ΑΡΤΕΜΙΣ ΜΟΥΣΤΑΚΛΙΔΟΥ Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου   
Πέμπτη, 29 Αύγουστος 2013 17:08

Άρτεμις Μουστακλίδου

Η βραβευμένη με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων για το έργο της «Η απειλή», νεαρή συγγραφέας εξομολογείται στο «Επί Σκηνής» τους προβληματισμούς της και  μιλάει για το θεατρικό της έργο και για τα όνειρά της ζώντας μέσα σ’ έναν «αιώνα φόβου».

moustaklidou1

Σ’ αυτόν τον αιώνα του φόβου, ο ίδιος ο άνθρωπος είναι  που προκαλεί το φόβο.  Ο φόβος του «ξένου», του αλλότριου και διαφορετικού, είναι ισχυρότερος από την αιώνια εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο συνάνθρωπο.

Μια τηλεοπτική οθόνη που από μέσο επικοινωνίας γίνεται μέσο αποξένωσης. Μια σύγχρονη οικία κι ένα ζευγάρι «χτισμένο» μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Εγκλωβισμένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και στα δίχτυα που μόνοι έπλεξαν, έρχονται αντιμέτωποι με έναν αδιαπέραστο στρόβιλο από λέξεις και μιμικές τηλεοπτικές συμπεριφορές που περισσότερο απομακρύνουν παρά ενώνουν. Οι καθημερινές τους στιγμές επιβεβαιώνουν την αδυναμία τους να διαφεντεύουν τους εαυτούς τους και το τραγικότερο, την ίδια τη ζωή. Η  «απειλή»  δεν αργεί να φανεί. Είναι οι νέοι γείτονες και το άρρωστο μωρό τους που  έρχονται να ταράξουν την  απομόνωσή τους. Η «απειλή» είναι πια δίπλα τους. Και γίνεται αβάσταχτη, ανατριχιαστική. Οι νέοι γείτονες, είναι αλλοδαποί. Ίσως και αλλόθρησκοι. Πάντως ύποπτοι, επικίνδυνοι. Στην  τηλεόραση είδαν ένα σωρό από ταινίες για δαύτους. Είναι από αυτούς τους ξένους, τους «εχθρούς»  που    δίχως καμιά δικαιολογία  και αφορμή σε κλέβουν  και σε σκοτώνουν. Η λύση βρίσκεται στο πάτημα της σκανδάλης. Η ωμότητα, η παράνοια, είναι  πια ο  μόνος τόπος  συνάντησης του ζευγαριού σε μια οικία- υψικάμινο μικρόπνοων σχεδίων και  τραγικά  προσωπικών συμφερόντων. Ο χρόνος συμβατικός. Κι αυτοί, κυνικοί και αδρανείς στο πέρας του χρόνου  έμειναν ίδιοι  κι ίδιοι θα φύγουν. Στερημένοι από μέλλον, χωρίς υπόσχεση ωρίμανσης και προόδου.

 

Από τη μια, η αποξένωση, η ανθρωποφοβία και από την άλλη, η  κοινωνική μάστιγα του ρατσισμού. Μίλησε μας για την «Απειλή». Που εστιάζει κυρίως η δική σου προσέγγιση;

Και τα τρία είναι απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο ρατσισμός εμπεριέχει την ανθρωποφοβία κι όλο αυτό αργά ή γρήγορα οδηγεί στην αποξένωση. Αυτή η αλληλουχία ακολουθήθηκε ακούσια και κατά τη διαδικασία της συγγραφής του έργου. Γράφοντας το λοιπόν, κι έχοντας ως γνώμονα πάντοτε το ρατσισμό, «παρακολουθούσα» τους ήρωες μου να απομονώνονται, να κλείνονται στον εαυτό τους όλο και πιο πολύ. Φαντάσου το όμως σαν μια αυτόματη διαδικασία.

