάρια που είναι καρφωμένα καλά στη γη και κρατάνε χρόνια τώρα το σκοτάδι στις τέσσερις άκρες του. Δεν θα με πρόσεχες τώρα έτσι που σάπισα μες στα περιβόλια και τα περιθώρια. Άμα παλεύεις μόνος πικραίνεσαι και είναι το πιοτό μια ανταμοιβή. Μα θα σε πνίξει γιατί είναι θάλασσα ο κόσμος και εγώ κορίτσι δεν ήμουν μαθημένο στα ποτά που κερνάνε οι άντρες στις ταβέρνες και μεθοκοπούν και λένε πράγματα πρόστυχα για κορίτσια και καημούς. (κρατά στα χέρια της έναν επίδεσμο. Τυλίγει τα χέρια της αργά, σαν μια πράξη ιερή.) Είναι ο κόσμος γεμάτος σπασμένα γυαλιά, διαταγές θανάτων, βρώμικες συναλλαγές σε υπόγεια σπίτια. Και εσύ και εγώ έχουμε κάτι από Χριστό μέσα μας και είναι τα χέρια μας που ανοίγουν τα βράδια η πιο τρανή απόδειξη ετούτης της χάρης. Να, έτσι δένω τα χέρια με ένα κομμάτι ύφασμα τριμμένο, σαν το παλιό παλτό που δεν με ζεσταίνει πια και μήτε το σχήμα μου θυμάται. (καθώς τυλίγει τα χέρια της μιλά.) Να, έτσι γερά, σφιχτά γύρω από τους καρπούς και έπειτα να, μια στροφή, να κρατά τα δάχτυλα καλά…(ξαφνικά σταματά. Κοιτά το κοινό, σαν να θυμήθηκε κάτι σπουδαίο.) Είδες; Στο είπα πως γέρασα μωρέ! Και επειδή κανείς δεν φωνάζει το όνομά μου, το ξεχνάω και εγώ και ποτέ δεν το λέω, όχι από φόβο, μα να είναι που δεν έχει σημασία πώς σε λένε, αφού κανείς δεν θα σε μνημονεύει ύστερα από χρόνια και κανείς δεν θα χαράξει το όνομά σου στον κορμό ενός δέντρου. Δεν το λέω το όνομά μου. Να μην το μάθουν οι τυμβωρύχοι και με γυρέψουν τα βράδια που θα είμαι πεθαμένη μες στο κοιμητήριο πλάι σε ένα παιδί που σκοτώθηκε γιατί υπάρχει κάτι που ορίζει τη μοίρα μας και τη διαφεντεύει. Να, μπορείς να με φωνάζεις Λαμπερή. Όμορφο δεν ακούγεται! Και να ξέρεις, πως αν μαζέψω τα μαλλιά μου που είναι ζωντανά ακόμα παρά τα χρόνια και φοδράρω ετούτο το φόρεμα που έχει λιώσει στα μεριά μου, θα πεις πως είμαι ακόμα όμορφη και ας μην είμαι, βαθιά μέσα μου. Το λοιπόν, να με φωνάζεις Λαμπερή και να λες τούτη τη λέξη με ένα πάθος, σαν το νόημά της. Μην σε ακούσω να τη λες άψυχα και ταπεινά. Έχεις δει τίποτα να λάμπει και να είναι ήσυχο και ταπεινό; (Κάθεται στην ψάθινη καρέκλα. Τα χέρια της δεμένα σε επιδέσμους.) Φέρτε μου ένα τσιγάρο μωρέ! Σκληρός που είναι ο κόσμος. Σε κοιτά που ζεις κουρασμένος και ήσυχος μες σε μια αυλή, σε κοιτά μες στα μάτια που είναι όλο παλιές βροχές μα έπειτα σωπαίνει και τραβά το δρόμο του. Κάποιος θα χαράξει έναν νέο, άλλος κρυμμένος θα ακολουθήσει το περιθώριο. Και είναι αλήθεια πως οι δρόμοι έχουν μια γλύκα και μια θέρμη, σαν των σωμάτων που δόθηκαν σε έναν έρωτα και τώρα ησυχάζουν στα βρεγμένα σεντόνια, γιατί είναι κατακαλόκαιρο, Αύγουστος μήνας και η φτερωτή κάνει μονάχα θόρυβο και αλέθει το φως. (με τα χέρια της χαράζει σύμβολα στο χώμα.) Μια ζωή κόντρα στο ρεύμα η Λαμπερή. Νύχτα τη νύχτα, χαμήλωνα τα μάτια και δοκίμαζα απίθανες κατευθύνσεις. Να δεις πως γέρνουν τα φώτα ντροπιασμένα σαν περάσει κάποιος νικημένος άνθρωπος. Σαν τα στάχια που τα σέρνει ο καιρός ξεπερνούν την ακαμψία τους και χαμηλώνουν να φέξουν στις ζωές. Τώρα το φως με τρομάζει στα αλήθεια. Τι να δεις από μένα πια…(κάθε τόσο ψηλαφίζει το πρόσωπό της που είναι σκαμμένο.) Ήταν μια πλατεία, ανήσυχη με αλλόκοτα παιδιά. Και στο βάθος ένα φτηνό ξενοδοχείο. Με ένα περίφημο όνομα. «Λωζάνη». Ξενοδοχείο «Λωζάνη». Μαζεύονταν οι πρόστυχες γυναίκες γύρω από το μελίσσι να τρυγήσουν τους νυχτερινούς, ανδρικούς πόθους. Και ήμουν κορίτσι πράμα και δεν καταλάβαινα πως πουλάς το σώμα σου για δυο δεκάρες και αφήνεις μια ανάσα κοφτή να σου μαστιγώνει το πρόσωπο και να μπαίνει το δέρμα βαθιά σε ένα σώμα που ήταν κάποτε δικό σου. Έπειτα έλυσα μονάχα το μυστήριο. Ήταν ανήμερα της αγίας Παρασκευής και η πόλη άδειαζε. Τους έβλεπες μες στα τροχοφόρα που ακολουθούσαν το δρόμο προς την έξοδο. Σφάλιζαν οι έμποροι τα μαγαζιά και στα καφενεία οι σερβιτόροι έβαζαν στις προσόψεις τις αυτοσχέδιες πινακίδες για τη φθινοπωρινή επανασύνδεση. Και ήταν ένας άντρας, γύρω στα 40, με ένα καλό πουκάμισο και ένα χρυσό σταυρό ανάμεσα στο στήθος που με κοίταξε και εγώ δεν σάλεψα. Και εκείνος πλησίασε. Σου είπα πως δεν θέλω να θυμάμαι! Και με κράτησε από το χέρι και θα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω το άγγιγμά του, που ήταν το πρώτο και το πιο αρσενικό. (μιλά και κινείται ταραγμένη στο χώρο της αυλής. Η ανάμνηση την πονά.) Το ταβάνι ήταν χιονισμένο. Μεγάλα κομμάτια πήραν να πέφτουν γύρω μου. Σπάσανε τα φράγματα, οι σάρκες έσπασαν και γέμισαν τα αίματα το κρεβάτι. Ήταν μια πολυθρόνα, ένα μικρό τραπέζι, στρογγυλό στο χρώμα του δέντρου, ένα ραδιόφωνο με μεγάλα, λαστιχένια κουμπιά που γύριζαν ατέλειωτα μες στα δάχτυλα, ένας μικρός φεγγίτης, η πόρτα με το επιχρυσωμένο πόμολο που άνοιγε με μια κίνηση ακριβείας. Δεν ζήτησα, μα εκείνος άφησε τα χρήματα στη μεριά του και ύστερα σηκώθηκε και το σώμα του γυάλιζε, όπως κάποιου αρχαίου πολεμιστή που επιδίδεται με πάθος στα αγωνίσματα. Χαμογέλασε και με φίλησε στο μέτωπο. Και εγώ θυμήθηκα τη μάνα μου στο κουζινάκι, τη θεια που με άφησε με ένα κομμάτι ψωμί και δυο κατοστάρικα μες στο πολύβουο πλήθος, τη σκεπή που κατέρρεε, τα περιθώρια, τους δρόμους. (κάθεται ξανά στην ψάθινη καρέκλα.) Θα έμεινα εκεί για χρόνια. Πάντα δυο κατοστάρικα και ένα χαμόγελο και ένα ιδρωμένο σώμα. Το ταβάνι που χιόνιζε πάντα. Πού να πάω. Τόσος κόσμος και δεν υπήρχε μια σταλιά άνθρωπος να πάω να ακουμπήσω και αγόραζα με δυο κατοστάρικα την αγκαλιά και το χάδι προτού γυρίσω στο χαμόσπιτο και βάλω τα κλάματα που δεν ντύθηκα ένα κόκκινο πανωφόρι να χαθώ και εγώ, έτσι απρόσμενα και περήφανα καθώς η μάνα. Ο θάνατος, ρε δεν κοστίζει τίποτα. Για αυτό και είναι το πιο δικό σου πράγμα. Η ζωή είναι ακριβή. Μα ο θάνατος είναι φτήνια. Κακή απομίμηση της ζωής. Να, έτσι όπως στο λέει η Λαμπερή. Μετά γέρασα. Έπαψα να κοιτώ τις έσχατες λεπτομέρειες των πραγμάτων, η φωνή