Το τρομακτικό, ξανακοιτώντας το έργο μου τώρα, είναι ότι όταν ολοκληρώθηκε μου είχε φανεί αρκετά σκληρό και ίσως σε  κάποια σημεία και «τραβηγμένο» αλλά σήμερα τρία μόλις χρόνια μετά, φαντάζει σχεδόν φυσιολογικό!

 

Ο ρατσισμός μας (ακόμα και σε υποσυνείδητο επίπεδο), αποτελεί «ταμπού». Για σένα, γίνεται θέμα έκφρασης. Πως γεννήθηκε αυτή η ανάγκη;

Είμαι σίγουρη ότι ο φόβος για το ξένο, το διαφορετικό, το «άλλο» δεν αποτελεί  χαρακτηριστικό μόνο του αιώνα μας. Συναντάται λίγο-πολύ, σε όλες τις εποχές. Και φυσικά δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός. Εστιάζοντας, φερ’ ειπείν, στο σήμερα είναι πλέον προφανές, ότι διάφορες κοινωνικές - πολιτικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την εποχή μας καλλιεργούν εσκεμμένα το φόβο αυτό. Βιώνοντάς τόσο έντονα καθημερινά την κατάσταση αυτή μου γεννήθηκε η ανάγκη για να γράψω ένα τέτοιο έργο.

 

Στερεότυπα, προκαταλήψεις ή τι άλλο μας οδηγεί σε μια άνιση μεταχείριση των συνανθρώπων μας;

Σίγουρα σημαντικό ρόλο παίζουν  τα στερεότυπα και όλες οι καθιερωμένες κοινωνικές νόρμες που μαθαίνουμε σχεδόν από παιδιά. Η κοινωνία μας δυστυχώς είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο, που πολλές κοινωνικές ομάδες «περισσεύουν», άνθρωποι με την οποιαδήποτε διαφορετικότητα μένουν στο περιθώριο κι αυτό  επειδή «χαλάνε» την όποια κοινωνική ομοιομορφία. Πρόκειται για μια αυτόματα μαθημένη συμπεριφορά από την οποία πολύ δύσκολα ξεφεύγουμε.   

 

Ποιος ο ρόλος της τηλεοπτικής οθόνης στην «Απειλή» και ποιος ο ρόλος της τηλεόρασης σήμερα;

Η τηλεόραση στην «Απειλή» είναι για το ζευγάρι των ηρώων, τα πάντα. Είναι το «οξυγόνο» τους. Η «πραγματικότητά» τους. Χωρίς αυτήν απλώς πεθαίνουν. Άλλωστε και η ίδια τους η ζωή αποτελείται από κομμάτια δικά της. Το τραγικό είναι ότι οι ήρωες αυτοί δεν απέχουν και πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Υπάρχουν άνθρωποι σήμερα, που βλέπουν επτά και οκτώ ώρες τηλεόραση την ημέρα, μπορεί και παραπάνω. Και πολλές φορές μαζί με τα παιδιά τους. Πρόκειται για την γνωστή άποψη ότι η τηλεόραση είναι φτηνό μέσο ψυχαγωγίας.

 

Συγγραφή. Τι είναι τελικά; Μια ακατανίκητη προσωπική ανάγκη ή το κοινωνικό «καθήκον» του ξεσκεπάσματος απαράδεκτων πολιτικών ή ηθικών συμπεριφορών;

Σίγουρα η συγγραφή ξεκινάει από μία προσωπική ανάγκη του συγγραφέα.   Ανάγκη έκφρασης ιδεών, συναισθημάτων, προσωπικών πεποιθήσεων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Από τη στιγμή που το προϊόν της συγγραφής κάποιου φεύγει από τα στενά προσωπικά όρια, βγαίνει από το συρτάρι και εκτίθεται, αυτομάτως ξεφεύγει από τα όρια της προσωπικής ανάγκης. Δεν ξέρω αν εμπεριέχει απαραίτητα την έννοια του «καθήκοντος», με οποιαδήποτε σημασία της λέξης, σίγουρα όμως αποκτάει καινούριες διαστάσεις.