μου δεν έβγαινε και έτσι είπα να χαθώ. Και γύρεψα έναν τόπο να το λέω πατρίδα και μνήμα. Το ίδιο είναι, μην νοιάζεσαι. Πατρίδα είναι εκεί που θέλεις να πεθάνεις, αδελφέ μου. Η σκιά μου έμοιαζε όλο και λιγότερο με ανθρώπου. Ήρθα, τρύπωσα σε τούτα τα τείχη και απέμεινα εδώ. Με ένα σωρό από δυο κατοστάρικα και μια αηδία, που με κάνει όλο να φτύνω κατάχαμα και η γεύση να μην φτιάχνει. Τώρα γυρεύω έναν τρόπο να μην ζήσω. Και ξέρω πως αν είχα ένα τσιγάρο και εκείνο το μαχαίρι που είναι όλο μέσα μου και δεν μπορώ ξανά να το καρφώσω στην ψυχή, θα είχα μια ευκαιρία. (σβήνει με τα πόδια της τα σχέδια που είχε φτιάξει στο χώμα.) Όποτε βλέπω σταυρούς στρίβω γωνία πια. Και είναι η πόλη ένα περιβόλι με μυριάδες, σπασμένους σταυρούς. (παίρνει ξανά στα χέρια της το σάκο. Γυρεύει τα πράγματα.) Δεν είναι που είμαι μονάχη. Να είναι που πέρασαν χρόνια και ξέχασα η καημένη να μιλώ. Και είπα να σου πω απόψε μέσες άκρες τους καημούς. Δεν είναι που θέλω να μιλήσω είναι που άδειασαν τα ουρλιαχτά. Και ξέρω πως εσύ θα περάσεις δειλά από το σπίτι και ούτε θα φανταστείς πως εδώ ζει ένας άνθρωπος που ζητά απεγνωσμένα ένα τσιγάρο και ένα μαχαίρι. Ας είναι. Θα πεθάνω όπως μπορώ και όπως ξέρω. Θα προσφέρω στον εαυτό μου δυο κατοστάρικα και ένα χαμόγελο. Υπάρχει ένας καθρέφτης με ένα κρεμασμένο κλειδί, όλο σκουριά που δεν ανοίγει τίποτα πια και υπάρχει και υδράργυρος γύρω από τα πόδια με τις πληγές. Άκου να ξέρεις! Θέλω ένα θάνατο απότομο, σαν ένα σμάρι από πουλιά που σκορπάνε το απόγευμα ξαφνικά γιατί κάποιος πυροβόλησε στα μάτια την ελπίδα. Μην νοιάζεσαι για μένα. Θα γυρέψω με πείσμα το μαχαίρι. Μόνο να θυμάσαι να με ονομάζεις όπως σου είπα. Λαμπερή. Αλλά περήφανα και δυνατά, καθώς αρμόζει στη λέξη. Σώπα. Κάποιος πέθανε και χτυπάνε οι καμπάνες. Τα μάτια σχημάτισαν δυο γκρεμούς και απέμειναν παγωμένα. Σώπα. Πάει πέρασε. (Η γυναίκα πεθαίνει στην ψάθινη καρέκλα. Οι επίδεσμοι ανεμίζουν στα χέρια. Επαναλαμβάνεται ο ήχος από τις πένθιμες καμπάνες. Σβήνει αργά και τελειώνει. Σκοτάδι στη σκηνή και τίποτε.)
(Ένας άνδρας βρίσκεται στο εσωτερικό του σπιτιού της αυλής. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Έχει νυχτώσει και κανένα φως δεν φτάνει από το δρόμο. Το πρόσωπό του φωτίζεται μόνο από την ασθενική λάμψη ενός κεριού. Τα ρούχα του είναι τριμμένα και παλιά. Παραμένει ανέκφραστος σε μια ξύλινη καρέκλα. Το πρόσωπό του απλανές. Στα χέρια του κρατά το μαχαίρι που αναζητούσε η νεκρή πια γυναίκα. Μιλά. Η φωνή του σταθερή. Δεν διαφαίνεται κανένα συναίσθημα.)
ΑΝΔΡΑΣ: (ακούγεται ο ήχος μιας πένθιμης καμπάνας. Κάποιος έχει πεθάνει. ) Όταν πέθανες, εσύ δεν ξέρεις…Όταν τέλειωσες ακούστηκε ο πένθιμος ήχος. Και οι άνθρωποι που σιωπούν μες στα μαύρα δωμάτια τρόμαξαν και σάλεψαν. Και έγειραν οι άνθρωποι, ο ένας στον άλλο. Καθώς τα σπίτια που είναι στριμωγμένα, γιατί έτσι και οι άνθρωποι μένουν στοιβαγμένοι ο ένας μες στο σώμα του άλλου. Τώρα που εσύ χάθηκες δεν θα φανούν ποτέ τα πουλιά στα σύρματα που είναι τεντωμένα και κόβουν τον ουρανό σε μικρές λωρίδες από ένα γαλάζιο που έπειτα σπάει και τα μάτια ρημάζουν. (τινάζεται από κάποια έκπληξη.) Άκου! Ο θάνατος συνοδεύεται από μια εκκωφαντική σιωπή. Και δεν αντέχω τόση σιωπή! Θέλω μια κραυγή να έρθει να συντρίψει τα μισάνοιχτα τζάμια που έχουν τα τέσσερα, σοφά μάτια και το ξύλο που μιλά με τις πράσινες λέξεις του. (καθώς μιλά σφίγγει το μαχαίρι στα χέρια του.) Ότι βαστά ένα κρίμα είναι πάντα από ξύλο και ένα άλλο παράδοξο υλικό, που μοιάζει με ανθρώπου. Θυμάμαι…(στρέφει το πρόσωπό του προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση.) Ήταν καλοκαίρι και στην πόλη υπήρχαν αδέσποτα με ορθάνοιχτα μάτια και λίγοι άνθρωποι, κουρελιασμένοι, να σέρνουν τα βήματα και τον καιρό που όλο σκορπά. Τα ψηλά κτίσματα με τα υποστυλώματα στα πλευρικά τους. Τα σπίτια είναι λυπημένα. Και οι χτίστες δουλεύουν τις νύχτες με τα χέρια και γδέρνουν τη θλίψη από την πέτρα. Και εκείνη αποκτά μια όψη τόσο εργασμένη και παλιά. Μα οι τεχνίτες, τους ανθρώπους λησμονούν. Εκείνους που είναι κρυμμένοι μες στις κάμαρες και κλαίνε με λυγμούς και πνιγμένες ανάσες. Γιατί κανείς δεν πρέπει να ξέρει! (το πρόσωπό του φανερώνει μια ξαφνική οργή. Έπειτα η έκφρασή του ημερεύει.) Εκείνους που δακρύζουν τους ονομάζουν αδύναμους. Σε είδα να στέκεις ακίνητη σαν χειμώνας στην άκρη ενός δρόμου. Πίσω σου τα φώτα των κέντρων της διασκεδάσεως, με το επίμονο και αποτρόπαιο κόκκινο που έφεγγε και πάντα θα φέγγει. Το κόκκινο είναι το χρώμα της αμαρτίας και εσύ την κρατούσες από το παιδικό της χέρι και εκείνη χαμογελούσε, καθώς ένα παιδί που ανυπομονεί για εκείνο το περίφημο παιχνίδι στη βιτρίνα με τις αδιόρατες ρωγμές. Παρέμεινες ανέκφραστη και μονάχα επανέλαβες το ύψος του τιμήματος. Δυο κατοστάρικα. Έπειτα ζήτησες ένα τσιγάρο και σχημάτισες κάτασπρα δαχτυλίδια που χάνονταν ξαφνικά, διατηρώντας το ζωντανό τους σχήμα. Και έπειτα θυμάμαι που έσφιγγες τα χέρια σου στους ώμους μου και όλο κάτι ψιθύριζες που είχε στο τέλος του μια αργόσυρτη φωνή, σαν από αναστεναγμό και σαν από λύπη. Τώρα πέθανες…Και δεν θυμάσαι που μου έλεγες πως ο έρωτας αξίζει μονάχα δυο κατοστάρικα. Και ένα τσιγάρο, από τον πιο φτηνό και βρώμικο καπνό. Ήταν τα χέρια μου ανίκανα και δεν σε κράτησα δυνατά για να νιώσεις πώς είναι να έχεις δυο χέρια και έναν άνθρωπο να σε βαστάει. Και πέθανες. Στην ψάθινη καρέκλα. Με όλα τα αρχαία τιμαλφή σου μες στο στρατιωτικό σάκο. Κάθε απόγευμα στην ίδια θέση. Έπεφτε ο ήλιος και πνιγόταν μες στις σκεπές, το φως σκόρπαγε και ύστερα γεννούσε μια νύχτα. Και εμείς πίσω από τα ερμητικά κεπένια, δεν μιλούσαμε γιατί οι λέξεις ποτέ δεν χώρεσαν ανάμεσα στα σώματα που δίνονται και έπειτα γίνονται ένα υπέροχο και επιτέλους, τόσο ανθρώπινο σώμα. Είναι που πρέπει να αντέξει κανείς τις άδειες καρέκλες, το τραπέζι που είναι άδειο από ανθρώπους και