 

Πως ξεκίνησε η ενασχόληση σου με τη θεατρική γραφή;

Η αλήθεια είναι ότι από πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει κάτι και παράλληλα να προσπαθεί επίμονα να το κρύψει απ’ όλους, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Στην αρχή από γονείς και αδέρφια, αργότερα από συμμαθητές και φίλους. Αυτή η συνήθεια – ανάγκη σταμάτησε ακριβώς τη στιγμή που ξεκίνησε η γενικότερη ενασχόληση μου με το θέατρο. Συγκεκριμένα το 2005 περνάω στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. Δυστυχώς όμως, δεν είχα την δυνατότητα μέσω της σχολής να επιλέξω κάποια μαθήματα δημιουργικής γραφής – κάτι που αποτελεί ένα από τα λίγα ομολογουμένως αδύναμα σημεία της, τουλάχιστον όσο εγώ φοιτούσα εκεί – κι έτσι επέλεξα να παρακολουθήσω ένα κύκλο μαθημάτων Δημιουργικής Γραφής στο Θεατρικό Εργαστήρι Ούγκα Κλάρα. Με δασκάλα την Πένυ Φυλακτάκη, η οποία μας στήριξε μοναδικά και σε ομαδικό και σε προσωπικό επίπεδο, άρχισα να γράφω τα πρώτα ολοκληρωμένα μου έργα. Κάπως έτσι, αποφάσισα να στείλω ένα από αυτά στο διαγωνισμό του Υπουργείου.

moustaklidou2

Σε μια εποχή που οι θεατρικοί συγγραφείς έχουν δώσει εξαίρετα δείγματα δουλειάς αλλά που από την άλλη, η σύνταξη του συγγραφέα είναι ίση με εκείνην, ενός ανειδίκευτου εργάτη και  που  στο μεγαλύτερο μέρος τους οι συγγραφείς υφίστανται σωρεία λεηλασίας δικαιωμάτων, υπάρχει μέλλον γι’ αυτούς στην Ελλάδα;

Νομίζω ότι κανένας συγγραφέας που γράφει από πραγματική εσωτερική ανάγκη δεν πρόκειται να σιωπήσει, ό, τι κι αν συμβεί. Το ίδιο ισχύει και για τον ηθοποιό που παίζει, το μουσικό που γράφει τις συνθέσεις του κλπ. Το ερώτημα – πρόβλημα  που προκύπτει, είναι τι είδους κοινωνία θα είναι αυτή μέσα στην οποία θα δρουν και θα δημιουργούν οι συγγραφείς χωρίς καμία κοινωνική πρόνοια. Η Πολιτεία απλώς αγνοεί ή κάνει πως αγνοεί την ύπαρξη τους εάν δεν την υπονομεύει κιόλας αφού επιπρόσθετα δεν φροντίζει να δημιουργεί, να εκπαιδεύει το κοινό εκείνο που θα δεχτεί και θα παρακολουθήσει ή θα διαβάσει τα έργα τους.

 

Ποιά τα σχέδια σου για το μέλλον;

Αυτό που θα’ θελα και που φυσικά θα επιδιώξω είναι ν’ ανέβει η  «Απειλή». Το πρώτο βραβείο σε ένα τέτοιο διαγωνισμό είναι φυσικά  ό, τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί σε ένα θεατρικό συγγραφέα στο ξεκίνημα του. Όμως ένα θεατρικό έργο γράφεται για να «ζωντανέψει» επί σκηνής. Φυσικά, σκοπεύω να συνεχίσω να γράφω -ούτως ή άλλως η εποχή μας είναι γεμάτη από ερεθίσματα-. Άλλωστε σύμφωνα με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, εκείνο για το οποίο η δική μας γενιά θα μετανιώσει πικρά δεν είναι τόσο η σκληρότητα και οι αδικίες των κακών ανθρώπων όσο η απαράδεκτη σιωπή των καλών….»