από ελπίδα. Το ψάθινο στασίδι, ο σάκος, τα πουλιά, η αυλή. Θα σε γυρέψουν αύριο οι φωνές των παιδιών, οι σκιές θα σε γυρέψουν των περαστικών, καθώς γυρνούν από τις δουλειές και έχουν στα χέρια ένα παιχνίδι για το παιδί και είναι τόσο μόνοι με ένα κεφάλι ανθρώπινο που έχει μια έκφραση πόνου. Εκείνοι θα σε γυρέψουν και θα καταλάβουν πως οι άνθρωποι κάποτε χάνονται όταν δουν το κυπαρίσσι έξω από την σιδερένια αυλόπορτα και τα πουλιά που τσιμπολογούν ότι απέμεινε από τα γυμνά σου πόδια. (καθώς μιλά δοκιμάζει απαλά την κοφτερή όψη του μαχαιριού. Μιλά με ένα ύφος διαστροφής. ) Τόσα χρόνια και δεν μπήκες ποτέ μες στην κάμαρη. Κουράστηκες να ζητάς τα δυο κατοστάρικα και εκείνο το τσιγάρο. Μα εγώ σε περίμενα, σαν κάποιος που έχει αποφασίσει να μην αλλάξει μήτε το βήμα, μηδέ τον τόπο που όρισε για πατρίδα. Και ήταν σκοτεινά. Παντού είναι σκοτεινά. Τόσα καλοκαίρια μαύροι ήλιοι να τεμαχίζουν τις προκυμαίες. Μες στα καφενεία τα θρυμματισμένα πρόσωπα. Μια οσμή από ούζο και ιδρώτα και ο διαπεραστικός ήχος από την ξαφνική διέλευση μιας μοτοσικλέτας που ανηφορίζει για τα δυτικά σύνορα της πόλης. Γερασμένες μορφές και μορφές που σύντομα θα γεράσουν και θα δοθούν στο χώμα και ύστερα κάποιοι θα θυμούνται εκείνον που καθόταν στο μεταλλικό τραπέζι και έβηχε με έναν ήχο σκληρό και έκλεινε τα μάτια να μην βγει η ψυχή. Η ψυχή δραπετεύει πάντα από τα μάτια σου είχα πει. Και εσύ δεν αποκρίθηκες. Μονάχα έγειρες στην άλλη, τη δική σου πλευρά και άφησες ένα σημάδι από το σώμα στα σεντόνια με το φτηνό άρωμα και τα μυριάδες χνάρια. Πάει. Τώρα πέθανες εσύ και δεν θα ακουστεί ξανά η φωνή σου που μαλώνεις τα παιδιά και έπειτα κόβεις τριαντάφυλλα και τα αφήνεις στα μαλλιά τους να μην κλαίνε και εσύ καρφώνεις τα αγκάθια μες στα ώριμα μάτια που έχουν δει τόσα και πάλι έμειναν να γελούν για να ξορκίσουν το κακό. Επειδή το σκοτάδι των καιρών είναι πολύ και εσύ θα φοβάσαι που είσαι μόνη και οι άλλοι πια δεν σαλεύουν μες στα ξύλινα τείχη θα φροντίσω αύριο, πριν χαράξει η αγωνία να σου φέρω ένα κομμάτι από την αυλή και ένα κομμάτι από τα πρόσωπα των ανθρώπων να έχεις να πιάνεσαι και να μην τρέμεις. Μην φοβάσαι. Δεν θέλω να φοβάσαι! Αν κάποιος βρεθεί και σου πει πως ρήμαξε η αυλή εσύ θα έχεις ένα κομμάτι και θα γελάς, όλο θα γελάς, σαν κάποιον που είναι περήφανος πολύ και δεν δακρύζει. Γιατί σου είπα! Να μην σε δουν να κλαις! Εκείνους που βρέχουν τα χείλη τους με θλίψη οι άλλοι τους λένε αδύναμους! (αφήνει το μαχαίρι στο πάτωμα και κρύβει το πρόσωπό του μες στα χέρια. Μιλά.) Ύστερα ξημέρωσε και εσύ μου είπες πως θα σταθείς και πάλι στη γνώριμη θέση και το φως θα μυρίζει σκόνη και σαπισμένα, όρθια κρέατα. Μου είπες και κάτι άλλο και έμοιαζε η φωνή σου να αρθρώνει εκείνη τη λέξη που κανείς πια δεν τολμά να πει, γιατί είναι λέξη σπουδαία και οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει μια βαθιά αποστροφή του εαυτού τους. Θα έχεις μια αυλή και ένα σπίτι, με ένα δικό σου, μεγάλο παράθυρο και ένα σωρό λουλούδια και τους βασιλικούς που μεγαλώνουν στα περβάζια και όλο ευωδιάζουν όταν ακουμπήσεις τα χέρια. Γιατί όλα ανθίζουν αν απλώσεις τα χέρια. Και εσύ με κοίταξες με τα μεγάλα, μοναστικά σου μάτια και δεν αποκρίθηκες, μόνο γέλασες και μου διηγήθηκες μια ιστορία. Για μια μάνα που έζησε σε ένα μικρό κουζινάκι και έπειτα έγειρε και σώπασε και οι γυναίκες χάραζαν σταυρούς καθώς οι άντρες μετέφεραν τη σωρό. Έπειτα δάκρυσες και εγώ σε φίλησα στα μάτια και δοκίμασα την αλμύρα ενός λησμονημένου νησιού. Οι μνήμες μας είναι νησίδες ξεχασμένες και εκεί προσμένουν με τα καλά τους οι παλιοί μας φίλοι και οι συγγενείς με τα πράσινα, φαγωμένα πρόσωπα. (αρπάζει το μαχαίρι στα χέρια.) Το σκοτάδι φτιάχνει ένα αρπαχτικό τοπίο! Και η κραυγή που δεν θα ακουστεί! Γιατί ουρλιαχτά αφήνουν οι ζωντανοί και οι βαθιά, απελπισμένοι άνθρωποι. Μονάχα εκείνοι. Έτσι μου είπες όταν σε βρήκα με μια κατακόκκινη βαλίτσα και ένα τριμμένο πανωφόρι και ψέλλισες πάμε και βαδίσαμε μες σε μια άδεια πόλη. Και εσύ κοιτούσες εκείνους μες στα ύποπτα μαγαζιά που σε χαιρετούσαν και το χέρι σου κρατούσε σφιχτά το δικό μου. Ανέμελοι, σαν φίλοι από τους στρατώνες περπατήσαμε και έσκυβαν τα κτίρια και οι προσόψεις να δουν τους τελευταίους ανθρώπους. Και έπειτα σταθήκαμε στη μέση ενός μεγάλου δρόμου και πέρα άναβαν πελώριες πυρκαγιές και σου είπα πως εκεί θα είναι το σπίτι μας και εσύ φοβήθηκες, τρύπωσες βαθιά μες στο σώμα μου και τα μάτια σου καίγονταν από μια φοβερή υποψία. Ο άνεμος έφερνε ακατάληπτους χρησμούς στα στόματα μα εμείς δεν ξέραμε πώς προφέρεται η λέξη φόβος και πήραμε να ακολουθούμε το φεγγάρι που πετά γιομάτο και κάτωχρο. (ο άντρας σκύβει εμπρός από το κερί. Το πρόσωπό του φωτίζεται. Πίσω του περνούν σκιές περίεργων σχημάτων.) Κάθισες εμπρός στον καθρέφτη. Έκανε κρύο πολύ γιατί όσο περισσότεροι άνθρωποι τόσο πιο άγρια η παγωνιά που δαγκώνει τα τζάμια, τα χέρια. Τύλιξες τον κόρφο σου με ένα αρχαίο υφαντό και πήρες να βάφεις το πρόσωπό σου. Με χρώματα παράξενα και ύστερα στάθηκες αλλαγμένη εμπρός μου και φώναξες κλαίγοντας πως τα χρώματα δεν αλλάζουν τον κόσμο και τους ανθρώπους και εσύ κουβαλάς αποτρόπαιες μορφές και μνήμες ασέλγειας. Και όλο σε κρατούσα να μην κομματιάσεις τα μάτια που έχουν μια δική τους, επώδυνη μνήμη. Ήταν ένας κήπος και τα δέντρα που είχαν κρυφτεί από τον κόσμο και μεγάλες πλάκες από ένα γκρι τσιμέντο και τόση λάσπη! Και πήρες και ασβέστωνες τους κορμούς και έπειτα με τα νύχια χάραζες στους εκεί όλα τα ονόματα των περασμένων εραστών σου. Και τα δάχτυλα μάτωναν και εσύ συνέχιζες να χαράζεις τον καιρό. Γιατί, άκου, εσύ πέθανες και δεν ξέρεις πως όσοι απέμειναν είναι χαρακιές σε έναν τοίχο φυλακής. Με ένα ψηλό, στενό παράθυρο που αφήνει μόνο λίγο από τον ήλιο και ένα λευκό γύρω, που παίρνει φωτιά και εσύ γονατίζεις και κλαις γιατί δεν υπάρχει κανείς να αντέξει μια τόση μοναξιά. Κάθε νύχτα εσύ μου έλεγες τα ονόματα εκείνων και έπειτα έδειχνες με τα χέρια σου τα σημεία των αγγιγμάτων και εγώ με τούτο το ίδιο μαχαίρι, έκοβα εκείνα τα κομμάτια του σώματος. Και εσύ σφάδαζες από τους πόνους γιατί ότι χάνεις και είναι δικό σου πονά και αφήνει ένα βαθύ σημάδι. Μια κραυγή! Απόψε ζητάω μια κραυγή, μα δεν έχω φωνή και έτσι μιλώ με μια τραγική σιωπή και εσύ δεν ξέρεις γιατί πάει, πέθανες εσύ. Εσύ απόψε πέθανες και μαζί όλα όσα σημαίνεις, γιατί όταν χαθεί κάποιος οι σημασίες του γεμίζουν από μια λήθη που έχει το χρώμα της στάχτης, τη θολή αίσθηση μιας τόσο μακρινής απόστασης. (ο άνδρας δακρύζει. Κρύβει το πρόσωπό του πέρα από το φως του κεριού και σφίγγει καλά το μαχαίρι. Σφίγγει τη λάμα και το κοινό καταλαβαίνει την οργή του αλλά και την πληγή που προκαλεί. Έπειτα εκείνος μιλά με μια σταθερή φωνή, χωρίς να αλλάξει τη θέση του.) Έπειτα φάνηκε ο πόλεμος. Με το σιδερένιο σώμα του φάνηκε από τα γύρω υψώματα που είναι φαγωμένο από τον καιρό και τις βροχές. Θυμάμαι (ο άνδρας χαμογελά με νοσταλγία), θυμάμαι που πάντα το χειμώνα έβρεχε και εσύ έτρεχες μες στο χαλασμό να σώσεις τις φωλιές, να έρθουν τα πουλιά με τα άπιαστα σώματα να τραγουδήσουν το καλοκαίρι. Και εγώ να σε κοιτάω από το μεγάλο παράθυρο και να είναι τα μαλλιά σου μια βρεγμένη φυλλωσιά και το σώμα σου ένα θηλυκό, υπέροχο δέντρο. Μα πέρα, ερχόταν ο πόλεμος. Φάνηκε πρώτα στις πλατείες με τις σπουδαίες ανακοινώσεις της εθνικής ανατάσεως και ύστερα οι άνθρωποι έβρισκαν παιδιά σκοτωμένα από το ψωμί που πάντα στερεύει και τα παιδιά σβήνουν με ένα βλέμμα που ουρλιάζει σώσε με! Τα παιδιά που πεθαίνουν, σώσε με! (ο άνδρας μοιάζει ταραγμένος, σφίγγει πιο δυνατά το μαχαίρι.) Με έβλεπες που έφευγα με ένα σάκο και ξεμάκραινα με τους άλλους που είχαν τα μωρά καρφωμένα στον κόρφο και οι μανάδες έκλαιγαν γιατί πια δεν θα είχαν ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στο φεγγίτη της μικρής κουζινίτσας. Και δεν σου μίλησα, γιατί όταν φανεί ο πόλεμος η παντοτινή ομιλία του κόσμου χάνεται και παντού υπάρχουν συνθήματα και λάβαρα και ύστερα στα περιβόλια ανθίζουν μικρές ράχες και επιπλέουν στο χώμα. Σου είχα πει πως θα γυρίσω και εσύ γελούσες και έτρεμες που πάλι θα ζητούσες δυο κατοστάρικα και ένα τσιγάρο και η πιο σπουδαία πράξη θα καταντούσε μια συναλλαγή από εκείνες που οι άνθρωποι κάνουν μες στις αγορές και τα ύποπτα παζάρια. Στάθηκες στη μάντρα και έκλαιγες και εγώ δεν γύρισα να κοιτάξω γιατί κανείς δεν αντέχει να κοιτά τα πρόσωπα και τα σώματα όταν κομματιάζονται σε φωνές και κινήσεις τραγικές. (ο άντρας κρατά το πρόσωπό του σαν να μην αντέχει κάποιο ξαφνικό θόρυβο.) Τα πρωινά από τότε απέκτησαν κάτι από τις ξαφνικές αντηχήσεις των σειρήνων, κάτι από ξαφνικούς βομβαρδισμούς και έπειτα οι γυναίκες που σέρνουν τα παιδιά μες στα καταφύγια και το γυμνό φως τρέμει καθώς ο κόσμος σωριάζεται! Ο κόσμος που σωριάζεται! Οι σκιές πέρα, το στρατηγικό σημείο, το χαράκωμα, ένα παιδί που πεθαίνει και ζητά τη μητέρα, ένας άλλος που όλο συλλογιέται κάποια πατρίδα. Και ύστερα η επίθεση και ο θάνατος που είναι πάντα ένας φόνος! Δεν ξέρεις για ποιο πράγμα σου μιλώ! Και εμείς περνούσαμε μέσα από τις αψίδες των κραυγών και θάβαμε τα κορμιά μες σε λάκκους και η βροχή με το ίδιο πάντα ρούχο έπεφτε και νότιζε μέσα βαθιά η ψυχή που δεν είχε πια τι άλλο να φοβάται και έβγαινε, πάντα από τα μάτια! (ο τόνος της φωνής του επανέρχεται. Αφήνει το μαχαίρι. Κοιτά το πληγωμένο χέρι του πάνω από το φως του κεριού.) Και έπειτα γύρισα στο σπίτι και στη μικρή αυλή που είχε μέσα πια νεκρά δέντρα και ένα αγρίμι και παντού γύρω υψωμένα άσυλα και άνθρωποι με άδεια τα μάτια και τα χέρια σφιγμένα, μες στις τσέπες. Και γύρω νύχτα και άρρωστα πρωινά και ο δρόμος χαλασμένος γιατί ο πόλεμος, με ακούς!, ο πόλεμος χαλά τους δρόμους και γεμίζει τις κατευθύνσεις απέραντα αδιέξοδα. Παντού ματωμένες προτομές, σπαρμένοι σταυροί και τα γεράνια με σπασμένους τους λαιμούς και εσύ με δυο κατοστάρικα σφιχτά κρατημένα στα χέρια σου. Και όλο θυμάμαι τα χέρια σου και εσένα που κρύφτηκες και έπειτα μου είπες πως δεν γνωρίζεις τίποτα από το πρόσωπό μου και εγώ γέρασα, όπως γερνά ένας πατέρας καθισμένος στην άκρια ενός παλιού μνήματος. Και απέμεινα μες στο σκοτεινό δωμάτιο και εσύ μου φώναξες πως τώρα πια αγαπάς μονάχα τα πουλιά και τους ίσκιους γιατί οι άνθρωποι σαν φιληθούν μαθαίνουν να προδίδουν και εγώ σε άκουγα και η φωνή μου σερνόταν στο παλιό μωσαϊκό, σαν φίδι που χαλάει τις φωλιές και διώχνει τους ανθρώπους. Τώρα εσύ πέθανες και εγώ δεν έχω πια τίποτα από σένα για να σου πω πώς έζησα τόσες σκοτωμένες Κυριακές, πώς πέθανα και πως σε αγάπησα πολύ. Δεν τη λέει κανείς πια αυτή τη λέξη. Γιατί τα μάτια λείπουν από τους ανθρώπους και το φως πια δεν φαίνεται πουθενά και οι άνθρωποι δεν ξέρουν πως προφέρεται το σώμα και πώς προφέρεται η πίστη σε ένα σώμα. Οι καιροί σε έπιασαν, σε λέρωσαν τα χρόνια, σε έσυραν μες στις κάμαρες με τους καημούς που είναι καρφωμένοι σαν τους ληστές στους θλιμμένους τοίχους. Άκου, το μαχαίρι που ζητούσες είναι καρφωμένο στο στήθος και εγώ τώρα φορώ το επισκοπικό ένδυμα με την αποτρόπαια όψη. Σώπα, χτυπά η καμπάνα και τα παιδιά παύουν το παιχνίδι γιατί εκείνοι που ξέρουν λένε πως όταν χαμηλώνει η ψυχή και ξαπλώνει στη γη οι άνθρωποι πρέπει να παύουν τις φωνές. Τώρα έχω έναν ορίζοντα από χώμα και από τίποτα. Τώρα βρέχει παντού στις στέγες, στα σπίτια, στους ώμους. Είναι που πεθύμησα να σε δω να τρέχεις ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Συγχώρεσέ με μα είναι που θέλησα και πάλι να ριζώσω σε μια γωνιά της αγκαλιάς σου. (ο άνδρας σβήνει το κερί και πεθαίνει μες στο σκοτεινό δωμάτιο. Ίσκιοι από παράξενα πουλιά πετούν γύρω του. Ακούγεται ο ήχος της πένθιμης καμπάνας, οι ήχοι της πόλης κυριαρχούν. Ξαφνικά σιωπή και τίποτε.)
ΤΕΛΟΣ
|